ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ὁ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΤΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΠΟΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ
Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοῦ
(Εἰσήγηση
στήν Ι.Μ. Ἁγίου Θεοδοσίου Ἁγ. Στεφάνου Ἀττικῆς
28-1-2024)
Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω κατ’ ἀρχήν τήν «Ἑστία
Πατερικῶν Μελετῶν» γιά τήν τιμή πού μοῦ ἔκανε νά εἶμαι εἰσηγητής στήν ἀποψινή ἐκδήλωση.
Αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη χαρά, ἀλλά καί δέος, νά μιλήσω γιά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό
Θεολόγο, γιά ἕναν μεγάλο ἅγιο, ἕναν ἐν ζωῇ θεούμενο ἄνθρωπο, μιά κορυφαία ἐκκλησιαστική
μορφή, μιά ἀσυνήθιστα χαρισματική προσωπικότητα, ἡ ὁποία σπάνια ἀναφύεται στήν ἀνθρώπινη
ἱστορία. Γιά μιά ἀπό τίς εὐγενέστερες προσωπικότητες ὅλων τῶν ἐποχῶν. Αἰσθάνομαι
ἀκόμα τιμή καί χαρά, διότι μοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νά μιλήσω καί γιά τόν
προστάτη μου ἅγιο!
Σᾶς εἶναι γνωστό τό θέμα τῆς ὁμιλίας μου, ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὡς διαχρονικό πρότυπο ἀληθινοῦ ποιμένα, γνησίου Ἐπισκόπου
καί ἀπαράμιλλου οἰκουμενικοῦ διδασκάλου. Στόν περιορισμένο χρόνο, θά προσπαθήσω
νά σκιαγραφήσω τήν προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ἄνδρα.
Ἡ Θεία Πρόνοια τόν ἀνέδειξε σέ μιά πολύ κρίσιμη ἐποχή
γιά τήν Ἐκκλησία μας, καί σέ μιά ἐποχή καμπῆς γιά τήν παγκόσμια ἱστορία. Ἕνας
πεπαλαιωμένος καί σεσαθρωμένος κόσμος ἔδυε ὁριστικά, φορτωμένος μέ τά πτωτικά
βάρη τῆς προχριστιανικῆς ἀρχαιότητας, μέ τίς φρικαλεότητες τῆς ἐχθρότητας τῶν ἀνθρώπων,
μέ τήν σκοτοδίνη τῶν εἰδωλολατρικῶν πίστεων καί τῶν φοβερῶν πρακτικῶν των
δεισιδαιμονιῶν καί ἕνας νέος, εὔρωστος, ἐλπιδοφόρος, ἀνθρώπινος κόσμος ἀνέτειλε.
Ὁ φωτοφόρος κόσμος τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, ἔρχεται νά καλύψει τό ἀβυσσαλέο
κενό, πού ἄφηνε πίσω του ὁ θνήσκων ἐθνισμός νά ἀνοικοδομήσει τά πνευματικά καί
κοινωνικά συντρίμμια, πού ἄφηνε πίσω του ἡ ὁριστική δύση ἐκείνου. Θεμελιωτές αὐτοῦ
τοῦ νέου κόσμου ὑπῆρξαν οἱ θεοφόροι καί θεοφώτιστοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικά
οἱ Ἕλληνες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τό θεῖο χάρισμα καί τήν ἱκανότητα νά
χαράξουν τή νέα πορεία τοῦ κόσμου, νά δημιουργήσουν τόν νέο πολιτισμό, τόν ἑλληνοχριστιανικό,
τήν βάση τοῦ κατοπινοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιβιώνει ὡς τά σήμερα.
Αὐτοί οἱ θεούμενοι ἄνδρες κατόρθωσαν νά ἀντλήσουν ὅ, τί καλό εἶχε δημιουργήσει ὁ
ἀρχαῖος προχριστιανικός κόσμος καί νά τό ἐξαγιάσουν στά νάματα τῆς θείας
διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Πρωτοπόροι σέ αὐτή τήν μοναδική, στήν ἀνθρώπινη ἱστορία,
παλιγγενεσία οἱ Καππαδόκες Πατέρες οἱ ὁποῖοι ἔβαλαν τή δική τους σφραγῖδα
πρωτίστως στήν ἀνάπτυξη τῆς Θεολογίας κατά τόν 4ο μ. Χ. αἰῶνα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι
στήν οὐσία οἱ θεμελιωτές τοῦ ὀρθόδοξου δόγματος καί τῆς ἀποκρυστάλλωσης τῆς αὐθεντικῆς
διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς μόνης σώζουσας ἀλήθειας. Ἕνας ἀπό αὐτούς ὑπῆρξε
ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὁ ἀποκαλούμενος καί Θεολόγος.
Γεννήθηκε τό 329 μ. Χ. στήν Ἀριανζό της Καππαδοκίας,
κοντά στήν κωμόπολη Ναζιανζό, γι’ αὐτό καί πῆρε τήν ὀνομασία Ναζιανζηνός. Οἱ
γονεῖς του, Γρηγόριος καί Νόννα ἦταν εὐγενεῖς γαιοκτήμονες. Ὁ πατέρας του ἦταν
πρώην εἰδωλολάτρης ὁ ὁποῖος εἶχε μεταστραφεῖ στόν Χριστιανισμό καί κατόπιν εἶχε
χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ. Ὁ νεαρός Γρηγόριος μεγάλωσε σέ χριστιανικό
περιβάλλον καί ἀπό νωρίς φάνηκαν τά σπάνια χαρίσματά του.
Ἡ οἰκονομική εὐχέρεια τῶν γονέων του ἐπέτρεψε νά λάβει
μεγάλη μόρφωση. Ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ἀγαποῦσε μέ πάθος τά γράμματα καί τήν
γνώση. Σπούδασε στά καλλίτερα σχολεῖα τῆς Καισάρειας καί ἀργότερα, τό 351, πῆγε
στήν Ἀλεξάνδρεια καί μετά στήν Ἀθήνα νά συμπληρώσει τίς σπουδές του στή
ρητορική καί τή φιλοσοφία στίς ἐκεῖ ὀνομαστές σχολές, ἔχοντας ὡς καθηγητές του
τούς ὀνομαστούς καθηγητές Ἰμέριο καί Προαιρέσιο καί ὡς συμμαθητές του τόν Μ.
Βασίλειο καί τόν Ἰουλιανό, τόν μετέπειτα αὐτοκράτορα. Ἡ ἐπίδοση τῶν σπουδῶν του
στήν Ἀθήνα ἦταν τέτοια, ὅπως καί οἱ σπάνιες ἱκανότητές του, ὥστε ἀναγορεύτηκε
καθηγητής καί δίδαξε ἐκεῖ ρητορική καί φιλοσοφία γιά ἕνα χρόνο, κάτι ἀσυνήθιστο
γιά ἕναν ἐπαρχιώτη ἀσήμαντο φοιτητή, νά σπάσει τό ἐκπαιδευτικό κατεστημένο τῶν Ἀθηνῶν.
Κατόπιν ἐπέστρεψε στήν Ναζιανζό, ὅπου βαπτίστηκε
χριστιανός ἀπό τόν ἐπίσκοπο πατέρα του κι ἄρχισε νά γράφει τό πρῶτο θεολογικό
του ἔργο γιά τό Ἅγιο Βάπτισμα. Τό 360 μεταβαίνει, ὕστερα ἀπό πρόσκληση τοῦ
παλιοῦ του φίλου Βασιλείου, στόν Πόντο, νά ἀσκητέψει μαζί του κοντά στόν Ἴρι
ποταμό. Ἦταν μιά μοναδική πνευματική ἐμπειρία γι’ αὐτόν, καθότι οἱ δύο ἐπιστήθιοι
φίλοι ἐκεῖ εἶχαν εἰσδύσει στά βαθύτερα μυστήρια τῆς σχέσης μέ τό Θεό, φτάνοντας
ἀκόμη καί σέ ἐμπειρίες θεοπτίας.
Τό 361, ὕστερα ἀπό παράκληση τοῦ πατέρα του, γυρίζει
στήν πατρίδα του, πιό ὥριμος πνευματικά, ὅπου τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο, χωρίς
τή θέλησή του, διότι ὁ Γρηγόριος ἤθελε νά ἀκολουθήσει τόν ἁπλό μοναχικό βίο.
Κατόπιν ἔφυγε γιά τήν Ἀννεσόη, ὅπου ἀσκήτεψε γιά λίγο καιρό μέ τόν Βασίλειο, ὁ ὁποῖος
τόν ἀνάγκασε νά γυρίσει καί πάλι στήν Ναζιανζό, διότι εἶχε πληροφορηθεῖ ὅτι ἡ ἐκεῖ
Ἐκκλησία ἦταν διηρημένη, ἐξ αἰτίας των ἀρειανών καί τόν πατέρα του
κατηγορούμενο γιά αἵρεση. Μέσα σέ λίγο χρόνο κατόρθωσε νά ἑνώσει καί πάλι τήν Ἐκκλησία.
Τόν ἴδιο χρόνο εἶχε ἀνεβεῖ στό αὐτοκρατορικό θρόνο ὁ Ἰουλιανός
(361-363), ὁ μοιραῖος καί τραγικός ἐκεῖνος αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε νά
νεκραναστήσει τήν ὁριστικά νεκρή ἀρχαία εἰδωλολατρική θρησκεία. Παράλληλα, μέ
τήν ἀλλοπρόσαλλη πολιτική του προξένησε μεγάλη ἀναστάτωση στήν Ἐκκλησία καί
κήρυξε ἀπηνῆ διωγμό ἐναντίον της, στοχεύοντας κυρίως στούς ἀγωνιστές ἐπισκόπους.
Ὁ Γρηγόριος ἄνοιξε ἀλληλογραφία μέ τόν παλιό του φίλο αὐτοκράτορα, ἀποδεικνύοντάς
του πώς οἱ πρακτικές του αὐτές δέν εἶχαν καμιά σχέση μέ τόν ἑλληνικό πολιτισμό,
τό ὁποῖο δῆθεν ὑπεράσπιζε ὁ θρησκομανής καί θρησκόληπτος Ἰουλιανός. Ὁ αἰφνίδιος
θάνατός του Ἀποστάτη αὐτοκράτορα τό 363 ἔκλεισε τό θλιβερό αὐτό κεφάλαιο τῆς ἱστορίας.
Ἀλλά, ὁ σάλος στήν Ἐκκλησία δέν ἐξέλειπε, διότι μιά
νέα περιπέτεια ἀντιμετώπιζε ἡ Ἐκκλησία, τό ἀρειανισμό, τόν ὁποῖο ὑποστήριζε ὁ αὐτοκράτορας
Οὐάλης (364-378), φανατικός ἀρειανός καί σφοδρός πολέμιος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ
Γρηγόριος δίνει μεγάλους ἀγῶνες νά διαφυλαχτεί ἡ Ὀρθοδοξία στή Μ. Ἀσία, ἐν μέσῳ
μυρίων δυσκολιῶν καί διώξεων ἀπό τούς κρατικούς παράγοντες.
Τό 370 ὁ Μ. Βασίλειος ἐκλέγεται ἐπίσκοπος Καισαρείας
καί τό 372 χειροτονεῖ τόν Γρηγόριο ἐπίσκοπο Σασίμων, μιᾶς ἀσήμαντης περιοχῆς,
καί πάλι χωρίς τή θέλησή του. Τό 374 μεταβαίνει στή Ναζιανζό, γιά νά ἀναλάβει
τήν ἐπισκοπή, μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του. Τό 375 ἀποσύρθηκε σέ Μονή τῆς
Σελεύκειας ὡς τό θάνατο τοῦ Βασιλείου τό 379.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀποτελεῖ κορυφαῖο παράδειγμα γνησίου
Ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε βαθιά ριζωμένη στήν ψυχή του τήν
πεποίθηση ὅτι ἡ διακονία τῆς ἱεροσύνης εἶναι χάρισμα, δῶρο τοῦ Θεοῦ καί ὄχι
προσωπική κατάκτηση, οὔτε μέσον κοινωνικῆς ἀνελίξεως καί ἄσκηση ὁποιασδήποτε ἐξουσίας.
Τήν θεωροῦσε ὡς φορτίο δυσβάστακτο καί γι’ αὐτό οὐδέποτε ἐπιδίωξε ὁ ἴδιος νά ἀναλάβει
ὑψηλά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα. Παρά ταῦτα ὅμως ἔβαζε τό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας
καί τήν διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πάνω ἀπό τίς δικές του ἐπιλογές. Τίς
προσωπικές του ἀδυναμίες τίς ἀνέθετε στή δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῆς χειροτονίας του ὡς
πρεσβύτερος, ἀπό τόν πατέρα του ἐπίσκοπο Γρηγόριο τό 361. Ὁ ἅγιος πρόβαλλε
σθεναρή ἀντίσταση στήν ἀπόφαση τοῦ πατέρα του, διότι διακαής πόθος του ἦταν νά ἀκολουθήσει
τόν μοναχικό βίο. Προτιμοῦσε τήν μακάρια ἡσυχία τῆς ἐρήμου, ἀπό τίς πολύβουες
πόλεις. Προτιμοῦσε μιά σπηλιά, ἤ μιά φτωχή καλύβα σέ κάποιο ἐρημικό μέρος, ἀπό
τίς πολυτελεῖς ἐπισκοπικές ἐπαύλεις καί τίς ἀηδεῖς φλυαρίες τῶν κολάκων, πού
παρασιτοῦν σέ αὐτές. Σύγχρονος καθηγητής ἔγραψε χαρακτηριστικά γιά τό γεγονός τῆς
χειροτονίας του τά ἑξῆς: «Σέ ἡλικία 36 ἐτῶν πέίθεται νά γίνει Πρέσβύτερος.
Συγκινητική ἡ στίγμή, ὅταν ὁ γέροντας Ἐπίσκοπος Γρήγόριος θέτει τό χέρι του ἐπάνω
στό κέφάλι τοῦ γονατιστοῦ υἱοῦ τοῦ Γρηγορίου καί πρόφέρει τήν εὐχή τῆς χειροτονίας,
στήν Ναζιανζό. Ὁ λάός μέ μίά φώνή ξέσπάει : Ἄξιος!....Ὅλοι χάίρονται. Ἕνᾶς τρέμει:
ὁ Ἅγιός Γρήγόριος. Ὅπώς τρέμει ὁ ἀκροβάτης ἐπάνω στό σχοίνί, ἔτσι ἔτρεμαν οἱ Ἅγιοί,
βάδίζοντας ἐπάνω στήν ἀκροβασία, πόύ λέγεται Ἱεροσύνη. Μετά τήν χειροτονία καί ἐνῶ
ὅλοι περιμένουν νά τόν δοῦν σέ δράση, ἐκεῖνος φέύγει γιά τόν Πόντο. Τόν κυνηγάει
τό δέος γιά τό ὕψος τῆς Ἱεροσύνης. Τόν ἀναγκάζουν νά γύρίσει πίσω. Καί τότε ἐκφωνεῖ
τόν λόγο του: "Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς"».
Τό 370, ὅπως προείπαμε, ὁ Μ. Βασίλειος ἐκλέγεται ἐπίσκοπος
Καισαρείας καί τό 372 χειροτονεῖ τόν Γρηγόριο ἐπίσκοπο Σασίμων καί πάλι χωρίς
τή θέλησή του, διαβλέποντας ὁ φωστῆρας της Καισαρείας ὅτι μιά τέτοια
προσωπικότητα ἦταν ἀπαραίτητη γιά τήν κυμαινόμενη Ἐκκλησία. Καί δικαιώθηκε. Ὁ
λόγος τοῦ Γρηγορίου ἦταν συναρπαστικός. Τά κείμενά του ἀνυπέρβλητα. Ὡς ἐπίσκοπος
Σασίμων καί ἀργότερα Ναζιανζοῦ ἀναδεικνύεται μοναδικός πηδαλιοῦχος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
σκάφους. Ἡ φήμη του ἁπλώνεται σέ ὅλη τήν Ἀνατολή.
Παρά ταῦτα δέν κρύβει καί τήν ἀνθρώπινη πλευρά τοῦ
χαρακτῆρα του. Αὐτός ὁ γίγαντας τοῦ πνεύματος ἔκρυβε στά στήθη του μιά ἀσυνήθιστα
εὐαίσθητη ψυχή. Ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ του Καισάρειου, τῆς ἀδελφῆς του
Γοργονίας, τοῦ πατρός καί τῆς μητρός του, πληγώνουν τήν ἐγγενῆ ψυχή του. Σέ
καμιά περίπτωση ὅμως δέν ἔκαμψαν τόν θεῖο ζῆλο του γιά τήν διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ἀντίθετο συνέβη, αἰσθάνθηκε πλέον ἐλεύθερος ἀπό οἰκογενειακά βάρη, νά ἀφιερωθεῖ
ὁλοκληρωτικά στήν Ἐκκλησία.
Ὁ Γρηγόριος ἔλαχε νά ζήσει σέ μιά πολύ ταραγμένη ἐποχή,
ὅπου ὁ διάβολος εἶχε σπείρει φοβερές αἱρέσεις, ὅπως τόν ἀρειανισμό καί τούς
πνευματομάχους, οἱ ὁποῖες ἀπειλοῦσαν τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτή ἀκόμα
τήν ἴδια τήν ὕπαρξή της. Ὅπως προαναφέραμε, οἱ ἀρειανοί, μέ τήν κρατική
στήριξη, εἶχαν καταλάβει τήν πλειονότητα τῶν ἐπισκοπικῶν θρόνων. Εἰδικά στήν
Κωνσταντινούπολη, στά 378, τόσο ὁ ἀρχιεπισκοπικός θρόνος, ὅπως καί ὅλοι οἱ ναοί
εἶχαν καταληφτεί ἀπό αὐτούς. Ἡ κατάσταση κρίθηκε κρίσιμη καί ὁ Γρηγόριος
κλήθηκε νά σηκώσει τό βάρος αὐτῆς τῆς τραγικῆς συγκυρίας στήν Βασιλεύουσα. Νά
θέσει τά σπάνια χαρίσματά του στόν ἀγῶνα γιά τήν διάσωση τῆς σώζουσας ὀρθοδόξου
πίστεως, ἔχοντας ὁ ἴδιος ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι συνώνυμη μέ τήν ἀλήθεια,
ἡ ὁποία ἐνυπάρχει μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐνῷ ἡ αἵρεση καί κάθε πλάνη εἶναι
συνώνυμη μέ τήν ἀπώλεια τῆς σωτηρίας καί τήν καταστροφή.
Τό 379, ἡ Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας καί προσωπικά ὁ
τοπικός Ἀρχιεπίσκοπος, Μελέτιος, ζήτησαν ἀπό τόν Γρηγόριο, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη εἶχε
φτάσει καί ὡς ἐκεῖ, νά πάει στήν Κωνσταντινούπολη, ἔχοντας τήν βεβαιότητα ὅτι
μόνον ἐκεῖνος θά μποροῦσε νά ἀντιστρέψει τήν κατάσταση.
Παρά τούς δισταγμούς του, ὁ Γρηγόριος δέχθηκε τήν
κλήση τῆς Ἐκκλησίας νά σηκώσει τέτοιο δυσβάστακτο φορτίο εὐθύνης στούς ἀσθενικούς
του σωματικούς ὤμους. Νά ἀντιπαρατεθεῖ μέ τήν κραταιά αὐτοκρατορική ἐξουσία, ἡ ὁποία
στήριζε τήν δαιμονική καί ἐκθεμελιωτική τῆς Ἐκκλησίας πλάνη. Βασίστηκε στήν ἀκράδαντη
πίστη του στό Θεό καί στό ἀπορρέον ἀπό αὐτή ἰσχυρό ψυχικό του σθένος. Ἄφησε τήν
ἥσυχη καί ἤρεμη ἐπαρχία του καί ἔφτασε στήν πολύβουη Κωνσταντινούπολη. Οἱ λίγοι
ὀρθόδοξοι τόν δέχτηκαν μέ τιμές, ὄχι ὅμως καί οἱ πολλοί ἀρειανοί, οἱ ὁποῖοι
ἐκδήλωσαν ἄγριες διαθέσεις. Φανατισμένος ὄχλος αἱρετικῶν
ἄρχισε ἕναν ἀνελέητο λιθοβολισμό ἐναντίον του. Ἀνεβασμένοι στίς σκεπές τῶν
σπιτιῶν του πετοῦσαν πέτρες, τόν χλεύαζαν καί τόν λοιδοροῦσαν, βλέποντας ἕναν ἰσχνό
ἀσκητή, μέ ὠχρό πρόσωπο καί ντυμένο μέ φτωχά καί τριμμένα ἐνδύματα, νά ἔρχεται
νά ἀντιπαρατεθεῖ μαζί τους, στηριγμένοι στήν παντοδύναμη κρατική ἐξουσία. Οἱ ὀρθόδοξοι
κατόρθωσαν νά τόν διασώσουν, νά τόν φυγαδέψουν καί νά τόν κρύψουν σέ κάποιο ἀπόμερο
σπίτι κάποιας συγγενοῦς τοῦ Γρηγορίου, ὀνόματι Θεοδοσίας. Ὁ ἅγιος τό μετέβαλε
σέ ναό, ἀφιερωμένον πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὄχι τυχαῖα, ἤθελε νά
σηματοδοτήσει στόν ἀγωνιζόμενο ὀρθόδοξο λαό τήν ἀνάσταση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε καί ἄρχισε τά φλογερά ὁμολογητικά του κηρύγματα, ἐκεῖ εἶχε ἐκφωνήσει
τίς 5 θαυμάσιες ὁμιλίες του στήν Ἁγία Τριάδα, κατατροπώνοντας τούς αἱρετικούς
καί μεταστρέφοντας πλῆθος ἀπό αὐτούς στήν Ὀρθοδοξία.
Ἀλλά, τόν Αὔγουστο τοῦ 378 ὁ δυσσεβής αἱρετικός αὐτοκράτορας
Οὐάλης ἡττήθηκε καί σκοτώθηκε στή μάχη της Ἀδριανούπολης. Τό 380 ἀνεβαίνει στόν
αὐτοκρατορικό θρόνο ὁ ὀρθόδοξος Θεοδόσιος ὁ Μέγας (380-395), ὁ ὁποῖος τίθεται ὑπερασπιστής
τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦταν ἀποφασισμένος νά ἐξαλείψει τον ἀρειανισμό, διώχνοντας τόν ἀρειανό
ἀρχιεπίσκοπο Δημόφιλο, καί ἀνεβάζοντας τή θέση του τόν Γρηγόριο. Ἀκολούθως
συγκάλεσε τήν ἄνοιξη τοῦ 381, τή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη,
στήν ὁποία συμμετεῖχαν 150 Ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς, μέ πρόεδρο τόν Μελέτιο Ἀντιοχείας
καί μετά τό θάνατό του, τόν Γρηγόριο. Ὁ μεγάλος αὐτός θεούμενος θεολόγος, μέ
τήν σοφία, τή σωφροσύνη καί τήν βαθειά θεολογική του κατάρτιση, διεύθυνε τίς ἐργασίες
τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀπέδειξε τίς αἱρέσεις καί ὁριστικοποίησε τό χριστολογικό
δόγμα, συμπληρώνοντας τό Σύμβολο τῆς Νικαίας.
Ὅμως ὁ Γρηγόριος δέν μπόρεσε νά χαρεῖ τήν συμβολή του
στόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας. Αἰγύπτιοι καί οἱ Μακεδόνες ἐπίσκοποι τόν
κατηγόρησαν ὅτι ἀνέβηκε στό θρόνο της Βασιλεύουσας ἀντικανονικά, μέ νοθεία. Ἐκεῖνος
χωρίς νά ὑπερασπίσει τόν ἑαυτό του κατέθεσε ἀμέσως τήν παραίτησή του στόν αὐτοκράτορα,
λέγοντας: «Ἀφῆστε νά εἶμαι σάν τόν Προφήτη Ἰωνᾶ! Ἤμουν ὑπεύθυνος γιά τήν
καταιγίδα, ἀλλά θά θυσιαστῶ γιά νά σώσω τό πλοῖο. Δέν ἤθελα νά ἀναλάβω τόν
Θρόνο καί μέ χαρά θά τόν ἀφήσω»! Ἡ ἀνακοίνωση τῆς παραίτησής του σόκαρε τούς Ἐπισκόπους
τῆς Συνόδου, ζητῶντας ἀπεγνωσμένα ἀπό τόν αὐτοκράτορα νά μή δεχθεῖ τήν
παραίτηση του. Ὅμως μπροστά στήν ἀμετάκλητη ἀπόφασή του ὁ Θεοδόσιος,
συγκινημένος ἀπό τήν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία τοῦ Γρηγορίου, τόν χειροκρότησε
καί δέχθηκε τήν παραίτησή του.
Ἔτσι λοιπόν, στό μεσουράνημα τῆς «ἰσχύος» του, τό 381
μ.Χ., μέ ἀνακούφιση καί χαρά παραιτήθηκε ἀπό τόν περίλαμπρο ἀρχιεπισκοπικό
θρόνο της Βασιλεύουσας καί ἐπέστρεψε στήν ἀγαπημένη του Καππαδοκία, ἀναλαμβάνοντας
ξανά τόν ἄσημο ἐπισκοπικό θρόνο της Ναζιανζοῦ καί ἀποφασισμένος νά ζήσει πιά
τόν ἡσυχαστικό βίο, πού ἦταν τό ὄνειρό του. Πέρασε τά ἑπόμενα χρόνια παλεύοντας
μέ τούς αἱρετικούς του ἀρειανισμοῦ καί μέ τήν ἀρρώστια του. Ἄρχισε νά γράφει
τήν αὐτοβιογραφία του σέ θαυμάσια ποιητική σύνθεση. Στά τέλη τοῦ 383, ἡ ὑγεία
τοῦ Γρηγορίου χειροτέρευσε, παραιτήθηκε ἀπό τόν ἐπισκοπικό του θρόνο,
παραδίδοντας στόν Εὐλάλιο. Ἀποσύρθηκε στό οἰκογενειακό του κτῆμα, ὅπου ἔζησε εἰρηνικά
μέ προσευχή, ἄσκηση, καί νηστεία. Ἐκεῖ συνέγραψε τά περίφημα θεολογικά του
συγγράμματα καί συνέθεσε τά, ἄφθαστου ποιητικῆς ἀξίας, ποιήματά του. Κοιμήθηκε
εἰρηνικά στίς 25 Ἰανουαρίου 391.
H ἡρωική ἀπόφαση τοῦ Γρηγορίου, θυσιάζοντας τόν
παντοδύναμο καί ὑπέρλαμπρο ἀρχιεπισκοπικό θρόνο της Βασιλεύουσας, γιά τό
συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, προτιμῶντας τήν ἀφανῆ ἰδιωτεία, ἀποτελεῖ σπάνιο, ἄν ὄχι
μοναδικό γεγονός στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, δεικνύοντάς τον ὡς πρότυπο ἀληθινοῦ
ἐπισκόπου, ποιμένα στήν Ἐκκλησία. Ἔγραψε σύγχρονος καθηγητής: «Δέν τόν ἐκδίωξε ἡ
πολιτική ἐξουσία. Δέν τόν ἀνάγκασε ἡ ἀδυναμία τοῦ γήρατος. Δέν τόν ὑποχρέωσε
κάποια σοβαρή ἀσθένεια. Ἦταν συνειδητή ἐπιλογή πρός διδαχή. Ράπισμα κατά τῆς ἀκόρεστης
μανίας πρός τίς «πρωτοκαθεδρίες», πού στηλιτεύει ἔντονα καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Λάμπει στό στερέωμα τῆς Ὀρθοδοξίας τό φωτεινό αὐτό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου, πού ἀπευθύνεται κυρίως σέ αὐτούς πού μετέρχονται πλάγια, ἀντικανονικά,
ἀνορθόδοξα μέσα γιά νά ἀναρριχηθοῦν στά ἀνώτερα καί ἀνώτατα ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα
ἤ καί νά διατηρηθοῦν σέ αὐτά μέ κάθε τρόπο, μέ κάθε τίμημα, μέ κάθε μέσο»!
Ἀλλά καί ὡς διδάσκαλος ὁ Γρηγόριος ὑπῆρξε ἀπαράμιλλο
πρότυπο. Ὁ Θεός τόν προίκισε μέ ἀσυνήθιστα χαρίσματα εὐφυΐας, ρητορικῆς
δεινότητας, συγγραφικῆς ἱκανότητας, ποιητικῆς ἐκφράσεως. Εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι
ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους χειριστές τοῦ λόγου τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.
Χειρίζονταν μέ καταπληκτική ἀκρίβεια ὅλα τά εἴδη τοῦ λόγου. Γνώριζε καί
χειριζόταν μέ ἀριστοτεχνικό τρόπο τήν ὁμηρική γλῶσσα, ὅσο ἐλάχιστοι ἄνδρες τῆς ἱστορίας,
ἀναδείχτηκε ἀκόμα ἀνώτερος καί ἀπό πολλούς ἐθνικούς ποιητές καί συγγραφείς.
Χειριζόταν ἄριστα τήν ἀρχαία κλασσική, τήν ἑλληνιστική κοινή καί τήν γλῶσσα τῆς
ἐποχῆς του. Κατεῖχε τό χάρισμα νά μεταδίδει μέ ἀκρίβεια τίς σκέψεις του στούς ἀποδέκτες
τοῦ λόγου του. Στούς λόγιους καί ποιητές ἔγραφε καί μιλοῦσε ὡς κάτοχος ὑψηλῶν
νοημάτων καί ποιητής. Στούς φιλοσόφους ὡς φιλόσοφος. Στούς θεολόγους καί στό ἐκκλησίασμα
ὡς βαθυστόχαστος θεολόγος. Στούς ἀντιπάλους του ὡς μειλίχιος συνομιλητής. Στούς
ὀλιγογράμματους καί ἀγράμματους μέ ἁπλότητα, ἀλλά καί πειστικότητα.
Ὅλα αὐτά τά χαρίσματά του τά ἀφιέρωσε στήν Ἐκκλησία,
τά ἔκανε πολύτιμα ἐργαλεῖα γιά τήν ἄσκηση τῆς πολύπλευρης ποιμαντικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς
του διακονίας. Ὑπῆρξε μεγάλος θεολόγος καί δίκαια ἡ Ἐκκλησία του προσέδωσε τόν
σπάνιο τίτλο τοῦ θεολόγου. Μέ αὐτό τό χάρισμα τοῦ λόγου ὁ θεῖος Γρηγόριος, μέ
τούς περίφημους θεολογικούς του λόγους στήν Βασιλεύουσα, κατόρθωσε νά
κατατροπώσει τούς αἱρετικούς ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι εἰρήσθω κατεῖχαν ἀξιόλογη
φιλοσοφική ἱκανότητα, ἔπεισε τούς πιστούς νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν φοβερή αἵρεση
καί νά εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία.
Σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶναι τεράστιο καί δέν
μπορεῖ νά περιοριστεῖ στά χρονικά περιθώρια μιᾶς εἰσήγησης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀνήκει
στούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί ταυτόχρονα στίς μεγάλες
προσωπικότητες τῆς ἱστορίας. Θαυμασμό προξενεῖ στούς ἱστορικούς ἡ εὐγένεια καί
τό ψυχικό του μεγαλεῖο. Ἡ μόρφωσή του, ἡ πνευματική του καλλιέργεια, ἡ ρητορική
του δεινότητα σέ συνδυασμό μέ τήν βαθιά πίστη του στό Θεό τόν ἀνέδειξαν ὡς ἕναν
ἀπό τούς κορυφαίους θεολόγους καί συγγραφείς της Ἐκκλησία μας. Εἶναι ὁ θεολόγος
τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος διατύπωσε μέ τόν πλέον σαφῆ τρόπο τήν περί Θεοῦ
σώζουσα πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τήν βαθυστόχαστη τριαδολογία καί τήν περί τῆς
θεότητας τοῦ Θεοῦ Λόγου δογματική του θεολογία. Χάρις σ’ αὐτόν κατατροπώθηκε ἡ
φρικτή καί ἐπικίνδυνη αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε τή σώζουσα ἀλήθεια τῆς
Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ὡς ποιητής ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπῆρξε ἀπαράμιλλος. Ἀκόμα καί ὁ
πεζός λόγος του εἶναι ποίημα καί γι’ αὐτό κατοπινοί ὑμνογράφοι, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ
Δαμασκηνός, χρησιμοποίησαν αὐτούσιους λόγους του στούς ὕμνους τους, ὅπως στούς
θεσπέσιους κανόνες τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα!
Μαζί μέ τούς ἄλλους Καππαδόκες Πατέρες, κατόρθωσε νά
συνενώσει τό γνήσιο ἑλληνικό πνεῦμα μέ τήν χριστιανική πίστη σέ ἕνα
καταπληκτικό σύνολο. Ἡ σωζόμενη ἀλληλογραφία τοῦ μέ τόν ἀνεδαφικό ἀποστάτη Ἰουλιανό
φανερώνει τήν ποιοτική διαφορά τῶν δύο ἀνδρῶν. Ὁ μέν Γρηγόριος ἐκφράζει τό
γνήσιο καί πραγματικό ἑλληνικό πνεῦμα τῆς προόδου, τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἑτερότητας
καί τῆς ἀέναης ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας, ὁ δέ θρησκομανής αὐτοκράτορας ἐκφράζει
τόν παλιό χρεωκοπημένο εἰδωλολατρικό κόσμο τοῦ φανατισμοῦ, τῶν ἐμμονῶν, τῆς
δεισιδαιμονίας καί τῆς μισαλλοδοξίας, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε μέ σκληρούς διωγμούς ἐναντίων
τῆς Ἐκκλησίας! Χαρακτηριστική εἶναι ἡ φράση τοῦ πρός τόν Ἰουλιανό «τό ἑλληνίζειν
ἐστί πολυσήμαντον», ἑλληνισμός καί μονισμός εἶναι δυό ἔννοιες ἀπόλυτα ἀσυμβίβαστες,
ἀποδεικνύοντας στόν ἄλλοτε συμμαθητή καί φίλο του, ὅτι ἡ ἀλλοπρόσαλλη πολιτική
του ἀπέχει παρασάγγας ἀπό τόν Ἑλληνισμό, τόν ὁποῖο νόμιζε ὅτι ὑπηρετοῦσε καί ἡ ὁποία
τόν ὅρισε ὡς διαχρονικό σύμβολο αἰθεροβάμονα, ἀνεδαφικοῦ καί ἀποτυχημένου ἡγεμόνα!
Ὁ γνήσιος Ἑλληνισμός δέν εἶναι ἕνα στατικό μέγεθος, ἕνας δογματικός μονισμός, ἀλλά
ἡ διαρκής ἀναζήτηση τοῦ ἀληθοῦς καί ὄχι ἡ ταύτισή του μέ τόν χρεωκοπημένο
παγανισμό καί ἡ ἐπιβολή του διά τῆς βίας. Ἡ ἱστορία ἀποφάνθηκε: τόν μέν ὀνειροπαρμένο
παγανιστή αὐτοκράτορα τόν καταδίκασε ἐς ἀεί ὡς ἀποστάτη καί ἀποτυχημένο, τόν δέ
Γρηγόριο τόν ἀνέδειξε ὡς ὕψιστη πνευματική προσωπικότητα, τόν ὁποῖο σεμνύνονται
οἱ αἰῶνες!
Ἀνακηρύχτηκε ἅγιος, πατέρας καί οἰκουμενικός
διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 25 Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῆς
κοιμήσεώς του καί στίς 30 Ἰανουαρίου μαζί μέ τούς ἄλλους δύο Ἱεράρχες, τό Μ.
Βασίλειο καί τόν Ι. Χρυσόστομο, ὁμοῦ ὡς προστάτες τῆς Παιδείας, τῶν γραμμάτων
καί τοῦ πολιτισμοῦ.
Ἐν κατακλεῖδι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀποτελεῖ, πρέπει νά ἀποτελεῖ,
πρότυπο καί γιά μᾶς τούς σύγχρονους ποιμένες καί διδασκάλους. Ἀκολουθῶντας τά ἴχνη
ἐκείνου, μποροῦμε νά εἴμαστε ἀσφαλεῖς, ὅτι ἐπιτελοῦμε μέ ἀκρίβεια καί ἀποτελεσματικότητα
τήν ἐκκλησιαστική μας διακονία, σέ καιρούς ὅπου αὐτή περνᾶ πολύπλευρη καί
πολύμορφη κρίση.
Εἴθε, αὐτός ὁ ἀπαράμιλλος «ποιμενικός αὐλός τῆς
θεολογίας», τό γλυκόλαλο στόμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ σοφός, ὁ ἔχων «νοῦν
Χριστοῦ», ὁ διαπρύσιος κήρυκας τῆς μόνης σώζουσας ἐν Χριστῷ ἀλήθειας, ὁ ἀληθινός
ποιμένας καί ὁ ἀξεπέραστος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, νά εἶναι ὁ ἄοκνος ἀρωγός
μας, στήν προσωπική καί συλλογική πορεία μας. Νά εἶναι ὁ ἐμπνευστής μας καί ὁδηγός
μας στήν δύστηνη ἐποχή πού ἔλαχε νά ζοῦμε, τῶν κακόηχων πλανῶν, τοῦ πρωτοφανοῦς
πνευματικοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ καί τῆς κατάρρευσης τῶν προαιώνιων καί
πανανθρώπινων ἠθικῶν ἀξιῶν.
Εὔχομαι καλή, εὐλογημένη καί δημιουργική νέα χρονιά σέ
ὅλους μας καί κάθε ἐπιτυχία στό σημαντικότατο πνευματικό, κοινωνικό καί ἐθνικό ἔργο
τῆς «Ἑστίας Πατερικῶν Μελετῶν».
Σᾶς εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε