Σάββατο, Ιουνίου 15, 2024

 

ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ: ΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ


 

(Θεολογικὸ Σχόλιο στὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοῦ

 

Ἡ ἕβδομη Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, ἀποκαλεῖται Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς 318 θεοφόρους Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ἁγία καὶ μεγάλη αὐτὴ Σύνοδος συγκλήθηκε τὸ 325, στὴ Νίκαια τῆς Βηθυνίας, ἀπὸ τὸν πρῶτο χριστιανὸ αὐτοκράτορα, Μ. Κωνσταντῖνο, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τον Ἀρειανισμό, μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον δαιμονικὲς αἱρέσεις, ἡ ὁποία συντάραξε τὴν Ἐκκλησία τὸν 4ο μ. Χ. αἰῶνα καὶ ἀπείλησε αὐτὴ τὴν ἴδια τήν ὕπαρξή της.

Ἰθύνων νοῦν της ἕνας ἐπιφανὴς κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας της Ἀλεξάνδρειας, ὁ διαβόητος Ἄρειος, ὁ ὁποῖος κατεῖχε τὴ θύραθεν παιδεία καὶ κόμπαζε ὅτι ἦταν μέγας θεολόγος καὶ φιλόσοφος. Καταλήφτηκε ἀπὸ ἑωσφορικὸ ἐγωισμό, ὅπως ὅλοι οἱ αἰρεσιάρχες καὶ πίστεψε ὅτι μόνο αὐτὸς κατανόησε τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία, ἀρνοῦνταν νὰ δεχτεῖ ὅτι μείχτηκαν δύο διαφορετικὲς φύσεις, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου. Γιὰ τὸν ἀρχαῖο σταγιρείτη φιλόσοφο αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο καὶ γι’ αὐτὸ ἀρνήθηκε τὴ θεότητα τοῦ Λόγου, θεωρῶντας Τὸν ὡς κτίσμα, τὸ πρῶτο κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἄρνησή του αὐτὴ χτύπησε στὴν καρδιὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Πρόσβαλε τὸ θεμελιῶδες δόγμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τὸ τριαδικὸ δόγμα καὶ ταυτόχρονα προσπάθησε νὰ κατεδαφίσει τὸ ὅλο οἰκοδόμημα τῆς θείας οἰκονομίας. Ἀρνούμενος τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναιρεῖ τὸ ἐπὶ γῆς ἀπολυτρωτικὸ Τοῦ ἔργο, διότι ὁ Χριστὸς σώζει ὡς Θεάνθρωπος, ὡς ἀληθινὸς καὶ τέλειος Θεὸς καὶ συνάμα ὡς ἀληθινὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἡ ὑποβίβασή Του στὴν κατηγορία τῶν κτισμάτων Του ἀφαιρεῖ τὴ δύναμη νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Σατανᾶ, τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, διότι τὸ κτίσμα δὲ μπορεῖ νὰ σώσει ἄλλο κτίσμα.

Ἀλλὰ αὐτός, ποὺ ἐξ ἀρχῆς θέλησε νὰ καταστρέψει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν παρέσυρε στὴν ἁμαρτία, εἶναι ὁ διάβολος. Αὐτὸς πασχίζει νὰ ματαιωθεῖ τὸ ἀπολυτρωτικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπὸν εὐνόητο ὅτι ὁ Ἄρειος ἔγινε, μὲ τὴν ἑωσφορικὴ ἔπαρση, ἔγινε τὸ πλέον πειθήνιο ὄργανο τοῦ σατανᾶ, γιὰ τὴ ματαίωση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου! Ἡ ὀλέθρια πλάνη του ἀρειανισμοῦ σύγκειται στὸ νὰ ἐξοβελιστεῖ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν κόσμο, ὥστε νὰ μὴ συντελεστεῖ ἡ σωτηρία του.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης νὰ διασαφηνίσουν, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ νὰ καταδικάσουν τὶς δαιμονικὲς ἀρειανικὲς πλάνες. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἐπέλεξε αὐτὴ τὴν χαρμόσυνη πασχάλια περίοδο νὰ τοὺς τιμήσει καὶ νὰ θυμίζει σὲ μᾶς τὸ συνοδικὸ πολίτευμά της. Αὐτὴ ἡ θύμηση στὶς μέρες μας εἶναι ἐπιτακτική, διότι ὁ οἰκουμενισμός, μὲ ὅλα τὰ παρακλάδια τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, πασχίζει νὰ ὑποβαθμίζει τὴ συνοδικότητα, μὲ τὴν ὕπουλη προέλαση τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς ἀπολυταρχίας στὸν ὀρθόδοξο χῶρο. Δυστυχῶς ὑπάρχουν σημάδια τὰ τελευταῖα χρόνια, πὼς τὸ ἅγιο συνοδικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας μας προσβάλλεται συχνὰ καὶ κλονίζεται ἀπὸ ἀνεπίτρεπτες καινοτόμες πράξεις ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα.

Ἡ ἀπολυταρχία εἶναι ὀλέθρια ὅπου καὶ ἂν ἐφαρμόστηκε, εἴτε ὡς κρατικὴ ἐξουσία, εἴτε ὡς πνευματική, εἴτε ὡς θρησκευτική. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε πὼς τὰ μύρια δεινὰ ποὺ προκάλεσε ὁ θρησκευτικὸς ἀπολυταρχισμὸς στὴ Δύση, ἀπὸ τὸ μεσαίωνα καὶ ὡς τὶς μέρες μας, ἀπορρέουν ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν στρέβλωση τοῦ γνησίου καὶ ἀληθινοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ φραγκικὸς βαρβαρικὸς ἀπολυταρχισμὸς καὶ τὸ φεουδαρχικὸ σύστημα, ἐκτόπισαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία της

Δύσης τὸ ἀρχέγονο συνοδικὸ σύστημα καὶ ἐγκαθίδρυσαν ἕνα στυγνὸ ἐγκόσμιο σύστημα, τὸ ὁποῖο ἔφερε τὴν ἐκκοσμίκευση, τὴ βία, τὸν καταναγκασμό, τὴν Ἱερὴ Ἐξέταση, τὴν ἀποικιοκρατία, τὴν ἱεροκρατία, τὴν οἰκονομικὴ ἐκμετάλλευση, καὶ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα, τὴν μετάλλαξη τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἐγκόσμιο κρατικὸ ὀργανισμό, μὲ τὴν ἀποθέωση τοῦ «πάπα» τῆς Ρώμης ὡς «θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς», ὁ ὁποῖος σφετερίζεται τοῦ ἰδιότητες τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ «πρωτεῖο» ἐπὶ πάσης τῆς γῆς καὶ τὸ «ἀλάθητο». Φυσικὰ ἡ κατάσταση παραμένει ἡ ἴδια ἢ καὶ χειρότερη στὸν κατακερματισμένο προτεσταντισμό, ὅπου ἡ κάθε ὁμάδα εἶναι μικρογραφία τοῦ Βατικανοῦ.

Ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε ἴχνη ἐκκλησιαστικῆς γνησιότητας στὸν ἀλλοιωμένο δυτικὸ χριστιανισμὸ δυστυχῶς δὲ μποροῦμε νὰ βροῦμε. Κι αὐτὸ διότι ἀπεμπόλησε τὸν συνοδικὸ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀπολυτοποίηση ἀνθρώπινων «αὐθεντιῶν», ὅπως ὁ «ἀλάθητος» πάπας στὸν Παπισμὸ καὶ οἱ πολυάριθμοι «ἀλάθητοι» πάστορες στὸν Προτεσταντισμό.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πατερική, διότι ἐκφράζεται μέσῳ τῶν θεωμένων ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι δὲν διεκδίκησε κανένας τους ποτὲ κάποιο «ἀλάθητο», ἀλλὰ μὲ ταπείνωση ἐξέφρασαν τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας συνοδικά. Ὁ προσωπικός τους λόγος ἔγινε ἐκκλησιαστικός, ἀφοῦ φιλτραρίστηκε ἀπὸ τὴν συλλογικότητα, δηλαδὴ τὴ συνοδικότητα καὶ κατέστη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τοῦτο ἀποκαλεῖται ἡ Ἐκκλησία μας (καὶ) πατερική, διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες, διὰ μέσῳ τῶν αἰώνων, εἶναι τὰ στόματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο ὁδηγεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν16,23). Ἀντίθετα, οἱ αἱρέσεις, ἔπαψαν νὰ εἶναι Ἐκκλησία, διότι ἔχασαν τὴν πατερικότητα. Χωρὶς τοὺς Πατέρες, τὰ στόματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία.

Εὐτυχῶς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία, ἀληθινὴ καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθεῖ, ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια τὸ συνοδικὸ σύστημα, ὅπως τὸ καθιέρωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τῆς Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ἔγινε τὸ 49 μ. Χ. καὶ ὅπου πάρθηκαν οἱ μεγάλες ἀποφάσεις μὲ κοινὴ ἀπόφαση. Ἔτσι λειτούργησαν ὅλες οἱ κατοπινὲς ἅγιες Σύνοδοι, Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικές, μὲ τὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων ἢ καὶ κληρικῶν ἄλλων βαθμῶν, ὅπου συζητοῦνταν καὶ λαμβάνονταν ἀποφάσεις καὶ ὁρίζονταν ὅροι καὶ κανόνες, ἀπὸ κοινοῦ, μὲ προσευχή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶχαν ὡς πάγια ἀρχὴ τὸ «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν», δηλαδὴ ὅ, τί μᾶς ὑπαγορεύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν κοινὴ σύναξή μας, διακηρύσσουμε καὶ ἐμεῖς. Δὲν ἔλεγαν δικά τους πράγματα, ἀλλὰ ἐξέφραζαν τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀλάνθαστη ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Καὶ κάτι πολὺ σημαντικό: οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τίθεντο στὴν κρίση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἐν τέλει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀποφαίνονταν γιὰ τὴν γνησιότητα τῶν ἀποφάσεων, ἀφοῦ, ὅπως ὁρίζει μιὰ σημαντικὴ ἀπόφαση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ 1848, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ τελικὸς κριτὴς καὶ ὁ θεματοφύλακας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.

Αὐτὸ ἦταν ἐν ὀλίγοις τὸ ἔργο τῶν ἁγίων Πατέρων. Γι’ αὐτὸ ἔχουμε ὅλοι μας χρέος νὰ τοὺς τιμᾶμε καὶ νὰ τοὺς χρωστᾶμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν τεράστια προσφορά τους πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Καὶ κάτι τελευταῖο: Νὰ μὴν ξεχνᾶμε οὔτε στιγμή, πὼς ἡ σωτηρία μας εἶναι ταυτισμένη μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία σώζει, βρίσκεται μόνο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ πουθενά. Δὲ βρίσκεται στὶς αἱρέσεις, στὶς πλάνες καὶ τὶς κακοδοξίες. Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς Ἐκκλησίες, παρὰ μονάχα μία, ἡ ὀρθοδοξία μας, ἡ ὁποία ταυτίζεται ἀπόλυτα καὶ ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἡ σωτηρία μας συντελεῖται, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας θέληση καὶ προσπάθεια, μόνο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ.

Στὴν αἵρεση δὲν ὑπάρχει σωτηρία, καθότι ὁ ἅγιος Κυπριανός, ἕνας ἀπὸ τοὺς κορυφαίους πατέρες καὶ διδασκάλους τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἀποφάνθηκε πὼς «ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία».

Ὁ ρόλος τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων, ἰδιαίτερα στοὺς δύστηνους ἐσχατολογικοὺς καὶ ἀποκαλυπτικοὺς καιρούς μας, εἶναι σημαντικὸς καὶ ἀναντικατάστατος, ὅπου ἡ σώζουσα πίστη μας τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς παράγοντες οἱ ὁποῖοι πασχίζουν νὰ ὑπερβοῦν τοὺς ἁγίους Πατέρες, μὲ «νεοπατερικὰ» καὶ «μεταπατερικὰ» «θεολογικὰ» σχήματα, γεγονὸς τὸ ὁποῖο δὲν προσβάλλει ἁπλὰ τοὺς ἁγίους καὶ θεοφόρους Πατέρες, ἀλλὰ καταφέρεται κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Ἐμπνευστῆ τους. Σὲ μᾶς ἀπομένει νὰ εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», δηλαδὴ νὰ εἴμαστε ἀκόλουθοί τους, γιὰ νὰ βαδίζουμε ἀσφαλῶς τὴν δύσκολη ἀτραπὸ τῆς σωτηρίας μας.

Αὐτὴ εἶναι ἡ καλύτερη τιμή μας πρὸς αὐτούς!