Σάββατο, Μαρτίου 16, 2024

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

Λόγος στὸν ἑσπερινὸ τῆς συγχωρήσεως


(Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας)

 

Πρέπει, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μου, νὰ ἔχουμε χαραγμένο στὴν καρδιά μας καὶ νά θυμόμαστε πάντα τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «᾿Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. » (Μτ. 6, 14-15).

Εἶναι πολὺ φοβερὰ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἂν δέν συγχωροῦμε τὰ παραπτώματα τοῦ πλησίον μας, τότε καὶ ὁ Χριστός, στή Φοβερὰ του Κρίση, θὰ μᾶς βάλει στά ἀριστερά του δέν θὰ μᾶς συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες μας· διότι καὶ ἐμεῖς δέν ἀφήναμε τὰ παραπτώματα τοῦ πλησίον μας. Βλέπετε, γιατί, πραγματικὰ, εἶναι φρικτὸ πράγμα νά μὴν συγχωροῦμε τοὺς ἀνθρώπους.

Στούς βίους τῶν Ἁγίων ὑπάρχουν ἀρκετὰ παραδείγματα ἀνθρώπων πού τιμωρήθηκαν ἐπειδὴ δέν ἤθελαν νά συγχωρήσουν. Ὁ ἱερομόναχος Τίτος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου βρισκόταν στήν ἐπιθανάτια κλίνη. Μαζεύτηκε γύρω του ὅλη ἡ Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Ὅλοι ἤξεραν ὅτι ὑπάρχει παλιὰ ἔχθρα μεταξὺ τοῦ Τίτου καὶ τοῦ ἱεροδιακόνου Εὐάγριου, γι’ αὐτὸ καὶ ἔφεραν τὸν Εὐάγριο νά συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Τίτο πρὶν αὐτός ἀποθάνει.

Ὁ μακάριος αὐτὸς, ὁ Τίτος σηκώθηκε στό κρεβάτι του, ἔσκυψε μπροστὰ στόν Εὐάγριο τὸ κεφάλι του καὶ τοῦ ζήτησε συγγνώμη. Ἀλλὰ ὁ σκληρόκαρδος Εὐάγριος τοῦ ἀπάντησε μὲ ἕναν τρομερὸ λόγο: «Δέν θὰ σὲ συγχωρήσω οὔτε σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ οὔτε στή μέλλουσα». Μόλις τὸ εἶπε αὐτὸ ἔπεσε νεκρός, καὶ ὁ μακάριος Τίτος σηκώθηκε ὑγιὴς ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Διηγήθηκε, τότε, στούς ἀδελφοὺς ὅτι εἶδε τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μαζευτεῖ γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Οἱ δαίμονες ἤθελαν νά πάρουν τὴν ψυχὴ του, διότι εἶχε ἔχθρα μὲ τὸν Εὐάγριο, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι ἔκλαιγαν γι’ αὐτόν. Μόλις ὅμως ὁ Εὐάγριος εἶπε τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο λόγο, ἕνας ἄγγελος μὲ τὸ φλογισμένο δόρυ του χτύπησε τὸν Εὐάγριο, ὁ ὁποῖος ἀμέσως ἔπεσε νεκρός. Ὁ ἴδιος ἄγγελος πῆρε τὸ χέρι τοῦ Τίτου, τὸν θεράπευσε καὶ τὸν σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του.

Γνωρίζουμε καὶ ἕνα ἄλλο παράδειγμα ἀπὸ τὸ βίο τοῦ μάρτυρα Νικηφόρου. Ὕπῆρχε ἔχθρα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ πρεσβυτέρου Σαπρικίου, μὲ τὸν ὁποῖον κάποτε ἦταν πολὺ καλοί φίλοι. Ὅμως, ὅπως συχνὰ συμβαίνει, ὁ διάβολος μὲ τίς πανουργίες του κατέστρεψε αὐτὴ τή φιλία. Ἦταν καιρὸς πού γινόταν σφοδρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ πρεσβύτερος Σαπρίκιος συνελήφθη, τὸν βασάνισαν καὶ τελικὰ τὸν ὁδήγησαν σὲ μαρτύριο. Ὅταν πῆγαν νά τὸν ἐκτελέσουν ὁ Νικηφόρος τὸν ἀκολουθοῦσε, ἔπεφτε μπροστὰ του καὶ τὸν ἱκέτευε λέγοντας: «Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, συγχώρησέ με». Ὁ Σαπρίκιος ὅμως δέν ἤθελε νά τὸν συγχωρήσει.

Ὅταν ἔφτασαν στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου ὁ Σαπρίκιος ξαφνικὰ εἶπε: «Μὴν μὲ ἀποκεφαλίζετε. Ἀρνοῦμαι τὸν Χριστό». Ἔτσι ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ του καὶ χάθηκε ἡ ψυχὴ του. Τὴν θέση του πῆρε ὁ Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ἔσκυψε τὸ κεφάλι του κάτω ἀπὸ τὸ τσεκούρι τοῦ δημίου, μαρτύρησε καὶ δοξάστηκε στούς Οὐρανούς. Τρομερό, πραγματικὰ, τρομερὸ γεγονός. Καὶ νομίζω ὅτι πρέπει νά ταράξει αὐτοὺς πού δέν θέλουν νά συγχωροῦν τὸν πλησίον τους. Θυμηθεῖτε τὸν Κύριο πού συγχωροῦσε ὅλους: συγχώρησε τὸν ληστὴ πάνω στό Σταυρό, τὸν τελώνη, τὴν πόρνη, ποὺ ἔβρεξε μὲ τὰ δάκρυά της τὰ πόδια του καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιὰ της. Ἂς θυμηθοῦν αὐτοί πού δέν θέλουν νά συγχωροῦν τὴν παραβολὴ τοῦ κακοῦ δούλου πού ὁ βασιλιὰς τοῦ χάρισε τὸ πολὺ μεγάλο χρέος του. Ἐκεῖνος, ὅμως, μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸν βασιλιά, βρῆκε ἕναν ἀπὸ τοὺς συνδούλους του πού τοῦ ὄφειλε ἕνα μικρὸ ποσό. Τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἔσφιγγε νά τὸν πνίξει, λέγοντάς του: «Ξόφλησέ μου τὸ χρέος».

Ὅταν τὸ εῖδαν αὐτὸ οἱ σύνδουλοί του, λυπήθηκαν παρὰ πολύ. Πῆγαν καὶ τὸ διηγήθηκαν στόν κύριό τους. Τότε ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε: «Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ.» (Μτ. 18, 32-34).

Φοβερὸς εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος. Μᾶς παροτρύνει νά εἴμαστε ἐλεήμονες, σπλαχνικοὶ καὶ νά συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους. Ἐμεῖς ὅμως, πολὺ συχνὰ, γινόμαστε ἄσπλαχνοι, ἐπιμένουμε στά δικὰ μας καὶ δέν συγχωροῦμε τὸν πλησίον.

Ἔτσι πρέπει νά ἐνεργοῦμε; Νά ἐχθρευόμαστε αὐτοὺς πού μᾶς ἀδικοῦν; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἂν βλέπουμε τὸν πλησίον μας νά μᾶς κάνει κακὸ ἢ νά μᾶς προσβάλλει, δέν πρέπει νά τὸν μισοῦμε. Ἀντίθετα, πρέπει νά τὸν σπλαχνιζόμαστε, διότι εἶναι ἀσθενής. Ἀσθενεῖ ἡ ψυχὴ του καὶ ὑποφέρει ἀπὸ μῖσος. Γι’ αὐτὸ πρέπει νά τὸν σπλαχνιζόμαστε. Δέν πρέπει αὐτὸν νά μισοῦμε, ἀλλὰ τὸν διαβολο καὶ τοὺς δαίμονες, πού φαρμάκωσαν μὲ τὴν κακία τους τὴν καρδιά του καὶ τὸν ἔκαναν ἄσπλαχνο καὶ σκληρό.

Ἂν τυχὸν θὰ ἀπαντήσουμε καὶ ἐμεὶς μὲ προσβολὴ στήν προσβολὴ καὶ θ’ ἀνάψει στήν καρδιά μας ἡ φλόγα τοῦ μίσους, τότε ἂς σταματήσουμε καὶ ἂς σκεφτοῦμε λιγάκι καί νά ποῦμε: Καὶ ποιός εἶμαι ἐγὼ πού τὸν μισῶ, εἶμαι μήπως καλύτερος ἀπ’ αὐτόν; Δέν εἶμαι καὶ ἐγὼ γεμᾶτος ἁμαρτία; Τότε γιατὶ τὸν μισῶ;

Καὶ ἀμέσως θὰ ἠρεμήσει ἡ καρδιά μας. Ὁ καλὸς λόγος θὰ σβήσει τὸ μίσος.

Ἔτσι πρέπει νά ἐνεργοῦμε. Νά εἴμαστε ἐπιεικεῖς ἀπέναντι στούς ἀδελφούς μας πού πάσχουν ἀπὸ κακία καὶ ἀσθενοῦν, τρέφοντας μίσος ἐναντίον μας. Μὲ τὸ ἔλαιο τῆς Ἀγάπης νά μαλακώνουμε τὴν καρδιά τους πού αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ δουλεύει σ’ αὐτούς.

Ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ὁ Κύριος ζητᾶ νά συγχωρήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ πρῶτος ἐγὼ πρέπει νά σᾶς ζητήσω συγγνώμη. «Συγχωρῆστε, πατέρες καὶ ἀδελφοί, τὶς ἁμαρτίες πού ἔκανα σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ σ’ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου».

(Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγοι καὶ ὁμιλίες», τ. α’, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»)



 

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ


 

«ΜΕΣΤΟΙ ΑΓΑΘΟΣΥΝΗΣ, ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ

ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ,ΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ»

(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος

Ἀθανασίου Μυτιληναίου

ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 28-2-1982)

 

Μήνυμα ἀγαθοσύνης, ἀγαπητοί μου, σήμερα, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς δίνει. Ἐν ὄψει τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μᾶς λέγει ποιοί πρέπει νὰ εἴμαστε. Καὶ ἔτσι στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, μᾶς δίνει αὐτὸ τὸ μήνυμα τῆς ἀγαθοσύνης.

Ἡ ἀγαθοσύνη δὲν εἶναι ἁπλῶς μία τήρηση ἐντολῶν. Διότι, ὅπως θὰ ἀκούσετε λίγο πιὸ κάτω, θὰ δοθεῖ ἴσως ἡ ἐντύπωσις, ἀλλὰ ἡ ψευδὴς ἐντύπωσις, ὅτι πρόκειται περὶ κάποιων ἐντολῶν σὰν κάτι ποὺ ἔρχονται νὰ βοηθήσουν ἁπλῶς τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει κάτι στὴ ζωή του. Καὶ ἀκόμη γιὰ νὰ δώσει καὶ ἕνα χρῶμα εἰς αὐτὴν τὴν περίοδον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Ἀλλὰ ἔχουμε μία μεταβολή, μιὰ ἀλλαγὴ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγαθοσύνη δὲν εἶναι παρὰ ἡ ροπὴ πρὸς κάτι τὸ καινούριο, τὸ πνευματικό, τὸ ἀγαθό, κάτι ποὺ ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ κάνει τὸ καλό. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολήν του τὰ ἑξῆς:

«Πέπεισμαι δέ, ἀδελφοί μου, καὶ αὐτὸς ἐγὼ πὲρὶ ὑμῶν, ὅτι καὶ αὐτοὶ(εσείς δηλαδή)μεστοί ἐστε ἀγαθωσύνης(Είσαστε γεμᾶτοι ἀπὸ ἀγαθοσύνη)».

Γιὰ νὰ καταλάβουμε τί θὰ πεῖ ἀγαθοσύνη, θὰ σᾶς ἔλεγα τοῦτο. Θὰ πάρω το ἀντίθετο. Ρωτοῦμε πολλὲς φορὲς ἕναν ἄνθρωπο: «Γιατί ἔκανες αὐτὸ τὸ κακό; Γιατί ἔσπασες ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα; Γιατί κατέστρεψες ἐκεῖνο τὸ ἀντικείμενον;». Καὶ ἀπαντάει: «Δὲν εἶχα λόγους». «Τότε γιατί;». «Ἔτσι τὸ ἤθελα, ἔτσι, ἔτσι τὸ ἐπιθυμοῦσα». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει μία ροπὴ στὸ κακό. Σὰν νὰ εἶναι τὸ κακὸ μέσα στὸ κύτταρό του. Καὶ δὲν εὐχαριστιέται παρὰ μόνο ὅταν βλέπει τὸ κακό. Ἔ, τὸ ἀντίθετο αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀγαθοσύνη. Σὰν νὰ εἶναι τὸ καλὸ μέσα στὸ κύτταρό του καὶ νὰ ἐπιθυμεῖ νὰ κάνει πάντα τὸ καλό. Νὰ εἶναι τρόπον τινὰ ἀπὸ τὴ φύση του τὴν ἴδια τέτοιος ποὺ νὰ θέλει νὰ κάνει πάντα τὸ καλό. Ἀλλὰ προσέξτε. Σὰν νὰ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του τὴν ἴδια...

Ὄχι ἀγαπητοί μου, ἀκριβῶς. Ἡ ἀγαθοσύνη εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Λέει στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ δὲ κὰρπὸς τοῦ Πνὲύματός ἐστιν ἀγάπη, χάρά, εἰρήνη», καὶ τὰ λοιπά, «... ἀγαθωσύνη ». Ὥστε αὐτὴ ἡ ροπή, αὐτὸ τὸ σπρώξιμο τῆς ψυχῆς μας πάντα πρὸς τὸ καλό, εἶναι κάτι ποὺ τὸ δίδει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ρίξτε μιὰ ματιὰ στὴν ἐποχή μας, εἰς τοὺς συγχρόνους μας ἀνθρώπους καὶ μάλιστα στὴ νεολαία μας, ἰδιαιτέρως εἰς τὴν νεολαία μας, ὄχι ὅμως ἀποκλειστικὰ εἰς τὴν νεολαία μας καὶ θὰ δεῖτε νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴ ροπὴ καὶ αὐτὴν τὴν μανία στὴν καταστροφή. Ἄρα βλέπομε οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχουν ἀρθεῖ. Δὲν ὑπάρχουν. Εἶναι λοιπὸν καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι΄αυτό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του ὅτι «πέπεισμαι», «ἔχω πειστεῖ ὅτι ὄχι ἁπλῶς ἔχετε ἀγαθοσύνη ἀλλὰ ὅτι εἴσαστε μεστοὶ ἀγαθοσύνης, εἴσαστε γεμᾶτοι ἀπὸ ἀγαθοσύνη». Ἀπὸ αὐτὴ τὴ ροπὴ πρὸς τὸ καλό. Ἀλήθεια, αὐτὸ δείχνει ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον πραγματικὰ διαμορφώνει ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ εἶναι μία ἀληθινὴ εὐλογία. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται καινούριος πιά. Αὐτὸ εἶναι τὸ «καινούριος ἄνθρωπος». Αἰσθάνεται κάτι ἄλλο. Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἐλευθερωμένος ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο. Καὶ ἤδη ζεῖ μέσα στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνα ἄλλο πρᾶγμα. Εἶναι μία ἀληθινὴ ἐμπειρία ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ κατανοεῖται. Εἶναι κάτι ποὺ βιώνεται.

Ἀλλὰ ἔχοντας αὐτὰ ὑπόψη ἡ Ἐκκλησία μας ἔρχεται νὰ μᾶς πεῖ τώρα πῶς πρέπει νὰ κινηθοῦμε μέσα στὴ Μεγάλη Σαρακοστή, ποὺ σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο εἰδικὰ στὴ Μεγάλη Σαρακοστή, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅμως θέλει νὰ βοηθήσει τὸν νωθρὸν ἄνθρωπον, τὸν ἀμελῆ, γι΄αυτό βάζει αὐτές τις, αὐτὰ τὰ κομμάτια τοῦ χρόνου, ὅπως εἶναι μία Σαρακοστή, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνει πάντα μιὰ ἀρχή. Δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀσκηταί: «Βάζω ἀρχή». Ἔτσι εἶναι οἱ Σαρακοστὲς μέσα στὸν χρόνο. Καὶ εἶναι σὲ μία κυκλικὴ κίνηση. Βάζω ἀρχή, κάνω ἀρχή. Καὶ δὲν ἔρχεται νὰ μᾶς δώσει, σᾶς εἶπα, μία ρετσέτα, μία συνταγὴ γιὰ κάποια πραγματάκια, γιὰ κάποιες προϋποθέσεις, ἀλλὰ μᾶς θέλει νὰ εἴμαστε ἀλλαγμένοι ἄνθρωποι.

Καὶ μᾶς λέγει... Ὅπως ἀκούσατε, εἶναι ἀπὸ τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, στὸ ἕκτο κεφάλαιο. Λέγει: «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πὰτὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» κτλ. Ὥστε τὸ μήνυμα τῆς συγχωρήσεως, τῆς ἀφέσεως. Δεύτερον: «Ὅτὰν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί» κλπ· ποὺ σημαίνει... δεύτερο μήνυμα. Ἡ νηστεία. «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς». Τρίτο μήνυμα. Εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη.

Ἀλλὰ ἂς τὰ δοῦμε αὐτά, ἀγαπητοί μου, λίγο πιὸ λεπτομερέστερα. Καὶ πρῶτα πρῶτα εἶναι ἡ νηστεία. Ὁ Κύριος διορθώνει τὴν ἐντολὴ τῆς νηστείας. Ὅπως ἐτέθη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δὲν νομοθετεῖ γιὰ τὴ νηστεία, ἀλλὰ διορθώνει τὴ νηστεία. Ἂν θέλετε, ἀκόμη τὴν ἐπανατοποθετεῖ. Ἐπειδὴ οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν παρανοήσει καὶ ἔγινε γι’αυτούς μία ὑπόθεση ἐξωτερικὴ καὶ μάλιστα μία ὑπόθεση ἐπιδείξεως. Καὶ ὁ Κύριος λέγει: «Ὄχι, δὲν θὰ κινηθεῖς νὰ νηστεύσεις ὅπως οἱ ὑποκριταί. Ἀλλὰ θὰ νηστεύσεις ἔτσι καὶ ἔτσι»· ποὺ δείχνει μία ἐπανατοποθέτηση καὶ ὄχι θεσμοθέτηση τῆς νηστείας. Γιατί ἡ νηστεία προϋπῆρχε. Τὸ λέγω αὐτὸ γιὰ νὰ δεῖτε πόσο παλιὰ εἶναι ἡ νηστεία καὶ ὅτι Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὴ θεσμοθετεῖ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι ἡ νηστεία εἶναι συνηλικιώτης μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Ἀλλὰ τί εἶναι ἐδῶ τώρα ἡ νηστεία; Ἡ νηστεία εἶναι τὸ ἀντιστάθμισμα τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων· ποὺ στὸν πυρῆνα εἶναι ἡ ὑπακοή. Οἱ πρωτόπλαστοι δὲν ἐτήρησαν τὴν ἐντολὴν τῆς νηστείας, παρακούσαντες. Γιὰ νὰ γίνουν θεοὶ χωρὶς τὸν Θεό. Ζητῶντας μία αὐτόνομη θέωση. Ἀλλὰ τώρα, γιὰ νὰ πετύχουμε αὐτό, γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς ξαναβάλει εἰς στὸν Παράδεισο, μᾶς ξαναβάλει πάλι στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤ, καλύτερα, νὰ μᾶς βάλει στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ θὰ περνούσαμε ξανὰ ἀπὸ τὸν Παράδεισο, κι ἕναν Παράδεισο κρείττονα, καλύτερο, ἀγαθότερο Παράδεισο. Ἔρχεται νὰ μᾶς πεῖ: «Θὰ βαδίσουμε τὸν ἴδιο δρόμο. Ἐκεῖνον ποὺ βάδισαν οἱ πρωτόπλαστοι κατὰ τὴν ἔξοδό των ἀπὸ τὸν Παράδεισον. Ἐκεῖνοι ἔφαγαν καὶ δὲν ὑπήκουσαν. Ἐσεῖς δὲν θὰ φᾶτε καὶ θὰ ὑπακούσετε. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἔχετε ὑπακοὴ καὶ νηστεία, γιὰ νὰ ξαναγυρίσετε πάλι εἰς τὸν Παράδεισον». Κανείς, ἀγαπητοί μου, ἅγιος δὲν μπῆκε στὸν Παράδεισον χωρὶς νηστεία καὶ χωρὶς ὑπακοή. Εἶναι λοιπὸν μία ἐπαναφορά, μία ἀποκατάσταση τοῦ κακοῦ ποὺ κάναμε. Ἐρχόμαστε νὰ ποῦμε: «Κύριε, ἐν τῷ Ἀδὰμ (γιατί εἴμεθα εἰς τὴν ὀσφὺν τοῦ Ἀδὰμ· ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος) παρέβημεν τὴν ἐντολήν Σου. Τώρα ὑπακούομε καὶ νηστεύομε».

Ἀκόμα νηστεύομε γιὰ νὰ πενθήσουμε. Γιατί ἡ νηστεία εἶναι δεῖγμα πένθους. Ὅταν κάποτε κατηγόρησαν οἱ Φαρισαῖοι τὸν Κύριον, γιατί οἱ μαθηταὶ οἱ δικοί Του δὲν νηστεύουν, ἐνῷ οἱ μαθηταὶ οἱ δικοί των καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου ἐνήστευαν, ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐφόσον ἔχουν τὸν Νυμφίο μαζί τους, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ νηστεύσουν; Σὲ ἕνα γάμο δὲν νηστεύουν. Θά ‘ρθουν οἱ μέρες ποὺ θὰ ἀρθεῖ ὁ Νυμφίος(που εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας) καὶ τότε θὰ νηστέψουν. Καὶ θὰ νηστεύουν μέχρι τὴ Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία». Ὥστε εἶναι ἕνα πένθος ἡ νηστεία, ἀγαπητοί μου. Δὲν τὸ κάνομε γιὰ τὸν Θεό. Τὸ κάνομε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Μερικοὶ νομίζουν ὅτι ὑποχρεώνουν τὸν Θεὸ μὲ τὸ νὰ νηστέψουν. Εἶναι ἀνοησία. Πενθοῦμε. Καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ δὲν πενθοῦμε τὸν Θεό. Πολὺ περίεργο θὰ ἦταν. Πενθοῦμε τὴ δική μας κατάσταση, ποὺ ἔφθασε νὰ σταυρώσει ἡ ἀνθρωπότητα τὸν Θεό της.

Ἔτσι ἡ νηστεία εἶναι σπουδαῖο στοιχεῖο. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ εἶναι κάτι ἀναγκαστικό. Βέβαια ἀναγκαστικὸ θὰ εἶναι μὲ τὴν ἔννοια νὰ σπρώξουμε, νὰ κινήσουμε τὴ νωθρή μας φύση. Ἀλλὰ θὰ κινεῖ ὅμως ἀπὸ τὴν ἐλευθερία μας, θὰ εἶναι κάτι ποὺ θὰ τὸ ἔχουμε καταλάβει. Θὰ αἰσθανόμαστε ὅτι πραγματικὰ πρέπει νὰ δείξουμε τὸ πένθος μας. Καὶ τὴ μεταβολή μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλὰ ἀκόμα τὸ δεύτερο εἶναι ἡ συγχώρησις. Γιὰ σκεφτεῖτε αὐτὸ τὸ θέμα τῆς συγχωρήσεως, πόσο σπουδαῖο εἶναι. Μᾶς κάνει μιμητὰς τοῦ Χριστοῦ· ποὺ ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸ συγχωροῦσε τοὺς σταυρωτάς Του. Μᾶς κάνει μιμητὰς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς συγχωρεῖ. Καὶ ὄχι μόνο μᾶς συγχωρεῖ ἀλλὰ ἔρχεται νὰ μᾶς συναντήσει μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση ἐδῶ στὴ γῆ, ἀφοῦ ὁλότελα ἄφησε ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς τὸ κάναμε καὶ μᾶς προσλαμβάνει πάλι στὴ δική Του τὴν βασιλεία. Γιὰ σκεφθεῖτε! Τὸ μῖσος χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό.

Ὅπως θὰ ξέρετε, ἐκεῖνο τὸ στοιχεῖο ποὺ χωρίζει τὸ ἀνδρόγυνο εἶναι ἡ μοιχεία. Δὲν εἶναι οὔτε οἱ καυγᾶδες οὔτε τί ἄλλο. Ἀσυμφωνία χαρακτῆρος καὶ ἄλλα πολλά. Ἕνα πρᾶγμα μόνο χωρίζει τὸ ἀνδρόγυνο. Ἡ μοιχεία. Διότι ὁ γάμος εἶναι εἰς τύπον ἑνώσεως Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ μοιχεία εἶναι μία ἄρνηση αὐτῆς τῆς ἑνώσεως καὶ συνεπῶς μία καταστροφὴ αὐτοῦ τοῦ τύπου ἑνώσεως Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας. Τὸ μῖσος εἶναι μία ἄρνηση τοῦ τύπου τῆς ἑνώσεως τῶν τριῶν προσώπων στὴν Ἁγία Τριάδα. Διότι οἱ πιστοὶ εἶναι ἡνωμένοι εἰς τύπον τῆς ἑνώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν». «Νὰ εἶναι, Κύριε, οἱ Χριστιανοὶ ἕνα, ὅπως ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα». Ὅταν ὅμως οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἶναι ἕνα ἀλλὰ τοὺς χωρίζει τὸ μῖσος, τότε ἡ συμπεριφορά τους αὐτὴ καταστρέφει τὴν εἰκόνα τοῦ μυστηρίου τῆς ἑνώσεως ἐν μιὰ οὐσία τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ σοβαρό. Δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ μῖσος νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μίμησις, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶναι μίμησις τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἂν λοιπὸν δὲν μιμηθοῦμε αὐτὴν τὴν ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, πῶς μποροῦμε νὰ εἰπωθοῦμε ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί; Δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὸ ποτὲ νὰ γίνει. Συνεπῶς, ἀγαπητοί μου, θὰ πρέπει νὰ συγχωροῦμε. Μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά. Λέγει ἐδῶ ὁ Κύριος, νὰ συγχωροῦμε τόσο μὲ τὴν καρδιά μας, γιατί ἀλλιώτικα κινδυνεύουμε νὰ μὴ μᾶς συγχωρήσει ὁ Θεός.

Καὶ ἐρχόμεθα εἰς τὸ τρίτο στοιχεῖο, ποὺ εἶναι τὸ θέμα τῶν θησαυρῶν, τῆς συλλογῆς χρημάτων, τοῦ θησαυροῦ γενικά, τὸ νὰ θησαυρίζω, τὸ νὰ πλουτίζω. Λέγει ἐδῶ ὁ Κύριος: «Μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ποὺ ἡ σκουριὰ καὶ οἱ κλέφτες καταστρέφουν, ἡ σκουριὰ καὶ τὸ σκουλήκι καταστρέφει...». Καὶ ἀναφέρεται ὄχι μόνο στὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀντικείμενα. Γι΄αυτό λέει «τὸ σκουλήκι». Ἀλλὰ καὶ οἱ κλέπται κλέπτουν. Βλέπετε, σήμερα, δὲν ξέρουμε πῶς νὰ ἀσφαλίσομε τὰ ἀγαθά μας, γιατί ἔχει πολύνει ἡ κλοπή. Εἶναι ἕνα σημάδι τῶν καιρῶν αὐτό, τοῦ ὅτι οἱ ἄνθρωποι κλέπτουν. Κλέπτουν, κλέπτουν, φοβερὰ κλέπτουν. Φανερὰ καὶ κρυφὰ κλέπτουν.

Ἀλλὰ ἐδῶ πρῶτα- πρῶτα ἔχει τὸ μήνυμα τῆς ἁπλῆς ζωῆς. Ὅτι νὰ μὴν εἶσαι πλούσιος ἄνθρωπος, γιατί ὁ πλοῦτος σου θὰ σὲ δυσκολέψει μέχρι τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἀδυνάτου νὰ δεῖς τὸν Θεό. Εἶναι σχεδὸν ἀδύνατον. Βάζω το «σχεδόν», διότι λέγει «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θὲῷ ἐστιν». Ἔξω ὅμως ἀπὸ αὐτὸ τὸ θέμα τοῦ πλούτου, ἔρχεται νὰ μᾶς πεῖ ὁ Κύριος καὶ τοῦτο. Ὅταν τοποθετεῖς σὰν ἀντικείμενο τῶν ἐνδιαφερόντων σου τὰ χρήματα. Γιατί γιὰ μιὰ στιγμή, δὲν ξέρω, μπορεῖ κάτι νὰ συνέβη καὶ νὰ βρέθηκες πάρα πολὺ πλούσιος. Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ θέμα ἂν βρέθηκες ἢ δὲν βρέθηκες πλούσιος. Τὸ θέμα εἶναι ποιό εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῶν βλέψεών σου, ποιός εἶναι ὁ στόχος τῆς ζωῆς σου. Εἶναι τὰ χρήματα; Στὴν ἐποχή μας εἶναι τὰ χρήματα δυστυχῶς ὁ στόχος τῆς ζωῆς μας. Μέχρι τέτοιου βαθμοῦ ποὺ φθάνομε νὰ καταστρέψομε τὴ ζωή μας γιὰ τὰ χρήματα, ἀνοητότατα φυσικά, διότι πιὰ καμιὰ ἀξία δὲν θὰ εἶχαν ἂν καταστρέφαμε τὴ ζωή μας. Τὸ νὰ καταστρέψω τὴ ζωή μου, ἀγαπητοί μου, γιὰ νὰ βγάλω χρήματα, τότε σὲ τί θὰ μὲ ὠφελήσουν τὰ χρήματα, ἀφοῦ ἤδη κατέστρεψα τὴ ζωή μου; Γιὰ νὰ τὰ ἔχω νὰ πηγαίνω στοὺς γιατρούς; Ἢ νὰ πεθάνω καὶ νὰ τὰ βροῦν ἄλλοι; Μὰ εἶναι πολὺ κουτό, μὰ εἶναι ἀφάνταστα κουτό. Ὁ πλούσιος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πιὸ κουτὸς ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλα τὰ δημιουργήματα ποὺ ὑπάρχουν. Εἶναι ὁ πιὸ κουτὸς ἄνθρωπος. Πολὺ δὲ παραπάνω ὅταν εἶναι κολλημένος ἐπάνω εἰς τὰ χρήματα. Εἶναι πολὺ κουτὸς ἄνθρωπος. Εἶναι ἀξιολύπητος, ἀξιοθρήνητος. Ἀκόμα καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ τὸν λυποῦνται καὶ τὰ σκουλήκια τῆς γῆς. Εἶναι πιὸ εὐτυχισμένα αὐτά. Πράγματι, βλέπω πολλὲς φορὲς τὰ σκουλήκια τῆς γῆς καὶ λέει κανείς: «Εἶναι εὐτυχισμένα;». Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔκανε κανένα δημιούργημά Του δυστυχισμένο. Μπορεῖ νὰ βλέπομε τὴν σκουληκαντέρα νὰ τρώει χῶμα καὶ νὰ τρυπάει καὶ νὰ μένει μέσα στὴ γῆ. Εἶναι εὐτυχής. Ὅπως τὴν ἔκανε ὁ Θεὸς εἶναι εὐτυχής. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἐπειδὴ δὲν γίνεται αὐτὸ ποὺ τὸν ἔκανε ὁ Θεός, εἶναι δυστυχής. Γι΄αυτό τὸν λόγο θὰ πρέπει νὰ προσέχει στὸ σημεῖο αὐτό.

Ἀλλὰ ὅταν ὁ Κύριος λέγει «Μὴ θησαυρίζετε» θέλει νὰ πεῖ καὶ κάτι ἄλλο. Διότι ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἔρχονται χρήματα στὰ χέρια μου, τί νὰ κάνω; Βεβαίως θὰ ζήσω. Ἀλὰ θὰ πρέπει νὰ γίνω καὶ κοινωνὸς τῶν ἄλλων. Εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Θὰ πρέπει δηλαδὴ νὰ προσέξω πάρα πολὺ τὸ θέμα αὐτό, τὸ κεφάλαιο αὐτὸ τῆς ἐλεημοσύνης. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ γίνουν κοινωνοὶ τῶν δικῶν μου ἀγαθῶν. Ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει πάρα πολλὲς βεβαίως πτυχές. Δὲν εἶναι μόνο ἁπλῶς νὰ πάρω χρήματα καὶ νὰ πῶ στὸν ἄλλον: «Πάρε αὐτά». Ὅταν εἶμαι ὁ εὐεργετικὸς ἄνθρωπος καθ’ οἱονδήποτε τρόπον. Καὶ τὸ μέσον της εὐεργετικότητός μου εἶναι τὰ χρήματα. Μπορεῖ νὰ κάνω κτίσματα στὸν τόπο ποὺ βρίσκομαι. Νὰ φτιάξω ἕνα σχολεῖο. Νὰ φτιάξω μία Ἐκκλησία. Νὰ φτιάξω ἕναν δρόμο. Νὰ βοηθήσω τοὺς ἀνθρώπους νὰ βελτιώσουν τὴ ζωή τους. Ξαναλέγω, μπορεῖ νὰ μὴ βάλω στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων τὰ χρήματα. Ὅταν ὅμως δώσω τὶς δυνατότητες, αὐτοὶ δουλεύοντας νὰ μποροῦν νὰ ζήσουν, γιατί ἐγὼ ἔκανα μιὰν ἀρχὴ νὰ φτιάξω, ὅπως σᾶς εἶπα ἕνα δρόμο σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριό, κι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μετὰ νὰ μποροῦν νὰ κινηθοῦν μὲ τὰ ἐμπορεύματά τους καὶ νὰ ζήσουν. Εἶμαι ἕνας εὐεργέτης. Δὲν κάθομαι στὰ δικά μου τὰ χρήματα. Μέχρι τὸν περασμένο αἰῶνα καὶ ἀρχὲς τούτου τοῦ αἰῶνος, ἀγαπητοί μου, εἴχαμε πολλοὺς εὐεργέτες. Πλούσιοι, σπουδαῖοι. Μεγάλοι πλούσιοι. Ἀλλὰ καὶ εὐεργέτες ταυτοχρόνως.

Στὴν ἐποχή μας δὲν ἔχουμε εὐεργέτες... Ὄχι βεβαίως ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη τους κάνει νὰ κρύβονται. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἂν κάτι δώσουν κάποτε, τρέχουν γρήγορα γρήγορα νὰ διαφημισθοῦν ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες. Ἀλλὰ δὲν ἔχομε εὐεργέτες. Ποὺ οἱ ἄνθρωποι σημαίνει ἔχουν χάσει τὴν ἀντίληψη τῆς κοινωνικότητος. Ὅτι πιὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν σκέφτονται, δὲν αἰσθάνονται ὅτι ὑπάρχει δίπλα τους ὁ ἄλλος ἄνθρωπος. Ζοῦν μόνοι τους. Ζοῦν πραγματικά, ἠθικὰ ζοῦν μόνοι τους. Εἶναι μεμονωμένοι. Εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα. Γι' αὐτὸ τὸν λόγο ἂς προσέξουμε πάρα πολὺ καὶ τὸ σημεῖο αὐτό.

Ἔτσι, βλέπομε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἐν ὄψει τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προβάλλει αὐτὰ τὰ τρία συνθήματα. Τὰ εἶπα «συνθήματα». Τὶς τρεῖς προτάσεις. Τῆς νηστείας, τῆς συγχωρητικότητος καὶ τῆς ἐλεημοσύνης. Ὄχι κατὰ ἕναν τρόπο, ὅπως σᾶς εἶπα καὶ στὴν ἀρχή, τυπικόν, ἐξωτερικὸν νὰ κινηθοῦμε σὲ αὐτά. Ἀλλὰ κάτι ποὺ θὰ βγαίνει ἀπὸ μέσα μας πραγματικά. Ἐκεῖνο τὸ «μεστοὶ πάσης ἀγαθωσύνης». Νὰ εἴμαστε γεμᾶτοι ἀπὸ αὐτὰ τὰ κίνητρα τὰ ἀγαθά, γιὰ τὸ καλό.

Πότε θὰ γίνει αὐτό; Ἔ, νὰ σᾶς πῶ πότε θὰ γίνει αὐτό. Ἰδιαιτέρως μάλιστα ὡς πρὸς τὸ θέμα τοῦ θησαυροῦ μας. Ξέρετε ὅτι τὸν στόχο ποὺ βάζω, στέκεται ταυτόχρονα καὶ κριτήριο τῶν ὅσων θὰ ἐνεργήσω. Ἂν βάλω στόχο μου τὰ χρήματα, τότε θὰ ἐνεργῶ μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὰ χρήματα. Ἂν βάλω στόχο μου σὰν ὀρειβάτης νὰ ἀνεβῶ στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου, ἀσφαλῶς θὰ περπατήσω καὶ θὰ γίνει ταυτοχρόνως καὶ τὸ κριτήριο γιὰ νὰ ἀνεβῶ ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου. Ποιός λοιπὸν εἶναι ὁ στόχος μου; Ποιός εἶναι ὁ θησαυρός μου; Γιατί ὁ θησαυρὸς εἶναι στόχος. Ποιός εἶναι ὁ θησαυρός μου; Εἶναι τὸ Πάσχα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ Χριστός. Ἂν βάλω λοιπὸν σὰν στόχο τὸν Χριστό μου, τὸ Πάσχα τοῦ Χριστοῦ μου, τότε δὲν χρειάζεται νὰ μοῦ εἰπωθεῖ ὅτι πρέπει νὰ εἶμαι ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ συγχωρῶ ἢ ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ μεταφέρω τὰ ἀγαθά μου στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὄχι. Τότε μόνος μου πιὰ τὸ καταλαβαίνω. Γιατί; Ἔλεγε ὁ Τερτυλλιανὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «φύσει χριστιανή». Ἔτσι μᾶς ἔκανε ὁ Θεός. Μᾶς ἔκανε ἀγαθούς, μᾶς ἔκανε ἀγαθούς, μὲ ἀγαθοσύνη. Ἀλλὰ τότε γιατί μᾶς τὸ λέει ἡ Ἁγία Γραφή; Γιατί τὸ ξεχάσαμε. Γιατί διαστραφήκαμε. Καὶ ἐπειδὴ ἔγινε ἡ διαστροφή, ἔρχεται νὰ γίνει τώρα ἐδῶ ἡ διόρθωσις καὶ ἡ ὑπόμνησις. Καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ μποροῦμε νὰ ξαναγυρίσομε στὸν ἀρχικό μας στόχο, ποὺ εἶναι Αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς Λόγος, ποὺ μᾶς δημιούργησε.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

        Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

        http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 137.mp3