ΑΓΙΟΣ
ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ Ὁ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ
Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ξεχωριστὴ χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὅσοι
ἔλαβαν μέρος στὶς Μεγάλες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, στὶς ὁποῖες, μὲ τὴν καθοδήγηση
καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθόρισαν τὰ ὅρια τῆς σωστικῆς ὀρθοδόξους
πίστεώς μας. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Ἀχίλλειος, ἐπίσκοπος Λαρίσης, ὁ
ὁποῖος εἶχε τὴ δική του συμβολὴ στὶς ἐργασίες τῆς Ἁγίας Α΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 270
μ. Χ. Δὲν γνωρίζουμε πολλὰ γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὴν παιδική του ἡλικία.
Φαίνεται πὼς ἦταν γόνος εὔπορων καὶ εὐσεβῶν γονέων, οἱ ὁποῖοι φρόντισαν νὰ τὸν
σπουδάσουν στὰ ὀνομαστὰ σχολεῖα τῆς περιοχῆς. Περισσότερο ὅμως φρόντισαν νὰ τὸν
μορφώσουν πνευματικά. Νὰ τοῦ ἐνσταλάξουν στὴν παιδική του ψυχὴ τὴν ἀκράδαντη
πίστη στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό, στὸν Σωτῆρα Χριστὸ καὶ τὰ σωτήρια διδάγματα τοῦ
Εὐαγγελίου. Νὰ γίνει συνειδητὸ μέλος τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καὶ πράγματι ὁ Ἀχίλλειος
ἔγινε μιὰ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ διαφέρει ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῶν
ἐθνικῶν, τὰ ὁποῖα ρίχνονταν νωρὶς στὴν ἀκολασία καὶ τὴν εἰδωλολατρικὴ
δεισιδαιμονία.
Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του ὁ Ἀχίλλειος, μοίρασε τὴ
μεγάλη πατρική του περιουσία στοὺς ἐνδεεῖς τῆς περιοχῆς καὶ ἀναχώρησε γιὰ τοὺς Ἁγίους
Τόπους, γιὰ νὰ ζήσει ἐκεῖ ποὺ ἔζησε ὁ Λυτρωτής μας Χριστός, κοντὰ στὸν Πανάγιο
Τάφο, ποὺ ἀκόμη τότε βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὸν βέβηλο ναὸ τῆς πορνικῆς «θεᾶς» Ἀφροδίτης.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἐπισκέφτηκε ἀσκητήρια, προκειμένου νὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ τοὺς ἁγίους
γέροντες ἀσκητές. Μαζί τους ἀσκήθηκε στὴ νηστεία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγρυπνία,
καλλιεργῶντας τὶς θεῖες ἀρετές.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ μετέβηκε στὴν Ρώμη, πρωτεύουσα ἀκόμη τοῦ
ἀπέραντου Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὅπου εἶχε συναντήσεις μὲ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς
μεγάλης πόλεως καὶ οἱ ὁποῖοι δοκίμασαν τοὺς χειρότερους διωγμούς, ἐπειδὴ
βρισκόταν κοντὰ στὴ ἀντίχριστη ἐξουσία, ἡ ὁποία δίωκε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Κατόπιν ἦρθε στὴν Ἑλλάδα καὶ κατέληξε στὴ Θεσσαλία, τὴν ὁποία διάλεξε ὡς τόπο τῆς
ἱεραποστολῆς του. Μὲ τὸ ἔνθερμο κήρυγμά του, μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ μὲ τὰ
θαύματα, ποὺ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ κάνει, ἔκαμε πολλοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἀσπασθοῦν
τὴ νέα πίστη.
Περὶ τὸ 320 χήρεψε ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος τῆς Λαρίσης. Οἱ
Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς πρότειναν στὸν ἅγιο Ἀχίλλειο νὰ ἀναλάβει ποιμενάρχης
τους. Παρὰ τοὺς δισταγμούς του, δέχτηκε τὸ μεγάλο φορτίο. Ἄρχισε ἀμέσως ἕνα
σπουδαῖο ποιμαντικὸ ἔργο, ἐν μέσῳ ἀνυπέρβλητων δυσκολιῶν, διότι, ἂν καὶ οἱ
φοβεροὶ διωγμοὶ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν εἶχαν τυπικὰ σταματήσει, μὲ τὸ περίφημο
Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313), περὶ ἀνεξιθρησκίας, τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἐν
τούτοις ἡ εἰδωλολατρία ἀνθίστατο στὴν ἑλληνικὴ ἐνδοχώρα. Τὰ σκοταδιστικὰ εἰδωλολατρικὰ
ἱερατεῖα προκαλοῦσαν σοβαρὰ προβλήματα ἀκόμη στοὺς Χριστιανούς. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος
ἔδειχνε, ὄχι ἁπλὰ ἀνοχὴ καὶ ἀνεξικακία στοὺς φανατικοὺς διῶκτες τους, ἀλλὰ τοὺς
εὐεργετοῦσε, ὅπως εὐεργετοῦσε τοὺς πιστούς. Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια πολὺ σύντομα
νὰ μεταστραφοῦν στὴν Ἐκκλησία πλήθη εἰδωλολατρῶν.
Τὴν ἐποχὴ ὅμως αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία δοκιμάζονταν καὶ
σπαράσσονταν ἀπὸ τὴν φοβερὴ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος
συγκάλεσε τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325, γιὰ νὰ ἐπιλυθεῖ
συνοδικὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θεολογικὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἀπειλοῦσε αὐτὴ τὴν ἴδια
τήν ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας. Κλήθηκαν 318 Ἐπίσκοποι ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης,
νὰ λάβουν μέρος στὴ Μεγάλη Σύνοδο. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀχίλλειος. Ἡ
φήμη του, ὡς ἁγίου Ἐπισκόπου, εἶχε φτάσει ὡς τὴ Βασιλεύουσα. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἔφτασε
τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ τιμὲς ὁ αὐτοκράτορας καὶ οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι. Ἔλαβε μέρος στὶς
συζητήσεις καὶ μὲ τὴν εὐρυμάθειά του καὶ τὴν ἄρτια θεολογική του κατάρτιση
κατατρόπωσε τοὺς αἱρετικοὺς ἀρειανούς. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μάλιστα νὰ ἐπιτελέσει
στὴ Σύνοδο καὶ θαῦμα, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ἡ ἀληθινὴ
καὶ εὐάρεστη στὸ Θεό. Μὲ τὶς εὐχές του ἀνάβλυσε λάδι ἀπὸ μιὰ πέτρα. Σὲ σπάνιο
χειρόγραφο ποὺ φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βαρλαὰμ Μετεώρων ἀναφέρεται πὼς «Τὸν
Θεὸν ἐπικαλεσάμενος καὶ ἔλαιον δι’ εὐχῆς βλύσαι ποιεῖ».
Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου καὶ τὸν θρίαμβο
τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου Ἀχιλλείου καὶ
τὸν ξεπροβόδησε μὲ πλούσια δῶρα, νὰ τὰ χρησιμοποιήσει γιὰ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ
ἀνεγέρσεις ναῶν στὴν ἐπισκοπή του.
Μετὰ ἀπὸ 35 χρόνια ποιμαντορίας, τὸ ἔτος 355 ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος
κοιμήθηκε εἰρηνικά. Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ προαισθανθεῖ
τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Κάλεσε τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαό, δίνοντάς
τους τὶς τελευταῖες συμβουλές του καὶ προαναγγέλλοντας τὴν κοίμησή του.
Οἱ πιστοὶ θρήνησαν τὸν ἅγιο Ἱεράρχη τους καὶ τὸν κήδεψαν μὲ μεγάλες τιμὲς καὶ τοποθέτησαν τὸ σεπτό του σκήνωμα σὲ λάρνακα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κατασκευάσει. Τὸ τίμιο λείψανό του πραγματοποιοῦσε πολλὰ θαύματα. Τὸ 985 ὁ τσάρος τῶν Βουλγάρων Σαμουὴλ τὸ ἅρπαξε καὶ τὸ μετέφερε στὰ ἀνάκτορά του στὶς Πέσπες, ὅπου εἶχε χτίσει μεγαλόπρεπη βασιλική, τῆς ὁποίας σώζοντα ὡς τὰ σήμερα ἐρείπια. Οἱ κάτοικοι τῆς Λάρισας συνέχιζαν νὰ τιμοῦν τὸν ἅγιο καὶ μετὰ τὴν ἁρπαγὴ τῶν λειψάνων του. Τοῦ ἔκτισαν μεγαλοπρεπῆ ναὸ καὶ τὸν ἔκαμαν προστάτη καὶ πολιοῦχο τῆς πόλεώς τους. Ἐπιτελοῦνταν δὲ ἐκεῖ πολλὰ θαύματα. Σὲ αὐτὸν τὸν ναὸ συνάζονταν οἱ ἐπίσκοποι τῆς Θεσσαλίας γιὰ νὰ ἐκλέξουν τοὺς ἐπισκόπους τῶν χηρευουσῶν θρόνων. Στὰ 1204, οἱ αἱρετικοὶ Φράγκοι κατέστρεψαν τὴ Λάρισα καὶ μετέβαλαν τὸ ναὸ σὲ ὁρμητήριο ληστῶν. Ἐνῷ στὶς 12 Ἰουνίου 1769 οἱ φανατισμένοι τοῦρκοι τὸν πυρπόλησαν. Τὸ 1965 ἔγινε ἀνασκαφῇ καὶ βρέθηκε ὁ τάφος τοῦ ἁγίου καὶ κτίστηκε ὁ σημερινὸς ναός. Τέλος στὶς 14 Μαΐου 1981 ἐπέστρεψαν τὰ λείψανά του στὴ Λάρισα, ὅπου φυλάσσονται στὸν ὁμώνυμο ναό του καὶ θαυματουργούν.
Ἡ μνήμη
του τιμᾶται στὶς 15 Μαΐου.