Σάββατο, Σεπτεμβρίου 14, 2024

 

Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ

ΣΤ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ



Του Πρωτοπρ. Αναστασίου Κ. Γκοτσόπουλου


Μαζί μέ τή μεγάλη ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στίς 14 Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μας τίμησε καί μία δεύτερη «ὕψωση».

Τήν ὕψωση τῆς ἀληθείας τῆς Πίστεώς μας κατά τῆς πλάνης καί τοῦ ψεύδους.

Ὅπως διαβάσαμε στό συναξάριο τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν 170 Ἁγίων Πατέρων πού καταδίκασαν τήν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ.

Οἱ ἑορτές τῆς μνήμης τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν εἶναι μία ἁπλή ἐνθύμηση ἑνός γεγονότος, ἀλλά κυρίως ὑπενθύμιση τῆς ζωντανῆς παρακαταθήκης στήν ἁγιοπνευματική πορεία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἐπειδή ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὑποβιβάζει ἀναγκαστικά τήν ἑορτή πρός τιμήν τῆς Ἁγίας καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά νά τιμηθεῖ πρεπόντως ἡ ἑορτή, οἱ Πατέρες ὅρισαν νά μετατίθεται κατά τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν Ὕψωση (Τυπικό Ἁγ. Συμεών Θεσσαλονίκης). Ἔτσι καί ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὅπως καί ἡ Α΄, ἡ Δ΄ καί ἡ Ζ΄ τιμῶνται κατά τήν ἀναστάσιμη καί πανηγυρική ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.

Πρίν ἐμβαθύνουμε στήν ἐκκλησιολογική διάσταση τῆς Στ΄ Ὄικουμ. Συνόδου, ἄς δοῦμε κάποια ἱστορικά στοιχεῖα : συνεκλήθη τό Νοέμβριο τοῦ 680 μ.Χ. στό Παλάτι, ἐν Τρούλλῳ, στήν Κωνσταντινούπολη μέ τή συμμετοχή 170 Πατέρων ἀπό Ἀνατολή καί Δύση.

Ἡ Σύνοδος ἐπανέλαβε τή θεολογική διατύπωση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί θεολόγησε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, σέ μία Ὑπόσταση (ἕνα πρόσωπο), εἶναι Θεάνθρωπος.

Στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἑνώνεται ὑποστατικά, σέ ἕνα πρόσωπο δηλαδή, στό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀχωρίστως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀσυγχύτως.

Ἐπίσης, ἐδογμάτισε ὅτι ἐπειδή ὁ Χριστός ἔχει τέλειες τίς δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, ἔχει καί δύο φυσικές θελήσεις καί δύο ἐνέργειες (θεία καί ἀνθρώπινη), ὅπως προκύπτει καί ἀπό τίς ἴδιες τίς Εὐαγγελικές διηγήσεις.

Δηλαδή, στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου διασώζεται πλήρως ἀκέραιη καί ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη θέληση καί ἐνέργεια.

Ἡ Σύνοδος τῶν Ἁγίων Πατέρων κατεδίκασε τή χριστολογία των Μονοθελητών, οἱ ὁποῖοι κήρυτταν ὅτι ὁ Χριστός ἔχει μόνο μία, τή θεία θέληση καί ἐνέργεια, καί ὄχι τήν ἀνθρώπινη, μέ ἄλλα λόγια δέν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος.

Ἡ Ἕκτη Σύνοδος οὐσιαστικῶς δικαίωσε τή θεολογία καί τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγ. Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καί ἰδιαιτέρως τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662), ἦταν ἀρχικά Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Χρυσουπόλεως κοντά στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀγωνίσθηκε γιά πολλά χρόνια χωρίς «ἀνώτερη» ἐκκλησιαστική ὑποστήριξη, τή στιγμή πού τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας) εἶχαν ἀποδεχθεῖ τήν αἵρεση κάτω ἀπό πίεση τοῦ μονοθελήτου Αὐτοκράτορα Κώνσταντος Β΄ (641-668).

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος, χωρίς νά κατέχει κάποια ἰδιαίτερη θέση στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία - ἦταν ἕνας ἁπλός μοναχός, οὔτε κἄν ἱερέας - ὕψωσε τό θεολογικό του ἀνάστημα , ἕνας αὐτός, ἐναντίον ὅλης τῆς «ἐπισήμου Ἐκκλησίας».

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὑπῆρξε «μέγιστος θεολόγος, ὁ ὁποῖος ἐσφράγισε μέ τό ἀγωνιστικό του σθένος καί τήν πλούσια συγγραφική του προσφορά τή θεολογική ἀναίρεση τῆς μονοθελητικῆς αἱρέσεως».

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος μέ τόν πιστό του μαθητῆ καί συναγωνιστῆ, τόν ἱερέα Ἀναστάσιο, περιῆλθε γῆ καί θάλασσα ἀπό τήν Κπολη μέχρι τή Ρώμη γιά νά προασπιστεῖ τήν Ἀλήθεια καί νά πετύχει συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν Σύνοδο στήν Ρώμη ὑπό τόν Ὀρθόδοξο πάπα  Ἅγιο  Μαρτίνο τόν Ὁμολογητή.

Ἐπιστρέφοντας στήν Κωνσταντινούπολη συνελήφθη, ὑπέστη φρικτά βασανιστήρια (τοῦ ἔκοψαν τή γλῶσσα καί τά δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του) καί πέθανε μετά ἀπό πολλές κακουχίες στήν ἐξορία.

Δέν ἔζησε γιά νά παραστεῖ στήν Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅμως διά τῶν μαρτυρικῶν του ἀγώνων ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί διά τῆς θεοπνεύστου θεολογίας του ἀποτέλεσε τόν ἐμπνευστή καί τό θεμέλιο αὐτῆς τῆς Συνόδου.

Τά ἴδια βασανιστήρια μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο ὑπέστη καί ὁ συναγωνιστής τοῦ ἱερέας Ἀναστάσιος καί οἱ μαθητές του Θεόδωρος, Εὐπρέπειος καί Ἀναστάσιος μοναχός, τήν μνήμη τῶν ὁποίων  20 Σεπτεμβρίου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας.

Ὅπως διαβάζουμε στό συναξάριο τῆς ἑορτῆς, ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδίκασε ὡς αἱρετικούς ἑπτά (7) πατριάρχες καί ἄλλους ἐπισκόπους. Ἀναθεματίστηκαν, καθαιρέθηκαν καί ἐκδιώχθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς αἱρετικοί:

ὁ πάπας Ρώμης Ὀνώριος (625-638)

οἱ τέσσερις Οἰκουμενικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (610-638), Πύρρος (638-641, 654), Παῦλος Β΄ (641-653) καί Πέτρος (654-666),

ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κῦρος (630-642),

ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος (650-685), καί

οἱ ἐπίσκοποι Στέφανος, Πολυχρόνιος καί Κωνσταντῖνος.

Ἡ Σύνοδος δικαίωσε μετά θάνατον τόν ἁπλό μοναχό Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν ὁποῖο εἶχαν καταδικάσει οἱ ἀνωτέρω αἱρετικοί μεγαλοσχήμονες ἐπίσκοποι καί πατριάρχες.

Ἄς προσέξουμε στό σημεῖο αὐτό ἀδελφοί:

 Ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μᾶς δίνει ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα μαθήματα Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, πού δυστυχῶς λησμονοῦμε σήμερα: Ἡ Ἐκκλησία δέν συγκροτεῖται μόνο ἀπό τούς πατριάρχες, τούς ἐπισκόπους καί τούς κληρικούς ἐν γένει. Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὄντως οἱ ἀξιωματοῦχοι Της.

Εἶναι, πρέπει νά εἶναι, οἱ Πατέρες καί Ποιμένες τῆς «λογικῆς ποίμνης» πού φέρουν τόν ὑπέρτατο βαθμό τῆς ἱερωσύνης ὡς διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Εἶναι, πρέπει νά εἶναι, οἱ ἐκφραστές τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί διασώζουν, πρέπει νά διασώζουν καί νά μεταδίδουν ἀνόθευτη τήν εὐαγγελική, ἀποστολική καί πατερική διδασκαλία.

Αὐτό εἶναι τό πρώτιστο καί ὑψηλότερο ἔργο καί ἡ κύρια ἀποστολή τους.

Γι’ αὐτό καί κάθε ἐπίσκοπος, ὄχι ὁ ἱερέας καί ὁ διάκονος, μόνο ὁ ἐπίσκοπος, κατά τή στιγμή τῆς χειροτονίας του ὁμολογεῖ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ὑπόσχεται ὅτι θά κρατήσει καί θά μεταδώσει ἀκέραιη καί ἀνόθευτη τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι καί σέ κάθε Θ. Λειτουργία στήν ἱερότερη στιγμή της εὐχόμαστε καί προσευχόμαστε, καί πρέπει νά προσευχόμαστε μέ ἰδιαίτερη θέρμη γιά τόν ἐπίσκοπό μας, νά μᾶς τόν χαρίζει ὁ Θεός «ὀρθοτομούντα τόν λόγον τῆς αὐτοῦ ἀληθείας»!

Οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν, λοιπόν, τήν ὑπερέχουσα, τήν πολύ ὑψηλή θέση, τή μοναδική ἀποστολή μέσα στήν Ἐκκλησία μας.

Συγχρόνως ὅμως εἶναι καί μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας πού μόνη κεφαλή ἔχει τόν Θεάνθρωπο Χριστό.

Ἐάν ἡ συμπεριφορά τους ἤ οἱ διδασκαλίες τους εἶναι ἀνάρμοστες πρός τήν Κεφαλή - καί συνεπῶς πρός ὅσα θέσπισαν οἱ Ἅγιοι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι - τότε μέ συνοδική ἀπόφαση ἀποκόπτονται ἀπό τό σῶμα ὡς μολυσμένα μέλη.  

Καί ὁ ἐπίσκοπος καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ὁ πατριάρχης μπορεῖ νά σφάλει καί ὑπόκειται καί αὐτός στήν ἐκκλησιαστική κρίση.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἀναγνωρίζουμε κανένα πάπα, οὔτε ἔχουμε κανέναν ἀλάθητο καί ὑπεράνω κριτικῆς.

Ἐάν κάποιος, ὅποιος καί ἄν εἶναι αὐτός, εἴτε ἱερέας, εἴτε ἐπίσκοπος, ἀκόμα καί πατριάρχης, ἐάν μέ τά λόγια του καί τίς ἐνέργειές του παρεκκλίνει ἀπό τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων μας ἀποκόπτεται ὡς ἐπικίνδυνο καί μολυσμένο μέλος γιά νά μήν μεταδώσει τόν μολυσμό τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί στά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἱστορία καί ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς ἔχει ἐπιφορτίσει μέ τήν ἱερή ὑποχρέωση, ἀνάλογα μέ τό χάρισμα καί τή θεολογική του κατάρτιση ὁ καθένας μας, νά ἐνδιαφερόμαστε καί νά ἀγωνιοῦμε γιά τά θέματα πίστεως καί, ἄν ἔχουμε τή δυνατότητα καί τίς γνώσεις, μέ τόν δέοντα σεβασμό, τήν ἀναγκαία νηφαλιότητα ἀλλά καί μέ παρρησία καί εἰλικρίνεια νά ἐπισημαίνουμε τίς ἐκτροπές.

Αὐτό ἔκαναν πάντοτε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ Ἅγιοι. Αὐτό ἔκανε καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

Ἁπλός μοναχός αὐτός, ἀψήφησε ὄχι μόνον τήν κοσμική, αὐτοκρατορική ἐξουσία, ἀλλά καί πατριάρχες καί ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του, μέ τούς ὁποίους διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. δέν τούς ἀποδεχόταν ὡς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὡς λύκους βαρεῖς, ἀφοῦ δυστυχῶς αὐτοί πρῶτοι εἶχαν περιφρονήσει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση.

Ἀσφαλῶς δέν διακατεχόταν ἀπό αὐθάδεια ἤ φανατισμό. Ἤξερε νά ὑπακούει καί νά ταπεινώνεται πρωτίστως ἐνώπιον τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν.

Τιμοῦσε καί σεβόταν ὑπέρμετρα - ὅπως κάθε ἅγιος - τήν ἱερωσύνη καί τούς ταγούς τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως εἶχε τήν διάκριση νά ἀντιτίθεται καί νά διακόπτει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, ὅταν αὐτοί οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀντιταχθεῖ στό Θεῖο θέλημα.

Ἐκεῖ ἔχει ἐφαρμογή τό ἀποστολικό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις». Τότε ἀπαιτεῖται ὁμολογία.

Ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη του στόν Θεό ἔκανε τόν Ἅγιο ἀδιαπραγμάτευτο σέ θέματα Πίστεως.

Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα περιστατικό πού διασώζεται ἀπό τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγ. Μαξίμου: Ὅταν σέ ἀνάκριση μετά τήν πρώτη τοῦ ἐξορία ὁ αἱρετικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πέτρος του εἶπε νά ἑνωθεῖ μέ τήν Καθολική (παγκόσμια) Ἐκκλησία πού εἶχε δεχθεῖ τήν αἵρεσι, διότι τελικά, «ποιός εἶσαι ἐσύ ἕνας ἁπλός καλόγερος νά ἐναντιώνεσαι σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία;» ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Ὁ Θεός τῶν ὅλων (ὁ Χριστός), μακαρίζοντας τόν Πέτρο, εἶπε ὅτι Καθολική Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀρθή καί σωτήριος ὁμολογία τῆς πίστεως σ' Αὐτόν (καί ὄχι ἡ ἑνότητα μέσα στήν αἵρεση, μέσα στήν ψευδῆ πίστη)».

Γι’ αὐτή τή σταθερότητα τῆς ὁμολογίας του ὁ Ἅγιος ὑπέστη πολλούς διωγμούς καί μαρτύρια καί στό τέλος θυσίασε καί τήν ἴδια του τή ζωή, ἀλλά ἦλθε ὁλόκληρη Οἰκουμενική Σύνοδος καί τόν δικαίωσε πανηγυρικά, γιατί πάνω στή θεολογία τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ Μαξίμου στηρίχτηκε γιά νά καταδικάσει τούς 7 μεγαλοσχήμονες πατριάρχες !

Ἀξίζει, ἐπίσης, νά σημειώσουμε ὅτι ἡ καταδίκη τοῦ πάπα Ὀνωρίου ἀπό τήν Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, καθώς καί ἡ καταδίκη τοῦ πάπα Βιγιλίου ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀποδεικνύουν περίτρανα ὅτι εἶναι ἐκκλησιολογικά ψευδής καί ἱστορικά ἀνεπέρειστος καί ἀπαράδεκτος ὁ ἰσχυρισμός τῶν παπικῶν περί τοῦ ex cathedra ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, ἕνα καινοφανές δόγμα πού ἐπινόησε ὁ παπισμός μόλις τό 1879!

Ἀγαπητοί, ἄς προσέξουμε: στήν Ἐκκλησία μας τό κάθε μέλος ἔχει τή δική του διακονία καί καλεῖται νά ἀξιοποιήσει τό δικό του χάρισμα. Ὑπάρχει ὅμως μία διακονία-ὑποχρέωση τήν ὁποία ἔχουμε ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ καθένας μας ἀνάλογα μέ τό χάρισμα καί τή θέση του, ἀπό τούς πατριάρχες μέχρι τόν τελευταῖο πιστό: καί αὐτή εἶναι ἡ ἀγωνία γιά τή διαφύλαξη τῆς παραδοθείσης πίστεως.

Τό 1848, σέ μία ἱστορική κοινή τους δήλωση πανορθοδόξως οἱ τέσσερις Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἀπάντησαν στίς παπικές ἀξιώσεις, συγκεφαλαιώνοντας τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία: «σέ μας, γράφουν στόν πάπα, φύλακας τῆς πίστεως δέν εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλά ὁ λαός τοῦ Θεοῦ», δηλ. οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς καί ὅλοι οἱ πιστοί ἑνωμένοι διασώζουμε τήν ἀλήθεια τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθόδοξης πίστης.

Εἶπα πρό ὀλίγου ὅτι «ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μᾶς δίνει μαθήματα Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας, πού δυστυχῶς λησμονοῦμε σήμερα».

Πολλοί πιστοί νομίζουν λανθασμένα ὅτι Ἐκκλησία εἶναι μόνο ὁ πατριάρχης καί οἱ κληρικοί καί ὅ,τι αὐτοί διδάσκουν εἶναι ἀλάνθαστο καί δέν ἐπιτρέπεται ἡ παραμικρή κριτική στίς θεολογικές τους ἀπόψεις γιά θέματα πίστεως!

Μιά τέτοια ἀντίληψη εἶναι ξένη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν παπική ἐκκλησιολογία. Μόνο ὁ Πάπας λέει ὅτι ὅ,τι διδάσκω ἐγώ ex cathedra εἶναι σωστό καί ἀλάνθαστο!

Ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδικάζοντας 7 Πατριάρχες ξεκαθάρισε τά πράγματα καί φωνάζει καί σέ μᾶς σήμερα:

Προσέξτε, μᾶς λέει, κριτήριο γιά τό ἄν κάποιος φρονεῖ ὡς πραγματικός Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν ἀποτελεῖ ἡ θέση τήν ὁποία κατέχει στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ πιστότητά του στήν τήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.

Κανένας δέν εἶναι ἀλάθητος, κανένας δέν εἶναι ὑπεράνω κριτικῆς σέ θέματα πίστεως.

Ἀλίμονο σέ ὅποιον συστηματικά περιφρονεῖ τήν παράδοση τῶν Ἁγίων, ὅποιος καί ἄν εἶναι αὐτός, ἀκόμα καί ἱερέας καί ἐπίσκοπος καί ἀρχιεπίσκοπος καί πατριάρχης!

Εὔχεσθε, παρακαλῶ, ἀγαπητοί, καί προσεύχεσθε ὁ Θεός μέ τίς πρεσβεῖες τῶν Ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων της Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νά φωτίζει ὅλους μας καί ἰδιαιτέρως ἐμᾶς τούς κληρικούς, ἱερεῖς, ἐπισκόπους καί πατριάρχες νά τηροῦμε καί νά μεταδίδουμε ἀνόθευτη τήν παρακαταθήκη τῆς πίστεώς μας.