Σάββατο, Δεκεμβρίου 21, 2024

 

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης: "Τί θά πεῖ νά εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας;"

Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης
Νά τί θά πεῖ, μέ ἁπλά λόγια: Βλέπεις ἕναν φτωχό πού ζητάει ἐλεημοσύνη; Ἀναγνώρισε σ' αὐτόν τόν ἀδελφό σου καί ἐλέησέ τον, ἀντικρίζοντας στό πρόσωπό του τόν ἴδιο τόν Χριστό.

Σέ ἐπισκέπτεται ἕνας ἄνθρωπος γνωστός ἤ καί ἄγνωστος; Δέξου τον ὅπως θά δεχόσουνα τόν Κύριο, ἄν σοῦ χτυποῦσε τήν πόρτα. Ἀγκάλιασέ τον μέ τήν ἀγάπη σου, φιλοξένησέ τον μέ χαρά καί συζήτησε μαζί του πνευματικά θέματα.

Βλέπεις ἕναν κληρικό; Ἀναγνώρισέ τον ὡς ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, πού ἔργο του εἶναι νά ἀναγεννᾶ πνευματικά καί νά καθοδηγεῖ τούς ἀνθρώπους πρός τήν αἰωνιότητα. Νά πιστεύεις ὅτι στό πρόσωπό του ἀναπαύεται ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τό ὁποῖο ἔχει λάβει τήν ἐξουσία νά...διδάσκει, νά τελεῖ τά θεῖα Μυστήρια καί νά ποιμαίνει τούς χριστιανούς. Τήν εὐλογία τοῦ ἀρχιερέα ἤ τοῦ ἱερέα νά τή δέχεσαι σάν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, καί μέ εὐπείθεια νά τόν ἀκοῦς ὅταν διδάσκει καί νουθετεῖ, ἀλλά καί ὅταν ἐλέγχει καί ἐπιτιμᾶ.

Τά Μυστήρια νά τά δέχεσαι ἀπό τά χέρια Του σάν ἀπό τά χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Τά ἐπιτίμια νά τά δέχεσαι ὅμοια σάν ἀπό τόν Χριστό. Στό πρόσωπο τοῦ ἀρχιερέα νά τιμᾶς τή μορφή τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέα Χριστοῦ. Μήν ξεχνᾶς ὅτι μέσῳ αὐτοῦ μεταδίδονται ἡ χάρη τῆς ἰεροσύνης καί κάθε ἄλλο οὐράνιο χάρισμα. Γι' αὐτό νά ὑποτάσσεσαι στόν ἐπίσκοπο ὅπως στόν Κύριο, βλέποντάς τον ὡς ἀπόστολο καί κανονικό διάδοχο τῆς ἐξουσίας Ἐκείνου. Ἔτσι πιστεύει καί ἔτσι πολιτεύεται ὁ γνήσιος ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας.

Πρέπει ἀκόμα νά ἔχεις βαθιά πεποίθηση ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού εἶναι «μετά Θεόν ἡ Θεός, τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα», ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὁ πιό μεγάλος προφήτης πού γεννήθηκε ποτέ (βλ. Λουκ. 7:28), οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, οἱ πνευματοφόροι προφῆτες, οἱ θεοφόροι πατέρες, οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, οἱ δίκαιοι, ὅλοι οἱ ἅγιοι βρίσκονται σέ ζωντανή ἐπικοινωνία μ' ἐμᾶς τούς χριστιανούς πού ἀγωνίζονται στή γῆ· εἶναι οἱ μεσῖτες μας στόν Κύριο, οἱ συμπαραστάτες καί βοηθοί μας στά βιοτικά καί πνευματικά μας προβλήματα, οἱ παρηγορητές μας στίς δοκιμασίες, οἱ θεραπευτές μας στίς ἀρρώστιες. Νά ἐπικαλεῖσαι τούς ἁγίους σάν νά εἶναι ζωντανοί δίπλα σου, σάν νά ζοῦν μαζί σου κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Νά συζητᾶς μαζί τους ὅπως μέ τά μέλη τῆς οἰκογένειάς σου. Ἔτσι κάνει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐκκλησίας.

Νά ἐπιθυμεῖς φλογερά τή σύντομη ἐγκατάστασή σου στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί τήν ἀπόλαυση τῆς μακαριότητάς της, ὅπως τό ἀξιώθηκαν οἱ ἅγιοι. Γιά νά τό ἀξιωθεῖς κι ἐσύ, «καθάρισε τόν ἑαυτό σου ἀπό καθετί πού μολύνει τό σῶμα καί τήν ψυχή, καί ζῆσε μιάν ἅγια ζωή μέ φόβο Θεοῦ» (πρβλ. Β' Κορ. 7:1). Ἔτσι θά εἶσαι πραγματικός ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας.

Νά πιστεύεις ὁλόψυχα ὅτι οἱ κεκοιμημένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ὁ Κύριος τά κάλεσε κοντά Του στόν οὐρανό, ἔχουν ζωντανή ἐπικοινωνία μ' ἐμᾶς, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ζοῦμε ἀκόμα στή γῆ. Οἱ προσευχές μᾶς γι' αὐτούς, ἀλλά κυρίως οἱ προσευχές τῶν λειτουργῶν στό πανάγιο Θυσιαστήριο, εἰσακούονται ἀπό τόν Θεό, ὅπως καί οἱ προσευχές ἐκείνων γιά μας. Ἄν ἔτσι πιστεύεις, τότε εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄν πιστεύεις ὅπως καί ὅ,τι πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι «ὁ στῦλος καί τό θεμέλιο τῆς ἀλήθειας» (Α' Τιμ. 3:15), ἄν συμμετέχεις στίς λατρευτικές καί ἁγιαστικές της συνάξεις, ἄν τηρεῖς τίς νηστεῖες πού αὐτή ἔχει θεσπίσει, ἄν προσέρχεσαι συχνά καί μέ πίστη στά ζωοποιά ἱερά Μυστήρια, τότε εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας.

Νά τί σημαίνει νά εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας: Νά ζεῖς ὅπως ζεῖ ἡ Ἐκκλησία καί νά πολιτεύεσαι σάν πολίτης τοῦ οὐρανοῦ.


Ἀπό τό βιβλίο: Πνευματική Ἀνθολογία ἀπό τούς βίους καί τούς λόγους τῶν Ἁγίων τῆς Ρωσίας. Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Ἀττικῆς 2018, σελ. 85.


 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης ( 20 Δεκεμβρίου †)

Ὁ Ἰβᾶν Ἴλιτς Σέρκιεφ γεννήθηκε στὶς 19 Ὀκτωβρίου 1829 στὴν Σούρα, μικρὸ χωριὸ στὴν ἐπαρχία τοῦ Ἀρχαγγέλου, στὸ Ρωσικὸ Ἄπω Βορρᾶ, ἀπὸ γονεῖς φτωχούς. Ὁ πατέρας του ἦταν νεωκόρος καὶ τοῦ ἐμφύσησε τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὶς Ἀκολουθίες καὶ τὴν προσευχή, τὸν δίδαξε ἐπίσης νὰ μὴ ζητᾶ καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὶς δοκιμασίες του παρὰ μόνον στὸν Θεό. Στὸ σχολεῖο, ὁ μικρὸς Ἰβᾶν δυσκολευόταν πολὺ νὰ μάθει γράμματα, ὁ Θεὸς ὅμως ἄκουσε τὶς παρακλήσεις του καὶ ἐν μίᾳ νυκτῇ τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν νωθρότητα τοῦ πνεύματος. 
 Ἰωάννης ἔγινε τόσο λαμπρὸς μαθητὴς ὥστε κέρδισε ὑποτροφία γιὰ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἁγίας Πετρούπολης. Ὡς σπουδαστής, ἐνδιαφερόταν γιὰ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες, μελετοῦσε πολύ, ἀλλὰ ἀναζητοῦσε πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν προσευχὴ καὶ τὴν δοξολογία τοῦ Κυρίου σὲ μοναχικοὺς...περιπάτους στὴν φύση. 

Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του ὁ Ἰωάννης ἀναγκάστηκε παράλληλα μὲ τὶς σπουδές του νὰ ἐργάζεται ὡς γραμματέας, ὥστε νὰ συμβάλλει στὶς ἀνάγκες τῆς οἰκογένειάς του. Δοκιμάστηκε σκληρὰ ἀπὸ κάθε λογῆς δεινὰ καὶ ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς ἀποθάρρυνσης καὶ ἀγωνιζόταν διαρκῶς προσερχόμενος, ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν χάρη τῆς πίστεως καὶ τῆς χαρᾶς. Ἡ θλίψη, ἔλεγε, εἶναι ἀποστασία καὶ θάνατος τῆς καρδιᾶς. Ὁ Ἰωάννης θεωρούσε κάθε γεγονὸς τῆς ζωῆς του ὡς σημεῖο ἐκ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτό, μετὰ ἀπὸ ἀποκαλυπτικὸ ἐνύπνιο δέχθηκε νὰ νυμφευθεῖ τὴν θυγατέρα τοῦ πρωθιερέα τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Κροστάνδης, ἐγκαταλείποντας τὰ ὄνειρα γιὰ ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες στὴν μακρυνὴ Κίνα, γιὰ νὰ γίνει ἱεραπόστολος στὴν ἴδια του τὴν πατρίδα, στὸ ναύσταθμο αὐτό, κοντὰ στὴν πρωτεύουσα ποὺ συγκέντρωνε ὅλη τὴν ἀθλιότητα, τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ τὴν ἠθικὴ κατάπτωση μίας κοινωνίας ποὺ βρισκόταν στὸ χεῖλος τῆς καταστροφῆς. 

Τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου του, εἶπε στὴν γυναίκα του: “Λίζα, εὐτυχισμένες οἰκογένειες ὑπάρχουν πολλές. Ἂς θέσουμε τοὺς ἑαυτούς μας στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ”. Καὶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους, φύλαξαν τέλεια παρθενία, ἀποκαλώντας "ἀδελφὸ" ἢ "ἀδελφὴ" ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Χειροτονήθηκε στὶς 12 Νοεμβρίου 1855 καὶ ὁ π. Ἰωάννης θεμελίωσε τὴν ἱερατική του διακονία στὴν ἐνδελεχή μελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν, καὶ κυρίως στὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἀληθῶς ἡ οὐράνια τελετὴ ἐπὶ γῆς, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, μὲ τρόπο ἰδιαίτερο, ἄμεσο καὶ ἐγγύτατο, παρουσιάζεται καὶ σκηνώνει ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, ὄντας ὁ Ἴδιος ἐκεῖνος ὁ ἀόρατος Ἱερουργὸς ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πλέον μεγαλειῶδες, πλέον ἱερό, πλέον ὑψηλό, πλέον ζωοποιὸ ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία”, γράφει στὸ ἡμερολόγιό του ”ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ μου”. Γιὰ τὸν Ἰωάννη, ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ πρεσβυτέρου, συμπεριλαμβανομένης τῆς ποιμαντικῆς στοργῆς γιὰ τὸ ποίμνιο, ἀποτελοῦν προέκταση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Λειτουργίας, τῆς Ἱερατείας τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐνεργεῖ τὴν σωτηρία καὶ τὸν καθαγιασμὸ τῶν ἀνθρώπων στὴν Ἐκκλησία. Ο ἱερέας εἶναι ζῶσα εἰκόνα Χριστοῦ, καὶ γι’ αὐτό, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱερωσύνης του, ὁ π. Ἰωάννης ἀφοσιώθηκε στὸ νὰ φέρνει τὴν φωτεινὴ καὶ ζωοποιὸ παρουσία τοῦ φιλάνθρωπου Χριστοῦ στὶς πιὸ ἐξαθλιωμένες καὶ κακόφημες συνοικίες. Πήγαινε στὰ σπίτια, ἔπαιρνε τὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά του καὶ μὲ τὰ λεγόμενά του ποὺ σφραγίζονταν ἀπὸ ἀσυνήθιστη πραότητα καὶ στοργή, βοηθοῦσε τοὺς γονεῖς νὰ μεταστραφοῦν. Φρόντιζε τοὺς ἀρρώστους μεταμορφώνοντας τὴν “κλίνη τοῦ πόνου σὲ κλίνη εὐτυχίας μὲ τὴν παραμυθία τῆς πίστεως”, ἔδινε ἐλεημοσύνη ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε, καὶ συχνὰ ἐπέστρεφε στὴν οἰκία του δίχως ὑποδήματα ἢ πανωφόρι. Πήγαινε παντοῦ, ὄχι γιὰ νὰ κρίνει, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ μεταφέρει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὸ πνεῦμα διαρκῶς προσηλωμένο στὸν Θεό, διέσχιζε τὸ πλῆθος ποὺ πάντα συγκεντρωνόταν στὸ διάβα του καὶ ὅπως ὁ ἥλιος διαχέει τὸ φῶς, ὁ π. Ἰωάννης διέχεε γύρω του τὴν εὐωδία Χριστοῦ καὶ τὴν φιλευσπλαγχνία, εὐλογώντας, προσευχόμενος, προσφέροντας ἀμέσως μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι ὅ,τι δεχόταν στὸ δεξί. Ἡ διαγωγὴ του σύντομα τὸν ἔκανε στόχο κατηγοριῶν καὶ συκοφαντιῶν ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές. Κατηγορήθηκε ὅτι ἔχασε τὰ λογικά του, ἀλλὰ ἐκεῖνος συνέχιζε παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ ἔργο του, χαρούμενος ποὺ ταλαιπωροῦνταν ἔτσι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Παρὰ τὶς ἀναρίθμητες δυσκολίες, κατόρθωσε χάρις στὶς ὅλο καὶ μεγαλύτερες δωρεές, νὰ ἱδρύσει τὸν “Οἶκο Ἐργασίας”, τεράστιο φιλανθρωπικὸ συγκρότημα ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ναό, σχολεῖα, νοσοκομεῖα, ἐργαστήρια, ὅπου χιλιάδες κάτοικοι τῆς πόλης λάμβαναν ὄχι μόνον ὑλικὴ βοήθεια, ἀλλὰ ξαναέβρισκαν τὴν ἀξιοπρέπειά τους μέσω τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τῆς συμμετοχῆς τους στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ἐπὶ τριάντα δύο χρόνια, παράλληλα μὲ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο του, δίδασκε καὶ στὸ σχολεῖο. Αντί τῆς συσσώρευσης τῶν γνώσεων, προέκρινε τὴν ἐκπαίδευση τῆς καρδιᾶς καὶ προετοίμαζε τοὺς μαθητὲς νὰ δεχθοῦν τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐμφυσώντας τους τὴν αἴσθηση τῆς ὡραιότητος τοῦ σύμπαντος καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνας Θεοῦ. 

Τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ π. Ἰωάννη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὁλοένα καὶ μεγάλωνε, ὅπως μεγάλωνε ἡ φήμη του καὶ ἁπλωνόταν πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πόλεως Κρονστάνδης. «Ὁ ἱερέας πρέπει νὰ συμπονᾶ ὅλον τὸν κόσμο• πρέπει νὰ καθίσταται τὰ πάντα τοῖς πάσι», ἔλεγε. Καὶ ὁ Κύριος ἔδωσε στὴν προσευχὴ του ἐξαιρετικὴ δύναμη γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ σώματος, γιὰ τὴν παραμυθία, καὶ τὴν μεταστροφὴ τῶν ψυχῶν, δείχνοντάς του μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ποιὰ ἦταν ἡ ἀποστολή του: νὰ καταστεῖ ζωντανὸς στύλος προσευχῆς καὶ δεήσεων γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, νὰ γίνει ὁ “ποιμὴν πάσης Ρωσίας”. Ἀργότερα στὴν ζωὴ του ἔγινε, μία ἀλλαγὴ στὴν κοινωνία του μὲ τοὺς ἀνθρώπους• δὲν ἦταν τόσο ἐκεῖνος ποὺ ἔσπευδε νὰ πάει νὰ συναντήσει τοὺς δεινοπαθοῦντες, ὅσο ὁ φιλόχριστος ρωσικὸς λαὸς ποὺ προσέτρεχε σ’ ἐκεῖνον. Κατὰ χιλιάδες ἔφθαναν κάθε μέρα στὴν Κρονστάνδη γιὰ νὰ λάβουν συμβουλὲς καὶ βοήθεια, γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ ἐκείνους ἢ ἁπλῶς γιὰ νὰ τὸν δοῦν. Τὸ ταχυδρομεῖο ἀναγκάστηκε νὰ ἀνοίξει εἰδικὴ ὑπηρεσία γιὰ νὰ διανέμει τὸν ὄγκο τῶν γραμμάτων, τηλεγραφημάτων, καὶ ἐμβασμάτων ποὺ ἔφθαναν καθημερινὰ γιὰ τὸν π. Ἰωάννη. Μὲ τὰ χρήματα αὐτά, ὁ Ἅγιος προσφερε συσσίτιο σὲ περισσότερους ἀπὸ χίλιους ἀπορους καὶ ἵδρυσε πολλοὺς ναοὺς καὶ μοναστήρια. 

Ξυπνοῦσε στὶς 3 τὸ πρωΐ καὶ πήγαινε, στὴν ἐκκλησία, ποὺ ἦταν ἤδη γεμάτη κόσμο γιὰ τὸν ὄρθρο. Τὴν ὥρα τῆς προσκομιδῆς ἔφερναν τὰ πρόσφορα σὲ πελώρια πανέρια, μαζὶ μὲ ἀτελείωτους καταλόγους ὀνομάτων. Ὁ π. Ἰωάννης τὰ ἔπαιρνε στὰ χέρια του καὶ ἀνέπεμπε διάπυρο προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριο ὡσὰν νὰ μεσίτευε γιὰ κάθε ἕναν χωριστά. Δέος σὲ καταλάμβανε ὅταν τὸν ἔβλεπες νὰ τελεῖ τὴν Θεία Λειτουργία• στεκόταν ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης ὡσὰν νὰ βρισκόταν ἐνώπιον τοῦ θρόνους τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, πρόφερε τὶς εὐχὲς μὲ τρόπο ποὺ συγκινοῦσε καὶ τοὺς πιὸ σκληρόκαρδους, καὶ ὅταν μετελάμβανε τὸ πρόσωπό του λουζόταν ἀπὸ δάκρυα. “Πεθαίνω ὅταν δὲν τελῶ τὴν Θεία Λειτουργία”, ἔλεγε. Στὰ φλογερά του κηρύγματα παρότρυνε τοὺς χριστιανούς να κοινωνοῦν συχνά, διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πολλοί, ἀρκοῦνταν νὰ κοινωνοῦν μία φορὰ τὸν χρόνο. Καθὼς ἦταν ἀδύνατο νὰ ἑξαγορεύσει τὴν ἐξομολόγηση τοῦ καθενὸς χωριστά, οἱ πιστοὶ ξανάβρισκαν αὐθόρμητα τὴν ἀρχαία συνήθεια τῆς δημόσιας ἐξομολόγησης. Μετανοοῦντες καὶ θρηνοῦντες, ἐξομολογοῦνταν ὅλα τους τὰ ἁμαρτήματα ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν, πρὶν πᾶνε νὰ ἀντλήσουν νέα ζωὴ ἀπὸ τὴν Πηγὴ τῆς Χαρᾶς. Τόσο μὲ τὰ λόγια του ὅσο καὶ μὲ τὴν διαγωγή του, ὁ π. Ἰωάννης εἶχε λάβει τὸ χάρισμα νὰ μπορεῖ νὰ μεταδίδει τὴν αἴσθησή του γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ: “Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀναπνοή μου, πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἀέρα, κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μου. Εἶναι τὸ φῶς μου πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο φῶς, ἡ τροφὴ καὶ ἡ πόσις μου, ἡ ἔνδυσή μου, ἡ εὐωδία μου, ἡ πραότης, ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα μου, τόπος πιὸ στέρεος ἀπὸ τὴν γῆ, ποὺ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κλονίσει καὶ μὲ βαστάξει”. Μετὰ τὴν λειτουργία ποὺ τελείωνε κατὰ τὸ μεσημέρι, περνοῦσε τὴν ὑπόλοιπη μέρα του δεχόμενος αἰτήματα γιὰ προσευχές, ἐπισκεπτόμενος τὰ ἱδρύματά του, ἐμπνέοντος πίστη, ἐλπίδα καὶ χαρὰ στοὺς ἀπελπισμένους, καὶ γυρνοῦσε στὴν οἰκία του πολὺ ἀργὰ τὸ βράδυ. Παρά τὸ πλῆθος τῶν δραστηριοτήτων του, τὸ πνεῦμα του δὲν περιεσπάτο ποτὲ ἀπὸ τὴν προσευχή, διότι ἔχοντας γίνει κατὰ χάριν θεός, ὅλα τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του ἤσαν προσευχὲς πλήρεις θείας ἐνεργείας. 

Πρὸς τὰ τέλη τοῦ βίου του δοκιμάστηκε σκληρὰ ἀπὸ ἀρρώστεια τὴν ὁποία ὑπέμεινε μὲ πραότητα, ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία. Προεῖπε τὴν ἡμέρα τῆς ἐκδημίας του καὶ ἐκοιμήθῃ ἐν Κυρίῳ στὶς 20 Δεκεμβρίου 1908, περιβεβλημένος τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλάβεια ὅλου τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, ἀπὸ τοὺς πιὸ ταπεινοὺς μέχρι τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια. Σταλεῖς ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς προφήτης, ὁ π. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης κατέστη ἀφετηρία τῆς πνευματικῆς ἀφύπνισης τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ στὶς παραμονὲς τῆς ἐπανάστασης καὶ κατέδειξε τί πρέπει νὰ εἶναι ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας: ἔφορος καὶ οἰκονόμος τῆς θείας φιλευσπλαγχνίας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. 

("Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας", Δεκέμβριος, Ἐκδόσεις "Ἴνδικτος") 


 

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης:



«Χωρὶς τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ θὰ ἤσουν ἕνα φθαρτὸ πλάσμα, δυστυχισμένος, χωρὶς χαρὰ καὶ ψυχικὴ γαλήνη» 

Περιοδικὸ «Ὅσιος Φιλόθεος τῆς Πάρου» 10, Ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, «Ἁγίου Ἰωάννου Κρονστάνδης, 1829-1908, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ».

 

Καταλαβαίνεις, ἄνθρωπε, πόσο μεγάλη χάρη σοῦ κάνει ὁ Κύριος ὅταν σοῦ δίνει νὰ τρῶς τὸ Πανάγιο Σῶμα ου καὶ νὰ πίνεις τὸ δικό του Τίμιο Αἷμα; Αὐτὴ ἡ χάρη εἶναι τόσο μεγάλη ὥστε μόνο ἡ δική Του ἀγαθότητα καὶ πανσοφία γνωρίζουν τὴν ἀξία αὐτοῦ τοῦ δώρου. Γιὰ νὰ μπορέσεις ὅμως καὶ ἐσὺ νὰ τὸ ἐκτιμήσεις, σύμφωνα πάλι μὲ τὸ μέτρο σου, θυμήσου ποιὸς εἶσαι, γιατί μεταλαμβάνεις τὰ θεία δῶρα καὶ γίνεσαι κοινωνὸς τῆς θείας ζωῆς καὶ ποιοὺς καρποὺς ἔχεις, ὅταν...μεταλαμβάνεις ἀξίως τῶν ἀχράντων μυστηρίων. 

Ἡ φύση σου ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ εἶναι σάρκα καὶ αἷμα, χῶμα, στάχτη καὶ δύσοσμο πύον. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ καταλάβεις· φτάνει νὰ δεῖς τὸ νεκρὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Τί εἶναι αὐτὸ παρὰ μόνο τὸ χῶμα; Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν σὲ περιφρονεῖ. Θεὸς ἀΐδιος καὶ ζωοποιὸς ἑνώνεται μαζί σου, γίνεται μαζί μας ἕνα σῶμα. Γιατί; Γιὰ νὰ ὑπάρχει, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα σου, στὴν φθαρτὴ καὶ γήϊνη φύση σου, ἡ θεία ζωή, γιὰ νὰ διώξει ἀπὸ μέσα σου τὴν φθορὰ καὶ νὰ τὴν κάνει ζωντανὴ καὶ ἀθάνατη. 

Γνωρίζεις ὅτι στὴν ἀρχή, ὅταν Αὐτὸς μᾶς ἔπλασε, ἤμασταν ἄφθαρτοι καὶ ἀθάνατοι καὶ μετά, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας μας, γίναμε θνητοὶ καὶ ὑποκύψαμε στὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Ἀπὸ ἐδῶ ἄρχισαν ὅλες αὐτὲς οἱ θλιβερὲς συνέπειες. Μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του Αὐτὸς θέλει νὰ σὲ κάνει, πάλι, ὅπως ἤσουν στὴν ἀρχή. Καὶ αὐτό γιά νὰ ἔχει ἡ φύση σου τὴν δυνατότητα νὰ ἑνωθεῖ στὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὴν Πηγὴ τῆς κάθε ἀγαθότητας, τὸν Θεό, καὶ μὲ τοὺς πολίτες τῆς ἐπουράνιας Βασιλείας του καὶ νὰ ἔχεις καὶ ἐσὺ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ μακαριότητα. 

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ ψυχή σου εἶναι καὶ αὐτὴ μολυσμένη μὲ τὴν ἁμαρτία, βρίσκεται στὴν κατάσταση τῆς πτώσεως καί, μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀνυπακοὴ στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, κάνει τὸν ἑαυτὸ της ξένο πρὸς τὴν θεία ζωή, τὴν ὁποία εἶχε στὴν ἀρχή. Κυριεύεται ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ ὁποία διώχνουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν κάνουν πνευματικὰ νεκρή. 

Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιὰ τὴν ψυχή μας ἡ ζωηφόρος τροφή, ἡ ὁποία τὴν ζωογονεῖ, τῆς δίνει ἀγάπη, χαρὰ καὶ εἰρήνη καὶ τὴν κάνει ἱκανὴ γιὰ τὴ μακάρια αἰώνια ζωὴ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Χωρὶς τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ θὰ ἤσουν ἕνα φθαρτὸ πλάσμα, πύον καὶ τροφὴ γιὰ τὰ σκουλίκια, παραδιδόμενος ἐξ ὁλοκλήρου στὰ πάθη σου. Πάντα δυστυχισμένος, χωρὶς χαρὰ καὶ ψυχικὴ γαλήνη. Χωρὶς μακαριότητα, γιατί ἡ μακαριότητα γιὰ μᾶς εἶναι ὁ Θεός. Καὶ χωρὶς Αὐτόν, μόνο αἰώνιο βάσανο καὶ ἀτέλειωτος τρόμος. Αὐτὸ τὸ σῶμα σου, τὸ ὁποῖο τρέφεται τώρα μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, κάποτε θὰ γίνει ἄφθαρτο καὶ θὰ γνωρίσει τί πραγματικὰ σημαίνει ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. 

Ἄνθρωπε! Βλέπω τὶς δικές σου αἰσθήσεις προσκολλημένες στὰ γήινα, βλέπω τὴν σάρκα σου. Θυμᾶμαι τὴν ἡμέρα ποὺ ἦλθες στὸν κόσμο, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς δικῆς σου ζωῆς, καὶ τὰ ἑπόμενα μέχρι καὶ σήμερα. Μετὰ φέρνω στὸν νοῦ μου τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅταν ἀφήσεις τὸν κόσμο αὐτό, καὶ μετὰ σὲ περιμένει αἰωνιότητα, γιὰ τὴν ὁποία εἶσαι προορισμένος ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου. Καὶ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω· νὰ κλάψω τὴν δική σου τιποτένια μηδαμινότητα ἢ νὰ θαυμάσω τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Δημιουργοῦ. Αὐτός σοῦ χάρισε τὴν ζωὴ καὶ κάποτε τὸ θνητό σου σῶμα θὰ τὸ ἐνδύσει ἀθανασία. Ὁ θαυμασμός μου γίνεται μεγαλύτερος ὅταν βλέπω πὼς σὲ σένα, ποὺ εἶσαι σάρκα καὶ αἷμα, ὁ Κύριος καὶ Θεός, ὁ Βασιλιὰς τῶν αἰώνων, δίνει νὰ τρῶς τὸ δικό του Σῶμα καὶ νὰ πίνεις τὸ Αἷμα του. Καὶ αὐτὸ γιατί ὁ Χριστὸς «ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς σαρκὸς αὐτοῦ» (Ἑβρ. 5, 7) ἔγινε κοινωνὸς τῆς δικῆς μας σάρκας, γιὰ νὰ κάνει ἐσένα νὰ ζεῖς αἰωνίως. 



 

 

Εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ



(Ἁγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης)

 

"...σάν μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί σάν φρόνιμος καί στοχαστικός ἄνθρωπος, πρέπει ν’ ἀποφασίσεις νά ἀκούσεις καί νά κάνεις πράξη ἐκεῖνο πού σοῦ λέγει ὁ Χριστός καί ὄχι ὅ,τι σοῦ ἐπιβάλλει ὁ κόσμος"

Σκέψου, ἀγαπητέ μου, ὅτι ὅπως εἶναι συναρμολογημένος ἀπ’ ὅλα τά κτίσματα αὐτός ὁ αἰσθητός ἀπέραντος κόσμος, ἔτσι ἀκόμη εἶναι καμωμένος ἕνας ἄλλος κόσμος νοητός πού ἀποτελεῖται ἀπό ἁμαρτωλούς, τοῦ ὁποίου τά στοιχεῖα εἶναι οἱ τρεῖς διεστραμμένοι ἔρωτες, πού ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης: δηλ. α) ὁ ἔρωτας τῶν ἡδονῶν, β) ὁ ἔρωτας τοῦ πλούτου καί γ) ὁ ἔρωτας τῆς δόξας. "Πᾶν ἐν τῷ κόσμῳ ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου" (Α’ Ἰω. 2,16)1.

Αὐτός ὁ πονηρός κόσμος πού ἀντίκειται στό σκοπό τοῦ Θεοῦ καί ἐξουσιάζεται ἀπό τόν ἑωσφόρο (ὁ ὁποῖος γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται κοσμοκράτορας) εἶναι ἐκεῖνος ὁ μεγάλος ἐχθρός, τόν ὁποῖο ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ἀφοῦ γεννήθηκε στή γῆ, ἦρθε γιά νά πολεμήσει πρῶτα μέ τό παράδειγμά του τό σιωπηλό, καί μετά, στόν κατάλληλο καιρό, μέ τόν λόγο καί τή διδασκαλία του.

 

1. Μέ τή φτώχεια γιατρεύει τόν ἔρωτα τοῦ πλούτου

Συλλογίσου λοιπόν πώς πρῶτα πολεμάει μέ τήν φτώχεια του τόν ἄτακτο ἔρωτα τοῦ πλούτου. Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος νομίζει πώς κάθε καλό τό βρίσκει στά πρόσκαιρα ἀγαθά. γι’ αὐτό γιά νά τ’ ἀποτυπώσει ἤ γιά νά μή τά χάσει ξοδεύει σχεδόν ὅλο τόν καιρό, πού τοῦ ἔδωσε ὅμως ὁ Θεός γιά νά κερδίσει τά αἰώνια ἀγαθά.

 

Καί ἰδού πού ὁ προαιώνιος Λόγος καί Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Πατρός κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπ’ αὐτή τήν πλάνη καί νά ξερριζώσει ἀπό τίς καρδιές μας τήν καταραμένη ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, τήν φιλαργυρία, ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. "Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστίν ἡ φιλαργυρία" (Α’ Τίμ. 6,16). Πρόσεξε ὅμως σέ τί εἴδους ταλαιπωρία κατάντησε ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς Ἐκεῖνος πού διαμοιράζει τά πλούτη καί τούς θησαυρούς στήν παροῦσα καί στή μέλλουσα ζωή. "ἐμόν γάρ, τό ἀργύριον καί ἐμόν τό χρυσίον, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ" (Ἄγγ. 2,8). Στοχάσου ποῦ εἶναι τό παλάτι πού γεννήθηκε; Ποῦ εἶναι οἱ προετοιμασίες; Ποῦ οἱ μαῖες; Ποῦ τό βασιλικό στρῶμα; Ποῦ τά βρεφικά λουσίματα; Ποῦ εἶναι ἡ ἀκολουθία τῶν δούλων; Ποῦ ἡ θαλπωρή καί ἡ ἀνάπαυση; Ποῦ εἶναι ἡ συμπαράσταση τῶν συγγενῶν καί φίλων; Ἔλα μέσα καί δές τό φτωχότατο σπήλαιο ὅπου γεννήθηκε καί τήν εὐτελέστατη φάτνη ὅπου "ἀνεκλίθη". Σίγουρα ὄχι μόνο δέν θά βρεῖς κανένα περιττό, ἀλλά ἀντίθετα θά διαπιστώσεις μεγάλη ἔλλειψη ἀπ’ ὅλα τά ἀναγκαῖα. γιατί ὁ γλυκύτατός μου Ἰησοῦς γεννιέται σέ τόπο σχεδόν ξέσκεπο, τά μεσάνυχτα στήν καρδιά τοῦ χειμῶνα, μόνος μέ μόνη τήν μητέρα του καί τόν θεωρούμενο πατέρα του, χωρίς σκεπάσματα, χωρίς ζεστά φαγητά πού συνηθίζονται στίς γεννήσεις καί τῶν πιό φτωχῶν παιδιῶν χωρίς τίς ἐλάχιστες ἐκεῖνες ἀνέσεις τοῦ φτωχικοῦ σπιτιοῦ πού εἶχε στή Ναζαρέτ. Καί τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι, ἐκτός ἀπό αὐτή τή φτώχεια πού προτίμησε ὁ Ἰησοῦς ἑκουσίως, θέλησε ἀκόμη καί ἄλλη περισσότερη πτωχεία σχεδόν βίαιη καί ἀφύσικη: παραγγέλλει ἐκεῖ στό σπήλαιο νά μή τοῦ γίνει καμιά ὑποδοχή καί φιλοξενία ἀπό κανένα ἄνθρωπο. ἤθελε νά διαφέρει ἀπό τούς συμπατριῶτες του πού ἀνέβηκαν στήν Βηθλεέμ γιά ἀπογραφή. ὅλοι αὐτοί εἶχαν πολλές προμήθειες μαζί τους καί ξεκουράζονταν φιλοξενούμενοι μέσα στά σπίτια καί στά πανδοχεῖα. "οὐκ ἤν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι" (Λούκ. 2,7). Ἀλλά ἐπειδή ὁ κόσμος, ὄχι μόνο βδελύσσεται τήν φτώχεια καί τήν θεωρεῖ μεγάλη ντροπή, παρακινῶντας ἀκόμη τούς φτωχούς νά ὑποκρίνονται καί νά παριστάνουν τούς πλουσίους, γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν νοιώθει ντροπή γιά τήν φτώχεια του, ἀντίθετα κάνει ἐπίδειξη τῆς φτώχειας του. καί ἀπό μέν τούς οὐρανούς φωνάζει τούς Ἀγγέλους, ἀπό τούς ἀγρούς δέ καί τά χωράφια καλεῖ τούς ποιμένες γιά νά τόν προσκυνήσουν, ὅταν γεννήθηκε σέ κείνη τήν κατάσταση τῆς ἔνδειας καί τῆς ἐγκατάλειψης, σέ κεῖνο τό θρόνο μιᾶς εὐτελέστατης φάτνης καί σέ κείνη τήν αὐλή ἑνός πενιχρότατου σπηλαίου! "ὦ πτώχεια ὑπέρπλουτος! ὦ συγκατάβασις ὑπερύψιστος!"

Τώρα ἐσύ πού μελετᾶς αὐτές τίς ἀλήθειες, τί ἔχεις νά πεῖς; Ποιός ἀπό αὐτούς τούς δύο νομίζεις πώς δικαιοῦται νά σέ νικᾶ καί νά σέ κυριεύει; Ὁ κόσμος ἤ ὁ Χριστός πού νίκησε τόν κόσμο; Ὁ κόσμος σέ προτρέπει νά ζητᾶς πρῶτα τά ἐπίγεια ἀγαθά καί νά τά θεωρεῖς μεγάλη εὐτυχία. Ὁ Χριστός πάλι σέ συμβουλεύει μέ τό παράδειγμά του καί τήν διδασκαλία του νά ζητεῖς πρωτίστως τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά καταφρονεῖς ὅλα τά καλά τῆς γῆς σάν ἕνα πηλό."Ζητείτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ" (Μάτθ. 6,33). Ἀκόμη σοῦ ζητᾶ νά στερεῖσαι τά γήινα ἀγαθά ἤ μερικά ἀπ’ αὐτά δίνοντάς τα ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς ἤ ἀκόμη ἀποτασσόμενος τά πάντα γιά τήν καλογερική ζωή καί ἐξαγοράζοντας ἕνα θησαυρό στόν παράδεισο. "Πώλησόν σου τα ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ καί δεῦρο ἀκολουθεῖ μοί" (Μάτθ. 19, 21). Καί πάλι· "πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὀς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητής" (Λούκ. 14, 33).

Λοιπόν ἐσύ, καί σάν μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί σάν φρόνιμος καί στοχαστικός ἄνθρωπος, πρέπει ν’ ἀποφασίσεις νά ἀκούσεις καί νά κάνεις πράξη ἐκεῖνο πού σοῦ λέγει ὁ Χριστός καί ὄχι ὅ,τι σοῦ ἐπιβάλλει ὁ κόσμος. Γιατί δέν θά σωθοῦν αὐτοί πού ἀκούουν μόνο τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ αὐτοί πού τόν ἐφαρμόζουν στήν πράξη. (Ρώμ. 2, 13).

Εἶναι ἀλήθεια πώς δέν εἶσαι ὑποχρεωμένος, ἄν εἶσαι λαϊκός, νά εἶσαι ἀκτήμων καί πάμπτωχος. εἶσαι ὅμως ὑποχρεωμένος νά ἐκτιμᾶς τόσο λίγο τά πλούτη καί τά χρήματα, ὥστε γιά ὅλα αὐτά ποτέ νά μήν παρακινηθείς νά παραβεῖς οὔτε μία ἐντολή τοῦ Θεοῦ. τόσο δέ νά εἶναι ἀποκολλημένη ἡ καρδιά σου ἀπ’ αὐτά, ὥστε νά τά ἀποκτᾶς καί νά τά ἔχεις μέ τόση ἀπροσπάθεια σάν νά μή τά ἔχεις καί νά μή τά ξοδεύεις στά μάταια καί περιττά καί πάνω ἀπό ὅσα χρειάζεσαι πράγματα καθώς λέγει ὁ Παῦλος. "Ὁ καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν ἐστίν ... ἵνα ὦσιν οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτω ὡς μή καταχρώμενοι. παράγει γάρ τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου" (Α’ Κόρ. 7, 29, 31).

Ἄλλα γι’ αὐτό τό θέμα νά συζητήσεις μέ τό Πανάγιο βρέφος, τόν Ἰησοῦ, καί νά νοιώσεις ντροπή μπροστά του, πού ὡς τώρα εἶχες σέ τόση ὑπόληψη καί ἀγάπη ἐκεῖνα τά πλούτη πού τό Θεῖον Βρέφος τόσο καταφρονεῖ κι’ ἀκόμη πώς ἔνοιωθες τόσο μῖσος καί καταφρόνηση γιά τήν πτωχεία ἐκείνη καί τήν εὐτέλεια πού αὐτό τόσο ἀγαπᾶ. Ζήτησέ Του ἀμέσως συγχώρεση γιά ὅλα τά κακά πού ἔκανες γιά ν’ ἀποκτήσεις πλοῦτο κι’ ἐπίγεια ἀγαθά ἤ γιά νά τά χρησιμοποιήσεις παρακάλεσέ Τόν νά σοῦ δώσει χάρη. γιατί, ὅπως ὁ Ἴδιος ἀπό πλούσιος ἔγινε φτωχός ἀπό ἀγάπη γιά σένα, ἔτσι καί σύ νά γίνεις φτωχός γιά τήν ἀγάπη Του, γιά νά πλουτήσεις ἀπό τή Θεότητά Του. "Γινώσκετε γάρ τήν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τή ἐκείνου πτωχεία πλουτήσητε" (Β’ Κόρ. 2,9). Ἀκόμη νά τόν παρακαλέσεις νά μή σ’ ἀφήσει ξανά νά πλανηθεῖς ἀπό τόν κόσμο. ἀλλά ὅταν ἔχεις τα ὑπάρχοντά σου ἤ ὅταν τά στερεῖσαι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, νά μή τά μεταχειρίζεσαι γιά ἄλλο σκοπό, παρά μόνον καί μόνο γιά νά ἐξαγοράσεις μέ αὐτά τήν αἰώνια εὐδαιμονία, καθώς εἶναι γραμμένο. "Λύτρον ἀνδρός ψυχῆς ὁ ἴδιος πλοῦτος" (Παροιμ. 13, 8).

 

2. Γιάτρεψε τόν ἔρωτα τῶν ἡδονῶν

Συλλογίσου ἀδελφέ, ὅτι ὁ Χριστός μέ τή γέννησή του ἦρθε νά πολεμήσει τόν ἄτακτο ἔρωτα τῶν ἡδονῶν μέ τίς ὀδύνες καί τούς πόνους πού δοκίμασε. ὁ σαρκικός ἄνθρωπος πιστεύει πώς ἡ μόνη ἀπόλαυση εἶναι ἐκείνη τῶν αἰσθήσεων γι’ αὐτό δέν κυριαρχεῖ πάνω σ‘ αὐτές, ὅπως ταιριάζει σέ λογικό ὀν, ἀλλά ἀφήνει τόν ἑαυτό του νά συμπεριφέρεται ὅπως ἕνα ἄλογο ζῶο καί νά παρασύρεται ἀπό τίς αἰσθήσεις του: τρέχει ἀχαλίνωτα γιά νά χαίρεται καί ν’ ἀπολαμβάνει ὅλες τίς παρανομίες. ἐπιζητεῖ τήν ἡδονή σάν σκοπό καί τήν θεωρεῖ ἔντιμη, ἄν καί τή βρίσκει μέσα στίς μεγαλύτερες ἀτιμίες καί βρωμιές. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀπό συμπόνια γιά τήν τύφλωση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου ἦρθε γιά νά τόν γιατρεύσει ἀπό ἕνα τέτοιο μεγάλο σφάλμα.

Γι’ αὐτό, ἐνῷ μποροῦσε νά γεννηθεῖ μ’ ἕνα σῶμα σκληραγωγημένο ὡρίμου ἀνδρός, θέλησε νά γεννηθεῖ μ’ ἕνα ἁπαλό σῶμα βρέφους γιά νά αἰσθανθεῖ τήν ὀδύνη (τῆς τρυφερῆς σάρκας) καί ἀκολούθως γιά νά ὑποφέρει περισσότερο. Καί ὕστερα ἀπό τήν βασανιστική φυλακή πού ὑπέφερε μέσα στήν κοιλιά τῆς Παρθένου, θέλησε νά ὑποφέρει κι’ ὅλα τά βάσανα καί τίς δοκιμασίες τῆς νηπιακῆς ἡλικίας, σά νά ἐστερεῖτο τήν χρήση τοῦ λογικοῦ.

Ἐξ ἀρχῆς ἔπρεπε ὁ Ἰησοῦς νά λάβει ἕνα σῶμα, ὄχι μόνο τελειότερο ἀπό τό σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά ἕνα σῶμα ἀπαθές, ἀνώδυνο, μακάριο καί ἄξιο κατοικητήριο τῆς παρομοίας μακαρίας ψυχῆς Τού2. Παρ’ ὅλα αὐτά στή θέση ἐκείνου παίρνει ἕνα σῶμα πολύ ἁπαλό, πολύ λεπτό καί τρυφερώτατο, κατάλληλο νά ἀντιλαμβάνεται διά τῶν αἰσθήσεων κάθε ταλαιπωρία καί καμωμένο ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ νά δέχεται ἀπ’ ὅλες τίς αἰσθήσεις ὅλους τούς πόνους, ὅπως τό πέλαγος δέχεται ὅλους τούς ποταμούς. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς τό λόγο παρομοιάζει τόν ἑαυτό του μέ τό σκουλήκι, ὄχι μόνο γιατί γεννήθηκε χωρίς σπέρμα (ὅπως γεννιοῦνται τά σκουλήκια), ἀλλά καί γιατί ἡ σάρκα του εἶχε τήν αἴσθηση καί τήν τρυφερότητα τῶν σκουληκιῶν "ἐγώ δέ εἰμί σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος" (Ψάλμ. 21, 6).

Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἁπαλότητος μόλις γεννήθηκε δέχτηκε μέ τήν ἁφή τήν προσβολή τοῦ ψυχροῦ ἀέρος καί τῆς ὑγρασίας τοῦ σπηλαίου. μέ τή φωνή κλαίει. μέ τήν ὄσφρηση αἰσθάνεται τήν ἔντονη κακοσμία τῆς φάτνης καί τῶν ζώων. μέ τήν ὅραση βλέπει μία σκοτεινή καί ἄχαρη σπηλιά. καί μέ τήν ἀκοή δέν ἀκούει ἄλλο ἀπό τίς τραχιές φωνές τῶν ἀγρίων ζώων. Καί γιά νά συνοψίσουμε μόλις γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀφιερώνει τήν ἀρχή τῆς ζωῆς του σέ ἕνα χῶρο ὑπερβολικά στενό καί σέ μιά ἔλλειψη ὅλων τῶν ἀναπαύσεων καί σέ κάθε εἶδος ὀδύνης καί βασάνων πού μποροῦσε νά δεχθεῖ ἡ τρυφερή ἐκείνη ἡλικία του. Ὦ! ἀφῆστε μέ νά πάω κοντά στή φάτνη καί νά πῶ στόν Ἰησοῦ. "τί εἶναι αὐτή ἡ ἄκρα συγκατάβασίς σου, γλυκύτατε μοῦ Ἰησοῦ; Ἐσύ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ ἐπιθυμητός Μεσσίας ἀπό ὅλα τά ἔθνη καί εὐθύς νά γεννηθῇς μέ τοιαῦτα βάσανα;" Ναί, μοῦ ἀποκρίνεται. αὐτό ἦταν ἀπό τήν ἀρχή τό θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός μου. νά καταργηθεῖ ἡ ἡδονή μέ τήν ὀδύνη. αὐτό τό πατρικό θέλημα ἦρθα νά ἐκπληρώσω εὐθύς μόλις γεννήθηκα στόν κόσμο, καθώς ἐκ μέρους μου προεῖπε ὁ Δαβίδ καί μέ τόν Δαβίδ ὁ Ἀπόστολος. "Δι' ὅ εἰσερχόμενος εἰς τόν κόσμον ‘θυσίαν καί προσφοράν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δέ κατηρτίσω μοί’ τότε εἶπον. ἰδού ἥκω τοῦ ποιῆσαι ὁ Θεός τό θέλημά σου" (Ἔβρ. 10, 5, 7), (Ψάλμ. 39, 7 . 8).

Ἐδῶ τώρα, ἐσύ ἀγαπητέ, νά γίνεις κριτής ἀνάμεσα στό Χριστό καί στόν κόσμο καί νά ἀποφασίσεις ποιός θά σ’ ἐξουσιάζει, ὁ Χριστός ἤ ὁ κόσμος; Ποιόν πρέπει ν’ ἀκολουθεῖς, ἐκεῖνον πού θέλει τή σωτηρία σου μέ τήν ὀδύνη, ἤ ἐκεῖνον πού ζητεῖ τήν ἀπώλειά σου μέ τήν ἡδονή; Εἶναι φανερόν ὅτι τό πρῶτο. "εἰς τοῦτο γάρ ἐκλήθητε, ὅτι καί Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ" (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ὅμως ὁ κόσμος εἶναι τόσο τυφλός, πού ὄχι μόνο δέν γνωρίζει τήν ἀλήθεια, ἀλλά οὔτε μπορεῖ νά τήν γνωρίσει, καθώς λέγει ἡ ἴδια ἡ αὐτοαλήθεια. "καί ἐγώ ἐρωτήσω τόν πατέρα καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένη μεθ’ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό οὐδέ γιγνώσκει αὐτό" (Ἰω. 14, 16-17). Ἐάν λοιπόν ἐσύ θέλεις νά θεραπευθεῖς μέσα σ’ αὐτόν τόν τυφλό κόσμο καί εἶσαι ἱκανοποιημένος νά κυβερνᾶς τή ζωή σου μέ τά ψεύτικα διατάγματά του, ὧ ταλαίπωρος πού εἶσαι! Μόνος σοῦ παραδόθηκες στά χέρια τοῦ θανατηφόρου ἐχθροῦ σου, ὅπως ἔκανε ὁ Σαμψῶν πού παραδόθηκε στά χέρια τῶν ἀλλοφύλων κι ἀκόμη ἔγινες μόνος σου φανερός ἀποστάτης τοῦ Κυρίου, τοῦ μόνου εὐεργέτου σου. γιατί θέλησες νά ὑπηρετεῖς τίς αἰσθήσεις σου μέ τίς ἡδονές καί προτίμησες μιά ζωή τρυφηλή, μαλθακή καί ἡδονική, τήν ὁποία τόσο πολύ μίσησε ὁ Ἰησοῦς μόλις γεννήθηκε, ἄν καί αὐτή ἡ ζωή θεωρεῖται ἀπό τούς ἄφρονες ἀλάνθαστη καί ἀθώα!

Ἄχ ἀδελφέ μου! Καί πιστεύεις ἐσύ ποτέ πώς ἡ ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ θέλησε νά βασανίσει τόσο πολύ τό πανάγιόν της σῶμα, ὄχι μόνο κατά τήν γέννησή του ἀλλά καί σ’ ὁλόκληρη τή ζωή του καί στό θάνατό του, ἐάν δέν ἦταν ἀναγκαῖο σέ σένα νά ἀποφεύγεις τίς ἡδονές καί νά σκληραγωγεῖς τό σῶμα σου; Καί σέ τί θά ὠφελήσει ἡ ἀσεβής σου πρόφαση πού λές πώς ὁ Χριστός δέν σέ προστάζει μέ ἐντολή νά ἀπέχεις ἀπό τίς ἡδονές καί τίς ἀναπαύσεις τῶν αἰσθήσεων καί τοῦ σώματος, ἀλλά ὅτι σέ συμβουλεύει μόνο λέγοντας "ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοί"; (Μάρκ. 8,36). Καλά, καί ἔτσι ὑπολογίζεις ἐσύ τίς συμβουλές τῆς ἀκτίστου σοφίας, προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις θέλοντας νά ἐξουσιάζεις (καί νά ὑπερασπίζεσαι) τήν τρυφηλή ζωή σου; Νά ξέρεις λοιπόν ὅτι πρέπει νά μιμεῖσαι τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἄν θέλεις νά εἶσαι προορισμένος γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄκουσε τώρα ἐκεῖνες τίς φοβερές ἀποφάσεις πού φωνάζει μέ δυνατή φωνή μέσα ἀπό τή φάτνη τό Βρέφος ὁ Ἰησοῦς. "Οὐαί ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τήν παράκλησιν ὑμῶν. οὐαί ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καί κλαύσετε. οὐαί, ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι" (Λούκ. 6,24-26). Τί ἀπαντᾶς σ’ αὐτά ἐσύ, πού θέλεις νά περνᾶς τή ζωή σου μέ ἀνέσεις κι’ ἔπειτα ἐπιδιώκεις γι’ αὐτό νά βρίσκεις ἀκόμη καί δικαιολογίες; Θεωρεῖς πώς αὐτά πού λέγει ὁ Κύριος εἶναι λόγια κενά καί πώς ὁ Θεός μίλησε χωρίς νά μποροῦν νά ἐκπληρωθοῦν τά λόγια του; Αὐτό βγάλτο ἀπό τό μυαλό σου. "Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι" (Μάτθ. 24,35). Νά αἰσχύνεσαι λοιπόν, νά αἰσχύνεσαι γιά ὅλες τίς ἡδονές καί ἀπολαύσεις καί νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ἀνάξιο τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστιανοῦ, ἐπειδή μέ τή ζωή καί τά ἔργα σου πρόσβαλες πολύ τήν χριστιανική σου ἰδιότητα καί τόσες φορές προτίμησες νά ὑπηρετήσεις τή σάρκα σου παρά τό Θεό. Μέ τήν συμπεριφορά σου αὐτή ἔγινες αἰτία νά βλασφημεῖται ἀπό τά ἔθνη ὁ χριστιανισμός καί τό ὑπερύμνητον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, καθώς αὐτός ὁ ἴδιος παραπονεῖται καί λέγει. "δι’ ὑμᾶς διά παντός τό ὄνομά μου βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσιν" (Ἠσ. 52, 5).

Γι’ αὐτό ἀποφάσισε ἐπί τέλους νά ἀπαρνηθεῖς ὅλες τίς ἡδονές πού ἀποδεδειγμένα δέν εἶναι ἀπαραίτητες στή ζωή σου καί νά δεχτεῖς στό ἑξῆς εὐχαρίστως ὅλους τούς σταυρούς καί τίς θλίψεις πού θά σοῦ στείλει ὁ Θεός. νά ἀγκαλιάσεις τήν σκληραγωγία πού περιλαμβάνει ἡ ἀληθινή μετάνοια καί νά μή λογαριάζεις τίποτε ἄλλο γιά νά τήν ἀγαπᾶς, παρά νά λογαριάζεις μόνο τήν ἀγάπη πού ἔδειξε ὁ Χριστός γι’ αὐτήν ἤδη ἀπό τήν γέννησή του. Εὐχαρίστησε τόν Κύριο, πού γιά τήν ἀγάπη σου θέλησε νά γεννηθεῖ μέ τέτοια βάσανα. καί προπάντων παρακάλεσέ Τόν νά σοῦ δώσει χάρη νά καταλάβεις καλά ἀπό τό παράδειγμά του αὐτή τήν ἀλήθεια. ὅτι δηλ. ἡ παροῦσα ζωή εἶναι καιρός γιά νά κλαῖς καί νά θλίβεσαι κι ὄχι γιά νά γελᾶς καί νά ξεφαντώνεις καθώς τονίζει ὁ Ἐκκλησιαστής "καιρός τοῦ κλαίειν" (3, 4) καί μέ τόν Ἐκκλησιαστή καί ὁ Ἀπόστολος. "ὁ καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν ἐστίν, ἵνα καί οἱ ἔχοντες γυναῖκα, ὡς μή ἔχοντες ὧσι, καί οἱ κλαίοντες ὡς μή κλαίοντες, καί οἱ χαίροντες ὡς μή χαίροντες... παράγει γάρ τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου" (Α’ Κόρ. 7, 29).

 

3. Γιάτρεψε τόν ἔρωτα τῆς δόξας

Σκέψου ἀκόμη ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν γέννησή του ἦρθε νά πολεμήσει μέ τήν ταπείνωσή του τόν ἄτακτο ἔρωτα τῆς δόξας. Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νά ὑπερέχει ἀπό τούς ἄλλους, νά τιμᾶται καί νά δοξάζεται καί γενικά νά φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἐκλεκτότερος τῶν ὑπολοίπων. νά δίνει διαταγές μέ δεσποτική ἀλαζονεία, νά μιλάει ἀφ’ ὑψηλοῦ καί νά παρουσιάζεται ὡς αὐθεντία. Ἄν καμιά φορά τύχει κι ἔρθουν σέ ἀντιπαράθεση ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καί ἡ δόξα ἡ δική του, τότε αὐτός καταφρονεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί ἐκ τῶν προτέρων προτιμᾶ τή δική του δόξα.

Αὐτά ὅλα εἶναι ἀνόητες θέσεις καί διδασκαλίες πού διδάσκει ὁ κόσμος στούς μαθητές του καί αὐτά τά σφάλματα ἦρθε νά θεραπεύσει ὁ λυτρωτής μας, ἀφ' ὅτου ἄρχισε νά ζεῖ στόν κόσμο. Μποροῦσε ὁ ἴδιος ἀσφαλῶς καί βρέφος ἀκόμη νά κάνει ἔργα ὡρίμου ἀνδρός. μποροῦσε δηλ. μόλις γεννήθηκε νά μιλάει μέ καθαρή ἄρθρωση. μποροῦσε νά καταλαβαίνει καί νά μιλάει τίς γλῶσσες ὅλων τῶν λαῶν. μποροῦσε νά ἔχει γύρω του χιλιάδες καί μυριάδες ἠλιομόρφων Ἀγγέλων γιά νά τόν παραστέκονται ὁλοφάνερα καί νά τόν ὑπηρετοῦν ὄχι μόνον ὡς Θεό, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπο. Ἀκόμη μποροῦσε ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς ζωῆς του νά χρησιμοποιεῖ τόν χρόνο μέ τό νά τρέχει στόν κόσμο νά τόν γεμίζει ἀπό τά μεγαλεῖα τῶν θαυμάτων του, νά τόν φωτίζει μέ τίς λάμψεις τῆς διδασκαλίας του, νά τόν διδάσκει μέ τήν ἁγιότητα τῶν παραδειγμάτων του καί νά τόν μεταστρέφει μέ τή δύναμη τοῦ κηρύγματός του. Μ’ αὐτά ὅλα μποροῦσε νά δοξάσει τό ὄνομά του περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ὑπῆρχαν φιλόδοξοι στόν κόσμο. καί οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἄρχοντες καί οἱ μεγιστᾶνες τοῦ κόσμου καί ὅλοι οἱ λαοί νά ξεκινοῦν ἀπό τά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί νά ἔρχονται στήν Ἱερουσαλήμ γιά ν’ ἀκούσουν τήν οὐράνια σοφία πού διδάσκει ἕνα βρέφος, ὅπως ἡ βασίλισσα τοῦ Νότου πού ξεκίνησε μέσα ἀπό τήν Εὐδαίμονα Ἀραβία καί ἦρθε ν’ ἀκούσει τή σοφία τοῦ δωδεκαετοῦς παιδιοῦ, τοῦ Σολομῶντος. νά ἔρχονται νά δοῦν ἕνα νήπιο νά φωτίζει τυφλούς, νά καθαρίζει λεπρούς, νά ἀνορθώνει χωλούς, νά γιατρεύει ἀρρώστους, νά ἀνασταίνει νεκρούς καί γενικά νά κάνει παράδοξα καί φρικτά θαύματα, ὥστε ὅλοι νά τό ἐπαινοῦν, ὅλοι νά τό δοξάζουν, ὅλοι νά τό εὐφημούν. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς δέν ἤθελε τέτοια ἀνθρώπινη καί μάταιη δόξα. Ὄχι! Ἀλλά "σχήματι εὑρεθεῖς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν", καθώς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος (Φιλιπ. 2,8) καί κρύβεται μέ τόν ἐρχομό του σ’ ἕνα τόπο ἀπό τούς πιό ἀφανεῖς τῆς Ἰουδαίας καί σ’ ἕνα ἐνδιαίτημα τῶν ἀλόγων ζώων σκεπάζει δέ ὅλους τούς θησαυρούς τῆς σοφίας του μέσα σ’ ἕνα κομμάτι σάρκας καί κάτω ἀπό τήν διανοητική ἀδυναμία ἑνός ἀγνώστου ἀφώνου νηπίου. "ἐν ὧ εἰσι πάντες οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι"! (Κόλ. 2,3) Δι’ αὐτό καί ὁ Ἠσαΐας γιά τήν νηπιώδη ἀγνωσία τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ λέγει. "...πρίν ἤ γνῶναι τό παιδίον καλεῖν πατέρα ἤ μητέρα..." (Ἠσ. 8, 4). Καί κατά τήν ἐποχή πού οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς -ἐννοῶ ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ- κυβερνοῦν τό κράτος τούς μέ ἀπογραφές καί ἐκδίδουν στούς λαούς νόμους καί φαίνονται παντοῦ ἔνδοξοι, αὐτός, πού εἶναι ὁ βασιλεύς τῶν βασιλευόντων, γεννιέται καί ζεῖ ἐντελῶς ἄγνωστος καί θεωρεῖται σάν ἕνα μηδενικό. Ὧ τῆς ἀνυπέρβλητης ταπεινώσεώς σου, ὧ γλυκύτατο ὄνομα, ὧ γλυκύτατε ὑπεράνθρωπε Ἰησοῦ! Αὐτή ἡ ταπείνωσή σου ἔκανε τόν προφήτη Ἀββακούμ νά χάσει σχεδόν τό μυαλό του καί νά λέει·"Κύριε, κατενόησα τά ἔργα σου καί ἐξέστην. Ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθήση" (Ἄββακ. 3,2). Αὐτή ἡ ταπείνωση παρακίνησε τόν ὅσιόν σου Ἰσαάκ νά πεῖ τά ὑψηλά αὐτά λόγια. "ἡ ταπεινοφροσύνη στολή θεότητός ἐστιν. ὁ γάρ Λόγος ὁ ἐνανθρωπήσας αὐτήν ἐνεδύσατο καί ὡμίλησεν ἡμῖν δι’ αὐτῆς ἐν τῷ σώματι ἡμῶν... ἵνα μή ἡ κτίσις τή αὐτοῦ θεωρία καταφλεχθῇ" (Λόγ. κ’).

Ἐπειδή καί ἡ αἰτία τῆς πτώσεως τῶν ἀγγέλων στόν οὐρανό καί τῶν ἀνθρώπων στή γῆ ὑπῆρξε ἡ διαφορά ἀνάμεσα στό μεγαλύτερο καί στό μικρότερο, γι’ αὐτό ἐσύ, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μέ τή γέννησή σου σηκώνεις ἀπό τόν κόσμο αὐτό τό μεγάλο σκάνδαλο τῆς ἀπωλείας τοῦ κόσμου. καί Σύ, ὁ ἀνώτερος καί "ὑπέρ τά ὄντα ὤν", ἀφοῦ ἔγινες κατώτερος καί ἔσχατος ὅλων, κάνεις μ’ αὐτό τόν τρόπο ὅμοια ὅλα σου τά κτίσματα, τόσο τά μεγαλύτερα καί ἀνώτερα, ὅσο καί τά μικρότερα καί κατώτερα καί καταδεικνύεις ὡς ἄριστη ὁδό ὑψώσεως, τήν ταπείνωση, καθώς θεολογεῖ ὁ δικός σου τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγοντας. "Ἐλευθερώνει μέ παράδοξο τρόπο ὁ Θεός ἀπό τήν αἰτία τῆς ἀρχικῆς πτώσεως (τόν ἄνθρωπο). καί αὐτή (ἡ αἰτία) ἦταν ἡ ὑπεροχή καί ἡ κατωτερότητα πού ἐνυπάρχει στά ὄντα. καί ἀπό ἐδῶ ξεκινάει ὁ φθόνος καί ὁ δόλος καί οἱ φανερές καί κρυφές ἀντιπαλότητες. Ὁ Θεός λοιπόν εὐδόκησε πρόσφατα (μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ) νά διαλύσει τήν αἰτία τῆς ὑπερηφάνειας πού καταστρέφει τά λογικά του κτίσματα. ἐξομοιώνει δηλ. τά πάντα μέ τόν ἑαυτό του καί ἐπειδή βέβαια ὁ ἴδιος μέ τόν ἑαυτό του εἶναι ἴσος καί ὅμοιος κατά φύσιν, κάνει καί τήν φύση ἴση κατά χάριν μέ τόν ἑαυτό της. Καί αὐτό πῶς ἔγινε; Ὁ ἴδιος ὁ ἐκ Θεοῦ Θεός Λόγος, ἀφοῦ ἄδειασε τόν ἑαυτό του ἀπόρρητα καί μυστικά, κατέβηκε ἀπό ψηλά στήν ἔσχατη ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί αὐτή ἀφοῦ τήν ἔδεσε μαζί του κατά τρόπο ἄλυτο καί ἀφοῦ ταπεινώθηκε καί πτώχευσε σάν ἄνθρωπος (ὅμοιός μας) ἔκανε τα κάτω πάνω, μᾶλλον δέ συνένωσε καί τά δύο σέ ἕνα. Μέ τή Θεότητα δηλ. συνένωσε τήν ἀνθρωπότητα καί ἔτσι ὑπέδειξε σέ ὅλους τήν ταπείνωση ὡς δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός τά ἄνω, ἀφοῦ πρόσφερε τόν ἑαυτό του σήμερα ὑπόδειγμα μπροστά στούς ἀνθρώπους καί στούς ἁγίους Ἀγγέλους" (Λόγος στή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ).

Τώρα, ἐσύ ἀγαπητέ, μπορεῖς νά βρεῖς μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτή τή διαφορά μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου; Λοιπόν, ἀπό αὐτούς τούς δύο ποιός εἶναι δίκαιο νά σ’ ἐξουσιάζει; Ὁ Χριστός ἤ ὁ κόσμος; Βέβαια ὁ Χριστός. γιατί ὁ Χριστός οὔτε πλανᾶ οὔτε πλανᾶται, ἐνῷ ὁ κόσμος καί πλανᾶ καί πλανᾶται. Ἔπειτα, σκέψου, πώς γιά τόν Χριστό δέν ἦταν ἀρκετό πού γεννήθηκε ὑπήκοος τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου, ἀλλά θέλησε ἀκόμη νά γεννηθεῖ καί στήν ἐποχή πού γινόταν ἐπίσημη δήλωση ἔμπρακτης ὑποταγῆς. "ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τήν οἰκουμένην" (Λούκ. 2,1) καί θέλησε νά φέρει ἄνω – κάτω ὅλα τά πράγματα, κυρίως ὅμως νά βάλει τόν ἑαυτό του κάτω ἀπ’ αὐτήν τήν ὑποταγή. "Ἀνέβη δέ καί Ἰωσήφ ἀπό τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Βηθλεέμ... ἀπογράψασθαι σύν Μαριάμ τή μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί οὔση ἐγκύῳ" (Λούκ. 2, 4).

Ἐσένα ὅμως ἀδελφέ φαίνεται πώς σ’ εὐχαριστεῖ νά τά κάνεις ὅλα ἄνω κάτω, νά συγχύζεις ὅλο τόν κόσμο, μόνο γιά νά ἐκπληρώσεις τήν ἐπιθυμία σου, μόνο γιά νά ὑποτάξεις ὅλους στή γνώμη σου, μόνο γιά νά γίνεις μεγάλος καί γιά νά ἀποκτήσεις δόξα στόν κόσμο. μ’ αὐτό πού κάνεις φαίνεσαι νά λές. ἐγώ προτιμῶ ν’ ἀκολουθήσω τό παράδειγμα τοῦ κόσμου ἀπό τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. ἐγώ ἐπιλέγω τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀπό τή δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ω πόσο θά σοῦ φανεῖ βαριά αὐτή ἡ παράλογη ἐκλογή σου, ὅταν στό φῶς τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ θά δεῖς τά πράγματα ὅπως ἀκριβῶς εἶναι κι ὄχι καθώς τώρα σοῦ φαίνονται καί ὅταν αὐτό τό βρέφος, πού τώρα βλέπεις μέσα στή φάτνη ἄδοξο καί ταπεινό, ἔρθει ὡς μέγας βασιλεύς μέ δύναμη καί δόξα πολλή γιά νά κρίνει ὅλο τόν κόσμο.

Ἀλλά τί ἀπαντᾶς; Ναί ἐγώ πρέπει νά παραβλέπω τήν τιμή μου καί νά ταπεινώνομαι γιά τό Χριστό, ἀλλά ὁ κόσμος εἶναι χωρίς διάκριση καί μέ περιφρονεῖ καί δέν μέ ὑπολογίζει γιά τίποτε. Εὖγε, σωστά ἀπάντησες. Ἄφησε λοιπόν νά εἶναι κρυμμένη καί καταφρονημένη ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο ἡ δική σου τιμή καί ἡ ζωή, γιά νά φανερωθεῖς καί σύ μέ τιμή καί δόξα, ὅταν φανερωθεῖ ὁ Χριστός. "Ἀπεθάνετε γάρ, καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ.όταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ἡμῶν, τότε ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ" (Κόλ. 3, 3-4).

 

Ἄς λέει ὁ κόσμος τά δικά του. τί σέ νοιάζει; Ἐσύ ν’ ἀκολουθεῖς τήν ὁδηγία τῆς σοφίας τοῦ Χριστοῦ κι ὄχι τῆς μωρίας τοῦ κόσμου, πού εἶναι καί δικός σου ἐχθρός καί ἐχθρός τοῦ λυτρωτοῦ σου. εἶναι τόσο μεγάλος ἐχθρός του πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στό καιρό τοῦ πάθους του, ἐνῷ παρακάλεσε τόν οὐράνιο πατέρα ἀκόμη καί γιά τούς σταυρωτές του, ὅμως γιά τόν κόσμο δέν θέλησε νά παρακαλέσει. "οὐ περί τοῦ κόσμου ἐρωτῶ" (Ἰω. 17,9). Γι’ αὐτό πρέπει νά διαλέξεις ἕνα ἀπό τά δύο, ἄν εἶσαι φίλος τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει νά εἶσαι ἐχθρός τοῦ κόσμου. καί ἄν ἀντίθετα θελήσεις νά εἶσαι φίλος τοῦ κόσμου, ἐξάπαντος θά εἶσαι ἐχθρός τοῦ Ἰησοῦ. "μοιχοί καί μοιχαλίδες! οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὀς ἄν οὗν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται" (Ἴακωβ. 4,4). Μά σοῦ κακοφαίνεται ἐπειδή σέ καταφρονεῖ καί σέ μισεῖ ὁ κόσμος; Ἀνόητος πού εἶσαι! Αὐτό τό μῖσος καί αὐτή ἡ καταφρόνηση (τοῦ κόσμου) εἶναι καλό σημάδι. πώς δηλ. δέν εἶσαι μαθητής τοῦ κόσμου, ἀλλά μαθητής τοῦ Χριστοῦ. "Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἧτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει. ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος" (Ἰω. 15, 19).

Ἀδελφέ μου, ἄνοιξε μία φορά τά μάτια σου γιά τό καλό τῆς ψυχῆς σου καί ἀποφάσισε νά μήν ἐμπιστεύεσαι πιά τόν ψεύτη καί ἐπίβουλο κόσμο, καθώς σέ συμβουλεύει καί ὁ σοφός Σειράχ. "Μή πιστεύσης τῷ ἐχθρῷ σοῦ εἰς τόν αἰῶνα" (Σόφ. Σείρ. 12, 10). Πᾶρε σταθερή ἀπόφαση νά μελετᾶς πάντοτε καί νά ἀκολουθεῖς τήν ὁδηγία τοῦ φωτός τῶν παραδειγμάτων, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μέσα ἀπό τά βρεφικά σπάργανα σοῦ φωνάζει μέ γλῶσσα ψελλίζουσα ἐκεῖνο τό φοβερό ἔλεγχο. "Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρά ἀλλήλων λαμβάνοντες καί τήν δόξαν την παρά τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;" (Ἰω. 6, 44) Καί ἐπειδή αὐτός (ὁ Ἰησοῦς Χριστός) ἔπαθε τόσα γιά νά σέ διδάξει τήν ἀλήθεια, παρακάλεσέ τον νά σοῦ δώσει χάρη νά καταλάβεις σ’ ὅλο τό βάθος τό παράδειγμά του καί τήν διδασκαλία του, γιά νά ἀγαπᾶς τήν ταπείνωσή του, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπό ἀληθινό ὕψος καί δόξα. νά μισεῖς ὅμως καί νά ἀποστρέφεσαι τήν δόξα καί τήν τιμή τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία εἶναι ἀληθινή ἀτιμία καί ἀδοξία. γιατί ὄχι μόνο σοῦ στερεῖ τήν οὐράνια δόξα, ἀλλά καί γιατί στό τέλος τῆς ζωῆς, καταλήγει (ἡ δόξα τοῦ κόσμου) στό χῶμα καί στήν κοπριά σύμφωνα μέ τή Δαβιτική ἐκείνη κατάρα. "Καταδιῶξαι ἄρα ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου... καί τήν δόξαν μοῦ εἰς χοῦν κατασκηνῶσαι" (Ψάλμ. 7, 5).

 

Σημειώσεις:

 

1. Αὐτά τα τρία πολέμησε ὁ Κύριος καί ὅταν ἀνέβηκε στό ὅρος καί πειράστηκε ἀπό τόν διάβολο:

1) τήν φιληδονία τήν πολέμησε, ἐπειδή δέ θέλησε νά κάνει τούς λίθους ἄρτους γιά νά φάει καί νά χορτάσει τήν πεῖνα του καί εἶπε: "οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος ἀλλ’ ἐν παντί ρήματι ἐκπορευομένω διά στόματος Θεοῦ. (Δεύτ. 6, 3),

2) τήν φιλοδοξία, γιατί δέν θέλησε νά πέσει κάτω ἀπό τό πτερύγιον τοῦ Ἱεροῦ, γιά νά δοξαστεῖ μή παθαίνοντας τίποτε, τότε εἶπε. "οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σοῦ" (Δεύτ. 6, 61),

3) τήν δέ φιλαργυρία τήν πολέμησε μή θέλοντας νά προσκυνήσει τόν διάβολον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδειξε ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου, καί τοῦ εἶπε. "Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις" (Δεύτ. 6, 13).

2. Οἱ θεολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Κύριος κατά τό σῶμα δέν ἦταν τέλειος ἀλλά αὐτό τό ἀπέκτησε κατά τήν πορεία τῆς ζωῆς του, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι. γιατί εἶχε καί αὐτό τό σῶμα παθητό καί θνητό, ὥστε νά μπορέσει διά μέσου αὐτοῦ νά πάθει καί νά ἐκπληρώσει τήν οἰκονομία: κατά τήν ψυχή ὅμως ἦταν τέλειος διότι δέν εἶχε μόνο τή φυσική λεγόμενη γνώση καί φιλοσοφία καί τήν θεόπνευστη, ἀλλά εἶχε καί τήν μακαρία ὅραση τοῦ θείου προσώπου, μέ τήν ὁποία ἀκόμη καί ὅταν ἦταν σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή χαιρόταν τήν ἀπόλαυση τῆς θεωρίας, τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀξιώνονται οἱ ἅγιοι μετά θάνατον. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος στό τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ δ’ βιβλίου "περί συμφωνίας τῶν Εὐαγγελιστῶν" λέγει ὅτι ὁ Χριστός διέφερε ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι σέ κανένα σ’ αὐτή τή ζωή δέν ἔχει ἐπιτραπεῖ νά δεῖ τό Θεό, ὅπως σ’ ἐκεῖνον. Σ’ αὐτό συμβάλλουν καί τά ἑξῆς ρητά: "Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε. ὁ μονογενής υἱός ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο (Ἰω. 1, 18) καί πάλι "οὐδείς ἀναβέβηκεν εἰς τόν οὐρανόν, εἰ μή ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ" (Ἰω. 3, 13). Εἶναι δηλαδή φανερό ὅτι ἦταν στόν οὐρανό διά μέσου τῆς μακαρίας ὁράσεως (Βλέπε Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν).

(Ἀπό τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου "Πνευματικά Γυμνάσματα", Λόγος , Γλωσσική ἀπόδοση: ΑΓΑΘΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ, "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ", ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 4, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1999)