Τρίτη, Αυγούστου 06, 2024

 

Πατὴρ Ἰωάννης Ῥωμανίδης: «Τὸ ἄκτιστο Φῶς, εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως»

 



Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὴ Θεολογία», τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Σ. Ῥωμανίδου (†)

 

Ὅταν κάποιος δῆ τὸν Θεόν, ἡ πίστις καὶ ἡ ἐλπὶς καταργοῦνται καὶ μένει μόνον ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ λέγει ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παύλος. Ἡ πίστις δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεὸν μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συναφῆ νοήματά της, καθὼς καὶ ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συναφῆ νοήματά της καταργοῦνται, ὅταν κανεὶς βλέπη τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τὰ νοήματα ἀντικαθίστανται τότε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν θέα τοῦ ἀγαπωμένου. Τότε ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται, δηλαδὴ βλέπει τὸν Χριστὸ ἐν δόξῃ, και μετέχει στήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὑφίσταται μέθεξι Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἀντιμετωπίζουν τοὺς συνανθρώπους των μὲ βάση τὶς ἤδη διαμορφωμένες γι’ αὐτοὺς ἀντιλήψεις. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνος ποὺ ἀντικρύζει τὸν Χριστὸν κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, δηλαδὴ ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστὸς μὲ τὴν δεδοξασμένη Θεανθρώπινη Του φύσι, δὲν μπορεῖ νὰ κρατήση τότε στὸν νοῦ του κανένα ἀνθρώπινο νόημα ἢ προηγούμενη... γνώμη, ποὺ ἐνδεχομένως εἶχε σχηματίσει γιὰ τὸν Χριστό, διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως στὴν ὑλικὴ ἢ ἄϋλη δημιουργία, τίποτε τὸ κτιστὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ νὰ μοιάζη μὲ τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς δόξης τοῦ δεδοξασμένου Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον τώρα ἀντικρύζει.

Ἁπλῶς δέχεται τὸν Χριστὸ ὅπως τὸν βλέπει. Οὔτε νὰ Τὸν περιγράψη μπορεῖ οὔτε νὰ μιλήση γι’ Αὐτὸν μὲ ἀντικειμενικότητα μπορεῖ. Διότι δὲν ὑπάρχουν ἀνθρώπινες λέξεις, ποὺ νὰ μποροῦν νὰ περιγράψουν τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα τοῦ Χριστοῦ, τῆς θεϊκῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε τὸ ἑξῆς: Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως στὴν Χριστιανικὴ παράδοσι δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ κανενὸς εἴδους ἔκστασι. Δὲν εἶναι ἔκστασις οὔτε ἔχει νὰ κάνη μὲ τὸ λογιστικό τοῦ ἀνθρώπου μόνο, διότι κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως μετέχει ὅλος ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σῶμα του δηλαδή, μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις του ἐν πλήρει λειτουργία. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βλέπη τὸν Χριστὸν ἐν δόξῃ, βρίσκεται σὲ κατάστασι πλήρους ἐγρηγόρσεως. Ὁπότε δὲν βλέπει μόνο ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ βλέπει καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.

…Τὸ ἄκτιστο Φῶς, ὅταν ὀρᾶται, εἶναι πολὺ πιὸ φωτεινὸ σὲ ἔντασι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ διαφορετικῆς φύσεως ἀπὸ αὐτό. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Ἀλλὰ τὸ Φῶς αὐτὸ δὲν εἶναι κἂν φῶς, ὅπως τὸ ἐννοοῦμε, ὅπως τὸ γνωρίζομε ἐμεῖς τὸ φῶς. Γιατί; Διότι ὑπερβαίνει τὸ φῶς!

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται στὴν κατάστασι αὐτὴ τοῦ δοξασμοῦ, ὅταν παρέλθη ἡ ὅρασις τοῦ Φωτός, συνεχίζει νὰ συναναστρέφεται κανονικὰ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του, γιὰ ὅσο διάστημα συνεχίζεται αὐτὴ ἡ θεωτικὴ ἐνέργεια ἐπάνω του. Αὐτὸ τὸ βλέπομε καθαρὰ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Βλέπομε δηλαδὴ ὅτι, ὅταν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σὲ ὑπὲρ φύσιν κατάστασι, συνεχίζει νὰ συναναστρέφεται τοὺς ἄλλους γύρω του μὲ μόνη τὴ διαφορὰ ὅτι δὲν τρώγει, δὲν πίνει, δὲν κοιμᾶται, δὲν πηγαίνει γιὰ φυσική του ἀνάγκη κατὰ τὴν διάρκεια τῆς καταστάσεως αὐτῆς, διότι βρίσκεται σὲ ὑπὲρ φύσιν κατάστασι καὶ τὸν συντηρεῖ στὴν ζωὴ μόνη ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁπότε, ἂν αὐτὴ ἡ κατάστασις διαρκέση π.χ. 40 ἡμέρες καὶ 40 νύχτες, ὅπως συνέβη στὸν Μωϋσῆ στὸ ὅρος Σινά, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ τόσες ἡμέρες καὶ νύχτες δὲν κοιμᾶται, δὲν κουράζεται, δὲν τρώει, δὲν πίνει κλπ. Εἶναι δηλαδὴ ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ ἀδιάβλητα πάθη, τὰ φυσικὰ πάθη τοῦ σώματος. Καὶ τοῦτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε μία ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας τοῦ πεπτικοῦ συστήματος καθὼς καὶ τοῦ ὕπνου καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐπίγειος ἄγγελος. Κατὰ τὰ ἄλλα ὅμως συμπεριφέρεται ὅπως οἱ ἄλλοι. Περπατάει, μιλάει, συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἄλλους, μπορεῖ νὰ διδάσκη κλπ. καὶ ταυτόχρονα νὰ βρίσκεται καὶ στὴν κατάστασι αὐτή.




 

" ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ" , ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


 

"ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ " ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ


 

 

Μητρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης,

Για να δης τον ήλιο, πρέπει να έχης μάτια

 



Του μακαριστού επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη

«Καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2)


Σήμερα ἑορτὴ καὶ πανήγυρις, ἀγαπητοί μου. Ἑορτάζει ὄχι ἕνας ἅγιος ἀλλὰ ὁ βασι­λεὺς τῶν ἁγίων, ὄχι ἕνας δοῦ­λος ἀλλὰ ὁ Ἀφέντης, ὅπως λένε οἱ ἁπλοῖ, ποὺ δὲν ξέρουν γράμ­ματα μὰ νιώθουν τὴ θρησκεία μὲ τὴν καρδιά τους.

ῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ κ᾽ ἐκεῖ μοῦ λέει μιὰ ἁ­πλοϊκὴ γυναίκα· –Καλὰ τὰ λέτε σεῖς, ἀλλὰ νὰ δοῦμε καὶ τί λέει ὁ Ἀφέντης. –Ποιός Ἀ­φέν­της, τῆς λέω, ὁ ἄντρας σου; –Ποιός ἄντρας μου; ἕ­­νας εἶνε ὁ Ἀφέντης, ὁ Χριστός, ποὺ κυβερνᾷ τὰ σύμπαντα… Ἦταν πιστὴ γυναίκα.

Σήμερα λοιπὸν ἑορτάζει ὁ δεσπότης Χριστός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ αὐτὴ ἡ ἑορτὴ λέγεται δεσποτική, εἶνε ἑορτὴ τοῦ Δεσπότου.

Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ, νὰ μὲ καταλάβετε.

* * *

Τί ἔδειξε σήμερα ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου; Ἔδειξε τὴν «δόξαν» του. Τί θὰ πῇ «δόξα» του; Νά, ἄνοιξε μιὰ στιγμὴ τὸ παλάτι του καὶ φάνη­κε τὸ μεγαλεῖο του. Ἔχει παλάτι ὁ Χριστός!

Μοῦ ᾽λεγε κάποτε ἕνας βλάχος· –Ὅταν ζοῦ­­σε ὁ βασιλιᾶς Γεώργιος ὁ Β΄, εἶχε περάσει ἀ­π᾽ τὸ χάνι μου καὶ τοῦ ᾽δωσα κ᾽ ἔφαγε πεπόνι. Μετὰ τοῦ ἔγραψα καὶ μὲ δέχτηκε στὴν Ἀ­θήνα, κι ὅταν μπῆκα στὸ παλά­τι, ντρεπόμουν νὰ πατή­σω· τί χαλιά, τί ἔπιπλα! –Ἔμεινες πολὺ ἐκεῖ; –Ὄχι, μι­σὴ ὥ­ρα, ἀλλὰ μοῦ μένει ἀξέχαστο!…

Ὅπως λοιπὸν ἕνας βασιλιᾶς δέχεται γιὰ λίγο τοὺς ταπεινοὺς ὑ­πη­κόους του καὶ τοὺς μέ­νει ἀξέχαστο τὸ μεγαλεῖο του, ἔτσι κι ὁ ἀφέν­της ὁ Χριστὸς ἄ­νοιξε σήμερα τὸ παλάτι του, ἄ­φησε νὰ μποῦν μιὰ στιγμὴ οἱ τρεῖς μαθηταί του· κι αὐτοὶ τόσο θαμπώθηκαν, ποὺ δὲν τοὺς ἔκανε καρδιὰ νὰ φύγουν πιὰ ἀπὸ κοντά του.

Ἔδειξε τὴ «δόξα» του. Ποῦ τὴν ἔδειξε; Πάνω σ᾽ ἕνα βουνό, στὸ Θαβώρ. Ἐκεῖ στὴν κορυ­φὴ ἔγιναν σήμερα καταπληκτικὰ πράγματα.

Ὁ Χριστὸς ἐδῶ στὴ γῆ ἦταν σὰν ἕνας ἁ­πλὸς ἄνθρωπος. Ἂν τὸν ἔβλεπες, δὲν τοῦ ᾽δινες σημασία. Δὲν γεννήθηκε ἀπὸ πλού­σια μητέρα, δὲν ἔζησε σὲ παλάτια, δὲν εἶχε χρήματα, δὲν ντυνόταν στὰ μεταξωτά· φοροῦ­­σε ῥοῦ­χα ἁπλᾶ, χωριάτικα, ποὺ ὕφανε μὲ τὰ χέρια της στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία μας. Δὲν εἶχε ἅ­μαξα, οὔτε κἂν γαϊδουράκι. Τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων κάποιος τοῦ δάνεισε ἕ­να γαϊδουράκι, ἀ­νέβηκε στὴ ῥάχη του καὶ ἔτσι μπῆκε στὰ Ἰερο­σόλυμα. Ἦταν φτωχὸς – πάμ­πτωχος, συν­αναστρεφόταν καὶ κουβέντιαζε μὲ τοὺς φτωχοὺς χωριάτες, τοὺς ψαρᾶδες, τὰ μικρὰ παιδιά, τὶς ἁπλοϊκὲς γυναῖκες. Ποιός μποροῦ­σε νὰ κατα­λάβῃ ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Θεός; Κανείς.

Σήμερα ὅμως ἔδειξε τὴ δόξα του. Πῶς; Ἐν­ῷ συνωμιλοῦσε μὲ τοὺς τρεῖς ἀποστόλους, ξαφνικὰ ἡ μορφή του ἄλλαξε. «Ἔλαμψε», λέει τὸ εὐαγγέλιο, «τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥ­λιο καὶ τὰ ῥοῦχα του ἔγιναν ἄσπρα σὰν τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2), πιὸ λευκὰ κι ἀπὸ τὸ χιόνι. Καὶ μόνο αὐ­τό; Δεξιὰ κι ἀριστερά του παρουσι­άζονται δυὸ μεγάλοι προφῆτες, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ εἶχαν πεθάνει ὁ ἕνας 1.500 καὶ ὁ ἄλλος 900 χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Καὶ τώρα νάτοι ἐκεῖ ὁλο­ζώντανοι κου­βεντιάζουν μαζί του. Ὁ Πέτρος βλέποντας τὸ θαυμάσιο αὐτὸ θέαμα ἐνθουσι­άστηκε καὶ λέει· Κύριε, τί ὡραῖα εἶνε νὰ μείνουμε γιὰ πάντα ἐδῶ! ἂς φτειάξουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωυσῆ, καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία (βλ. Ματθ. 17,4). Καὶ ἐνῷ ἔ­λεγε αὐ­τά, τοὺς σκέπα­σε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο, καὶ μέσα ἀπὸ ᾽κεῖ ἀ­κούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανί­ου Πατρὸς νὰ λέῃ· «Οὗτός ἐ­στιν ὁ υἱός μου ὁ ἀ­γα­πητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (ἔ.ἀ. 17,5).

* * *

Ἀπ᾽ ὅλα τὰ περιστατικὰ τῆς Με­ταμορφώσεως, ἀγαπητοί μου, θὰ σταθοῦμε σὲ ἕνα. Γιατὶ ἂν θελήσουμε νὰ ποῦμε πολλὰ καὶ θεολο­γικά, θά ᾽νε δύσκολο. Ὅπως ἡ μάνα μασάει τὴν τρο­φὴ γιὰ νὰ μπορέσῃ τὸ παιδὶ νὰ τὴν καταπιῇ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς θὰ προσπαθήσουμε νὰ τὰ κάνουμε λιανά, γιὰ νὰ κατα­λάβετε κάτι ἀπὸ τὴν ἑορτή.

Λέει τὸ εὐαγγέλιο ὅτι «ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος», τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο. Ἂν παρατηρήσετε τὴν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως –γιατὶ ὅλα στὴν ἐκκλησία ἔχουν σημασία–, θὰ δῆτε ὅτι γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ζωγραφι­σμένος ἕνας κύκλος φωτεινός, ὁ Χριστὸς εἶ­νε μέσα σ᾽ ἕνα δίσκο ποὺ ἐκπέμπει ἀκτῖνες. Γιατί; Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύ­νης. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο ἐκεῖνο ποὺ εἰκονίζει καλύτερα τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ ἥλιος.

Τί εἶνε αὐτὸς ὁ ἥλιος; Δὲν τὸ σκεπτόμαστε· ἀνατέλλει, μὰ ποιός λέει «Δόξα σοι, ὁ Θεός»; Ὁ φυσικὸς ὁ ἥλιος φαίνεται σὰν μιὰ μπάλλα ἀπ᾽ αὐτὲς ποὺ παίζουν τὰ παιδιά, ἀλ­λὰ εἶνε ἕ­να τεράστιο πύρινο σῶμα, ἕνα ἀστέρι ὅλο φωτιά. Πῶς καίει; μὲ βενζίνα, μὲ κάρβου­νο, μὲ πυρηνικὴ ἐνέργεια; Μυστήριο. Καίει χιλιάδες τώρα χρόνια, κ᾽ ἔχει θερμοκρασία 6 – 7 χιλιάδες βαθμούς. Ἂν πέσῃ πάνω του ἕνα βου­νό, τὸ λειώνει· ἂν πέσῃ ἄνθρωπος, γίνεται ἀ­τμός – ποῦ νὰ πλησιάσῃ καν­εὶς ἐκεῖ! Πῶς στέκεται ἐκεῖ πέρα; Ποιός τὸν ἔφτειαξε, ποιός τὸν δημι­ούργησε; Ὁ Θεός! δὲν ὑπάρχει ἄλ­λη ἀπάντησι· φτάνει ὁ ἥλιος ν᾽ ἀποδείξῃ τὴν ὕπαρξί του.

Κάποιος φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς πῆγε σ᾽ ἕνα χωριὸ καὶ ἔλεγε στοὺς χωρικούς· Τώρα πιὰ ἡ ἐπιστήμη ἀπέδειξε, ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός… Τὴν ὥρα ἐκείνη περνοῦσε ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνας πα­πᾶς ὀλιγογράμματος μὰ πιστός, καὶ τοὺς ρωτάει· –Τί λέει αὐτὸς ἐδῶ; –«Ποιός τὸν εἶδε», λέει «τὸ Θεό;». –Ἔτσι ἔ;… Ἦταν μεσημέρι, Ἰ­ού­λι­­ος μήνας, ὁ ἥλιος ἔλειωνε τὶς πέτρες. Πλησιάζει ὁ παπᾶς τὸ νεαρὸ καὶ τοῦ λέει· –Ἔλα, σὲ παρακαλῶ, ἀνέβα σ᾽ αὐτὸ τὸ πεζούλι καὶ κοίταξε τὸν ἥλιο. –Τί λές, παππούλη, τὸν ἥ­­λιο νὰ κοιτάξω; στραβώθηκα! –Ἄ λοιπόν, τὸν ἥ­λιο δὲν μπορεῖς νὰ τὸν δῇς, καὶ ἔχεις τὴν ἀξί­ωσι νὰ δῇς Ἐκεῖνον ποὺ ἔκανε τὸν ἥλιο;…

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔχει μιὰ θαυμάσια ὁμιλία στὴ σημερινὴ ἑορτή. Ἐκεῖ λέει τὸ ἑξῆς. Ὅ,τι εἶνε ὁ ἥλιος στὴ φυσικὴ ζωή, αὐ­τὸ εἶνε ὁ Χρι­στὸς στὴν πνευματικὴ ζωή· εἶνε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἥλιος διώχνει τὸ σκο­τάδι ἀπὸ τὴν πλάσι, καὶ ὁ Χριστὸς διαλύει τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁ­μαρτία ἀπὸ τὶς καρδιές.

Ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸν ἥ­λιο χρειάζονται μάτια· ἕνας τυφλὸς δὲν βλέπει τίποτα. Ἔτσι καὶ γιὰ νὰ δῇ κάποιος τὸ Χριστό, πρέπει νά ᾽χῃ μάτια. Ὄχι τὰ μάτια αὐτά, τὰ φυσικά· τέτοια ἔ­χουν καὶ τὰ ζῷα. Κι αὐτὰ τὰ μάτια βέβαια ἔ­χουν ἀξία, ἀλλὰ μικρή. Ποιός ἔχει μάτια πνευματικά, ὅπως ἔχουν οἱ ἅγιοι! ποιός ἔχει μάτια σὰν τῶν ἁγίων ἀποστόλων, τοῦ ἁγίου Νικολά­ου, τῆς ἁγίας Βαρβάρας, τῆς ἁγίας Ἑλένης…!

Ρωτᾶτε, ποιός ἔχει τὰ μάτια αὐτά; Ὅποιος πιστεύει, ὅποιος ζῇ σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅποιος ἔχει καθαρὴ τὴν καρδιὰ κατὰ τὸ λό­γο τοῦ Χριστοῦ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρ­δίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Νά ποιός μπο­ρεῖ νὰ δῇ τὸ Θεό.

Τώρα ἐμεῖς; Ἀλλοίμονο, θὰ μᾶς κάψῃ ὁ Θεός. Φωνάζω καὶ λένε μερικοὶ ὅτι μιλάω αὐστηρά. Πιστέψτε με, ἀδέρφια μου· ὅ,τι λέω, τὸ λέω πρῶτα γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Φύγαμε μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Θεό. Ἄλλοτε τὴν Κυριακὴ ἦταν ὅλοι στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ὥ­ρα τῆς λειτουργίας, ὅταν ὁ παπᾶς κρατοῦσε τὰ ἅγια, –δὲν εἶνε ψέ­μα– ἔ­βλεπαν τὸ Χριστό, ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, βούιζαν τ᾽ αὐτιά τους ἀπὸ οὐράνιες φωνές! Τώρα, ὅπως μπαίνουμε ἔτσι καὶ βγαίνουμε· μαῦροι μπαίνουμε μαῦροι καὶ βγαίνουμε. Γιατί; γιατὶ δὲν ἔχουμε τὰ πνευματικὰ μάτια.

* * *

Καὶ μιὰ ἀκόμη παρατήρησι, ἀγαπητοί μου. Βλέπετε τόν ἥ­λιο; τί ἡλικία ἔχει; Ἄλ­λοι λένε μερι­κὲς χιλιάδες, ἄλλοι λένε μερικὰ ἑκατομμύρια χρόνια. Τὸ βέβαιο εἶνε, ὅτι θά ᾽ρθῃ μιὰ μέρα ποὺ ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ· τὸ βεβαιώνει ἡ Γραφή (βλ. Ματθ. 24,29), τὸ λέει ἀκόμη καὶ ἡ ἐπιστήμη. Ἐνῷ ὅμως ὁ ἥλιος αὐτὸς θὰ σβήσῃ, κάποιος ἄλλος ἥλιος δὲν θὰ σβήσῃ· ὁ πνευματικὸς ἥ­λιος, πού ᾽νε ὁ Χριστός, δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.

Πρὶν πολλὰ χρόνια ἤμουν στὴ Θεσσαλονίκη καὶ βλέπω ξαφνικὰ κάποιον νὰ τρέχῃ φωνάζοντας «Θὰ σβήσω τὸν ἥλιο!…». Δὲν εἶχε τὰ λογικά του. Σκαρφάλωσε σὲ μιὰ κολώνα κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἔφτυνε τὸν ἥλιο, μέχρι ποὺ ἦρθε ἡ πυροσβεστικὴ καὶ τὸν κατέβασε. Ταλαίπωρος αὐτός! μὰ πιὸ ταλαίπωροι κάποιοι ἄλλοι ποὺ λένε «Θὰ καταρ­γήσουμε τὴ θρησκεία, θὰ σβή­σουμε τὴν Ἐκκλησία». Ὅσο μπόρεσε ἐκεῖνος νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο μὲ τὸ σάλιο του, τόσο θὰ μπορέσουν κι αὐτοὶ νὰ σβήσουν τὸ Θεό. Μιὰ μέρα καὶ τὰ ἄστρα καὶ ὁ ἥλιος καὶ ὅλα θὰ σβήσουν· ἕνας θὰ μείνῃ, ἀδέρφια μου, ὁ ἥλιος Χριστός, ποὺ ποτέ δὲν θὰ βασιλέψῃ.

Νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ὅταν σβήσῃ αὐτὸς ὁ κόσμος, οἱ ψυχές μας νά ᾽νε κοντὰ στὸ Θεό· κι ὅταν φύγουμε ἀπὸ τὴ μάταιη αὐτὴ ζωὴ κι ἀ­νεβοῦμε στὰ γαλάζια παλάτια τ᾽ οὐρανοῦ, νὰ δοῦμε ἐκεῖ τὸ Χριστὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέ­λους αἰωνίως νὰ τὸν ὑμνοῦμε.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Πρώτης – Φλωρίνης τὴν 6-8-1970