Παρασκευή, Ιουνίου 06, 2025

 

Τα ψυχοσάββατα, τα κόλλυβα και η περιφρόνησή τους

 

Άρθρο του μακαριστοῦ πρωτοπρ. Νικολάου Μανώλη

Δυστυχῶς, τά κόλλυβα, ἡ οὐσιαστική αὐτή προσφορά πρός τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, ἒχει ὑποστεῖ ἀλλοιώσεις καί διαφοροποιήσεις πού τείνουν νά ἀπαξιώσουν τή σημασία καί τό μέγεθος τοῦ Μυστηρίου…


Τά Σάββατα, πρό τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω καί πρό τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι Ψυχοσάββατα, δηλαδή “μνεία πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς Χριστιανῶν”.

Τό ἐσπέρας τῆς Παρασκευῆς καί τό πρωί τοῦ Σαββάτου, πλῆθος λαοῦ, προσέρχεται εἰς τούς κοιμητηριακούς ἢ ἐνοριακούς Ναούς. Ἐκεῖ ψάλλεται ὁ νεκρώσιμος κανόνας καί τό μνημόσυνο “ὃ οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν” ὑπέρ πάντων τῶν “ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν”. Πρός τιμήν τους προσκομίζουν οἱ πιστοί κόλλυβα. Τό ἒθιμο τῶν κολλύβων εἶναι πάρα πολύ παλαιό. Οἱ ρίζες του χάνονται στίς πρό Χριστοῦ ἐποχές.

Τά κόλλυβα εἶναι σιτάρι βρασμένο. Ἒχουν τή μορφή στολισμένου δίσκου ἢ πιάτου μέ ξηρούς καρπούς, καρύδια, σταφίδα, ρόδι καί κυρίως ζάχαρη. Συμβολίζουν τήν κοινή μας ἀνάσταση. Ὃπως ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ πέφτει στή γῆ, θάβεται, χωνεύεται, σαπίζει καί στή συνέχεια φυτρώνει καλύτερος καί ὡραιότερος, ἒτσι καί τό νεκρό σώμα τοῦ ἀνθρώπου θάβεται στή γῆ, λιώνει καί σαπίζει, γιά νά ἀναστηθῇ καί πάλι ἂφθαρτο, ἒνδοξο καί αἰώνιο. Αὐτήν τήν εἰκόνα μᾶς δίδει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή, καθώς καί ὁ Χριστός γιά τήν Ἀνάστασή Του. “Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει˙ ἐάν δέ ἀποθάνῃ πολύν καρπόν φέρει”.(Ἰω. 12,24).

Δυστυχῶς, ἡ οὐσιαστική αὐτή προσφορά πρός τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, τόσο ἀπό λειτουργική ὃσο καί ἀπό σωτηριολογική ὁπτική, τά τελευταῖα χρόνια ἒχει ὑποστεῖ ἀλλοιώσεις καί διαφοροποιήσεις πού τείνουν νά ἀπαξιώσουν τή σημασία καί τό μέγεθος τοῦ Μυστηρίου. Ὁ χαρακτήρας τῶν κολλύβων ἒχει ἀπό πολλούς ἀλλοιωθεῖ μέ τήν ἀνοχή, ἀλλά καί τήν παρότρυνση, σέ μερικές περιπτώσεις, τῶν ὑπευθύνων ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, πού χαράζουν μιά διαφορετική γραμμή ἀπό αὐτήν τῆς παραδόσεως. Ἒτσι δυστυχῶς παρουσιάζεται μιά εἰκόνα κωμικοτραγική, πού οὐδόλως συνάδει μέ τό πνεῦμα καί τή σημασία τοῦ Σαββάτου τῶν ψυχῶν.

ντί, λοιπόν, κολλύβων, γεμίζει ὁ Ἱερός Ναός μέ πάσης φύσεως πίττες καί γλυκίσματα. Πρόσφορα, κουλούρια καί τσουρέκια, ἕως φροῦτα ἐποχῆς ἀπό τόν μανάβη, τά ἐποχιακά ροδάκινα, κεράσια καί βερίκοκα, συνθέτουν εἰκόνα ἀπρέπειας πρός τό Ναό καί προσβολῆς πρός τήν μνήμη τῶν κεκοιμημένων. Οἱ γιαγιάδες μας τά παλαιότερα χρόνια, προσέφεραν κεράσματα, πίττες καί γλυκά κατά τά Ψυχοσάββατα, ἀλλά ἒξω, στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στό Ναό, προσκόμιζαν τά κόλλυβα μόνο γιά τήν ἀκολουθία.

Εἶναι παράξενο, σέ μιά ἐποχή πού οἱ νοικοκυρές, καταφέρνουν νά παρασκευάσουν τά πιό πολύπλοκα γλυκά, νά μήν ἒχουν διάθεση νά βράσουν λίγο στάρι, γιά νά τιμήσουν τούς κεκοιμημένους συγγενεῖς τους. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ἡ ἐτοιμασία τῶν κολλύβων ἀποτελεῖ ἓνα εὐλογημένο ἐργόχειρο πρός ὠφέλεια τῆς ψυχῆς καί ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου σέ συνδυασμό μέ τήν μονολόγιστη εὐχή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων κατά τήν προετοιμασία τῶν κολλύβων, ὃπως καί κατά τό ζύμωμα προσφόρου γιά τήν Θεία Λειτουργία, βοηθοῦν πολύ στήν ἐγρήγορση τῆς ψυχῆς. Μέ αὐτόν τόν τρόπο τιμᾶται ἡ παράδοση καί ἐπισφραγίζεται τό νόημα μέ τό ὁποῖο περιβάλλει ἡ Ἐκκλησία τό εὐλογημένο Ψυχοσάββατο.



 

 

Τὰ ψυχοσάββατα: Ἡ ἰδιαίτερη μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας για τοὺς κεκοιμημένους

Μέσα στήν ἰδιαίτερη μέριμνά της γιά τοὺς κεκοιμημένους ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει ξεχωριστὴ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γι’ αὐτούς.

Ὅπως ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἕνα ἐβδομαδιαῖο Πάσχα, ἔτσι τὸ Σάββατο εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων, γιά νά τοὺς μνημονεύουμε καὶ νά ἔχουμε κοινωνία μαζὶ τους. Σὲ κάθε προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα στίς προσευχὲς τοῦ Σαββάτου ὁ πιστὸς μνημονεύει τοὺς οἰκείους, συγγενεῖς καὶ προσφιλεῖς, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθροὺς του πού ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, ἀλλὰ ζητᾶ καί τίς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας γι’ αὐτούς.
Στό δίπτυχο, ποὺ φέρνουμε μαζί μέ τὸ πρόσφορο γιά τήν θεία Λειτουργία, ἀναγράφονται τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων, τὰ ὁποῖα μνημονεύονται.
Σὲ ἐτήσια βάση ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθορίσει δύο Σάββατα, τὰ ὁποῖα ἀφιερώνει στούς κεκοιμημένους της. Εἶναι τὰ μεγάλα Ψυχοσάββατα· τὸ ἕνα πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀποκρέω καὶ τὸ ἄλλο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς.
Μὲ τὸ δεύτερο Ψυχοσάββατο διατρανώνεται ἡ πίστη μας γιά τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τὴν ἵδρυση καὶ τὰ γενέθλια (ἐπὶ γῆς) γιορτάζουμε κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Μέσα στήν μία Ἐκκλησία περιλαμβάνεται ἡ στρατευομένη... ἐδῶ στήν γῆ καὶ ἡ θριαμβεύουσα στούς οὐρανούς.

Τὸ Ψυχοσάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω ἔχει τὸ ἑξῆς νόημα: Ἡ ἑπομένη ἡμέρα εἶναι ἀφιερωμένη στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἐκείνη τήν φοβερὴ ἡμέρᾳ κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στόν θρόνο τοῦ μεγάλου Κριτή. Γιά τὸν λόγο αὐτό μέ τὸ Μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο νά γίνει ἵλεως καὶ νά δείξει τήν συμπάθεια καὶ τήν μακροθυμία του, ὄχι μόνο σὲ μᾶς ἀλλὰ καὶ στούς προαπελθόντας ἀδελφούς, καὶ ὅλους μαζὶ νά μᾶς κατατάξει μεταξὺ τῶν υἱῶν τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας Του.

Κατὰ τὰ δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σὲ μία παγκόσμια ἀνάμνηση «πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Μνημονεύει:
Ὅλους ἐκείνους πού ὑπέστησαν «ἄωρον θάνατον», σὲ ξένη γῆ καὶ χώρα, σὲ στεριὰ καὶ σὲ θάλασσα.
Ἐκείνους πού πέθαναν ἀπὸ λοιμικὴ ἀσθένεια, σὲ πολέμους, σὲ παγετούς, σὲ σεισμοὺς καὶ θεομηνίες.
Ὅσους κάηκαν ἢ χάθηκαν.
Ἐκείνους πού ἤταν φτωχοὶ καὶ ἄποροι καὶ δέν φρόντισε κανεὶς νά τοὺς τιμήσει μέ τίς ἀνάλογες Ἀκολουθίες καὶ τὰ Μνημόσυνα.

Ὁ Θεὸς δέν περιορίζεται ἀπὸ τόπο καὶ χρόνο. Γι’ Αὐτὸν εἶναι γνωστὰ καὶ συνεχῶς παρόντα ὄχι μόνο ὅσα ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμαστε στό παρόν, ἀλλὰ καὶ τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα. Τὸ διατυπώνει λυρικότατα μία προσευχὴ τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, ποὺ ἀποδίδεται στον ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνὸ ἢ στόν ἅγιο Συμεὼν τὸν νέο θεολόγο:

«Ἐπὶ τὸ βιβλίον δὲ Σοῦ καὶ τὰ μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοὶ τυγχάνει».

Ὁ Θεὸς ἔχει γραμμένες στό βιβλίο τῆς ἀγάπης Του καί τίς πράξεις πού θὰ γίνουν στό μέλλον, ἄρα καί τίς προσευχές πού ἀναπέμπουμε τώρα γιά πρόσωπα πού ἔζησαν στό παρελθόν. Ὡς αἰώνιος καὶ πανταχοῦ παρὼν ὁ πανάγαθος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγκαλιάζει μέ τήν θεία τοῦ Πρόνοια τὸ ἄπειρο σύμπαν καὶ τοὺς ἀτέρμονες αἰῶνες. Ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔζησαν, ζοῦν καὶ θὰ ζήσουν τοὺς νοιάζεται ἡ ἀγάπη Του· «ἡ γὰρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄Κορ. 5, 14).
Μὲ αὐτὴν τὴν πίστη ἀναθέτουμε στήν ἀγάπη καὶ στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους», τοὺς ζωντανοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς κεκοιμημένους μας.