ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
ΜΕΤΑΞΥ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
1.Οι Ἐπίσκοποι τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, παρά τίς μικρές καί
μή οὐσιαστικές διαφορές, εἶχαν πάντοτε κοινωνία μέ τούς Ἐπισκόπους τῆς Νέας
Ρώμης καί τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τό 1009-1014, ὅταν γιά πρώτη φορά
κατέλαβαν τόν θρόνο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης οἱ Φράγκοι Ἐπίσκοποι. Μέχρι τό 1009 οἱ Πᾶπες
τῆς Ρώμης καί οἱ Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦσαν ἑνωμένοι στόν κοινό ἀγῶνα
ἐναντίον των Φράγκων Ἡγεμόνων καί Ἐπισκόπων, ἀλλά καί τῶν κατά καιρούς αἱρετικῶν.
2. Οι Φράγκοι
στήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό 794 κατεδίκασαν τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου καί τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἐπίσης τό 809 οἱ Φράγκοι
εἰσήγαγαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque, τήν διδασκαλία δηλαδή περί τῆς ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Τιοῦ. Αὐτήν τήν εἰσαγωγή
κατεδίκασε τότε καί ὁ ὀρθόδοξος Πάπας τῆς Ρώμης. στήν Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως
ἐπί Μεγάλου Φωτίου, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου Πάπα τῆς
Ρώμης, κατεδίκασαν ὅσους εἶχαν καταδικάσει τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου καί ὅσους προσέθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque.
Ὅμως γιά πρώτη φορά ὁ Φράγκος Πάπας Σέργιος Δ' τό
1009 στήν ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή του προσέθεσε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque
καί ὁ Πάπας Βενέδικτος Ἡ’ εἰσήγαγε τό πιστεύω μέ τό Filioque στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας,
ὁπότε ὁ Πάπας διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
3. Η βασική διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ βρίσκεται στήν διδασκαλία περί τῆς ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἄκτιστη οὐσία καί ἄκτιστη ἐνέργεια καί ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται σέ κοινωνία μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Σου, ἐν τούτοις οἱ Παπικοί πιστεύουν ὅτι στόν Θεό ἡ ἄκτιστη οὐσία ταυτίζεται μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Σου (actus purus) καί ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο διά τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν Του, δηλαδή ἰσχυρίζονται ὅτι στόν Θεό ὑπάρχουν καί κτιστές ἐνέργειες. Ὁπότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὁποίας ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ὡς κτιστή ἐνέργεια. Ἀλλά ἔτσι δέν μπορεῖ νά ἁγιασθῇ.
Ἀπό αὐτήν τήν βασική διδασκαλία προέρχεται ἡ
διδασκαλία περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Τιοῦ,
τό καθαρτήριο πύρ, τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα κλπ.
4. Εκτός ἀπό τήν θεμελιώδη διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ στό θέμα τῆς οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, ὑπάρχουν ἄλλες μεγάλες διαφορές, πού ἔγιναν κατά καιρούς ἀντικείμενα θεολογικῶν διαλόγων, ἤτοι:
– τό
Filioque, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Τιό μέ ἀποτέλεσμα
νά μειώνεται ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός, νά καταργῆται ἡ τέλεια ἰσότητα τῶν προσώπων
τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά μειώνεται ὁ Τιός κατά τήν ἰδιότητά Του νά γεννᾶ, ἐάν ὑπάρχει
ἑνότητα μεταξύ Πατρός καί Τιοῦ, νά ὑποτιμᾶται τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς μή ἰσοδύναμο
καί ὁμόδοξο μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ παρουσιάζεται ὠσεί
"πρόσωπο στεῖρο",
– ἡ
χρησιμοποίηση ἀζύμου ἄρτου στήν θεία Εὐχαριστία πού παραβαίνει τόν τρόπο μέ τόν
ὁποῖο ὁ Χριστός ἐτέλεσε τό μυστικό δεῖπνο,
– ὁ
καθαγιασμός τῶν "τιμίων δώρων" πού γίνεται ὄχι μέ τήν ἐπίκληση, ἀλλά
μέ τήν ἀπαγγελία τῶν ἱδρυτικῶν λόγων του Χριστοῦ "λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ
αὐτοῦ πάντες...",
– ἡ
θεωρία ὅτι ἡ σταυρική θυσία του Χριστοῦ ἐξιλέωσε τήν θεία δικαιοσύνη, πού
παρουσιάζει τόν Θεό Πατέρα ὡς φεουδάρχη καί παραθεωρεί τήν Ἀνάσταση,
– ἡ
θεωρία περί τῆς "περισσευούσης ἀξιομισθίας" του Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων
πού τήν διαχειρίζεται ὁ Πάπας,
– ὁ
χωρισμός καί ἡ διάσπαση μεταξύ τῶν μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος, καί θείας
Εὐχαριστίας,
– ἡ
διδασκαλία περί τῆς κληρονομήσεως τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος,
– οἱ
λειτουργικές καινοτομίες σέ ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ἱερωσύνη,
Ἐξομολόγηση, Γάμος, Εὐχέλαιον),
– ἡ μή
μετάληψη τῶν λαϊκῶν ἀπό τό "Αἷμα" του Χριστοῦ,
– τό
πρωτεῖο τοῦ Πάπα, κατά τό ὁποῖο ὁ Πάπας εἶναι "ὁ episcopus episcoporum καί
ἡ πηγή τῆς ἱερατικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας,
εἶναι ἡ ἀλάθητος κεφαλή καί ὁ Καθηγεμών τῆς Ἐκκλησίας,
κυβερνῶν αὐτήν μοναρχικῶς ὡς τοποτηρητής του Χριστοῦ ἐπί της γῆς" (Ι.
Καρμίρης). Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ὁ Πάπας θεωρεῖ τόν ἑαυτό του διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου
Πέτρου, στόν ὁποῖον ὑποτάσσονται οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ἀκόμη καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
– ἡ μή ὕπαρξη
συλλειτουργίας κατά τίς λατρευτικές πράξεις,
– τό ἀλάθητο
τοῦ Πάπα,
– τό
δόγμα τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου καί γενικά ἡ μαριολατρεία, κατά τήν ὁποία
ἡ Παναγία ἀνυψώνεται στήν Τριαδική θεότητα καί μάλιστα γίνεται λόγος καί γιά Ἁγία
Τετράδα,
– οἱ
θεωρίες τῆς analogia entis καί analogia fidei πού ἐπικράτησαν στόν δυτικό χῶρο.
– ἡ
συνεχής πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνακάλυψη τῶν πτυχῶν τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας,
– ἡ
διδασκαλία περί τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ,
– ἡ ἄποψη
περί τῆς ἑνιαίας μεθοδολογίας γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, ἡ ὁποία
ὁδήγησε στήν σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης.
5. Επίσης,
ἡ μεγάλη διαφοροποίηση, ἡ ὁποία δείχνει τόν τρόπο τῆς θεολογίας βρίσκεται καί
στήν διαφορά μεταξύ σχολαστικῆς καί ἡσυχαστικῆς θεολογίας. Στήν Δύση ἀναπτύχθηκε
ὁ σχολαστικισμός, ὡς προσπάθεια διερεύνησης ὅλων τῶν μυστηρίων τῆς πίστεως μέ
τήν λογική (Ἄνσελμος Καντερβουρίας, Θωμᾶς Ἀκινάτης), ἐνῷ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἐπικρατεῖ ὁ ἡσυχασμός, δηλαδή ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί ὁ φωτισμός του νοῦ, γιά
τήν ἀπόκτηση τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ καί τοῦ σχολαστικοῦ καί οὐνίτη Βαρλαάμ εἶναι χαρακτηριστικός καί δείχνει
τήν διαφορά.
6. Συνέπεια
ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι στόν Παπισμό ἔχουμε ἀπόκλιση ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Ἐνῷ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στήν θέωση πού συνίσταται
στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, διά τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὁπότε οἱ
θεούμενοι συνέρχονται σέ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὁριοθετοῦν ἀσφαλῶς τήν ἀποκαλυπτική
ἀλήθεια σέ περιπτώσεις συγχύσεως, ἐν τούτοις στόν Παπισμό δίνεται μεγάλη
σημασία στόν θεσμό τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος Πάπας ὑπέρκειται ἀκόμη καί ἀπό αὐτές τίς
Οἰκουμενικές Συνόδους.
Σύμφωνα μέ τήν
λατινική θεολογία "ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει τότε μόνον ὅταν
στηρίζεται καί ἐναρμονίζεται μέ τήν θέληση τοῦ Πάπα. σέ ἀντίθετη περίπτωση ἐκμηδενίζεται".
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι θεωροῦνται ὡς
"συνέδρια τοῦ Χριστιανισμοῦ πού συγκαλοῦνται ὑπό τήν αὐθεντία καί τήν ἐξουσία
καί τήν προεδρία τοῦ Πάπα". Ἀρκεῖ νά βγή ὁ Πάπας ἀπό τήν αἴθουσα τῆς Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ὁπότε αὐτή παύει νά ἔχη κῦρος. Ὁ Ἐπίσκοπος Μαρέ ἔγραψε: "θά ἦταν
πιό ἀκριβεῖς οἱ ρωμαιοκαθολικοί ἄν ἐκφωνῶντας τό "Πιστεύω" ἔλεγαν:
"καί εἰς ἕναν Πάπαν" παρά νά λένε: "καί εἰς μίαν... Ἐκκλησίαν"".
Ἐπίσης, "ἡ σημασία καί ὁ ρόλος τῶν Ἐπισκόπων
μέσα στήν ρωμαϊκή Ἐκκλησία δέν εἶναι παρά ἁπλή ἐκπροσώπηση τῆς παπικῆς ἐξουσίας,
στήν ὁποία καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι ὑποτάσσονται, ὅπως οἱ ἁπλοί πιστοί".
Στήν παπική ἐκκλησιολογία οὐσιαστικά ὑποστηρίζεται ὅτι "ἡ ἀποστολική ἐξουσία
ἐξέλιπε μέ τούς ἀποστόλους καί δέν μετεδόθη στούς διαδόχους τούς ἐπισκόπους.
Μονάχα ἡ παπική ἐξουσία τοῦ Πέτρου, ὑπό τήν ὁποίαν βρίσκονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι,
μετεδόθη στούς διαδόχους τοῦ Πέτρου, δηλαδή στούς Πᾶπες".
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὑποστηρίζεται ἀπό τήν
παπική "Ἐκκλησία" ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς εἶναι
διϊστάμενες καί ἔχουν ἐλλείψεις καί κατά οἰκονομίαν μας δέχονται σέ κοινωνία,
καί βέβαια κατ’ οἰκονομίαν μας δέχονται ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἐπειδή αὐτή αὐτοθεωρεῖται
ὡς μητέρα Ἐκκλησία καί ἐμᾶς μᾶς θεωροῦν θυγατέρες Ἐκκλησίες.
7. Το
Βατικανό εἶναι κράτος καί ὁ ἑκάστοτε Πάπας εἶναι ὁ ἡγέτης τοῦ Κράτους τοῦ
Βατικανοῦ. Πρόκειται γιά μιά ἀνθρωποκεντρική ὀργάνωση, γιά μιά ἐκκοσμίκευση καί
μάλιστα θεσμοποιημένη ἐκκοσμίκευση. Τό Κράτος τοῦ Βατικανοῦ ἱδρύθηκε τό 755 ἀπό
τόν Πιπίνο τόν Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου καί στήν ἐποχή μας ἀναγνωρίσθηκε
τό 1929 ἀπό τό Μουσολίνι.
Εἶναι σημαντική ἡ αἰτιολογία τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ
Παπικοῦ Κράτους, ὅπως τό ὑποστήριξε ὁ Πίος ΙΑ’: "ὁ ἐπί τῆς γῆς ἀντιπρόσωπος
τοῦ Θεοῦ δέν δύναται νά εἶναι ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους".
Ὁ Χριστός ἦταν ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους, ὁ Πάπας
δέν μπορεῖ νά εἶναι! Ἡ παπική ἐξουσία συνιστᾶ θεοκρατία, ἀφοῦ ἡ θεοκρατία ὁρίζεται
ὡς ταύτιση κοσμικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας σέ ἕνα πρόσωπο. Σήμερα
θεοκρατικά κράτη εἶναι τό Βατικανό καί τό Ἰράν.
Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ὑποστήριξε στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Γ’ (1198-1216): "Αὐτός πού ἔχει τή νύμφη εἶναι ὁ νυμφίος. Ἀλλά ἡ νύμφη αὐτή (ἡ Ἐκκλησία) δέ συνεζεύχθη μέ κενά τά χέρια, ἀλλά πρόσφερε σέ μένα ἀσύγκριτη πολύτιμη προῖκα, δηλ. τήν πληρότητα τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καί τήν εὐρύτητα τῶν κοσμικῶν, τό μεγαλεῖο καί τήν ἀφθονία ἀμφοτέρων... ἅ σύμβολα τῶν κοσμικῶν
ἀγαθῶν μου ἔδωσε τό στέμμα, τή Μίτρα ὑπέρ τῆς Ἱερωσύνης,
τό στέμμα γιά τή βασιλεία καί μέ κατέστησε ἀντιπρόσωπο Ἐκείνου, στό ἔνδυμα καί
στό μηρό τοῦ ὁποίου γράφτηκε: ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλέων καί Κύριος τῶν
κυρίων".
Ἑπομένως, ὑπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οἱ ὁποῖες
καταδικάσθηκαν ἀπό τήν Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί στήν Σύνοδο ἐπί ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως φαίνεται καί στό "Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας".
Ἐπί πλέον καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Τοπικές
Σύνοδοι μέχρι τόν 19ο αἰῶνα καταδίκαζαν ὅλες τίς
πλάνες τοῦ Παπισμοῦ.
Τό πρᾶγμα δέν θεραπεύεται οὔτε βελτιώνεται ἀπό
κάποια τυπική συγγνώμη πού θά δώση ὁ Πάπας γιά ἕνα ἱστορικό λάθος, ὅταν οἱ
θεολογικές ἀπόψεις του εἶναι ἐκτός τῆς Ἀποκαλύψεως καί ἡ Ἐκκλησιολογία κινεῖται
σέ ἐσφαλμένο δρόμο, ἀφοῦ μάλιστα ὁ Πάπας παρουσιάζεται ὡς ἡγέτης τοῦ
Χριστιανικοῦ κόσμου, ὡς διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί βικάριος - ἀντιπρόσωπος
τοῦ Χριστοῦ πάνω στήν γῆ, ὡσάν ὁ Χριστός νά ἔδωσε τήν ἐξουσία του στόν Πάπα καί
Ἐκεῖνος ἀναπαύεται εὐδαίμων στούς Οὐρανούς.
τοῦ Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Ναυπάκτου
καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου