Τρίτη, Αυγούστου 20, 2024

 

Τό μεγαλεῖο τῆς Παναγίας μας


 

«Μενοῦν γέ∙ μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λούκ. 11,28).

 

Εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἀπέναντι στό ξέσπασμα μίας ἁπλῆς γυναίκας μπροστά στό θάμβος πού ζοῦσε ἀπό τήν παρουσία Του καί τή διδασκαλία Του. «Εὐλογημένη καί μακάρια αὐτή πού σέ γέννησε καί σέ βύζαξε». Ποιός ἀλήθεια μεγαλύτερος ἔπαινος ὑπάρχει γιά τόν ἄνθρωπο πού θεωρεῖται εὐεργεσία γιά τούς συνανθρώπους τοῦ ἀπό τήν ἀναφορά στή μάνα του; Ἄν ἐμεῖς συχνά νιώθουμε τό ἴδιο, νά μακαρίσουμε τή μάνα ἑνός ἀνθρώπου, ἐπειδή βρίσκεται στόν κόσμο ὡς πράγματι κόσμημα – ἡ παρουσία του καταξιώνει ἴσως τό ἀνθρώπινο γένος εἴτε λόγῳ τῶν χαρισμάτων του πού τά καταθέτει πρός χάριν τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου εἴτε λόγῳ τῆς ψυχικῆς του καθαρότητας πού τόν κάνει νά λειτουργεῖ ὡς εὐωδία κυριολεκτικά οὐράνια – πόσο περισσότερο ἴσχυε τοῦτο τήν ἐποχή πού ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος; Ὁ Χριστός «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας», εὐεργετοῦσε διαρκῶς καί θεράπευε ὅλους, κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς, ὁπότε ὁ δοξαστικός λόγος τῆς γυναίκας γιά τή Μάνα Του, («χαρά στή Μάνα πού σέ γέννησε»), πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ λογικότερη ἀλλά καί ἡ πιό χαρισματική ἀποτίμηση πού Τοῦ ἔγινε ποτέ – μακάρισαν ἐξ αἰτίας Τοῦ Αὐτήν πού Τόν ἔφερε ὡς ἄνθρωπο στόν κόσμο!

Καί ὁ Κύριος, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, πῶς ἀντέδρασε; Τί εἶπε; Δέν ἀντιπαρῆλθε τόν ἔπαινο, δέν τόν ἀποσιώπησε, δέν ἀδιαφόρησε, δέν ἀντέδρασε ἀρνητικά, ὅπως ἔκανε συνήθως ὅταν ὁ ἐπαινετικός λόγος ἀναφερόταν ἀμέσως σ’ Ἐκεῖνον – ἀρνιόταν τούς δοξαστικούς λόγους, τούς ἀπαγόρευε, ἔφευγε. Τόν λόγο ὅμως γιά τή Μάνα Του τόν ἐπιβεβαίωσε καί μάλιστα μέ τρόπο κατ' ἐξοχήν ἐπιτατικό. Ὄχι μόνον ἰσχύει αὐτό πού λές, ἀλλά πολύ περισσότερο! «Μενοῦν γέ!» Ὁπωσδήποτε. Βεβαιότατα. Κατά τήν ἀπόδοση τοῦ μεγάλου καί σοφοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχη Διονυσίου (Ψαριανοῦ), Μητροπολίτου Κοζάνης: «Χαρά καί τρισχαρά της!» Διότι κατά τρόπο εὐνόητο τέτοια Κόρη μέ τέτοια καθαρότητα ψυχῆς, τέτοια ταπείνωση καί ἀγάπη, τέτοια ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ πουθενά δέν ὑπῆρξε στόν κόσμο οὔτε θά βρισκόταν καί στό μέλλον. «Ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός – σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεόπνευστα – ἔστειλε ὁ Θεός τόν Υἱό Του νά γεννηθεῖ ἀπό μία γυναῖκα». Τή γυναῖκα αὐτή, τήν Παναγία Κόρη τῆς Ναζαρέτ, πρόσμεναν ὅλοι οἱ αἰῶνες. Σ’ αὐτήν μόνον ἐκπληρώθηκαν οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καί μάλιστα ἐκείνη τοῦ Πρωτευαγγελίου μετά τήν πτώση τῶν προπατόρων: «ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συντρίψει τόν ὄφι-διάβολο». Κι ἦταν ἡ ἀλήθεια: στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου ἐκπληρώθηκε τό Πρωτευαγγέλιο.

Κι ὁ ἐν συνεχείᾳ λόγος τοῦ Κυρίου ἔρχεται καί ἐπιβεβαιώνει μέ τόν καλύτερο τρόπο τήν παραπάνω πραγματικότητα. «Μακάριοι ὅσοι ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν τηροῦνε στή ζωή τους». Ἡ Μάνα Του δηλαδή δέν μακαρίζεται γιατί ἁπλῶς ἐπιλέχθηκε γιά νά γίνει ἡ γέφυρα πού θά ἔφερνε τόν Θεό στόν κόσμο. Μακαρίζεται γιατί ἦταν προσανατολισμένη ἤδη ἀπό τά γεννοφάσκια τῆς στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη Ἐκείνου, στήν ὑπακοή τοῦ ἁγίου θελήματός Του, ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω. Ἡ Μαριάμ, ἡ ὁποία βρέθηκε ἤδη τριετής μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Ναοῦ, ζοῦσε ὡς ἄγγελος τοῦ Οὐρανοῦ, μέ ἀπόλυτη προτεραιότητα τῆς ζωῆς τῆς τόν ἴδιο τόν Θεό – τό «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» ἦταν τό καθοδηγητικό στοιχεῖο πού τήν συνεῖχε. Πῶς λοιπόν νά μή σαρκώσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο, ὅταν Ἐκεῖνος βρῆκε στό πρόσωπό της τό κατοικητήριο πού ἀναζητοῦσε; «Θά κατοικήσω σ’ αὐτούς καί θά περπατήσω στήν ὕπαρξή τους, καί θά εἶναι αὐτοί λαός μου καί ἐγώ θά εἶμαι Θεός τους» ἦταν ἡ ὑπόσχεσή Του καί ἡ μικρή Μαρία ὑπῆρξε τό «ἔδαφος» ἐκπληρώσεώς της – ἡ θεοκοινωνία ἦταν θά λέγαμε προδιαγεγραμμένη.

Κι αὐτός ὁ προσανατολισμός κι αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό δέν ἦταν γιά ἕνα διάστημα. Ἀπαρχῆς μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της ἡ Θεοτόκος ἦταν ἕνα «ναί» πρός τόν Υἱό καί Θεό της, πού σημαίνει ὅτι ὁ μακαρισμός Τοῦ πρός τήν Παναγία Μάνα Του ἔβαινε διαρκῶς καί αὐξανόμενος – μία βάτος καιομένη καί μή κατακαιομένη ἦταν ἡ καρδιά της ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί μαζί μ’ Ἐκεῖνον ὁ μακαρισμός της θά ἐπαναλαμβανόταν ἀπό τήν καρδιά καί τά χείλη κάθε πιστοῦ μέλους Του, ἀπό τότε ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος καί ἐπέκεινα. Ἐν πνεύματι τό προφήτεψε καί ἡ Ἴδια: «Ἰδού ἀπό τοῦ νῦν θά μέ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων». Δέν ὑπάρχει χριστιανός πού νά χαρακτηρίζεται ἔτσι καί ἡ στάση του ἀπέναντι στήν Παναγία νά εἶναι στάση διαφορετική ἀπό ὅ,τι τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐπιτατική ἐπιβεβαίωση τοῦ μακαρισμοῦ τῆς ἁπλῆς γυναίκας ἀπό τόν Κύριο γιά τήν Παναγία Μητέρα Του λειτουργεῖ ὡς φῶς κατευθυντήριο καί γιά κάθε πιστό: ξέρουμε πώς ἡ ἀκρόαση καί ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πού καταλήγει σέ ἐφαρμογή καί πράξη ζωῆς φέρνει πλούσια τή χάρη τοῦ Θεοῦ – ὁ Θεός μας ἐπαινεῖ καί ἀναπαύεται στήν καρδιά καί ὅλη τήν ὕπαρξή μας. Καί δέν γίνεται διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος βεβαίωσε ὅτι μέσα στόν λόγο Του καί τίς ἐντολές Του περικλείεται τελικῶς ἡ παντοδύναμη ἐνέργειά Του. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιμένει σέ κάθε ἑορτή τῆς Θεοτόκου, πολύ περισσότερο στή μεγαλύτερη ἐξ ὅλων, τήν Κοίμησή της, νά μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἀλήθεια αὐτή. Γιατί ἐνδιαφέρεται ὄχι ἁπλῶς νά δοξολογοῦμε τήν Παναγία, ἀλλά νά γινόμαστε κι ἐμεῖς μικρές Παναγίες, γεγονός πού συνιστᾶ τή σπουδαιότερη δοξολόγησή Της.

 

π. Γεώργιος Δορμπαράκης