Σάββατο, Μαΐου 03, 2025

 

Η Ουνία-Πρόσωπο και Προσωπείο

 

Η Ουνία-Πρόσωπο και Προσωπείο

Του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

Οδυνηρό «αγκάθι» στον διάλογο Ορθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμού, που μάταια πασχίζουν να το υποτιμήσουν οι δικοί μας Οικουμενιστές, είναι η ΟΥΝΙΑ.

1. Λέγοντας «Ουνία», εννοούμε ένα θρησκευτικοπολιτικό σχήμα, που επινοήθηκε από τον Παπισμό για τον εκδυτικισμό της (μη λατινικής) Ανατολής, την πνευματικοπολιτική υποταγή της στην εξουσία του Πάπα. Συνδέεται, δηλαδή με την επεκτατική πολιτική του Παπισμού, της συνεπέστερης έκφρασης του ευρωπαϊκού φεουδαρχισμού, ο οποίος με το Κράτος του Βατικανού συνεχίζεται ως τις ημέρες μας. Βέβαια πρέπει να γίνεται κάποια διάκριση σε διάφορες φάσεις, που παρουσιάζει ιστορικά η υπόθεση της «Ουνίας». Διότι του συγκεκριμένου ιστορικού σχήματος προηγείται η ιδέα και η μεθόδευση της υποταγής της Ανατολής-και μάλιστα των Ορθοδόξων-στον Πάπα, μια μόνιμη τάση της Λατινικής Εκκλησίας μετά την διαφοροποίηση και απόσχισή της από την Ορθόδοξη Ανατολή. Εκεί, που ο άμεσος εκλατινισμός αποδεικνύεται δυσεπίτευκτος, εφαρμόζει ο Παπισμός την μέθοδο της Ουνίας, η οποία αποδεικνύεται έτσι, πανούργα επινόηση, διότι η υποταγή επιτυγχάνεται με το πρόσχημα της συνέχειας και ελευθερίας.

Η επεκτατική αυτή κίνηση του Παπικού θρόνου ονομαζομένη ΟΥΝΙΑ ή ΟΥΝΙΤΙΣΜΟΣ στη γλώσσα μας, οφείλει το όνομά της στη λατινική λέξη UNIO (ένωση), αλλά μόλις το 1596 έλαβε στην Πολωνία επίσημα το όνομα UNIA (σλαβ. UNIJA). Το όνομα χρησιμοποιήθηκε τότε, για να χαρακτηρισθεί όχι μόνο η ενωτική κίνηση με τον Πάπα, αλλά και το συγκεκριμένο σώμα (κοινότητα) των Ορθοδόξων, οι οποίοι συνοδικά απεφάσισαν όχι την ολοτελή προσχώρησή τους στον Παπισμό, αλλά μόνο την αναγνώριση του Πάπα ως πνευματικής κορυφής των, διατηρώντας τα λατρευτικά και λοιπά έθιμά τους και δίνοντας, έτσι, εξωτερικά την εντύπωση της συνέχειας και παραμονής στο εθνικό πλαίσιό τους.

Η διακράτηση του «ανατολικού» ή «βυζαντινού» «ρυθμού» από τους Ουνίτες εξηγεί τα ονόματα βυζαντυνόρρυθμοι, βυζαντινού ρυθμού, ελληνόρρυθμοι, ελληνοκαθολικοί κ.ά., με τα οποία συνήθως χαρακτηρίζονται. Περισσότερο όμως ανταποκρίνεται στα πράγματα η ονομασία «Καθολικοί της Ανατολής», διότι οι Ουνίτες είναι ουσιαστικά παπικοί, δεχόμενοι σύνολη την παπική διδασκαλία, και μάλιστα τα δόγματα εκείνα, που διαφοροποιούν ριζικά τον Παπισμό από την Ορθοδοξία, και μόνο εξωτερικά και επιφανειακά, με την περιβολή των κληρικών τους και τα ανατολικά έθιμά τους («ρυθμός»), δίνουν την απατηλή εντύπωση, ότι παραμένουν ορθόδοξοι.

2. Η ιδέα της Ουνίας, ως μεθόδου και τρόπου υποταγής, συναρτάται με την επεκτατική βούληση της φραγκευμένης Παλαιάς Ρώμης, συνισταμένη στην εξάπλωση και επιβολή του παπικού πρωτείου εξουσίας. Γι’ αυτό δεν είναι περίεργη η διαπίστωση, ότι η Ουνία, ως ιδέα, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε παράλληλα με την Ιερά Εξέταση (Inquisitio). Ιερά Εξέταση και Ουνία αποδείχθηκαν αμφιθαλείς καρποί του παποφραγκικού πνεύματος. Και η μεν Ιερά Εξέταση ανέλαβε την επιβολή της παποφραγκικής εξουσίας στα όρια της φραγκοκρατουμένης Δύσεως, η δε Ουνία επωμίσθηκε την επέκταση της θρησκευτικοπολιτικής παπικής εξουσίας στην Ανατολή. Με την Ιερά Εξέταση επιδιωκόταν η εξουδετέρωση των ανυποτάκτων στη παποφραγκική εξουσία˙ με την Ουνία, ο εκλατινισμός των αρνουμένων την κυριαρχία της Π. Ρώμης Ανατολικών. Γι’ αυτό και στην Ανατολή η υποταγή στον Πάπα, είτε ως κανονικός εκλατινισμός, είτε με την μέθοδο της Ουνίας, εκφραζόταν με το ρήμα: φραγκεύω (εφράγκευσε) ή περιφραστικά: έγινε φράγκος. Η Ουνία θα συμβαδίζει ιστορικά με την Ι. Εξέταση. Η μία, λοιπόν φωτίζει το ρόλο της άλλης.

Η συνοδική, δηλαδή «εκκλησιαστική», καταξίωση της Ιεράς Εξετάσεως, η θεσμοποίησή της, έγινε διαδοχικά επί Ιννοκεντίου Γ΄ (1198-1216) στα έτη 1205, 1206, 1212 και κυρίως στη δ΄ σύνοδο του Λατερανού (1215), ολοκληρώθηκε δε το 1233 επί πάπα Γρηγορίου Θ΄. Από την εποχή δε του πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ (1243-1254) θεσμοθετήθηκε (αναγνωρίσθηκε εκκλησιαστικά) και η χρήση των βασανιστηρίων (1252) ως ανακριτικού μέσου. Η δράση της Ι. Εξετάσεως επεκτάθηκε στην Ιταλία, Ν. Γαλλία, Ισπανία, όπου υπήρχε ακμαιότερο ρωμαϊκό στοιχείο και λιγότερο στην Αγγλία και Γερμανία. Καταδιώχθηκαν συστηματικά Ιουδαίοι, Μωαμεθανοί, «αιρετικοί» (δηλαδή χριστιανοί-ρωμαίοι) και αργότερα Προτεστάντες. Την «επιστροφή» και αυτών στον Παπισμό ανέλαβε η Ιερά Εξέταση.

Ο Ιννοκέντιος Γ΄, μία δυναμική, αλλά κοσμικού φρονήματος μορφή, είναι πνευματικός πατέρας της Ουνίας, όπως και της Ιεράς Εξετάσεως, αφού αυτός περιέβαλε με την «εκκλησιαστική» καταξίωση και τις δύο. Λίγα χρόνια πριν (1204) είχε αλωθεί και καταστραφεί η Κωνσταντινούπολη από τις ορδές των φράγκων σταυροφόρων, με την ευλογία και υποστήριξη του ίδιου Πάπα. Αυτό που δεν πέτυχε η δύναμη των όπλων και ο βίαιος εκλατινισμός ανέλαβε να το επιτύχει η μέθοδος της Ουνίας, ενεργώντας ως μηχανισμός απάτης και «δούρειος ίππος» μεταξύ των ανατολικών χριστιανών.

Το κείμενο του σχετικού κανόνος είναι το ακόλουθο: «Εάν σε κάποια περιοχή ζουν διάφορα έθνη με διαφορετικές γλώσσες και εκκλησιαστικούς ρυθμούς (Ritus), ο επίσκοπος να εκλέξει άξιους άνδρες, οι οποίοι θα τελούν για κάθε μία εθνότητα τη θεία λατρεία στη γλώσσα και το ρυθμό της».

Στο ίσιο πνεύμα κινήθηκε και η βούλα του Πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ (1243-1254) στα 1254, η οποία και πάλι έκανε δεκτά τα έθιμα των ανατολικών, με σκοπό όμως την βαθμιαία κατάργησή τους και τον πλήρη εκλατινισμό τους.

3. Οι πρώτοι αληθινοί Ουνίτες είναι οι ενωτικοί του Βυζαντίου, που υπέγραψαν και αποδέχθηκαν την ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας (1439), μένοντας με την αυταπάτη, ότι διατήρησαν τη συνέχειά τους και την ορθόδοξη παράδοσή τους. Εδώ δε, πρέπει να σημειωθεί, ότι η Ουνία δεν εξυπηρετεί μόνο τον Παπισμό, που μέσω αυτής επιτυγχάνει ευκολότερα τη διείσδυσή του, αλλά δίνει ένα άλλοθι και στους δικούς μας δυτικίζοντες-ενωτικούς για να αποφεύγουν τη μομφή του προδότη των πατρίων. Με το πρόσχημα της διατηρήσεως των εξωτερικών τύπων καλύπτουν την απεμπόληση της παραδόσεως και του εθνισμού τους.

Η Ουνία συνδέθηκε στην ιστορική εφαρμογή της με ένα δογματικό μινιμαλισμό. Αυτό, δηλαδή, που απαιτήθηκε από τη Ρώμη ήταν η αποδοχή των παπικών δογμάτων (πρωτείου και αλαθήτου) Αυτό σημαίνει αποδοχή του παπικού θεσμού, που αποτελεί την απόλυτη βάση του παπικού οικοδομήματος. Βέβαια, όπως ήδη έχει λεχθεί, οι Ουνίτες τελικά καταφάσκουν όλα τα δόγματα της Λατινικής Εκκλησίας, μένοντας μόνο τυπικά-εξωτερικά συνδεδεμένοι με την ορθόδοξη παράδοση. Σωτηρία όμως για τον Παπισμό είναι ουσιαστικά η αναγνώριση του Πάπα, δείγμα της αντιεκκλησιαστικότητάς του. Η σκοπιμότητα, μάλιστα, που κυριαρχεί στην περίπτωση των Ουνιτών, φαίνεται και από το γεγονός, ότι ενώ ο λατινικός κλήρος ακολουθεί την υποχρεωτική αγαμία, στους κληρικούς των Ουνιτών θα επιτραπεί να είναι νυμφευμένοι, για να διευκολύνεται προφανώς ο εξουνιτισμός. Συμπερασματικά, λοιπόν:

Η Ιερά Εξέταση συνδέεται με την αρχή της αλάθητης ηγεσίας (αλάθητο του Πάπα, Infallibilitas), που θεμελιώθηκε «δογματικά» από τον κορυφαίο σχολαστικό του μεσαίωνα Θωμά Ακινάτη (†1274). Το υπόβαθρο του παπικού αλαθήτου είναι η φραγκική ερμηνεία και χρήση της περί προορισμού διδασκαλίας του Αυγουστίνου, σε πλαίσια κοσμικά-πολιτικά. Η Ουνία απορρέει από την απαίτηση επιβολής του άλλου βασικού παπικού δόγματος, του πρωτείου εξουσίας, μέσα στον χριστιανικό κόσμο. Συγκεκριμενοποιείται και δραστηριοποιείται τον 16ο αιώνα, διότι τότε έλαβε χώρα γεγονός τεράστιας σημασίας: Γένεση του Προτεσταντισμού (1517). Ο Παπισμός αναζήτησε στήριγμα στην Ανατολή, για να εξισορροπηθεί η αμφισβήτησή του στη Δύση.

Η Ουνία και η Χριστιανική Ανατολή

4. Η Ουνία δεν είναι, ούτε μπορεί να νοηθεί, ως ένα «ενδιάμεσο σώμα» μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού. Είναι ένα κομμάτι του Παπισμού, αποτελούμενο από γεωγραφικά και μόνο «ανατολικούς» χριστιανούς, πλήρως ενσωματωμένους στη Λατινική Εκκλησία. Πολύ ορθά χρησιμοποιείται και γι’ αυτούς, όπως για τους Προτεστάντες, ο χαρακτηρισμός «η κατ’ ανατολάς Δύσις». Το μόνο κοινό με την Ορθοδοξία είναι ο «ρυθμός» τους.

Η Ουνία παραμένει πάντοτε, κατά την πατριαρχική Εγκύκλιο του 1838, «μέθοδος απόκρυφος και όργανον καταχθόνιον, δι’ ου παρασύρουσι τους ευήθεις και ευαπατήτους προς τον Παπισμόν». Ουνία και Παπισμός ταυτίζονται. Οι Ουνίτες, μάλιστα, στηρίζουν τον παπικό θεσμό με φανατισμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι οι Ρωμαιοκαθολικοί. Ανάμεσα στους τελευταίους υπάρχουν και κάποιοι, που κατορθώνουν να αποδεσμευθούν από τον «παπικό μυστικισμό», που έντεχνα καλλιεργείται, ιδιαίτερα στα κατώτερα λαϊκά στρώματα, και ασκούν μία, υποτυπώδη έστω, κριτική στον Πάπα (βλέπε π.χ. λατινική Αμερική). Οι Ουνίτες όμως από τον παπικό θεσμό εξαρτούν την ύπαρξή τους και γι’ αυτό αποβαίνουν οι σκληρότεροι υποστηρικτές του Πάπα. Γι’ αυτό, ενώ σε παλαιότερες εποχές η Ρώμη ευχάριστα δεχόταν, ή και βοηθούσε, την αφομοίωση των Ουνιτών, σήμερα αποτρέπει την αφομοίωσή τους και ευνοεί τη διατήρησή τους. Διότι χρησιμοποιεί την αφοσίωσή τους, για να αποκαθιστά το κλονιζόμενο κύρος του Πάπα στη Δύση. Οι Ουνίτες σήμερα αναγκάζονται να κρατούν τα θρησκευτικά έθιμα της χώρας τους, οι ΄Ελληνες της Ελλάδος, οι Σύριοι της Συρίας κ.ο.κ., με το πρόσχημα της «καθολικότητος της Εκκλησίας», δηλαδή του Παπισμού, που εμφανίζεται έτσι ως παγκόσμια «δύναμη».

Η αποκοπή των Ουνιτών ολοσχερώς από το σώμα των Ορθοδόξων ήταν κοινή συνείδηση για τους ορθοδόξους πιστούς σε παλαιότερες εποχές, όταν τα πνευματικά αντανακλαστικά ακόμη λειτουργούσαν κανονικότερα. Γι’ αυτό όχι μόνο τους Λατίνους, αλλά και τους Ουνίτες, δεν τους ονόμαζαν ο λαός και λόγιοι θεολόγοι, ως τον 19ο αιώνα, Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά παπικούς ή παπιστές και Κατόλικους, ως μετάφραση του Ιταλικού Catolico. Ο ορθόδοξος λαός είχε συνείδηση του περιεχομένου του όρου «Ρωμαίος» και «καθολικός», που και τα δύο σημαίνουν «ορθόδοξος». Ως προς την ουσία τους δε, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (†1444) τους αποκαλούσε «Γραικολατίνους» και «μιξόθηρας ανθρώπους». Η επέκταση του Οικουμενισμού επέφερε σύγχυση και στη χρησιμοποιουμένη ορολογία, ώστε να είναι ανάγκη σήμερα να ξεκαθαρισθούν και πάλι τα πράγματα.

Η Ουνία εντάχθηκε την κατάλληλη ιστορική στιγμή στην υπηρεσία των πολιτικών σχεδίων του παπικού κράτους (ως το 1929) και μετά του Βατικανού (ως κολοβωμένου γεωγραφικά παπικού κράτους), αλλά και των εξαρτωμένων από τη Ρώμη ή συνεργαζομένων μαζί της ρωμαιοκαθολικών Ηγετών και Κυβερνήσεων. Γι’ αυτό η παρουσία και ο ρόλος της δεν είναι ποτέ αμιγώς θρησκευτικός, αλλά θρησκευτικοπολιτικός. Και όταν ακόμη δεν αναμειγνύονται φανερά σε πολιτικές ίντριγκες οι Ουνίτες, και μόνο η ύπαρξή τους διευκολύνει τα επεκτατικά πολιτικά σχέδια του Παπισμού και των συμμάχων του. ΄Ετσι, ο χαρακτηρισμός «πολιορκητική μηχανή», για την Ουνία δεν είναι καθόλου έξω από τα πράγματα.

5. Από την πρώτη στιγμή της εφαρμογής της ιδέας της Ουνίας και της συγκροτήσεως ουνιτικών κοινοτήτων η κίνηση αυτή ανατέθηκε στην εποπτεία και καθοδήγηση του τάγματος των Ιησουϊτών των συνεπεστέρων θεραπόντων της παπικής εξουσίας ∙ αν επιτρέπεται ο όρος, των «καταδρομέων» του Παπισμού. Το Ιησουϊτικό Τάγμα ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1540 και σ’ αυτό περιήλθε η «Sacra Congregatio de propaganda fidei» (1622), στην οποία εντάχθηκε η Ουνία. Ως παράρτημα της παραπάνω «Congregatio» ιδρύθηκε η «Congregatio pro Ecclesia Orientale», που από το 1917 έγινε αυτοτελής οργανισμός, για την προώθηση της παπικής προπαγάνδας στο χώρο της Ανατολής. Σ’ αυτήν τελικά υποτάχθηκε η Ουνία έκτοτε και σ’ αυτή τη σχέση παραμένει ώς σήμερα. Η εξάρτηση της Ουνίας από το Ιησουϊτικό Τάγμα την κατέστησε «δίχτυ» του Ιησουϊτισμού για την προώθηση των συμφερόντων της Ρώμης. Καλλίνικο θύμα του Ιησουϊτισμού και της Ουνίας υπήρξε ο μαρτυρικός Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Α΄ ο Λούκαρις (†1638), διότι αντιτάχθηκε στα σχέδια και των δύο. Και φυσικά δεν ήταν το μόνο θύμα τους στην ελληνική Ανατολή.

Ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ ίδρυσε το 1577 στη Ρώμη το Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, θεολογική Σχολή για την κατάρτιση των στελεχών της Ουνίας, που θα ανελάμβαναν δραστηριότητα στις ελληνόφωνες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Ενετοκρατούμενων περιοχών. Οι απόφοιτοι του Κολλεγίου αυτού υπέγραφαν κατά την αποφοίτησή τους Βούλα υποταγής στον Πάπα και απέβαιναν φανατικοί υποστηρικτές και κήρυκες της υποταγής των Ορθοδόξων στη Ρώμη. Η δράση τους υπήρξε καταλυτική για την Ορθοδοξία. Χρησιμοποιώντας μάλιστα πρώτοι αυτοί την καθομιλουμένη γλώσσα στα έντυπά τους αποκτούσαν μεγάλες δυνατότητες προσβάσεως στον απλό λαό. Γι’ αυτό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πιστό στον εθναρχικό του ρόλο, υιοθέτησε αμέσως το ίδιο μέτρο, για να πληροφορεί το πλήρωμά του.

6. Δεν περιορίσθηκε όμως στα πνευματικά μέσα η δράση της Ουνίας. ΄Οπου η τοπική κρατική εξουσία ήταν φιλοπαπική, χρησιμοποιήθηκε και η ωμή βία για την υποταγή των Ορθοδόξων. Αυτό συνέβη στην Πολωνία στα τέλη του 16ου αιώνα. Ο βασιλιάς της Πολωνίας Σιγισμούνδος Γ΄ (1587-1632) επέβαλε την Ουνία στους Ορθοδόξους της Πολωνίας, όπως και σ’ εκείνους της Λιθουανίας και Ουκρανίας, με βίαιο τρόπο, ύστερα από την ουνιτική σύνοδο του Βρεστ-Λίτοβσκ (1596). Κάθε αντίδραση αντιμετωπίσθηκε με τη βία από τους Λατίνους και τους Ουνίτες Κληρικούς και σημειώθηκε σωρεία εγκλημάτων. Στην παραπάνω σύνοδο όλοι σχεδόν οι Επίσκοποι υπέγραψαν την ένωση και εκατομμύρια Ορθόδοξοι έγιναν αναγκαστικά Ουνίτες. Οι εναπομείναντες Ορθόδοξοι υπέστησαν πρωτοφανείς διωγμούς. Παράλληλα η Ουνία επεκτάθηκε στη Ρουθηνία (Καρπαθορρωσία) τον 17ο αι. (1646), στη Σλοβακία (1649), στη Τρανσυλβανία (1698/99), και γενικά, όπου υπήρχε ορθόδοξο πλήρωμα (Σερβία, Αλβανία, Βουλγαρία, Γεωργία, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ελλάδα).

Αλλά και στη Μέση Ανατολή εισέδυσε ο Παπισμός δια της Ουνίας, εκμεταλλευόμενος τις κατά καιρούς τοπικές διαμάχες εκκλησιαστικών μερίδων, την αμάθεια του τοπικού Κλήρου, τις περιπέτειες του λαού και τα δημιουργούμενα κενά. Μέσω της Ουνίας προσφερόταν «προστασία» των ισχυρών της Ευρώπης, όπως ακόμη άρτια ποιμαντική, εκπαιδευτική και οικονομική οργάνωση.

Η Ουνία στους τέσσερις τελευταίους αιώνες δραστηριοποιήθηκε και στις «αντιχαλκηδόνιες» Εκκλησίες της Ανατολής (Αιθιοπική, Αρμενική, Κοπτική, Μαλαμπαρινή, Συροϊακωβιτική). Ακόμη εισέδυσε στην Ασσυριακή Νεστοριανική Εκκλησία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η Χαλδαιοκαθολική Εκκλησία της Μέσης Ανατολής, με πιστούς στο Ιράκ, τη Συρία, το Λίβανο, την Τουρκία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α.

Οι ανακατατάξεις στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα στην τέως Σοβιετική ΄Ενωση, έδωσαν την ευκαιρία στο Βατικανό να σπεύσει για την κάλυψη των δημιουργουμένων κενών μέσω της Ουνίας. Η κίνηση, μάλιστα, και προβολή της Ουνίας συνοδεύεται από την έντεχνα εξαπλούμενη παπική προπαγάνδα, ότι οι Ουνίτες υπήρξαν θύματα της κομμουνιστικής θηριωδίας και με την αντίστασή τους συνέβαλαν στην πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και είναι μεν γεγονός, ότι και οι Παπικοί ή Ουνίτες είχαν, όπως και οι Ορθόδοξοι και οι άλλοι Χριστιανοί, τα θύματά τους από το 1917 ως την Περεστρόϊκα. Αποσιωπάται όμως έντεχνα η συνεργασία Παπικών και Ουνιτών με τις ναζιστικές δυνάμεις και η προδοσία απέναντι στην πατρίδα τους κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που προκάλεσε τη μήνη του Στάλιν και τις εναντίον τους ενέργειές του. Οι Ορθόδοξοι επωμίσθηκαν το μεγάλο βάρος της υπερασπίσεως της Σοβιετικής Ενώσεως από τις ορδές των Ναζιστών, τους οποίους, λόγω του κογκορδάτου του Πάπα Πίου ΙΑ΄ με τον Χίτλερ (1933), δέχονταν ως φίλους και συμμάχους οι Παπικοί και Ουνίτες της Σοβιετικής Ενώσεως και των άλλων ανατολικοευρωπαϊκών Χωρών.

Και είναι μεν γεγονός, ότι με τη σύνοδο του Λβόβ (Μάρτιος 1946) ο Στάλιν εκδικήθηκε τους Ουνίτες αναγκάζοντάς τους στην Ουκρανία να ενωθούν με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Μέσα στην ταραγμένη ατμόσφαιρα και τον αιφνιδιασμό της Περεστρόϊκα οι Ουνίτες της Ουκρανίας αναδύθηκαν και πάλι προκλητικά, καθοδηγούμενοι από το Βατικανό, και όχι μόνο προέβαλαν με έντονο τρόπο τις διεκδικήσεις τους, δημιουργώντας αφόρητες καταστάσεις στους Ορθοδόξους, αλλά με φανερή μνησικακία και εκδικητικότητα προέβησαν σε βιαιοπραγίες και βανδαλισμούς (με ανθρώπινα θύματα). ΄Ετσι φάνηκε για μια ακόμη φορά το μίσος των Ουνιτών εναντίον των Ορθοδόξων και ο ξενοκίνητος ρόλος τους. Διότι, προφανώς, δεν πρόκειται για αυθόρμητες και απροϋπόθετες εκρήξεις, αλλά για εντολές του Βατικανού, που ενθάρρυνε τους Ουνίτες και ετόνωσε την προκλητικότητά τους, βιάζοντας έτσι τις πολιτικές εξελίξεις. Κατά γενική ομολογία τα νήματα κινούν ο Πάπας και η Κούρια από τη Ρώμη. Το Βατικανό συνεχίζει, έτσι, την μακραίωνη πολιτική του έναντι της ανυπότακτης Ορθοδοξίας, επιλέγοντας και πάλι το θρασύτερο και αποτελεσματικότερο όπλο εναντίον τους, την φανατισμένη Ουνία. Πίσω από τα επίπλαστα χαμόγελα και τους ασπασμούς των οικουμεν(ιστ)ικών σχέσεων ο Παπισμός δεν αλλάζει διαθέσεις και στόχους.

Περιοδικό Ρεσάλτο τ. 26, Μάρτιος 2008

 

Η θέση και οι αρμοδιότητες του πάπα στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία

          

Πρεσβύτερος Αναστάσιος  Γκοτσόπουλος

Εφημέριος  Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών

6945-377621, agotsopo@gmail.com

    Πάτρα   2. 5 . 25

 Εν όψει της συνεδριάσεως στις 7.5.25 κεκλεισμένων των θυρών  (Κονκλάβιο-cum clave-με ένα κλειδί) του Κολλεγίου των Καρδιναλίων που θα εκλέξουν τον νέο πάπα της Ρώμης δημοσιεύουμε επιλογή των βασικών δογματικών και κανονικών κειμένων των Ρωμαιοκαθολικών που αναφέρονται στη θέση και τις αρμοδιότητες του πάπα στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

Τα πιο κάτω κείμενα είναι επιλογή από α) τις δογματικές αποφάσεις της Α΄ Βατικανής Συνόδου, 1870 («Pastor aeternus») και της Β΄ Βατικανής Συνόδου, 1962-1965 («Lumen Gentium»), β) τους σχετικούς κανόνες του Codex Iuris Canonici, 1983 (Κώδικας Κανονικού Δικαίου) και γ) την επίσημη «Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας» (1992).

Τα κείμενα είναι ιδιαιτέρως σαφή ως προς τη θέση και τις αρμοδιότητες του πάπα Ρώμης σε όλη την Εκκλησία του Χριστού (σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική θεολογία), γι’ αυτό επέλεξα να μην προβώ σε σχολιασμό των σημαντικών αυτών δογματικών και κανονικών θέσεων που έχουν καταγραφεί σε αυτά. Περιορίστηκα μόνο στην επισήμανση ορισμένων σημείων με έντονα γράμματα.

 Προ ημερών αναδημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα eeod.gr[1] τα συμπεράσματα εργασίας μου αναφορικά με τη θέση του επισκόπου Ρώμης στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων[2]. Εκτιμώ ότι είναι ενδιαφέρον να μελετήσει όποιος ενδιαφέρεται το κατά πόσο η διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας αναφορικά με τη θέση του πάπα Ρώμης στην Εκκλησία του, όπως καταγράφεται στα πιο κάτω επίσημα κείμενα, έχει σχέση με την κοινή θεολογική και κανονική διδασκαλία της α΄ χιλιετίας, όταν η Ρώμη βρισκόταν σε κοινωνία με την Εκκλησία του Χριστού.

Τίτλοι του πάπα Ρώμης

Σταχυολογώντας τα πιο κάτω αποσπάσματα από τα δογματικά, κανονικά και ποιμαντικά κείμενα της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας μερικοί από τους τίτλους που αποδίδονται στον πάπα της Ρώμης είναι:

Επίσκοπος Ρώμης, Ρωμαίος Ποντίφικας, Άκρος Αρχιερέας, Διάδοχος του Πέτρου, Διάδοχος τοῦ μακαρίου Πέτρου στο πρωτείο πάνω σε όλη την Εκκλησία, Τοποτηρητής, Αντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ, Ποιμένας ὅλης της Ἐκκλησίας, Ανώτατος Ποιμένας της Εκκλησίας, Ποιμένας ολόκληρης της επί γης Εκκλησίας, Σημείο και Υπηρέτης της ενότητας της Παγκόσμιας Εκκλησίας, Κορυφὴ τῆς Ἐκκλησίας, Θεμέλιο ενότητας, Θεμέλιο τῆς ἑνότητας τόσο τῶν Ἐπισκόπων, ὅσο καὶ τοῦ πλήθους πιστῶν, Αιώνια, διαρκὴς και ορατή Αρχή, Πρῶτος Ποιμένας καὶ Διδάσκαλος ὅλων τῶν πιστῶν, Υπέρτατος Δικαστής τῶν πιστῶν, Υπέρτατη διδακτικὴ Αὐθεντία, Υπέρτατη καὶ παγκόσμια Εξουσία τῆς Ἐκκλησίας, Κεφαλὴ και Αρχηγός τοῦ Συλλόγου των Επισκόπων.  Έχει πλήρη, ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντοτε νὰ ἐξασκεῖ.

Όποιος διαβάζει τους ανωτέρω τίτλους που απονέμονται στον πάπα της Ρώμης και γνωρίζει πού οδήγησαν την Εκκλησία του Θεού, δεν μπορεί παρά να ανησυχεί διότι τα τελευταία χρόνια παρόμοια ορολογία κάνει την εμφάνισή της και στην καθ’ ημάς Ανατολή με διαφαινόμενες ήδη τις τραγικές συνέπειες…

«Εκκλησιαστική πληρότητα»:

από τον ίδιο τον Χριστό   ή   από τον Vicarium Christi;

Για να γίνει όμως αντιληπτό το εκκλησιολογικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί τη Ρώμη η περί πρωτείου διδασκαλία, όπως επαναδιατυπώθηκε στα διατάγματα της Β΄ Βατικανής Συνόδου αρκεί να προσέξουμε το εξής: στο «Διάταγμα περί Οικουμενισμού» («Unitatis Redintegratio») η Β΄ Βατικανή Σύνοδος (1962-1965) αναγνωρίζει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει την πληρότητα της τελετουργικής των ιερών Μυστηρίων θ. Χάριτος ώστε να μπορεί να τελεί έγκυρα Μυστήρια και ιδιαιτέρως τη Θ. Ευχαριστία, κατά την οποία είναι παρών ο Ίδιος ο Χριστός και διά της οποίας οικοδομείται και αναπτύσσεται[3]. Εν τούτοις, η «Επιτροπή για τη Διδασκαλία της Πίστεως» (Congregatio pro Doctrina Fidei) της Ρωμαϊκής Κουρίας στην από 29.6.2007 απάντησή της, η οποία επικυρώθηκε και δημοσιεύθηκε από τον πάπα Βενεδικτο XVI, θεωρεί ότι επειδή η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τον πάπα και δεν έχει κοινωνία μαζί του έχει «εκκλησιολογικη ανεπάρκεια» [4]. Με άλλα λόγια, κατά την Congregationem Fidei για την ύπαρξη «εκκλησιολογικής πληρότητος» δεν αρκεί η πραγματική παρουσία του Χριστού και η μετ’ αυτού κοινωνία εν τη Θ. Ευχαριστία αλλά είναι απαραίτητη και η κοινωνία με τον πάπα ως «Vicarium Christi»!

 

Α΄ Σύνοδος Βατικανού  (1870)

«Pastor aeternus»[5]: Constitutio dogmatica prima de ecclesia Christi 

(«Αιώνιος Ποιμήν»: Α΄ Δογματικός όρος περί της Εκκλησίας του Χριστού)

(18 Ιουλίου 1870)

 

Caput I. 

De apostolici primatus in beato Petro institutione

(Περὶ της ἀποστολικῆς θεσμοθετήσεως τοῦ πρωτείου στὸ μακάριο Πέτρο)  

Ἐὰν κάποιος λοιπόν πει, ὅτι ὁ μακάριος  ἀπόστολος Πέτρος δὲν ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Κύριο Χριστὸ ὡς πρῶτος ὅλων τῶν ἀποστόλων καὶ ὁρατὴ κεφαλὴ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε, πάλι (κάποιος πεῖ) γι’ αὐτὸν (τὸν Πέτρο), ποὺ εἶναι τόσο τιμημένος, ὅτι δὲν ἔχει λάβει τὸ πρωτεῖο στὴ γνήσια καὶ μόνιμη δικαιοδοσία του ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ ἄμεσα καὶ ἔμμεσα,  ἀνάθεμα.

 

Caput II. 

De perpetuitate primatus beati Petri in Romanis pontificibus.

(Περὶ τῆς ἀδιαλείπτου παρουσίας τοῦ πρωτείου τοῦ μακαρίου Πέτρου στοὺς Ρωμαίους Ποντίφηκες).

 Ἐὰν κάποιος ἑπομένως πεῖ, ὅτι δὲν εἶναι θεσμοθετημένο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο Χριστό, θείω δικαίω, ὥστε ὁ μακάριος Πέτρος νὰ ἔχει ἀδιαλείπτους διαδόχους ὡς πρὸς τὸ πρωτεῖο σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, εἴτε ὅτι ὁ Ρωμαῖος ποντίφηκας δὲν εἶναι διάδοχος τοῦ μακαρίου Πέτρου ὡς πρὸς τὸ ἴδιο τὸ πρωτεῖο,  ἀνάθεμα ἔστω.

 

Caput III.

De vi et ratione primatus Romani Pontificis

(Περί της ισχύος και της φύσεως του πρωτείου του Ρωμαίου Ποντίφηκα)

Ἐπειδὴ τὸ θεῖο δίκαιο τοῦ ἀποστολικοῦ πρωτείου θέτει τo Ρωμαῖο ποντίφικα στὴν κορυφὴ τῆς Ἐκκλησίας, διδάσκουμε καὶ κηρύττουμε ἀκόμη ὅτι εἶναι ὑπέρτατος δικαστής τῶν πιστῶν καὶ ὅτι γιὰ ὅλα τὰ θέματα ποὺ ἅπτονται τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἐπιτρέπεται νὰ γίνει προσφυγὴ στὴν κρίση του. Ἡ κρίση τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας, ἀπὸ τὴν ὁποία καμία ἐξουσία δὲν εἶναι  ἀνώτερη, δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ ὑπὸ οὐδενός. Κανένας δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κρίνει τὶς ἀποφάσεις της. Γι’ αὐτό, ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει ἔκκληση κατὰ τῶν κρίσεών της στὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο ὡς σὲ ἀνώτερη ἀπὸ τὸν πάπα ἐξουσία παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθείας.

Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἐξουσία τοῦ Ρωμαίου ποντίφικα περιορίζεται στὸν ἔλεγχο καὶ στὴ διοίκηση καὶ ὅτι δὲν εἶναι πλήρης καὶ ὑπέρτατη ἐφ’ ὅλης της Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν πίστη καὶ στὰ ἤθη, ἀλλὰ καὶ στὴν τάξη καὶ στὴ διακυβέρνηση ὁλόκληρης της Ἐκκλησίας, ἢ ἀκόμη ὅτι ἔχει τὸ πιὸ σημαντικὸ μέρος, ὄχι ὅμως καὶ στὴν πληρότητα τῆς ὑπέρτατης αὐτῆς ἐξουσίας, ἢ ὅτι ἡ ἐξουσία του δὲν εἶναι τακτικὴ (δηλαδὴ ὄχι ἐκχωρούμενη ἀλλὰ ex officio) ἐφ’ ὅλων τῶν κληρικῶν καὶ τῶν πιστῶν, ἀνάθεμα ἔστω.

 

Caput IV.

De Romani pontificis infallibili magisterio

(Περί του αλαθήτου αξιώματος του Ρωμαίου Ποντίφηκα)

Ὁ Ρωμαῖος ποντίφικας, ὅταν ὁμιλεῖ ex cathedra, ὅταν δηλαδὴ ἐκπληρώνοντας τὴν ἀποστολὴ ποιμένα καὶ διδασκάλου ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὁρίζει, ἐπικαλούμενος τὴν ὑπέρτατη ἀποστολικὴ ἐξουσία του, ὅτι μία ἀλήθεια περὶ πίστεως ἢ περὶ ἠθῶν ὀφείλει νὰ γίνει δεκτὴ ἀπὸ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, χαίρει, μὲ τὴ συμπαράσταση ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ὑποσχέθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πέτρου, τοῦ ἀλάθητου, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ θεῖος Λυτρωτὴς προίκισε τὴν Ἐκκλησία του, ὅταν ὁρίζει τὶς ἐπὶ πίστεως καὶ τῶν ἠθῶν ἀλήθειες. Κατὰ συνέπεια, οἱ ὁρισμοὶ αὐτοὶ τοῦ Ρωμαίου ποντίφικα εἶναι ἀλάθητοι ἀφ’ ἑαυτῶν καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ συγκατάθεση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐὰν κάποιος, εἴθε ὁ Θεὸς νὰ ἀποτρέψει κάτι τέτοιο, ἀπὸ προκατάληψη διανοηθεῖ νὰ ἀντισταθεῖ σὲ αὐτὴ τὴ δική μας ἀπόφαση, ἀνάθεμα ἔστω»

 

Β΄ Σύνοδος Βατικανού  (1962-1965)

 

«Lumen Gentium»[6] - «Φως Εθνών»

«Δογματικὴ Διάταξη περὶ Ἐκκλησίας»

22. Ὅπως ὁ Ἅγιος Πέτρος καὶ ἄλλοι Ἀπόστολοι, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἀποτελοῦν ἕνα καὶ μόνον Ἀποστολικὸ Σύλλογο, ἔτσι καὶ Ἐπίσκοπος Ρώμης, διάδοχος του Πέτρου, μὲ τοὺς Ἐπισκόπους, διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, συνδέονται μεταξύ τους. Ἡ πανάρχαια τάξη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ Ἐπίσκοποι ὅλου τοῦ κόσμου ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, μὲ τὸν σύνδεσμο τῆς ἑνότητας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης, ὅπως καὶ ἡ σύγκλιση Συνόδων, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν μαζὶ τὰ σοβαρότερα προβλήματα καὶ νὰ βγάλουν ἀπόφαση μετὰ ἀπὸ ὥριμη σκέψη τῶν πολλῶν, μαρτυροῦν τὸ συλλογικὸ χαρακτήρα καὶ τήν φύση τῆς Ἐπισκοπικῆς τάξης, πράγμα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ποὺ συγκλήθηκαν στοὺς περασμένους αἰῶνες. Τὸ ἴδιο φανερώνει καὶ ἡ ἀρχαία παράδοση, νὰ καλοῦνται πολλοὶ Ἐπίσκοποι γιὰ τὴ χειροτονία τοῦ νέου ἐκλεγμένου στὴ διακονία τῆς ἀρχιερωσύνης. Μέλος τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Σώματος γίνεται κανεὶς μὲ τὴ μυστηριακὴ χειροτονία καὶ μὲ τὴν ἱεραρχικὴ κοινωνία μὲ τὴν Κεφαλὴ καὶ τὰ μέλη τοῦ Συλλόγου.

Ἀλλὰ ὁ Σύλλογος, ἢ τὸ Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων, δὲν ἔχει ἐξουσία, ἂν δὲν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, τὸ διάδοχο του Πέτρου καὶ κεφαλὴ τοῦ Συλλόγου, διότι παραμένει ἀκέραιη ἡ ἐξουσία τοῦ πρωτείου πάνω στοὺς ποιμένες καὶ στοὺς πιστούς. Πραγματικά, ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης μὲ τὸ ἀξίωμά του ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιμένας ὅλης της Ἐκκλησίας, ἔχει πλήρη, ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντοτε νὰ ἐξασκεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἡ τάξη τῶν Ἐπισκόπων, η οποία διαδέχεται τὸ Σύλλογο τῶν Ἀποστόλων στὸ διδακτικὸ καὶ ποιμαντικό του ρόλο καὶ στήν ὁποία μάλιστα διαιωνίζεται τὸ Ἀποστολικὸ Σῶμα, μαζὶ μὲ τὴν Κεφαλή της, τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης καὶ ποτὲ χωρὶς αὐτὴν τὴν Κεφαλή, εἶναι ἐπίσης φορέας τῆς ὑπέρτατης καὶ ὁλοκληρωτικῆς ἐξουσίας μέσα στὴν παγκόσμια Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασκηθεῖ χωρὶς τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης. Ὁ Κύριος ἔλαβε μόνο τὸν Σίμωνα σὰν πέτρα καὶ κλειδοῦχο τῆς Ἐκκλησίας, ὁρίζοντάς τον ποιμένα ὅλου τοῦ ποιμνίου του. Εἶναι ὅμως γνωστὸ ὅτι τὸ ἀξίωμα ποὺ δόθηκε στὸν Πέτρο, νὰ δένει καὶ νὰ λύνει μέσα στὴν Ἐκκλησία, δόθηκε ἐπίσης καὶ στὸ Σύλλογο τῶν Ἀποστόλων, ἑνωμένο μὲ τὴν Κεφαλή του. Ὁ Σύλλογος αὐτὸς σὰν σύνθεση πολλῶν, ἐκφράζει τὴν ποικιλία καὶ τὴν παγκοσμιότητα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν συνάθροισή του κάτω ἀπὸ μία Κεφαλή, ἐκφράζει τὴν ἑνότητα τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ’ αὐτὸν οἱ Ἐπίσκοποι, τηρώντας πιστὰ τὸ Πρωτεῖο καὶ τὴν ἀρχηγία τῆς Κεφαλῆς, ἐξασκοῦν τὴν ἐξουσία τους γιὰ τὸ καλὸ τῶν πιστῶν τους καὶ μάλιστα ὅλης της Ἐκκλησίας, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνισχύει διαρκῶς τὴν ὀργανική της δομὴ καὶ τὴν ὁμόνοιά της. Ἡ ὑπέρτατη ἐξουσία τοῦ Συλλόγου πάνω σ’ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἐξασκεῖται μ’ ἐπίσημο τρόπο στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἂν δὲν ἐπικυρωθεῖ ἢ τουλάχιστον ἂν δὲν γίνει δεκτὴ ἀπὸ τὸν διάδοχο του Πέτρου. Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα νὰ συγκαλεῖ αὐτὲς τὶς Συνόδους, νὰ προεδρεύει σ’ αὐτὲς καὶ νὰ τὶς ἐπικυρώνει. Ἡ ἴδια συλλογικὴ ἐξουσία μπορεῖ νὰ ἐξασκηθεῖ ἀπὸ τοὺς σκορπισμένους σ’ ὅλον τὸν κόσμο ἐπισκόπους, μαζὶ μὲ τὸν Πάπα, ὅταν ἡ Κεφαλὴ τοῦ Συλλόγου τοὺς καλεῖ σὲ συλλογικὴ δραστηριότητα, ἢ τουλάχιστον ἀναγνωρίζει ἢ ἐλεύθερα δέχεται τὴν κοινὴ ἐνέργεια τῶν Ἐπισκόπων, ὥστε νὰ προκύπτει μία ἀληθινὴ συλλογικὴ ἐνέργεια. 

23. …  Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης, σὰν διάδοχος τοῦ Πέτρου εἶναι ἡ διαρκὴς  καὶ ὁρατὴ Ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας τόσο τῶν Ἐπισκόπων, ὅσο καὶ τοῦ πλήθους πιστῶν

Χάρη στὴ θεία Πρόνοια συνέβηκε ὥστε διάφορες Ἐκκλησίες, ἱδρυμένες ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοῦ διαδόχους τους, σὲ διάφορους τόπους, νὰ σχηματίσουν στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων διάφορες ὁμάδες, ὀργανικὰ ἑνωμένες μεταξύ τους. Διατηρώντας ἀμείωτη τὴν ἑνότητα τῆς πίστης καὶ τὴ μοναδικὴ θεία δομή τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας, οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς ἔχουν τὴ δική τους ἐκκλησιαστικὴ τάξη, τὶς δικές τους λατρευτικὲς συνήθειες, τὴ δική τους θεολογικὴ καὶ πνευματικὴ κληρονομιά. Μερικὲς ἀπὸ αὐτές, ἰδιαίτερα οἱ παλαιὲς Πατριαρχικὲς Ἐκκλησίες, σὰν μητέρες στὴ πίστη, ἐγέννησαν σὰν θυγατέρες τους ἄλλες Ἐκκλησίες, μὲ τὶς ὁποῖες μένουν μέχρι σήμερα συνδεδεμένες μὲ ἕνα πιὸ στενὸ σύνδεσμο ἀγάπης στὴ μυστηριακὴ ζωὴ καὶ στὸν ἀμοιβαῖο σεβασμὸ τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν καθηκόντων. Ἡ ποικιλία αὐτὴ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ τηροῦν τὴν ἑνότητα, ἀποδεικνύει πιὸ φανερὰ τὴν καθολικότητα τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας. Ἔτσι καὶ οἱ Σύνοδοι τῆς Ἱεραρχίας μποροῦν σήμερα νὰ συμβάλουν μὲ πολλοὺς καὶ γόνιμους τρόπους, ὥστε ἡ συλλογικὴ ἀγάπη νὰ φτάνει στὴ συγκεκριμένη της ἐφαρμογή.

24. … Ἡ ἀνάθεση τῶν ἐπισκοπικῶν καθηκόντων (missio canonica) στοὺς ἐπισκόπους μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τὶς κανονικὲς συνήθειες, ποὺ δὲν ἔχουν ἀνακληθεῖ ἀπὸ τὴν ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίαςεἴτε μὲ νόμους θεσπισμένους ἀπὸ τὴν ἴδια αὐτὴ ἐξουσία, ἢ ἀναγνωρισμένους ἀπὸ αὐτήν, εἴτε ἄμεσα ἀπὸ τὸν Διάδοχο του Πέτρου. ἂν αὐτὸς ἔχει ἀντίρρηση ἢ ἀρνεῖται τὴν ἀποστολικὴ κοινωνία, οἱ Ἐπίσκοποι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτοὶ στὴν ἄσκηση τοῦ ἀξιώματός τους.

25.… Ἀλλὰ τὸν θρησκευτικὸ αὐτὸ σεβασμὸ τῆς θέλησης καὶ τῆς διάνοιας τὸν χρωστοῦν ἰδιαίτερα στὴν αὐθεντικὴ διδασκαλία τοῦ Ἐπίσκοπου Ρώμης, ἀκόμα καὶ ὅταν δὲν μιλεῖ σὰν ὑπέρτατη διδακτικὴ αὐθεντία (ecathedra) ἔτσι ὥστε νὰ ἀναγνωρίζεται μὲ σεβασμὸ ὁ πιὸ σημαντικὸς διδακτικός του ρόλος, καὶ νὰ γίνονται εἰλικρινὰ δεκτὲς οἱ κρίσεις ποὺ βγάζει, ἀνάλογα μὲ τὴ γνώμη του καὶ τὶς προθέσεις του, ποὺ γίνονται γνωστὲς ἀπὸ τὸ εἶδος τῶν κειμένων, ἀπὸ τὴ συχνὴ ἐπανάληψη τῆς ἴδιας διδασκαλίας κι ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς διατύπωσής της.

    Ἂν καὶ οἱ Ἐπίσκοποι, χωριστὰ ὁ καθένας, δὲν ἔχουν τὸ προνόμιο τοῦ ἀλάθητου, ὅταν ὅμως, σκορπισμένοι στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἑνωμένοι σὲ κοινωνία μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Διάδοχο του Πέτρου, στὴν αὐθεντικὴ διδασκαλίας τους γύρω ἀπὸ θέματα πίστης καὶ ἠθικῆς θεωροῦν ὁμόφωνα μιὰ ὁρισμένη γνώμη σὰν ὁριστική, τότε κηρύττουν ἀλάθητα τὴν Διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι ἀκόμη πιὸ φανερό, ὅταν, συγκεντρωμένοι σὲ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, γίνονται δάσκαλοι καὶ κριτὲς στὴν πίστη καὶ στὴν ἠθική, γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, καὶ στοὺς ὁρισμοὺς τους ἁρμόζει ἡ ὑπακοὴ τῆς πίστης.  

    Αὐτὸ τὸ ἀλάθητο, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ θεῖος Λυτρωτὴς θέλησε ἐφοδιασμένη τὴν Ἐκκλησία του, ὅταν αὐτὴ καθορίζει τὴ διδασκαλία τῆς πίστης καὶ τῆς ἠθικῆς, ἐπεκτείνεται τόσο ὅσο καὶ  ἡ παρακαταθήκη τῆς θείας Ἀποκάλυψης, ποὺ πρέπει νὰ φυλαχθεῖ μὲ ζῆλο καὶ πιστὰ νὰ ἑρμηνευτεῖ. Αὐτὸ τὸ ἀλάθητο ἔχει ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης, κεφαλὴ τοῦ Συλλόγου τῶν Ἐπισκόπων, χάρη στὸ ἀξίωμά του, ὅταν σὰν πρῶτος ποιμένας καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν πιστῶν, ποὺ στηρίζει στὴν πίστη τοὺς ἀδερφούς του, (βλ. Λουκ. 22, 32), διακηρύττει μὲ ὁριστικὴ πράξη μία διδασκαλία σχετικὴ μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἠθική. Γί΄αὐτὸ οἱ ὁρισμοί του, ἀπὸ δικό τους χαρακτήρα κι ὄχι ἀπὸ συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας, πολὺ σωστὰ ὀνομάζονται ἀμετάκλητοι, ἐπειδὴ γίνονται μὲ τὴ συμπαράσταση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Γί΄αὐτὸ δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἐπικύρωση τῶν ἄλλων, οὔτε δέχονται ἔκκληση σὲ ἄλλο κριτήριο. Γιατί στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης διακηρύττει μία διδασκαλία ὄχι σὰν ἰδιωτικὸ πρόσωπο, ἀλλὰ σὰν κορυφαῖος δάσκαλος τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας, ἐφοδιασμένος ἰδιαίτερα μὲ τὸ χάρισμα τοῦ ἀλαθήτου της Ἐκκλησίας, ἑρμηνεύει καὶ προστατεύει τὴ διδασκαλία τῆς καθολικῆς πίστης. Τὸ ἀλάθητο, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Χριστὸς στὴν Ἐκκλησία, ὑπάρχει ἐπίσης καὶ στὸ Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοὶ μαζὶ μὲ τόν Διάδοχο τοῦ Πέτρου, ἐξασκοῦν τὸ ὕψιστο διδακτικό τους ἀξίωμα.      

 

Β΄ Σύνοδος Βατικανού  (1962-1965)

 

«Orientalium Ecclesiarum»[7] - «Των Ανατολικών Εκκλησιών»

«Διάταγμα για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες»

 

Σημ.:  «Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες» είναι οι Ουνίτες

            «Ανατολικές χωρισμένες Εκκλησίες» είναι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες και οι προχαλκηδόνιες.

 

3.  Οι τοπικές αυτές Εκκλησίες, τόσο της Ανατολής [=Ουνίτες] όσο και της Δύσης [Ρ/καθολικές] αν και διαφέρουν εν μέρει μεταξύ τους στους λεγόμενους λειτουργικούς τύπους, δηλαδή στη Θεία Λατρεία, στην εκκλησιαστική τάξη και στην πνευματική κληρονομιά, είναι όμως εμπιστευμένες κατά τον ίδιο τρόπο στην ποιμαντική διοίκηση του Επισκόπου Ρώμης, ο οποίος σύμφωνα με τη θεϊκή θέληση, διαδέχεται τον Απόστολο Πέτρο , στο πρωτείο πάνω σε όλη την Εκκλησία

7.  … Με τις λέξεις ανατολικός Πατριάρχης [σημ. Ουνίτης Πατριάρχης] εννοούμε τον επίσκοπο, ο οποίος έχει δικαιοδοσία σε όλους τους επισκόπους, χωρίς να εξαιρούνται οι μητροπολίτες, τον κλήρο και το λαό όλης της περιφέρειάς του ή του λειτουργικού τύπου, σύμφωνα με τους κανόνες του Εκκλησιαστικού Δικαίου και χωρίς να θίγεται το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης.

9.  … Οι Πατριάρχες [σημ. Ουνίτες] με τις συνόδους τους αποτελούν την ανώτατη αρχή για έφεση σε οποιαδήποτε υπόθεση του πατριαρχείου…. παραμένει βέβαια ακέραιο το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του Επισκόπου Ρώμης να παρεμβαίνει σε κάθε περίπτωση.

 

Codex Ιuris Canonici (1983)[8]

(CIC: Κώδικας Κανονικού Δικαίου)

 

ΜΕΡΟΣ  ΔΕΥΤΕΡΟ     Η ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄     Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄    

Ο ΡΩΜΑΙΟΣ ΠΟΝΤΙΦΙΚΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ

 

ΚΑΝΩΝ  330

Όπως, κατά τη βούληση του Κυρίου, ο Άγιος Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι αποτελούν, ένα μοναδικό Σύλλογο, καθ΄ όμοιο τρόπο ο Ρωμαίος Ποντίφικας, διάδοχος του Πέτρου και οι Επίσκοποι, διάδοχοι των Αποστόλων είναι ενωμένοι μεταξύ τους.

 

ΑΡΘΡΟ 1.

Ο ΡΩΜΑΙΟΣ ΠΟΝΤΙΦΙΚΑΣ

ΚΑΝΩΝ  331

Ο Επίσκοπος της Εκκλησίας της Ρώμης, στον οποίο παραμένει το καθήκον που κατά μοναδικό τρόπο έδωσε ο Κύριος στον [AA1] Πέτρο, πρώτο των Αποστόλων, και το οποίο  πρέπει να μεταβιβάζεται στους διαδόχους του, είναι κεφαλή του Συλλόγου των Επισκόπων, Τοποτηρητής του Χριστού και Ποιμένας ολόκληρης της επί γης Εκκλησίας. γι΄ αυτό το λόγο κατέχει στην Εκκλησία, δυνάμει του καθήκοντός του, την ανώτατη, πλήρη, άμεση και παγκόσμια τακτική εξουσία, την οποία δύναται  πάντοτε να ασκεί ελεύθερα.

 

ΚΑΝΩΝ  332

1. O Ρωμαίος Ποντίφικας  αποκτά την πλήρη και  ανώτατη εξουσία στην Εκκλησία με την εκ μέρους του αποδοχή της νόμιμης εκλογής του, ομού με την επισκοπική χειροτονία. Γι΄ αυτό το λόγο ο εκλεγείς στην ύπατη Αρχιερατεία που κατέχει την επισκοπική ιδιότητα αποκτά αυτή την εξουσία από τη στιγμή της αποδοχής. Εάν ο εκλεγείς δεν έχει την επισκοπική ιδιότητα, πρέπει να χειροτονηθεί αμέσως Επίσκοπος.

2. Εάν συμβεί περίπτωση παραιτήσεως του Ρωμαίου Ποντίφικα από το καθήκον του, για την εγκυρότητα απαιτείται η παραίτηση να έχει γίνει ελεύθερα και να έχει δεόντως εκδηλωθεί, όχι  όμως και να γίνει από κάποιον αποδεκτή.

 

ΚΑΝΩΝ  333

1. Ὁ Ρωμαίος Ποντίφικας, δυνάμει του καθήκοντός του, όχι μόνο έχει εξουσία επί της ανά τον κόσμον Εκκλησίας, αλλά κατέχει και το πρωτείο τακτικής εξουσίας επί όλων των τοπικών Εκκλησιών και των ενώσεών τους, με το οποίο ενισχύεται και συγχρόνως διασφαλίζεται η οικεία τακτική και άμεση εξουσία που έχουν οι Επίσκοποι επί των τοπικών Εκκλησιών οι οποίες έχουν ανατεθεί υπό τη φροντίδα τους.

2. Κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός του ως ανώτατου Ποιμένα της Εκκλησίας, ο Ρωμαίος Ποντίφικας τελεί πάντοτε σε δεσμό κοινωνίας με τους άλλους Επισκόπους όπως και με την ανά τον κόσμον Εκκλησία. ωστόσο έχει το δικαίωμα να καθορίζει, σύμφωνα με τις ανάγκες της Εκκλησίας, τον προσωπικό ή συλλογικό τρόπο ασκήσεως αυτού του καθήκοντος

3. Κατ΄ αποφάσεως ή διατάγματος του Ρωμαίου Ποντίφικα δεν χωρεί έφεση ούτε προσφυγή.

 

ΚΑΝΩΝ  334

Κατά την άσκηση του καθήκοντός του, το Ρωμαίο Ποντίφικα επικουρούν οι Επίσκοποι, οι οποίοι μπορούν να συνεργάζονται μαζί του με διάφορους τρόπους, ένας εκ των οποίων είναι η Σύνοδος των Επισκόπων. Τον βοηθούν εξ άλλου οι Καρδινάλιοι Πατέρες και άλλα πρόσωπα, όπως επίσης διάφοροι θεσμοί, σύμφωνα με τις ανάγκες των καιρών.  όλα αυτά τα πρόσωπα και οι θεσμοί εκπληρώνουν εξ ονόματός του και υπό την  εξουσία του, το έργο που τους ανατίθεται για το καλό όλων των Εκκλησιών, σύμφωνα με τις καθορισμένες από το δίκαιο διατάξεις.

 

ΚΑΝΩΝ  335

Όταν ἡ ρωμαϊκή Έδρα χηρεύει ή κωλύεται παντελώς, δεν πρέπει να εισάγεται καμία καινοτομία στη διοίκηση της ανά τον κόσμον Εκκλησίας.  οι δε ειδικοί νόμοι που έχουν εκδοθεί για αυτές τις περιστάσεις πρέπει να τηρούνται..

 

ΑΡΘΡΟ 2.

Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ

ΚΑΝΩΝ  336

   Ο Σύλλογος των Επισκόπων, του οποίου Κεφαλή είναι ο Άκρος Αρχιερέας και του οποίου μέλη είναι οι Επίσκοποι δυνάμει της μυστηριακής χειροτονίας και της ιεραρχικής κοινωνίας μεταξύ της κεφαλής και των μελών του Συλλόγου, και στον οποίο διαιωνίζεται το αποστολικό σώμα, είναι επίσης, μαζί με την κεφαλή του και ποτέ χωρίς την κεφαλή του, υποκείμενο της ανώτατης και πλήρους εξουσίας επί της ανά τον κόσμον Εκκλησίας.

 

ΚΑΝΩΝ  337

  1. Ο Σύλλογος των Επισκόπων ασκεί την εξουσία επί της ανά τον κόσμον Εκκλησίας κατά τρόπον επίσημο στην Οικουμενική Σύνοδο.

  2. Ασκεί την ίδια αυτή εξουσία με την από κοινού δράση των Επισκόπων που είναι διασκορπισμένοι ανά τον κόσμο, εάν αυτή ως τέτοια, έχει υποδειχθεί ή έχει γίνει ελεύθερα δεκτή από τον Ρωμαίο Ποντίφικα, κατά τρόπον ώστε να αποβαίνει μια πραγματικά συλλογική πράξη.

  3. Ο Ρωμαίος Ποντίφικας είναι αρμόδιος, σύμφωνα με τις ανάγκες της Εκκλησίας, να επιλέγει και να προάγει τους τρόπους με τους οποίους ο Σύλλογος των Επισκόπων θα ασκεί συλλογικά το καθήκον του έναντι της ανά τον κόσμον Εκκλησίας.

 

 ΚΑΝΩΝ  338

1. Ο Ρωμαίος Ποντίφικας είναι αποκλειστικά αρμόδιος να συγκαλεί την Οικουμενική Σύνοδονα προεδρεύει αυτής προσωπικώς ή δι΄ άλλων, καθώς επίσης να μεταφέρει την έδρα τηςνα την αναστέλλει ή να την διαλύει και να εγκρίνει τα διατάγματά της.

2. Ο ίδιος ο Ρωμαίος Ποντίφικας είναι επίσης αρμόδιος να καθορίζει τα θέματα που θα πραγματευτεί η Σύνοδος και να καταρτίζει τον τηρητέο κατ΄ αυτήν κανονισμό. οι συνοδικοί Πατέρες, στα προτεινόμενα από το Ρωμαίο Ποντίφικα ζητήματα, δύνανται, με την έγκρισή του, να προσθέσουν και άλλα.

 

ΚΑΝΩΝ  339

1. Όλοι και μόνο οι Επίσκοποι μέλη του Συλλόγου των Επισκόπων, έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να συμμετέχουν στην Οικουμενική Σύνοδο με αποφασιστική ψήφο.

2 Ορισμένα άλλα πρόσωπα, που δεν έχουν την επισκοπική ιδιότητα, μπορούν να προσκληθούν στην Οικουμενική Σύνοδο από την ανώτατη αρχή της Εκκλησίας, η οποία είναι αρμόδια να καθορίσει το ρόλο τους στη Σύνοδο.

 

ΚΑΝΩΝ  340

Eάν επισυμβεί χηρεία της Αποστολικής Έδρας κατά τη διάρκεια της Συνόδου, αυτή διακόπτεται αυτοδικαίως, έως ότου ο νέος Άκρος Αρχιερέας διατάξει τη συνέχιση ή τη διάλυσή της.

 

ΚΑΝΩΝ  341

1. Τα διατάγματα της Οικουμενικής Συνόδου δεν έχουν υποχρεωτική ισχύ παρά μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί από το Ρωμαίο Ποντίφικα, από κοινού με τους συνοδικούς Πατέρες, έχουν επικυρωθεί από αυτόν και έχουν δημοσιευθεί κατ΄ εντολή του.

2. Για να έχουν υποχρεωτική ισχύ τα διατάγματα που εκδίδει ο Σύλλογος των Επισκόπων όταν εκτελεί μια πράξη αμιγώς συλλογική σύμφωνα με μια διαφορετική διαδικασία που έχει υποδειχθεί ή έχει γίνει ελεύθερα δεκτή από το Ρωμαίο Ποντίφικα, χρήζουν της ίδιας επικυρώσεως και δημοσιεύσεως.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ

ΚΑΝΩΝ  342

Η Σύνοδος των Επισκόπων είναι συνέλευση των Επισκόπων οι οποίοι… συνέρχονται σε καθορισμένους χρόνους για να ενισχύσουν τη στενή ένωση μεταξύ του Ρωμαίου Ποντίφικα και των ίδιων των Επισκόπων και να βοηθήσουν με τις συμβουλές τους το Ρωμαίο Ποντίφικα

 

ΚΑΝΩΝ  344

Η Σύνοδος των Επισκόπων υπόκειται απευθείας στην εξουσία του Ρωμαίου Ποντίφικα, ο οποίος δικαιούται:

1ο. να συγκαλεί τη Σύνοδο κάθε φορά που το θεωρεί σκόπιμο και να καθορίζει  τον τόπο της συνελεύσεως.

2ο να επικυρώνει την επιλογή των μελών τα οποία πρέπει να εκλέγονται σύμφωνα με το ειδικό δίκαιο και να διορίζει άλλα μέλη.

3ο να καθορίζει σε εύθετο χρόνο, σύμφωνα με το ειδικό δίκαιο και πριν την τέλεση της Συνόδου, τα προς συζήτηση θέματα.

4ο να συντάσσει την ημερήσια διάταξη.

5ο να προεδρεύει της συνόδου προσωπικά ή δι΄ άλλων.

6ο να κηρύσσει τη λήξη, να μεταφέρει την έδρα της, να αναστέλλει ή να διαλύει τη Σύνοδο.

ΚΑΝΩΝ  347

1. Όταν ο Ρωμαίος Ποντίφικας κηρύσσει τη λήξη της συνελεύσεως της Συνόδου των Επισκόπων, λήγει και το ως προς αυτήν καθήκον που ανατέθηκε στους Επισκόπους  και στα άλλα μέλη.

2.  Σε περίπτωση χηρείας της Αποστολικής Έδρας μετά τη σύγκληση της συνόδου ή κατά τη διάρκεια της πραγματοποιήσεώς της, αναστέλλεται αυτοδικαίως η συνέλευση της Συνόδου, όπως και το ως προς αυτήν καθήκον που ανατέθηκε στα μέλη της, έως ότου ο νέος Ποντίφικας διατάξει ή τη διάλυσή της ή τη συνέχισή της.

 

ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ[9]

 

§ 834: «Οι τοπικές Εκκλησίες είναι ολότελα καθολικές χάρη στην εκκλησιαστική τους κοινωνία με μια από αυτές: την Εκκλησία της Ρώμης, η οποία “προΐσταται της αγάπης”».

§ 838: «”Μ΄ εκείνους που, χάρη στο Βάπτισμά τους, τιμούνται με το ωραίο χριστιανικό όνομα, αλλά δεν ομολογούν ολόκληρη την πίστη, ή δεν διατηρούν την ενότητα της κοινωνίας, κάτω από το διάδοχο του αποστόλου Πέτρου, η Εκκλησία αισθάνεται πολλούς και διάφορους δεσμούς” (LG[10] 15). “Όσοι πιστεύουν στον Χριστό και έλαβαν έγκυρα το Βάπτισμα βρίσκονται σε κάποια εκκλησιαστική κοινωνία, αν και όχι τέλεια, με την Καθολική Εκκλησία” (UR[11] 3). Με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες αυτή η Κοινωνία είναι τόσο βαθιά, “ώστε να λείπει λίγο να φτάσουμε στηνπλήρη εκκλησιαστική κοινωνία, που θα μας επιτρέπει την κοινή τέλεση της Θείας Ευχαριστίας του Κυρίου” (Παύλου Στ, Λόγος 14.12.1975).

§ 881: «Το ποιμαντικό αυτό καθήκον του Πέτρου και των άλλων Αποστόλων ανήκει στα θεμέλια της Εκκλησίας και συνεχίζεται από τους επισκόπους κάτω από το Πρωτείο του Πάπα»

§ 882: «Ο Πάπας, επίσκοπος Ρώμης και διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, “είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους όσο και το πλήθος των πιστών” (LG 23).  “Πραγματικά, ο επίσκοπς Ρώμης, με το αξίωμά του ως αντιπρόσωπος του Χριστού και ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί” (LG 22).

§ 883: «Ο σύλλογος ή το σώμα των επισκόπων δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης ως αρχηγό του. Ο ίδιος αυτός σύλλογος  “είναι επίσης φορέας της υπέρτατης και πλήρους εξουσίας μέσα στην παγκόσμια Εκκλησία, την οποία όμως δεν μπορεί να ασκεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του επισκόπου Ρώμης” (LG 22).

§ 884: «…”Δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος αν δεν επικυρωθεί, ή τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή, από το διάδοχο του Πέτρου” (LG 22).

§ 891: «“Αυτό το αλάθητο έχει ο επίσκοπος Ρώμης, κεφαλή του Συλλόγου των επισκόπων, χάρη στο αξίωμά του, όταν, σαν πρώτος ποιμένας και διδάσκαλος όλων των πιστώνπου στηρίζει στην πίστη τους αδελφούς του, διακηρύσσει με οριστική πράξη μια διδασκαλία σχετική με την πίστη και την ηθική” (LG 25)… Το αλάθητο αυτό επεκτείνεται στις ίδιες διαστάσεις  όπου επεκτείνεται και η παρακαταθήκη τη Θεϊκής Αποκαλύψεως»

§ 892: «Η θεϊκή συμπαράσταση προσφέρεται επίσης στους διαδόχους των Αποστόλων, όταν διδάσκουν ενωμένοι με τον διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, και με ιδιαίτερο τρόπο προσφέρεται στον επίσκοπο Ρώμης, ποιμένα όλης της Εκκλησίας (LG 22)».

§ 936: «Ο Κύριος έκανε τον Απόστολο Πέτρο ορατό θεμέλιο της Εκκλησία του. Σ΄ αυτόν παρέδωσε τα κλειδιά της. Ο επίσκοπος της Εκκλησίας της Ρώμης, διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, είναι “ο αρχηγός του συλλόγου των επισκόπων, αντιπρόσωπος του Χριστού και ποιμένας όλης της Εκκλησίας πάνω στην γη”» (CIC 331).

§ 937: «Ο πάπας “από θεϊκή σύσταση έχει υπέρτατη, πλήρη, άμεση και παγκόσμια εξουσία για τη φροντίδα των ψυχών”» (CD[12] 2)

§ 1369: «Επιφορτισμένος με τη διακονία του Αποστόλου Πέτρου μέσα στην Εκκλησία, ο Πάπας συνδέεται με κάθε τέλεση Θείας Ευχαριστίας, στην οποία ονομάζεται ως σημείο και ως υπηρέτης της ενότητας της Παγκόσμιας Εκκλησίας»



[2] Αν. Γκοτσόπουλος, Η Εκκλησία της Ρώμης και ο επίσκοπός της στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 400.

[3] «Unitatis Redintegratio» παρ. 15, «Διάταγμα περί Οικουμενισμού» της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Β΄ Σύνοδος Βατικανού, Διατάγματα Β΄Συνόδου Βατικανού, 7, Για τον Οικουμενισμό, Για τις μη Χριστιανικές Θρησκείες, Για τη θρησκευτική ελευθερία, μετφρ. Ἄθ. Ἀρμάου, Γραφεῖο Καλοῦ Τύπου, ἄ.χ. σ. 27-28. Η επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Βατικανού για τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής:  https://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_coun cil/index.htm

[4] Congregatio pro Doctrina Fidei, Responsa ad quaestiones de aliquibus sententiis ad doctrinam de Ecclesia pertinentibus (29.6.2007), AAS 99 (2007),  7, 604-608, στο https://www.vatican.va/archive/aas/documents/2007/luglio%2 02007.pdf.  Βλ και την από 28.5.1992 Communionis notio της Congregationis pro Doctrina Fidei προς τους Ρωμαιοκαθολικούς επισκόπουςυπογεγραμμένη από τον τότε Καρδινάλιο Joseph Ratzinger και μετέπειτα πάπα Βενέδικτο 16ο και επικυρωμένη και δημοσιευμένη από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ (Congregatio pro Doctrina Fidei, Letter Communionis notio, 17.3, AAS 85 [1993-II] 849, στο https://www.vatican.va/archive/aas/documents/AAS-85-1993-ocr.pdf ).

[5] Μετάφραση ἀπὸ τὸ λατινικὸ πρωτότυπο: Kl. Schatz, Τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα, μετφρ. Μ. Ροῦσσος-Μηλιδώνης, ἔκδ. Ροὲς Δοκίμια, 2005, σ. 266-267, Χρ. Παπαδοπούλου, Τὸ Πρωτεῖον τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, Ἀθῆναι 1964, σ. 309-313. Η επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Βατικανού για τις αποφάσεις της Α’ Βατικανής:  https://www.vat ican.va/archive/hist_councils/i-vatican-council/index.htm

[6] «Lumen Gentium»,  «Δογματικὴ Διάταξη Περὶ Ἐκκλησίας»  της Β΄ Βατικανής Συνόδου, Β΄ Σύνοδος Βατικανού, Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανού 1, (Lumen Gentium), μετφρ. Ἄθ. Ἀρμάου, Γραφεῖο Καλοῦ Τύπου, ἄ.χ. σ. 43-52. Η επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Βατικανού για τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής:  https://www.vatican.va/arch ive/hist_councils/ii_vatican_council/index.htm

[7]  «Orientalium Ecclesiarum», «Για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες» της Β΄ Βατικανής Συνόδου, Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανού 5, Για τη θεία Λατρεία, για τη θεϊκή Αποκάλυψη, Για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες 5, μετφρ. Ἄθ. Ἀρμάου, Γραφεῖο Καλοῦ Τύπου, ἄ.χ. σ. 107-127. Η επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Βατικανού για τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής:  https://www.vatican.va/ archive/hist_councils/ii_vatican_council/index.htm

[8] Κώδικας Κανονικού Δικαίου, εκδοθείς κατά την Αρχιερατεία του Ποντίφικα Ιωάννη-Παύλου του Β΄,  Λατινική και Ελληνική Έκδοση,  Liberia Editrice Vaticana, Γραφείο Καλού Τύπου, Cittά del Vaticano, Αθήνα 2020, σ. 179-187. Η επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Βατικανού για τον Κώδικα Κανονικού Δικαίου: https://www.vatican.va/ar chive/cdc/index.htm

[9] Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, Βατικανό – Κάκτος, 1996, σσ. 968.  Η επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Βατικανού για την «Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας»:  https://www.vatican.va/archive/ccc/index.htm

[10] «Lumen Gentium»,  «Δογματικὴ Διάταξη Περὶ Ἐκκλησίας»  της Β΄ Βατικανής Συνόδου, Β΄ Σύνοδος Βατικανού, Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανού, 1, (Lumen Gentium), μετφρ. Ἄθ. Ἀρμάου, Γραφεῖο Καλοῦ Τύπου, ἄ.χ. σ. 43-52. Η επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Βατικανού για τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής:  https://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_council/index.htm

[11] «Unitatis Redintegratio», «Διάταγμα περί Οικουμενισμού» της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Β΄ Σύνοδος Βατικανού, Διατάγματα Β΄Συνόδου Βατικανού, 7, Για τον Οικουμενισμό, Για τις μη Χριστιανικές Θρησκείες, Για τη θρησκευτική ελευθερία, μετφρ. Ἄθ. Ἀρμάου, Γραφεῖο Καλοῦ Τύπου, ἄ.χ. σ. 3-37. Η επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Βατικανού για τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής:  https://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_coun cil/index.htm

[12] «Christus Dominus», «Διάταγμα για το ποιμαντικό έργο των επισκόπων μέσα στην Εκκλησία» της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Β΄ Σύνοδος Βατικανού, Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανού, 6, Για το ποιμαντικό έργο των επισκόπων μέσα στην Εκκλησία, Για την ανανέωση του μοναχικού βίου, μετφρ. Ἄθ. Ἀρμάου, Γραφεῖο Καλοῦ Τύπου, ἄ.χ. σ. 5-52. Η επίσημη ηλεκτρονική σελίδα του Βατικανού για τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής:  https://www.vatican.va/archive/ hist_councils/ii_vatican_coun cil/index.htm