Δευτέρα, Νοεμβρίου 25, 2024

 

Αγία Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς

Γυναίκα πρότυπο ιεραποστολής

 


 

Του μακαριστού επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη

Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἑορτάζει ἡ ἁγία Αἰ­κατερίνη. Ἂν διαβάσε­τε στὰ συναξάρια τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριό της, θὰ ἔρθουν δά­κρυα στὰ μάτια σας. Λίγα μόνο λόγια θὰ πῶ, γιὰ νὰ δοῦμε πόσο μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ συντελέ­σῃ στὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ μας.

Ἡ ἁγία Αἰκατερίνη δὲν ἔζησε μέσα σὲ μοναστήρι ἢ στὶς ὀπὲς τῆς γῆς, δὲν κρατοῦσε στὰ χέρια κομποσχοίνια· ἔζησε μέσα στὴν Ἀ­λεξάνδρεια, μιὰ πόλι ἀπὸ τὶς πιὸ διεφθαρμένες. Καμμιὰ φο­ρὰ ἀκοῦμε· Δὲν μπορεῖ κανεὶς ν᾽ ἁ­γιάσῃ στὸν κόσμο… Ἂν θέλῃς, μπορεῖς καὶ μέσ᾽ στὸν κόσμο νὰ μείνῃς διαμάν­τι τοῦ Χριστοῦ· ἅμα δὲν θέλῃς, καὶ στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ στὸν Ἰορδάνη νὰ πᾷς, καὶ στὰ μοναστήρια καὶ στὰ ἀσκηταριά, μπορεῖ νὰ χάσῃς τὴν ψυχή σου. Δὲν εἶνε ὁ τόπος, ἀλλ᾽ ὁ τρόπος, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἁγιάσῃ.

Ἦταν ἀπὸ οἰκογένεια εἰδωλολατρῶν, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἡ μητέρα της εἶχε κάποια συμ­πάθεια στὸ Χριστιανισμό. Ἡ ἁγία διακρινόταν καὶ γιὰ εὐγένεια καταγωγῆς, καὶ γιὰ σοφία καὶ μόρφωσι, καὶ γιὰ ὀ­μορφιά. Πολλοὶ λοιπὸν τὴ ζήτησαν σὲ γάμο. Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἀπέρριπτε ὅλες τὶς προτάσεις, γιατὶ τὴν εἵλκυε κάτι ἀνώτερο.

Δὲν εἶνε μόνο ὁ γάμος σκοπὸς τῆς ζω­ῆς. Μερικοὶ νομίζουν, γυναῖ­κες καὶ ἄντρες, πὼς ἅ­μα παντρευτοῦν πέτυχαν τὸ σκοπό τους. Δὲν εἶνε ἔτσι. Δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴ γυναῖ­κα ἕνας ἄντρας, ἂς εἶνε καὶ βασιλιᾶς. Καὶ δὲν μπορεῖ ὁ ἄντρας νὰ ἱκανοποιηθῇ καὶ μὲ τὴν καλύτερη καὶ ὡραιότερη γυναῖκα· πάνω κι ἀ­πὸ γυναῖκες κι ἀπὸ ἄντρες ὑπάρχει κάτι ἄλλο ἀνώτερο. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἐναν­τίον τοῦ γάμου. Ὄχι, ὑπὲρ τῆς οἰκογενείας εἴ­μαστε. Ἀλλὰ δὲν εἶνε καὶ δόγμα ὅτι «ἂν δὲν παντρευτῇ τὸ κορίτσι ἢ ὁ νέος, ἀλλοίμονό του». Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἱκανοποιεῖ­ται. Πάνω ἀπὸ τὰ συνοικέσια ὑπάρχει κάτι ὑ­ψηλότερο ποὺ νοσταλγεῖ ἡ ψυχή.

Ἀπέρριπτε λοιπὸν ἡ ἁγία τὶς προτάσεις γάμου. Καὶ γιὰ ν᾽ ἀποφύγῃ τὴν πίεσι ἀπὸ τὴν οἰ­κογένειά της, εἶπε στὴ μητέρα της· Δέχομαι νὰ παντρευτῶ ὑ­πὸ τὸν ὅρο νὰ βρεθῇ κάποιος ποὺ νὰ μοῦ μοιάζῃ στὰ ἑξῆς· πρῶτον στὴν εὐγένεια τῆς καταγωγῆς, δεύτερον στὴ σοφία καὶ τὴ μόρφωσι, τρίτον στὰ πλούτη, καὶ τέταρτον στὴν ὀμορφιά· διαφορε­τικὰ δὲν δέχομαι.

Ἡ μητέρα της, ποὺ τὴν ἀγαποῦσε, πῆγε σὲ ἕναν ἀσκητὴ ποὺ ζοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀλεξάν­δρεια, εἶπε τὸν πόνο της καὶ ζήτησε τὴ συμβου­λή του. Ὁ σοφὸς ἐκεῖνος γέρον­τας κάλε­σε τὴν Αἰκατερίνη καὶ τῆς εἶπε· Ξέρω τί πόθο ἔ­χεις καὶ τί ὅρους θέτεις γιὰ νὰ συνάψῃς γάμο. Ἐγὼ λοιπὸν γνωρίζω κάποιον τέτοιο νέο, ποὺ διαθέτει ὄχι ἁ­πλῶς αὐτὰ ποὺ ζητᾷς ἀλλὰ ἀπείρως περισσότερα. Τὰ πλούτη του εἶνε ἀ­μέτρητα, στὴν εὐγένεια καὶ ὑψηλὴ καταγωγὴ δὲν τὸν φτάνει κανείς, ἡ σοφία του εἶνε ὠκεανὸς ἀνεξάντλητος, κι ἂν πῇς γιὰ τὸ κάλλος του ποτέ του δὲν γηράσκει, εἶνε ὁ «ὡραῖος κάλ­λει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44,3). Τὰ λόγια αὐτὰ ἄναψαν στὴν καρδιὰ τῆς κό­ρης ἐνθουσιασμὸ καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ νυμφίο αὐτόν. Ἐνῷ ἄλλοι μὲ γλυκόλογα ἀνάβουν φωτιὲς ἁμαρτω­λὲς καὶ ἀπατοῦν τὰ κορίτσια, ὁ ἀσκητὴς αὐτὸς κατώρθωσε ν᾽ ἀνάψῃ στὴν καρδιὰ τῆς νέας τὸν θεῖο ἔρωτα γιὰ τὸ νέο αὐ­τόν, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν Χριστό· για­τὶ μόνο ὁ Χριστὸς εἶχε τὰ χαρίσματα αὐτά.

Ἡ Αἰκατερίνη ζήτησε νὰ δῇ τὸν νέο – δὲν τῆς εἶχε πεῖ ἀκόμη ὁ ἀσκητὴς τὸ ὄ­νομά του. Ὁ ἀσκητὴς τῆς ἔδωσε τότε τὴν εἰκόνα τῆς ὑ­περαγίας Θεοτόκου καὶ τῆς εἶπε τὸ βράδυ νὰ προσευχηθῇ. Τὴ νύχτα –ὤ τοῦ θαύματος! ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἀλλὰ δικαίωμά μας κ᾽ ἐμᾶς νὰ πιστεύουμε, γιατὶ ὑ­πάρχουν καὶ θεῖες ὀπτασίες καὶ ὁράματα– ἡ Αἰκατερίνη εἶ­δε τὴν Παναγία νὰ κρατάῃ τὸν Κύ­ριο στὴν ἀγ­κάλη της. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἡ Παν­αγία ἔ­λεγε στὸν Υἱό της νὰ κοιτάξῃ τὴν Αἰκατερίνη, ὁ Χριστὸς ἀπέστρεφε, γύριζε ἀλλοῦ τὸ πρόσω­πό του· δὲν ἤ­θελε νὰ τὴ δῇ. Ἡ Παν­αγία ρώτησε –Γιατί, Υἱέ μου, σὺ ποὺ ἐπιβλέπεις τὸν κόσμο ὅ­λο μὲ εὐ­σπλαχνία, γιατί τὸ πλάσμα σου τὴν Αἰ­κατερίνη δὲν θέλεις νὰ τὴν κοιτάξῃς; Ὁ Χριστὸς εἶ­πε· –Εἶνε ἄσχημη. –Ἄσχημη αὐτή; –Ναί, Μῆ­τερ μου, εἶνε ἄσχημη.

Ἡ Αἰκατερίνη ἔτρεξε στὸν ἀ­σκητὴ καὶ ρώτησε· –Τί πρέπει νὰ κάνω; –Ἂν θέλῃς, παιδί μου, εἶπε ἐκεῖνος, ν᾽ ἀποκτήσῃς τὴν ὡραιότητα τῆς ψυ­χῆς καὶ νὰ σ᾽ ἀγαπήσῃ ὁ Νυμφίος Χριστός, ἕ­νας τρόπος ὑπάρχει· νὰ μετανοήσῃς, νὰ πιστέ­ψῃς σ᾽ αὐτὸν καὶ νὰ βαπτισθῇς στὸ ὄνομά του. Κι ἀπὸ τότε ἄρχισε, γιὰ ἀρκετὸ διάστημα, νὰ τὴν κατηχῇ σὲ ὅλα τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας. Τέλος μὲ φλογερὴ καρδιὰ ὡμολόγησε «Πιστεύω στὸ Χριστό» καὶ βαπτίσθηκε Χριστι­ανή. Ἔτσι, μιὰ ἄλλη εὐλογημένη νύχτα, βλέ­πει ἄλλο ὅραμα. Εἶδε τὸ Χριστὸ νὰ λάμπῃ ὑ­πὲρ τὸν ἥλιο, καὶ δὲν ἀπέστρεφε πλέον τὸ πρό­σωπό του, ἀλλὰ τὴν κοίταξε μὲ βλέμμα γεμᾶτο στοργή. Ὤ τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ! Τὰ βλέματα τοῦ κόσμου εἶνε μάταια καὶ ἀπατηλά· τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ παράδεισος. Κι ὅ­ταν ἡ Αἰκατερίνη εἶδε πάνω της τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ καὶ δέχθηκε τὴν ἀγάπη του, τότε κατάλαβε τί θὰ πῇ ζωή· ὅτι πάνω ἀπὸ πλούτη καὶ εὐγένειες κι ὅλα τὰ μάταια τοῦ κόσμου τούτου ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο καὶ ὑψηλότερο, ποὺ ἀξίζει νὰ τὸ ἀγαπήσῃ κανεὶς ὁλόψυχα, καὶ αὐ­τὸ εἶνε ὁ Χριστός. Ἔτσι ἀφωσιώθηκε πλέον στὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε «νύμφη Χριστοῦ», ὅπως λέει τὸ ἀπολυτίκιο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.

Μὰ ἦταν τότε ἐποχὴ διωγμοῦ, ἐπὶ τῆς βασι­λείας τοῦ Μαξεντίου (306-311 μ.Χ.), καὶ ὁ Χρι­στι­ανισμὸς στοίχιζε θυσίες. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ συνελήφθησαν ἦταν ἡ Αἰκατερίνη. Τὴν ὡδήγησαν μπροστὰ στὸ κριτήριο κ᾽ ἐκεῖ ὡμολόγησε τὸ Χριστό. Ὅταν ὁ Μαξέν­τιος εἶ­δε τὴ σο­φία της κι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὰ βγάλῃ πέρα συζητώντας μαζί της, κάλεσε τοὺς πιὸ σοφοὺς ποὺ διέθετε καὶ μαζεύτηκαν στὴν Ἀλεξάνδρεια 150 σοφοί, ποὺ ἤξεραν ῥητορεία, φιλοσοφία, ἱστορία κ.τ.λ.. Μία ἡ Αἰκατερίνη – 150 αὐτοί. Ἔγινε ἔντονη διαλογικὴ ἀναμέτρησι μεταξύ τους. Τὸ ἀποτέλεσμα· οἱ σοφοὶ φιμώθηκαν, ἀποστομώθηκαν, δὲν μποροῦσαν ν᾽ ἀπαντήσουν στὰ ἐρωτήματα ποὺ τοὺς ὑπέβαλλε ἡ Αἰ­κατερίνη. Ἀναγκάστησαν νὰ ὁμολογήσουν τὴν ἧττα τους, παραδέχτηκαν ὅτι ἡ ἀληθινὴ θρησκεία εἶνε αὐτὴ ποὺ κηρύττει ἡ Αἰκατερίνη, πίστεψαν καὶ οἱ 150 κ᾽ ἔγιναν ὅλοι Χριστι­ανοί. Κατώρθωσε νὰ τοὺς ἑλκύσῃ στὴν πίστι!

Καὶ μόνο 150; προσθέστε σ᾽ αὐτοὺς καὶ ἄλ­λους 200. Τί ἦταν αὐτοί; Δὲν ἦταν φιλόσοφοι· ἦταν ἀγροῖκοι καὶ βάρβαροι, ποὺ δὲν τοὺς πιά­νεις μὲ λόγια καὶ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ μὲ ἄλλο τρόπο. Αὐτοὶ ἦταν ἡ φρουρὰ τῶν ἀνακτόρων μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φρούραρχο Πορφυρίωνα. Ὅ­ταν ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια τῆς ἁγίας καὶ ἔ­βλεπαν μία εὐγενῆ κόρη νὰ τὰ ὑποφέρῃ ὅλα μὲ χαμόγελο, ὅταν εἶδαν νὰ νικάῃ τὸν πόνο, ν᾽ ἀ­ναδεικνύεται ἀνώτερη ἀπὸ κάθε πειρα­σμό, καὶ οἱ 200 αὐτοὶ στρατιῶτες μαζὶ μὲ τὸν Πορφυρίωνα πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν.

Τότε μέσ᾽ στὰ ἀνάκτορα ἔγινε πνευματι­κὸς σεισμός. Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ βασίλισσα, ποὺ ἔ­βλεπε μιὰ γυναῖκα νὰ νικᾷ φιλοσόφους καὶ φρουράρχους, ὅλα τὰ δεινά, καὶ νὰ λάμπῃ σὰν ἀστέρι, πῆγε τὴ νύχτα, τὴ βρῆκε, ἔπεσε στὰ πόδια τῆς ἁ­γίας καὶ πίστεψε κι αὐτή.

Ἡ ἁγία Αἰκατερίνη δὲν εἶνε τυχαία ἁγία· ἔχει πολλοὺς τίτλους, ὅπως λέει ἡ Ἐκ­κλησία. Ἄλλες ἅγιες γυναῖκες ἔχουν ἕνα μόνο στεφά­νι· τὸ κεφάλι τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης κοσμοῦν τρία στεφάνια· τὸ στεφάνι τῆς παρθενί­ας, τὸ στεφά­νι τῆς σοφίας, καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου· εἶνε καὶ παρθένος, καὶ σοφή, καὶ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ.

* * *

Βλέπετε, ἀδελφοί μου, τί κατώρθωσε μιὰ γυ­ναίκα; Ἔφερε στὸ Χριστὸ 352 ψυχέςΚαὶ πάν­τα λίγοι ζωντανοὶ Χριστιανοὶ εἵλκυαν πλήθη. Δώδε­κα ἦταν καὶ οἱ ἀπόστολοι, ἀλλὰ ἄλλαξαν τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Βάλτε τώρα μπροστά σας τὸν καθρέπτη αὐ­τόν. Ἐμεῖς τί κάνουμε;

Γιά κοιτάξτε καὶ τοὺς χιλιαστάς, τοὺς μαρξι­στάς, τοὺς μασόνους, τοὺς αἱρετικούς, πῶς κινοῦνται. Καὶ βλέ­πεις τὸ Χριστιανὸ μουγγό. Τὴ γλῶσσα δὲν σοῦ τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ μιλάῃ γιὰ τὰ μάταια τοῦ κόσμου· κάνε τὴ γλῶσ­σα σου κιθάρα καὶ σάλπιγγα, ὅπως ἡ ἁγία Αἰ­κατερίνη. Δὲν εἴμαστε Χριστιανοί, θὰ κολαστοῦμε ἀδέρ­φια μου. Δὲν μπορεῖς νά φέρῃς στὴν Ἐκκλησία 352 ψυχές; φέρε 100. Δὲν μπορεῖς 100; φέρε 50. Δὲν μπορεῖς 50; φέρε 20. Δὲν μπορεῖς 20; φέρε 10. Δὲν μπορεῖς 10; φέρε 1 ψυχή!

Κάθε Κυριακὴ ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία· στὴ γειτονιά σου ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν πά­τησαν ποτέ στὴν ἐκκλησιά. Κάνε ἐκεῖνο ποὺ κάνουν οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως. Σᾶς βάζω κανόνα καὶ πετραχήλι, γιατὶ δὲν εἶνε χριστιανισμὸς αὐτός. Μπρός! ἀπὸ τὴν ἄλλη Κυριακή, ὅλοι ὅ­σοι εἶστε ἐδῶ, νὰ φέρετε κ᾽ ἕναν ἄλλο στὴν ἐκ­κλησία. Κανείς πιὰ νὰ μὴν ἔρχεται μόνος του, ἀλλὰ νὰ φέρνῃ ἕνα, δύο, τρεῖς, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Β΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, πού ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Σπυρίδωνος Ν. Ἰωνίας – Ἀθηνῶν τὴν 25-11-1962 τὸ πρωί. Καταγραφή, σύντμησις καὶ διαίρεσις 17-10-2015.

 

 

Άγιος Μερκούριος ο Μεγαλομάρτυς.

ΑΓΙΟΣ ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ
       Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια οι Χριστιανοί είχαν διεισδύσει σε όλα τα επαγγέλματα. Ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός Χριστιανών βρισκόταν στο στρατό και πολλοί από αυτούς αναδείχτηκαν Μεγαλομάρτυρες, για την πίστη τους στο Χριστό. Ένα από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Μεγαλομάρτυς Μερκούριος.
       Γεννήθηκε στην Ανατολή και έζησε τον 3ο αιώνα στους χρόνους των ασεβών και σφοδρών διωκτών των Χριστιανών αυτοκρατόρων Δεκίου (249-251), Γάλλου (251-253) και Βαλεριανού (253-259). Ο πατέρας του ονομαζόταν Γουρδιανός, ήταν Σκύθης στην καταγωγή, κρυφός Χριστιανός και υπηρετούσε ως έπαρχος. Ο γιός του Μερκούριος ήταν ανδρείος και παράτολμος και γι’ αυτό είχε επιλέξει το επάγγελμα του στρατιωτικού και υπηρετούσε στο ονομαστό και επίλεκτο στράτευμα των Μαρκησίων. Προφανώς είχε μυηθεί στην χριστιανική πίστη από τον πατέρα του.
       Η λεγεώνα, που υπηρετούσε, στάλθηκε από τον βασιλιά να πολεμήσει τους βαρβάρους, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν εδάφη της αυτοκρατορίας. Όταν έφτασε ο ρωμαϊκός στρατός στο πεδίο της μάχης, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες απογοητεύτηκαν από την πληθώρα των εχθρικών στρατευμάτων. Ο Μερκούριος συλλογιζόταν τι έπρεπε να κάνει. Τότε του παρουσιάστηκε ένας λευκοντυμένος και απαστράπτων άγγελος Κυρίου, ο οποίος κρατούσε ξίφος στο δεξί του χέρι. Το έδωσε στον Μερκούριο και του είπε: «Φίλε Μερκούριε, ο Κύριος των Κυρίων είναι μαζί σου, προχώρα και θα νικήσεις. Αλλά μην ξεχάσεις ότι αυτή τη νίκη θα τα χρωστάς στον Χριστό. Πρόσεξε μην φανείς αχάριστος μαζί Του». Ο Μερκούριος πήρε το ξίφος και μαζί μια υπεράνθρωπη τόλμη, όρμισε στη μάχη, φονεύοντας πλήθος στρατιωτών. Έφτασε δε μέχρι τον βασιλιά τους Ρήγα, τον οποίο επίσης φόνευσε, τρέποντας σε άτακτη φυγή το βαρβαρικό στράτευμα.
       Ο ρωμαίος αυτοκράτορας θαύμασε την ανδρεία του, τον ονόμασε αρχιστράτηγο της Ανατολής και τον πήρε μαζί του στα παλάτια του. Ο Μερκούριος είχε λησμονήσει την υπόσχεσή του στον άγγελο, να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον Θεό των Χριστιανών, που του έδωσε τη νίκη. Κάποιο βράδυ είδε τον ύπνο του τον άγγελο, ο οποίος του υπενθύμισε την υπόσχεσή του. Ο Μερκούριος ξύπνησε φοβισμένος και τότε άρχισε να συνειδητοποιεί τη μεγάλη του υποχρέωση και άρχισε να συμπεριφέρεται παράξενα. Δεν παραβρίσκονταν στα συμπόσια και τα γλέντια, ούτε στις δημόσιες εκδηλώσεις. Τα βράδια ξαγρυπνούσε, χύνοντας άφθονα δάκρυα για την αγνωμοσύνη του. Σκεπτόταν με ποιο τρόπο θα άφηνε το στράτευμα, τις τιμές και τα αξιώματα, για να ομολογήσει την πίστη στο Χριστό.
       Κάποια μέρα ο αυτοκράτορας τον διέταξε να κάνουν από κοινού θυσία στην «θεά» Αρτέμιδα, για να την έχουν σύμμαχο στις μάχες. Ο Μερκούριος δεν πήγε στη θυσία, προς έκπληξη του αυτοκράτορα. Τότε ένας αντίζηλός του στρατιωτικός, που ήθελε να του πάρει τη θέση, τον κατάγγειλε στον βασιλιά ως κρυφό Χριστιανό. Ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας ταράχτηκε από το θυμό του και ζήτησε να τον φέρουν μπροστά του για ακούσει από τον ίδιο τα καταγγελλόμενα, διότι δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο κορυφαίος στρατηλάτης του είχε αρνηθεί τους «θεούς» του κράτους και είχε ασπασθεί την «δεισιδαιμονία» του Χριστιανισμού! Έτσι θεωρούσαν τον Χριστιανισμό οι ειδωλολάτρες!
       Κάλεσε τον αρχιστράτηγο Μερκούριο και τον ρώτησε αν είναι αλήθεια όσα του κατάγγειλαν. Ο ηρωικός νέος δε δίστασε καθόλου και ομολόγησε με θάρρος και παρρησία την πίστη του στο Χριστό. Την ίδια στιγμή έβγαλε τη ζώνη του και τα παράσημά του και τα παρέδωσε στον αυτοκράτορα λέγοντάς του: «Γυμνός εξήλθον εκ της κοιλίας της μητρός μου, γυμνός και απελαύσομαι» (Ιώβ1,21). Ένα ουράνιο φως τον έλουσε και φάνηκε η θείας χάρις που τον επισκίασε. Ο φανατικός
ειδωλολάτρης βασιλιάς έγινε έξαλλος από το θυμό του. Παράγγειλε να τον φοβερίσουν και να του τάξουν μεγαλύτερα αξιώματα αν αρνιόταν την πίστη του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τον οδήγησαν στο δεσμωτήριο, ευχαριστώντας και δοξολογώντας τον Κύριο, που για χάρη του υπέφερε! Τη νύχτα άγγελος Κυρίου τον ενδυνάμωσε να αντέξει στα βασανιστήρια που τον περίμεναν.  
     Την επόμενη ημέρα τον οδήγησαν και πάλι στον βασιλιά, ο οποίος, αφού διαπίστωσε την εμμονή του στην πίστη του, τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Τον κρέμασαν σε τέσσερις στύλους και άρχισαν να κόβουν τις σάρκες του με κοφτερά μαχαίρια και να καίνε τις πληγές με δάδες. Μέσα από τις σχισμένες σάρκες του έτρεχε ποτάμι το αίμα και οι πόνοι ήταν αφόρητοι. Εκείνος υπέμεινε με πρωτοφανή ηρωισμό το μαρτύριο και προσευχόμενος έπαιρνε δύναμη από το Θεό. Ύστερα από τρεις ώρες μαρτύριο, τον έριξαν αιμόφυρτο στη φυλακή, όπου ο άγγελος Κυρίου τον επισκέφτηκε και πάλι και γιάτρεψε τις πληγές του και τον συνεχάρη για τον ηρωισμό του.
      Οι φύλακες της φυλακής διαμήνυσαν στο βασιλιά το θαύμα της θεραπείας του Μερκούριου και εκείνος έγινε και πάλι θηρίο. Διέταξε να τον υποβάλλουν σε νέα, φοβερότερα βασανιστήρια. Τον τρυπούσαν με πυρωμένες σούβλες σε όλο του το κορμί, λέγοντάς του: «Τίμα τους θεούς μας αδιάντροπε!». Εκείνος συνέχιζε να μένει αταλάντευτος στην πίστη του. Κατόπιν τον υπέβαλαν σε άλλα χειρότερα μαρτύρια. Τον κρέμασαν ανάποδα, δένοντάς του μια πελώρια πέτρα στο λαιμό. Κατόπιν τον ράβδισαν με τετράκλωνο βούρδουλα με χάλκινα βαρίδια, μέχρι λιποθυμίας. Ο Μάρτυρας και πάλι υπόμεινε με ηρωισμό και αυτά τα μαρτύρια.

     Βλέποντας  τύραννος την αμετάκλητη απόφασή του, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, αφού τον μεταφέρουν στην Καισάρεια. Ο Μάρτυρας, αφού συγχώρεσε τους βασανιστές του, έκαμε το σημείο του σταυρού και έσκυψε το κεφάλι να του το κόψουν οι αλαλάζοντες ειδωλολάτρες δήμιοι. Εκείνη τη στιγμή είδε τον Κύριο να τον περιμένει. Είχε μαζευτεί πολύς όχλος ειδωλολατρών για να χαρούν από το θέαμα του αποκεφαλισμού του. Ο δήμιος έκοψε την τίμια κεφαλή του Μάρτυρα και η ψυχή του φτερούγησε στον ουρανό. Ήταν μόλις 25 ετών! Η μνήμη του εορτάζεται στις 25 Νοεμβρίου.