Όσιος Ευμένιος ο νέος ο Θεοφόρος (Σαριδάκης)
Ημερομηνία Εορτής: |
|
Τύπος εορτής: |
Σταθερή. Εορτάζει στις 23 Μαΐου εκάστου έτους. |
Βιογραφία
Λεπρῶν καὶ νοσούντων λοιμικῶς ἀκέστωρ
πιστῶν, Εὐμένιε, ποδηγέτα, ὤφθης.
Ἡ Ἐθιά, ἡ πατρίδα τοῦ Ὁσίου
Εὐμενίου, εἶναι ἕνα ὀρεινό χωριό στά νότια τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου Κρήτης.
Βρίσκεται σέ ὑψόμετρο 740μ. καί ἀπέχει ἀπό τό Ἡράκλειο 38 χλμ. Εἶναι πολύ ἄγονο
μέρος, γι’ αὐτό καί οἱ κάτοικοί του μετοίκησαν σ’ ἕνα χαμηλότερο μέρος, στό χωριό
Ροτάσι.
Στήν Ἐθιά ὑπάρχουν δύο ἐκκλησίες: Ἡ κεντρική εἶναι ἀφιερωμένη στήν Παναγία μας καί φυλάσσει θαυματουργό εἰκόνα της. Ἐκεῖ ἡ Παναγία εἶχε ἐμφανισθεῖ σάν γυναῖκα ντυμένη στά μαῦρα κάποια ἡμέρα, πού ὁ Ὅσιος Εὐμένιος, μικρό παιδί τότε, ἄναβε τά κανδήλια τοῦ ναοῦ, καί τοῦ εἶπε: «Ἐσύ μιά μέρα θά γίνεις ἱερεύς». Ἐκεῖ, στόν αὔλιο χῶρο της, ἔμελλε νά εἶναι καί ὁ τάφος, ὅπου ἀναπαύεται τό σεπτό σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Γέροντος μας. Ἡ ἄλλη εἶναι τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Ἐκεῖ κοντά ὑπάρχει καί ἁγίασμα.
Ὑπάρχουν καί πολλά μικρά ἐκκλησάκια, γιά τήν ἀνακαίνιση τῶν ὁποίων ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ἔστελνε χρήματα.
Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ἦταν γόνος μιᾶς πολυμελοῦς καί πάμπτωχης οἰκογενείας. Γεννήθηκε τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1931 μ.Χ.
Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καί Σοφία Σαριδάκη, ἦταν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι. Εἶχαν ὀκτώ παιδιά. Τό ὄγδοο καί τελευταῖο τους παιδί ἦταν ὁ Ὅσιος Εὐμένιος, πού στήν βάπτιση τοῦ πῆρε τό ὄνομα Κωνσταντῖνος. Τά ἀδέλφια του, κατά σειρά ἡλικίας, ἦταν: Ἑλένη, Μιχαήλ, Αἰκατερίνη, Βασίλειος, Ἀμαλία, Μαρία καί Εὐγενία.
Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος ὀρφάνεψε ἀπό πατέρα σέ ἡλικία μόλις δύο ἐτῶν, δηλαδή ἡ οἰκογένειά του ἔχασε τόν προστάτη της πολύ νωρίς. Ἦταν πού ἦταν φτωχή, χάνοντας καί τό στήριγμά της βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη κατάσταση. Ἡ χήρα μάνα του μέ τί δυνατότητες νά θρέψη τόσα στόματα; Ξενοδούλευε γιά νά τά φέρει κάπως βόλτα. Μετά ἦρθε καί ἡ γερμανική κατοχή, ἡ ὁποία χειροτέρευσε κατά πολύ τά πράγματα. Σ’ αὐτό τό περιβάλλον καί μέ πολλές στερήσεις μεγάλωσε ὁ Ὅσιος. Παπούτσια φόρεσε στά δώδεκα τοῦ χρόνια. Παρ’ ὅλα αὐτά, δηλαδή τίς στερήσεις, τήν πεῖνα καί τήν ἀνέχεια, τό ἦθος καί τό φρόνημα τοῦ μικροῦ αὐτοῦ παιδιοῦ δέν ἀλλοιώθηκαν.
Γιά παράδειγμα, ὁ Ἱερεύς τοῦ χωριοῦ τους ἤθελε νά τοῦ δίνει μιά μικρή βοήθεια, ἐπειδή πήγαινε καί τόν βοηθοῦσε στόν ναό. Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος, ὅμως, τοῦ ἔλεγε: «Ὄχι, Παπα-Γιάννη, δέν παίρνουμε ποτέ χρήματα ἀπό τήν Ἐκκλησία». (Μαρτυρία Ἀριστέας Σαριδάκη).
Ἤ, ὅταν τοῦ ἔδιναν μισή κουλούρα ψωμί γιά κάποια δουλειά πού ἔκανε, ποτέ δέν τήν ἔτρωγε μόνος του, ἀλλά τήν πήγαινε στό σπίτι του καί τήν ἔτρωγε μέ τ’ ἀδέλφια του, ὅλοι μαζί.
Χαρισματικό παιδί
Ἡ Ἐκκλησία ἀγάλλεται καί καυχᾶται, διότι γέννησε καί ἀνέδειξε ἕνα τέτοιο λαμπρό ἀστέρι καί κόσμημα τῆς καί ἡ Κρήτη πρέπει νά σεμνύνεται γιά τό ἡγιασμένο τέκνο της. Ὁ Ὅσιος, ἀπό τήν νηπιακή του ἡλικία, ἔδειχνε ὅτι ἦταν σκεῦος ἐκλεκτόν τοῦ Κυρίου μας. Ἀπό τήν βρεφική του ἡλικία, ὅταν ἀκόμα δέν καταλάβαινε, προσπαθοῦσε νά εὐχαριστεῖ τόν Κύριό μας, ἀφοῦ δέν θήλαζε Τετάρτη καί Παρασκευή, ἀλλά κοιμόταν ὅλη τήν ἡμέρα, σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τῆς ἀδελφῆς του Εὐγενίας, ἡ ὁποία τό εἶχε ἀκούσει ἀπό τήν μητέρα τους νά τό ὁμολογεῖ.
Οἶνον καί μεθύσματα οὐδέποτε γεύθηκε ὁ Ὅσιος Εὐμένιος, δηλαδή οἰνοπνευματώδη ποτά, μπύρα, κρασί καί ἀλκοολοῦχα ποτά δέν ἤπιε ποτέ στήν ζωή του. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι, ὅταν λειτούργησε γιά πρώτη φορά μόνος του ὡς Ἱερεύς, ζαλίστηκε λίγο ἀπό τήν κατάλυση τῆς Θείας Κοινωνίας καί γι’ αὐτό, μετά, ἔβαζε λιγότερο νάμα καί περισσότερο ζέον.
Ὁ Κωστάκης, ὅπως τόν ἔλεγαν, ἦταν ἕνα χαριτωμένο καί χαρισματικό παιδί, ἀκόμα καί γιά τά κοσμικά δεδομένα, ἐνῷ δέν εἶχε μάθει σχεδόν καθόλου γράμματα.
Οἱ δυσκολίες, ἡ Κατοχή, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας τά σχολεῖα ὑπολειτουργοῦσαν, δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά γευθεῖ τό ἀγαθόν τῆς μαθήσεως. Παρ’ ὅλα αὐτά μποροῦσε, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, νά κάνη πράξεις μαθηματικές, λογαριασμούς δύσκολους, ὅλα ἀπό μνήμης, γι’ αὐτό οἱ χωριανοί του, ὅταν ἤθελαν κάτι σχετικό, τόν φώναξαν: «Ἔλα, Κωστάκη, νά μᾶς πεῖς πόσο κάνει αὐτό κι αὐτό», ἡ κάτι πιό δύσκολο. Κι ὅταν τούς τά ἔκανε, μετά τόν γέμιζαν λουκούμια.
Κάποια φορά, ὅταν ὁ Ὅσιος ἦταν μικρό παιδί ἀκόμη, πέθανε στό χωριό τους ἕνα κοριτσάκι ὀκτώ-ἐννέα ἐτῶν. Οἱ γονεῖς καί οἱ συγγενεῖς τοῦ κοριτσιοῦ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι γιά τόν χαμό τοῦ παιδιοῦ τους. Ὁ Ὅσιος ἔλεγε σχετικά:
«Κάποτε, εἶχε πεθάνει ἕνα κοριτσάκι καί περνοῦσε ἀπό μπροστά μας ἡ νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι ἀπό τήν δική μας αὐλή. Ἔτσι ἔκαναν τότε. Ἔκαναν τήν βόλτα, γιά νά γίνει πιό ἐπίσημη ἡ κηδεία. Ἔκλαιγαν ὅλοι κι ἐγώ ἔβλεπα τά στολίδια, πολλά στολίδια, πού εἶχε τό φέρετρο. Κι αὐτοί ἔκλαιγαν. Κι ἐγώ ἔτρεχα κι ἔβλεπα τά στολίδια, πού εἶχε τό φέρετρο. Ἤμουν ἕξι-ἑπτά χρόνων τότε. Δέν εἶχα δεῖ καλύτερα καί ὡραιότερα στολίδια. Οἱ ἄλλοι ἔκλαιγαν κι ἐγώ χαιρόμουν, πού ἔβλεπα τά στολίδια. Ἔβλεπα τά στολίδια καί χαιρόμουν. Μοῦ ἄρεσαν. Δέν ἦταν στολισμένα ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὅμως ἐγώ τά ἔβλεπα ἔτσι. Στολίδια.... στολίδια... ὄχι ὅτι τά ἔβαλαν οἱ ἄνθρωποι. Κι αὐτοί ἔκλαιγαν, πού ἔχασαν τό παιδί, κι ἐγώ ἔβλεπα τά στολίδια, πού εἶχε πάνω του, τά στολίδια τοῦ Θεοῦ, καί χαιρόμουν».
Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος θυμᾶται, σχετικά μέ τήν Χάρη, πού ἀπό νωρίς εἶχε δοθεῖ στόν Ὅσιο: «Ὁ πατήρ Εὐμένιος, ὅταν ἦταν μικρός, εἶχε δεῖ γιά πρώτη φορά τήν χάριν της ἀρχιεροσύνης. Τήν εἶχε δεῖ στό πρόσωπο ἑνός Ἀρχιεπισκόπου, πού εἶχε πάει στό χωριό του. "Ἔβλεπα", μοῦ εἶπε, "τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στό πρόσωπό του. Τό φῶς της ἀρχιεροσύνης, τήν χάρη της ἀρχιεροσύνης. Τήν ἔβλεπα καί πήγαινα συνεχῶς μπροστά του". Καί εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος: "Αὐτό τό παιδί τί βλέπει;". Ἐγώ δέν ἔλεγα τί ἔβλεπα, ἀλλά μοῦ ἄρεσε νά βλέπω την χάρι της ἀρχιεροσύνης».
Μοναχός Θεόκλητος διά φωτοφανείας
Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος ἦταν θεόκλητος στόν μοναχισμό. Ὁ ἴδιος μᾶς ἔλεγε: «Ἐγώ, δεκαεπτά χρόνων πῆγα στό μοναστήρι. Ἤμουν δεκαέξι χρόνια στό χωριό μου. Ἀγαποῦσα τόν Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές νά γίνω καλόγερος. Μιά μέρα μου λέει ὁ παπᾶς: "Ἔλα νά σέ κάνω νεωκόρο". Πῆγα κι ἐγώ. Ἄναβα τά καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ὅ,τι βιβλία ἔβλεπα τά διάβαζα. Ἀνήμερα τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1944, τό ἀπόγευμα, πῆγα, ἄναψα τά καντήλια στήν ἐκκλησία καί, μετά, πῆγα στό σπίτι μας. Ἦταν ἐκεῖ ἡ ἀδελφή μου ἡ Εὐγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες καί μακαρόνες. Ἐκεῖ πού τρώγαμε, ἦρθε μιά λάμψη καί μέ τύφλωσε καί μπῆκε μέσα στά βάθη τῆς ψυχῆς μου. Κι ἀμέσως, τήν ἴδια στιγμή, φώναξα τῆς Εὐγενίας: "Εὐγενία, θά γίνω καλόγερος". Τήν ἴδια στιγμή. Ἐκείνη τήν στιγμή μέ φώτισε ὁ Θεός. Τήν εἶδα μέ τά μάτια μου ἐκείνη τήν λάμψη, πού μπῆκε μέσα μου. Μόλις εἶδα αὐτή τήν λάμψη, εἶπα κατ’ εὐθεῖαν: "Θά γίνω καλόγερος". Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν κλήση ἀπό τόν Θεό γιά νά κάνη κάτι καλό, ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί τόν βοηθᾶ».
Στό ἴδιο θέμα ἀναφέρεται καί ὁ Μιχαήλ Χατζηγεωργίου:
«Τόλμησα, κάποτε, νά τόν ρωτήσω: "Γέροντα, εἶχες δίλημμα γιά τό ποιόν δρόμο θά ἀκολουθήσεις; Σκέφθηκες νά γνωρίσεις κάποια γυναῖκα, νά τήν ἐρωτευθεῖς, νά κάνεις οἰκογένεια"; Τότε μοῦ ἀποκάλυψε τήν ἀπόλυτη ἀπόφασή του νά ἀκολουθήσει τήν παρθενική ζωή, πού τήν σηματοδότησε ἕνα ἐξαιρετικό γεγονός.
"Χειμῶνας τοῦ 1944, Κωστῆς τότε, δεκατριῶν ἐτῶν", μοῦ εἶπε. "Ἤμουν στό πατρικό μου σπίτι. Ζεσταινόμαστε στό τζάκι. Τότε εἶδα μιά τεράστια φωτιά, πού μπῆκε μέσα μου. Καί ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή, γεμᾶτος χαρά, ἔλεγα: Ἐγώ θά γίνω μοναχός. Θά γίνω μοναχός". Καί μοῦ συμπλήρωσε: "Ἄν μέ πίεζαν ἀργότερα νά παντρευτῶ, θά πέθαινα, θά πέθαινα"!».
Ἀπό τό 1944 μ.Χ. ἡ ψυχή τοῦ νεαροῦ Κωστῆ εἶχε ἕνα μόνο προσανατολισμό: τήν ἀφιέρωσή στόν Χριστό. Ἡ κλήση ὑπῆρχε. Ἡ κλήση μέ ἐμφατικό τρόπο συντελέστηκε καί ὁ μικρός Κωστῆς βιαζόταν νά ἐνηλικιωθεῖ, νά λάβει ζωή ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του.
Μέ ζῆλο στόν μοναχικό ἀγῶνα
Σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν ὁ Κωνσταντῖνος ἀφήνει τά ἐγκόσμια καί ὁδεύει ἐκεῖ, πού τόν ὁδηγεῖ ἡ καρδιά του, ἡ ψυχή του καί ὅλο του τό εἶναι. Ἐκεῖ, πού τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐν εἴδει λαμπροῦ φωτός, τόν φωτίζει, στήν πλήρη ἀφιέρωσή του στόν Χριστό, στόν ἀγαπημένο τοῦ Ἰησοῦ, Τόν ὁποῖο ἀπό μικρός λατρεύει καί ὑπηρετεῖ, εἴτε στά ἐξωκλήσια τοῦ χωριοῦ του, εἴτε κατά μόνας.
Τά βήματά του τόν ὁδηγοῦν στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Νικήτα, στά νότια τῆς Κρήτης, κάπως κοντά στό χωριό του, ἀφοῦ ἀπέχει μόνο δύο-δυόμισυ ὧρες μέ τά πόδια.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Ἡγούμενο π. Ἰερόθεο (Κωστομανωλάκη), στόν ὁποῖο ἔβαλε μετάνοια καί ἄρχισε ἡ δοκιμή του.
Στήν Μονή τότε ὑπῆρχαν, ἐκτός τοῦ Ἡγουμένου, καί δύο ὑπερήλικες καί τυφλοί μοναχοί, τούς ὁποίους ὁ Κωνσταντῖνος φρόντιζε παντοιοτρόπως καί ποικιλοτρόπως, λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του, ἀλλά, κυρίως καί πρωτίστως, λόγῳ τῆς ὑπέρμετρου ἀγάπης πού εἶχε.
Ὡς νέος, δόκιμος μοναχός, ἔκανε σχεδόν ὅλα τά διακονήματα τῆς Μονῆς, ἦταν πρόθυμος καί φιλότιμος.
Μετά τήν τριετῆ του δοκιμασία, τό 1951 μ.Χ., ἐκάρη μοναχός, μετονομασθεῖς Σωφρόνιος. Ὡς μοναχός, ὁ Σωφρόνιος ἔβαλε θεμέλιο τῆς μοναχικῆς του ζωῆς τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ὑπακοή καί τήν ἐργατικότητα. Ἐπιδόθηκε σέ νέους ἀγῶνες. Τίς ἡμέρες κοπίαζε σωματικά καί τίς νύκτες παρέμενε ἄϋπνος καί προσευχόμενος. Αὐτό τό τυπικό τό κράτησε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του.
Καθημερινά ὁ πατήρ Σωφρόνιος ἔδινε ἀγῶνα σέ ὅλα τά διακονήματα, σέ ὅλες τίς ἐργασίες, στό ν’ ἀνοίξουν καλύτερους δρόμους γιά νά διευκολυνθεῖ ἡ ἔλευση τῶν προσκυνητῶν, στούς κήπους, στό νά καλλιεργοῦν τά κτήματα, στό νά φέρνουν νερό ἀπό μακριά, γιατί δέν ἐπαρκοῦσε τό ὑπάρχον.
Αὐτά ἔβλεπε ὁ διάβολος καί ἐμηχανεύετο τρόπους γιά νά ρίξει τόν ἀγωνιστή. Δέν ἀρκείτο μόνον στόν πόλεμο τῶν λογισμῶν, ἀφοῦ μόνον μέ αὐτούς δέν μποροῦσε νά ἀνακόψει τήν ἀγωνιστικότητα τοῦ πατρός Σωφρονίου. Γι’ αὐτό του παρουσιαζόταν, καί αἰσθητῶς καί ὀφθαλμοφανῶς, καί τοῦ μιλοῦσε. Κάποια μέρα, μάλιστα, καθώς ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος μᾶς ἔλεγε, ὁ διάβολος ἐμφανίσθηκε μπροστά του καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἄγγελος καί πέσε κάτω νά μέ προσκύνησης». Ὅταν, ὅμως, ἐκεῖνος τά ἔλεγε αὐτά, ὁ πατήρ Σωφρόνιος πρόσεξε ὅτι τοῦ ἔλειπε ἕνα δόντι καί τοῦ λέει γελῶντας καί κοροϊδευτικά: «Δέν εἶσαι ἄγγελος, δέν εἶσαι ἄγγελος, γιατί σοῦ λείπει ἕνα δόντι!». Τότε ὁ διάβολος γυρίζει ἐξαγριωμένος καί τοῦ δίνει ἕνα δυνατό χαστούκι καί ἀμέσως ἐξαφανίζεται ἀπό μπροστά του.
Κάποια ἄλλη μέρα, ὁ πατήρ Σωφρόνιος κατέβηκε κοντά στήν θάλασσα, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, καί ἄκουσε μέσα ἀπό τήν θάλασσα τήν Παναγία μας νά τοῦ μιλάει καί νά τοῦ λέει, μέ τήν γλυκιά φωνή της: «Παιδί μου, μή φοβᾶσαι κι ἐγώ δέν θά σέ ἀφήσω νά χαθεῖς». Σέ ἐρώτηση, πώς κατάλαβε ὅτι ἦταν ἡ Παναγία μας, ἀπάντησε πολύ φυσικά: «Ἔ, τήν Παναγία μας δέν γνωρίζω;».
Καί ἄλλοτε πάλι, ἔλεγε ὅτι ἡ Παναγία μας τόν ἀγκάλιασε. «Ἡ Παναγία μου ἔκανε μιά ἀγκαλιά», μᾶς ἔλεγε.
Εἶδε τήν Ἁγία Μαρίνα
Ὁ Ὅσιος, ἐπεδίωκε νά μήν ξενυχτάει ποτέ ἔξω ἀπό τό μοναστήρι. Ὅταν, κάποια φορά, αὐτό στάθηκε ἀδύνατο καί ἀναγκάσθηκε νά παραμείνει στό πατρικό του σπίτι, εἶδε στό εἰκονοστάσι νά βγαίνει ἡ Ἁγία Μαρίνα ἀπό τήν εἰκόνα της, κρατῶντας τόν πειρασμό ἀπό τά κέρατα καί δείχνοντάς του τον, τοῦ εἶπε: «Αὐτός σας βάζει τούς λογισμούς, νά μήν τόν ἀκοῦτε καί νά νυστάζετε στίς Ἀκολουθίες».
Στρατιωτική θητεία
Ὁ πατήρ Σωφρόνιος, ὅταν ἔφθασε τήν ἡλικία τῶν εἰκοσιτριών ἐτῶν, ἔπρεπε νά πάει στρατιώτης, διότι τότε οἱ μοναχοί δέν ἀπαλλάσσονταν τῶν στρατιωτικῶν τους ὑποχρεώσεων.
Ἡ Μονή τόν ἑτοίμασε σχετικά, τόν κούρεψε, τοῦ ἔκοψε δηλαδή τά μαλλιά καί τά γένια, καί τοῦ τά φύλαξε, γιατί ἔτσι γινόταν τότε.
Παρουσιάσθηκε στό Μεγάλο Πεῦκο, στίς 24 Ἰανουαρίου τοῦ 1954 μ.Χ. Ὑπηρέτησε στό Μηχανικό καί ἦταν βοηθός μαγείρου. Κατόπιν, πῆρε μετάθεση γιά τήν Θεσσαλονίκη.
Στόν στρατό ὁ Γέροντας ἦταν ὑπόδειγμα ὑπακοῆς καί ἐργατικότατος, γι’ αὐτό τόν ἀγαποῦσαν ὅλοι, ἀπό τόν Διοικητή ἕως τόν πιό ἁπλό στρατιώτη. Ποτέ δέν θεώρησε ἀγγαρεία ὁποιαδήποτε ἐργασία του ἀνέθεταν, ἀλλά τήν ἔκανε μέ ἀγάπη, σωστά καί καλά. Ὁ ἀξιωματικός ὑπηρεσίας τόν σταματοῦσε πολλές φορές μέ τό ζόρι, γιά νά ξεκουρασθεῖ.
Τό ἦθος καί ὁ ἀκέραιος χαρακτῆρας τοῦ πατρός Σωφρονίου ἔκανε ἀκόμη καί τά πειραχτήρια τοῦ στρατοῦ νά ἀργοῦν, παρ’ ὅλο πού ξέρανε ὅτι εἶναι καλόγερος.
Τίς νηστεῖες τίς κρατοῦσε ὅλες: Πάσχα, Χριστούγεννα, 15 Αὐγούστου, Ἁγίων Ἀποστόλων καί, φυσικά, Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή. Πῶς τά κατάφερνε; Ἕνας συνάδελφός του, μάγειρας, ἔλεγε σχετικά: «Μέχρι καί ἐλιές, ψωμί καί κρεμμύδι ἔτρωγε μόνον, ἀρκεῖ νά μή χαλοῦσε τίς διατεταγμένες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας».
Κάθε ἡμέρα, ὁ Διοικητής του ἐπέτρεπε νά ἀποσύρεται γιά λίγο νά προσεύχεται, πέραν τῆς γενικῆς Προσευχῆς, ἐπειδή γνώριζε ὅτι ἦταν καλόγερος. Τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές του ἔδινε ἄδεια νά πηγαίνει στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου Θεσσαλονίκης, νά ἐκκλησιάζεται καί νά ψέλνει.
Τό ἐπίδομα τῶν στρατιωτῶν, τότε, ἦταν 53 δραχμές τόν μῆνα. Φυσικά, τοῦ Ὁσίου αὐτό τό ἐλάχιστο ποσό ὄχι μόνο τοῦ ἔφθανε, ἀλλά μέ αὐτό ἔκανε ἐλεημοσύνες, «δάνειζε» τούς συναδέλφους του, ἔδινε σ’ ὅποιον τοῦ ζητοῦσε.
Στόν στρατό ὁ πατήρ Σωφρόνιος ἀρρώστησε βαριά. Ἔκανε ὑψηλό πυρετό 40°-41°, πού δέν ἔπεφτε. Ἡ κατάσταση τοῦ ἦταν ἀπελπιστική. Τότε τοῦ ἔκαναν ἔφοδο χιλιάδες δαίμονες, γιά νά τόν τρομάξουν καί νά τόν τρομοκρατήσουν. Ὅμως, μόνο μέχρι γύρω-γύρω στό κρεββάτι μποροῦσαν νά φθάσουν. «Ἀγγίζανε τό κρεββάτι», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, «ἀλλά ἐπάνω δέν μποροῦσαν νά ἀνέβουν. Γύρω-γύρω μόνο».
Οἱ γιατροί δέν μποροῦσαν νά βροῦν τήν αἰτία. Νοσηλεύθηκε στό 424 Στρατιωτικό Νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα. Ἡ κατάσταση του, ἀντί νά βελτιώνεται, χειροτέρευε. Τόν ἔφεραν στήν Ἀθήνα καί νοσηλεύθηκε σέ διάφορα νοσοκομεῖα. Τελικά, βρέθηκε ὅτι πάσχει ἀπό τήν νόσο του Χάνσεν, τήν γνωστή λέπρα, καί μεταφέρθηκε στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό Ἀθηνῶν.
Ὁ πατήρ Εὐάγγελος Παπανικολάου, ὁ καί ἰατρός, θυμᾶται πού τοῦ ἔλεγε ὁ Ὅσιος μας:
«Μέ παίρνουν φαντάρο καί μέ στέλνουν στήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἀρρώστησα κι ἄλλο. Μέ πᾶνε στόν στρατιωτικό γιατρό, μοῦ λέει: "Ἔχεις ἀφροδίσια". "Τί ἔχω;". "Ἀφροδίσια, τά κόλλησες ἀπό γυναῖκα". Γελῶ, Βαγγέλη μου, γελῶ. "Γιατρέ μου, ἄλλο πρᾶγμα ἔχω", τοῦ λέω. "Δέν ἔχω ἀφροδίσια". Ἀκοῦς, Βαγγέλη, ἀφροδίσια», καί γέλαγε, γέλαγε. «Καί τί ἔγινε, Γέροντα;», ρώτησα. «Εἶμαι στό λεωφορεῖο καί ἔλεγα: "Παναγία μου, Καλυβιανή, τί ἀρρώστια ἔχω ἐγώ;". Μέ πλησιάζει ἕνας ἄνθρωπος καί μοῦ λέει: "Πάτερ, νά σοῦ πῶ, εἶσαι ἄρρωστος ἀπό λέπρα, νά πᾶς στό νοσοκομεῖο, στήν Ἀθήνα. Εἶμαι κι ἐγώ ἄρρωστος ἀπ’ αὐτό. Νά πᾶς στό νοσοκομεῖο στήν Ἁγία Βαρβάρα"». Πῆγε ὁ Ὅσιος Εὐμένιος στό νοσοκομεῖο, τόν εἶδαν καί τοῦ ἄρχισαν τήν θεραπεία. Ἐκεῖ συνάντησε τόν Ὅσιο Νικηφόρο (βλέπε 4 Ἰανουαρίου), πού εὐωδιάζουν τά λείψανά του».
Καί ὁ Μόρφου Νεόφυτος μᾶς ἔλεγε:
«Ὑπῆρχε τότε ἕνας νόμος, πού ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε οἱ καλόγεροι, ὅταν ἦταν σέ νεανική ἡλικία, νά πᾶνε στρατιωτικό. Καί τόν ξύρισαν. Φανταστεῖτε τώρα, τόν κούρεψαν. Κι αὐτός πῆγε. Πῆγε στόν στρατό, στήν Θεσσαλονίκη, κι ἐκεῖ, γιά πρώτη φορά, φάνηκε τό πρόβλημα τῆς ἀσθένειας τοῦ Χάνσεν, τῆς λέπρας.
«Καί ἤμουν», λέει, «ξαπλωμένος σ’ ἕνα κρεββάτι καί εἶχα πάρα πολύ πυρετό. Κι ἐκείνη τήν ὥρα μου εἶπαν: «Ἄκουσε, πάτερ Σωφρόνιε, εἶσαι ἄρρωστος, πολύ βαριά ἄρρωστος, καί δέν μπορεῖς πιά νά ἐπιστρέψεις στό μοναστήρι σου. Ἄν πᾶς, θά πρέπει νά πᾶς γιά λίγο καί μετά θά πρέπει νά σέ πᾶνε στό Νοσοκομεῖο».
Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἔπασχε ἀπό λέπρα, ἔλεγε: «Χάρηκα πάρα πολύ». «Χάρηκες;», τοῦ λέω. «Ναί, μέ γέμισε ἀπέραντη χαρά. Ὅσο πιό μεγάλη ἀσθένεια, τόσο πιό μεγάλος σταυρός, τόσο πιό μεγάλη Ἀνάσταση. Καί εἶπα: Πώ, πώ, πώ, μεγάλο δῶρο μου ἔδωσες, Θεέ μου. Σ’ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, πού μοῦ ἔδωσες μεγάλο σταυρό. Θά ἔχω μαζί Σοῦ μεγαλύτερη συμμετοχή στά πάθη Σου, ἀλλά καί μεγαλύτερη συμμετοχή στήν Ἀνάσταση Σου". Ἄκου ὁ ἄνθρωπος! Καί ἦταν μόλις 20 χρόνων».
Ἀδιάλειπτος ἀγῶνας
Στόν ἀντιλεπρικό Σταθμό Ἀθηνῶν, ὁ Ὅσιος νοσηλεύτηκε ἐπιτυχῶς καί θεραπεύτηκε τελείως. Ἡ ἀσθένεια δέν τοῦ ἄφησε καμία παραμόρφωση, οὔτε τό παραμικρό σημάδι.
Μετά τήν θεραπεία του ἀπό αὐτή τή σοβαρή ἀσθένεια, παρέμεινε μέσα στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό, ἀπό ἀγάπη γιά τούς πάσχοντας ἀδελφούς του. Ἡ Διεύθυνση τοῦ Σταθμοῦ, ἐπειδή ἦταν μοναχός, τοῦ παρεχώρησε ἀτομικό κελλάκι, δίπλα στό ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Στό κελλάκι αὐτό ὁ Ὅσιος πέρασε ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή του.
Ἐκεῖ ξανάρχισε τούς πνευματικούς ἀγῶνες, πού εἶχε στερηθεῖ λόγῳ τοῦ στρατοῦ καί τῆς ἀσθενείας του.
Καθημερινές ἀσχολίες τοῦ πατρός Σωφρονίου ἦταν ἡ φροντίδα γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ Ναοῦ, στόν ὁποῖο ἀνέλαβε καί καθήκοντα ἱεροψάλτου, καί ἡ περιποίηση ἀσθενῶν, πού ἦταν παράλυτοι καί δέν εἶχαν κανένα νά τούς φροντίσει.
Ἀκόμη, ἔφτιαχνε λιβάνι καί τό μοίραζε σέ μοναστήρια καί ναούς, καί γέμισε τούς θαλάμους μέ ἱερές εἰκόνες καί πνευματικά βιβλία.
Τά καλοκαίρια πήγαινε γιά μῆνες στό Ἅγιο Ὅρος, στό ὁποῖο ἀναπαυόταν πολύ.
Πήγαινε ἐπίσης στήν Κρήτη, στήν Μονή τῆς μετανοίας του καί στήν Ἱερά Μονή Καλυβιανής, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν ἱδρυτή τῆς Μητροπολίτη Τιμόθεο, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης.
Ὅταν ἔκλεισε τό Λωβοκομεῖο τῆς Χίου, τοῦ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος (βλέπε 15 Φεβρουαρίου) τόν Ὀσιότατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό καί παράλυτο. Ὁ πατήρ Σωφρόνιος τόν ὑπηρέτησε μέ ὅλη του τήν ψυχή καί καρδιά καί τόν εἶχε πνευματικό πατέρα καί ὁδηγό.
Ὁ ἀντίδικος, ὅμως, διάβολος φθόνησε τήν καλή πολιτεία τοῦ ἀγωνιστοῦ Σωφρονίου καί τόν πολέμησε μέ σφοδρότητα καί τόν ταλαιπώρησε πολύ. Τόν ἀπάλλαξε διά παντός ἀπ’ αὐτόν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου.
Τό 1975 μ.Χ., σέ ἡλικία σαραντατεσσάρων ἐτῶν, ὁ μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί πῆρε τό ὄνομα Εὐμένιος. Ὁ Ὅσιος Εὐμένιος συνέχισε τή ζωή του στό Λοιμωδῶν ὡς Ἱερέας, διακρίθηκε δέ καί ὡς ἄριστος πνευματικός.
Μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στήν Ρωσία, πῆγε Προσκυνηματικό ταξίδι στή Μόσχα, στήν Πετρούπολη καί στό Κίεβο.
Μέ τήν ἐπιστροφή ἀπό ἐκεῖ, ἄρχισαν τά ἄλλα μεγάλα προβλήματα ὑγείας: σάκχαρο, ἀνεπάρκεια νεφρῶν, προβλήματα ὁράσεως καί τά πόδια του, πού ἔλεγαν οἱ γιατροί νά τοῦ τά κόψουν. Ἔμπαινε καί ἔβγαινε συνεχῶς σέ νοσοκομεῖα.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅμως, ἔκανε ἀκόμη μερικά ταξίδια καί συνέχιζε τά ἱερατικά του καθήκοντα εἰς τό ἀκέραιον: Ἱερές Ἀκολουθίες καί ἀτελείωτες ἐπισκέψεις σέ σπίτια πνευματικῶν του παιδιῶν γιά ἁγιασμούς, εὐχέλαια καί ἐξορκισμούς.
Αὐτό κράτησε πάνω ἀπό ὀκτώ-δέκα χρόνια, ὁπότε μπῆκε γιά τελευταία φορά στό νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμός, ὅπου, στίς 23 Μαΐου 1999 μ.Χ., ἀπεδήμησε εἰς Κύριον σέ ἡλικία ἐξηνταοκτώ ἐτῶν.
Ἀκολουθοῦν κάποιες μαρτυρίες ἀπό τίς τελευταῖες ἐκεῖνες ὧρες.
Στήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τους....
Τόν Ὅσιος Εὐμένιο, κάλεσε ὁ Κύριός μας κοντά του στίς 23 Μαΐου τοῦ ἔτους 1999 μ.Χ., ἡμέρα Κυριακή, στήν μνήμη τῶν Ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γύρω στίς τέσσερεις τό ἀπόγευμα, ἐνῷ βρισκόταν στό θεραπευτήριο Εὐαγγελισμός.
Ἄς σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Πατήρ Εὐμένιος ἀνῆκε στήν Μητρόπολη Νικαίας καί εἶναι ἄξιον θαυμασμοῦ τό ὅτι ἐφάνη ὡσάν νά ἦλθαν οἱ Ἅγιοι προστάτες τῆς μητροπολιτικῆς του περιφέρειας νά παραλάβουν τό ἐκλεκτό καί ὑπερευλογημένο τέκνο τους, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τους.
Ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία ἐψάλη εἰς τόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, τόν ὁποῖο διακόνησε ἡ ἁγιότητά του μέ περίσσια αὐταπάρνηση.
Ὁ ἐνταφιασμός του ἔγινε τήν ἑπομένη ἡμέρα στήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα, τό χωριό Ἐθιά, τοῦ νομοῦ Ἡρακλείου.
Ἀποχαιρετισμός
«Δέν μπορῶ νά περιγράψω τήν θλίψη, πού εἶχε στό πρόσωπό του, ὅταν γιά τελευταία φορά κλείδωνε τήν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, τῶν γλυκύτατων καί ἀγαπημένων του Ἁγίων, ὅπως συνήθιζε νά λέει, καί ἀποχαιρετοῦσε τό ἅγιο κελλί του. Καί τίς τελευταῖες εὐχές γιά τό Ἵδρυμα: «Τήν εὐχή μου νά ἔχετε ὅλοι, τήν εὐχή μου νά ἔχετε ὅλοι», ἐπαναλάμβανε, ἐνῷ τόν ἔπνιγε ἕνα βουβό κλάμα, καθώς περνούσαμε γιά τελευταία φορά τούς δρόμους τῆς ἀγαπημένης του Ἀθήνας.
Εὐλογοῦσε συνέχεια καί ἔλεγε: "Ὡραῖα πού εἶναι ἡ Ἀθήνα! Ὡραία Ἀθήνα, εὐλογημένη Ἀθήνα! Τίποτε ἄλλο δέν ὑπάρχει πιό ὡραῖο ἀπό τήν Ἀθήνα". Εὐλογοῦσε τούς δρόμους, τήν Ὁμόνοια, τήν Ἀγορά, τήν Μητρόπολη, τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τούς πάντες καί τά πάντα.
Ἀνεξίτηλα ἔχουν μείνει στήν μνήμη μου τά λόγια, πού εἶπε τήν Πέμπτη 29 Ἀπριλίου τοῦ 1999 μ.Χ., τά μεσάνυκτα: "Σήμερα ἤθελαν πάλι νά μοῦ κάνουν αἱμοκάθαρση δύο ὧρες. Μέ τρύπησαν ἑπτά-ὀκτώ φορές. Μέ τρύπαγαν αὐτές, μέ τρύπαγαν σάν τόν Δεσπότη Χριστό. Μαρτύρησα, μαρτύρησα σάν τόν Δεσπότη Χριστό. Γιατί τό κάνουν αὐτές αὐτό"; "Γέροντα", τοῦ ἀπαντῶ, "δέν θά ἤξεραν οἱ νοσοκόμες". "Θέλετε νά ἀλλάξουμε γιατρούς καί νοσοκομεῖο", τοῦ πρότεινα. "Μπά, δέν χρειάζεται", μοῦ ἀπαντάει. "Μοῦ ἀρέσει πολύ ὁ Εὐαγγελισμός....".».
Ὁ τελευταῖος Ἑσπερινός
«Γιά τελευταία φορά ὁ Γέροντας εἰσήχθη στόν Εὐαγγελισμό στίς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 μ.Χ. (ἑορτή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου).
1η Μαΐου τοῦ 1999 μ.Χ. Δέν αἰσθάνεται καθόλου καλά.
2α Μαΐου. Τόν θυμᾶμαι τό βράδυ ἐκεῖνο τῆς Κυριακῆς, μέ τό ραδιοφωνάκι στά χέρια, νά παρακολουθεῖ τόν Ἑσπερινό τοῦ Ἁγίου Πέτρου, πολιούχου Ἄργους. Ἦταν ὁ τελευταῖος Ἑσπερινός, πού ἄκουγε.
3η Μαΐου, 4η Μαΐου, ὁ Γέροντας χειροτέρευε. Ἀπό τούς γιατρούς καμία βοήθεια. Ἔλεγε συνέχεια: "Ἐλᾶτε, πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω....".
5η Μαΐου ἕως 23η Μαΐου, πονοῦσε φοβερά ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες.
Στίς 23 Μαΐου τοῦ 1999 μ.Χ., τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων, στίς 4:10 μ.μ., ἐκοιμήθη».
Μετά τήν κοίμησή του ἐπιτελεῖ πολλά καί μεγάλα θαύματα, ὅπως τό ὁμολογοῦν ἄνθρωποι πού εὐεργετήθηκαν. Ὁ βίος του ὑπῆρξε ἀρετή καί ἡ ἀρετή βίος.
Ἡ ἁγιοκατάταξη
Ἡ διαδικασία γιά τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός Εὐμενίου τοῦ νέου (Σαριδάκη), ξεκίνησε τόν Ἰούνιο τοῦ 2021 μ.Χ., ὅταν ἡ Ι. Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἀποδέχθηκε τό αἴτημα τοῦ Μητροπολίτη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Μακαρίου, γιά τήν ἐγγραφή στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Εὐμενίου Σαριδάκη, μέ καταγωγή ἀπό τήν Ἐθιά καί τό προώθησε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τίς περαιτέρω Ἐκκλησιαστικές ἐνέργειες. Στίς 14 Ἀπριλίου 2022 μ.Χ. τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔκανε δεκτό τό αἴτημα:
«Συνῆλθε σήμερον, 14ην τ.μ. Ἀπριλίου 2022, ἡ ἁγία καί ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν τοῦ μηνός Ἀπριλίου, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, καθ᾿ ἥν:
α) εἰσηγήσει τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς, προέβη ὁμοφώνως εἰς τήν ἀναγραφήν εἰς τό ἁγιολόγιον τῆς κατ᾿ Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Εὐμενίου τοῦ νέου (Σαριδάκη),
β) ἐθεωρήθησαν ἅπαντα τά ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένα θέματα, ἐφ᾿ ὧν καί ἐλήφθησαν αἱ πρόσήκουσαι ἀποφάσεις.
Ἐν τέλει, ἐπί ταῖς ἐγγιζούσαις ἁγίαις ἡμέραις τῶν Παθῶν καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἀντηλλάγησαν μεταξύ τῆς Α. Θ. Παναγιότητος καί τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Γέροντος Πριγκηποννήσων κ. Δημητρίου, ἐκ μέρους τῶν μελῶν τοῦ ἱεροῦ Σώματος, αἱ προσήκουσαι τῇ περιστάσει εὐχαί.
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας
τῆς ἁγίας καί Ἱερᾶς Σύνόδου».
Λειτουργικά κείμενα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Παρακλήτορα θεῖον τῶν ἐν τοῖς κλύδωσι, τὸν ἀρωγὸν ἐν ἀνάγκαις καὶ ποδηγὸν ἀπλανῆ πρὸς εὐσέβειαν λαοῦ ἐγκωμιάσωμεν ὕμνοις, Εὐμένιον, παθῶν ὡς ὁμόζηλον Ἰώβ, πνευμάτων κακῶν διώκτην καὶ εὐμενέστατον πρέσβυν ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν εὔσπλαγχνον.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἀνεξίκακον, ἡσύχιον, ἐχέφρονα, ἁπλοῦν τε πρᾶον, ταπεινὸν καὶ εὐσυμπάθητον, εὐλαβῆ ἱερομόναχον μελιῤῥύτοις ἀνυμνήσωμεν ᾠδαῖς, ὡς ἀπλανέστατον κατευθύντορα πιστῶν πρὸς βίον κρείττονα, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Εὐμένιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, ὁ ἐκλάμψας ἀρτιφανῶς ἀρωγῇ πρὸς πέλας, ἐν τοῖς πόνοις ὑπομονῇ, ἄκρᾳ ταπεινώσει καὶ ἀρετῇ, ἐχέφρον Εὐμένιε, πατέρων νέων ὑπόδειγμα.
Ὁ Οἶκος
Ἄνθρωπος οὐρανόφρων καὶ ἰσάγγελος ὤφθης, Εὐμένιε, ἀρτίως ἐν κόσμῳ, Λοιμωδῶν Νόσων στῦλε λαμπρὲ τοῦ Νοσοκομείου καὶ πιστῶν ἄριστε ἰθύντορ πρὸς τελείωσιν· διὸ σοὶ ἐκβοῶμεν ταῦτα·
Χαῖρε, τῆς Κρήτης ὁ θεῖος γόνος·
χαῖρε, ἀγάπης ἀστράπτων λύχνος.
Χαῖρε, Νικηφόρου ἀγώνων ὁμόζηλε·
χαῖρε, φιλαρέτου βιώσεως πρόμαχε.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον θεοσδότων δωρεῶν·
χαῖρε, ῥόδον εὐωδέστατον συμπαθείας τῶν λεπρῶν.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὸν λαὸν ὁ εὐφράνας·
χαῖρε, τῶν χριστωνύμων τὴν πληθὺν ὁ στηρίξας.
Χαῖρε, ἠθῶν ἀμέμπτων κειμήλιον·
χαῖρε, σεπτὸν τῆς χάριτος ἔσοπτρον.
Χαῖρε, πιστῶν ἀπλανὴς ποδηγέτης·
χαῖρε, ἡμῶν πρὸς τὸν Κτίστην μεσίτης·
Χαίροις, μάκαρ Εὐμένιε.