Τρίτη, Μαρτίου 26, 2024

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


 

«ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ

ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»

Π.ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης 

στὶς 3-3-1996]

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει την ὀρθοδοξότητά της. Κατόπιν πολλῶν κόπων καὶ ἀγώνων. Γι΄αυτό καὶ τὴν Κυριακὴ αὐτή, τὴν ὀνόμασε Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Βέβαια ὅλαι αἱ Σύνοδοι συνέβαλαν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ὅμως κατ’ ἐξοχὴν προβάλλεται ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ ἔλαβε χώρα στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 787, μετὰ Χριστὸν φυσικά, ἀπὸ 24 Σεπτεμβρίου ἕως 13 Ὀκτωβρίου.

Τὸ Συναξάριον τῆς ἡμέρας μᾶς πληροφορεῖ: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πρώτῃ τῶν Νηστειῶν, ἀνάμνησιν ποιόύμεθα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν Εἰκόνων, γενομένης παρὰ τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαὴλ καὶ τῆς μὴτρὸς αὐτοῦ Θεοδώρας, ἐπὶ τῆς Πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καὶ Ὁμολογητοῦ Μεθοδίου».

Ὅμως, ἐκτὸς τοῦ κυρίου θέματος, ποὺ ἦταν ἡ προσκύνησις ἢ μή, τῶν ἁγίων εἰκόνων, γιατί αὐτὸ ἦταν τὸ κύριο θέμα τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ μάλιστα τῆς εἰκόνος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκεῖ ἦταν τὸ ἐπίμαχο θέμα: «Δυνάμεθα νὰ εἰκονίσουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ;» Ἀπάντησις πολὺ ἁπλή. Ἐφόσον ἔγινε ἄνθρωπος... Ὁ Θεὸς δὲν εἰκονίζεται. Εἶναι ἀνεικόνιστος. Ἀλλὰ ἐφόσον ὁ Υἱὸς ἔγινε ἄνθρωπος, εἰκονίζεται. Ἐθεσπίσθησαν λοιπὸν ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κύριο αὐτὸ θέμα, καὶ ἄλλοι κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, βεβαίως ἐξαιρετικῆς σημασίας. Καὶ τοῦτο γιατί προσεβλήθησαν, κατὰ καιρούς, κάποιες εὐαγγελικὲς θέσεις, ἀπὸ μία κακὴ ἑρμηνεία. Ἐξάλλου, ἡ παρερμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία εἰσάγει τὴν αἵρεσιν.

Βέβαια, τὰ ἱερὰ κείμενα πρέπει νὰ κατανοηθοῦν. Καὶ κατανοοῦνται βεβαίως μὲ τὴν ἑρμηνείαν. Ἂν ἡ ἑρμηνεία εἶναι στηριγμένη στὸν ὀρθολογισμό, τότε ἔχομε τὴν αἵρεση. Τί εἶναι αἵρεσις; Ἡ λογικὴ ἑρμηνεία τοῦ δόγματος. Αὐτὸ λέγεται αἵρεσις. Ὁ ὁρισμός. Ἡ ἑρμηνεία πρέπει νὰ στηρίζεται εἰς τὴν ἀποκάλυψιν. Καὶ βέβαια μὲ τὸν φωτισμὸ πάντοτε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Καὶ αὐτὸ ἔχει γίνει καὶ γίνεται μὲ τὸ Συνοδικὸν Σύστημα. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία θὰ συγκεντρωθεῖ μὲ τοὺς ἀντιπροσώπους της, ποὺ εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι, ἀλλὰ ὅπως καὶ μεμονωμένα ἀπὸ Πατέρες -μπορεῖ νὰ ἔχουμε καὶ ἐκεῖ τὴν ἀλήθειαν- ποὺ ἔμειναν πιστοὶ καὶ στὸ γράμμα καὶ στὸ πνεῦμα τῆς Γραφῆς. Ὅπως ἔχομε Κανόνες, φερειπείν, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἔχομε Κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἂν θέλετε, γιὰ τὴν ἀκρίβειαν εἶχαν κανονίσει κάποια θέματα τῆς ἐποχῆς των. Φερειπεὶν ὁ Μεγάλος Βασίλειος τὰ «περὶ μοναχισμοῦ»· ποὺ αὐτὰ ἐπεκυρώθησαν ἀπὸ Οἰκουμενικὰς Συνόδους. Δὲν ἔμειναν μόνο μία ἀτομική, προσωπικὴ ὑπόθεση. Γι΄αυτό ἡ Ἐκκλησία δέχεται ὡς γνησίους ἑρμηνευτάς, τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ τὰ συμπεράσματα τῶν Συνόδων, Οἰκουμενικῶν ἢ τοπικῶν, θεόπνευστα καὶ ἰσόκυρα, ἰδίου κύρους, ἴσου κύρους μὲ τὴν Ἁγία Γραφήν. Διότι τί εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἡρμήνευσαν; Ἡ Ἁγία Γραφή. Μόνο ποὺ τὴν πλαταίνουν, γιὰ νὰ κατανοηθεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ δοθεῖ τὸ σωστὸ στίγμα, ποὺ εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ γράμματος. Ἐξάλλου ἂν τὸ θέλετε, αὐτὴ εἶναι ἡ λεγομένη Ἱερὰ Παράδοσις. Δηλαδὴ ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Καὶ εἶναι βεβαίως κυριότατα ἔγγραφη. Εἶναι γραμμένη ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ ἂν θέλετε τώρα, ἐπανερχόμενοι εἰς τὴν 7η Οἰκουμενικὴν Σύνοδο, σημειώνουμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Κανόνες ποὺ ἀφοροῦν στὴ σημασία τῆς εἰκόνος, ἐθέσπισαν κι ἄλλους κανόνες, σπουδαίας ἀξίας καὶ σημασίας, ὅπως θὰ δεῖτε στὴ συνέχεια, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συγκροτήσεως αὐτῆς τῆς Συνόδου. Διότι κατὰ καιρούς, μὴν ξεχνᾶτε, διότι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ ἔγινε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔγινε τὸ 325, ἀρχὲς 4ου αἰῶνος καὶ ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔγινε τὸ 787, τέλη 8ου αἰῶνος. Ἔχομε λοιπὸν ἕνα μακρὺ χρονικὸ διάστημα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου ἀνεφύησαν διάφορα θέματα, προβλήματα, προσβολὲς ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ἑρμηνεῖες κακότεχνες, κακοήθεις καὶ δαιμονικὲς καὶ ἔτσι ἡ Ἐκκλησία καθ’ ὅλο αὐτῆς τὸ μῆκος, ὅποτε συνεκροτεῖτο σὲ Σύνοδο, ἐπελαμβάνετο κι αὐτῶν τῶν θεμάτων.

Ἔτσι, μποροῦμε κάτι νὰ ἀναφέρουμε, ἐπιτρέψατε, γιὰ νὰ ξεφύγουμε λίγο ἀπὸ τὸ καθιερωμένο θέμα τῆς εἰκόνος. Γιὰ νὰ δοῦμε τί ὑπῆρξε καὶ τί ἄλλο ὑπῆρξε ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Θὰ σᾶς διαβάσω ἕνα σημεῖον. Θὰ σᾶς πῶ τὸ κείμενον. Θὰ τὸ ἐξηγήσουμε:

«Τοῖς τὴν ὕλην ἄναρχον καὶ τὰς ἰδέας ἢ συνάναρχον τῷ δημιουργῷ πάντων καὶ Θὲῷ δογματίζουσι (ἐννοεῖται οἱ αἱρετικοὶ δογματίζουσιν), καὶ ὅτι πὲρ οὐρανὸς καὶ γῆ καὶ τὰ λοὶπὰ τῶν κτισμάτων ἀΐδιά τε εἰσὶ καὶ ἄναρχα καὶ διαμένουσιν ἀναλλοίωτα, καὶ ἀντινομοθετοῦσι τῷ εἰπόντι· -ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶπε:- «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μοῦ οὐ μὴ παρέλθωσι» καὶ ἀπὸ γῆς κενοφωνοῦσι («κενοφωνώ»-το κὲ μὲ ἔψιλον-ποὺ θὰ πεῖ: βγάζω κούφιες, ἄδειες φωνές, δηλαδὴ λέγουν κενὰ λόγια. Ἡ αἵρεσις τί εἶναι; Ἕνας κενός -τὸ κὲ μὲ ἔψιλον πάντοτε- κούφιος λόγος, χωρὶς δηλαδὴ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ γῆς, αὐτὸ θὰ πεῖ, χωρὶς τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ ὑλιστικά, σαρκικὰ ὁμιλοῦντες) καὶ τὴν θείαν ἀρὰν ἐπὶ τὰς ἑαυτῶν ἄγουσι κεφαλάς, ἀνάθεμα -καὶ ἐπισωρεύουν στὸ κεφάλι τους τὴν κατάρα. Ἀνάθεμα, ἔξω, μακριά-».

Αὐτὴ ἡ θέσις, ἀγαπητοί, εἶναι ἐξαιρετικὰ σπουδαῖα. Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι ἐδῶ ἔχομε μία θέσιν βασικὰ πλατωνικήν, γενικότερα δὲ φιλοσοφικήν. Εἶναι ἡ ἄναρχος ὕλη τῶν φιλοσόφων. Μὴ νομίσετε δὲ ὅτι αὐτὰ ποὺ θὰ ποῦμε καὶ παρακάτω καὶ τώρα ὅτι θὰ ἦταν πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν θὰ μᾶς ἐνδιέφεραν, θὰ εἶχαν ἁπλῶς μουσειακὴν ἀξίαν, ἱστορικὴν ἀξίαν. Ὄχι. Πάρτε ἕνα σύγχρονο λεξικό, φερειπεὶν «Τὸ μικρὸ φιλοσοφικὸ λεξικὸ» τοῦ Ρόζενταλ, εἶναι ὑλιστικόν, θὰ δεῖτε μέσα ἐκεῖ, πηγαίνετε στὸ λῆμμα «ὕλη» καὶ θὰ δεῖτε τί γράφει. Τί; Αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέει ἐδῶ ἡ Σύνοδος. Ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγαν καὶ οἱ παλαιοὶ φιλόσοφοι. Ὅτι «ἡ ὕλη εἶναι ἄναρχος. Ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει. Χωρὶς ἀρχὴ καὶ χωρὶς τέλος». Τὸ προσέξατε;

Ἢ ἀκόμη ὅτι «ἡ ὕλη εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Δημιουργόν. Ἄναρχος ὁ Δημιουργός, ὁ Θεός, ἄναρχος καὶ ἡ ὕλη. Συνεπῶς δύο ξεχωριστὰ πράγματα. Ἄλλο ὁ Δημιουργός -θὰ δεῖτε τώρα τί εἶναι αὐτὸς ὁ Δημιουργός- καὶ ἄλλο πρᾶγμα εἶναι τὸ σύμπαν, ἡ ὕλη, ἢ οἱ ἰδέες». Ἐδῶ ποὺ λέει «καὶ τὰς ἰδέας» πρόκειται περὶ τῶν ἰδεῶν τοῦ Πλάτωνος. Ποιός δὲν ἔχει ἀκούσει γιὰ τὶς ἰδέες τοῦ Πλάτωνος; Τί ἦσαν οἱ «ἰδέες» τοῦ Πλάτωνος; Τρία σημεῖα. «Ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός. Προσέξτε, εἶναι ἐπίκαιρα θέματα αὐτά. Πάντοτε ἐπίκαιρα. Ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἄναρχος ὕλη, τὴν ὁποία δὲν ἐδημιούργησε ὁ Θεός, ἁπλῶς εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Δημιουργὸν καὶ ἐδῶ σὲ ἕνα τρίτο σημεῖο εἶναι οἱ ἰδέες. Οἱ ἰδέες εἶναι τὰ πρότυπα τῶν ὄντων. Τὰ πρότυπα τῶν ὄντων. Δηλαδὴ τί ὑπάρχει μέσα στὴ φῦσιν; Τὸ λουλουδάκι; Τὸ κρινάκι; Ἔχει τὸ πρότυπό του, τὴν ἰδέα του, στὸν οὐρανό. Ποῦ εἶναι οἱ ἰδέες; Στὸν οὐρανό! Ὁ ἄνθρωπος; Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ πρότυπό του στὸν οὐρανό! Ὁ σκύλος; Ἔχει τὸ πρότυπό του στὸν οὐρανό. Ὁ σκύλος; Ἔχει τὸ πρότυπό του στὸν οὐρανό». Αὐτὰ τὰ πρότυπα, στὴ γλῶσσα τοῦ Πλάτωνος λέγονται ἰδέες.

Τί κάνει λοιπὸν τώρα ὁ Θεός; «Ὁ Θεὸς ἀντιγράφει τὶς ἰδέες καὶ φτιάχνει τα ὄντα στὴ φύση. Ἐκ τῆς ὑπαρχούσης ὕλης! Ἀλλὰ τί κάνει τότε ὁ Θεός; Δὲν εἶναι Δημιουργὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Ἀλλὰ εἶναι... οὔτε κἂν Δημιουργός. Ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς διακοσμητής...». Νὰ τὸ καταλάβετε. Πηγαίνω στὴν ἀγορὰ καὶ ἀγοράζω ζωγραφικοὺς πίνακες, ἔπιπλα, μπιμπελό, ὅ,τι θέλετε. Τὰ φέρνω ἀπὸ τὴν ἀγορά. Δὲν τὰ ἔφτιαξα ἐγώ. Καὶ στολίζω τὸ σπίτι μου. Κατὰ τὸν Πλάτωνα, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Δημιουργός. Εἶναι διακοσμητής.

Ἀκόμα, βλέπομε ἐδῶ νὰ ἀναφέρεται ἡ ἀϊδιότης τῆς ὕλης. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀμετάβλητο τῆς ὕλης. Ὅλα αὐτά, σᾶς εἶπα, θεωρίες Πλατωνικές. Τί θὰ πεῖ ἀϊδιότης; Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔχει ἀρχή, οὔτε τέλος. Τί θὰ πεῖ αἰώνιον; Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀρχή, ἀλλὰ δὲν ἔχει τέλος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αἰώνιος. Μὲ τὴν ἔννοια «ἔσχεν ἀρχήν», ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχει τέλος. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αἰώνιος. Καταχρηστικῶς, θὰ μοῦ τὸ πεῖτε αὐτό, πάμπολλες φορὲς χρησιμοποιεῖται ἡ λέξις αἰώνιος, καὶ στὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας μᾶς κτλ... Καταχρηστικῶς χρησιμοποιεῖται ἡ λέξις αἰώνιος. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀΐδιος. Χωρὶς ἀρχὴν καὶ χωρὶς τέλος.

Ὁ πλατωνισμός, πρέπει νὰ σᾶς πῶ, ὅτι ταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησία. Θὰ ἔλεγα ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν κάποτε στὴν ἀρχαιότητα: «Φίλος ὁ Πλάτων, φιλτάτη ἡ ἀλήθεια». Ὅσοι πήγαμε λίγο στὸ σχολειὸ καὶ κάναμε κάποια ἔργα τοῦ Πλάτωνος, μᾶς ἔμεινε συμπαθέστατος καὶ θαυμάσιος ὁ Πλάτων. Ἕτερον ἑκάτερον. Εἶναι πρὸ Χριστοῦ. Εἶναι πρὸ Χριστοῦ. Κι ἐκεῖνα ποὺ εἶπε, πάλι καλά. Διότι δὲν εἶχε το φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Τώρα ὁ Χριστιανὸς δὲν χρειάζεται παρὰ μόνον τὴ γλῶσσα, ἂν τὸ θέλετε, τὴ γλῶσσα. Ἐξάλλου, ὑπάρχει ἕνα σημεῖο... ποὺ νὰ σᾶς τὰ πῶ ὅλα, τὸ λέει στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο: Μποροῦμε μόνο τὴ γλῶσσα νὰ χρησιμοποιοῦμε,τα σχήματα, ὄχι ὅμως τὸ περιεχόμενον τῆς φιλοσοφίας. Φίλος λοιπὸν ὁ Πλάτων· φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. Καὶ ποιά εἶναι ἡ φιλτάτη ἀλήθεια; Τὸ Εὐαγγέλιον. Ἔτσι, ταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησία ὁ Πλατωνισμός, πῶς; Γιατί πολλοὶ Χριστιανοὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸν Πλάτωνα καὶ εἰσήγαγαν ἰδέες μέσα εἰς τὸ δόγμα τῆς πίστεως. Αὐτοὺς ὅλους τοὺς κατεδίκασε ἢ καλύτερα, ἡ Ἐκκλησία, μάλιστα ἰδιαιτέρως ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, γιὰ νὰ εἶμαι ἀκριβέστερος, ἐπανέλαβε τὴν καταδίκην, κατεδίκασε τὶς πλατωνικὲς θεωρίες εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀγαπητοῦ Ὠριγένους. Τί κρῖμα! Θαυμάσιος ὁ Ὠριγένης. Παρεσύρθη.

Ἡ ἀπάντησις ἂν ἡ ὕλη, ὁ κόσμος εἶναι ἄνευ ἀρχῆς, ἀπαντοῦμε: Ἀπὸ τὸν πρῶτο στίχο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θὲὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Ἔτσι ἀρχίζει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἐκεῖνο τὸ «ἐν ἀρχῇ» εἶναι τὸ θεμέλιον τοῦ χρόνου· ποὺ ὕλη καὶ χρόνος τίθενται μαζί. Δὲν δύναται νὰ ἐννοηθεῖ ὁ χῶρος, ποὺ συνίσταται ἀπὸ τὴν ὕλη, δὲν δύναται νὰ ἐννοηθεῖ ὁ χῶρος χωρὶς τὸν χρόνον. Οἱ μεταβολὲς τῆς ὕλης, ἂν τὸ θέλετε, καὶ σὲ στατικὲς καταστάσεις, μήπως ἕνα ἄτομο τῆς ὕλης δὲν εἶναι σὲ φαινομενικῶς, στατικὴν κατάστασιν; Κάθε ἄλλο παρὰ στατικὴν κατάστασιν εἶναι ἕνα ἄτομο τῆς ὕλης. Εἶναι σὲ κατάσταση δυναμικοτάτη. Δυναμικοτάτη... Τί πεδία ὑπάρχουν ἐκεῖ ἀνάμεσα στὸν πυρῆνα καὶ στὸ ἠλεκτρόνιο, τί... ὁ Θεὸς ξέρει. Κι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα βρίσκομε καὶ ἀνακαλύπτομε στὰ ἐργαστήριά μας.

Λοιπόν, ἀγαπητοί, χῶρος καὶ χρόνος θεμελιώθηκαν μαζί. Ἄρα λοιπὸν ἡ Δημιουργία εἶναι ἔνχρονος. Δὲν εἶναι ἄναρχος. Ἰδοὺ ἡ ἀλήθεια. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θὲὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.». Τί ρῆμα βάζει; «Ἐποίησεν». Ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος. Ὁ κόσμος εἶναι κτιστός. Αὐτόματα λοιπὸν εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ Δημιουργία. Ὁ Θεὸς ἄκτιστος, ἡ Δημιουργία κτιστή. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄλλο σημεῖο: «Τοῖς λέγουσιν ὅτι ἐν τῇ τελευταὶᾳ καὶ κοὶνῇ ἀναστάσει - καὶ εἶναι μάλιστα αὐτὴ ἡ θέσις ὄμορφη, ποὺ εἴχαμε σήμερα καὶ ἕνα μνημόσυνο καὶ δίνει μία ἀπάντηση, προσέξατέ το-· Τοῖς λέγουσιν -γιά ΄κείνους ποὺ λένε- ὅτι ἐν τῇ τελευταὶᾳ καὶ κοὶνῇ ἀναστάσει -ὅταν θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι, ἡ κοινὴ ἀνάστασις, ὅλοι θὰ ἀναστηθοῦμε, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, μέχρι τὸν τελευταῖο ποὺ θὰ ἔχει πεθάνει, ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ζοῦν, ἁπλῶς θὰ ἀλλαχθοῦν, δὲν θὰ περάσουν ἀπὸ τὸν θάνατον- μεθ’ ἑτέρων σωμάτων οἱ ἄνθρωποι ἀναστήσονται καὶ κριθήσονται, καὶ οὐχὶ μεθ’ ὧν κατὰ τὸν παρόντα βίον ἐπολιτεύσαντο, ἅτε τούτων φθειρομένων καὶ ἀπολλυμένων». Τί λένε; «Λέγουσιν». Τί λένε; Ὅτι «μὲ ἄλλα σώματα», λέει, «θὰ ἀναστηθοῦν. Γιατί αὐτὰ εἶναι φθειρόμενα καὶ ἀπολλύμενα. Θὰ ἀναστηθοῦν λοιπὸν μὲ κάποια ἄλλα σώματα». Κι ἐδῶ λέει: «Ἀνάθεμα». Θὰ τὸ δοῦμε λίγο πιὸ κάτω τὸ «ἀνάθεμα». Θὰ τὸ ἀναλύσουμε καὶ αὐτὸ λιγάκι. Ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶναι δεκτὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγουν οἱ αἱρετικοί.

Δὲν θὰ πάρουμε ἄλλα σώματα. Θὰ εἶναι τὰ ἴδια σώματα· τὰ ὁποῖα θὰ ἀνακαινισθοῦν. Ἀλλὰ τὰ ἴδια. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή... τί νὰ ἐπιστρατεύσω; Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι γεμάτη. Ἰδίως ἡ Καινὴ Διαθήκη. Καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ ἡ Παλαιά. «Δεῖ γὰρ τὸ φθὰρτὸν τοῦτο (διότι πρέπει τὸ θνητόν. Ποιό; Αὐτό. Τοῦτο. Τὸ δείχνει. Τοῦτο. Τοῦτο. Τοῦτο. Ὄχι κάποιο ἄλλο σῶμα) ἐνδύσεσθαι ἀφθαρσίαν, καὶ τὸ θνὴτὸν τοῦτο ἐνδύσεται ἀθανασίαν». Αὐτὸ τὸ σῶμα θὰ ντυθεῖ- ἀκοῦτε τὸ ρῆμα- ἐνδύσεσθαι, θὰ ντυθεῖ, λέει, καὶ τὴν ἀφθαρσίαν καὶ τὴν ἀθανασίαν. Αὐτὸ τὸ ἴδιο.

Ἀκόμη λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του -τὸ πρῶτο ποὺ σᾶς εἶπα εἶναι στὴν Α΄προς Κορινθίους. Ὁλόκληρο κεφάλαιο, τὸ 15ο κεφάλαιο ἀναφέρεται στὰ θέματα αὐτὰ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. «Τὸὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ -ὅλοι θὰ σταθοῦμε στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀναστηθοῦμε- ἵνα κομίσηται ἕκαστος –γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας- τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν». Γιὰ νὰ πάρει τὴν ἀπολαβή του. Μὲ τὸ σῶμα του. Αὐτὸ ποὺ ἔζησε. Καὶ μὲ τὸ ὁποῖον πραγμάτωσε, εἴτε τὸ ἀγαθόν, εἴτε τὸ κακόν. Λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων: «Στάθηκες ἁγνός; Θὰ πάρεις τὴν ἀμοιβή σου. Στάθηκες πόρνος; Θὰ πάρεις τὴν καταδίκη σου». Γι΄αυτό λέει στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ὅτι: «Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιὴσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει». Καὶ συνεπῶς, λέγει, ὁ δὲ Κύριος –ὁ Θεὸς Πατήρ, δηλαδή- ἤγειρε τον Υἰὸν καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ». «Καὶ ἡμᾶς»: ὥστε θὰ μείνει ἡ οὐλὴ ἀνεξάλειπτος πάσης ἁμαρτίας ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ δὴ τῆς ἀνηθικότητος. Ἡ οὐλὴ αὐτὴ μόνον ἕναν τρόπο ἔχει νὰ ἐξαφανιστεῖ. Μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση. Πέρασες στὴν ἄλλη ζωή; Τελείωσε. Θὰ ἀναστηθεῖ τὸ σῶμα σου μὲ τὶς οὐλὲς τῆς ἁμαρτίας. Καὶ συνεπῶς θὰ κριθεῖς ἀκατάλληλος γιὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Ἀγαπητοί μου εἶναι κάτι καταπληκτικὸ πρᾶγμα. Ἐδῶ λοιπὸν τί θέλει νὰ μᾶς πεῖ; Θέλει νὰ μᾶς πεῖ ὅτι τὰ πράγματα ἔτσι ἔχουν. Δὲν θὰ εἶναι κάποιο ἄλλο σῶμα, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἕνα, θὰ εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ θὰ γίνει καινούριο, ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατον. Μάλιστα ἀγανακτεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τοὺς Κορινθίους ποὺ πίστευαν... νά, κάτι τέτοια αἱρετικὰ καὶ λέγει, τοὺς γράφει: «Ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω». Μερικοὶ ἔχουν ἀγνωσίαν Θεοῦ. Ἀγνοοῦν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τί σᾶς εἶπα προηγουμένως; Τί θὰ πεῖ αἵρεσις; Ἡ λογικὴ ἑρμηνεία τοῦ δόγματος. Ἐδῶ μὲ τὴ λογική τους λένε: «Πῶς εἶναι δυνατόν, αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ἔγινε χῶμα νὰ ἀναστηθεῖ;». Εἴδατε; Κι ἀμέσως εἰσάγουν τὴν θεωρίαν: «Δὲν εἶναι δυνατόν. Κάποιο ἄλλο σῶμα θὰ εἶναι». Ἀμέσως μπαίνει ἡ αἵρεσις. Καὶ τί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «Μερικοί», λέει, «ἀπὸ σᾶς, ἔχουν ἀγνωσίαν Θεοῦ. Ἀγνωσίαν σὲ τί; Δὲν ξέρουν ποιός εἶναι ὁ Θεός, οὔτε τὴ δύναμή Του. Καὶ τὸ λέγω γιὰ ντροπή σας», γράφει ὁ Παῦλος στὸ 15ο κεφάλαιο Α΄ Κορινθίους.

Καὶ κάτι ἀκόμα. Δυστυχῶς πέρασε ἡ ὥρα. Τί ἄλλο νὰ πεῖ κανείς; «Τοῖς δεχομένοις ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ παρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἀνάθεμα!». Ἐκεῖνοι ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι προϋπάρχουν οἱ ψυχές... - καὶ αὐτὸ πλατωνικὴ θεωρία. «Ἀφοῦ εἴπαμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Δημιουργός. Κάπου οἱ ψυχὲς προϋπάρχουν, ἄναρχες καὶ αὐτὲς καὶ ἀΐδιες. Παίρνει λοιπὸν ὁ Θεὸς μία ψυχή, ἀπὸ κάποια... ἀποθήκη Τοῦ- ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφρασις- καὶ τὴν βάζει μέσα σὲ ἕνα σῶμα... Παίρνει ἄλλη καὶ τὴν βάζει μέσα σὲ ἕνα ἄλλο σῶμα...». Αὐτὸ λέγεται προΰπαρξις τῶν ψυχῶν. Εἶναι, ἂν θέλετε νὰ τὸ ἐπεκτείνουμε, ὅπως καὶ οἱ Ἀνατολικὲς θρησκεῖες, μὲ μετεμψυχώσεις καὶ δὲν ξέρω τί καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ παραμύθια, πραγματικὰ παραμύθια. «Καὶ ὅτι δὲν εἶναι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος· ὅτι «καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ παρήχθησαν»· «ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως...- δυστυχῶς τρέχει ὁ χρόνος- ὅτι ὑπάρχει τέλος στὴ κόλαση. Ἡ κόλαση τελειώνει». Καὶ ὁ Ὠριγένης τὸ ἔλεγε αὐτό. Πάλι λογική: «Εἶναι δυνατὸν ὁ Θεός, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς νὰ βασανίζει - δὲν βασανίζει ὁ Θεός, μόνοι τοὺς διαλέγουν τὴν κόλαση οἱ ἄνθρωποι - εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων; Χωρὶς ποτὲ λήξη; Εἶναι δυνατὸν ποτέ;».

Καὶ μιλοῦν ἀκόμα γιὰ ἀποκατάσταση τῶν πάντων. Θὰ πεῖ «ἔχομε καινούρια πράγματα, καινούριους κόσμους καὶ θὰ εἶναι οἱ κόσμοι αὐτοί, ὅπως καὶ οἱ προηγούμενοι». Πλατωνικὲς θέσεις, ξαναλέγω. Τὰ πάντα ἔγιναν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, δηλαδὴ ἐκ τοῦ μηδενός. Ἡ κόλασις εἶναι αἰώνιος. Διότι βρίσκομαι ἐκεῖ εἰς τὸ 25ο κεφάλαιο στὸν Ματθαῖο, ποὺ λέγει: «Αὐτοὶ θὰ ἀπέλθουν εἰς ζωὴν αἰώνιον, οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ εἰς κόλασιν αἰώνιον». Ἐὰν λοιπόν, στὸ ἴδιο χωρίο, ἀπὸ τὸν αὐτὸν συγγραφέα χρησιμοποιεῖται ἡ λέξις «αἰώνιος» τότε, ἐὰν ἡ λέξις «αἰώνιος» γιὰ τὴν κόλασιν εἶχε σχετικὸν χαρακτῆρα, τότε θὰ πρέπει σχετικὸν χαρακτῆρα νὰ ἔχει καὶ ἡ λέξις «αἰώνιος» ὡς πρὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἀναίρεσις αὐτῶν τῶν αἱρέσεων. Ἀνάθεμα λοιπὸν καὶ αὐτοί.

Ἀγαπητοί μου, ἡ γνῶσις τῶν θέσεων, ὅσα αἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ὅπως καὶ αἱ τοπικαὶ Σύνοδοι ἀποφαίνονται, παρέχουν σὲ μᾶς τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Γι’ αὐτὸ ὀφείλομε νὰ γνωρίζομε ὅλες αὐτὲς τὶς θέσεις. Γιατί; Σήμερα οἱ ἀνατολικὲς θρησκεῖες ἔχουν εἰσβάλλει στὴν Εὐρώπη -καὶ στὴν Ἑλλάδα φυσικά- καὶ στὴν Ἀμερική. Δηλαδὴ εἰς τὴν Δῦσιν. Καὶ βλέπετε, ὀρθόδοξοι Χριστιανοί μας νὰ παρασύρονται σὲ τέτοια καμώματα. Αἱρετικὰ πέρα γιὰ πέρα. Καὶ φιλοσοφικῶν διαστάσεων. Νὰ γιατί πρέπει νὰ ξέρουμε ὅλα αὐτά. Νὰ γιατί σᾶς εἶπα προηγουμένως ὅτι εἶναι ὅλα αὐτὰ ἐπικαιρότατα. Ὅσοι ἔχετε, ἂν ὄχι τὸ Πηδάλιον, ποὺ ἔχει μέσα ὅ,τι ἔχει ἀπὸ τὰς Συνόδους, τοπικὰς καὶ Οἰκουμενικάς, τοὐλάχιστον τὸ Τριώδιον ἂν ἔχετε στὸ σπίτι σας, ἀνοῖξτε, παρακαλῶ, στὴν Κυριακὴ τῶν Α΄ Νηστειῶν, ἐκεῖ στὸ Παράρτημα, ἕνα Παράρτημα ἔχει στὴ σημερινὴ Κυριακὴ μὲ τίτλο: «Συνοδικὸν τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Ζ΄(7ης) Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ ἐκεῖ θὰ πάρετε μία μικρὴ γεύση. Κι ἐγὼ ἀπὸ ἐκεῖ τὰ πῆρα διὰ τὸ πρόχειρον τοῦ πράγματος.

Πρέπει ἀκόμα νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι στὴν αἵρεση δὲν ὑπάρχει οὔτε τὸ σωστὸν ἦθος, οὔτε ἡ σωστὴ πίστις, οὔτε ἡ σωστὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς δὲν ὑπάρχει ἡ σωτηρία. Δὲν ὑπάρχει ἡ σωτηρία. Ἡ αἵρεσις εἶναι βλασφημία κατὰ τοῦ Θεοῦ. Πῶς θὰ μὲ σώσει λοιπὸν ὁ Θεός; Ἐὰν κινοῦμαι στὴν αἵρεση, στὸν χῶρο τῆς αἱρέσεως; Γι΄αυτό καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς «ἀνάθεμα»· ποὺ θέλει νὰ τονίσει ὅτι κάθε αἱρετικὸς ἢ κάθε αἵρεση εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπως καὶ ὁ ὅρος «ἀφοριζέσθω». Κοινότατος ὅρος αὐτό. Τί θὰ πεῖ «ἀφοριζέσθω»; Ἀπὸ καὶ ὀρίζω. Βγάζω ἀπὸ τὰ ὅρια. Ἀφορίζω. Καὶ συνεπῶς δὲν ἀνήκει αὐτὸς ἢ αὐτὴ ἡ θεωρία ἢ αὐτὴ ἡ θέσις ἢ αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία δὲν ἀνήκει στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Πίστευε ὅ,τι θέλεις, ἄνθρωπε. Ἀλλὰ δὲν δύνασαι νὰ λὲς ὅτι ἀνήκεις μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν - ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν- ἤτω ἀνάθεμα». Χώρια. Χώρια. Ἀνάθεμα λοιπὸν σημαίνει κάτι ποὺ εἶναι ἢ ὀφείλει νὰ εἶναι χωριστὰ ὡς κατηραμένον. Αὐτὸ τὸ «κατηραμένον» θὰ τὸ βρεῖτε εἰς τὸ βιβλίο τὸ Λευιτικόν, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη 7,26.

Ἀγαπητοί. Ὀρθοδοξία σημαίνει γνησιότης ἑρμηνείας τῶν θείων γραφῶν. Πρέπει ὅμως νὰ συνοδεύεται καὶ μὲ τὴν ὀρθοπραξία. Ὀρθῶς νὰ πράττομε. Ὄχι μόνον ὀρθῶς νὰ πιστεύομε. Αὐτά τα δυὸ μᾶς παρέχουν τὴ σωτηρία. Ὅσοι ὅμως ἐργάστηκαν εἴτε εἰς τὰς Συνόδους, εἴτε μὲς τοὺς αἰῶνες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, ὅπως καὶ κατ’ ἐπανάληψιν σημειώνεται μέσα εἰς τὸ Συνοδικόν, αἰωνία ἡ μνήμη.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ



                                           Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,

ἡ θεολογία του καὶ ἡ σημασία αὐτῆς




Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου στὴ Β΄Κυριακή τῶν Νηστειῶν (Στόμιο Λαρίσης, 22-3-1981)

 

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, δευτέρα Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ μεγάλου πατρὸς καὶ θεολόγου τοῦ 14ου αἰῶνος, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἐὰν ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἑορτάσαμε τὴν περασμένην Κυριακήν, εἶναι ἡ ἑορτὴ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔδειξαν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθινὰ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ θεωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ μὲ τὴ σημερινὴ Κυριακὴ καὶ τὴν προβολὴ τοῦ μεγάλου προσώπου καὶ ἁγίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ δὲν εἶναι βεβαίως σήμερα ἡ κανονική του μνήμη, ἀλλὰ ἡ προβολή του, ὡς θεολόγου καὶ μαχητοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἔγινε αὐτὸ πολὺ σαφές. Διότι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἠγωνίσθη ὡς μοναχὸς καὶ ὡς ἐπίσκοπος, ἀκριβῶς νὰ δείξει ὅτι εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ γίνει. Ποιό; Αὐτὸ ποὺ ἡ 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἤδη εἶχε θεμελιώσει: ὅτι ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο ἵνα ἡ σὰρξ γένηται λόγος. Αὐτὸ ποὺ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σὲ μιὰ ὁλοσύμφωνη γραμμὴ ἐτήρησαν μέσα στὴ διαδρομὴ τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶ δύο μεγάλες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1341 καὶ τὸ 1351, κατοχύρωσαν αὐτὴν τὴν μεγάλη ἀλήθεια. Εἶναι οἱ τελευταῖες μεγάλες Σύνοδοι ποὺ ἔγιναν στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἔγιναν στὴν Ἀνατολή, 100 χρόνια πρὶν πέσει ἡ Κωνσταντινούπολις καὶ ἡ Ἀνατολὴ πιὰ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία ἀλλοθρήσκων. Ἀλλὰ ὅμως, θείῳ Πνεύματι, ἔγιναν αὐτὲς οἱ δύο Σύνοδοι καὶ ἐνεφανίσθη αὐτὸς ὁ Ἅγιος μεγάλος πατήρ, ὁ ὁποῖος καὶ προκάλεσε τὰς Συνόδους, σημειώσατέ το αὐτό, ἐξ ἀφορμῆς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία ὑπεστήριζε τὰ ἐναντία, στὸ πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει στὴ θέωση, καὶ θὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς σημαίνει αὐτό, ὁ ἅγιος αὐτὸς πατὴρ ποὺ τόσο ἠγωνίσθη, μὲ τὰς Συνόδους αὐτὰς ἔθεσαν τὸ θεμέλιον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Θεολογίας, ὥστε ὅταν θὰ ἤρχοντο τὰ μεγάλα κύματα τῆς Δύσεως νὰ τὴν καταποντίσουν, αὐτὴ νὰ εἶναι θεμελιωμένη.

Τὸ κύριο πρόβλημα ποὺ ἀπησχόλησε τότε, κατὰ τὸν 14ον αἰῶνα, ἦταν τὸ ἑξῆς: Ποιός εἶναι ὁ βασικὸς χαρακτὴρ τῆς Χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Ποιές εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου νὰ φθάσει ποῦ; Αὐτὸ ἦταν τὸ πρόβλημα. Βεβαίως δὲν ἦταν πρόβλημα. Τὸ θέμα αὐτὸ ἤδη εἶχε τεθεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἱδρύθηκε καὶ φανερώθηκε καὶ κηρύχθηκε ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν κόσμον. Ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες ἤδη εἶχαν δώσει τὴ γραμμὴ πλεύσεως. Ποιές ἀκριβῶς εἶναι οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου ὡς Χριστιανοῦ, νὰ φθάσει ποῦ; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅμως προεκλήθη θέμα κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα, ἐξ ἀφορμῆς του ἐκ Καλαβρίας τῆς Δύσεως Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος Βαρλαὰμ ἐξεπροσώπευε τὴ Δύση καὶ ἡ ὁποία Δύσις ἐπίστευε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει σὲ μεγάλα μέτρα, προεβλήθη τὸ θέμα ὡς πρόβλημα. Τὸ ὑπεστήριξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ τὸ ἐπεκύρωσαν αὐτὲς οἱ δύο τοπικὲς μεγάλες Σύνοδοι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 1341 καὶ τὸ 1351.

Τὸ θέμα λοιπὸν ἦταν οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου ποῦ φθάνουν; Τί μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος; Καὶ ἀπάντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Νὰ θεωθεῖ!». Εἶναι ἡ θέωσις. Τί σημαίνει θέωσις; Σημαίνει τὴν κοινωνία, τὴν προσωπικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ βέβαια ἐπῆρε διαστάσεις προβλήματος γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. «Θεώνομαι» ποὺ εἶναι μία λέξις καθαρὰ Ἑλληνική, καὶ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ μεταφραστεῖ σὲ καμία γλῶσσα, οὔτε σὲ αὐτὴν τὴν Λατινικήν, καὶ μένει μία λέξις μοναδικὴ στὴ γλῶσσα μας καὶ σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, ἂν ἔπρεπε νὰ μιλήσει ὁ Λατῖνος ἢ ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Κινέζος θὰ ἔλεγε τὴ λέξη Ἑλληνικά, «θέωσις», εἶναι ἡ θεοποίησις τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τὸ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός. Καὶ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μιὰ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ κατὰ ἕναν μοναδικὸ τρόπο.

Ἐτέθη ὅμως τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Εἶναι δυνατὸν αὐτό; Ἐφόσον ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον»(:που κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο)[Α’ Τίμ.στ΄16], πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει μέσα στὴν περιοχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θεωθεῖ; Οἱ ἴδιοι πάλι Πατέρες ὑπεστήριξαν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ὅμως, ἐδῶ ἦταν τώρα ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου πατρός, ἡ ὁποία, σημειώσατε, ὅτι δὲν εἶναι πρωτοφανής. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στηρίζεται σὲ δύο στερεὰ θεμέλια·και τὰ ὁποῖα τὸν καθιστοῦν ὀρθοδοξότατο. Καὶ πάντα ποὺ θὰ ἤθελε νὰ θεολογήσει, ἐὰν μείνει στὰ δύο αὐτὰ θεμέλια, θὰ μείνει ὀρθόδοξος. Εἶναι ἡ βιβλικὴ Ἱστορία καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐρμηνεὶς τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μένει στὰ γεγονότα τῆς βιβλικῆς Ἱστορίας. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἱστορία. Μένει σ’ αὐτὴν τὴν Ἐνανθρώπηση. Μένει στὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἀνάστασή Του, στὴν Ἀνάληψή Του, στὴ Μεταμόρφωσή Του. Παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως· ὑπογραμμίζω, παίρνει τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως. Δὲν ἀλληγορεὶ τίποτα. Παίρνει καθ’ αὐτὰ τὰ γεγονότα. Καὶ τὰ θεολογεῖ. Τὰ θεολογεῖ ὅμως μὲ μιὰ θεολογία Πατερική. Ὅπως οἱ Πατέρες κατενόησαν καὶ προσωπικὰ ἔζησαν τὴ βιβλικὴ Ἱστορία. Αὐτὰ εἶναι τὰ δυὸ θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ ὅποιος μιλάει ἐπάνω σ’ αὐτὰ τὰ δύο θεμέλια καὶ στηρίζεται, ποτὲ δὲν πέφτει ἔξω. Εἶναι δὲ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὀρθοδοξότατος.

Ἔρχεται λοιπὸν τώρα νὰ μᾶς πεῖ ἡ Δύσις· ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ ἂν θέλετε, τὴ λογικὴ κατανόηση, τὴ φιλοσοφικὴ τοποθέτηση, τὴν ἀριστοτελικὴ εἰδικότερα: Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀκατάληπτου, ἀκατανοήτου καὶ ἀπροσίτου καὶ νὰ θεωθεῖ; Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ἐὰν ὑπάρξει μία διάκρισις τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ· ὁ Θεὸς ὡς οὐσία πράγματι εἶναι ἀκατανόητος, ἀπερίγραπτος καὶ ἀπρόσιτος. Ποτὲ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ Δημιουργία. Ὁ Θεὸς μόνον τὸν Υἱὸ γεννᾶ ὡς οὐσία. Τὸν κόσμον τὸν δημιουργεῖ μὲ τὰς ἐνεργείας Του. Αὐτὸ ἦτο ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Τώρα βέβαια σᾶς φαίνονται δύσκολα αὐτά, θὰ δεῖτε ὅμως τώρα τί θὰ βγεῖ. Γι’ αὐτό σας παρακαλῶ μὴν κλείνετε τὰ μάτια σας, ἀλλὰ νὰ ἀκοῦτε καὶ νὰ βλέπετε. Γιατί κάποτε πρέπει νὰ μπαίνουμε στὰ βαθιὰ νερὰ καὶ νὰ μαθαίνουμε σὲ αὐτὰ κολύμπι. Παρακαλῶ, κοιτάξτε. Πῶς ἀκριβῶς γίνεται αὐτὴ ἡ διάκρισις;

Γίνεται μιὰ δίακρισις χωρὶς μερισμό. Διακρίνουμε τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ χωρίσουμε ὅμως τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ.

Γιατί οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες καὶ συνεπῶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἥλιος μὲ τὴν ἀκτινοβολία του. Ὁ ἥλιος, ὅπως τὸν βλέπουμε, εἶναι ἀπρόσιτος. Ποιός μπόρεσε ποτὲ νὰ πάει στὸν ἥλιο; Καὶ νὰ τὸν πιάσει; Εἶναι ἀπρόσιτος. Εἶναι ὅμως προσιτὸς μὲ τὴν ἀκτινοβολία του, μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Ἀκοῦστε τί εἶπα: μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀκτινοβολίας του. Τὸν ἥλιο τὸν ἔχουμε ἐδῶ, τὸν ἔχουμε στὴ γῆ. Μᾶς φωτίζει, μᾶς ζωογονεῖ, τὸν βλέπουμε, χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸν ἥλιο. Κατὰ παρόμοιο τρόπο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἐνέργειές Του.

Ὅταν λέμε λοιπὸν ὅτι θὰ ζήσουμε ἢ θὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή...ποιος μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό; Λέγει ἡ Γραφή: «Θὲὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». Ὅταν ὅμως λέμε ὅτι μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται φανερὸς μὲ τὶς ἐνέργειές Του. Ἀλλὰ πῶς γίνεται μὲ τὶς ἐνέργειές Του; Ἔτσι εἶναι ἕνα λεκτικὸ πρᾶγμα; Ἁπλῶς σὰν κουβέντα; «Ὄχι», ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «εἶναι μιὰ ὀντολογικὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰς ἐνεργείας Του, ὄχι στὴν οὐσία Του»·η ὁποία εἶναι πράγματι ἀκατάληπτος καὶ ἀπρόσιτος. Καὶ συνεπῶς μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεό. Τὸν Θεὸ νὰ δεῖς; Μπορῶ νὰ δῶ τὸν Θεὸ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. Καὶ βλέποντας τὸν Θεὸ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, θεώνομαι.

Αὐτὸ τὸ «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδὶᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» εἶναι ἡ βάσις ἡ εὐαγγελική. Λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος– ἀκοῦστε ἐπιχείρημα: «Ποιοί εἶναι οἱ καθαροὶ στὴν καρδιά; Ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι, αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἐσὺ λὲς ὅτι θὰ δεῖς τὸν Θεὸ στὴν ἄλλη ζωή. Μὰ στὴν ἄλλη ζωή, δὲν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό». Εἴδατε ἐπιχείρημα; Ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ καθαρίσεις τὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ δεῖς τὸν Θεό. Συνεπῶς ἐδῶ θὰ δεῖς τὸν Θεὸ· ἐδῶ, στὴν παροῦσα ζωή.

Ἀλλὰ αὐτὸ τί συνέπειες ἔχει; Ἔχει τὶς ἑξῆς συνέπειες ἀγαπητοί μου. Ἁπλῶς τὸν 14ο αἰῶνα αὐτὸ διετυπώθη ὡς δόγμα. Ἦταν πάντοτε γνωστό. Δὲν ἦταν κάτι καινούριο. Γιατί, σᾶς εἶπα, ἦταν ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας: ὅτι (ἐδῶ προσέξτε) ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ μετάνοια, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν ἀναγέννηση. Πραγματικὰ πῶς τὸ λέμε αὐτό; Νὰ πῶς τὸ λέμε. Νὰ δεῖτε πόσο σήμερα ἔχει βασικὴ σημασία ἡ προβολὴ τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῆς Θεολογίας του.

Σήμερα λέμε «νὰ μετανοήσεις» καὶ μόλις μετανοήσω καὶ πάω καὶ ἐξομολογηθῶ, ἔχω τὴν αἴσθηση μιᾶς αὐτάρκειας, ὅτι τελείωσα. Ἀφοῦ πῆγα καὶ ἐξομολογήθηκα, ἐπισφραγίζω τὴν ἐξομολόγησή μου καὶ μὲ τὴ Θεία Κοινωνία καὶ τελείωσα. Τελείωσες; Ἐξαντλεῖται ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὸ νὰ μετανοήσεις μόνο; Ἡ πνευματικὴ ζωὴ πάει πέρα ἀπὸ τὴ μετάνοια. Εἶναι στὴν ἀναγέννηση. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος πολὺ σωστά..- ξέρετε ὅτι στὴν ἐμπειρία αὐτὴ ἔχουμε πάντα τοὺς ἁγίους, στὸν ἅγιο Νικόδημο, στὸν ἅγιο Νεκτάριο, ποὺ εἶναι τῆς ἐποχῆς μας κι συγχρόνους ἁγίους, ποὺ ἴσως ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία δὲν τοὺς ἀνεκήρυξε, ἴσως ποτὲ νὰ μὴν τοὺς ἀνακηρύξει, δὲν ἔχει σημασία, ἄγνωστοι ἄνθρωποι, ζοῦν αὐτὴν τὴν ἐμπειρία. Προσέξατε. Λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ὅταν κάποιος ποὺ πεθαίνει, μᾶς φωνάξουν νὰ τὸν ἐξομολογήσουμε καὶ νὰ τὸν κοινωνήσουμε, πηγαίνουμε ἐκ καθήκοντος, γιατί μᾶς τὸ ζήτησαν. Δὲν ξέρουμε ὅμως ἂν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ σωθεῖ. Ἁπλούστατα γιατί ἀφήσαμε νὰ περάσει ἡ ζωή μας καὶ νομίσαμε ὅτι πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας... κι αὐτὸ τὸ λάθος κάνουμε, ὅτι θὰ ἀφήσουμε νὰ μετανοήσουμε στὸ τέλος. Δὲν εἶναι ἡ μετάνοια ποὺ θὰ μᾶς σώσει. Ἡ ἀναγέννηση. Εἶναι ἡ ἀναγέννηση. Ἄφησες τὴ μετάνοια ἀδελφέ μου νὰ περάσει ἡ ζωή σου καὶ τότε νὰ μετανοήσεις εἶπες. Εἶσαι σίγουρος ὅτι θὰ γεράσεις; Εἶσαι σίγουρος ὅτι δὲ θὰ ἔχεις αἰφνίδιο θάνατο; Ἔστω. Ἀλλὰ πότε θὰ προλάβεις νὰ ἀναγεννηθεῖς; Πότε θὰ προλάβεις;

Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε στὴν ἐξομολόγηση, πᾶμε καὶ ἐρχόμαστε χρόνια ὁλόκληρα, νομίζοντες ὅτι δυνάμεθα νὰ περιοριζόμεθα σὲ μιὰ ἀνανέωση τῆς μετάνοιας καὶ ὄχι σὲ μία ἀναγέννηση. Αὐτὸ γιὰ ὅλους μας εἶναι ἕνα δυστύχημα. Καὶ πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι σήμερα ἀκριβῶς αὐτὸ κάνουμε. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο μας φαίνεται πολὺ μακρινὴ ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ σήμερα. Μέχρι σήμερα ἡ Δύσις δὲν τὸν ἔχει κατανοήσει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Καὶ ἐπειδὴ σήμερα δυτικίζουμε καὶ ὅλο δυτικίζουμε, ὄχι μόνο στὸν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ στὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα καὶ συνεχῶς δυτικίζουμε, ὁλοένα ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς ἀναγεννήσεως, ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς θεώσεως. Νὰ μποροῦμε πραγματικὰ νὰ φθάσουμε σὲ ἐκεῖνα τὰ μέτρα.

Καὶ σήμερα, ξέρετε τί αἴσθημα ἔχουμε; Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα. Καὶ ἐγὼ ποὺ σᾶς ὁμιλῶ ἀγαπητοί μου. Ὅλοι μας εἴμεθα παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας καὶ ὅλοι βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια νοοτροπία. Ἔχουμε τὸ ἑξῆς αἴσθημα: ὅτι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι μὲ τὴ θεολογία τους, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ εὐαγγελικὴ θεολογία, ὅπως τὴν ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες καὶ τὴν κατανοοῦν καὶ τὴ ζοῦν, σᾶς εἶπα, προϊὸν καὶ τῆς προσωπικῆς τους ἐμπειρίας, τὸ ὑπογραμμίζω αὐτό, ὡς νὰ εἶναι αὐτὰ στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου καὶ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε στὴν πεδιάδα καὶ νὰ βλέπουμε καὶ νὰ λέμε «καὶ πῶς ἀνεβαίνει κανεὶς τώρα ἐκεῖ πάνω;. Ἀπρόσιτες κορυφές». Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἕνα δυστύχημα. Εἶναι δυστύχημα γιατί αὐτὰ τὰ πράγματα ἀφοροῦν σὲ αὐτὴν τὴ σωτηρία μας.

Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, μοῦ φαίνεται, ἕνα πρῶτο βῆμα, ἕνα πρῶτο στάδιο ποὺ πρέπει νὰ κινήσουμε, εἶναι νὰ προβάλλουμε τὰ πράγματα, νὰ προβάλλουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ τόσο πολὺ ἀγωνίστηκαν, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· μὲ τὴ θεολογία του- δὲν εἶναι καινούρια θεολογία, τὸ ξαναλέγω, εἶναι ἡ βιβλικὴ καὶ ἡ πατερική, ἀλλὰ ἁπλῶς τὴν ἔκανε σαφῆ καὶ τὴν προέβαλε, ἐπειδὴ ὑπῆρξαν ἀφορμές. Πρέπει αὐτὰ νὰ προβάλλονται. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας προσπαθεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μας, βλέπετε, προβάλλει τὴν Κυριακὴ τὴν Α΄ τῶν Νηστειῶν, τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ γιορτάζει τὸν ἑαυτόν της, τὴν ὀρθοδοξότητά της.

Προβάλλει τὴν Β΄ Κυριακὴ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τότε ἀγωνίστηκε, ἑκατόν-τόσα χρόνια εἰς τὴν 7η Οἰκουμενικὴν Σύνοδο νὰ διασώσει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἔρχεται τώρα ὁ ἅγιος Γρηγόριος νὰ μᾶς πεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι δυνατό: το ὅτι μπορεῖ τώρα ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει Θεός.

Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί, κατακλείοντες, θὰ σᾶς ἔλεγα, μὴ μένομε στὰ στενὰ ὅρια μιᾶς ἀνεπαρκεστάτης καὶ στοιχειωδεστάτης μετανοίας. Μιὰ μετάνοια χωρὶς δάκρυα πολλὲς φορὲς· χωρὶς δάκρυα, χωρὶς συναίσθηση, ἀπὸ μιὰ συνήθεια πᾶμε νὰ ποῦμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τίποτε ἄλλο. Νὰ ἦταν τοὐλάχιστον καὶ τῆς προκοπῆς ἡ μετάνοιά μας! Νὰ ἦταν τῆς προκοπῆς! Θὰ ἄξιζε ὁ κόπος. Οὔτε αὐτὴ δὲν εἶναι τῆς προκοπῆς. Γιατί; Γιατί ἁπλούστατα δὲν ἔχουμε μπροστά μας, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα, τὴν ἀναγέννηση. Ἂν ἔχουμε στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα τὴν ἀναγέννηση, τότε θὰ δοῦμε ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα μεταβατικὸ στάδιο. Βέβαια πρέπει νὰ μετανοοῦμε σὲ ὅλη μας τὴ ζωή, γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ πέφτουμε. Ἀλλὰ ἂν τὸ θέλετε, στὴ ζωὴ τῶν μεγάλων ἁγίων, δὲν ἔχουμε πιὰ μετάνοια. Παρὰ τὸ ὅτι αὐτοὶ ἔλεγαν «ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω ἀκόμη», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Σισώης. «Ἄστε μὲ νὰ μετανοήσω.» Καὶ εἶχε λάμψει ὁλόκληρος. Ὅμως, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος «αὐτὸς ποὺ μπῆκε στὴν ἀναγέννηση καὶ στὴ θέωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πλέον οὔτε τῆς μετανοίας, οὔτε κἂν τῶν δακρύων. Δὲν εἶναι πλέον ἡ περιοχὴ τῆς μετανοίας, ἀλλὰ τῆς θεολογίας». Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα αὐτό. Ἔ, αὐτὴ λοιπὸν ἡ προοπτική, αὐτὸς ὁ ὀπτικὸς ὁρίζων, ἔχει χαθεῖ ἀπὸ τὰ μάτια μας. Κι ἔχει μείνει μπροστά μας μόνον ἡ μετάνοια. Γιατί νομίζουμε ὅτι τὸ πᾶν εἶναι ἡ μετάνοια. Τὴν ἀφήνουμε κι αὐτὴ καὶ ἀτονεῖ, γιατί εἶναι ἴδιον τοῦ ἀνθρώπου νὰ μὴ θέλει νὰ φθάνει στὸ τέλος. Ἀλλὰ λέει: «Δέκα εἶναι;». Νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἕνα μικρὸ παράδειγμα. Ὅλοι τὸ παθαίνουμε. «Τί ὥρα τελειώνει ἡ Ἐκκλησία; Ἐννιά; Ἔ, θὰ πάω 8.30. Δέκα; Θὰ πάω 9.30. Τελειώνει δώδεκα; Θὰ πάω 11.30». Αὐτὸ παθαίνουμε. Λέμε «ἡ μετάνοια, ἔ, ἂς εἶναι καὶ λιγάκι πιὸ ἐδῶ, δὲν πειράζει». Ἂς προβάλλουμε, ξαναλέω ἄλλη μιὰ φορά, στὸν ὀπτικό μας ὁρίζοντα ὅλο τὸ μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας· ποὺ εἶναι ἡ ἀναγέννησις τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προεβλήθη τόσο δυνατὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο πατέρα, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει κάθε δεύτερη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ