ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
(Ἁγ.
Ἰουστῖνος Πόποβιτς)
Ἰδοὺ εὐαγγέλιο ποὺ ἀφορᾶ στὸ νοῦ καὶ τὸ σῶμα τοῦ
καθενός μας. Εἶναι τὸ εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαχνίας. Εἶναι ἡ θαυμαστὴ παραβολὴ τοῦ
Σωτῆρος, στὴν ὁποία ἀπεικονίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Ἡ δική μου, ἡ δική σου,
τοῦ καθενὸς ἀνθρωπίνου ὄντος ἐπάνω στὴν γῆ. Ὅλους τοὺς ἀφορᾶ τὸ σημερινὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο.
Ὅλους.
Ὁ ἄνθρωπος! Αὐτὸς ὁ θεϊκὸς πλοῦτος ἐπάνω στὴν γῆ!
Κύτταξε τὸ σῶμα του, τὸ μάτι, τὸ αὐτί, τὴν γλῶσσα. Τί θαυμαστὸς πλοῦτος. Τὸ
μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιὸ τέλειο ποὺ νὰ ἠμπορῇ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπινοήση σ’ αὐτὸν τὸν
κόσμο; Κι ὅμως, τὸ μάτι αὐτὸ τὸ ἐδημιούργησε ὁ Κύριος, ὅπως καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ
σῶμα. Ἡ ψυχὴ μάλιστα εἶναι ὁλόκληρη ἐξ ουρανοῦ. Ὁποῖος πλοῦτος! Τὸ σῶμα!
Θαυμαστὸς θεῖος πλοῦτος ποὺ σοῦ δόθηκε γιὰ τὴν αἰωνιότητα καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὴν
πρόσκαιρη αὐτὴ γήινη ζωή. Καὶ ψυχὴ δοσμένη γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Ἀκούσατε τί εὐαγγελίζεται ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος
σήμερα. «Τὸ δὲ σῶμα τῷ Κυρίω» (Α΄ Κόρ. 6, 13). Ὁ Κύριος ἔπλασε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα
γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὴν ἀθανασία, γιὰ τὴν καθαρότητα. Τὸ ἔπλασε γιὰ τὴν αἰώνια
ἀλήθεια, γιὰ τὴν αἰώνια δικαιοσύνη καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ἀγάπη: ὅπως τὸ σῶμα, ἔτσι
καὶ τὴν ψυχή. Ὅλα αὐτὰ εἶναι δῶρα του Θεοῦ, ἀνεκδιήγητα καὶ μεγάλα καὶ πλούσια,
καί –τὸ πιὸ σπουδαῖο– ἀθάνατα καὶ αἰώνια δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τί κάνομε μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ δῶρα;
Τί οἰκοδομοῦμε μὲ αὐτά; Παραδίδουμε τὸ σῶμα στὶς ἡδονὲς καὶ στὰ πάθη αὐτοῦ του
κόσμου, καὶ τὴν ψυχὴ στοὺς ἀκαθάρτους λογισμούς, τὶς ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες, τὶς ἀκάθαρτες
ἡδονές. Διὰ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν Θεό, φεύγουν
ἀπὸ τὸ Θεό, φεύγουν «εἰς χώραν μακράν». Τίνος εἶναι αὐτὴ ἡ «μακρυνὴ χώρα;»
Ἀκούσατε ποὺ ὁ ἄσωτος υἱὸς βόσκει χοίρους. Στὴν χώρα
τοῦ διαβόλου. Στὴν χώρα, ὅπου ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία πάνω στὸν ἄνθρωπο διὰ τῶν
παθῶν, διά των ἁμαρτιῶν, καὶ τὸν κρατάει σὲ φρικτὴ τρέλλα, στὸν παραλογισμὸ καὶ
τὴν παραφροσύνη.
Λοιπόν, ἡ ἁμαρτία; Κάθε ἁμαρτία εἶναι τρέλλα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος
θὰ εἶναι πάντα μέσα σ’ αὐτὴ τὴν τρέλλα, μέχρις ὅτου συναντηθῇ μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό. Καὶ θὰ συναντηθῇ μὲ τὴν μετάνοια.
Ἀκούσατε πὼς ὁ ἄσωτος υἱός, αἰσθανόμενος τί σημαίνει
ζωὴ μέσα στὴν ἁμαρτία, ζωὴ μέσα στὶς ἡδονὲς καὶ τὰ πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου,
λέγει: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρὸς μοῦ περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι»
σὲ ξένη καὶ μακρυνὴ χώρα. «Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Σηκώθηκε καὶ
πῆγε πρὸς τὸν πατέρα. Καὶ ὁ οὐράνιος Πατήρ, ὁ Θεὸς καὶ Ἐλεήμων Κύριος, «ἔτι αὐτοῦ
μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν καὶ ἐσπλαγχνίσθη καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν
τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν», ἐνῷ συγχρόνως ὁ υἱὸς μὲ λυγμοὺς ἔλεγε: «πάτερ
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι ὑιος σου». Ἁμάρτησα
στὸν οὐρανὸ καὶ σ’ ὅλα τὰ ἀστέρια. Ὅλα τὰ ἐμόλυνα μὲ τὸ πύον τῶν παθῶν μου, καὶ
μὲ τὸ σκοτάδι τῶν παθῶν μου τὰ ἠμαύρωσα ὅλα. «Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου»! Φεύγοντας ἀπὸ
σένα, σὲ ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σὲ ποιόν ἤμουν; Τίνος χοίρους ἐγὼ ἔβοσκα;
Τοῦ διαβόλου! Ἐγὼ διαβολοποίησα τὴν ψυχή μου, τὴν ὁποία ἐσὺ μοῦ ἔδωσες νὰ γίνη ἁγία
καὶ ἀθάνατη. Ἐγὼ ἐβρώμισα τὸ σῶμα, ἐθανάτωσα τὸ σῶμα, ἐξαθλίωσα τὸ σῶμα!
Ὅταν ὁ ἄσωτος υἱὸς «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν» –ἀφοῦ ἦταν ἐκτὸς
ἑαυτοῦ, στὴν τρέλλα, στὶς ἡδονὲς καὶ στὰ πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου– διὰ τῆς
μετανοίας ἔτρεξε πρὸς τὸν πατέρα. Καὶ ὁ πατέρας τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν φιλεῖ. Δὲν
εἶχε τελειώσει ἀκόμη ὁ υἱὸς τὴν ἐξομολόγησί του, δὲν εἶχε ἐκφράσει ἀκόμη τὴν ἐπιθυμία
του νὰ τὸν δεχθῇ ὁ πατέρας του σὰν δοῦλο, καὶ ὁ πατέρας λέγει στοὺς ὑπηρέτες
του: «Φέρετε τὴν στολὴ τὴν πρώτη καὶ ἐνδύσατέ τον καὶ δῶστε δακτυλίδι στὸ χέρι
του καὶ ὑποδήματα στὰ πόδια του καὶ ἀφοῦ φέρετε τὸν μόσχο τον σιτευτό, σφάξτε
τον γιὰ νὰ φάγωμεν καὶ εὐφρανθῶμεν».
Γιὰ πιὸ λόγο εὐφραίνεται ὁ οὐρανός; Γιὰ ποιό λόγο ὁ Θεὸς
εὐφραίνεται στὸν οὐρανό; Γιὰ ποιό λόγο εὐφραίνονται οἱ ἄγγελοι; Σὲ ποιόν ὁ
Κύριος λέγει νὰ εὐφρανθῶμεν; Στοὺς ἀγγέλους!
Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος χάθηκε μέσα στὶς ἁμαρτίες,
θυμήθηκε ὅτι ἦταν ἀδελφὸς τῶν ἀγγέλων καὶ ἔσπευσε πρὸς τὸν οὐρανό. «Ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου». Ἁμάρτησα στοὺς ἀγγέλους, στοὺς ἀρχαγγέλους. Ἐγὼ ἐδιαβολοποίησα
τὸν ἑαυτό μου. Ἔρριξα τὸν ἑαυτό μου στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων, στὴν ἀγέλη τῶν παθῶν.
Καὶ νά, τώρα εἶμαι ὅλος ξεσχισμένος, ὅλος κουρελιασμένος. Καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα
κουρελιασμένα. Ὅλα ἐξαθλιωμένα. Λοιπόν, τί εἶναι μετάνοια; Ὁ Κύριος τρέχει νὰ
συναντήση τὸν μετανοήσαντα υἱό. Τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸν ἀσπάζεται καὶ ὅλος ὁ οὐρανὸς
συγκινεῖται. Ὅλοι οἱ ἄγγελοι εὐφραίνονται. «Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι» ἀναφέρεται
στὴν θαυμαστὴ περικοπὴ τοῦ Σωτῆρος. Γιὰ ποιό λόγο χαίρεσθε ἐσεῖς ἅγιοι ἄγγελοι,
ἅγιοι ἀρχάγγελοι; Ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι παντοτινὰ πενθῆτε γιὰ τὸν γήινο αὐτὸ κόσμο
βλέποντας τὰ δικά σας πεσμένα ἀδέλφια, τοὺς ἀνθρώπους, πὼς πνίγονται μέσα στὶς ἁμαρτίες
καὶ τὶς ἡδονὲς καὶ τὰ πάθη καὶ τοὺς διαφόρους θανάτους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί
εὐφραίνεσθε; «Εὐφραινόμαστε γιά την ἀνάστασι, τὴν ζωοποίησι τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ
μας ἀνθρώπου, ὅτι νεκρὸς ἢν καὶ ἀνέζησε». Νεκρὸς ἦταν ὁ ἄσωτος υἱός, ὅταν ἦταν
μακρὰν τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τῆς Ζωῆς, μακρυὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἰδού, ἀνάστασις ἐκ
νεκρῶν φαίνεται [ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου] στὰ μάτια ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Ὅλες
οἱ οὐράνιες δυνάμεις γι’ αὐτὸ χαίρονται, «ὅτι ἀπολωλὼς ἢν καὶ εὑρέθη».
Πράγματι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέσα στὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη, χάνει τὸν ἑαυτό
του, δηλαδὴ δὲν ἔχει αὐτογνωσία, εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ.
«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθών», λέγει ὁ Σωτήρ. Ὁ ἄνθρωπος
συνέρχεται, ὅταν σκεφθῇ τίνος εἶναι, δηλ. τοῦ Θεοῦ. Τὸ σῶμα σου τίνος εἶναι; Τοῦ
Θεοῦ. Ἡ ψυχὴ καὶ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅλα δῶρα, δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ, ποιός εἶμαι σὰν ἄνθρωπος;
Τοῦ Θεοῦ, ὅλος τοῦ Θεοῦ! Τὸ σῶμα μου εἶναι δοξασμένο ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ τὸ ἐδημιούργησε
ὁ Θεός, λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Καὶ τὸ σῶμα
γιὰ τὸν Κύριο, καὶ ἡ ψυχὴ γιὰ τὸν Κύριο. Δοξάζομε τὸν Κύριο καὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ
μὲ τὴν ψυχή. Τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Μὴ νομίζεις ὅτι εἶναι
τίποτε δικό σου, ὄχι. Ὅλα εἶναι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Καὶ σὺ εἶσαι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ τότε μόνο, ὅταν ἐσὺ τὸ συνειδητοποιῇς.
Λοιπὸν ἡ ἁμαρτία; Δὲν ἐπιτρέπει ὁ διάβολος στὸν ἄνθρωπο
νὰ συναισθανθῇ ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος ἐξουσιάζει μὲ τὴν καρδιὰ καὶ
δὲν ἀφήνει στὸν ἄνθρωπο νὰ σκεφθῇ τον Θεό, νὰ θυμηθῇ, ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅτι
εἶναι πλούσιος, ἀνεκδιήγητα πλούσιος. Ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀδελφὸς τῶν ἁγίων ἀγγέλων.
Ὁ διάβολος ὅλα τὰ σκοτίζει, ὅλα τὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τὰ
διαστρεβλώνει, καὶ τοῦ δίνει ψεύτικες ἡδονὲς μέσῳ τῶν ἁμαρτιῶν. Πράγματι ἔχει
δίκαιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει στὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο καὶ μαθητή του, Ἀπόστολο
Τίτο: «ἦμεν γὰρ ποτὲ καὶ ἡμεῖς ἀνόητοι» (Τὶτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τί λέει ὁ Ἀπόστολος.
Πότε Ἅγιε Ἀπόστολε; Ὑποδουλωμένοι στὶς διάφορες ἐπιθυμίες καὶ στὰ διάφορα πάθη,
τότε εἴμασταν τρελλοὶ καὶ ἀνόητοι.
Δὲν θέλει ὁ Κύριος διὰ τῆς βίας νὰ σὲ ἀναστήση ἐκ τῶν
θανάτων σου, νὰ σὲ ἀρπάξη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἐσὺ πρέπει πρῶτος νὰ τὸ πῇς στὸν ἴδιο:
«Κύριε, αὐτὴ ἡ ἁμαρτία μὲ βασανίζει. Δὲν τὴν θέλω, ἔχει ὅμως ἐξουσία ἐπάνω μου.
Ἐλευθέρωσε με!» Τότε γίνεται θαῦμα. Πάντα. Ποτὲ ὁ Κύριος δὲν ἀφήνει χωρὶς ἀπάντησι
τὴν προσευχή, ἔστω καὶ τοῦ μεγαλυτέρου ἁμαρτωλοῦ. Δὲν ὑπάρχει φρικτὴ ἁμαρτία γιὰ
τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀγρυπνεῖ ἐπάνω στὴ δική του συνείδηση, ἐπάνω στὴ ζωή του.
Ξέρει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι μετὰ τὴν προσέλευση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ὅτι
δὲν ὑπάρχη ἁμαρτία, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐλευθερώση. Δὲν ὑπάρχει
ἁμαρτία, τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ νικήση, δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία, τὴν ὁποία
ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ διώξη. Ὁ Κύριος δίνει τὴν δύναμη. Μόνο κάνε τὴν ἀρχή.
Μόνο ἀναβόησε, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν
Σου».
Ὅταν ἀμαρτάνης, ἀμαρτάνης ὄχι μόνο στὸν Θεό, ἀλλὰ σ’ ὅλα
τὰ οὐράνια κτίσματα, σ’ ὅλα τὰ ἐπίγεια κτίσματα. Ἁμαρτάνεις στὰ πουλιά, ἀμαρτάνης
στὰ λουλούδια, τὰ δένδρα. Ἁμαρτάνεις σ’ ὅλα τὰ ζωντανὰ ὄντα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι
πραγματικὰ φοβερή, ἄνευ τῆς μετανοίας. Τόσο φοβερή, ὥστε νὰ σκοτώνη καὶ νὰ
ρίχνη σ’ ἑκατὸ θανάτους. Νὰ ρίχνη στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ διαβόλου καὶ στὴν αἰώνια
φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρὶς ἀμφιβολία. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἦλθε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Νὰ ἐξολοθρεύση τὸν φοβερὸ δράκοντα, ὁ ὁποῖος λέγεται ἁμαρτία. Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος
Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ μᾶς ἔδωσε ὅλα τα μέσα νὰ ἐξολοθρεύσομε τὴν ἁμαρτία, τὴν
κάθε ἁμαρτία. Ἐδημιούργησε τὴν Ἐκκλησία Τοῦ ἐπάνω στὴ γῆ καὶ τῆς ἔδωσε ὅλες τὶς
οὐράνιες δυνάμεις, γιὰ νὰ νικᾶμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ὅλους
τοὺς θανάτους μέσα μας καὶ γύρω μας.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τὰ θαυμαστὰ Ἅγια Μυστήρια. Τὸ ἅγιο
Βάπτισμα, τὴ Θεία Κοινωνία, τὰ ὁποῖα ἐξολοθρεύουν τὴν ἁμαρτία. Μᾶς ἔδωσε καὶ τὶς
θαυμάσιες ἀρετές, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία, πραότητα
καὶ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες εὐαγγελικὲς ἀρετές. Γι’ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἀπόγνωση στὸν
Χριστιανὸ ἄνθρωπο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἂς ξυπνήση ὁ Ἀγαθὸς Θεὸς ὅλους τοὺς ἀθέους, ὅλους τοὺς
ἀπίστους. Ἂς κτυπήση τὸν καθένα μὲ τὸν κεραυνὸ τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους. Μὲ τὸν
κεραυνὸ τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους μέσα στὴ συνείδηση, μέσα στὴ ψυχή. Ἂς ξυπνήση ὁ
καθένας καὶ πορευθῇ στὴν οὐράνια πατρίδα του, στὴν οὐράνια τράπεζα ἀνάμεσα στοὺς
ἁγίους ἀδελφούς του, τοὺς ἀγγέλους. Ἂς ζήση ἐκεῖ μαζί τους διὰ τῆς αἰωνίας
Θείας Ἀληθείας, αἰωνίας Θείας Διακαιοσύνης καὶ ὅλων τῶν αἰωνίων οὐρανίων χαρῶν.
Κύριε, Σ’ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο αὐτό. Σ’
εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν ἀγαθὴ εἴδηση αὐτή. Γιατί δημιούργησες τὸν ἄνθρωπο, νὰ μπορῇ
νὰ νικήση κάθε ἁμαρτία καὶ κάθε διάβολο. Σὲ Σένα δόξα καὶ εὐχαριστία, πάντοτε νῦν
καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: "Ι. Μ. Καισαριανής, Βύρωνα καὶ Ὑμηττοῦ")