Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 12, 2024

 

Στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ



Ἄρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

 

"Δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι κανείς Χριστιανός, ἄν δέν ζεῖ στήν ὕπαρξή του, ἐν ἑαυτῷ, τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου"

Ἑορτάζουμε τήν Παγκόσμια Ὕψωση τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας. Καί ἐνῷ ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι μία ἡμέρα ἀναμνήσεως ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ σταυρικοῦ Πάθους τοῦ Λυτρωτῆ, ἐν τούτοις ἐμεῖς ἔχουμε μία χαρά. Καί αὐτή ἡ χαρά ὀφείλεται στό ὅτι ἡ Σταύρωση τοῦ Κυρίου καί ὁ Σταυρός, τό ὄργανο ἐπάνω στό ὁποῖο συνετελέσθη ὁ φρικτός ἀλλά καί ζωοποιός συγχρόνως θάνατος τοῦ Λυτρωτῆ μας, ἀποτελεῖ συγχρόνως καί τή δόξα τοῦ Κυρίου.

Θά ἐνθυμεῖσθε, ὅταν ὁ Κύριος πορευόταν πρός τό σταυρικό Πάθος, εἶπε τούς λόγους: «νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 13:31). Κατά τό ἀνθρώπινο ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν ὀνειδισμός, ἦταν ἡ ἔσχατη ταπείνωση καί ἔσχατη καταφρόνηση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀλλά κατά τήν θεία προοπτική ἦταν ἡ μεγαλύτερη δόξα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δόξα προετοίμασε τήν ἄλλη δόξα της λαμπροφόρου Ἀναστάσεώς Του. Ἐπειδή λοιπόν πάσχει στόν Σταυρό ὁ Κύριος, ἀλλά καί δοξάζεται πάσχοντας, γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ἀκόμα καί τή Μεγάλη Παρασκευή, ἀκόμα καί τή σημερινή μέρα, μπορεῖ νά ἑορτάζει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου ἀναστάσιμα, χαρμόσυνα, μέ τή χαρμολύπη αὐτή καί τό σταυροαναστάσιμο ἦθος καί φρόνημα πού χαρακτηρίζει τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί εὐσέβειά μας, ἡ ὁποία πηγάζει μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας.

 

Ἀλλά καί ὁ δεύτερος λόγος, γιά τόν ὁποῖο ἔχουμε χαρά σήμερα, εἶναι ὅτι διά τῆς μετοχῆς μας στόν ἑορτασμό αὐτό ἀξιωνόμαστε καί ἐμεῖς, παρά τήν ἀμαρτωλότητα καί ἀδυναμία καί νέκρωση τῶν πνευματικῶν μας αἰσθητηρίων, νά μεθέξουμε κάπως σ’ αὐτό τό μυστήριο τοῦ σταυρικοῦ Θανάτου καί τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Διότι αὐτή εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία μας τήν Ὀρθόδοξη καί Ἀποστολική οἱ ἑορτές δέν εἶναι κάτι ἔξω ἀπό ἐμᾶς, δέν εἶναι μία ἀνάμνηση ἱστορική ἤ ψυχολογική, ἀλλ’ εἶναι προπάντων μέθεξη καί μετοχή στά τελούμενα καί ἑορταζόμενα γεγονότα καί πρόσωπα.

Νομίζω ὅτι αἰσθανόμαστε πάντοτε, ἀλλά καί ἀπόψε ἰδιαιτέρως, ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς μας ὑπάρξεως. Δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι κανείς Χριστιανός, ἄν δέν ζεῖ στήν ὕπαρξή του, ἐν ἑαυτῷ, τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος πάντοτε, εἴπαμε, βιώνεται στήν Ὀρθοδοξία μέ τήν προοπτική τῆς Ἀναστάσεως.

Εὐχόμαστε σ’ ὅλους νά τούς βοηθήσει ἡ Χάρη τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ σήμερα, ὥστε καί αὐτοί νά ἐμβαθύνουν σ’ αὐτό τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, πού εἶναι τό κέντρο τῆς πίστεώς μας, τῆς ζωῆς μας τῆς χριστιανικῆς, καί νά σκεφθοῦν, ἄν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει ἀλήθεια στόν κόσμο ἔξω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.

Βέβαια ὁ κόσμος ὑπόσχεται ὅτι ὑπάρχει ἀλήθεια ἔξω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἡ πεῖρα δύο χιλιάδων χρόνων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ καί τῶν πτώσεων καί δραμάτων πού ἔζησε ὁ κόσμος καί πού ζεῖ μέχρι σήμερα –γιατί ὁ κόσμος, μή δεχόμενος τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ζεῖ ἕνα μεγάλο δρᾶμα, τό δρᾶμα τοῦ ἀδιεξόδου τοῦ ἐγωϊσμοῦ του– ἡ πεῖρα λοιπόν αὐτή βεβαιώνει ὅτι δέν ὑπάρχει ἀλήθεια γιά τή ζωή ἔξω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλά αὐτό εἶναι κάτι γιά τό ὁποῖο πρέπει κανείς –καί νά τόν φωτίσει ὁ Θεός νά τό καταλάβει, ἀλλά καί νά θελήσει ὁ ἴδιος– νά πάρει στή ζωή μία εὐθύνη πνευματική. Διότι, ἄν δέν πάρει ὁ ἄνθρωπος μία εὐθύνη, ἄν δέν θελήσει νά δεῖ τά πράγματα ἀποφασισμένος νά σηκώσει τίς συνέπειες τῆς ἀλήθειας, ὅσο καί ἄν τοῦ στοιχίζουν, τότε φυσικά δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ καί τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο εὐθύνη. Ἔχει ἀπαίτηση ὁ Θεός μέ τόν Σταυρό Του ἀπό τόν ἄνθρωπο. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν δεχθεῖ τήν ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ Του, δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ οὔτε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, οὔτε νά καταλάβει τό νόημα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, καί τότε ζεῖ μία ζωή ἀνεύθυνη, χωρίς νόημα καί χωρίς σταυρό, ἀλλά καί συγχρόνως ζωή χωρίς Χάρη καί χωρίς χαρά καί ἀνάσταση.

Καί νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό δρᾶμα γενικά τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου σήμερα, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει χαρά, διότι δέν ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, διότι δέν ἔχει τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν ἔχει τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, διότι δέν θέλει νά πάρει ὑπεύθυνα τό θέμα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, τό θέμα τῆς πίστεως.

 

(1981) Ἀπό τό βιβλίο: Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ὁμιλίες σέ ἀκίνητες Δεσποτικές καί Θεομητορικές Ἑορτές. Ἔκδ. Ι.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὅρος 2015, σελ. 22.



 

Ὁ Οἰκουμενισμός



Ἀρχιμανδρίτουυ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΨΑΝΗ,

Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς

 Ὁσίου Γρηγορίου

"Ὁ παπισμός ἀποτελεῖ μεγάλην ἀπειλήν διά την ἐν Χριστῷ ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου"

Ὁ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ, δηλαδή ἡ κίνησις διά τήν ἕνωσιν τῶν "ἐκκλησιῶν", ὅπως διεξάγεται σήμερον, φαίνεται ὅτι ἔχει οὐμανιστικόν – ἀνθρωποκεντρικόν χαρακτῆρα καί ὄχι θεολογικόν καί πνευματικόν. Παραμερίζει τήν Πίστιν (δόγμα) καί τήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποβλέπει περισσότερον εἰς πρακτικούς σκοπούς. Βλέπει τήν Ἐκκλησίαν κυρίως ὡς ἀνθρώπινον ἵδρυμα, τό ὁποῖον ἡνωμένον θά δυνηθῇ νά ἀντιμετωπίση καλλίτερον τούς ἐχθρούς του.

Δι’ αὐτό δέν λαμβάνονται σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν αἱ βασικαί διαφοραί περί τήν πίστιν καί τό πνεῦμα τῶν "ἐκκλησιῶν", οὔτε ἡ ἱστορία καί ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξ ἄλλου "δημιουργεῖται κάθε τόσο, ἀπό τήν μεγάλη ἐπιθυμία γιά ἕνωση, ἕνας εὔκολος ἐνθουσιασμός, πού πιστεύει πώς μπορεῖ μέ τήν συναισθηματική του θερμότητα νά ρευστοποιήση τήν πραγματικότητα καί νά τήν ξαναπλάση χωρίς δυσκολία. Δημιουργεῖται ἀκόμα μία διπλωματική συμβιβαστική νοοτροπία, πού νομίζει πώς μπορεῖ νά συμφιλιώση μέ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις ὡρισμένες δογματικές θέσεις ἤ γενικώτερες καταστάσεις, πού κρατοῦν τίς ἐκκλησίες χωρισμένες" (π. Δημήτριος Στανιλοάε).

Ἡ ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ὑπόκειται ὡς βάσις εἰς τόν οἰκουμενισμόν, εἶναι ἐπίσης λανθασμένη. Δέν ἀναγνωρίζει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ὡς τμῆμα ἤ κλάδον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτό καί πολλοί Ὀρθόδοξοι βλέπουν εἰς τόν οἰκουμενισμόν μίαν ἐκκλησιολογικήν αἵρεσιν χωρίς νά σημαίνη ὅτι ἀναπαύονται καί εἰς τόν ζηλωτισμόν, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἐπίσης ἐκκλησιολογικήν παρέκκλησιν. Οἰκουμενισμός καί ζηλωτισμός δέν ἐκφράζουν τήν Ὀρθοδοξίαν. Αἰσθανόμεθα τόν οἰκουμενισμόν ὡς κάτι πού ἀπομακρύνει τήν ἕνωσιν καί μάλιστα τόσον ὅσον φαίνεται νά τήν φέρη πλησίον μας. Ἀγαπῶμεν τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς καί δι’ αὐτό θέλομεν μίαν πραγματικήν καί ἁγίαν ἕνωσιν μαζί των. Δέν θέλομεν συνύπαρξιν ἤ μίαν ἀνοχήν ἤ μίαν ποικιλίαν "πίστεων", διότι αὐτό δέν εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ἀσφαλής καί διαρκής ἕνωσις εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα. Θέλομεν νά πιστεύωμεν ὅ,τι κοινωνοῦμεν καί νά κοινωνοῦμεν ὅ,τι πιστεύωμεν, τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, ὁλόκληρον εἰς ὁλόκληρον τό Σῶμα Του.

Μόνον ὁ ὅλος Θεάνθρωπος ἠμπορεῖ νά σώση καί τόν ὅλον ἄνθρωπον. Ἐν ὀνόματι αὐτοῦ τοῦ ὅλου Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τοῦ ὅλου Σώματός Του, τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν δυνάμεθα νά διαπραγματευθῶμεν "ἐπί ἴσοις ὅροις" μέ τούς "παραμορφωμένους Χριστούς" τῶν δυτικῶν, Ρωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν. Οὔτε θέλωμεν νά προδώσωμεν τόν ἄνθρωπον, πού ἀναμένει τήν σωτηρίαν του ἀπό τόν ὅλον Θεάνθρωπον. Δι’ αὐτό ἠμποροῦμεν νά ὁμολογήσωμεν, ἠμποροῦμεν καί νά ἀποθάνωμεν, ἀλλ’ ὄχι νά συμβιβασθῶμεν. Εἰδικώτερον ὅσον ἀφορᾶ εἰς τόν παπισμόν αἰσθανόμεθα, αὐτό πού πάντοτε ἠσθάνοντο οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅτι παραμορφώνει τήν Ἁγίαν Τριάδα, ὅτι παραμερίζει τόν Χριστόν, ὅτι δέν φανερώνει τήν Ἐκκλησίαν ὡς Εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλ’ ὡς ἀνθρωπίνην μονοκρατορίαν, ὅτι δίδει εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα διακοσμητικήν μόνον θέσιν. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος δέν βοηθεῖται καί δέν σώζεται. Ὁ παπισμός ἀποτελεῖ μεγάλην ἀπειλήν διά την ἐν Χριστῷ ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μελέτη αὐτή ἀποτελεῖ μίαν διαμαρτυρίαν καί μίαν ὁμολογίαν ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων ἐκείνων πού λησμονοῦν τά ἀνωτέρω, βιάζονται νά χαρακτηρίσουν τόν πάπαν ὡς "ἅγιον" καί τήν ρωμαϊκήν ἐκκλησίαν ὡς "ἁγίαν" χωρίς νά σκέπτωνται ὅτι μέ αὐτόν τόν τρόπον ἀδικοῦν περισσότερον ἀπό ὅλους τούς δυτικούς, διότι δέν τούς βοηθοῦν νά ἀντιληφθοῦν τήν αὐθεντίαν των. Δέν σκέπτωνται ἐπίσης ὅτι μέ ὅσα λέγουν δέν ἐκφράζουν τήν πίστιν καί τό φρόνημα τῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν ὁποίων προΐστανται. Ἀλλά καί ἡ δικαιολογία ὅτι ὅλα αὐτά γίνονται "διπλωματικῶς" ἀποτελεῖ ἤδη μίαν πνευματικήν πτῶσιν ἐν σχέσει πρός τήν ἀπαίτησιν τοῦ Εὐαγγελλίου νά "ἀληθεύωμεν ἐν ἀγάπῃ" (Ἐφ. δ’ 15) καί συμβιβασμόν μέ τό κοσμικόν πνεῦμα. Ἐάν μάλιστα ἡμεῖς ὡς Ἁγιορεῖται ὁμιλήσωμεν διαφορετικά ἀπ’ ὅ,τι ὁμίλησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, οἱ μή συλλειτουργήσαντες μέ τούς Λατινόφρονας καί θανατωθέντες Ἁγιορεῖται, ὁ ὅσιος Νικόδημος καί οἱ λοιποί Πατέρες μας, οἱ ἐν ἀσκήσει καί ἀθλήσει διαλάμψαντες, τοῦτο θά εἶναι Θεοῦ ἐγκατάλειψις. Καί τά ὀστᾶ μας θά διασκορπισθοῦν μέ τά ὀστᾶ των ἀνθρωπαρέσκων. (Ψάλμ. 52,6) Μέ αὐτό τό πνεῦμα ἄς ἀκούσουν καί οἱ ἀδελφοί μας τήν ταπεινήν φωνήν μας.

 

"Ὀρθόδοξος Παράδοσις καί Παπισμός, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1979"



 

ΚΟΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ;


 

Ἔκπληξη προκάλεσε ἡ καταληκτήρια ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κατὰ τὴ Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπό 1 μέχρι 3 Σεπτεμβρίου 2024.

Ὁ Πατριάρχης θύμισε ὅτι κατὰ τὰ τέλη Μαΐου 2025 θὰ πραγματοποιηθεῖ στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἐπίσημος ἑορτασμὸς γιὰ τὴ συμπλήρωση 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴ σύγκληση ἐκεῖ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης Φραγκίσκου.

Ἐκεῖνο ποὺ αἰφνιδίασε ἦταν ἡ κατάληξη τῆς ὁμιλίας τοῦ Πατριάρχου, ὅπου ἐξέφρασε τὴν εὐχὴ ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα του 2025 «νά μή ἀποτελέσῃ μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἀλλά τήν ἀπαρχήν τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας διά τόν ἑορτασμόν του κατ᾽ ἔτος,συμφώνως πρὸς τὸ Πασχάλιον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» («iefimerida.gr» 3-9-2024).

Ἡ παγίδα βρίσκεται στὴ φράση τοῦ Πατριάρχου «συμφώνως πρὸς τὸ Πασχάλιον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», διότι φαίνεται ὅτι σχεδιάζεται νὰ ἀλλάξει ὁ Παπισμὸς τὸν τρόπο ὑπολογισμοῦ τῆς ἡμέρας ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, προκειμένου νὰ ἀκολουθήσει τὸν Ὀρθόδοξο. Αὐτὸ δίνει τὴν εὐκαιρία στὸν Πατριάρχη νὰ ὑποστηρίξει ὅτι εἶναι θετικὴ αὐτὴ ἡ ἐξέλιξη.

Εἶναι λάθος! Εἶναι ἀπόδειξη ὅτι, ἀφοῦ ὁ θεολογικὸς διάλογος ὁδηγήθηκε σὲ ἀδιέξοδο, προωθεῖται καὶ μὲ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἕνωση στὴν πράξη μὲ τοὺς παπικούς.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι κατεξοχὴν ἐπίκαιρο νὰ ἀκούσουμε τὴν ξεκάθαρη φωνὴ τοῦ ἀειμνήστου π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἂν εὑρεθῇ ἐνώπιον προτάσεως περὶ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἢ οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ὀφείλει νὰ ἀρνηθῇ καὶ συζήτησιν κἂν περὶ τοῦ θέματος.

Τοιαύτη συζήτησις πρέπει νὰ ἀποκλεισθῇ παντὶ σθένει καὶ πάσῃ θυσίᾳ, διότι ἀποτελεῖ ἀνατροπὴν ἐκ τῶν θεμελίων τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς καὶ ἰδίᾳ τῆς Ἐκκλησιολογίας. Ἢ πιστεύομεν ὅτι εἴμεθα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἢ δὲν πιστεύομεν…

Ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἠθέλησε νὰ θεσπίσῃ κοινὸν ἑορτασμόν, ἀλλὰ διὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, οὐχὶ διὰ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκομένους. Δὲν συνεζήτησεν οὔτε μετὰ τῶν Γνωστικῶν, οὔτε μετὰ τῶν Μαρκιωνι­τῶν, οὔτε μετὰ τῶν Μανιχαίων, οὔτε μετὰ τῶν Μοντανιστῶν, οὔτε μετὰ τῶν Δονατι­στῶν, ἵνα εὕρῃ βάσιν συνεννοήσεως περὶ κοινῶν ἑορτασμῶν» («Ἐνορία», ἀριθ. 549/10-5-1974).

Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὰ Ὀρθόδοξη στάση καὶ ὄχι τὰ ψεύτικα ὁράματα περὶ «Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Χριστιανοσύνης». Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» καὶ δὲν ἔχει κανένα λόγο νὰ ἐπιδιώκει κοινὸ ἑορτασμὸ μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐνόσω αὐτοὶ παραμένουν πείσμονες καὶ ἀμετανόητοι στὴν αἵρεσή τους.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”