Παρασκευή, Οκτωβρίου 25, 2024

 

Του μακαριστού επισκόπου Φλωρίνης

Αυγουστίνου Καντιώτη



«Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι»

 (Λευϊτ. 20,7,26 = Α΄ Πέτρ. 1,16)


Εορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἄντρες γυναῖ­κες καὶ παιδιά. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει κάθε μέρα ἑορτή, κάποιον ἅγιο ἑορτάζει. Τρι­ακόσες ἑξήντα πέντε μέρες ἔχει τὸ ἔτος, τρι­ακόσες ἑξήντα πέντε ἑορτὲς ὑπάρχουν. Καὶ ἄλλοτε μὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος, ἄλλοτε ἑ­­ορτάζουν δύο, ἄλλοτε τρεῖς, ἄλ­λοτε σαράντα, ἄλ­λοτε ἑκατό, ἄλλοτε χίλιοι, ἄλλοτε δυὸ χιλιάδες – τρεῖς χιλιάδες ἅγιοι τῆς πίστεώς μας. Εἶ­νε δη­λαδὴ ἀμέτρητοι σὰν τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ.

Μεταξὺ τῶν ἁγίων, σὰν ἀστέρι πρώτου μεγέ­θους, λάμπει στὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ ποῦμε γιὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο ἂς ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα, τί εἶνε ἅγιος; Ἅγιος θὰ πῇ καθαρός, καθα­ρὸς ἀπὸ κάθε μο­λυσμό, μο­λυσμὸ ἁμαρτίας, γιατὶ αὐτή εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἀκαθαρσία.

Οἱ ἅ­γιοι εἶνε καθαροὶ ἀπὸ ἁμαρτία σὲ σχετι­­κὸ βα­θμό· στὸν ἀπόλυτο βαθμὸ ἕνας μό­νο εἶ­νε καὶ λέ­γεται ἅγιος ἐπὶ τῆς γῆς, ὁ Θεάνθρω­πος Ἰησοῦς Χριστός. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰ­ησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀ­μήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπολύτως Ἅγιος.

Ἅγιοι σὲ σχετικὸ βαθμὸ ἔγιναν ἄν­θρωποι ἀπὸ κάθε τάξι καὶ ἐπάγγελμα, καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά. Ἅγιοι δὲν εἶνε μόνο καλό­γεροι καὶ κληρικοί· κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνῃ ἅγιος. Αὐτὸ εἶνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸ βλέπουμε στοὺς βίους τῶν ἁγίων. Ἅ­γιοι π.χ. ἦταν βοσκοί, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἄ­κουσαν τὴ νύχτα τῆς Γεννήσεως τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη…» (Λουκ. 2,14) κι ὅπως ὁ ἅγιος Σπυρίδων· ἅ­γιοι ἦταν γεωργοὶ ὅπως ὁ ἅγιος Τρύφων, ῥάφτες, οἰκοδό­μοι, ἀρτοποιοὶ καὶ τόσοι ἄλλοι ἀπὸ κάθε ἐπάγ­γελμα. Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ· δέχεται τοὺς ταπεινοὺς τῆς γῆς. Ἔχω γράψει ἕνα βιβλίο «Ἅγιοι ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα»· σᾶς συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε.

Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, τάξις ἀπ᾽ τὴν ὁ­­­ποία νὰ μὴν ἀναδείχθηκε κάποιος ἅγιος. Καὶ ἀπόδειξις ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ ἅγιος Δημήτρι­ος. Τί ἦταν; Δὲν ἦταν παπᾶς οὔτε καλόγερος, δὲν ἔ­ζησε σὲ ἀσκητήρια καὶ σπηλιές, δὲν κρατοῦ­σε κομποσχοίνια. Ἦταν λαϊκός, ζοῦσε μέσα στὴ διεφθαρμένη εἰδωλολατρικὴ κοινωνία τῆς Θεσσαλονίκης ὡς ἀξιωματικὸς τοῦ ῥω­μαϊκοῦ στρατοῦ, καὶ μὲ τὴν ἀνδρεία του εἶχε ἀνεβῆ ὅλους τοὺς βαθμοὺς καὶ εἶχε φθάσει στὸ ἀξίωμα τοῦ χιλιάρχου, εἶχε γίνει δηλα­δὴ στρατηγός. Ἀλλὰ στὴν καρδιά του, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν οἱ ἄλλοι, εἶχε τὸ Χριστό. Ὅταν ὅμως κηρύχθηκε διωγμὸς ἐναντίον τῶν Χριστια­νῶν, τὸν κατήγγειλαν ὅτι εἶνε Χριστιανὸς καὶ συν­ελήφθη. Ὡμολόγησε τὴν πίστι του στὸ Χριστό, τὸν καθαίρεσαν ἀπὸ τὸ ἀξίωμα καὶ τὸν ἔρριξαν δεμένο στὴ φυλακή. Ἐκεῖ ἔμεινε ἕως ὅ­του ἦρθε ἡ εὐλογημένη ὥρα ποὺ μὲ λόγχες μαρτύρησε γιὰ τὸν Κύριο. Αὐτὸς μὲ συντομία εἶνε ὁ βίος τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ποὺ καλεῖ κ᾽ ἐμᾶς νὰ τὸν μιμηθοῦμε.

Σήμερα ἂν μᾶς ποῦν, Πιστεύεις στὸ Χριστό; δὲν στοι­χίζει τίποτα νὰ ποῦμε Πιστεύω. Τότε στοίχιζε· ἂν ἔ­λεγες Πιστεύω, μαρτυροῦσες.

* * *

Κ᾽ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, καλούμεθα νὰ γίνουμε ἅ­γιοι. Κι ἀλλοίμονό μας ἂν δὲν γίνου­με, δι­ότι εἶνε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ· «Ἅ­γιοι γίνεσθε, ὅτι ἐ­γὼ ἅ­γιός εἰμι» (Λευϊτ. 20,7,26 = Α΄ Πέτρ. 1,16). Καλούμεθα νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ δεχτοῦ­με τὴ θεία χάρι, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Κύριο. Οἱ πολλοὶ νιώθουν μόνο τὴ σωματικὴ ἀκαθαρ­σία, γιὰ τὴν πνευματικὴ δὲν φροντίζουν.

Ὅλοι πρέπει ν᾽ ἀποκτή­σουμε τὴν ἁ­γιότητα. Μὰ πῶς; θὰ πῆτε· ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ Γραφὴ λέει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, καὶ μιὰ μέρα ἀ­κόμα νά ᾽νε ἡ ζωή του, θὰ ῥυπωθῇ (βλ. Ἰὼβ 14,4-5). Ὑπάρχει τρόπος;

Ὑπάρχει· μὲ τὴν ἐξομολόγησι. Συνάντησα μιὰ φορὰ κάποιον ἀ­νώτερο ὑ­πάλληλο τοῦ κρά­τους· ἦταν ἑξήντα χρονῶν, εἶ­χε πάθει ἔμφρα­γμα καὶ κινδύνευε ἀ­πὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ πεθά­νῃ. Τὸν ρώτη­σα· –Ἔ­χεις βαπτι­σθῆ; –Πῶς, λέει, βε­βαίως. –Ἔχεις ἐξομολογηθῆ; –Ὄχι. –Οὔ­τε ὅ­ταν ἤσουν παιδί; –Πο­τέ. –Ξέρεις λοιπὸν πῶς μοιάζεις τώρα; σὰ νὰ μὴν ἔχῃς πλύνει ποτέ τὰ ροῦχα σου, σὰ νὰ φο­ρᾷς μιὰ ζωὴ ἄπλυτο τὸ ἴ­­διο πουκάμισο… Εἴδατε; κάθε βδομάδα ἀλλάζουμε καὶ πλένουμε τὰ ροῦχα μας· κανείς δὲν φοράει συνεχῶς τὸ ἴδιο ροῦχο. Γιά φανταστῆ­­τε ἕναν ἄνθρωπο νά ᾽χῃ τὸ πουκάμισό του τρι­­άντα χρό­νια ἄπλυτο· θὰ βρωμάῃ, δὲν θὰ μπο­ρῇ νὰ τὸν πλησιάσῃ κανείς. Ὅπως λοιπὸν τὰ ροῦχα μας τὰ ῥίχνουμε στὸ πλυν­τήριο καὶ τὰ πλένουμε καὶ χαιρόμαστε ποὺ φοροῦμε κα­θαρά, ἔτσι θέλει καὶ ἡ ψυχή μας. Εἶνε ἀκάθαρτη, πρέπει νὰ τὴν πλύνουμε. Καὶ μὲ ποιό τρόπο πλέ­­νεται; μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογή­σεως. Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα, ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται καὶ γίνεται ἅγιος.

Ἀκούω ὅμως ἀντιρρήσεις· Ἅγιοι γίνονταν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»… Λάθος. Ἡ ἁγιότης εἶνε βέβαια θαῦμα. Ἄν­θρωπος θνητός, ποὺ ζῇ μέσα στὸν κόσμο σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἐκτελεῖ τὶς ἐν­­τολὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει μέσα του ἀ­γάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον κ᾽ εἶνε ἕτοιμος καὶ τὴ ζωή του νὰ δώσῃ γιὰ τὸ Χριστό, ἕ­νας τέτοιος ἄν­θρωπος εἶνε ἕνα θαῦμα, μεγά­λο θαῦμα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἔ­παυσε νὰ θαυμα­τουργῇ· συνεχίζει. Ὄχι μόνο στὴν ἐ­ποχὴ τῶν ἀ­ποστόλων, στὴν ἐποχὴ τῶν διω­γμῶν καὶ τῶν μαρτύρων, στὴν ἐποχὴ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ὁ­σίων· καὶ μέχρι σήμερα ἀναδεικνύ­ει ἁγίους. Οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τὴ μεγαλύτερη ἀπόδειξι ὅ­τι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.

Καὶ σήμερα, στὸν αἰῶνα μας, ὄχι «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», καὶ παντοῦ πάνω στὴ γῆ ὑπάρχουν ἅ­γιοι. Στὶς ἡμέρες μας ἐδῶ στὴν πατρίδα μας ἁγίασε ὁ ἅγιος Νεκτάριος· στὸν πιὸ διεφθαρμέ­νο αἰῶνα κάνει θαύματα. Καὶ μόνο στὴν Ἑλ­λάδα; Καὶ στὴ ῾Ρωσία, στὸ διάστημα τῶν ἑ­βδομήντα ἐτῶν ποὺ ἄθεοι κυβερνῆται δίωκαν ἐ­κεῖ τὴν Ἐκκλησία, πλῆθος ἄντρες καὶ γυναῖ­κες ἁγίασαν μέσα σὲ στρατόπεδα, ὀρυχεῖα ἢ ψυχιατρεῖα· φυλακίστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν, μαρτύρησαν γιὰ τὸ Χριστό, καὶ τώρα ποὺ δόθηκε ἐλευθερία θ᾽ ἀνακηρυχθοῦν νέοι ἅγιοι.

Ἁγιότης! αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη ἀνάγκη τοῦ κόσμου. Πρὶν διακόσα – τριακόσα χρόνια εἴχαμε σκλαβιά. Οἱ πρόγονοί μας δὲν εἶχαν σπίτια σὰν τὰ σημερινά· ἦρθε τότε καὶ περιώδευσε στὴ Μακεδονία μας ἕνας ξένος καὶ τοὺς εἶδε νὰ κατοικοῦν μέσα σὲ καλύβες. Δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα, πλυντήρια, τηλεοράσεις, τὰ μέσα αὐτὰ τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ. Τί εἶχαν ὅμως; εἶχαν ἁγιότητα, ἦταν ἅγιοι ἄνθρωποι. Τὸ διαζύγιο ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια στὴ Μακεδονία ἦταν ἄγνωστο, ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία προκαλοῦ­σαν φρίκη, οὔτε ἕνας δὲ βλαστημοῦσε. Τώρα πέ­σαμε σὲ ἄβυσσο κακίας, σὲ ἐγκλήματα τρομε­ρὰ καὶ ἀπαίσια. Γιατί; Διότι ἔφυγε ἡ ἁγιότης.

* * *

Ξέρετε, ἀγαπητοί μου, γιατί ἀναστενάζουμε ὅλοι; Γιατὶ δὲν εἴμαστε ἅγιοι, εἴμαστε ἁμαρ­τωλοί· αὐτὸς εἶνε ὁ μεγάλος ἀναστενα­­­γμός μας. Τὸ καταλαβαίνουμε. Ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς μας, ῥίχνουμε ἕνα βλέμμα καὶ διαπιστώνουμε, ὅτι ἀπ᾽ τὰ μικρά μας χρόνια μέχρι τώρα δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο ἀπ᾽ τὸ νὰ ἁ­μαρτάνουμε, ἄλλος μὲ τὸν ἕνα καὶ ἄλλος μὲ τὸν ἄλλο τρόπο· τὰ πάθη μᾶς δυναστεύουν.

Παιδί μου, νὰ γίνῃς ἅγιος. Μεγάλο πρᾶγμα! Κόσμε ἁμαρτωλέ, κόσμε τῆς «ἐπιστήμης» καὶ τῶν «γραμμάτων», δῶστε μου ἕναν ἅγιο! Ὅσο ἀξίζει ἕνας ἅγιος, δὲν ἀξίζει ὅλος ὁ ντουνιᾶς. Ἅγιοι νὰ γίνουμε. Ἅγια τὰ παιδιά, ἅγι­ες οἱ γυναῖκες, ἅγιοι οἱ ἄντρες, ἅγιοι μικροὶ καὶ μεγάλοι. Καὶ τότε δῶστε μου μιὰ ψυχή, μιὰ οἰκογένεια, ἕνα χωριὸ ἢ μιὰ πόλι ποὺ νὰ ὑ­πάρχῃ ἁ­γιότης· ἐκεῖ θὰ βασιλεύῃ ἡ εὐτυχία. Ἂς μὴν ἔ­χουν τὰ δολλάρια τῶν Ἀμερικάνων καὶ τὶς λί­ρες τῶν Ἄγγλων καὶ τὰ ῥούβλια τῶν Ρώσων, ἂς μὴν ἔχουν χρυσὸ καὶ ἄργυρο· ὅσο ἀξίζει ἕνα δράμι, ἕνα γραμμάριο ἁγιότητος, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος.

Ἂς ἐπιδιώξουμε τὴν ἁγιότητα. Ἀπὸ μᾶς ἐξ­αρτᾶται. Ἂς πᾶμε στὸ πλυντήριο, στὴν ἱερὰ ἐξ­ομολόγησι. Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν πέρασε ἀ­πὸ τὸ βάπτισμα δὲν εἶνε Χριστιανός, ἔτσι κι αὐ­­τὸς ποὺ δὲν περνάει ἀπὸ τὸ δεύτερο βάπτισμα, τὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι, δὲν εἶ­νε Χριστιανός. Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε, τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπι­νο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε. Καὶ ὅλοι μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ μετανοήσουμε. Μόνο ἕνας δὲν μετανοεῖ, ὁ σατανᾶς.

Παρακαλῶ λοιπὸν ὅλους νὰ πᾶτε στὸν πνευ­­ματικὸ πατέρα. Ἕνα δάκρυ, ποὺ πέφτει ἀπὸ τὰ μάτια τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως, γίνεται Ἰ­ορδάνης ποταμὸς μέσα στὸν ὁποῖο πλένεται ὁ ἄνθρωπος καὶ γίνεται ἅγιος. Νὰ πᾶτε ὅλοι, ἀπ᾽ τὰ μικρὰ παιδιὰ μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέ­ροντα. Κι ὅταν βγῆτε ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι, θὰ αἰσθανθῆτε χαρὰ καὶ ἀνακούφισι, ἕνα βουνὸ θὰ φύγῃ ἀπὸ πάνω σας. Ἔτσι θὰ ἐκπληρώσετε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Κ. Καλλινίκης – Φλωρίνης τὴν Πέμπτη 26-10-1989



 

 

                                  Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Ὁ ἅγιος πού ὑμνεῖται καί τιμᾶται ἑξαιρέτως ἀπό ἐμᾶς, ἀνάμεσα στούς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντόπιος καί συμπολίτης μας πολιοῦχος, τό μέγα θαῦμα τῆς οἰκουμένης, τό μέγα ὡράϊσμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ θαυματουργός καί μυροβλήτης Δημήτριος. Μέγας φωστήρας ἀνάμεσα σέ περίλαμπρα ἄστρα πού μόνος του κρατεῖ μέσα του μαζεμένα ὅλων τά χαρίσματα, ὅπως σύν Θεῷ θά ἀποδείξουμε, ὁ ἅγιος Δημήτριος μόνος του δικαιοῦται νά καρπώνεται ὅλες μαζί τίς εὐφημίες πού ὀφείλονται σέ ὅλους. Παρόλο πού δέν ἐπαρκοῦμε νά ποῦμε λόγο γιά τόν μεγαλομάρτυρα ἐν τούτοις ὁ πόθος μᾶς πιέζει νά μιλήσουμε κατά δύναμη καί ὁ καιρός ζητεῖ τόν ἐπίκαιρο λόγο καί τό χρέος ἐπιβάλλει νά θαυμάζουμε μέ τό λόγο τό ὑπερλόγο μεγαλεῖο του μάρτυρος.
Ἦταν σχεδόν ὅλα μαζί ἀπό τή παιδική ἡλικία, στήλη στερεά καί ἀκαθαίρετη κάθε καλοῦ, ἄγαλμα ζωντανό καί αὐτοκινούμενο κάθε ἀρετῆς, ἑστία καί συστοιχία θείων καί ἀνθρωπίνων χαρίτων, βίβλος ζωντανή καί λαλοῦσα πρός δόξα καί διδασκαλία τοῦ ἀνωτέρου, ἐλαιά καρπερή, δένδρο φυτευμένο κοντά στά ρεύματα τῶν ὑδάτων τοῦ Πνεύματος. Μόνο πού τό μέν ψαλμικό δένδρο... «δίδει τό καρπό στό καιρό του», αὐτός ὅμως εἶχε καί ἔχει κάθε ἐποχή καιρό ἀνθοφορίας καί καρποφορίας μαζί, καί οὔτε τό ἄνθος οὔτε ὁ καρπός θά πέσουν καί θά μεταδίδονται σέ ὅσους προσέρχονται μέ πίστη, χωρίς ποτέ νά ἐκλείπουν. Παρέχει δέ ἀμείωτα καί ἀκατάπαυστα στούς προσερχομένους τό πλῆθος, θά λέγαμε, τῶν χαρίτων, γι’ αὐτό μοιάζει μέ φωτοφόρο δένδρο, ἀφοῦ μεταδίδει ἀσταμάτητα τούς καρπούς σάν ἀκτίνες καί παρέχει κατά κόρο στούς προσερχομένους τά κάλλιστα καί θειότατα, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι πάντοτε γεμάτος ἀπό τέτοια ἀγαθά, σάν ἥλιος παντοειδοῦς εὐεργεσίας ἤ ἀστείρευτη πηγή χαρίτων ἤ πέλαγος θαυμάτων ἀνεξάντλητο ἤ ἄβυσσος ἀνεκδιήγητος ὁρατῶν καί ἀοράτων ἀγαθῶν.

Ἦταν λοιπόν ἁπαλός νεανίας, πολύ ὡραῖος στήν ὄψη, ὄχι μόνο κατά τόν ἐξωτερικό καί αἰσθητό ἄνθρωπο, ἀλλά πολύ περισσότερο κατά τόν ἐσωτερικό καί μή βλεπόμενο. Πραγματικά, δέν καταδέχθηκε ποτέ νά κυριεύσει τό νοῦ του κάτι ἀπρεπές οὔτε βάδισε σέ πράξη ἀντίθετη πρός τό Θεῖο θέλημα, φυλάγοντας ἀμίαντη τήν βαπτισματική Θεία χάρη. Καί στό ἄνθος τῆς νεότητος ἀποδέχθηκε τήν ὡραιότητα τῆς παρθενίας, πράττοντας τά πάντα, ὥστε νά εἶναι παρθένος καί στό σῶμα καί στή ψυχή καί νά ἔχει μέ αὐτό τό τρόπο τή πολιτεία στούς οὐρανούς καί νά βαδίζει ἐφάμιλλα πρός τούς ἀσωμάτους, ἄν καί βρισκόταν ἀκόμα στό σῶμα. Πρίν ἀπό ὅλες ὅμως τίς ἀρετές, εἶχε τή σπουδή τῆς σοφίας, ὥστε ζώντας μέσα στή σύνεση καί τήν καθαρότητα ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς του, νά φέρει ἀπό τή νεότητα τήν ἐπαινουμένη γεροντική πολιά, ὅπως λέγει ὁ Σολομών: «ἄσπρα μαλλιά εἶναι στούς ἀνθρώπους ἡ σύνεση καί γεροντική ἡλικία ὁ ἀκηλίδωτος βίος». (Σοφ. Σολ. 4, 9).

Ἦταν καί δάσκαλος καί ἀπόστολος ὁ πάγκαλος, καί κανείς δέν μποροῦσε νά ἀντισταθεῖ στοῦ Δημητρίου «τή σοφία καί τό Πνεῦμα, μέ τό ὁποῖο μιλοῦσε» εἰδικά πρός ἐκείνους πού πολεμοῦσαν τόν Χριστό, εἶχε τό λόγο του ὡς κατάλληλο ἐργαλεῖο.

Ἐγώ καί τή στρατιωτική στολή καί τό δακτυλίδι στό χέρι καί τό ὑπατικό ἐπώμιο, τό ὁποῖο φοροῦσε ὁ Μάρτυρας, ὅταν ἔλαβε τό βαθμό ἀπό τόν τότε βασιλέα (Γαλέριο Μαξιμιανό), θεωρῶ ὅτι ὑπῆρξαν σύμβολα τοῦ διδασκαλικοῦ καί καθοδηγητικοῦ ἀξιώματος, πού τοῦ δόθηκε μυστικά ἀπό τόν ἀληθινό βασιλέα Χριστό. Γι’ αὐτό καί, ἀργότερα, ἡ Θεία χάρη θαυματούργησε πλούσια μέ τίς εὐχές του.

Ἀλλά ὁ ἀπό τήν ἀρχή ἀπατεών διάβολος προετοίμασε πρόωρα τό θάνατο τοῦ Μάρτυρα. Μόλις εἶδε τό ἀποτέλεσμα τῶν συμβόλων ἐκείνων, μή μπορώντας νά ὑποφέρει, ἐρεθίζει τούς ὑπηρέτες τῆς πλάνης ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου τῆς πλάνης. Αὐτοί, ἀφοῦ συνέλαβαν τόν διώκτη τῆς ἀπάτης τόν προσάγουν στό βασιλέα τῆς ἀπάτης, τόν Μαξιμιανό καί ἔτσι ὁ Δημήτριος κατέρχεται πρός τό στάδιο τοῦ μαρτυρίου, ὁ ἀπό παιδί γεμάτος ἄρρητα χαρίσματα, ὁ σέ ὅλα σοφός καί δίκαιος.

Γνωρίζω ὅτι ποθεῖτε νά μάθετε τό τρόπο τῆς κρατήσεως, πού καί πώς ἀναζητήθηκε καί συνελήφθηκε. Ὑπάρχει μία στοά, ὑπόγεια στό ναό τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεομήτορος, πού ὀνομάζεται Καταφυγή. Σύμφωνα μέ παλαιό ἔθιμο σέ αὐτό τό σημεῖο ξεκινοῦν κάθε χρόνο τήν πανήγυρη τοῦ μεγαλομάρτυρος καί ἀπό ἐκεῖ ἀνερχόμενοι διά τῆς λεωφόρου μέ ὕμνους πρός αὐτόν ἀνεβαίνουν σέ αὐτό τό σημεῖο καί ὁλοκληρώνουν τή γιορτή. Ὅταν λοιπόν ἐπικρατοῦσε ἡ ἀσέβεια –ἐπειδή ἡ λατρεία τῆς εὐσεβείας δέν μποροῦσε νά ἀσκῆται ἐλεύθερα– ὁ Μάρτυρας πήγαινε σέ ἐκεῖνα τά ὑπόγεια, μετέδιδε στούς φοιτητές τήν οὐράνια διδασκαλία καί παρουσίαζε τή θρησκεία τῶν Χριστιανῶν καί τελοῦσε ἄφοβα τή λατρεία της, στούς καταφεύγοντας σέ αὐτόν, ὡς γαλήνιο λιμένα τῆς εὐσεβείας. Καί ἔτσι ὁ θειότατος Μάρτυρας ἦταν τότε καταφυγή ὅλων ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν νά εὐσεβοῦν, ἀπό αὐτό δέ καί ὁ τόπος ὀνομάσθηκε Καταφυγή.

Οἱ διορισμένοι διῶκτες, ὅταν γνώρισαν ὅτι ὁ Μάρτυρας ἐκεῖ δίδασκε τό λαό, ἐξεμάνησαν πολύ περισσότερο, ἐπειδή εἶδαν τό συγκεντρωμένο πλῆθος νά προσέχει στούς λόγους τοῦ Δημητρίου σάν φωνές τοῦ Θεοῦ, ὁρμοῦν ἐναντίον του ὡς διδασκάλου. Τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν διά μέσου αὐτῆς τῆς λεωφόρου καί τόν παρουσιάζουν στόν Μαξιμιανό πού κάπου ἐδῶ διέμενε καί παρακολουθοῦσε μέ πολλή ἡδονή τίς ἀνθρωποκτονίες τοῦ Λυαίου. Διατάσσει νά κρατηθεῖ ἐδῶ κατάκλειστος ὁ Ἅγιος, ὅπου καί ὑπέστη τό μαρτύριο. Ἡ φροντίδα τοῦ ἀρχέκακου Διαβόλου ἦταν νά φύγει τό ταχύτερο τότε ἀπό τούς ἀνθρώπους ὁ Δημήτριος, διότι δέν τόν ὑπέφερε. Καί γνωρίζετε τήν κάθειρξη τοῦ Δημητρίου καί τήν προφητεία πρός τόν Νέστορα γιά τήν νίκη τοῦ κατά τοῦ Λυαίου, καί τό μαρτύριο. Ὅταν δέ παρατάθηκε ἡ παραμονή τοῦ μάρτυρα στή φυλακή, ὁ ἀρχέκακος ὄφις δέν ὑπέφερε ζωντανό τόν Μάρτυρα καί ὑποδυόμενος τόν σκορπιό προσπάθησε νά τόν θανατώσει, ἀλλά ἡ ἐνοικοῦσα Χάρη τόν ἔσωσε.

Θέλοντας δέ παραδίδεται καί φυλακίζεται καί κρατεῖται στά χέρια τῶν δημίων καί ὑποφέρει τούς βασανισμούς τῶν κακούργων, μιμούμενος τόν παθόντα γιά μᾶς Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Γι’ αὐτό καί ὅταν ἐπῆλθαν οἱ αἱμοχαρεῖς λογχοφόροι μέ ἐντολή τοῦ τυράννου, τούς δέχεται μέ ἀνοιχτές ἀγκάλες γιά νά κτυπηθεῖ σέ αὐτές μέ τό τελικό κτύπημα, μᾶλλον κτυπήματα πού διαπερνοῦσαν τά πάντα, σπλάχνα ὀστᾶ σάρκες καί τίς δυό πλευρές.

Καί ἀπό τήν περίσσεια καί ὑπερβολή τοῦ ἔρωτά του πρός τόν Χριστό, ἔλαβε Χάρη τό σῶμα του νά γίνει πηγή μύρων. Ἔτσι καί ὅταν ἔπαυσε νά χύνεται ἀπό τό σῶμα του τό αἷμα του, ἀντί αἵματος, ἐξέβλυσε μύρο, πρός δόξαν Χριστοῦ, τόν Ὁποῖο αὐτός διά τῆς ζωῆς καί διά τοῦ θανάτου, ἀλλά καί μετά τόν θάνατο, ἐδόξασε καί θά δοξάζει.

Καί ὅλη ἡ πόλη συμφιλιώθηκε μέ τόν Θεό διά τοῦ θανάτου του, διότι διέλυσε τό πλήρωμα τῆς ἀσέβειας καί ὅλα τά δεινά λύθηκαν, ἀφοῦ ὑπερασπίσθηκε ὁ Δημήτριος τήν εὐσέβεια. Ναοί μεγαλοπρεπεῖς καί περικαλλεῖς εἶναι οἰκοδομημένοι στόν σκοτεινό ἐκεῖνο τόν κρυφό τόπο καί ὅλη ἡ πόλη καυχᾶται γιά τό μαρτύριό του.

Καί ἡ κρήνη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό μαρτυρικό του σῶμα, εἶναι γεμάτο μύρα καί θαύματα καί ἰάματα καί τό θαυμαστότερο ἀπό αὐτά εἶναι ὅτι, ἄν καί τρέχει συνεχῶς, ἡ πηγή αὐτή μένει ἀστείρευτη. Καί ὅσα τρυπήματα ἔγιναν στό σῶμα ἀπό τούς λογχιστές, τόσες πηγές ἀναδείχθηκαν.

Ὁ μεγάλος αὐτός μάρτυρας Δημήτριος, πού ἀντιστάθηκε στούς πειραστές τῆς εὐσέβειας, ἀφοῦ εὐχήθηκε πρός τό Κύριο ὑπέρ δημίων του, ἄλλοι σταμάτησαν τή κακία, ἄλλοι μετενόησαν καί πίσευσαν στόν Χριστό, ἔτσι ὥστε σήμερα νά μήν ὑπάρχει στή πόλη μας κανένα ἀπομεινάρι ἐκείνης τῆς δυσσεβείας. Ἀλλά ἐπικρατεῖ ἡ εὐσέβεια καί ἡ πλούσια προστασία τοῦ Ἁγίου μέ τίς ἀδιάκοπες πρεσβεῖες του πρός τόν Θεό.

Καί ἐμεῖς ἄς λαμπρήνουμε περισσότερο τήν πανήγυρη, ζητώντας ἀπό τό Τριαδικό Θεό διά τῆςπρεσβείας του, νά ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίας πανηγύρεως τῶν πολιτῶν τοῦ οὐρανοῦ.

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ