Ποιος από μας
μπορεί να βάλει το χέρι του εκεί πάνω στη φλόγα του αναμμένου κεριού και να το
αφήσει επί πέντε λεπτά; Δεν μπορούμε. Και γιατί άλλοι έμπαιναν στην αναμμένη
κάμινο και περπατούσαν μέσα στις φλόγες σαν σε ωραίο περιβόλι;
Οι άγιοι μάρτυρες πώς μπόρεσαν να μπουν μέσα στα πυρωμένα
τηγάνια, πάνω στις σούβλες, στους τροχούς, στα άλλα τρομερά βασανιστήρια, που
εμείς ούτε να ακούσουμε δεν μπορούμε; Εμείς λίγο να κακοπαθήσουμε, μια μέρα, δυο να νηστέψουμε, φοβόμαστε
μην αρρωστήσουμε, μην αδυνατίσουμε, και δειλιάζουμε. Οι άγιοι Πατέρες πώς
έκαμαν εκείνους τους φοβερούς αγώνες υστερούμενοι, θλιβόμενοι,
κακουχούμενοι, πάνω στα βουνά, μέσα στις σπηλιές; Γιατί μπορούσαν και
τα υπέμεναν όλα αυτά; Διότι ήσαν θωρακισμένοι με την ακλόνητη αγάπη προς τον
Θεό· ήσαν πυρωμένοι από τον θείο έρωτα, και γι’ αυτό, όσο
διάστημα ήθελε ο Θεός, τους άφηνε και αισθάνονταν τις τιμωρίες και τους πόνους·
κατόπιν τους έδινε τη χάρη του και δεν τα είχαν πλέον για τίποτα.
Αλλά μήπως ο
Θεός άλλαξε τώρα; Γιατί να μη μας δίνει τη χάρη του να τα κάνουμε και εμείς
αυτά; Δεν άλλαξε ο Θεός· αλλά εμείς, αντί την ακλόνητη πίστη και τη θερμή αγάπη
που είχαν προς τον Θεό εκείνοι, αντί την απάρνηση του εαυτού τους και τις άλλες
αρετές που είχαν εκείνοι, εμείς έχουμε τη φιλαυτία, τη φιληδονία, τον θυμό, την
οργή, την υπερηφάνεια, την κενοδοξία· είμαστε ταραχοποιοί, σκανδαλοποιοί,
είμαστε ψυχροί προς την αρετή και πάντοτε ο νους μας είναι προς το κακό. Πώς να
βάλουμε λοιπόν το χέρι μας στη φωτιά και να το υπομείνουμε; Ούτε στον ήλιο δεν
μπορούμε να το βάλουμε.
Αλλά μήπως,
επειδή εμείς είμαστε τέτοιοι, ο Θεός μάς λησμονεί; Μήπως δεν θέλει να μας
βοηθήσει; Θέλει και το επιθυμεί· εμείς όμως φεύγουμε μακριά του. Εκείνος είναι
παρών και έτοιμος να μας δώσει βοήθεια· θέλει όμως να του τη ζητούμε. Εμείς την
περιφρονούμε, γι’ αυτό και Εκείνος βλέπει από μακριά και δεν μας βοηθεί.
Άραγε δεν
υπάρχει κανένας τρόπος να μη χαθούμε και εμείς; Δεν υπάρχει κανένα μέσον να
μπορέσουμε κάτι να κάνουμε και εμείς, ώστε να φέρουμε το έλεος του Θεού και να
αποφύγουμε τις μεγάλες τιμωρίες και τα βάσανα της αιωνίου κολάσεως; Θα μου
πείτε αυτό. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Να απελπιστούμε; Σας απαντώ με το
αχρείο μου στόμα και με τη λίγη μου γνώση: να υψώσουμε τα χέρια μας στον ουρανό
και να πέσουμε πρηνηδόν με την ταπεινοφροσύνη· να κλάψουμε, να θρηνήσουμε, να
ικετεύσουμε τον Θεό, να γνωρίσουμε την αθλιότητά μας και να συντρίψουμε
τον εαυτό μας.
Αφού δεν
έχουμε την πανοπλία του Θεού να κάνουμε αρετές, να έχουμε τουλάχιστον την
ταπεινοφροσύνη· και έτσι θα ισομετρηθούν οι μεγάλοι κόποι και αγώνες των
παλαιών με τα λίγα δικά μας. Άλλος έχυσε αλύπητα το αίμα του· άλλον τον πέταξαν
μέσα στη θάλασσα· άλλος ταλαιπωρήθηκε χρόνια πολλά μέσα στην έρημο με την
άσκηση· άλλος κατακόπηκε μεληδόν τις σάρκες του· όλα αυτά θα τα
αναπληρώσουμε εμείς με την ταπεινοφροσύνη.
Έξαφνα έρχεται
ένας και σου λέει κάτι· ο λόγος εκείνος σου δίνει μια σουβλιά μέσα στα εντόσθιά
σου· μη μιλήσεις· πέσε πρηνηδόν να κερδίσεις. Άλλος σε υβρίζει· σου λέει λόγια,
τα οποία κατακαίουν την ψυχή σου, μαραίνουν την προθυμία σου, σε σουβλίζουν και
διαπερνούν την καρδιά σου. Σιώπησε· μη μιλήσεις· πέσε πρηνηδόν, να περάσει το
βέλος από πάνω σου. Κλίνε τον αυχένα· σκύψε την κεφαλή σου να μη σε βλάψει το
βέλος· και ο Θεός για την ταπείνωσή σου αυτή θα σου δώσει τον μισθό που έδωσε
σ’ έναν άλλο που αγωνίσθηκε με μεγάλους αγώνες και μαρτύρια.
Εμείς,
αδελφές, λίγο να κακοπαθήσουμε, αρρωστούμε· πώς μπόρεσαν αυτοί οι άνθρωποι
γυμνοί πάνω στα βουνά, μέσα στα χιόνια, μέσα στις βροχές, μέσα στον καύσωνα,
χωρίς σπίτι, χωρίς φωτιά, χωρίς ζεστό, χωρίς καμιά παρηγοριά; Σώμα ασθενές
είχαν και αυτοί σαν εμάς και έκαναν πράγματα που τα θαύμασαν και οι ασώματοι
άγγελοι. Εμείς οι ταλαίπωροι δεν μπορούμε ούτε να πλησιάσουμε σ’ αυτά· μπορούμε
όμως να πέσουμε κάτω, στην ταπεινοφροσύνη· να γίνουμε νεκροί και να βάλουμε
μέσα στον τάφο τον εαυτό μας· ώστε ό,τι και αν μας συμβαίνει, να το υπομένουμε.
Πρέπει όμως,
αδελφές, να κάνουμε αυτά, που ανήκουν στη θέση μας· διότι ποιος είναι αυτός που
τολμά να ζητά πληρωμή, χωρίς να εργασθεί; Αυτός που δεν δούλεψε πληρώνεται
ποτέ; Ποτέ! Αν λείπει και από εμάς η εργασία η πνευματική, αν λείπει η
ταπείνωση, αν λείπει η υπομονή, έργα αρετής δεν ημπορούν να γίνουν και καμία
πληρωμή δεν θα λάβουμε.
Να μη φανούμε
λοιπόν και εμείς αχάριστοι απέναντι σ’ έναν τέτοιον ευεργέτη· να σηκώσουμε και
εμείς τον σταυρό, όπως τον σήκωσε και Εκείνος με προθυμία και χαρά. Ο
σταυρός είναι τα βάσανα, οι στεναχώριες, οι πίκρες, οι καημοί, που έχει κάθε
άνθρωπος. Φτώχεια, στεναχώρια, βάσανα υποφέρει σήμερα, αδελφές, ο κόσμος
δεινώς. Οι δυστυχίες, που βασανίζουν σήμερα την ανθρωπότητα, είναι
φοβερές· δεν λέγονται οι συμφορές του κόσμου στη σημερινή εποχή. Να
σκεφθούμε μόνον τι σπαραγμό αισθάνονται οι μάνες, όταν φεύγουν τα παιδιά τους
και πηγαίνουν άλλα πάνω στα βουνά, άλλα στον πόλεμο, άλλα εδώ και άλλα εκεί. Τα
χάνουν από μέσα από την αγκάλη τους και δεν ξέρουν, αν θα τα ξαναδούν. Ακούμε
εκατοντάδες, χιλιάδες, να σκοτώνονται καθημερινώς· αλύπητα χύνεται το αίμα.
Πώς; Η οργή του Θεού έχει παραλάβει τον κόσμο· και ποιο είναι το αίτιο;
Οι αμαρτίες μας. Τσιτσιρίζεται η καρδιά της δυστυχισμένης μάνας· σφάζονται
από τον πόνο τα εντόσθιά της και δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Πάντοτε η
ανθρωπότητα πάσχει από πόνους και βάσανα· αλλά η σημερινή κατάσταση δεν υπήρξε
ποτέ. Εσείς όμως, χάρη στον Θεό, από όλα αυτά είσθε απαλλαγμένες· καμία
φροντίδα και μέριμνα δεν έχετε· μόνον για την ψυχή σας έχετε να φροντίσετε· εάν
δεν το κάμνετε, θα έχει να σας ζητήσει λόγο ο Θεός την ώρα της κρίσεως…
(17 Απριλίου
1948)
Από το
περιοδικό «Ορθ. Φιλόθεος Μαρτυρία», Διδαχές από άγιες μορφές, Εκδ. Ορθόδοξος
Κυψέλη, σελ. 21.
Το 2025 είναι ένας σημαντικός ιστορικός σταθμός για
την Ορθόδοξη Εκκλησία μας διότι, όπως όλοι γνωρίζουμε, τη χρονιά αυτή
συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, (325).
Με αφορμή το επετειακό αυτό γεγονός επανέρχεται για μια ακόμη φορά στο
προσκήνιο της εκκλησιαστικής επικαιρότητος από οικουμενιστικούς κύκλους του
Φαναρίου η προσπάθεια καθιερώσεως κοινού εορτασμού του Πάσχα με τους
ετεροδόξους, αλλά και ο από κοινού μ’ αυτούς εορτασμός των 1700 χρόνων από την
Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Χωρίς αμφιβολία η Σύνοδος αυτή
θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες Συνόδους της Εκκλησίας μας όχι μόνο για
το αντιαιρετικό της έργο, αλλά και διότι αποτέλεσε σημείο αναφοράς σε όλες τις
μεταγενέστερες Συνόδους, Οικουμενικές και Τοπικές. Η σπουδαιότητά της
καταδεικνύεται και από το γεγονός, ότι καθόρισε και τον ακριβή χρόνο εορτασμού
του Πάσχα, έτσι ώστε να εορτάζεται παγκοσμίως σε Ανατολή και Δύση την ίδια
ημέρα, συμβάλλοντας έτσι στην εορτολογική και λειτουργική ενότητα της ενιαίας,
τότε, Χριστιανοσύνης και θέτοντας τέρμα σε μια μακροχρόνια ενδοεκκλησιαστική
έριδα, που προηγήθηκε.
Ωστόσο το κατ’ αρχήν χαρμόσυνο αυτό επετειακό
γεγονός σκιάζεται τόσον από δηλώσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου, όσο και από δηλώσεις θιασωτών του Οικουμενισμού γενικότερα, οι
οποίες δημιουργούν μέσα μας αισθήματα θλίψεως και ανησυχίας. Και τούτο διότι
στις εν λόγω δηλώσεις διατυπώνονται ξεκάθαρα και απερίφραστα θέσεις και
απόψεις, που έρχονται σε αντίθεση με την Κανονική και Πατερική μας Παράδοση.
Πιο συγκεκριμένα διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω επέτειος
είναι μια καλή ευκαιρία για την καθιέρωση στο εξής κοινού εορτασμού του Πάσχα
όλων των χριστιανών, Ορθοδόξων και ετεροδόξων, που θα αποτελέσει την αφετηρία
για τη δρομολόγηση, (εν καιρώ), της πλήρους ορατής «ένωσής» μας
μ’ αυτούς στο κοινό Ποτήριο. Καλλιεργούν τα πρόσωπα αυτά ένα «κλίμα» εντεινόμενης
σύγκλησης κυρίως με τους Παπικούς και πιστεύουν ότι ο κοινός εορτασμός θα «φέρει
ακόμη πιο κοντά τις Εκκλησίες», οι οποίες θα συνειδητοποιήσουν την
ανάγκη της ενότητας και θα προχωρήσουν προς την «πολυπόθητη ένωση»! Ήδη
ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή πραγματοποιήθηκε στην «ψευδοσύνοδο
της Κρήτης» (2016), με την αναγνώριση των ετεροδόξων αιρετικών
ως «ιστορικών Εκκλησιών» με έγκυρα μυστήρια και
αποστολική διαδοχή. Ωστόσο αγνοούν, (ή θέλουν να αγνοούν), ότι ο κατά Θεόν
συνεορτασμός θεωρείται και υπάρχει μόνον όταν ανήκουμε στο ίδιο Σώμα του
Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία Του και ουδέποτε με αιρετικούς. Έξω από αυτήν την
ουσιώδη εκκλησιαστική προϋπόθεση αληθινός και θεάρεστος συνεορτασμός δεν
υπάρχει! Εάν ακόμη και η απλή συμπροσευχή με ετεροδόξους αιρετικούς
απαγορεύεται ρητά από πλήθος Ιερών Κανόνων επί ποινή αφορισμού, ή καθαιρέσεως,
πόσο μάλλον ο από κοινού συνεορτασμός της «εορτής των εορτών και της
πανηγύρεως των πανηγύρεων»;
Ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος,
άνθρωπος εγνωσμένης πνευματικότητος και κορυφαίος κανονολόγος της εποχής μας,
αναφερόμενος στο εν λόγω θέμα, λέγει χαρακτηριστικά τα εξής: «Η Α΄
Οικουμενική Σύνοδος ηθέλησε να θεσπίση κοινόν εορτασμόν, αλλά διά τα μέλη της
Εκκλησίας, ουχί διά τους εκτός αυτής ευρισκομένους…. Το να συγκροτώνται
“Οικουμενικά Συμπόσια” ή άλλου τύπου Συνέδρια μεταξύ των Ορθοδόξων και της
πανσπερμίας των αιρετικών και εν αυτοίς να συσκεπτώμεθα περί καθορισμού κοινών
εορτασμών, εμμενόντων όμως και των μεν και των δε (Ορθοδόξων και αιρετικών) εν
τοις οικείοις Δογματικοίς χώροις, τούτο άγνωστον και αδιανόητον ον εις την
ιστορίαν της Εκκλησίας, όζον δε απαισίου θρησκευτικού συγκρητισμού και τείνον
εις την καθιέρωσιν της αρμονικής και αδιαταράκτου συνυπάρξεως αληθείας και
πλάνης, φωτός και σκότους, μόνον ως “σημείον των καιρών” δύναται να ερμηνευθή».[1]
Το θέμα της καθιερώσεως κοινού εορτασμού του Πάσχα
δεν είναι μια καινούργια ιδέα, που γεννήθηκε πρόσφατα στη σκέψη του σημερινού
προκαθημένου του Φαναρίου. Έχει μια ιστορία πάνω από 100 χρόνια.
Παρακάτω παραθέτουμε με άκρα συντομία τους κυριότερους σταθμούς του, ώστε ο
αναγνώστης, αφ’ ενός μεν να έχει μια γενική, συνοπτική εικόνα του θέματος και
αφ’ ετέρου για να καταδειχθεί, ότι ο κοινός εορτασμός πάντοτε, μα πάντοτε, στο
παρελθόν χρησιμοποιήθηκε σαν «όχημα» και σαν «εργαλείο» για
την «ένωση» Ανατολής και Δύσεως.
Ο πρώτος ΟικουμενικόςΠατριάρχης
που έριξε τον σπόρο περί κοινού εορτασμού ήταν ο μακαριστός Ιωακείμ
ο Γ΄. Σε Εγκύκλιο Γράμμα του, το 1902, προς τα λοιπά Πατριαρχεία
και Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες κάνει λόγο μεταξύ άλλων «περί κοινού
εορτολογίου…αποδοχής του Γρηγοριανού…και περί της κατ’ αναγκαίαν ακολουθίαν
μεταστάσεως του καθ’ ημάς εκκλησιαστικού ημερολογίου…ως ευοίωνον απαρχήν της
ελπιζομένης και ποθητής παγκοσμίου χριστιανικής ενότητος»[2]. Μερικά
χρόνια αργότερα, επί πατριαρχίας κυρού Δωροθέου του Α΄, (τοποτηρητού
στον οικουμενικό θρόνο), εξεδόθη η περιβόητη Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920,
όπου γίνεται πάλι λόγος περί κοινού εορτασμού και επαναλαμβάνεται ουσιαστικά η
πρόταση του προκατόχου του, Ιωακείμ του Γ΄.Λίγο αργότερα,
το 1923, ο γνωστός μασόνος Πατριάρχης κυρός Μελέτιος ο Δ΄ ο
Μεταξάκης, επιχειρεί νέα προσπάθεια αλλαγής του ημερολογίου και
του Πασχαλίου. Σε Συνέδριο που διοργάνωσε το 1923 αποφασίσθηκε, εκτός από την
αποδοχή του Γρηγοριανού ως προς τις ακίνητες εορτές, η αλλαγή και του πασχαλίου
ως «δυνατή», πλην όμως δεν πραγματοποιήθηκε λόγω
αρνητικής στάσεως των άλλων Τοπικών Εκκλησιών. Επί των ημερών του μασόνου
Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου του Α΄, (1949-1972),
περιβόητου και πρωτοπόρου στην προώθηση του Οικουμενισμού, ο πανχριστιανικός
εορτασμός του Πάσχα ήταν ένα θέμα συνεχώς επαναλαμβανόμενο σε όλα σχεδόν τα
Μηνύματα, Διαγγέλματα, Διασκέψεις, Συνελεύσεις και Συνέδρια, συνδεόμενο και
τοποθετούμενο πάντοτε στο γενικότερο πλαίσιο της «ενώσεως των
Εκκλησιών», παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές.
Ο διάδοχός του κυρός Δημήτριος ο Α΄ συνέχισε την ίδια
οικουμενιστική γραμμή που χάραξε ο προκάτοχός του. Όταν το 1975 συνέπεσε το
Πάσχα των Ορθοδόξων και των Λατίνων, (14η Απριλίου), έσπευσε να εκμεταλλευτεί
την ευκαιρία και έστειλε Πασχάλιο Μήνυμα στον Πάπα και στους Προτεστάντες
προτείνοντας «σταθεράν Κυριακήν» κοινού εορτασμού του
Πάσχα την Β΄ Κυριακή του Απριλίου, μάλιστα ήδη από το επόμενο έτος, το 1975!
Ο διάδοχός του ο νυν Οικουμενικός πατριάρχης
κ. Βαρθολομαίος ο Α΄, δεν ήταν δυνατόν να υστερήσει στο
όραμα του κοινού εορτασμού. Με την ευκαιρία της συμπτώσεως του Πάσχα των
Ορθοδόξων και των Λατίνων στις 15 Απριλίου του 2001, συμφώνησαν από κοινού ο
Πάπας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ερήμην των άλλων Τοπικών Εκκλησιών, να
εγκαινιάσουν μαζί, επίσημα πλέον, τον κοινό εορτασμό του Πάσχα ως διαρκή και
μόνιμο κατά τον 21ο αιώνα. Η κοινή αυτή προσπάθεια χαιρετίστηκε θετικά από τα
ΜΜΕ. Στην εφημερίδα «Επενδυτής» δημοσιεύθηκε άρθρο,
(30.3.1996), στο οποίο εκφραζόταν η άποψη ότι «το θέμα έχει τεράστια
σημασία καθώς η ημερολογιακή συμπόρευση Φαναρίου –Βατικανού αναμένεται να
συνδυαστεί με μια ιστορική εκκλησιαστική συνεργασία που ισοδυναμεί με άρση του
γνωστού σχίσματος».[3] Εν όψει του γεγονότος αυτού, ήδη από το
1995 το Οικουμενικό Πατριαρχείο έστειλε Εγκύκλιο προς τις Ιερές Μητροπόλεις της
Διασποράς, για να βολιδοσκοπήσει πιθανές αντιδράσεις του Ορθοδόξου κλήρου και
του λαού. Ο σχεδιαζόμενος κοινός εορτασμός προέβλεπε αλλαγή και προσαρμογή του
Ορθοδόξου Πασχαλίου προς το Γρηγοριανό. Ευτυχώς και η προσπάθεια αυτή απέτυχε,
διότι όλες οι Ιερές Μητροπόλεις της Διασποράς απάντησαν στην πατριαρχική
Εγκύκλιο αρνητικά.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι όλοι οι παραπάνω
μνημονευθέντες Πατριάρχες επεδίωξαν τον κοινό εορτασμό επί τη βάσει της
προσαρμογής του Ορθοδόξου Πασχαλίου προς το Γρηγοριανό, παραθεωρούντες τους
όρους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ως γνωστόν οι όροι που έθεσε η εν λόγω
Σύνοδος, προέβλεπε δύο τινά: α) Να εορτάζεται το Πάσχα την πρώτη
Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας και β) Ουδέποτε να
συμπίπτει, ή να προηγείται, το χριστιανικό Πάσχα από το Πάσχα των Εβραίων. Αγνόησαν
επίσης οι εν λόγω Πατριάρχες δύο ακόμη Ιερούς Κανόνες με διαχρονικό και
οικουμενικό κύρος: α) τον Ζ΄ Αποστολικόν, που
προβλέπει «μη μετά Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα», και β)
την εν Αντιοχεία Τοπική Σύνοδο, (341),η οποία
ορίζει: «Πάντας τους τολμώντας παραλύειν τον όρον της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου, της εν Νικαία συγκροτηθείσης,…περί της Αγίας Εορτής του
σωτηριώδους Πάσχα, ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της Εκκλησίας, ει
επιμένοιεν φιλονεικότερον ενιστάμενοι προς τα καλώς δεδογμένα, και ταύτα
ειρήσθω περί των λαϊκών. Ει δε τις των Προεστώτων της Εκκλησίας, Επίσκοπος, ή
Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, μετά τον όρον τούτον τολμήσειεν επί διαστροφή των λαών
και ταραχή των Εκκλησιών, ιδιάζειν, και μετά των Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα,
τούτον η αγία Σύνοδος εντεύθεν ήδη αλλότριον έκρινε της Εκκλησίας, ως ου μόνον
εαυτώ αμαρτίας, αλλά και πολλοίς διαφθοράς και διαστροφής γινόμενον αίτιον».
Πρόσφατα, στη Συνάξη της Ιεραρχίας του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, (3.9.2024), ο κ. Βαρθολομαίος επανέφερε το θέμα, ανακοινώνοντας
στην Ιεραρχία μεταξύ άλλων τα εξής: «Εκφράζεται ομοθυμαδόν η ευχή ο
κοινός εορτασμός του Πάσχα κατά το επόμενον έτος υπό της Ανατολικής και Δυτικής
Χριστιανοσύνης, να μη αποτελέση μίαν ευτυχή απλώς σύμπτωσιν, αλλά την απαρχήν
της καθιερώσεως κοινής ημερομηνίας δια τον εορτασμόν του κατ᾽ έτος, συμφώνως
προς το Πασχάλιον της καθ᾽ ημάς Ορθοδόξου Εκκλησίας». Ωστόσο ένα
τέτοιο ενδεχόμενο, (της επιστροφής δηλαδή του Βατικανού στο Ορθόδοξο πασχάλιο),
είναι, κατά την ταπεινή μας γνώμη, σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Και το
θεωρούμε σχεδόν αδύνατο, διότι θα συναντήσει τη σθεναρή αντίσταση συντηρητικών
κύκλων του Βατικανού και θα προκαλέσει σχίσμα μέσα στους κόλπους του Παπισμού.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο σίγουρα δεν πρόκειται να το διακινδυνεύσει ο πάπας
Φραγκίσκος! Δεν πρέπει ακόμη να ξεχνούμε ότι μια ενδεχόμενη αλλαγή του
πασχαλίου των παπικών θέτει σε κίνδυνο το αλάθητο των αποφάσεων του πάπα
Γρηγορίου του 13ου, ο οποίος εισήγαγε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Ως
γνωστόν το κακόδοξο δόγμα περί του παπικού αλαθήτου έχει ανανεωθεί στις
αποφάσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου και έχει εδραιωθεί για τα καλά στη
συνείδηση «κλήρου» και λαού των παπικών. Ας μην
τρέφουμε λοιπόν αυταπάτες! Οι παπικοί δεν πρόκειται να κάνουν ούτε ένα χιλιοστό
πίσω από τις θέσεις τους. Πέραν αυτών πολύ σημαντική θεωρούμε την παρατήρηση
της Ιεράς Μονής Γρηγορίου αγίου Όρους σε σχετικό
δημοσίευμά της: «Ο συνεορτασμός του Πάσχα οφείλει να γίνη μόνον μετά
από απόλυτη δογματική ενότητα στην βάση της Ορθοδόξου Πίστεως και όχι στην βάση
θεολογικών συμβιβασμών, τύπου Συμφωνίας Balamand (1993), εκκλησιαστικής ενώσεως
δηλαδή χωρίς ταυτότητα πίστεως».[4]
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.
Σεραφείμ, αναφερόμενος σε πρόσφατο μήνυμά του στο εν λόγω θέμα
παρατηρεί μεταξύ άλλων τα εξής πολύ σημαντικά: «Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδοςσημειώνει
εις τον Όρον αυτής: ‘Ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν προστίθεμεν, αλλά πάντα
τα της Καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν’ (MANSI 13,
376C). Και πάλιν ‘απάσας τας Εκκλησιαστικάς εγγράφως, ή αγράφως
τεθεσπισμένας ημίν Παραδόσεις ακαινοτομήτως φυλάττομεν’ (MANSI 13,
377B). Όταν οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων εσεβάσθησαν και
απεδέχθησαν αναλλοιώτως ό,τι εθέσπισαν οι προγενέστεροι αυτών, πως ημείς
σήμερον θα καταπατήσωμεν τα παραδεδομένα; Μήπως υπερβήκαμεν εν σοφία και χάριτι
τους θείους Πατέρας; Άλλωστε, ουδέ οφείλομεν να
παραβλέψωμεν το γεγονός ότι η αθέτησις της παραμικράς παραδόσεως, είτε
εγγράφου, είτε αγράφου, σκανδαλίζει πάντοτε τους πιστούς και βοηθεί τους
απίστους να αμφισβητήσουν την αξιοπιστίαν και το κύρος της Εκκλησίας…Η
Παράδοσις της Εκκλησίας δεν είναι ανθρώπινον έργον, δια να γηράσκη, παλαιούται
και ανανεούται, ή απορρίπτεται όποτε θέλομεν. Ως έργον του αγίου Πνεύματος
είναι πάντοτε καινή, έχουσα δυναμικόν, αμετάβλητον και αναλλοίωτον
χαρακτήρα….‘Το να ποιούν καινοτομίας και μεταρρυθμίσεις εις τους Ιερούς Κανόνας
και Παραδόσεις’, τονίζει ο ηγιασμένος Γέροντας της Πάρου αείμνηστος π. Φιλόθεος
Ζερβάκος, ‘προξενεί σύγχυσιν, ταραχήν, διαμάχας, φιλονικίας, έχθρας, μίση και
τα λοιπά είδη της κακίας, δι᾽ ά έρχεται η οργή του Θεού’. ‘Όπου ζήλος και εριθεία,
εκεί ακαταστασία και παν φαύλον πράγμα’, λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος’».
Κλείνοντας, με πολλή λύπη διαπιστώνουμε ότι η
Ορθόδοξη Εκκλησία μας σύρεται δυστυχώς και πάλι σε ανεπίτρεπτους συμβιβασμούς,
προκειμένου να προωθηθεί το οικουμενιστικό όραμα της παγχριστιανικής και
πανθρησκειακής ενότητος. Οδηγείται σε ένα νέο οδυνηρό σχίσμα πανορθοδόξων
διαστάσεων, το οποίο προστίθεται στα ήδη υφιστάμενα, Ουκρανικό και
Παλαιοημερολογιακό. Δεν είναι τυχαίο ότι και στα δύο αυτά σχίσματα, αλλά και
στο κυοφορούμενο και προωθούμενο, πρωταγωνιστής υπήρξε το Οικουμενικό
Πατριαρχείο! Εν όψει αυτής της επερχομένης «καταιγίδος» καλούμε
τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού σε περισσότερη εγρήγορση, προσευχή και
αγωνιστικότητα, ώστε, με τη Χάρη του Θεού, να ματαιωθούν τα σχέδια των
οικουμενιστών και να αποφευχθεί ένα νέο οδυνηρό σχίσμα με απρόβλεπτες συνέπειες
για την παγκόσμια ορθοδοξία.
[1] Περιοδικό “ΕΝΟΡΙΑ”, φύλλον 549, 10/5/1974
[2] Καθηγητή Ιω. Καρμίρη, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τομ. ΙΙ, σελ. 946ε και 946ζ.
[3] Βλ. Εισήγηση μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη με τίτλο: «Οικουμενισμός και
αλλαγή πασχαλίου» σε Διορθόδοξο Συνέδριο με τίτλο: «Οικουμενισμός: Γένεση,
Προσδοκίες, Διαψεύσεις», στο Α.Π.Θ., 20-24/9/2004, Πρακτικά Διορθοδόξου
Επιστημονικού Συνεδρίου, Τομ. Β΄, σελ. 955-956.