Σάββατο, Φεβρουαρίου 15, 2025

 

Άγιος Άνθιμος της Χίου



Η ταπεινοφροσύνη θα φέρει όλες τις αρετές

 

Ποιος από μας μπορεί να βάλει το χέρι του εκεί πάνω στη φλόγα του αναμμένου κεριού και να το αφήσει επί πέντε λεπτά; Δεν μπορούμε. Και γιατί άλλοι έμπαιναν στην αναμμένη κάμινο και περπατούσαν μέσα στις φλόγες σαν σε ωραίο περιβόλι;

Οι άγιοι μάρτυρες πώς μπόρεσαν να μπουν μέσα στα πυρωμένα τηγάνια, πάνω στις σούβλες, στους τροχούς, στα άλλα τρομερά βασανιστήρια, που εμείς ούτε να ακούσουμε δεν μπορούμε; Εμείς λίγο να κακοπαθήσουμε, μια μέρα, δυο να νηστέψουμε, φοβόμαστε μην αρρωστήσουμε, μην αδυνατίσουμε, και δειλιάζουμε. Οι άγιοι Πατέρες πώς έκαμαν εκείνους τους φοβερούς αγώνες υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, πάνω στα βουνά, μέσα στις σπηλιές; Γιατί μπορούσαν και τα υπέμεναν όλα αυτά; Διότι ήσαν θωρακισμένοι με την ακλόνητη αγάπη προς τον Θεό· ήσαν πυρωμένοι από τον θείο έρωτα, και γι’ αυτό, όσο διάστημα ήθελε ο Θεός, τους άφηνε και αισθάνονταν τις τιμωρίες και τους πόνους· κατόπιν τους έδινε τη χάρη του και δεν τα είχαν πλέον για τίποτα.

Αλλά μήπως ο Θεός άλλαξε τώρα; Γιατί να μη μας δίνει τη χάρη του να τα κάνουμε και εμείς αυτά; Δεν άλλαξε ο Θεός· αλλά εμείς, αντί την ακλόνητη πίστη και τη θερμή αγάπη που είχαν προς τον Θεό εκείνοι, αντί την απάρνηση του εαυτού τους και τις άλλες αρετές που είχαν εκείνοι, εμείς έχουμε τη φιλαυτία, τη φιληδονία, τον θυμό, την οργή, την υπερηφάνεια, την κενοδοξία· είμαστε ταραχοποιοί, σκανδαλοποιοί, είμαστε ψυχροί προς την αρετή και πάντοτε ο νους μας είναι προς το κακό. Πώς να βάλουμε λοιπόν το χέρι μας στη φωτιά και να το υπομείνουμε; Ούτε στον ήλιο δεν μπορούμε να το βάλουμε.

Αλλά μήπως, επειδή εμείς είμαστε τέτοιοι, ο Θεός μάς λησμονεί; Μήπως δεν θέλει να μας βοηθήσει; Θέλει και το επιθυμεί· εμείς όμως φεύγουμε μακριά του. Εκείνος είναι παρών και έτοιμος να μας δώσει βοήθεια· θέλει όμως να του τη ζητούμε. Εμείς την περιφρονούμε, γι’ αυτό και Εκείνος βλέπει από μακριά και δεν μας βοηθεί.

Άραγε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μη χαθούμε και εμείς; Δεν υπάρχει κανένα μέσον να μπορέσουμε κάτι να κάνουμε και εμείς, ώστε να φέρουμε το έλεος του Θεού και να αποφύγουμε τις μεγάλες τιμωρίες και τα βάσανα της αιωνίου κολάσεως; Θα μου πείτε αυτό. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Να απελπιστούμε; Σας απαντώ με το αχρείο μου στόμα και με τη λίγη μου γνώση: να υψώσουμε τα χέρια μας στον ουρανό και να πέσουμε πρηνηδόν με την ταπεινοφροσύνη· να κλάψουμε, να θρηνήσουμε, να ικετεύσουμε τον Θεό, να γνωρίσουμε την αθλιότητά μας και να συντρίψουμε τον εαυτό μας.

Αφού δεν έχουμε την πανοπλία του Θεού να κάνουμε αρετές, να έχουμε τουλάχιστον την ταπεινοφροσύνη· και έτσι θα ισομετρηθούν οι μεγάλοι κόποι και αγώνες των παλαιών με τα λίγα δικά μας. Άλλος έχυσε αλύπητα το αίμα του· άλλον τον πέταξαν μέσα στη θάλασσα· άλλος ταλαιπωρήθηκε χρόνια πολλά μέσα στην έρημο με την άσκηση· άλλος κατακόπηκε μεληδόν τις σάρκες του· όλα αυτά θα τα αναπληρώσουμε εμείς με την ταπεινοφροσύνη.

Έξαφνα έρχεται ένας και σου λέει κάτι· ο λόγος εκείνος σου δίνει μια σουβλιά μέσα στα εντόσθιά σου· μη μιλήσεις· πέσε πρηνηδόν να κερδίσεις. Άλλος σε υβρίζει· σου λέει λόγια, τα οποία κατακαίουν την ψυχή σου, μαραίνουν την προθυμία σου, σε σουβλίζουν και διαπερνούν την καρδιά σου. Σιώπησε· μη μιλήσεις· πέσε πρηνηδόν, να περάσει το βέλος από πάνω σου. Κλίνε τον αυχένα· σκύψε την κεφαλή σου να μη σε βλάψει το βέλος· και ο Θεός για την ταπείνωσή σου αυτή θα σου δώσει τον μισθό που έδωσε σ’ έναν άλλο που αγωνίσθηκε με μεγάλους αγώνες και μαρτύρια.

Εμείς, αδελφές, λίγο να κακοπαθήσουμε, αρρωστούμε· πώς μπόρεσαν αυτοί οι άνθρωποι γυμνοί πάνω στα βουνά, μέσα στα χιόνια, μέσα στις βροχές, μέσα στον καύσωνα, χωρίς σπίτι, χωρίς φωτιά, χωρίς ζεστό, χωρίς καμιά παρηγοριά; Σώμα ασθενές είχαν και αυτοί σαν εμάς και έκαναν πράγματα που τα θαύμασαν και οι ασώματοι άγγελοι. Εμείς οι ταλαίπωροι δεν μπορούμε ούτε να πλησιάσουμε σ’ αυτά· μπορούμε όμως να πέσουμε κάτω, στην ταπεινοφροσύνη· να γίνουμε νεκροί και να βάλουμε μέσα στον τάφο τον εαυτό μας· ώστε ό,τι και αν μας συμβαίνει, να το υπομένουμε.

Πρέπει όμως, αδελφές, να κάνουμε αυτά, που ανήκουν στη θέση μας· διότι ποιος είναι αυτός που τολμά να ζητά πληρωμή, χωρίς να εργασθεί; Αυτός που δεν δούλεψε πληρώνεται ποτέ; Ποτέ! Αν λείπει και από εμάς η εργασία η πνευματική, αν λείπει η ταπείνωση, αν λείπει η υπομονή, έργα αρετής δεν ημπορούν να γίνουν και καμία πληρωμή δεν θα λάβουμε.

Να μη φανούμε λοιπόν και εμείς αχάριστοι απέναντι σ’ έναν τέτοιον ευεργέτη· να σηκώσουμε και εμείς τον σταυρό, όπως τον σήκωσε και Εκείνος με προθυμία και χαρά. Ο σταυρός είναι τα βάσανα, οι στεναχώριες, οι πίκρες, οι καημοί, που έχει κάθε άνθρωπος. Φτώχεια, στεναχώρια, βάσανα υποφέρει σήμερα, αδελφές, ο κόσμος δεινώς. Οι δυστυχίες, που βασανίζουν σήμερα την ανθρωπότητα, είναι φοβερές· δεν λέγονται οι συμφορές του κόσμου στη σημερινή εποχή. Να σκεφθούμε μόνον τι σπαραγμό αισθάνονται οι μάνες, όταν φεύγουν τα παιδιά τους και πηγαίνουν άλλα πάνω στα βουνά, άλλα στον πόλεμο, άλλα εδώ και άλλα εκεί. Τα χάνουν από μέσα από την αγκάλη τους και δεν ξέρουν, αν θα τα ξαναδούν. Ακούμε εκατοντάδες, χιλιάδες, να σκοτώνονται καθημερινώς· αλύπητα χύνεται το αίμα. Πώς; Η οργή του Θεού έχει παραλάβει τον κόσμο· και ποιο είναι το αίτιο; Οι αμαρτίες μας. Τσιτσιρίζεται η καρδιά της δυστυχισμένης μάνας· σφάζονται από τον πόνο τα εντόσθιά της και δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

Πάντοτε η ανθρωπότητα πάσχει από πόνους και βάσανα· αλλά η σημερινή κατάσταση δεν υπήρξε ποτέ. Εσείς όμως, χάρη στον Θεό, από όλα αυτά είσθε απαλλαγμένες· καμία φροντίδα και μέριμνα δεν έχετε· μόνον για την ψυχή σας έχετε να φροντίσετε· εάν δεν το κάμνετε, θα έχει να σας ζητήσει λόγο ο Θεός την ώρα της κρίσεως…

(17 Απριλίου 1948)

Από το περιοδικό «Ορθ. Φιλόθεος Μαρτυρία», Διδαχές από άγιες μορφές, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 21.



 

 


Δημητρίου Τσελεγγίδη

Καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ

Ἡ πρόταση γιά μόνιμο συνεορτασμό τοῦ Πάσχα

μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς εἶναι θεολογικά ἀθεμελίωτη

Τοποθέτηση στήν ἡμερίδα τῆς Ἑστίας Πατερικῶν Μελετῶν

Πασχάλιος Κανόνας: Ὅρος ἀμετακίνητος ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

Ἀθήνα, 1 Φεβρουαρίου 2025

    Ὅπως δείχνουν τά ἐκκλησιαστικά γεγονότα ἀνά τήν Οἰκουμένη, ὁ 21ος αἰ. θά εἶναι κατεξοχήν ὁ αἰώνας τῆς Ἐκκλησιολογίας γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θά εἶναι δηλαδή ὁ αἰώνας ἐκεῖνος, κατά τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία θά δίνει πνευματικές μάχες γιά τήν ὑπεράσπιση καί διασφάλιση τῆς γνήσιας ταυτότητάς της. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία θά εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς θεολογίας της. Τῆς θεολογίας δηλαδή ἐκείνης, ἡ ὁποία πέρα ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό χαρακτῆρα της, προϋποθέτει στήν πράξη τήν χαρισματική βίωση τῆς ἁγιοτριαδικῆς ζωῆς, ὡς ἄκτιστο καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀποστολή τοῦ Ὁποίου, ἀλλά καί τήν ἐνεργό παρουσία Του σέ αὐτήν ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος ὁ Δομήτοράς της πρίν τήν Ἀνάληψη καί τήν ἐνθρόνισή Του ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ Πατρός.

   Τήν προϋπόθεση γιά τήν ἀκριβῆ διατύπωση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας ἐγγυᾶται ἡ διαχρονικότητα τῆς χαρισματικῶς βιούμενης ἁγιοτριαδικῆς ζωῆς της. Τό γεγονός αὐτό ἐκφράστηκε ἐπίσημα καί θεσμικά στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς ἔγγραφη διατύπωση τοῦ φρονήματός της πού βιώνεται μυστικά ὡς μυστήριο ἀπό τά ζωντανά μέλη της στό ἑκάστοτε παρόν τῆς ἐπί γῆς παρουσίας της.

    Τό φρόνημα αὐτό θά ὑπάρχει καί θά ἐκφράζεται ἀλαθήτως ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ὅπως τό ὑποσχέθηκε ἀψευδῶς ὁ Χριστός, ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, ἡ Ὁποία θά παραμένει πάντοτε στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία καί θά κατευθύνει ὡς Κεφαλή της «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» διά τοῦ Πνεύματός Του, τό ὁποῖο θά ἐγγυᾶται τήν αὐθεντικότητα τοῦ φρονήματός της.

   Κάθε φορά πού θά ἀμφισβητεῖται ἡ ἅπαξ διατυπωθεῖσα «πίστη» τῆς Ἐκκλησίας στό Σύμβολό της γιά τήν ταυτότητά της, ἀλλά καί ὅταν θά κινδυνεύει ἡ ἀλήθεια της ἀπό τή φαλκίδευση τοῦ βιουμένου περιεχομένου της, τά ζωντανά μέλη της -ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ἀριθμό τους- θά ἐπαναβεβαιώνουν θεσμικά μέ κάθε ἀκρίβεια αὐτήν τήν ταυτότητά της, ὑπό τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

   Ἀπό τά παραπάνω συνεπάγεται ὅτι ἡ θεσμικῶς κατατεθειμένη πίστη μας γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Αποστολικῆς», δέν μπορεῖ νά συμπεριλαμβάνει καμμιά ἑτεροδοξία καί αἵρεση, ἀφοῦ ἡ «ἑτέρα δόξα» ἀποτελεῖ ἀντίφαση «ἐν τοῖς ὅροις» ὡς πρός τήν μοναδικότητα, τήν ἁγιότητα καί τήν καθολικότητα τῆς ἀλήθειας της.

Τοῦτο σημαίνει ὅτι στήν προκειμένη περίπτωση, δέν ἔχει καμμία θεολογική νομιμότητα ἡ πρόταση γιά θεσμικό συνεορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους, ἐνόσω αὐτοί ἐμμένουν στήν ἑτεροδοξία τους.

Καί αὐτό γίνεται ἀπολύτως σαφές ἀπό τήν διατύπωση τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα ἐκ μέρους τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325), πού ἑστιάζει στήν ἁγιοπνευματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διασφαλίζεται ἀπό τή βιούμενη ἑνότητα τῆς ἀκραιφνοῦς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκλείοντας δογματικά τόν συνεορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς Ἰουδαίους.

Ὁ συνεορτασμός στήν Ἐκκλησία προϋποθέτει τό ἴδιο φρόνημα στήν πίστη καί τήν ζωή τῶν πιστῶν. Ἄλλο ὅμως εἶναι τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας καί -ἐξ ὁρισμοῦ- ἄλλο εἶναι τό φρόνημα τῶν ὁποιοδήποτε ἑτεροδόξων, τούς ὁποίους ἀποκλείει ἀπό τόν συνεορτασμό τό πνεῦμα τῆς ἀποφάσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Κατά συνέπεια, κανείς ὡς πρόσωπο, ἀλλά καί συνοδικῶς καμμία τοπική Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀποφασίζει μονομερῶς γιά τήν σύνολη Ἐκκλησία σέ ὅ,τι τήν ἀφορᾶ στήν πίστη καί στήν ζωή της. Καί τοῦτο, ἐπειδή στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει Ἀλάθητο πρόσωπο, οὔτε τό Πρωτεῖο Ἐξουσίας, ἀλλά μόνον Πρεσβεῖα Τιμῆς.

Διαβάζοντας προσεκτικά τόν 3ο Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου  καί τόν 28ο Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς, διαπιστώνουμε ὅτι γίνεται λόγος μόνο γιά Πρεσβεῖα Τιμῆς πού παρέχονται στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ἀπό τήν Β΄Οἰκουμενική καί γιά ἴσα Πρεσβεῖα Τιμῆς πού παρέχονται στόν ἐπίσκοπο Κων/πόλεως (πρός τά ἀντίστοιχα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης) ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική, χωρίς να γίνεται κάποια θεολογική ἤ ἐκκλησιολογική θεμελίωσή τους. Καί τοῦτο, γιατί τήν Ἀνώτατη Διοίκηση στήν Ἐκκλησία (συνολικά) τήν ἀσκεῖ ἀναμφισβήτητα καί διαχρονικά - σύμφωνα μέ τήν συνείδηση καί τήν πράξη της - μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Μέ ἁπλά λόγια, ἡ ἀνώτατη Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐστηρῶς Συνοδική.

Τά Πρεσβεῖα Τιμῆς διευκολύνουν λειτουργικά καί πρακτικά τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί προσδιορίζονται θεσμικά ἀπό τά πολιτικά πράγματα πού σχετίζονται μέ τή θέση τῆς πόλεως, στήν ὁποία βρίσκεται ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μιᾶς συγκεκριμένης ἑνιαίας πολιτικῆς ἐπικράτειας, ὅπως ρητά λέγεται καί στούς δύο Κανόνες, δηλαδή στόν 3ο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καί στόν 28ο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τόσο ἡ διασφάλιση τῆς αὐθεντικότητας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί ἡ γνησιότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της ὁριοθετοῦνται μόνον ἀπό τούς Ὅρους καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐνῶ αὐτοί ἰσχύουν διαχρονικά καί εἶναι μή ἀναθεωρήσιμοι, ὅπως ἤδη λέχθηκε στόν χαιρετισμό τοῦ π. Ἀθανασίου. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἐκφράζουν τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι βιούμενη Παράδοσή της. Τό τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Πνεῦμα τῆς Ὑποστατικῆς Ἀλήθειας, ἐπιστατεῖ καί ὡς ὁ μόνος πνευματικός «πλοηγός» ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία – διά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου – «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», ὅπως τό ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος. Ἐπ’ αὐτοῦ, εἶναι χαρακτηριστική ἡ ρήση τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν».

Ἔτσι, ὅσα ἀποφάσισαν πρόσφατα κάποιες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στό Balamand (1993) καί στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης (2016) ἐρήμην ἄλλων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δέν νομιμοποιοῦνται νά διεκδικοῦν ὅτι οἱ ἀποφάσεις τους ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα γιά ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί εἰδικώτερα, οἱ ἀποφάσεις γιά τήν ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων ὡς ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί γιά τήν ὕπαρξη μυστηρίων σ’ αὐτές. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές εἶναι αὐθαίρετες καί ἀσύμβατες μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί, ὡς ἐκ τούτου, αἱρετίζουσες. Ὅπως αἱρετίζουσες εἶναι καί οἱ ἀντίστοιχες θεολογίες πού τίς στηρίζουν, παρά τόν ἀκαδημαϊκό χαρακτῆρα τους καί παρά τούς ἀκαδημαϊκούς τίτλους τῶν ἐκφραστῶν της. Γι’ αὐτό, συμπερασματικά καί ἐπιγραμματικά θά λέγαμε ὅτι δέν ἀποδεχόμαστε τόν προτεινόμενο νεωτερισμό τοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, τόσο μέ τούς παλαιότερους ὅσο καί μέ τούς νεώτερους ἑτεροδόξους χριστιανούς τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως (Ἀρειανούς, Νεστοριανούς, Πνευματομάχους, Μονοφυσίτες, Μονοθελῆτες, Ἰακωβίτες, Ἀρμενίους, Κόπτες, Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες), ὅπως ἄλλωστε ἔπραξε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία.

Ὁ παγκόσμιος ἑορτασμός τοῦ Πάσχα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ἡ κορυφαία θεσμική καί λειτουργική ἔκφραση ἑνότητας τῶν πιστῶν της, τόσο ὡς πρός τήν κοινή πίστη ὅσο καί ὡς πρός τήν Ἁγιοπνευματική ζωή τους. Εἶναι ἡ ἑορτή γιά τήν θριαμβευτική νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Εἶναι ἡ ἑορτή τῆς ἀπελευθερώσεώς μας ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί τῆς εἰσόδου μας στήν ἐν Χριστῷ ζωή, πού βιώνεται ὡς ζωή ἐλευθερίας ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.  

Ὁ πυρήνας τοῦ συνεορτασμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ἔγκειται κατ’ ἐξοχήν στόν κοινό ἐκκλησιασμό καί κυρίως στή μετοχή τῶν ἐκκλησιαζομένων στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῆς Θείας Κοινωνίας. Χωρίς αὐτήν τή μυστηριακή μετοχή κενώνεται κυριολεκτικά τό νόημα τοῦ Πάσχα καί ὁ ἑορτασμός του. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία παρέμενε ἕως τώρα ἀπαρέγκλιτα στήν ἑστίασή της αὐτή, παρά τήν διαπίστωση τοῦ ἐπιστημονικοῦ λάθους γιά τόν χρονικό προσδιορισμό τῆς ἡμερομηνίας του.

Ἡ μή τήρηση τῶν παραπάνω ὅρων, πού καθορίζονται θεσμικά ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, δημιουργοῦν πνευματική σύγχυση καί διευκολύνουν τόν Συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἀντίκειται στό πνεῦμα τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καθορίζουν μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια τά ὅρια τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ παραβίαση τῶν ὁποίων ὁδηγεῖ στήν βιωματική ἔκπτωση ἀπό τό σῶμα της, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐπίσημη ἤ μή ἐπίσημη καί θεσμική ἐκκλησιαστική καταδίκη τους.

Καμμία Ἐκκλησιαστική Ἀρχή δέν μπορεῖ νά σχετικοποιήσει τόν ἀπόλυτο χαρακτῆρα τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καί τοῦτο, γιατί καμμία ἄλλη Ἀρχή δέν ὑπέρκειται αὐτῶν οὔτε νομιμοποιεῖται νά ἀποφασίσει ἀντίθετα πρός αὐτές. Μάλιστα, σήμερα δέν ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις οὔτε κἄν γιά τήν σύγκληση μιᾶς Πανορθόδοξης Συνόδου.

Σήμερα, δυστυχῶς, θεσμικοί ἐκφραστές τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν ἀποδέχονται τόν αἱρετικό χαρακτῆρα τῆς πίστεως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καί τῶν Ἀντιχαλκηδονίων χριστιανῶν. Γι’ αὐτό ἄλλωστε, αὐτοί δέν βλέπουν καί καμμία θεολογική δυσκολία γιά τόν συνεορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτερόδοξους χριστιανούς.

Ἀλλά ὅσο ἔντεχνα καί ἄν ἀποκρύπτεται ὁ συνεορτασμός μέ τούς ἑτεροδόξους, θά ὁδηγήσει αὐτός ὁ συνεορτασμός ἄμεσα ἤ σταδιακά στήν συμπροσευχή καί στή συνέχεια στήν διαμυστηριακή κοινωνία. Πρᾶγμα παντελῶς ἀπαράδεκτο καί αὐθαίρετο, ἐπειδή αὐτό ἀπαγορεύεται ρητῶς ἀπό σωρεία Ἱερῶν Κανόνων ἐπικυρωμένων καί ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔτσι, ὅμως, θά γίνει  μία ἀνατροπή δομικοῦ χαρακτῆρα στήν Ἐκκλησία. Καί τοῦτο, ἐπειδή στήν συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους εἰσάγεται de facto καί ἐπίσημα ὁ Συγκρητισμός στήν Ἐκκλησία καί «αἴρονται ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν», πρᾶγμα σαφῶς καταδικασμένο.

Ἄν, κατά τήν διδασκαλία καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιτρέπεται οἱ Κατηχούμενοι νά παρίστανται καί νά συνεορτάζουν μαζί μέ τούς βαπτισμένους, μετέχοντας στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, πόσο μᾶλλον θά πρέπει νά ἀποκλείονται ἀπό τόν συνεορτασμό τῆς κορυφαίας χριστιανικῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα οἱ «ἀκοινώνητοι» ἑτερόδοξοι χριστιανοί; Ἀλλά, μήπως ἔχει καταργηθεῖ θεσμικῶς ἡ Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων κι ἐμεῖς δέν τό ἀντιληφθήκαμε;

Ἐδῶ, γεννᾶται εὔλογα τό ἑξῆς θεολογικό ἐρώτημα: Γιατί ἐπί 1000 ἔτη περίπου, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν δέν διανοήθηκαν τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους καί δέν ἀποδέχθηκαν οὔτε τήν συμπροσευχή οὔτε πολύ περισσότερο τή διαμυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποικίλους ἑτερόδοξους χριστιανούς τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως; Μήπως ἔκαναν θεολογικά λάθος; Ἤ μήπως εἶχαν ἐλλιπῆ ἀγάπη πρός αὐτούς; Μήπως ἐμεῖς τά τελευταῖα αὐτά χρόνια ἀνακαλύψαμε τίς θεολογικές ἀνεπάρκειες τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τήν ἐσφαλμένη ἐκκλησιαστικῶς ζωή τους;

Τελευταίως, ἐμφανίζεται στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο μιά διαρκῶς διογκούμενη ἔπαρση κάποιων θεσμικῶν ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, τά ὁποῖα ἔχουν ἐγκολπωθεῖ τό ὀρθοδόξως ἀλλότριο καί ἐκκλησιαστικῶς ἀδιανόητο Πρωτεῖο Ἐξουσίας (ἀντί τῶν Πρεσβείων Τιμῆς) καί μέ θεσμικό ὄχημα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναλαμβάνουν ἐκκλησιαστικές πρωτοβουλίες πού βρίσκονται διαμετρικά ἀντίθετες πρός τίς ἀπαγορεύσεις Ἱερῶν Κανόνων (λ.χ. Ἀποστολικοί Κανόνες), ἐπικυρωμένων ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους (λ.χ. ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος κ.ἑ.).

Οἱ Ἱεροί αὐτοί Κανόνες ἀπαγορεύουν ρητά ὄχι μόνο τίς λειτουργικές συμπροσευχές σέ δημόσιους χώρους λατρευτικῶν συνάξεων, δηλαδή σέ Ἱερούς Ναούς, ἀλλά καί σέ ἰδιωτικούς χώρους (κατοικίες) μέ «ἀκοινώνητους» ἐκκλησιαστικῶς ἀνθρώπους, ἀπειλώντας μέ κανονικά ἐπιτίμια καθαιρέσεων τούς κληρικούς καί ἀφορισμῶν τούς λαϊκούς, ἀπό τά ὁποῖα δέν ἐξαιρεῖται κανείς, ὅποια θέση κι ἄν κατέχει, μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ἑκάστοτε Προκαθημένου. Καί τοῦτο, γιατί ἁπλῶς κανένα θεσμικό πρόσωπο δέν ὑπέρκειται τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἔτσι, ὁ 10ος Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἐπικυρώθηκε ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο, ὁρίζει: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω». Ἄν κάποιος, δηλαδή, συμπροσευχηθεῖ μέ ἕναν πού δέν κοινωνεῖ στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἶναι ἀφορισμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀκόμη καί μέσα σέ σπίτι, αὐτός νά ἀφορίζεται.

Ἀλλά καί ὁ 7ος Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει: «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος, τήν Ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετά Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι (ἑορτάσει), καθαιρείσθω».

Ἄν τήν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, δηλαδή τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν εἶναι οὔτε λογικῶς οὔτε πνευματικῶς ὀρθό νά συνεορτάζουμε τά ὀνομαστήρια τῆς Ἐκκλησίας μαζί μέ τούς ἑτεροδόξους, πολύ περισσότερο δέν νομιμοποιούμαστε ἐκκλησιαστικῶς νά συνεορτάζουμε στούς ναούς μας μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς τό Πάσχα, πού ἀποτελεῖ τήν ἑορτή τῶν ἑορτῶν τῆς καθαυτό ταυτότητάς μας, ὡς μελῶν τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», πού ὁμολογοῦμε ἐπίσημα στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Καί τοῦτο, γιατί σέ ἕνα κοινό ἑορτασμό νοθεύεται καί συγχέεται αὐτή ἡ μοναδική ταυτότητά μας μέ ἐκκλησιαστικῶς ἑτερογενεῖς ταυτότητες.

Ἡ θεμελιώδης προϋπόθεση τοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα εἶναι τό ἕνα φρόνημα καί τό ἕνα βίωμα τοῦ ἑνός Σώματος τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζονται «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» στήν λειτουργική πράξη της.

Καί, αὐτό εἶναι -κατά τή γνώμη μας- τό πνεῦμα τοῦ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀπαγορεύει τόν ἑορτασμό τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν μέ τούς ἑτεροδόξους Ἰουδαίους καί κατ’ ἐπέκταση μέ τούς ἑτεροδόξους – αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν.

Συγκεκριμένα, ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.) ὅρισε νά ἑορτάζεται τό Πάσχα τήν πρώτη Κυριακή, μετά τήν νέα Πανσέληνο τῆς Ἐαρινῆς Ἰσημερίας.

Μόνη ἐξαίρεση, πού πρέπει νά γίνεται, εἶναι, ὅταν ἡ ἡμερομηνία αὐτή συμπίπτει μέ τό Ἰουδαϊκό Πάσχα. Στήν περίπτωση αὐτή ὁρίζει, ὅτι ἡ ἡμερομηνία γιά τήν τέλεση τοῦ Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά μετατεθεῖ, ὥστε ἡ Ἐκκλησία «μή μετά Ἰουδαίων συνεορτάζειν». Παράλληλα, ὁρίζει ὅτι ἡ μετάθεση τῆς ἡμερομηνίας νά γίνεται πάντοτε μετά τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων.

Συμπερασματικά: Τό Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας δέν πρέπει νά τελεῖται οὔτε πρίν, οὔτε ταυτόχρονα μέ τό Ἰουδαϊκό Πάσχα.

Εἶναι ἐντυπωσιακό τό γεγονός ὅτι ἡ Α΄ κιόλας Οἰκουμενική Σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα τοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει τήν πνευματική εὐαισθησία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν θεσμική ρύθμιση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ θέματος.

Μέσα στό πνεῦμα τῆς παραπάνω Συνοδικῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἐκκλησίας - οἰκουμενικῶς ἀδιαμφισβήτητης - τό Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τή γνώμη μας,  δέν πρέπει νά συμπίπτει τελούμενο μέ τό Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.

Τοῦτο, γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ σαφέστατος κίνδυνος τοῦ Συγκρητισμοῦ. Καί τήν ἁγιοπνευματική λύση - στήν περίπτωση αὐτή - μᾶς τήν ἔδωσε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, δηλ. νά μετατεθεῖ ἡ ἡμερομηνία τελέσεως τοῦ Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας, μετά τό Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.

Κατά τήν θεολογικά τεκμηριωμένη ἄποψή μας, γνήσια τιμή πρός τούς θεοφόρους Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου - γιά τό Ἰωβηλαῖο τῶν 1.700 χρόνων - εἶναι ἡ ἀπαρέγκλιτη τήρηση τῆς ἀποφάσεώς τους καί γιά τήν ἡμερομηνία τελέσεως τοῦ Πάσχα καί γιά τήν μετάθεση τῆς ἡμερομηνίας, ὅταν συμπίπτει αὐτή μέ τήν ἡμερομηνία τελέσεως τοῦ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων καί τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.

Τό 2025, πού θά ἑορτάσουμε τά 1700 χρόνια ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, συμπίπτει ἡ ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα τῆς Ἐκκλησίας μέ τό Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν. Δυστυχῶς, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο θεωρεῖ εὐτυχῆ αὐτή τήν συγκυρία καί εἰσηγεῖται τήν μόνιμη ἀπό κοινοῦ τέλεσή του. Ἔτσι ὅμως - ἔχουμε τήν γνώμη - ὅτι κινεῖται ἀντίθετα πρός τό πνεῦμα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Μάλιστα, κάποιοι (θεσμικοί, ἀλλά καί ἁπλοί πιστοί) ἀξιολογοῦν ὡς θετική τήν κίνηση καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν νά συνεορτάζουν τό Πάσχα τους μέ βάση τό Πασχάλιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καί αὐτό τό θεωροῦν, -ἴσως- ὡς γενναία ὑποχώρηση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν.

Ὅμως, ἡ ἀξιολόγησή τους αὐτή εἶναι αὐθαίρετη καί ἐσφαλμένη ἐκκλησιαστικῶς καί θεολογικῶς. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ Συνοδική Ἀπόφαση ὁρίζει νά μή συνεορτάζουμε τό Πάσχα μέ ἑτεροδόξους. Καί ἄν συμβαίνει νά συμπίπτει αὐτή ἡ ἡμερομηνία, νά μετατίθεται τό Πάσχα, γιά νά μᾶς διασφαλίζει ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ Συγκρητισμοῦ.

Εὐχαριστῶ γιά τήν προσοχή καί τήν ὑπομονή σας!

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ : Δημητρίου Τσελεγγίδη Καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ. " Ἡ πρόταση γιά μόνιμο συνεορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς εἶναι θεολογικά ἀθεμελίωτη"


 

 



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Κυθήροις τη 14η Φεβρουαρίου 2025

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου

Υπευθύνου του Γρ. Αιρέσεων και παραθρησκειών

Άλλο ένα πλήγμα στην ενότητα της παγκοσμίου Ορθοδοξίας ο κοινός εορτασμός του  Πάσχα με τους ετεροδόξους.

    Το 2025 είναι ένας σημαντικός ιστορικός σταθμός για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας διότι, όπως όλοι γνωρίζουμε, τη χρονιά αυτή συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, (325). Με αφορμή το επετειακό αυτό γεγονός επανέρχεται για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο της εκκλησιαστικής επικαιρότητος από οικουμενιστικούς κύκλους του Φαναρίου η προσπάθεια καθιερώσεως κοινού εορτασμού του Πάσχα με τους ετεροδόξους, αλλά και ο από κοινού μ’ αυτούς εορτασμός των 1700 χρόνων από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.     

    Χωρίς αμφιβολία η Σύνοδος αυτή θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες Συνόδους της Εκκλησίας μας όχι μόνο για το αντιαιρετικό της έργο, αλλά και διότι αποτέλεσε σημείο αναφοράς σε όλες τις μεταγενέστερες Συνόδους, Οικουμενικές και Τοπικές. Η σπουδαιότητά της καταδεικνύεται και από το γεγονός, ότι καθόρισε και τον ακριβή χρόνο εορτασμού του Πάσχα, έτσι ώστε να εορτάζεται παγκοσμίως σε Ανατολή και Δύση την ίδια ημέρα, συμβάλλοντας έτσι στην εορτολογική και λειτουργική ενότητα της ενιαίας, τότε, Χριστιανοσύνης και θέτοντας τέρμα σε μια μακροχρόνια ενδοεκκλησιαστική έριδα, που προηγήθηκε.

    Ωστόσο το κατ’ αρχήν χαρμόσυνο αυτό επετειακό γεγονός σκιάζεται τόσον από δηλώσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, όσο και από δηλώσεις θιασωτών του Οικουμενισμού γενικότερα, οι οποίες δημιουργούν μέσα μας αισθήματα θλίψεως και ανησυχίας. Και τούτο διότι στις εν λόγω δηλώσεις διατυπώνονται ξεκάθαρα και απερίφραστα θέσεις και απόψεις, που έρχονται σε αντίθεση με την Κανονική και Πατερική μας Παράδοση. Πιο συγκεκριμένα διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η  εν λόγω επέτειος είναι μια καλή ευκαιρία για την καθιέρωση στο εξής κοινού εορτασμού του Πάσχα όλων των χριστιανών, Ορθοδόξων και ετεροδόξων, που θα αποτελέσει την αφετηρία για τη δρομολόγηση, (εν καιρώ), της πλήρους ορατής «ένωσής» μας μ’ αυτούς στο κοινό Ποτήριο. Καλλιεργούν τα πρόσωπα αυτά ένα «κλίμα» εντεινόμενης σύγκλησης κυρίως με τους Παπικούς και πιστεύουν ότι ο κοινός εορτασμός θα «φέρει ακόμη πιο κοντά τις Εκκλησίες», οι οποίες θα συνειδητοποιήσουν την ανάγκη της ενότητας και θα προχωρήσουν προς την «πολυπόθητη ένωση»! Ήδη ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή πραγματοποιήθηκε στην «ψευδοσύνοδο της Κρήτης» (2016), με την αναγνώριση των ετεροδόξων αιρετικών ως «ιστορικών Εκκλησιών» με έγκυρα μυστήρια και αποστολική διαδοχή. Ωστόσο αγνοούν, (ή θέλουν να αγνοούν), ότι ο κατά Θεόν συνεορτασμός θεωρείται και υπάρχει μόνον όταν ανήκουμε στο ίδιο Σώμα του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία Του και ουδέποτε με αιρετικούς. Έξω από αυτήν την ουσιώδη εκκλησιαστική προϋπόθεση αληθινός και θεάρεστος συνεορτασμός δεν υπάρχει! Εάν ακόμη και η απλή συμπροσευχή με ετεροδόξους αιρετικούς απαγορεύεται ρητά από πλήθος Ιερών Κανόνων επί ποινή αφορισμού, ή καθαιρέσεως, πόσο μάλλον ο από κοινού συνεορτασμός της «εορτής των εορτών και της πανηγύρεως των πανηγύρεων»;

    Ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, άνθρωπος εγνωσμένης πνευματικότητος και κορυφαίος κανονολόγος της εποχής μας, αναφερόμενος στο εν λόγω θέμα, λέγει χαρακτηριστικά τα εξής: «Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ηθέλησε να θεσπίση κοινόν εορτασμόν, αλλά διά τα μέλη της Εκκλησίας, ουχί διά τους εκτός αυτής ευρισκομένους…. Το να συγκροτώνται “Οικουμενικά Συμπόσια” ή άλλου τύπου Συνέδρια μεταξύ των Ορθοδόξων και της πανσπερμίας των αιρετικών και εν αυτοίς να συσκεπτώμεθα περί καθορισμού κοινών εορτασμών, εμμενόντων όμως και των μεν και των δε (Ορθοδόξων και αιρετικών) εν τοις οικείοις Δογματικοίς χώροις, τούτο άγνωστον και αδιανόητον ον εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, όζον δε απαισίου θρησκευτικού συγκρητισμού και τείνον εις την καθιέρωσιν της αρμονικής και αδιαταράκτου συνυπάρξεως αληθείας και πλάνης, φωτός και σκότους, μόνον ως “σημείον των καιρών” δύναται να ερμηνευθή».[1]

    Το θέμα της καθιερώσεως κοινού εορτασμού του Πάσχα δεν είναι μια καινούργια ιδέα, που γεννήθηκε πρόσφατα στη σκέψη του σημερινού προκαθημένου του Φαναρίου.  Έχει μια ιστορία πάνω από 100 χρόνια. Παρακάτω παραθέτουμε με άκρα συντομία τους κυριότερους σταθμούς του, ώστε ο αναγνώστης, αφ’ ενός μεν να έχει μια γενική, συνοπτική εικόνα του θέματος και αφ’ ετέρου για να καταδειχθεί, ότι ο κοινός εορτασμός πάντοτε, μα πάντοτε, στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε σαν «όχημα» και σαν «εργαλείο» για την «ένωση» Ανατολής και Δύσεως.

    Ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης που έριξε τον σπόρο περί κοινού εορτασμού ήταν ο μακαριστός Ιωακείμ ο Γ΄. Σε Εγκύκλιο Γράμμα του, το 1902, προς τα λοιπά Πατριαρχεία και Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες κάνει λόγο μεταξύ άλλων «περί κοινού εορτολογίου…αποδοχής του Γρηγοριανού…και περί της κατ’ αναγκαίαν ακολουθίαν μεταστάσεως του καθ’ ημάς εκκλησιαστικού ημερολογίου…ως ευοίωνον απαρχήν της ελπιζομένης και ποθητής παγκοσμίου χριστιανικής ενότητος»[2]. Μερικά χρόνια αργότερα, επί πατριαρχίας κυρού Δωροθέου του Α΄, (τοποτηρητού στον οικουμενικό θρόνο), εξεδόθη η περιβόητη Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920, όπου γίνεται πάλι λόγος περί κοινού εορτασμού και επαναλαμβάνεται ουσιαστικά η πρόταση του προκατόχου του, Ιωακείμ του Γ΄. Λίγο αργότερα, το 1923, ο γνωστός μασόνος Πατριάρχης κυρός Μελέτιος ο Δ΄ ο Μεταξάκης, επιχειρεί νέα προσπάθεια αλλαγής του ημερολογίου και του Πασχαλίου. Σε Συνέδριο που διοργάνωσε το 1923 αποφασίσθηκε, εκτός από την αποδοχή του Γρηγοριανού ως προς τις ακίνητες εορτές, η αλλαγή και του πασχαλίου ως «δυνατή», πλην όμως δεν πραγματοποιήθηκε λόγω αρνητικής στάσεως των άλλων Τοπικών Εκκλησιών. Επί των ημερών του μασόνου Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου του Α΄, (1949-1972), περιβόητου και πρωτοπόρου στην προώθηση του Οικουμενισμού, ο πανχριστιανικός εορτασμός του Πάσχα ήταν ένα θέμα συνεχώς επαναλαμβανόμενο σε όλα σχεδόν τα Μηνύματα, Διαγγέλματα, Διασκέψεις, Συνελεύσεις και Συνέδρια, συνδεόμενο και τοποθετούμενο πάντοτε στο γενικότερο πλαίσιο της «ενώσεως των Εκκλησιών», παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές.

Ο διάδοχός του κυρός Δημήτριος ο Α΄ συνέχισε την ίδια οικουμενιστική γραμμή που χάραξε ο προκάτοχός του. Όταν το 1975 συνέπεσε το Πάσχα των Ορθοδόξων και των Λατίνων, (14η Απριλίου), έσπευσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και έστειλε Πασχάλιο Μήνυμα στον Πάπα και στους Προτεστάντες προτείνοντας «σταθεράν Κυριακήν» κοινού εορτασμού του Πάσχα την Β΄ Κυριακή του Απριλίου, μάλιστα ήδη από το επόμενο έτος, το 1975!

    Ο διάδοχός του ο νυν Οικουμενικός πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ο Α΄, δεν ήταν δυνατόν να υστερήσει στο όραμα του κοινού εορτασμού. Με την ευκαιρία της συμπτώσεως του Πάσχα των Ορθοδόξων και των Λατίνων στις 15 Απριλίου του 2001, συμφώνησαν από κοινού ο Πάπας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ερήμην των άλλων Τοπικών Εκκλησιών, να εγκαινιάσουν μαζί, επίσημα πλέον, τον κοινό εορτασμό του Πάσχα ως διαρκή και μόνιμο κατά τον 21ο αιώνα. Η κοινή αυτή προσπάθεια χαιρετίστηκε θετικά από τα ΜΜΕ. Στην εφημερίδα «Επενδυτής» δημοσιεύθηκε άρθρο, (30.3.1996), στο οποίο εκφραζόταν η άποψη ότι «το θέμα έχει τεράστια σημασία καθώς η ημερολογιακή συμπόρευση Φαναρίου –Βατικανού αναμένεται να συνδυαστεί με μια ιστορική εκκλησιαστική συνεργασία που ισοδυναμεί με άρση του γνωστού σχίσματος».[3] Εν όψει του γεγονότος αυτού, ήδη από το 1995 το Οικουμενικό Πατριαρχείο έστειλε Εγκύκλιο προς τις Ιερές Μητροπόλεις της Διασποράς, για να βολιδοσκοπήσει πιθανές αντιδράσεις του Ορθοδόξου κλήρου και του λαού. Ο σχεδιαζόμενος κοινός εορτασμός προέβλεπε αλλαγή και προσαρμογή του Ορθοδόξου Πασχαλίου προς το Γρηγοριανό. Ευτυχώς και η προσπάθεια αυτή απέτυχε, διότι όλες οι Ιερές Μητροπόλεις της Διασποράς απάντησαν στην πατριαρχική Εγκύκλιο αρνητικά.

    Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι όλοι οι παραπάνω μνημονευθέντες Πατριάρχες επεδίωξαν τον κοινό εορτασμό επί τη βάσει της προσαρμογής του Ορθοδόξου Πασχαλίου προς το Γρηγοριανό, παραθεωρούντες τους όρους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ως γνωστόν οι όροι που έθεσε η εν λόγω Σύνοδος, προέβλεπε δύο τινά: α) Να εορτάζεται το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας και β) Ουδέποτε να συμπίπτει, ή να προηγείται, το χριστιανικό Πάσχα από το Πάσχα των Εβραίων. Αγνόησαν επίσης οι εν λόγω Πατριάρχες δύο ακόμη Ιερούς Κανόνες με διαχρονικό και οικουμενικό κύρος: α) τον Ζ΄ Αποστολικόν, που προβλέπει «μη μετά Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα», και β) την εν Αντιοχεία Τοπική Σύνοδο, (341), η οποία ορίζει: «Πάντας τους τολμώντας παραλύειν τον όρον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, της εν Νικαία συγκροτηθείσης,…περί της Αγίας Εορτής του σωτηριώδους Πάσχα, ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της Εκκλησίας, ει επιμένοιεν φιλονεικότερον ενιστάμενοι προς τα καλώς δεδογμένα, και ταύτα ειρήσθω περί των λαϊκών. Ει δε τις των Προεστώτων της Εκκλησίας, Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, μετά τον όρον τούτον τολμήσειεν επί διαστροφή των λαών και ταραχή των Εκκλησιών, ιδιάζειν, και μετά των Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα, τούτον η αγία Σύνοδος εντεύθεν ήδη αλλότριον έκρινε της Εκκλησίας, ως ου μόνον εαυτώ αμαρτίας, αλλά και πολλοίς διαφθοράς και διαστροφής γινόμενον αίτιον».

    Πρόσφατα, στη Συνάξη της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, (3.9.2024), ο κ. Βαρθολομαίος επανέφερε το θέμα, ανακοινώνοντας στην Ιεραρχία μεταξύ άλλων τα εξής: «Εκφράζεται ομοθυμαδόν η ευχή ο κοινός εορτασμός του Πάσχα κατά το επόμενον έτος υπό της Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης, να μη αποτελέση μίαν ευτυχή απλώς σύμπτωσιν, αλλά την απαρχήν της καθιερώσεως κοινής ημερομηνίας δια τον εορτασμόν του κατ᾽ έτος, συμφώνως προς το Πασχάλιον της καθ᾽ ημάς Ορθοδόξου Εκκλησίας». Ωστόσο ένα τέτοιο ενδεχόμενο, (της επιστροφής δηλαδή του Βατικανού στο Ορθόδοξο πασχάλιο), είναι, κατά την ταπεινή μας γνώμη, σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Και το θεωρούμε σχεδόν αδύνατο, διότι θα συναντήσει τη σθεναρή αντίσταση συντηρητικών κύκλων του Βατικανού και θα προκαλέσει σχίσμα μέσα στους κόλπους του Παπισμού. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο σίγουρα δεν πρόκειται να το διακινδυνεύσει ο πάπας Φραγκίσκος! Δεν πρέπει ακόμη να ξεχνούμε ότι μια ενδεχόμενη αλλαγή του πασχαλίου των παπικών θέτει σε κίνδυνο το αλάθητο των αποφάσεων του πάπα Γρηγορίου του 13ου, ο οποίος εισήγαγε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Ως γνωστόν το κακόδοξο δόγμα περί του παπικού αλαθήτου έχει ανανεωθεί στις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου και έχει εδραιωθεί για τα καλά στη συνείδηση «κλήρου» και λαού των παπικών. Ας μην τρέφουμε λοιπόν αυταπάτες! Οι παπικοί δεν πρόκειται να κάνουν ούτε ένα χιλιοστό πίσω από τις θέσεις τους. Πέραν αυτών πολύ σημαντική θεωρούμε την παρατήρηση της Ιεράς Μονής Γρηγορίου αγίου Όρους σε σχετικό δημοσίευμά της: «Ο συνεορτασμός του Πάσχα οφείλει να γίνη μόνον μετά από απόλυτη δογματική ενότητα στην βάση της Ορθοδόξου Πίστεως και όχι στην βάση θεολογικών συμβιβασμών, τύπου Συμφωνίας Balamand (1993), εκκλησιαστικής ενώσεως δηλαδή χωρίς ταυτότητα πίστεως».[4]

    Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Σεραφείμ, αναφερόμενος σε πρόσφατο μήνυμά του στο εν λόγω θέμα παρατηρεί μεταξύ άλλων τα εξής πολύ σημαντικά: «Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος σημειώνει εις τον Όρον αυτής: ‘Ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της Καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν’ (MANSI 13, 376C). Και πάλιν ‘απάσας τας Εκκλησιαστικάς εγγράφως, ή αγράφως τεθεσπισμένας ημίν Παραδόσεις ακαινοτομήτως φυλάττομεν’ (MANSI 13, 377B). Όταν οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων εσεβάσθησαν και απεδέχθησαν αναλλοιώτως ό,τι εθέσπισαν οι προγενέστεροι αυτών, πως ημείς σήμερον θα καταπατήσωμεν τα παραδεδομένα; Μήπως υπερβήκαμεν εν σοφία και χάριτι τους θείους Πατέρας; Άλλωστεουδέ οφείλομεν να παραβλέψωμεν το γεγονός ότι η αθέτησις της παραμικράς παραδόσεως, είτε εγγράφου, είτε αγράφου, σκανδαλίζει πάντοτε τους πιστούς και βοηθεί τους απίστους να αμφισβητήσουν την αξιοπιστίαν και το κύρος της Εκκλησίας…Η Παράδοσις της Εκκλησίας δεν είναι ανθρώπινον έργον, δια να γηράσκη, παλαιούται και ανανεούται, ή απορρίπτεται όποτε θέλομεν. Ως έργον του αγίου Πνεύματος είναι πάντοτε καινή, έχουσα δυναμικόν, αμετάβλητον και αναλλοίωτον χαρακτήρα….‘Το να ποιούν καινοτομίας και μεταρρυθμίσεις εις τους Ιερούς Κανόνας και Παραδόσεις’, τονίζει ο ηγιασμένος Γέροντας της Πάρου αείμνηστος π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ‘προξενεί σύγχυσιν, ταραχήν, διαμάχας, φιλονικίας, έχθρας, μίση και τα λοιπά είδη της κακίας, δι᾽ ά έρχεται η οργή του Θεού’. ‘Όπου ζήλος και εριθεία, εκεί ακαταστασία και παν φαύλον πράγμα’, λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος’».

    Κλείνοντας, με πολλή λύπη διαπιστώνουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας σύρεται δυστυχώς και πάλι σε ανεπίτρεπτους συμβιβασμούς, προκειμένου να προωθηθεί το οικουμενιστικό όραμα της παγχριστιανικής και πανθρησκειακής ενότητος. Οδηγείται σε ένα νέο οδυνηρό σχίσμα πανορθοδόξων διαστάσεων, το οποίο προστίθεται στα ήδη υφιστάμενα, Ουκρανικό και Παλαιοημερολογιακό. Δεν είναι τυχαίο ότι και στα δύο αυτά σχίσματα, αλλά και στο κυοφορούμενο και προωθούμενο, πρωταγωνιστής υπήρξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο! Εν όψει αυτής της επερχομένης «καταιγίδος» καλούμε τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού σε περισσότερη εγρήγορση, προσευχή και αγωνιστικότητα, ώστε, με τη Χάρη του Θεού, να ματαιωθούν τα σχέδια των οικουμενιστών και να αποφευχθεί ένα νέο οδυνηρό σχίσμα με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια ορθοδοξία.



[1] Περιοδικό “ΕΝΟΡΙΑ”, φύλλον 549, 10/5/1974

[2] Καθηγητή Ιω. Καρμίρη, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τομ. ΙΙ, σελ. 946ε και 946ζ.

[3] Βλ. Εισήγηση μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη με τίτλο: «Οικουμενισμός και αλλαγή πασχαλίου» σε Διορθόδοξο Συνέδριο με τίτλο: «Οικουμενισμός: Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις», στο Α.Π.Θ., 20-24/9/2004, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Τομ. Β΄, σελ. 955-956.

[4]https://www.inaa.gr/2024/11/12/%E1%BD%81-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%82-%E1%BC%91%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%BF%E1%BF%A6-%CF%80%CE%AC%CF%83%CF%87%CE%B1-%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%AC/