Δευτέρα, Αυγούστου 12, 2024

 


 

Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος

Τί ἀπαντοῦμε σέ ἕναν αἱρετικό ὅταν

 μᾶς ρωτάει :

«Πού τό λέει αὐτό ἡ Γραφή;»

 

Τό ἐρώτημα εἶναι σύνηθες καί μέ αὐτό ἔχουν ἔρθουν ἀντιμέτωποι ὅσοι ἀδελφοί μας διεξάγουν ἀντιαιρετικό ἀγῶνα. Ἕνα συχνό ἐρώτημα ἀπό προτεστάντες (ἔχει γίνει σλόγκαν πλέον) τό ὁποῖο ἀναφέρεται σέ ἀμφισβήτηση τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπειδή λοιπόν πολλοί μᾶς ρωτοῦν, ἀπαντᾶμε συνοπτικά.

Ἡ Ἁγία Γραφή δέν ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό στά κεφάλια τῶν ἀνθρώπων!

Δέν εἶναι ἕνα βιβλίο πού ἔστειλε ὁ Θεός τυπωμένο στούς ἀνθρώπους.

Ἡ Ἁγία Γραφή διαμορφώθηκε καί δημιουργήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καί μάλιστα γιά 300 ὁλόκληρα χρόνια ΔΕΝ ὑπῆρχε!

Ἡ Ἐκκλησία χρειάσθηκε σχεδόν 300 χρόνια γιά νά ἀναγνωρίσει πλήρως ποιά Βιβλία ἀνήκουν στήν Καινή Διαθήκη. Τίς δύο πρῶτες γενεές μετά ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννη, ἡ Ἐκκλησία ἀκόμα δέν εἶχε συμφωνήσει εὐρύτερα γιά τήν κανονικότητα τῶν Βιβλίων : Πράξεις, Πρός Ἑβραίους, Ἰακώβου, Πέτρου Α’ καί Β’, Ἰωάννου Α , Β, Γ, Ἰούδα, καί Ἀποκάλυψη – δηλαδή 10 ἀπό τά 27 Βιβλία!

Ἐπίσης, κάποιες ἐκκλησίες πίστευαν πώς τό Α’ Κλήμεντος ἦταν Γραφικό, καθώς καί ἡ «Διδαχή» καί τό «Ποιμήν» του Ἐρμά. Καί ὅμως, τότε, τούς ἑπόμενους δύο αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία μελετοῦσε, προσευχόταν, καί συζητοῦσε γιά ὅλα αὐτά τά βιβλία. Ἔφθασε τό τέλος τοῦ 4ου αἰῶνα, καί ἡ Ἐκκλησία τελικά συμφώνησε ἐπί τοῦ Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης πού γνωρίζουμε σήμερα.

Μέ ἄλλα λόγια, ἡ πρώτη Ἐκκλησία αὔξανε, ἄκμαζε καί δίδασκε ἐπί 300 χρόνια, πρίν κἄν ὁ ὁποιοσδήποτε καί ὁπουδήποτε νά κατέχει ἕνα πλῆρες ἀντίτυπο τῆς «Καινῆς Διαθήκης» ὅπως τήν ἀναγνωρίζουμε σήμερα.

Ἡ Ἁγία Γραφή λοιπόν εἶναι ἡ Ἱερά Παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ οἱ προτεστάντες.

Γι’ αὐτό ὁ Παῦλος προτρέπει ὡς ἑξῆς τήν ἐκκλησία: «Ἀρα οὗν, ἀδελφοί, στήκετε, καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἄς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β΄Θεσσ. 2:15).

Καί ἐπίσης:

«καί ἅ ἤκουσας παρ’ ἐμοῦ διά πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοί ἔσονται καί ἑτέρους διδάξαι» (Β΄ Τίμ. 2:2)

Οἱ προτεστάντες ἀγνοοῦν τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἕνας Προτεστάντης δέχεται τή διδασκαλία γιά τήν ἁγία Τριάδα ἤ τή διδασκαλία γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ καί τόν πιστεύει ὡς τέλειο Θεό καί τέλειο Ἄνθρωπο, δέχεται οὐσιαστικά τή διδασκαλία τῶν πατέρων, τήν προφορική Παράδοση, τά Σύμβολα καί τούς δογματικούς Ὅρους τῶν ἑπτά ἱστορικῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Τό ἐρώτημα τοῦ προτεστάντη συνομιλητῆ σας «Πού τό λέει αὐτό ἡ γραφή» δέν εἶναι νέο. Τό ἀντιμετώπισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες στίς συνομιλίες τους μέ τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς τους.

Ὁ Τερτυλλιανός, γράφοντας τό 200 μ. Χ. καί ἀπαντῶντας στούς αἱρετικούς τῶν ἡμερῶν του, ἀπευθύνθηκε πρός αὐτούς μέ τόν ἴδιο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο θά μπορούσαμε κι ἐμεῖς ν’ ἀπευθυνθοῦμε πρός τούς συγχρόνους αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι «ἀποστολικοί».

«Ἐμεῖς πού βαδίζουμε σύμφωνα μέ τόν Κανόνα, τόν ὁποῖο οἱ Ἐκκλησίες παρέλαβαν ἀπό τούς Ἀποστόλους, οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τόν Χριστό καί ὁ Χριστός ἀπό τόν Θεό, παραδεχόμαστε ὅτι ἡ λογικότητα τῆς θέσης μας εἶναι ξεκάθαρη, καθορίζοντας ὅπως εἶναι φυσικό ὅτι ὀφείλουμε νά μήν ἐπιτρέπουμε στούς αἱρετικούς νά προσφεύγουν προκλητικά στίς Γραφές, ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς χωρίς νά χρησιμοποιοῦμε τίς Γραφές, ἀποδεικνύουμε ὅτι αὐτοί δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τίς Γραφές.  Αὐτοί δέν μποροῦν νά εἶναι χριστιανοί, ἐπειδή ὅ,τι ἔχουν δέν προέρχεται ἀπό τόν Χριστό (μέσῳ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς) ἀλλά ἀπό τήν ἐπιδίωξη τῆς δικῆς τους ἐπιλογῆς.  Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι χριστιανοί, γι’ αὐτό δέν ἔχουν κανένα δικαίωμα στή χριστιανική γραμματεία, καί θά μποροῦσε ἀκριβῶς νά λεχθεῖ σ’ αὐτούς: Ποιοί εἶσθε ἐσεῖς; Πότε καί ἀπό πού ἤλθατε; Ἐφ’ ὅσον δέν εἶσθε ἀπό μᾶς, τί δουλειά ἔχετε μέ ὅ,τι εἶναι δικό μας; Ἐγώ εἶμαι ὁ κληρονόμος τῶν Ἀποστόλων. Ὅπως ἐκεῖνοι προετοίμασαν προσεκτικά τή διαθήκη τους, ὅπως τήν παρέδωσαν σέ κάποιον ἔμπιστο, καί ὅπως τήν σφράγισαν μέ ὅρκο, ἔτσι ἀκριβῶς  κρατῶ τήν κληρονομιά. Σίγουρα αὐτοί σας θεωροῦσαν πάντα ξένους πρός τήν κληρονομιά καί σᾶς ἔχουν ἀπορρίψει ὡς ξένους καί ἐχθρούς.

Ὅταν λοιπόν μᾶς ρωτήσει ὁ αἱρετικός «Πού τό λέει αὐτό ἡ Γραφή;» Πρίν παραθέσουμε Γραφικά ἐδάφια τόν ρωτᾶμε (καί ἐπιμένουμε μέχρι νά πάρουμε ἀπάντηση) :

Τήν Ἁγία Γραφή τήν ἀναγνώρισε καί τήν ἔφτιαξε ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία μέ τήν ὁποία ἐσεῖς δέν ἔχετε καμμία σχέση.

Τήν Ἁγία Γραφή τήν δημιούργησε ἡ Ἐκκλησία -τήν ὁποία ἐσεῖς θεωρεῖται ἀποστατημένη- 300 χρόνια μετά τόν Χριστό.

Ἡ Ἁγία Γραφή καί ὁ Κανόνας της (δλδ. ποιά βιβλία περιέχει) τά δημιούργησαν Ἐπίσκοποι καί Ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας – τούς ὁποίους ἐσεῖς δέν ἀναγνωρίζετε ἐπειδή θεωρεῖται ὅτι δέν ὑπάρχει Ἱερωσύνη.

Ρωτῆστε τους λοιπόν, ὅπως ρωτοῦσε τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς του ὁ Τερτυλλιανός:

        Ποιοί εἶσθε ἐσεῖς; Πότε καί ἀπό πού ἤλθατε; Ἐφ’ ὅσον δέν εἶσθε ἀπό μᾶς, τί δουλειά ἔχετε μέ ὅ,τι εἶναι δικό μας; Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶστε χριστιανοί, γι’ αὐτό δέν ἔχετε κανένα δικαίωμα στή χριστιανική γραμματεία.