ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς
ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του
εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν (ἀνθρωπισμῶν), μέ ἐπί
κεφαλῆς τόν Παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι οἱ
ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν
ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικό ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις. Διατί; Διότι
στό διάστημα τῆς ἱστορίας οἱ διάφορες αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἤ παραμορφώνουν
ἰδιώματα τινά τοῦ Θεανθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ, οἱ δέ εὐρωπαϊκές αὐτές αἱρέσεις
ἀπομακρύνουν ὁλόκληρο τόν Θεάνθρωπο καί στήν θέση του τοποθετοῦν τόν Εὐρωπαῖον
ἄνθρωπον. Ἐδῶ δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά μεταξύ τοῦ Παπισμοῦ,
Προτεσταντισμοῦ, Οἰκουμενισμοῦ καί ἄλλων αἱρέσεων, ὤν τό ὄνομα «λεγεών».
Τό ὀρθόδοξο
δόγμα, μᾶλλον τό πανδόγμα περί τῆς Ἐκκλησίας, ἀπερρίφθη καί ἀντικατεστάθη διά
τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ πᾶν-δόγματος περί τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλάθητου τοῦ
πάπα, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ αὐτῆς δέ τῆς παναιρέσεως γεννήθηκαν καί γεννῶνται
συνεχῶς ἄλλες αἱρέσεις: τό Filioque, ἡ ἀποβολή τῆς Ἐπικλήσεως, τά ἄζυμα, ἡ
εἰσαγωγή τῆς κτιστῆς χάριτος, τό καθαρτήριον πῦρ, τό θησαυροφυλάκιο τῶν
περισσῶν ἔργων, ἡ μηχανοποιημένη διδασκαλία περί τῆς σωτηρίας καί ὡς ἐκ τούτου
μηχανοποιημένη διδασκαλία περί τῆς ζωῆς, ὁ παποκαισαρισμός, ἡ Ἱερά Ἐξέτασις, τά
συγχωροχάρτια, ὁ φόνος τοῦ ἁμαρτωλοῦ διά τήν ἁμαρτία, ὁ ἰησουϊτισμός, ἡ
σχολαστική, ἡ καζουιστική, ὁ μοναρχισμός, ὁ κοινωνικός ἀτομικισμός διαφόρων
εἰδῶν...
Ὁ
Προτεσταντισμός; Εἶναι τό πλέον πιστό τέκνο τοῦ Παπισμοῦ, τό ὁποῖον διά τῆς
ὀρθολογιστικῆς σχολαστικῆς τοῦ πίπτει διά μέσου τῶν αἰώνων ἀπό τήν μίαν αἵρεσιν
στήν ἄλλην αἵρεσιν καί πνίγεται συνεχῶς στά διάφορα δηλητήρια τῶν αἱρετικῶν
πλανῶν του. Πρός τούτοις, ἡ παπιστική ὑψηλοφροσύνη καί ἡ «ἀλάθητος» ἀφροσύνη
βασιλεύει ἀπολυταρχικός καί ἐρημώνει τάς ψυχάς τῶν πιστῶν του. Κατ’ ἀρχήν
ἕκαστος Προτεστάντης εἶναι ἕνας ἀνεξάρτητος πάπας εἰς ὅλα τά ζητήματα τῆς
πίστεως. Τοῦτο δέ πάντοτε ὁδηγεῖ ἀπό τόν ἕνα πνευματικόν θάνατον στόν ἄλλον΄
τέλος αὐτοῦ τοῦ «ἀποθνήσκειν» δέν ὑπάρχει, καθ’ ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν πνευματικῶν
θανάτων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναρίθμητος.
Ἀφοῦ οὕτως
ἔχουν τά πράγματα, τότε διά τον παπιστικόν-προτεσταντικόν Οἰκουμενισμόν μέ τήν
ψευδοεκκλησίαν του καί τόν ψευδοχριστιανισμό του δέν ὑπάρχει διέξοδος ἀπό τό
ἀδιέξοδόν του, ἄνευ ὁλοψύχου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ μετάνοια εἶναι τό φάρμακο δι’ ἑκάστην
ἁμαρτίαν, φάρμακο δοθέν στόν ἄνθρωπον ἀπό τόν μόνον Φιλάνθρωπο.
Ἄνευ τῆς
μετανοίας καί εἰσδοχῆς στήν Ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφύσικο καί
ἀδιανόητο νά ὁμιλῇ τις περί τῆς ἑνώσεως «τῶν Ἐκκλησιῶν», περί τοῦ διαλόγου τῆς
ἀγάπης, περί τῆς intercommunio (δηλ. διακοινωνίας). Τό σπουδαιότερο ὅλων εἶναι
νά γίνη τις «σύσσωμος» τό Θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί
διά τούτου κοινωνός τῆς ψυχῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἅγιου Πνεύματος, καί
κληρονόμος ὅλων τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τοῦ Θεανθρώπου.
1. Ὁ σύγχρονος
«διάλογος τῆς ἀγάπης», ὁ ὁποῖος τελεῖται ὑπό τή μορφή γυμνοῦ συναισθηματισμοῦ,
εἶναι στήν πραγματικότητα ὀλιγόπιστη ἄρνηση τοῦ σωτηριώδους ἁγιασμοῦ τοῦ
Πνεύματος καί τῆς πίστεως τῆς Ἀλήθειας (Β’ Θέσ. 2, 13), δηλαδή τῆς μοναδικῆς
σωτηριώδους «ἀγάπης τῆς ἀληθείας» (Β’ Θέσ. 2, 10). Ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ
ἀλήθεια΄ ἡ ἀγάπη ζεῖ καί ὑπάρχει ἀληθεύουσα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ καρδιά κάθε
θεανθρώπινης ἀρετῆς, ἑπομένως καί τῆς ἀγάπης. Καί κάθε μία ἀπό αὐτές κηρύττει
καί εὐαγγελίζεται τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ ὡς τόν μόνο ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ
σάρκωση καί ἡ εἰκόνα τῆς Θείας Ἀλήθειας, δηλαδή της Παναλήθειας. Ἐάν τυχόν
ὑπῆρχε περίπτωση νά εἶναι ἡ ἀλήθεια ὁτιδήποτε ἄλλο καί ὄχι ὁ Θεάνθρωπος
Χριστός, τότε αὐτή θά ἦταν μικρή, ἀνεπαρκής, πεπερασμένη, θνητή. Τέτοια θά ἦταν
ἡ ἀλήθεια, ἐάν ἦταν νόημα, ἰδέα, θεωρία, νοῦς, ἐπιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα,
ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρωπότητα, ὁ κόσμος ἤ ὅλοι οἱ κόσμοι, ἤ ὁποιοσδήποτε ἤ
ὁτιδήποτε ἤ ὅλα αὐτά μαζί. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι Πρόσωπο καί μάλιστα τό πρόσωπο
τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, τοῦ δεύτερου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί ὡς ἐκ
τούτου εἶναι ἀθάνατη καί μή πεπερασμένη, αἰώνια. Διότι στόν Κύριο Ἰησοῦ ἡ
Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή εἶναι ὁμοούσιες: ἡ Ἀλήθεια ἡ αἰώνια καί ἡ Ζωή ἡ αἰώνια (πρβλ.
Ἰω. 14, 6′ 1, 4.17). Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πιστεύει στόν Κύριο Ἰησοῦ αὐξάνει
ἀκαταπαύστως διά τῆς Ἀληθείας Του στίς θεῖες της ἀπεραντοσύνες. Αὐξάνει μέ ὅλο
το εἶναι του, μέ ὅλη τή διάνοιά του, μέ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ψυχή του. Ἐν
Χριστῷ οἱ ἄνθρωποι ζοῦμε «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ», διότι μόνον ἔτσι μποροῦμε νά
«αὐξήσωμεν εἰς Αὐτόν τά πάντα, ὀς ἐστίν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός» (Ἐφ. 4, 15). Αὐτό
πραγματοποιεῖται πάντοτε «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» (Ἐφ. 3, 18), πάντοτε μέσα στήν
Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἀλλιῶς δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά αὐξάνει
σ’ Ἐκεῖνον, «ὀς ἐστίν ἡ κεφαλή» τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή στόν Χριστόν.
Ἄς μήν
ἀπατοῦμε τόν ἑαυτό μας. Ὑπάρχει καί ὁ «διάλογος τοῦ ψεύδους», ὅταν οἱ
διαλεγόμενοι συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα ψεύδονται ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Τέτοιος
διάλογος εἶναι οἰκεῖος στόν «πατέρα τοῦ ψεύδους», τόν διάβολο, «ὅτι ψεύστης
ἐστί καί ὁ πατήρ αὐτοῦ» (Ἰω. 8, 44). Οἰκεῖος εἶναι καί σ’ ὅλους τούς ἑκούσιους
ἤ ἀκούσιους συνεργάτες του, ὅταν αὐτοί θελήσουν νά πραγματοποιήσουν τό «καλό»
τους διά τοῦ κακοῦ, νά φθάσουν στήν «ἀλήθεια» τους μέ τή βοήθεια τοῦ ψεύδους.
Δέν ὑπάρχει «διάλογος τῆς ἀγάπης» χωρίς τόν διάλογο τῆς ἀλήθειας. Διαφορετικά
τέτοιος διάλογος εἶναι ἀφύσικος καί ψευδής. Γι’ αὐτό καί ἡ ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου
ζητεῖ νά εἶναι «ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος» (Ρώμ. 12, 9).
Ὁ
αἰρετικο-οὐμανιστικός χωρισμός καί ἡ διαίρεση τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀλήθειας εἶναι
σημάδι ἐλλείψεως τῆς θεανθρώπινης πίστεως καί τῆς ἀπολεσθείσης πνευματικῆς
θεανθρώπινης ἰσορροπίας καί ὀρθοφροσύνης. Ἐν πάσῃ περιπτώσει τοῦτο δέν ἦταν
ποτέ οὔτε εἶναι ἡ ὁδός τῶν Πατέρων. Μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι, ριζωμένοι καί
θεμελιωμένοι «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» στήν ἀλήθεια καί στήν ἀγάπη, ἔχουν καί
ἀναγγέλλουν, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων μέχρι σήμερα, αὐτή τή θεανθρώπινη
σωτηριώδη ἀγάπη πρός τόν κόσμο καί πρός ὅλα τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ γυμνός
ἠθικιστικός μινιμαλισμός [=μειωμένη χριστιανική ἠθική] καί ὁ ἀνθρωπιστικός
εἰρηνισμός τοῦ σύγχρονου Οἰκουμενισμοῦ πράττουν μόνο ἕνα πρᾶγμα: φέρνουν στό
φῶς τίς φυματικές οὐμανιστικές ρίζες τους, δηλαδή τήν ἀρρωστημένη φιλοσοφία
τους καί τήν ἀνθρώπινη, «κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων» (Κόλ. 2, 8), ἀνίσχυρη
ἠθική τους. Φανερώνουν ἐπί πλέον τήν κρίση τῆς ἀνθρωπιστικῆς πίστεώς τους στήν
ἀλήθεια καί τήν δοκητιστική [=μή πραγματική ἀντίληψη] ἀναισθησία τους γιά τήν
ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή γιά τήν ἀποστολική καί καθολική συνέχειά της,
στήν ἀλήθεια καί στή χάρη. Ἐνῷ ὁ ἀποστολικός ἁγιοπατερικός θεονούς καί ἡ
ὀρθοφροσύνη εὐαγγελίζονται μέ τό στόμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ τήν
ἑξῆς ἀλήθεια τῆς πίστεως: «Ἡ πίστη εἶναι ἡ βάση τῶν ἀρετῶν πού ἀκολουθοῦν,
ἐννοῶ τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης, θέτοντας ἔτσι σάν βάση τήν ἀλήθεια μέ τρόπο
ἀσφαλῆ» (Ρ.G. 90, c. 1189Α).
Δέν ὑπάρχει
καμία ἀμφιβολία ὅτι τό ἁγιοπατερικό μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους καί
τῆς σχέσεως πρός τούς αἱρετικούς, πού κληρονομήθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἔχει
ὁλοτελῶς θεανθρώπινο χαρακτῆρα. Τοῦτο ἐκφράζουν θεοπνεύστως οἱ ἑξῆς λόγοι τοῦ
ἴδιου Ἁγίου: «Καί δέν τά γράφω αὐτά, μη γένοιτο, ἐπειδή θέλω νά θλίβονται οἱ
αἱρετικοί, οὔτε νοιώθοντας χαρά γιά τήν κακοποίησή τους, ἀλλά περισσότερο γιατί
χαίρομαι καί ἀγάλλομαι μαζί τους γιά τήν ἐπιστροφή τους. Γιατί τί εἶναι πιό
εὐχάριστο γιά τούς πιστούς ἀπό τό νά βλέπουν τά διασκορπισμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ
νά μαζεύονται ὅλα μαζί; Οὔτε τά γράφω αὐτά παρακινῶντας σας νά δείξετε τή
σκληρότητα τοῦ Φιλάνθρωπου. Ὄχι τέτοια μανία! Ἀλλά τά γράφω αὐτά γιά νά σᾶς
παρακαλέσω νά ἐκτελεῖτε καί νά ἐφαρμόζετε, μέ προσοχή καί μετά ἀπό ἐξέταση, τά
καλά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά γίνεσθε τά πάντα σέ ὅλους, ἀνάλογα μέ τό τί
χρειάζεται καθένας τους ἀπό ἐσᾶς. Καί θέλω καί εὔχομαι νά εἶστε ἀπόλυτα σκληροί
καί ἀμείλικτοι μόνο στό νά μή συμπράξετε μέ τούς αἱρετικούς στή σύσταση καί συγκρότηση
τῆς φρενοβλαβοῦς (αἱρετικῆς) δοξασίας τους. Καί τοῦτο διότι ἐγώ ὁρίζω ὡς
μισανθρωπία καί ὡς χωρισμό ἀπό τή θεία ἀγάπη τήν προσπάθεια ἐνισχύσεως τῆς
πλάνης (τῆς αἱρέσεως), πού ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀκόμη μεγαλύτερη φθορά ἐκείνων
πού ἔχουν ἤδη πέσει σ’ αὐτήν» (Ρ.G. 91, c. 465c).
2. Ἡ
διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πού διατυπώθηκε ἀπό
τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, ἀπό τίς ἀγίες Συνόδους, γύρω
ἀπό τό θέμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἡ ἑξῆς: οἱ αἱρέσεις δέν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε
μποροῦν νά εἶναι Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό δέν μποροῦν οἱ αἱρέσεις νά ἔχουν τά ἁγία
Μυστήρια, ἰδιαίτερα τό Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, αὐτό τό Μυστήριο τῶν
Μυστηρίων. Γιατί ἀκριβῶς ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό πᾶν καί τά πάντα στήν
Ἐκκλησία: δηλαδή εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς καί ἡ ἴδια ἡ
Ἐκκλησία καί γενικά κάθε τι πού ἀνήκει στόν Θεάνθρωπο.
Ἡ
«intercommunio», δηλαδή ἡ διακοινωνία μέ τούς αἱρετικούς στά ἁγία Μυστήρια,
ἰδιαιτέρως στή θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἡ πλέον ἀναίσχυντη προδοσία τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα. Πρόκειται μάλιστά περί προδοσίας ὁλόκληρης
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἀποστολικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγιοπατερικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἁγιοπαραδοσιακῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μιᾶς καί μοναδικῆς. Ἐδῶ θά πρέπει νά
σταματήσει κάποιος τόν χριστοποιημένο νοῦ του καί τή συνείδηση μπροστά σέ
μερικά ἅγια γεγονότα, ἅγια μηνύματα καί ἅγιες ἐντολές.
Πρῶτον, πρέπει
νά διερωτηθοῦμε σέ πιά ἐκκλησιολογία καί σέ πιά θεολογία μέ θέμα τήν Ἐκκλησία
θεμελιώνεται ἡ λεγόμενη «intercommunio»; Γιατί ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τῆς
Ἐκκλησίας γύρω ἀπό τό θέμα τῆς Ἐκκλησίας βασίζεται καί θεμελιώνεται ὄχι στήν
inter-communio (διά-κοινωνία), ἀλλά στή θεανθρώπινη πραγματικότητα τῆς communio
δηλαδή στή θεανθρώπινη Κ ὁ ἰ ν ὦ ν ἴ α (πρβλ. Α΄ Κόρ. 1, 9. 10, 16-17. Β΄ Κόρ.
13, 13. Ἔβρ. 2, 14. 3, 14. Α΄ Ἰω. 1, 3), ἐνῷ ἡ ἔννοια inter-communio,
διά-κοινωνία, εἶναι καθ’ ἑαυτήν ἀντιφατική καί ὁλότελα ἀδιανόητη γιά τήν
Ὀρθόδοξη καθολική συνείδηση.
Τό δεύτερο
γεγονός, καί μάλιστα ἱερό γεγονός τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, εἶναι τό ἑξῆς: Στήν
Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τό θέμα τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἁγίων Μυστηρίων, τό μόνο
καί τό μοναδικό μυστήριο εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ, οὕτως ὥστε αὐτή νά εἶναι καί ἡ μόνη πηγή καί τό περιεχόμενο ὅλων τῶν
θείων Μυστηρίων. Ἔξω ἀπό αὐτό τό θεανθρώπινο καί παμπεριεκτικό Μυστήριο τῆς
Ἐκκλησίας, τό Πᾶν-μυστήριο, δέν ὑπάρχουν οὔτε μποροῦν νά ὑπάρχουν «μυστήρια»΄
ἑπομένως, καί οὐδεμία «διά-κοινωνία» (inter-communio) ὑπάρχει στά Μυστήρια. Ὡς
ἐκ τούτου μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, στό μοναδικό τοῦτο Παμμυστήριο τοῦ Χριστοῦ,
μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά τά Μυστήρια. Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξη, καθώς εἶναι
τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί τό κριτήριο τῶν Μυστηρίων καί ὄχι τό
ἀντίθετο. Τά Μυστήρια δέν μποροῦν νά ἀναβιβάζονται πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία, οὔτε
νά θεωροῦνται ἔξω ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνεκα τούτου,
σύμφωνα μέ τό φρόνημα τῆς Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί σύμφωνα μέ
ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη
ἄλλων μυστηρίων ἔξω ἀπ’ αὐτήν, οὔτε τά θεωρεῖ ὡς μυστήρια, μέχρις ὅτου
προσέλθει κάποιος μέ μετάνοια ἀπό τήν αἱρετική «ἐκκλησία», δηλαδή
ψευδοεκκλησία, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι τότε πού μένει κάποιος
ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρίς νά ἔχει ἑνωθεῖ μαζί τῆς διά τῆς μετανοίας, μέχρι
τότε αὐτός εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία αἱρετικός καί ἀναπόφευκτα βρίσκεται ἔξω ἀπό
τή σωτηριώδη Κοινωνία = communio. Γιατί «τίς μετοχή δικαιοσύνη καί ἀνομία; τίς
δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος;» (Β’ Κόρ. 6, 14).
Ὁ
πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, μέ τήν ἐξουσία πού ἔλαβε ἀπό τόν Θεάνθρωπο, δίνει
ἐντολή: «Αἱρετικόν ἀνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. 3,
10). Ἐκεῖνος, λοιπόν, ὁ ὁποῖος, ὄχι μόνο δέν παραιτεῖται ἀπό τόν «αἱρετικόν
ἄνθρωπον» ἀλλά δίνει σ’ αὐτόν καί τόν ἴδιο τόν Κύριο τήν θεία Εὐχαριστία, αὐτός
βρίσκεται στήν ἀποστολική καί θεανθρώπινη ἁγία πίστη; Ἐπί πλέον ὁ ἀγαπημένος
Μαθητής τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, Ἀπόστολος τῆς ἀγάπης, δίνει ἐντολή: ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος
δέν πιστεύει στή σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καί δέν παραδέχεται τήν εὐαγγελική γι’
Αὐτόν διδασκαλία ὡς Θεανθρώπου «μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν» (Β’ Ἰω. 1, 10).
Ὁ Κανόνας ΜΕ’
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων βροντοφωνεί: «Ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος,
αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω΄ εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς
ἐνεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (Πρβλ. Κανόνα ΛΓ’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου). Ἡ
ἐντολή αὐτή εἶναι σαφής, ἀκόμη καί γιά τή συνείδηση τοῦ κουνουπιοῦ. Δέν εἶναι
ἔτσι;
Ὁ Κανόνας ΞΔ’
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων διατάζει: «Εἰ τις κληρικός, ἤ λαϊκός, εἰσέλθη εἰς συναγωγήν
Ἰουδαίων, ἤ αἱρετικῶν, προσεύξασθαι, καί καθαιρείσθω, καί ἀφοριζέσθω». Καί
τοῦτο εἶναι σαφέστατο καί γιά τήν πλέον πρωτόγονη συνείδηση.
Ὁ Κανόνας Μς’
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων:«Επίσκοπον ἤ πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἤ
θυσίαν καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς
μερίς πιστῶ μετά ἀπίστου;». Εἶναι ὀφθαλμοφανές καί γιά τούς ἀόμματους ὅτι ἡ
ἐντολή αὐτή ὁρίζει κατηγορηματικά ὅτι δέν πρέπει νά ἀναγνωρίζουμε στούς
αἱρετικούς κανένα ἅγιο Μυστήριο καί ὅτι αὐτά πρέπει νά τά θεωροῦμε ὡς ἄκυρα καί
χωρίς θεία Χάρη.
Ὁ θεόπνευστος
φορέας τῆς ἀποστολικῆς καί ἁγιοπατερικῆς καθολικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, εὐαγγελίζεται ἀπό τήν καρδιά ὅλων τῶν
ἁγίων Πατέρων, ὅλων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὅλων τῶν ἁγίων Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας
τήν ἑξῆς θεανθρώπινη ἀλήθεια: «Ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος δέν εἶναι τύπος τοῦ Σώματος
καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ (μή γένοιτο), ἀλλά τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Κυρίου
θεωμένο... Διά μέσου αὐτοῦ καθοριζόμενοι ἑνωνόμαστε μέ τό Σῶμα τοῦ Κυρίου καί
μέ τό Πνεῦμα Του καί γινόμαστε Σῶμα Χριστοῦ (=ἡ Ἐκκλησία)... Καί ὀνομάζεται
μετάληψη΄ γιατί διά μέσου αὐτῆς μεταλαμβάνουμε τήν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ. Κοινωνία
δέ ὀνομάζεται καί εἶναι ἀληθινά, ἐπειδή διά μέσου αὐτῆς κοινωνοῦμε μέ τόν
Χριστό καί μετέχουμε τή σάρκα Του καί τή Θεότητά Του. Διά μέσου αὐτῆς
κοινωνοῦμε καί ἑνωνόμαστε μεταξύ μας. Γιατί ἐπειδή μεταλαμβάνουμε ἀπό ἕναν
ἄρτο, ὅλοι εἴμαστε ἕνα Σῶμα Χριστοῦ καί ἕνα Αἷμα, καί γινόμαστε μέλη ὁ ἕνας τοῦ
ἄλλου, ἀποτελῶντας ἕνα σῶμα (σύσσωμοι) τοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτό
λοιπόν, ἄς φυλαχτοῦμε μέ κάθε τρόπο νά μήν παίρνουμε μετάληψη αἱρετικῶν, οὔτε
νά τούς δίνουμε. Μή δίνετε τά ἅγια στούς σκύλους, λέγει ὁ Κύριος, οὔτε νά
ρίχνετε τά μαργαριτάρια σας μπροστά στούς χοίρους (Μάτθ. 7, 6), γιά νά μή
γίνουμε συμμέτοχοι στήν (αἱρετική) κακοδοξία καί συνεπῶς καί στήν καταδίκη
τους. Γιατί ἐάν βέβαια ἡ θεία μετάληψη εἶναι ἕνωση μέ τόν Χριστό καί μεταξύ
μας, τότε ὁπωσδήποτε ἑνωνόμαστε μέ τή θέληση μᾶς καί μέ ὅλους πού μεταλαμβάνουν
μαζί μας. Γιατί αὐτή ἡ ἕνωση γίνεται μέ τή θέλησή μας καί ὄχι χωρίς τή γνώμη
μας. Γιατί ὅλοι ἕνα σῶμα εἴμαστε, ἐπειδή μεταλαμβάνουμε ἀπό τόν ἕνα ἄρτο, ὅπως
λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδ. Ὄρθ. πίστεως 4,13, PG 94, c.
1149. 1152.1153. Πρέβ. Α΄ Κόρ. 10, 17).
Ὁ ἀτρόμητος
ὁμολογητής τῶν θεανθρωπίνων ὀρθοδόξων ἀληθειῶν (ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης)
ἀναγγέλλει σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν κόσμων: «Τό νά κοινωνεῖ κανείς ἀπό
αἱρετικό ἤ ὁλοφάνερα διαβεβλημένο ὡς πρός τόν βίο του, τόν ἀποξενώνει ἀπό τόν
Θεό καί τόν ἐξοικειώνει μέ τόν διάβολο» (Ρ.G. 99, c. 1668c). Σύμφωνα μέ τόν
ἴδιο ὁ ἄρτος τῶν αἱρετικῶν δέν εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Ρ.G. 99, c. 1597Α). Γι’
αὐτό, «Ὅπως λοιπόν o θεῖος ἄρτος, ὅταν μετέχουν σ’ αὐτόν οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅλους
ὅσους μετέχουν τούς κάνει νά ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα’ ἔτσι ἀκριβῶς καί o αἱρετικός
(ἄρτος), καθιστῶντας μεταξύ τους κοινωνούς αὐτούς πού μετέχουν ἀπ’ αὐτόν, τούς
ἐμφανίζει ἕνα σῶμα ἀντίθετο στόν Χριστό» (Ρ.G. 99, c. 1480cd).
Ἐπί πλέον «Ἡ
κοινωνία πού δίνεται ἀπό τούς αἱρετικούς, δέν εἶναι κοινός ἄρτος, ἀλλά φαρμάκι
(=δηλητήριο), πού δέν βλάπτει τό σῶμα ἀλλά πού μαυρίζει καί σκοτίζει τήν ψυχή»
ΠΗΓΗ
:http://www.alavastron.net/2016/09/Ioustinis-Popovitch.html