Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2024

 

          ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

                   ΜΕΤΑΞΥ

  ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ

 

 

1.Οι Ἐπίσκοποι τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, παρά τίς μικρές καί μή οὐσιαστικές διαφορές, εἶχαν πάντοτε κοινωνία μέ τούς Ἐπισκόπους τῆς Νέας Ρώμης καί τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τό 1009-1014, ὅταν γιά πρώτη φορά κατέλαβαν τόν θρόνο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης οἱ Φράγκοι Ἐπίσκοποι. Μέχρι τό 1009 οἱ Πᾶπες τῆς Ρώμης καί οἱ Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦσαν ἑνωμένοι στόν κοινό ἀγῶνα ἐναντίον των Φράγκων Ἡγεμόνων καί Ἐπισκόπων, ἀλλά καί τῶν κατά καιρούς αἱρετικῶν.

 

2.      Οι Φράγκοι στήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό 794 κατεδίκασαν τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἐπίσης τό 809 οἱ Φράγκοι εἰσήγαγαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque, τήν διδασκαλία δηλαδή περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Τιοῦ. Αὐτήν τήν εἰσαγωγή κατεδίκασε τότε καί ὁ ὀρθόδοξος Πάπας τῆς Ρώμης. στήν Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Μεγάλου Φωτίου, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης, κατεδίκασαν ὅσους εἶχαν καταδικάσει τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὅσους προσέθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque.

Ὅμως γιά πρώτη φορά ὁ Φράγκος Πάπας Σέργιος Δ' τό 1009 στήν ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή του προσέθεσε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque καί ὁ Πάπας Βενέδικτος Ἡ’ εἰσήγαγε τό πιστεύω μέ τό Filioque στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε ὁ Πάπας διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

3.      Η βασική διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ βρίσκεται στήν διδασκαλία περί τῆς ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἄκτιστη οὐσία καί ἄκτιστη ἐνέργεια καί ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται σέ κοινωνία μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Σου, ἐν τούτοις οἱ Παπικοί πιστεύουν ὅτι στόν Θεό ἡ ἄκτιστη οὐσία ταυτίζεται μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Σου (actus purus) καί ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο διά τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν Του, δηλαδή ἰσχυρίζονται ὅτι στόν Θεό ὑπάρχουν καί κτιστές ἐνέργειες. Ὁπότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὁποίας ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ὡς κτιστή ἐνέργεια. Ἀλλά ἔτσι δέν μπορεῖ νά ἁγιασθῇ.

Ἀπό αὐτήν τήν βασική διδασκαλία προέρχεται ἡ διδασκαλία περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Τιοῦ, τό καθαρτήριο πύρ, τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα κλπ.

 

4.      Εκτός ἀπό τήν θεμελιώδη διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ στό θέμα τῆς οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, ὑπάρχουν ἄλλες μεγάλες διαφορές, πού ἔγιναν κατά καιρούς ἀντικείμενα θεολογικῶν διαλόγων, ἤτοι: 

       τό Filioque, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Τιό μέ ἀποτέλεσμα νά μειώνεται ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός, νά καταργῆται ἡ τέλεια ἰσότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά μειώνεται ὁ Τιός κατά τήν ἰδιότητά Του νά γεννᾶ, ἐάν ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ Πατρός καί Τιοῦ, νά ὑποτιμᾶται τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς μή ἰσοδύναμο καί ὁμόδοξο μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ παρουσιάζεται ὠσεί "πρόσωπο στεῖρο",

       ἡ χρησιμοποίηση ἀζύμου ἄρτου στήν θεία Εὐχαριστία πού παραβαίνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστός ἐτέλεσε τό μυστικό δεῖπνο,

       ὁ καθαγιασμός τῶν "τιμίων δώρων" πού γίνεται ὄχι μέ τήν ἐπίκληση, ἀλλά μέ τήν ἀπαγγελία τῶν ἱδρυτικῶν λόγων του Χριστοῦ "λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες...",

       ἡ θεωρία ὅτι ἡ σταυρική θυσία του Χριστοῦ ἐξιλέωσε τήν θεία δικαιοσύνη, πού παρουσιάζει τόν Θεό Πατέρα ὡς φεουδάρχη καί παραθεωρεί τήν Ἀνάσταση,

       ἡ θεωρία περί τῆς "περισσευούσης ἀξιομισθίας" του Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων πού τήν διαχειρίζεται ὁ Πάπας,

       ὁ χωρισμός καί ἡ διάσπαση μεταξύ τῶν μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος, καί θείας Εὐχαριστίας,

       ἡ διδασκαλία περί τῆς κληρονομήσεως τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος,

       οἱ λειτουργικές καινοτομίες σέ ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ἱερωσύνη, Ἐξομολόγηση, Γάμος, Εὐχέλαιον),

       ἡ μή μετάληψη τῶν λαϊκῶν ἀπό τό "Αἷμα" του Χριστοῦ,

       τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, κατά τό ὁποῖο ὁ Πάπας εἶναι "ὁ episcopus episcoporum καί ἡ πηγή τῆς ἱερατικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας,

 

εἶναι ἡ ἀλάθητος κεφαλή καί ὁ Καθηγεμών τῆς Ἐκκλησίας, κυβερνῶν αὐτήν μοναρχικῶς ὡς τοποτηρητής του Χριστοῦ ἐπί της γῆς" (Ι. Καρμίρης). Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ὁ Πάπας θεωρεῖ τόν ἑαυτό του διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, στόν ὁποῖον ὑποτάσσονται οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ἀκόμη καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,

       ἡ μή ὕπαρξη συλλειτουργίας κατά τίς λατρευτικές πράξεις,

       τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα,

       τό δόγμα τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου καί γενικά ἡ μαριολατρεία, κατά τήν ὁποία ἡ Παναγία ἀνυψώνεται στήν Τριαδική θεότητα καί μάλιστα γίνεται λόγος καί γιά Ἁγία Τετράδα,

       οἱ θεωρίες τῆς analogia entis καί analogia fidei πού ἐπικράτησαν στόν δυτικό χῶρο.

       ἡ συνεχής πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνακάλυψη τῶν πτυχῶν τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας,

       ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ,

       ἡ ἄποψη περί τῆς ἑνιαίας μεθοδολογίας γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης.

5.      Επίσης, ἡ μεγάλη διαφοροποίηση, ἡ ὁποία δείχνει τόν τρόπο τῆς θεολογίας βρίσκεται καί στήν διαφορά μεταξύ σχολαστικῆς καί ἡσυχαστικῆς θεολογίας. Στήν Δύση ἀναπτύχθηκε ὁ σχολαστικισμός, ὡς προσπάθεια διερεύνησης ὅλων τῶν μυστηρίων τῆς πίστεως μέ τήν λογική (Ἄνσελμος Καντερβουρίας, Θωμᾶς Ἀκινάτης), ἐνῷ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπικρατεῖ ὁ ἡσυχασμός, δηλαδή ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί ὁ φωτισμός του νοῦ, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ σχολαστικοῦ καί οὐνίτη Βαρλαάμ εἶναι χαρακτηριστικός καί δείχνει τήν διαφορά.

 

6.      Συνέπεια ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι στόν Παπισμό ἔχουμε ἀπόκλιση ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἐνῷ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στήν θέωση πού συνίσταται στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, διά τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὁπότε οἱ θεούμενοι συνέρχονται σέ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὁριοθετοῦν ἀσφαλῶς τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια σέ περιπτώσεις συγχύσεως, ἐν τούτοις στόν Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στόν θεσμό τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος Πάπας ὑπέρκειται ἀκόμη καί ἀπό αὐτές τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

Σύμφωνα μέ  τήν λατινική θεολογία "ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει τότε μόνον ὅταν στηρίζεται καί ἐναρμονίζεται μέ τήν θέληση τοῦ Πάπα. σέ ἀντίθετη περίπτωση ἐκμηδενίζεται".

Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι θεωροῦνται ὡς "συνέδρια τοῦ Χριστιανισμοῦ πού συγκαλοῦνται ὑπό τήν αὐθεντία καί τήν ἐξουσία καί τήν προεδρία τοῦ Πάπα". Ἀρκεῖ νά βγή ὁ Πάπας ἀπό τήν αἴθουσα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁπότε αὐτή παύει νά ἔχη κῦρος. Ὁ Ἐπίσκοπος Μαρέ ἔγραψε: "θά ἦταν πιό ἀκριβεῖς οἱ ρωμαιοκαθολικοί ἄν ἐκφωνῶντας τό "Πιστεύω" ἔλεγαν: "καί εἰς ἕναν Πάπαν" παρά νά λένε: "καί εἰς μίαν... Ἐκκλησίαν"".

Ἐπίσης, "ἡ σημασία καί ὁ ρόλος τῶν Ἐπισκόπων μέσα στήν ρωμαϊκή Ἐκκλησία δέν εἶναι παρά ἁπλή ἐκπροσώπηση τῆς παπικῆς ἐξουσίας, στήν ὁποία καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι ὑποτάσσονται, ὅπως οἱ ἁπλοί πιστοί". Στήν παπική ἐκκλησιολογία οὐσιαστικά ὑποστηρίζεται ὅτι "ἡ ἀποστολική ἐξουσία ἐξέλιπε μέ τούς ἀποστόλους καί δέν μετεδόθη στούς διαδόχους τούς ἐπισκόπους. Μονάχα ἡ παπική ἐξουσία τοῦ Πέτρου, ὑπό τήν ὁποίαν βρίσκονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι, μετεδόθη στούς διαδόχους τοῦ Πέτρου, δηλαδή στούς Πᾶπες".

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὑποστηρίζεται ἀπό τήν παπική "Ἐκκλησία" ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς εἶναι διϊστάμενες καί ἔχουν ἐλλείψεις καί κατά οἰκονομίαν μας δέχονται σέ κοινωνία, καί βέβαια κατ’ οἰκονομίαν μας δέχονται ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἐπειδή αὐτή αὐτοθεωρεῖται ὡς μητέρα Ἐκκλησία καί ἐμᾶς μᾶς θεωροῦν θυγατέρες Ἐκκλησίες.

 

7.      Το Βατικανό εἶναι κράτος καί ὁ ἑκάστοτε Πάπας εἶναι ὁ ἡγέτης τοῦ Κράτους τοῦ Βατικανοῦ. Πρόκειται γιά μιά ἀνθρωποκεντρική ὀργάνωση, γιά μιά ἐκκοσμίκευση καί μάλιστα θεσμοποιημένη ἐκκοσμίκευση. Τό Κράτος τοῦ Βατικανοῦ ἱδρύθηκε τό 755 ἀπό τόν Πιπίνο τόν Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου καί στήν ἐποχή μας ἀναγνωρίσθηκε τό 1929 ἀπό τό Μουσολίνι.

Εἶναι σημαντική ἡ αἰτιολογία τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Παπικοῦ Κράτους, ὅπως τό ὑποστήριξε ὁ Πίος ΙΑ’: "ὁ ἐπί τῆς γῆς ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ δέν δύναται νά εἶναι ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους".

Ὁ Χριστός ἦταν ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους, ὁ Πάπας δέν μπορεῖ νά εἶναι! Ἡ παπική ἐξουσία συνιστᾶ θεοκρατία, ἀφοῦ ἡ θεοκρατία ὁρίζεται ὡς ταύτιση κοσμικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας σέ ἕνα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικά κράτη εἶναι τό Βατικανό καί τό Ἰράν.

Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ὑποστήριξε στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Γ’ (1198-1216): "Αὐτός πού ἔχει τή νύμφη εἶναι ὁ νυμφίος. Ἀλλά ἡ νύμφη αὐτή (ἡ Ἐκκλησία) δέ συνεζεύχθη μέ κενά τά χέρια, ἀλλά πρόσφερε σέ μένα ἀσύγκριτη πολύτιμη προῖκα, δηλ. τήν πληρότητα τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καί τήν εὐρύτητα τῶν κοσμικῶν, τό μεγαλεῖο καί τήν ἀφθονία ἀμφοτέρων... ἅ σύμβολα τῶν κοσμικῶν

ἀγαθῶν μου ἔδωσε τό στέμμα, τή Μίτρα ὑπέρ τῆς Ἱερωσύνης, τό στέμμα γιά τή βασιλεία καί μέ κατέστησε ἀντιπρόσωπο Ἐκείνου, στό ἔνδυμα καί στό μηρό τοῦ ὁποίου γράφτηκε: ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλέων καί Κύριος τῶν κυρίων".

 

Ἑπομένως, ὑπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οἱ ὁποῖες καταδικάσθηκαν ἀπό τήν Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί στήν Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως φαίνεται καί στό "Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας".

Ἐπί πλέον καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Τοπικές

Σύνοδοι μέχρι τόν 19ο αἰῶνα καταδίκαζαν ὅλες τίς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ.

Τό πρᾶγμα δέν θεραπεύεται οὔτε βελτιώνεται ἀπό κάποια τυπική συγγνώμη πού θά δώση ὁ Πάπας γιά ἕνα ἱστορικό λάθος, ὅταν οἱ θεολογικές ἀπόψεις του εἶναι ἐκτός τῆς Ἀποκαλύψεως καί ἡ Ἐκκλησιολογία κινεῖται σέ ἐσφαλμένο δρόμο, ἀφοῦ μάλιστα ὁ Πάπας παρουσιάζεται ὡς ἡγέτης τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, ὡς διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί βικάριος - ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ πάνω στήν γῆ, ὡσάν ὁ Χριστός νά ἔδωσε τήν ἐξουσία του στόν Πάπα καί Ἐκεῖνος ἀναπαύεται εὐδαίμων στούς Οὐρανούς.

 

τοῦ Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Ναυπάκτου

καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου




 

ΚΑΚΟΔΟΞΕΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ

 


α) Ἡ ἀκρότητα τῆς Μαριολατρείας

Στὴ διδασκαλία γιὰ τὴν Θεοτόκο, ὁ Παπισμὸς ἀσπάζεται τὴν ἀκρότητα τῆς Μαριολατρείας, ἡ ὁποία θεοποιεῖ τὴν Παναγία καὶ διδάσκει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεός.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία σέβεται καὶ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο μὲ τόσους ὕμνους, δὲν κάνει τὴν Παναγία Θεά, ἀλλὰ τὴν τοποθετεῖ μετὰ τὴ Θεότητα, «τὰ δευτερεία τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα».

Ὁ ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης σημειώνει στὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ ἀναμαρτησία τῆς Θεοτόκου» (Θεοδρομία, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1999):

«Στὴν διδασκαλία γιὰ τὴν Θεοτόκο ὑπάρχουν δύο ἀκρότητες. Ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησία εἶναι ἀνάμεσα, ἀκολουθεῖ τὴ χρυσῆ ὁδό. Ποιές εἶναι οἱ δύο αὐτὲς ἀκρότητες; Ἡ μιὰ ἀκρότητα εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία ὑπερεξαίρει τὴν Παναγία, κάνει τὴν Παναγία Θεά, θεοποιεῖ τὴν Παναγία, εἶναι ἡ Μαριολατρεία. Διδάσκει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεός, καὶ αὐτὴ τὴν τάση ὑπηρετεῖ ἡ διδασκαλία τῆς Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας, τῆς Παπικῆς ἐκκλησίας, περὶ τοῦ ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἄσπιλη, τὴν ἐξισώνει μὲ τὸν Χριστό, ἕνα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Στὸ ἄλλο ἄκρο εἶναι ὁ λεγόμενος Ἀντιδικομαριανισμός, οἱ ἀντίθετοι, οἱ ἀντίδικοι τῆς Μαρίας, οἱ ἐχθροὶ τῆς Μαρίας, στὴν ἐποχή μας οἱ Προτεστάντες. 

Ἀνάμεσα λοιπὸν στὶς δύο αὐτὲς τάσεις, ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρά της Μαριολατρείας τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς ἐχθρότητος πρὸς τὴν Παναγία, τῆς μειώσεως τῆς Παναγίας, τῶν Προτεσταντῶν εἶναι ἡ δική μας ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ἡ ὁποία σέβεται καὶ τιμᾶ καὶ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο μὲ  ὕμνους , δὲν κάνει ὅμως τὴν Παναγία Θεά . Τὴν τοποθετεῖ μετὰ τὴ Θεότητα. «τὰ δευτερεία τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα». Οἱ ἱερεῖς μνημονεύουμε πρῶτα τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ τὴν Παναγία».

 

β) Δόγμα περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως» (immaculata conceptio) τῆς Θεοτόκου (Πάπας Πίος Θ’, 1854)

Σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως», ἡ Θεοτόκος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῆς Ἰωακεὶμ καὶ Ἀννα «ἀσπίλως», ὁπότε ἦταν ἀπαλλαγμένη ὄχι μόνον τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τοῦ μεταδιδομένου διὰ τῆς φυσικῆς γεννήσεως σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ αἱρετικὴ αὐτὴ διδασκαλία δὲν ἔχει κανένα ἔρεισμα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοση καὶ προσβάλλει τὴν μοναδικότητα τῆς ὑπερφυοῦς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (καθὼς ἡ μόνη ἄσπιλος καὶ ὑπερφυὴς σύλληψη εἶναι ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἄνευ σπορᾶς σύλληψη καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας).

Ὁ ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης σημειώνει στὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ διδασκαλία περὶ «ἀσπίλου συλλήψεως» τῆς Θεοτόκου ὑπὸ τῶν Παπικῶν» (2010):

«Μεταξὺ τῶν καινοφανῶν καὶ αἱρετικῶν δογμάτων τοῦ Παπισμοῦ συγκαταλέγεται καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως» (immaculata conceptio) τῆς Θεοτόκου.

Σύμφωνα μὲ αὐτὴν ἡ Θεοτόκος ἦτο ἀπηλλαγμένη ὄχι μόνον τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλά και αὐτοῦ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τοῦ μεταδιδομένου διὰ τῆς φυσικῆς γεννήσεως εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους.

Συνελήφθη δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της Ἰωακεὶμ καὶ Ἀννα «ἀσπίλως», χωρὶς νὰ τῆς μεταδοθεῖ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. ῾Ἡ αἱρετικὴ αὐτὴ διδασκαλία ἐπὶ αἰῶνες ἀπερρίπτετο καὶ ἀπὸ μεγάλους παπικοὺς θεολόγους, ὅπως π.χ. ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν ἔχει κανένα ἔρεισμα στήν ῾Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοση, προσβάλλει τὴν μοναδικότητα τῆς ὑπερφυοῦς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μόνον ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη ἀσπίλως, διέκοψε τὴν διὰ τῆς φυσικῆς γεννήσεως διαδοχικὴ μετάδοση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, διότι ἡ ἰδική του σύλληψη δὲν ἦταν φυσική, ἀλλὰ ὑπερφυσική, δὲν συνελήφθη ἐκ θελήματος καὶ ἐκ τῆς συναφείας ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ἀλλὰ ἀσπόρως «ἐκ Πνεύματος ῾Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου».

῾Ἡ ῾Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦτο «ἀπείρανδρος» καὶ «ἀπειρόγαμος», δὲν εἶχε δηλαδὴ πεῖρα ἀνδρὸς καὶ γάμου, καὶ ἦταν ἀκόμη «ἄνανδρος», δὲν εἶχε σύζυγο, ἄνδρα. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Μνήστωρ ἦταν ἁπλῶς προστάτης καὶ κηδεμών, γι αὐτὸ καὶ ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἦτο ἔγκυος, μὴ γνωρίζων ἀκόμη τὴν θαυμαστὴν ἐκ Πνεύματος ῾Ἁγίου σύλληψη, σκέφθηκε νὰ τὴν διώξει, «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτὴν» (Μάτθ. 1, 18- 19). Ἡ Θεοτόκος κατὰ θαυμαστὸ τρόπο ἐγέννησε, ἐνῷ ἦταν παρθένος, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν τόκο ἐπίσης παρθένος, τριπάρθενος καὶ ἀειπάρθενος· πρὸ τοῦ τόκου, ἐν τῷ τόκῳ καὶ μετὰ τὸν τόκον.

Δὲν συνέβη τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν σύλληψη καὶ γέννηση τῆς ῾Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐγεννήθη βέβαια μὲ θαῦμα ἀπὸ στείρους καὶ ἡλικιωμένους γονεῖς, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἀννα, κατὰ τὰ ἄλλα ὅμως ἦσαν ὅλα φυσικὰ· ὑπῆρξε συνάφεια ἀνδρὸς καὶ γυναικός, συζυγία καὶ σπορὰ· ἡ θεοπρομήτωρ Ἀννα δὲν ἦταν ἀπείρανδρος καὶ ἀπειρόγαμος καὶ ἄνανδρος, οὔτε παρθένος· εἶχε σύζυγο τὸν Ἰωακεὶμ· ἡ σύλληψη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου δὲν ἦταν ἄσπορος, ἀλλὰ ἐκ σπέρματος τοῦ πατρὸς της Ἰωακείμ, ὅπως ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γι αὐτὸ καὶ μεταδόθηκε καὶ εἰς Αὐτὴν τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἡ μόνη ἄσπιλος καὶ ὑπερφυὴς σύλληψη εἶναι ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἄνευ σπορᾶς σύλληψη καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας. Εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος καθ ὅλα, ὁ τελείως καὶ ἀπολύτως ἀναμάρτητος. ῾Ἡ ῾Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι σχετικῶς ἀναμάρτητη, ὡς μετέχουσα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.

Παρὰ ταῦτα, ἐνώπιον τόσον σαφοῦς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας, ὑποστηριζομένης καὶ ὑπὸ πολλῶν παπικῶν θεολόγων, ὁ πάπας Πίος ὁ Θ´ δὲν ἐδειλίασε, ἀλλὰ αὐθαιρέτως καὶ ἐγωϊστικὼς καινοτομὼν ὕψωσεν εἰς δόγμα τὸ ἔτος 1854 τὴν περὶ «ἀσπίλου συλλήψεως» διδασκαλία, προσθέσας καὶ ἄλλην αἵρεση στὶς πολλὲς ἄλλες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ».

 

γ) Δόγμα περὶ τῆς «ἐνσώματης ἀναλήψεως» τῆς Θεοτόκου (Πάπας Πίος ΙΒ’, 1950)

Φυσικὴ συνέπεια τοῦ πρώτου δόγματος περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως» τῆς Θεοτόκου, ἀποτελεῖ τὸ ἕτερο αἱρετικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ περὶ τῆς «ἐνσώματης ἀναλήψεως» τῆς Θεοτόκου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Παναγία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ πεθάνει, νὰ ὑποστεῖ σωματικὸ θάνατο, χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ ἀναλήφθηκε σωματικῶς.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάνει λόγο γιὰ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ πραγματικὸ θάνατο, χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ γιὰ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ Ἀνάσταση, ἕνωση ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ Ἀνάληψη κοντὰ στὸν Υἱό της.

Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος  Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος σημειώνει στὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Δογματικὲς διαφορὲς Ἐκκλησίας καὶ παπισμοῦ σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου» (Ἰούλιος 2013):

«Ἕτερο αἱρετικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ σχετικὰ μὲ τὴν Θεοτόκο εἶναι τὸ δόγμα περὶ τῆς «ἐνσώματης ἀναλήψεως τῆς Θεοτόκου», τὸ ὁποῖο καθιερώθηκε τὸ 1950 ἐπὶ Πάπα Πίου τοῦ ΙΒ΄. Τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι φυσικὴ συνέπεια τοῦ πρώτου δόγματος τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου». Ἀφοῦ δηλ. ἡ Παναγία ἦταν ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ εἶναι, κατ’αυτούς, Θεά, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ πεθάνει, νὰ ὑποστεῖ σωματικὸ θάνατο, χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ ἀναλήφθηκε σωματικῶς.

Ἡ Ὀρθόδοξος, ὅμως, Ἐκκλησία κάνει λόγο γιὰ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλ. πραγματικὸ θάνατο, χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ γιὰ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δηλ. Ἀνάσταση, ἕνωση ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ Ἀνάληψη κοντὰ στὸν Υἱό της. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μία κατὰ Χάριν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ διαφύγει ἡ Θεοτόκος τὴν διαφθορὰ τοῦ θανάτου, καὶ μία κατὰ πρόληψη πραγμάτωση τῆς Ἀναστάσεως.

 Ἄλλωστε, τόσο ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ὅσο καὶ ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης καὶ ἄλλοι λατῖνοι διδάσκαλοι δὲν δέχονται ὅτι ἡ Θεοτόκος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, γι’αυτό καὶ ἦταν ἀναπόφευκτος καὶ ὁ φυσικὸς θάνατός της».

 

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ