ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ
8Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 879-880μ.Χ
1. Απόσπασμα Διάλεξης στὰ πλαίσια τοῦ προγράμματος τῶν μεταπτυχιακῶν σπουδῶν τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη,
28 Μαρτίου
2000.
2. Μεθόδιου Γ. Φούγια (Μητροπολίτου Πισιδίας), Ἕλληνες καὶ Λατῖνοι, β´ ἔκδοσις, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1994.
H 8η Οἰκουμενική, ἡ Φωτιανή, ἡ ἐν
Ἁγίᾳ Σοφίᾳ Σύνοδος, συνέρχεται σὲ μιὰ περίοδο ἔντονης ἐκκλησιαστικῆς
ἀναταραχῆς.
Ἀπὸ
τὴ μιὰ οἱ προβληματικὲς σχέσεις Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, οἱ ὁποῖες ἐπισφραγίζονται
μὲ Σχίσμα, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ἐνδοεκκλησιαστικὲς διαμάχες στὸ κλίμα τοῦ
Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινούπολης χαρακτηρίζουν τὴν περίοδο αὐτή.
Πρόσωπα
σημαντικά, τὰ ὁποῖα διαδραμάτισαν πρωταγωνιστι- κὸ ρόλο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶναι
ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, ὁ προκάτοχός του Ἰγνάτιος, οἱ Πάπες
Νικόλαος ὁ Α´, Ἀνδριανὸς ὁ Β´ καὶ Ἰωάννης ὁ Η´, καθὼς καὶ οἱ Αὐτοκράτορες τοῦ
Βυζαντίου Μιχαὴλ καὶ Βασίλειος ὁ Α´.
Ὅμως
τὸν κύριο καὶ καθοριστικὸ ρόλο κατέχει ὁ Μέγας καὶ Ἱερὸς Φώτιος, ὁ ὁποῖος ὅπως
παρατηρεῖ ὁ Μεθόδιος Φούγιας, εἶχε τρεῖς μεγάλους ἐχθροὺς «τὸν ἑαυτό του ποὺ
προκαλοῦσε
τὸν φθόνο, τὸν πάπα ποὺ ζήλευε τὴν ἀκμὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοὺς ἀντιπάλους
του Ἰγνατιανούς, στοὺς ὁποίους προστέθηκε καὶ ὁ Αὐτοκράτορας»2.
Ἐπίσης,
θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε τὶς ἐπίμονες προσπάθειες ἐπιβολῆς τῶν παπικῶν ἀξιώσεων,
δηλαδὴ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας καὶ τοῦ ἔκκλητου.
ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Α. Πρῶτο θέμα ἀποτελεῖ ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Φωτίου στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἦταν καὶ ὁ βασικὸς λόγος σύγκλησης τῆς Συνόδου αὐτῆς.
Ἡ καθολικὴ ἀποδοχὴ
τοῦ Φωτίου ὡς Πατριάρχη καὶ ἡ ἀκύρωση
τῶν ἀντιφωτιανῶν συνόδων γεφύρωσαν τὶς σχέσεις τῶν ἀνατολικῶν θρόνων μὲ τὴν
Ἐκκλησία Ρώμης.
Ἰδιαίτερης σημασίας εἶναι ἡ στάση τῶν
Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ὁποίων δήλωναν
σὲ κάθε εὐκαιρία ὅτι οὐδέποτε διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τὸν Φώτιο, οὐδέποτε
ἀποσχίσθηκαν καὶ ὅτι πάντοτε ἀναγνώριζαν τὸν Φώτιο ὡς Πατριάρχη καὶ Ἀρχιερέα3. Καὶ αὐτό, γιατὶ στὴν
ἀντιφωτιανὴ σύνοδο τοῦ 869-870, ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Φώτιο, διαπράχθηκαν,
ὅπως λέγουν, ἄνομες μηχανουργίες καὶ δολοπλοκίες, μὲ τοὺς ἀντιπροσώπους τῶν
ἀνατολικῶν θρόνων νὰ λειτουργοῦν καθ᾿ ὑπέρβασιν τῶν ἐντολῶν τους4.
Στὸν ἀντίποδα
βρίσκεται ὁ Πάπας καὶ οἱ ἀντιπρόσωποί του, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἀναγνωρίζουν τὸν
Φώτιο, στρουθοκαμηλίζουν, θὰ λέγαμε,
καὶ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους νὰ βρεθοῦν καὶ αὐτοὶ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Φώτιο.
Ὅπως μπορεῖ νὰ
παρατηρήσει κανείς, ἡ ἀναγνώριση τοῦ Φωτίου ἀπὸ τὸν Πάπα Ἰωάννη τὸν Η´ ἦταν καὶ
ἀποτέλεσμα: 1. τῶν
αὐτοκρατορικῶν πιέσεων, 2. τῆς
παπικῆς ἐπιθυμίας γιὰ διακήρυξη τοῦ πρωτείου ἐξουσίας του, ἀλλὰ καὶ τὴς προσδοκίας
του, ὅπως τοῦ ἀποδοθεῖ ἡ Βουλγαρία ὡς ἀντάλλαγμα καὶ 3. τῆς ἀσφυκτικῆς
πίεσης καὶ ἀνασφάλειας ποὺ ἔνιωθε ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία, καθὼς οἱ Σαρακηνοὶ εἶχαν εἰσβάλλει στὴν Ἰταλία5.
Ἡ στάση τοῦ Πάπα στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τὸ λιγότερο ἀνέντιμη, καθὼς μὲ τὴν ἐπιστολή του πρὸς
τὸν Αὐτοκράτορα, ἀποποιεῖται τὶς εὐθύνες τῶν προκατόχων του καὶ ἀποκηρύσσει τὰ ὅσα ἔγιναν ἐναντίον τοῦ Φωτίου, λέγοντας μάλιστα ψευδῶς, ὅτι οἱ πάπες Νικόλαος
Α´ καὶ Ἀνδριανὸς ὁ Β´ δὲν ἀποδέχθηκαν τὶς κατὰ τοῦ Φωτίου πράξεις καὶ ὅτι
πάντοτε τὸν ὑποστήριζαν6. Στὴν ἀντίστοιχη πρὸς
τὸ Φώτιο ἐπιστολή του ἀποκηρύσσει τὶς ἀντιφωτιανὲς συνόδους, λέγοντας μάλιστα
ψευδῶς, ὅτι ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς δὲν ὑπέγραψε τὰ πρακτικά7. Στὸ δὲ κομμονιτώριό
του ζητᾶ ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσώπους του νὰ ἀποκηρύξουν τὶς ἀντιφωτιανὲς συνόδους,
ἐνώπιον τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου8. Πραγματικά, ἀποκηρύσσονται
οἱ ἀντιφωτιανὲς σύνοδοι τόσο ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ἀντι- προσώπους ὅσο καὶ ἀπ᾿ ὅλη
τὴν Σύνοδο9.
Β. Ἄλλη σπουδαία ἀπόφαση
τῆς Συνόδου εἶναι ἡ ἀναγνώριση καὶ ἀνακήρυξη τῆς εἰκονόφιλης Συνόδου
τῆς Νικαίας τοῦ 787 σὲ Οἰκουμενική, ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ
πρόταση τοῦ Φωτίου10. Ἡ Ζ´
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συναριθμήθηκε στὶς ὑπόλοιπες, μὲ τὴν ἀπειλὴ μάλιστα
ἀναθέματος σὲ ὅσους δὲν τὴν ἀποδέχονται.
Γ. Τρίτη σημαντικὴ ἀπόφαση, ἡ ἐπικύρωση
τοῦ Συμβόλου τῆς
Πίστεως
τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων Νίκαιας-Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἐπικύρωση
πραγματοποιήθηκε, ὅπως εἴπαμε, ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ Αὐτοκράτορα11, ὁ
ὁποῖος διέβλεψε τὴν ἀνάγκη διατύπωσης Δογματικοῦ Ὅρου, καθὼς ἡ Σύνοδος εἶχε
συγκληθεῖ ὡς Οἰκουμενική12.
Μὲ τὴν προσθήκη τῆς δήλωσης στὸν Ὅρο τῆς Συνόδου, ὅτι ἀπαγορεύεται
κάθε προσθαφαίρεση καὶ ἀλλοίωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, στὴν οὐσία, φωτογραφίζεται
ἡ αἱρετικὴ προσθήκη τοῦ Filioque, ἡ ὁποία βρίσκονταν ἤδη σὲ χρήση
ἀπὸ τοὺς Δυτικούς.
Τὸ περίεργο εἶναι,
ὅτι καὶ οἱ παπικοὶ συνυπέγραψαν τὸν ὅρο. Εἴτε διότι δὲν ἀντελήφθησαν τὴν ἐνέργεια αὐτή13, εἴτε διότι, ἂν καὶ ὑπῆρχε ἡ διδασκαλία καὶ προσθήκη
τοῦ Filioque ἤδη ἀπὸ τὴν σύνοδο τοῦ Τoledo τὸ 400 μ.Χ. καὶ γενικότερα ἀπὸ τὸν Ε´ καὶ ΣΤ´ αἰώνα, ὡστόσο ἐπισήμως ἡ προσθήκη αὐτὴ δὲν εἶχε ὑιοθετηθεῖ ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Ρώμης14. Ἄλλωστε ἡ ἀπαγόρευση προσθήκης στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὑπῆρχε
ἤδη στὸν Ζ´ κανόνα τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Ἔφεσος
431).
Δ. Τέταρτη σημαντικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου ἀποτελεῖ ὁ Α´ Κανόνας15, ὁ ὁποῖος ὁρίζει ὁ
Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἔχει ὡς καταδικασμένους αὐτούς, τοὺς ὁποίους καταδίκασε ὁ
Ρώμης καὶ τὸ ἀντίστροφο.
Ὁ Κανόνας αὐτός, ὁ
ὁποῖος θεσπίσθηκε ἔπειτα ἀπὸ πρόταση τῶν Λατίνων
ἐκπροσώπων16, ὁρίζει ὡς τελεσίδικες τὶς ἀποφάσεις ποὺ
λαμβάνονται γενικὰ στοὺς θρόνους καὶ δὲ δίνει δικαίωμα προσβολῆς των σὲ κάποιο
ἄλλο, ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο Πατριαρχεῖο. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, καταργεῖται τὸ παπικὸ
ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο καὶ ἔκκλητο, καθὼς ἀποτρέπεται κάθε ἀνάμειξη καὶ εἰσπήδηση
στὰ ἐσωτερικὰ ἄλλης ἐκκλησίας.
Ὁ Κανόνας αὐτὸς ὁρίζει
μόνο πρεσβεῖο τιμῆς στὸν θρόνο τῆς Ρώμης καὶ ὄχι πρωτεῖο ἐξουσίας.
Ε. Τέλος, λύθηκε τὸ ζήτημα τῆς ἀθρόον χειροτονίας.
Παραμερίστηκαν οἱ ἐνστάσεις
τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἑξῆς διατύπωση: «Ἕκαστος θρόνος ἔσχεν ἀρχαία
τινὰ παραδεδομένα ἔθη. Καὶ οὐ χρὴ περὶ τούτων πρὸς ἀλλήλους διαφιλονικεῖν καὶ
ἐρίζειν, φυλάττει δὲ καὶ ἡ Κωνσταντινουπολιτῶν
ἐκκλησία, ἴδια τινὰ ἔθη ἄνωθεν παραλαβοῦσα· ὡσαύτως καὶ οἱ τῆς ἀνατολῆς θρόνοι»17.
Αὐτονόητο εἶναι ὅτι ὀφείλουμε νὰ βάλουμε
ἕναν περιορισμὸ στὴ λέξη «ἔθη». Ὁ περιορισμὸς αὐτὸς
πρέπει νὰ ἔχει ὡς κριτήριο τὴν ὀρθὴ Πίστη καὶ τὴν σωτηρία. Συνεπῶς, ὡς ἔθος δὲν μπορεῖ
νὰ χαρακτηριστεῖ γιὰ παράδειγμα τὸ Filique, ἀλλὰ παραδόσεις ὅπως, ἡ ἐξωτερικὴ
ἐμφάνιση τῶν κληρικῶν, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τῶν ναῶν καὶ γενικῶς ὅ,τι δὲν ἀντιβαίνει
τὴν Πίστη καὶ δογματικὴ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας.
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ἡ Σύνοδος τοῦ 879-880, εἶναι ὅπως σημειώσαμε, ἡ τελευταία Γενικὴ Σύνοδος
τῆς ἑνωμένης ἀρχαίας
Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Μπορεῖ ὅμως νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς 8η Οἰκουμενική;
Γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, πρέπει νὰ ἐκπληρώνει κάποιους
ὅρους18,
ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικούς.
Κατ᾿ ἀρχὴν συγκεντρώνει ὅλους τοὺς ἐξωτερικούς:
1.
Ἡ Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα,
2.
Συμμετεῖχαν ὅλες οἱ τοπικὲς ἐκκλησίες,
καὶ
3.
Οἱ ἀποφάσεις της ἔγιναν καθολικὰ
ἀποδεκτές.
Ἀπὸ τοὺς ἐσωτερικούς, πληροῖ τοὺς ἑξῆς:
1. Οἱ
ἀποφάσεις, οἱ Κανόνες καὶ ὁ Ὅρος Της δὲν ἀντιβαίνουν τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς προγενέστερες Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
2. Ὅπως
διακρίνεται στὰ Πρακτικά, εἶναι διάχυτη ἡ πεποίθηση τῶν πατέρων τῆς Συνόδου ὅτι
συμμετέχουν σὲ μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο19. Ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν τέταρτη πράξη καὶ ἑξῆς, ἡ Σύνοδος αὐτοαποκαλεῖται Οἰκουμενική, καὶ ὀνομάζεται ὡς
τέτοια καὶ ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ἐκπροσώπους καὶ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα.
3. Τὰ θέματα ποὺ τὴν ἀπασχόλησαν ἦταν καθολικῆς φύσεως καὶ
4. Διατύπωσε Δογματικὸ
Ὅρο.
Εἶναι σημαντικὸ τὸ
γεγονός, ὅτι ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὴν ἑπόμενη Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο. Ἄρα
ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἡ Σύνοδος
τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀναγνωρίζεται
ἔμμεσα ὡς Οἰκουμενική.
Ὡστόσο μέχρι τώρα δὲν ἔχει ἀναγνωριστεῖ ὡς Οἰκουμενικὴ ἀπὸ
κάποια ἄλλη Γενικὴ Σύνοδο. Ὁ Ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στὸ Πηδάλιο, δὲν τὴν συναριθμεῖ στὶς ὑπόλοιπες Οἰκουμενικές,
γιατὶ καθὼς λέγει δὲν «ἐξεδόθη ἐν αὐτῇ καινὸς ὅρος περὶ δόγματος»20, ὅπως συμβαίνει μὲ τὶς Οἰκουμενικές.
Πράγματι, ὁ Δογματικὸς
Ὅρος τῆς Συνόδου, δὲν διατυπώνει κάτι καινούργιο, ὅμως αὐτὸ ἔγινε, διότι δὲν
ὑπῆρχαν οἱ ἀνάλογες ἐξωτερικὲς προκλήσεις.
Κατὰ πόσον ὅμως, εἶναι ἀπαραίτητος καινούργιος Δογματικὸς Ὅρος γιὰ τὴν ἀναγνώριση μιᾶς Συνόδου σὲ Οἰκουμενική;
Τὸ πρόσκομμα αὐτὸ τὸ
προσπερνοῦν καὶ ἀναγνωρίζουν τὴν Σύνοδο τοῦ 879-880 ὡς Οἰκουμενική, ἐκφράζοντας
τὴν κοινὴ συνείδηση, πολλοὶ μεγάλοι καὶ σπουδαῖοι Πατέρες, ὅπως οἱ: Θεόδωρος
Βαλσαμών, Νεῖλος Θεσσαλονίκης, Νεῖλος Ρόδου, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Μᾶρκος
Ἐφέσου, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, Κων/νος Οἰκονόμος21, ὁ
Νεκτάριος Πενταπόλεως22 καὶ πολλοὶ ἄλλοι.
Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος τῆς
Ἁγίας Σοφίας καὶ οἱ τρεῖς Κανόνες Της κατέχουν ἰδιαίτερο κῦρος στὴν συνείδηση
τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι
χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ Κανόνες Της ἔχουν ἐνταχθεῖ σ᾿ ὅλες τὶς μεταγενέστερες Κανονικὲς
Συλλογές.
Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία, ἂν καὶ συνυπέγραψε καὶ
ἀποδέχτηκε τὴν Σύνοδο, ὡστόσο γιὰ εὐνόητους λόγους τὴν παραγκώνισε τὸν 12ο
αἰῶνα καὶ ἀναγνώρισε ὡς 8η Οἰκουμενικὴ τὴν Ἰγνατιανὴ σύνοδο τοῦ 86923, ἡ ὁποία, ὅπως εἴδαμε,
εἶχε ἀποκηρυχθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους
τοὺς Λατίνους στὴν Σύνοδο τοῦ 879-880.
Τὴν ἀποκατάσταση τῆς Φωτιανῆς Συνόδου
τοῦ 880 στὴν συνείδηση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας ἀνέλαβε ὁ Τσέχος Ρωμαιοκαθολικὸς
Ἱστορικὸς Drovnik, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἀναρωτιέται τὸ ἑξῆς:
«Ἐὰν ἡ Η´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (ἡ
Ἰγνατιανὴ δηλαδὴ) ἀκυρώθηκε ἀπὸ τὸν Πάπα Ἰωάννη Η´, πῶς αὐτὴ ἡ παπικὴ ἀπόφαση
δύναται νὰ εἶναι ἀπειθὴς καὶ γιατί αὐτὴ ἡ σύνοδος ἔχει θέση στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία,
μεταξὺ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;»24.
Ἡ συμβολὴ τοῦ Drovnik, ἴσως ἀποτελεῖ τὴν
μόνη ὄαση στὴ Δύση μέσα στὴν δυσφημιστικὴ ἐκστρατεία κατὰ τοῦ Φωτίου25, ἡ
ὁποία ἔφτασε στὸ σημεῖο τῆς παραποίησης τῶν πηγῶν ἀπὸ τοὺς Ἰησουΐτες26. Τὰ τελευταία χρόνια παρατηρεῖται
μιὰ σταδιακὴ μεταστροφὴ στὴν Δύση καὶ
μιὰ διάθεση ἐπαναξιολόγησης τῶν πραγμάτων.
Εἶναι σαφές, ὅτι μιὰ
ἐνδεχόμενη ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν δὲν μπορεῖ νὰ πραγματωθεῖ δίχως τὴν ἀναγνώριση
τῆς 8ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 879-880 ἀπὸ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία.
3.
Βλέπε μεταξὺ ἄλλων, Π.Σ., σ. 268, 37. 272, 51. 286, 35. 288, 40. 296, 61. 305,
89. 313, 102. 338, 34. 339, 37. 356, 24.
4.
Βλέπε, Π.Σ. 312, 98. 314, 103. 320, 119. 350, 67. 351, 11. 354, 18. Ἐπίσης,
Διον. Α. Ζακυνθηνοῦ, Βυζαντινὴ Ἱστορία, ἐν Ἀθήναις
1977, σ. 259 καὶ ἑξῆς.
5.
Κωνσταντίνου Σιαμάκη, ὅπ.π., σ. 48. Βασ. Στεφανίδη, ὅπ.π.,
σ. 361. Μεθό- διου Φούγια, Ἕλληνες καὶ Λατῖνοι,
ὅπ.π., σ. 125.
6. Π.Σ., σ. 281, 21.
7.
Π.Σ.,
σ. 292, 50-51.
8. Π.Σ., σ. 345, 58.
9.
Π.Σ.,
σ. 361, 45-48.
10. Π.Σ., σ. 363, 3-4.
11. Π.Σ., σ. 377, 4-5.
12.
Βασ. Στεφανίδη, ὅπ.π., σ. 364. Μεθόδιου
Φούγια, Ἕλληνες καὶ Λατῖνοι, ὅπ.π., σ. 165.
13. Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, ὅπ.π.,
σ. 133.
14. Ἴδιο.
15. Π.Σ., σ. 366, 16.
16. Π.Σ., σ. 366, 14.
17. Π.Σ., σ. 360, 41.
18. Βλέπε
Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδοτικὸς οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. & Ε. Παπαδημητρίου,
Ἀθήνα 1970, σ. 118, σημείωση 1. Ἁγίου Νεκταρίου, Μελέτη Ἱστορικὴ περὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος, ὅπ.π.,
σ. 104-107. Παναγιώτη Ἰ. Μπού- μη,
Κανονικὸν Δίκαιον, Ἀθήνα 1991, σ. 200-201.
19. Βλέπε,
Π.Σ., σ. 358, 33. 367, 20. 373, 40. 374, 47-48. 375, 49. 377, 4, καθὼς
καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα.
20. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ὅπ.π., σ. 361.
21. Ἰωάννου
Καρμίρη, ὅπ.π., σ. 219.
22. Ἁγίου Νεκταρίου, ὅπ.π., σ. 273 καὶ ἑξῆς.
23. Johan
Μeijer, ὅπ.π., σ. 70-71.
24. Ἐν Μεθοδίου
Φούγια, Ἕλληνες καὶ Λατῖνοι, ὅπ.π., σ. 122.
25.
Βασ. Στεφανίδη, ὅπ.π., σ. 365. Σπ.
Μπιλάλη, ὅπ.π., σ. 218-219. Παν. Κ. Χρήστου,
«Ἡ μνήμη τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου»,
ἐν Κληρονομίᾳ, τόμ. 23, Θεσσαλονίκη, Ἰούνιος-Δεκέμβριος 1991, σ.
148-149.
26. Κωνσταντίνου Σιαμάκη,
ὅπ.π., σ. 91, 104-110. Βλέπε καὶ Παν. Κ. Χρήστου, ὅπ.π., σ. 137-141.
27.
8Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ