Τρίτη, Δεκεμβρίου 17, 2024

 

Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου, Ἡ πορεία τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων. Τό ἀφήγημα τῶν ἀβρααμικῶν θρησκειῶν



Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀναστασίου

Προη­γου­μέ­νου Ἱ. Μ. Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, Ἁγίων Μετεώρων

16 Δεκεμβρίου 2024, μνήμη Ἁγίου Μοδέστου Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων

ΜΕΓΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ !

Ἡ πορεία τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων

Τό ἀφήγημα τῶν ἀβρααμικῶν θρησκειῶν

Ἀπό τό πρῶτο ἀκόμη κείμενό μας γιά τούς διαθρησκειακούς διαλόγους τονίσαμε τόν ἰσχυρό σύνδεσμο, τήν ἀλληλοεξάρτηση καί τήν ἀλληλοϋποστήριξη ἀνάμεσα στόν πολιτικό καί τόν θρησκευτικό συγκρητισμό[1], πού ἀποτελοῦν τούς δύο μοχλούς στήριξης τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Ὁ πρῶτος μοχλός, ὁ πολιτικός συγκρητισμός, ἐκφράζεται ἀπό τήν παγκοσμιοποίηση καί στοχεύει στήν παγκόσμια διακυβέρνηση. Ὁ δεύτερος μοχλός, ὁ θρησκευτικός συγκρητισμός, στοχεύει στήν ἐπιβολή τῆς πανθρησκείας. Παγκοσμιοποίηση καί πανθρησκεία εἶναι συγκοινωνοῦντα δοχεῖα καί δροῦνε συμπληρωματικά ἡ μία πρός τήν ἄλλη. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού πολλές φορές ἡ διεθνής πολιτική καί οἱ ἐπιλογές τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς ἐπηρεάζουν καί καθορίζουν τήν πορεία τῶν θρησκευτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων.

Εἴδαμε, ἔτσι, στό προηγούμενο ἄρθρο μας πῶς ἡ ἀντιπαράθεση τῶν ὑπερδυνάμεων τήν περίοδο τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου συμπαρέσυρε στήν δίνη του καί τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Στό πλαίσιο τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ κομμουνιστικοῦ κινδύνου καί τῆς ἐνίσχυσης ἀντικομμουνιστικῶν δυνάμεων παγκοσμίως, οἱ Η.Π.Α. καί οἱ δυτικές Κυβερνήσεις ὑποστήριξαν καί ἐνίσχυσαν τόν «οἰκουμενικό διάλογο», τίς προσπάθειες γιά τήν «σύ­σφι­γξη τῶν σχέ­σε­ων με­τα­ξύ τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν Ἀ­να­το­λῆς καί Δύ­σε­ως» καί γενικώτερα τήν σύγκλιση μεταξύ τῶν θρησκειῶν.

Ἡ κατάρρευση τῶν κομ­μου­νι­στι­κῶν κα­θε­στώ­των καί ἡ λή­ξη τοῦ Ψυ­χροῦ Πο­λέ­μου ἀ­νέ­τρε­ψε τούς συ­σχε­τι­σμούς καί ἀ­νέ­δει­ξε νέ­α δε­δο­μέ­να στήν παγ­κό­σμια ἰ­σορ­ρο­πί­α. Ἀπό τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ΄90  ἡ ἀ­που­σί­α τοῦ ἀν­τί­πα­λου δέ­ους, πού ἐν­σάρ­κω­νε ὁ κομ­μου­νι­στι­κός κίν­δυ­νος, ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νει δυ­νά­μεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες δι­ο­χε­τεύ­ον­ται γιά τήν ἑ­δραί­ω­ση τῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς ἰσχύος σέ εὐρύτερες περιοχές, ὅπως ἡ Μέση Ἀνατολή καί ὁ ἀραβικός κόσμος. Γιά νά στη­ρι­χθεῖ ἡ νέ­α αὐ­τή μο­νο­κρα­το­ρί­α ἀ­παι­τεῖ­ται τό ἀ­νά­λο­γο ἰ­δε­ο­λο­γι­κό, πο­λι­τι­κό, πο­λι­τι­στι­κό καί οἰ­κο­νο­μι­κό ὑ­πό­βα­θρο, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση. Στό θρησκευτικό ἐπίπεδο τό ἀντίστοιχο τῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι, βεβαίως, ἡ πανθρησκεία.

Μία ἀπό τίς πιό ἀντιπροσωπευτικές περιπτώσεις, πού μᾶς ἀποκαλύπτουν τό πόσο καθοριστικός εἶναι ὁ ρόλος τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ στήν προώθηση τῆς παγκοσμιοποίησης καί τήν ἐπιβολή τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς, εἶναι οἱ Συμφωνίες τοῦ Ἀβραάμ.

Οἱ Συμφωνίες τοῦ Ἀβραάμ ἀποτελοῦν μιά σειρά συμφωνιῶν πού ὑπογράφηκαν τό 2020, μέ τήν μεσολάβηση καί ὑπό τήν αἰγίδα τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν (στήν διάρκεια τῆς πρώτης θητείας τοῦ νεοεκλεγέντα Ἀμερικανοῦ Προέδρου Ντόναλντ Τράμπ), μέ σκοπό τήν ὁμαλοποίηση τῶν σχέσεων μεταξύ τοῦ Ἰσραήλ καί διαφόρων ἀραβικῶν χωρῶν, ὅπως τά Ἡνωμένα Ἀραβικά Ἐμιράτα, τό Μπαχρέιν, τό Σουδάν καί τό Μαρόκο. Ἡ ὀνομασία «Συμφωνίες τοῦ Ἀβραάμ» ἀναφέρεται στόν κοινό πατριάρχη Ἀβραάμ (1813 π.Χ. - 1638 π.Χ.) τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν—Ἰουδαϊσμοῦ, Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλαμισμοῦ—ὑπογραμμίζοντας τήν κοινή θρησκευτική κληρονομιά καί τήν ἀνάγκη διαθρησκειακοῦ διαλόγου καί κατανόησης.

Στήν κοινή διακήρυξή τους οἱ χῶρες πού συμμετέχουν στίς Συμφωνίες δηλώνουν: «Ἐνθαρρύνουμε τίς προσπάθειες γιά τήν προώθηση τοῦ διαθρησκειακοῦ καί διαπολιτισμικοῦ διαλόγου γιά τήν προώθηση μιᾶς κουλτούρας εἰρήνης μεταξύ τῶν τριῶν Ἀβρααμικῶν θρησκειῶν καί ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας»[2].

Σύμφωνα μέ τόν σχεδιασμό πού ὑπῆρχε, στίς Συμφωνίες τοῦ Ἀβραάμ μποροῦν νά ἐνταχθοῦν σταδιακά καί ἄλλες χῶρες τοῦ ἀραβικοῦ κόσμου καί νά ἑδραιωθεῖ περαιτέρω ἡ ἀμερικανική ἐπιρροή στήν περιοχή μέ κύρια ἔκφραση ἰσχύος τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι, ἄλλωστε, γνωστό ὅτι ἦταν ἕτοιμη ἡ συμφωνία τοῦ Ἰσραήλ καί μέ τήν Σαουδική Ἀραβία, πού δέν πρόλαβε τότε νά ὑπογραφεῖ λόγῳ τῆς ἐπίθεσης τῆς Χαμάς (7 Ὀκτωβρίου 2023) καί τῆς ἔναρξης τοῦ πολέμου.

Ἀξιολογώντας τήν σημασία αὐτῆς τῆς σχεδιαζόμενης συμφωνίας ὁ Πρωθυπουργός τοῦ Ἰσραήλ Μπένιαμιν Nετανιάχου δήλωνε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2023: «Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία: Οἱ Συμφωνίες τοῦ Ἀβραάμ προανήγγειλαν τήν αὐγή μιᾶς νέας ἐποχῆς εἰρήνης... Πιστεύω ὅτι βρισκόμαστε στό κατώφλι μιᾶς πιό μεγάλης ἐξέλιξης: Μιά ἱστορική συμφωνία μεταξύ τοῦ Ἰσραήλ καί τῆς Σαουδικῆς Ἀραβίας. Μιά τέτοια εἰρήνη θά βοηθήσει πολύ πρός τόν τερματισμό της ἀραβο-ισραηλινῆς σύγκρουσης. Θά ἐνθαρρύνει ἄλλα ἀραβικά κράτη νά ὁμαλοποιήσουν τίς σχέσεις τους μέ τό Ἰσραήλ. Θά ἐνισχύσει τίς προοπτικές εἰρήνης μέ τούς Παλαιστίνιους. Θά ἐνθαρρύνει μιά εὐρύτερη συμφιλίωση μεταξύ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, μεταξύ τῆς Ἱερουσαλήμ καί τῆς Μέκκας, μεταξύ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσαάκ [Ἰουδαῖοι] καί τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσμαήλ [Μουσουλμάνοι]. Ὅλα αὐτά εἶναι τεράστιες εὐλογίες»[3].

Τό ἀφήγημα, βεβαίως, προϋπῆρχε καί δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό ἰδεολογικό καί θρησκευτικό ὑπόβαθρο πού δημιουργήθηκε μέ τόν διαθρησκειακό διάλογο τῶν τριῶν ἀβρααμικῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν. Τό ἐγχείρημα τῆς ἑνότητας τῶν τριῶν ἀβρααμικῶν θρησκειῶν εἶναι τό δεύτερο βῆμα στήν κατεύθυνση τῆς πανθρησκειακῆς ἑνοποίησης. Τό πρῶτο βῆμα εἶναι ἡ «ἕνωση τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν», πού ἀναλύσαμε στό προηγούμενο κείμενό μας. Τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι ἡ κοινή ἕνωση καί ἡ συγχώνευση ὅλων τῶν θρησκειῶν σέ μία «Ὑπερθρησκεία», ὅπως θά ἀναλύσουμε σέ ἑπόμενο κείμενό μας.

Τά βήματα αὐτά ξεκινοῦν σταδιακά, ἀλλά συνεχίζουν νά πραγματοποιοῦνται συντονισμένα σέ μία παράλληλη πορεία. Ἀπό τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ΄60, τόσο οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές ὅσο καί οἱ παπικοί καί οἱ προτεστάντες ἀρχίζουν τήν προσέγγιση μέ τόν ἰουδαϊσμό καί τόν μωαμεθανισμό. Σημαντικός σταθμός ὑπῆρξε, ὅπως ἔχουμε ἀναφέρει, ἡ διακήρυξη τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου (1962-1965) ὅτι οἱ τρεῖς μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό[4].

Ὁ κοινός βηματισμός τοῦ Φαναρίου μέ τό Βατικανό ἐπιβεβαιώνεται καί σέ αὐτή τήν περίπτωση. Ὅπως παρατηροῦσε ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας: «Οἱ τρεῖς γνωστές μονοθεϊστικές θρησκεῖες (Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ἰσλάμ) βρίσκονται σήμερα στίς ἀρχές ἑνός διαλόγου, στόν ὁποῖον πρωτοστατεῖ καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Στή φάση αὐτή ὁ στόχος τοῦ διαλόγου περιορίζεται στήν «ἀνεκτικότητα», τήν ἀποφυγή τῶν συγκρούσεων στό ὄνομα τῆς θρησκείας. Ὅσο καί ἄν δέν μᾶς ἱκανοποιεῖ αὐτό, δέν παύει νά εἶναι χρήσιμο, καί ἴσως ἐπιτακτικό. Ἀλλά, ἄν ἀρκεστοῦμε στήν ἀνεκτικότητα ὁδηγούμαστε σέ μιά νέα σκλαβιά. Πρέπει νά προχωρήσουμε πιό πέρα. Νά θέσουμε τά θρησκευτικά «πιστεύω» μας μπροστά στά ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καί νά ἀξιώσουμε ἀπαντήσεις. Καμία θρησκευτική πίστη δέν δικαιώνει τήν ὕπαρξή της μόνο καί μόνο μέ τόν ἰσχυρισμό της ὅτι αὐτή κατέχει τήν ἀλήθεια. Πρέπει νά δείξει ὅτι ὑπάρχει ὄχι γιά νά σκλαβώνει, ἀλλά γιά νά ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο, νά ἀπαντᾶ στά βαθύτερα ὑπαρξιακά προβλήματά του»[5].

  Τό ἀφήγημα τῶν ἀβρααμικῶν θρησκειῶν

Ἡ ἰδέα τῶν ἀβρααμικῶν θρησκειῶν ἐμφανίστηκε στό πλαίσιο τῆς συγκρητιστικῆς θρησκειολογίας, ὅπου μελετῶνται οἱ ὁμοιότητες καί τά κοινά σημεῖα μεταξύ διαφόρων θρησκευτικῶν παραδόσεων. Ἡ κοινή ἀναφορά στόν Ἀβραάμ, ὡς πατριάρχη καί προφήτη, θεωρήθηκε συνδετικό στοιχεῖο μεταξύ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, ὁδηγώντας ἁπλουστευτικά καί παραπλανητικά στήν ἀνάπτυξη τοῦ ὅρου «ἀβρααμικές θρησκεῖες».

Πρόκειται οὐσιαστικά γιά ἕνα οἰκουμενιστικό τέχνασμα, ἕνα κατασκεύασμα πού δημιουργήθηκε ἀπό τούς θιασῶτες τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ. Ὁ Ἀβραάμ θεωρήθηκε ὁ κοινός πατέρας ἰουδαίων, μουσουλμάνων καί χριστιανῶν. Οἱ ἰουδαῖοι κατάγονται κατά σάρκα ἀπό τόν Ἀβραάμ, ὡς φυσικοί ἀπόγονοί του. Οἱ μουσουλμάνοι κατάγονται ἀπό τόν Ἰσμαήλ, τόν γιό τοῦ Ἀβραάμ ἀπό τήν Ἄγαρ. Οἱ χριστιανοί εἶναι πνευματικοί ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ. Κατασκευάστηκε ἔτσι ὁ μύθος τῆς κοινῆς πατρότητος ἀπό τόν Ἀβραάμ.

Ποιοί εἶναι ὅμως οἱ γνήσιοι ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ; Εἶναι οἱ ἰουδαῖοι γνήσια τέκνα τοῦ Ἀβραάμ; Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Χριστοῦ μας: «ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν»[6] (Μετ.: Ἐσεῖς κατάγεσθε ἀπό τόν πατέρα σας, τόν διάβολο καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ πατέρα σας θέλετε νά κάνετε). Στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ἐπίσης, ὁ Χριστός συνομιλεῖ μέ Ἰουδαίους πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι τέκνα τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Χριστός τούς ἀπαντᾶ ὅτι ἐάν ἦταν ἀληθινά τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, θά ἔπρατταν τά ἔργα τοῦ Ἀβραάμ[7], ἀλλά ἐπειδή ζητοῦν νά τόν φονεύσουν, δείχνουν ὅτι ἀκολουθοῦν τίς ἐπιθυμίες τοῦ διαβόλου, τόν ὁποῖο χαρακτηρίζει πατέρα τους. Ἐπίσης, σέ ἄλλο σημεῖο τούς προτρέπει: «Κάνετε, λοιπόν, ἔργα πού ταιριάζουν σέ ἄνθρωπο πού πραγματικά μετανοεῖ· καί μήν ἀρχίσετε νά λέτε μεταξύ σας ‘‘ἐμεῖς καταγόμαστε ἀπό τόν Ἀβραάμ’’. Νά εἶστε βέβαιοι πώς ὁ Θεός, ἀκόμη κι ἀπό αὐτές ἐδῶ τίς πέτρες μπορεῖ νά κάνει ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ»[8].

Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός κάνει τήν σαφή καί καθοριστική διάκριση μεταξύ φυσικῆς καί πνευματικῆς καταγωγῆς. Ἐνῶ, δηλαδή, οἱ ἰουδαῖοι μπορεῖ νά εἶναι φυσικοί ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, τά ἔργα τους καί ἡ συμπεριφορά τους δέν ἀντανακλοῦν τήν πίστη καί τήν δικαιοσύνη τοῦ Ἀβραάμ. Ἐπομένως, πνευματικῶς δέν εἶναι τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά τοῦ διαβόλου, ἐπειδή ἀκολουθοῦν τίς ἐπιθυμίες καί τά ἔργα του[9].

Ὅπως, λοιπόν, σέ τίποτε δέν ὠφέλησε τόν λαό τοῦ Ἰσραὴλ ἡ βιολογική συγγένεια μέ τόν Ἀβραάμ, ἔτσι καί σέ τίποτε δέν ὠφελεῖ τόν λαό τῶν ἀράβων μουσουλμάνων τό γεγονός, ὅτι κατάγονται βιολογικά ἀπό τόν Ἀβραάμ. Γιατί τό κριτήριο τῆς σωτηρίας δέν εἶναι ἡ κατά σάρκα συγγένεια μέ τόν Ἀβραάμ, ἀλλά ἡ πίστη στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

  Παγκοσμιοποίηση καί πανθρησκεία

Στήν πραγματικότητα, ὁ διάλογος μεταξύ τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν ἔτσι, ὅπως διενεργεῖται, ἔχει πολιτικά κίνητρα καί προάγει ἕναν «πολιτικό οἰκουμενισμό» ὁδηγώντας σέ μιά «πολιτική θρησκεία» πού τοποθετεῖ ἰσότιμα τήν Ὀρθοδοξία, τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ καί ὑπονομεύει τήν αὐθεντική πίστη τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός προειδοποιοῦσε πάντοτε γιά τούς κινδύνους τῆς παγκοσμιοποίησης καί τῆς πανθρησκείας καί παρατηροῦσε πολύ εὔστοχα: «Ἡ Πανθρησκεία δημιουργεῖ πλαστή συνείδηση ἑνότητας, εἶναι ὅμως ἀναίρεση τῆς μοναδικότητας τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς δυνατότητας σωτηρίαςἩ Παγκοσμιοποίηση, στήν πνευματική της διάσταση, σημαίνει πλήρη ἀποορθοδοξοποίηση καί ὁλοτελῆ ἐκφράγκευση-ἐκδυτικισμό, πού δέν ἐπέρχεται μέ τήν τεχνολογία, ἀλλά μέ τήν ἀποδοχή ἑνός τρόπου δῆθεν χριστιανικῆς ὑπάρξεως, πού δέν μπορεῖ νά σώσει. Ὅπως ἔλεγε σέ ἀνάλογη περίπτωση ὁ ὀρθόδοξος πολιτικός τοῦ ιθ’ αἰ. Γεώργιος Τυπάλδος-Ἰακωβάτος γιά τήν Γερμανία τῆς ἐποχῆς του: πολλή θρησκεία, ἀλλά καθόλου Χριστός”!»[10].

Ἡ πανθρησκεία δημιουργεῖ πράγματι μία «θρησκεία χωρίς Χριστό», ὅπου δίνεται ἔμφαση σέ κοινές ἠθικές ἀξίες καί θρησκευτικές παραδόσεις, ἀλλά λείπει ἡ ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ πού προσφέρει τήν ἀληθινή σωτηρία, τήν ἐνότητα μέ τόν Θεό, τήν κατά χάριν θέωση. Ὑπονομεύει, ἔτσι, τήν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, διότι σχετικοποιεῖ τή μοναδικότητα καί τήν ἀπόλυτη ἀλήθεια τῆς σωτηρίας διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία Του.

Στήν ἀντίθετη λογική ἀπό αὐτή τῆς Ἁγίας Γραφῆς κινεῖται ἡ στάση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.) ἔ­ναν­τι τῶν μή χριστιανικῶν θρη­σκει­ῶν. Σέ κεί­με­νο πού ἐ­νέ­κρι­νε ἡ Θ΄ Γεν. Συ­νέ­λευ­ση μέ τί­τλο «Θρη­σκευ­τι­κή πο­λυ­μορ­φί­α καί αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῶν Χρι­στια­νῶν» (R­e­l­i­g­i­o­us p­l­u­r­a­l­i­ty a­nd C­h­r­i­s­t­i­an s­e­lf-u­n­d­e­r­s­t­a­n­d­i­ng) ἀναφέρε­ται:

«Οἱ θρη­σκευ­τι­κές πα­ρα­δό­σεις τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, στήν με­γά­λη τους δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, εἶ­ναι “πο­ρεῖ­ες” καί “προ­σκυ­νη­μα­τι­κά τα­ξί­δια” γιά ἀν­θρώ­πι­νη κα­τα­ξί­ω­σι τῆς ἀ­να­ζη­τή­σε­ως τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς ἀ­λη­θεί­ας πε­ρί τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας. Ἄν καί μπο­ρεῖ νά εἴ­μα­στε “ξέ­νοι” με­τα­ξύ μας, ὑ­πάρ­χουν στιγ­μές πού οἱ δρό­μοι μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται στό ση­μεῖ­ο πού λέ­γε­ται κλῆ­σις γιά “θρη­σκευ­τι­κή φι­λο­ξε­νί­α”. Τό­σο ἡ προ­σω­πι­κή μας πεῖ­ρα σή­με­ρα ὅ­σο καί ἱ­στο­ρι­κές στιγ­μές τοῦ πα­ρελ­θόν­τος μαρ­τυ­ροῦν γιά τό γε­γο­νός ὅ­τι τέ­τοι­α φι­λο­ξε­νί­α εἶ­ναι δυ­να­τή καί γί­νε­ται ἐ­νί­ο­τε.­.. Τά πε­πε­ρα­σμέ­να ἀν­θρώ­πι­να ὅ­ρια καί οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες δυ­να­τό­τη­τες τῆς γλώσ­σης κα­θι­στοῦν ἀ­δύ­να­τη κά­θε κοι­νό­τη­τα νά ἐ­ξαν­τλή­σῃ τό μυ­στή­ριο τῆς σω­τη­ρί­ας πού προ­σφέ­ρει ὁ Θε­ός στήν ἀν­θρω­πό­τη­τα. Ὅ­λες οἱ θε­ο­λο­γι­κές μας ἀν­τι­λή­ψεις σέ τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­σι δέν ξε­περ­νοῦν τά ὅ­ρια τῆς δι­κῆς μας ἐμ­πει­ρί­ας καί δέν μπο­ροῦν νά πα­ρα­κο­λου­θή­σουν τό εὖρος τοῦ ἔρ­γου τοῦ Θε­οῦ γιά τήν ἀ­πο­κα­τά­στα­σι τοῦ κό­σμου»[11].

Στήν ἴδια κατεύθυνση καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος θεωρεῖ ὅτι «ὁ διάλογος μεταξύ τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν εἶναι ἡ μόνη θεάρεστη ὁδός μαρτυρίας καί μεταδόσεως τῆς ἀληθείας»[12]. Καί ἀποτιμώντας τήν πορεία τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου ἐκτιμᾶ ὅτι: «Τό κύριο πρόβλημα στήν ἀλληλοκατανόηση, τήν ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη καί συνεργασία μεταξύ τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν εἶναι ἡ ἀπολυτότης. Ἡ θέση δηλαδή τῆς κάθε θρησκείας, ὅτι αὐτή καί μόνον κατέχει τήν ἀπόλυτη περί τοῦ Θεοῦ καί κόσμου ἀλήθεια[!] Ὡστόσο, ἐπειδή ὁ Θεός μόνος εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια, ἀπό τήν ὁποία κάθε ἄνθρωπος γνωρίζει ὄψεις μόνον τῆς ἀληθείας, γι’ αὐτό ὁ καθένας ὀφείλει νά ὁμολογεῖ, ὅπως ὁ Σωκράτης, τήν ἄγνοιά του καί νά εἶναι ἀνοικτός πρός τίς ἀπόψεις τῶν ἄλλων. Ἑπομένως οἱ δυσκολίες στή διαθρησκειακή ἐπικοινωνία ἀνακύπτουν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ καθένας γνωρίζει μέν διάφορες ὄψεις τῆς ἀληθείας, ἀλλά αὐτές τίς ἀπολυτοποιεῖ καί θέλει νά τίς ἐπιβάλλει στόν ἄλλο. Οἱ θρησκευτικοί ἡγέτες καθῆκον ἔχουν νά ἀπορρίπτουν τέτοιες ἀπολυτοποιήσεις»[13].

Οἱ ἀπόψεις αὐτές τοῦ κ. Βαρθολομαίου καί τῶν περί αὐτόν, πού παρρησίᾳ, ἀνενδοιάστως καί κατ’ ἐπανάληψη διακηρύττουν, εἶναι ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς παραδόσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Εὐαγγελιστῶν, καθώς καί τῶν πνευματοφόρων Πατέρων στή δισχιλιετῆ πορεία τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας. Καί εἰδικώτερα, ἐκείνων πού ἔχουν διατυπωθεῖ στίς ἁγίες Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἐκφράζουν τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὡς ἐκ τούτου, εἶναι παντελῶς ἀπορριπτέες.

Ἀπόλυτο δίκαιο εἶχε ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός, ὅταν ἔγραφε γιά ἀνάλογες ἀπόψεις: «Δὲν εἶναι αὐτὸ αὐτόματη διαγραφὴ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἂν ὑπάρχει “καὶ ἐν ἄλλῳ τινί” δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδὴ θεώσεως, τότε διατὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, ἀσάρκως στὴν Π. Διαθήκη, ἐνσάρκως στὴν Κ. Διαθήκη; Διατὶ ἡ Σάρκωση, ἡ Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία Ἁγίων; Οἱ πράξεις μας συνιστοῦν ἀπόρριψη τοῦ Χριστιανισμοῦ, παρά τὴν παραπλανητικὴ ὡραιολογία μας, ποὺ κανένα δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἀπατήση»[14].

 Ἡ στάση τῶν Ἁγίων Πατέρων στούς διαλόγους

Παρότι ὁ κ. Βαρθολομαῖος ὑποστηρίζει ὅτι καμμία θρησκεία δέν μπορεῖ νά θεωρεῖ «ὅτι αὐτή καί μόνον κατέχει τήν ἀπόλυτη περί τοῦ Θεοῦ καί κόσμου ἀλήθεια»ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας εἶναι Μία καί Μοναδική καί εἶναι καί Ἀπόλυτη ἔτσι, ὅπως μᾶς παραδίδεται στήν Ἁγία Γραφή: «οὐκ ἔ­στιν ἐν ἄλ­λῳ οὐ­δε­νί ἡ σω­τη­ρί­α, οὐ­δέ γάρ ὄ­νο­μά ἐ­στιν ἕ­τε­ρον τό δε­δο­μέ­νον ἐν ἀν­θρώ­ποις, ἐν ᾧ δεῖ σω­θῆ­ναι ἡ­μᾶς»[15] (Μετ. Δέν ὑπάρχει δι’ οὐδενός ἄλλου σωτηρία, οὔτε ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ὑπό τόν οὐρανό, δοσμένο στούς ἀνθρώπους, διά τοῦ ὁποίου πρέπει νά σωθοῦμε).

Αὐτή τήν ἀπόλυτη ἀλήθεια ἀκολούθησαν πιστά ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν διαλέγονταν μέ ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους, ὅπως τούς ὀπαδούς τοῦ ἰσλάμ.

Ὁ μακαριστός Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου Γέροντας Γεώργιος Καψάνης ἀνακεφαλαιώνει τήν ἀντίληψη καί τήν στάση τῶν Ἁγίων μας στίς συζητήσεις τους μέ τούς ἑτεροθρήσκους καί τήν ἀντιπαραθέτει μέ αὐτή ὅσων διεξάγουν τούς σύγχρονους διαθρησκειακούς διαλόγους:

«Μελετώντας τοὺς βίους τῶν Ἁγίων ποὺ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ καὶ συζητήσεις μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, ὅπως ὁ ἅγιος Φώτιος καὶ ὁ μαθητής του Κωνσταντῖνος (μετέπειτα ἅγιος Κύριλλος, ἀπόστολος τῶν Σλάβων), ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἱερὸς Γεννάδιος ὁ Σχολάριος, διαπιστώνουμε ὅτι ἐνῶ ἡ μουσουλμανικὴ πλημμυρίδα ἀπειλοῦσε τὸ Βυζάντιο, οἱ θεοφόροι αὐτοὶ ἄνδρες στὶς συζητήσεις τους μὲ τοὺς μουσουλμάνους ἐτόνιζαν ὅτι ἀληθὴς Θεὸς εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὅτι μόνος Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι ψευδοπροφήτης.

Τὶς ἀλήθειες αὐτὲς ὑπεστήριξαν γιὰ νὰ μὴν ἀθετήσουν τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καὶ φανοῦν ἔνοχοι ἀρνήσεώς Του, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἀγάπης πρὸς τοὺς μουσουλμάνους μήπως τυχὸν πιστεύσουν στὸν Χριστὸ καὶ σωθοῦν.

Στοὺς συγχρόνους διαλόγους δίδεται δυστυχῶς ἡ ἐντύπωσις ὅτι τὸ θέμα τῆς Πίστεως εἶναι δευτερεῦον ἢ καὶ μπορεῖ τελείως νὰ παρασιωπᾶται, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουμε πρακτικοὺς σκοπούς, ὅπως εἶναι ἡ συνεργασία γιὰ τὴν εἰρήνη ἢ τὴν οἰκολογία»[16] !!!

Αὐτό τό πρόσχημα τῆς εἰρήνης προβάλλεται κατά κόρον στίς διάφορες διαθρησκειακές συναντήσεις γιά τίς ὁποῖες παρατηροῦσε σχετικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Εἶναι καὶ μερικοὶ ποὺ ξεκινοῦν μὲ καλὴ διάθεση. Ἀλλά, ὅταν μαζεύωνται τί μάγοι, τί πυρολάτρες, τί Προτεστάντες, ἕνα σωρό – ἄκρη δὲν βρίσκεις –, γιὰ νὰ φέρουν τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο, πῶς νὰ βοηθήσουν; Ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρέση, αὐτὰ εἶναι κουρελοῦδες τοῦ διαβόλου. Γίνεται εἰρήνη μὲ ἁμαρτωλὸ συνεταιρισμό; Πῶς μπορεῖ νὰ ἔρθη ἡ εἰρήνη, ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν συμφιλιωθοῦν μὲ τὸν Θεό; Μόνον ὅταν συμφιλιωθῇ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ἔρχεται καὶ ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ ἡ ἐξωτερική. Γιὰ νὰ συμφιλιωθῇ ὅμως ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἔρθη σὲ συναίσθηση, νὰ μετανοήση, νὰ ζῆ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε ἔρχεται ἡ Χάρις καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ μέσα του, ὁπότε μπορεῖ νὰ βοηθήση καὶ γιὰ τὴν εἰρήνη γύρω του»[17].

Μέ ἀνάλογο ἁγιοπατερικό φρόνημα σχολίαζε τίς διαθρησκειακές συναντήσεις καί ὁ ὁμολογητής τῆς πίστεως μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός, «ὁ λέων τῆς Ὀρθοδοξίας», κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, θέτοντας ταυτόχρονα τά ὀρθόδοξα κριτήρια τῆς συμμετοχῆς στούς διαλόγους καί ἀναδεικνύοντας τίς εὐθύνες τῶν συμμετεχόντων:

«Ἡ Οἰκουμενική Κίνηση ἀποδείχθηκε προειδοποίηση τῆς Πανθρησκείας, τοῦ “Εὐαγγελίου” τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἁπτές ἐπιβεβαιώσεις τῆς Πανθρησκείας εἶναι οἱ διαθρησκειακές συναντήσεις, ὄχι ὡς ἐπιστημονικοί θρησκειολογικοί διάλογοι, νομιμοποιούμενοι ὁπωσδήποτε, ἀλλ’ ὡς συμπροσευχές καί ἐκφράσεις ἑνότητος ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Πάπα καί a priori καταξίωση τῶν διαφόρων θρησκευμάτων ὡς ἐκφάνσεων τῆς μιᾶς σωστικῆς Ἀλήθειας...

Ἡ Ὀρθοδοξία πορεύεται πάντα διαλεκτικά στήν ἱστορία. Αὐτό σημαίνει ἀντιθετικά καί συνθετικά. Σύνθεση ἐδῶ θά ἦταν μόνο ἡ μεταλλαγή της δαιμονικότητας τῆς παγκοσμιοποίησης σέ ἐν Χριστῷ οἰκουμενικότητα. Αὐτό ὅμως ἔχει σχέση μέ τήν ὀρθοδοξία τῶν Ὀρθοδόξων καί μάλιστα τῶν Ποιμένων. Ἀπό τήν ἡγεσία πάντα ἀρχίζει τό πρόβλημα! Πόσο ὀρθόδοξοι δηλαδή εἶναι οἱ Ποιμένες καί πόσο ὀρθόδοξα εἶναι τά κριτήριά τους. Σ’ αὐτό τό σημεῖο διαπράττεται ἕνα τρομερό λάθος. Ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία τά πράγματα κρίνονται, κατά κανόνα, μέ μέτρο τίς ἀποορθοδοξοποιημένες συνειδήσεις καί ὄχι τά αὐθεντικά οἰκουμενικά πρότυπα, τούς Ἁγίους μας. Δέν πρόκειται, ὅπως πιστεύεται, γιά διαφορά συντηρητικῶν-φιλελευθέρων, πού εἶναι μόνο ποσοτική. Αὐτή ἡ διάκριση γινόταν παλιά καί σήμαινε ποιά πλευρά ἀπορρίπτει περισσότερα ἤ λιγότερα ἀπό τήν παράδοση. Ἡ διαφορά σήμερα εἶναι μεταξύ παραδοσιακῶν καί ἀντιπαραδοσιακῶν, πατερικῶν δηλαδή καί ἀντιπατερικῶν. Ἡ σχέση μέ τήν ἀποστολική καί πατερική παράδοση βαρύνει. Καί τό μόνο κριτήριο στή στάση μας ἀπέναντι στίς δυνάμεις τῆς παγκοσμιοποίησης, στούς διαθρησκειακούς ἤ διαχριστιανικούς διαλόγους, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό. Πόσο πατερικοί εἴμαστε! Ἄν δηλαδή στά πρόσωπά μας διαλέγονται οἱ Ἅγιοί μας -καί ὄχι ἡ δική μας ἀλλοτρίωση- μέ τήν ἑτερόδοξη ἀλλοτρίωση. Οἱ “ὀρθόδοξοι” ἔχουμε ἀγγίξει τά ὅρια τοῦ γενικευμένου χριστιανισμοῦ τῆς ἑτεροδοξίας καί γι’ αὐτό ἔχουμε ταυτισθεῖ, ὡς ἡγεσία περισσότερο, μέ τόν παπισμό καί τούς προτεσταντισμούς, καταργώντας στήν οὐσία τόν διάλογο μαζί τους. Ἡ ἐκ μέρους μας ἰδεολογικοποίηση καί θρησκειοποίηση τῆς πίστεως σέ διαλόγους ὄχι ταυτότητας καί ὑπαρκτικότητας, ἀλλά συναλλαγῆς, ὁδηγεῖ συνήθως στό νά παρασυμβαλλόμεθα μέ τούς φορεῖς τῆς παγκοσμιοποίησης καί νά ὁμοιούμεθα αὐτοῖς (πρβλ. Ψάλ. 48,13[18]). Χάνεται ὅμως ἔτσι κάθε ἔννοια ἀληθινοῦ διαλόγου Ὀρθοδοξίας καί Ἑτεροδοξίας, ἀλλά καί κάθε ἐλπίδα συναντήσεως στά ὅρια τῆς παραδόσεως καί ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων, πού εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Θέσεις ὅπως ἡ ἐκκλησιαστικότητα τοῦ Παπισμοῦ, ἡ ἐξισωτική καί ἡ ἰσοπεδωτική «βαπτισματική θεολογία» στόν οἰκουμενικό διάλογο, ἡ δυνατότητα σωτηρίας στά διάφορα θρησκεύματα καί ἡ πρακτική ἐξίσωση τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων μας μέ αὐτά, ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀποξένωσή μας ἀπό τήν Πίστη τῶν Πατέρων μας, πού ὄχι μόνο μᾶς στεροῦν τό δικαίωμα νά ἐκπροσωποῦμε τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας, ἀλλά καί μᾶς καθιστοῦν ὑπεύθυνους γιά τήν αὔξηση τοῦ ὑπάρχοντος σκότους (Μάτθ. 6, 23). Ἡ ὑπέρβαση τῆς Παγκοσμιοποίησης μόνο ἁγιοπνευματικά εἶναι δυνατή, ἀλλ’ αὐτό προϋποθέτει ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή Ὀρθοδοξία»[19].

Ἀδελφοί Ὀρθόδοξοι ὅλης τῆς γῆς, χάριτι τοῦ Σαρκωθέντος γλυκυτάτου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Κυρίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων, ἄς μείνουμε σταθεροί καί ἀμετακίνητοι στήν ἅπαξ παραδοθεῖσα ὀρθόδοξη πίστη μας. Ὁ Κύριος μεθ’ ἡμῶν!

Εὐλογημένα Χριστούγεννα! Καλή φώτιση σέ ὅλους μας!



[1] Συγκρητισμός: ἀνάμειξη στοιχείων διαφορετικῆς προελεύσεως, κυρ. θρησκειῶν ἤ τύπων λατρείας, ὥστε νά προκύψει κάτι καινούργιο, Ἰ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό γιά τό σχολεῖο καί τό γραφεῖο, Ἀθήνα 2004, σελ. 974

[2] The Abraham Accords Declaration, https://www.state.gov/the-abraham-accords/

[3] Nετανιάχου, Ἡ συμφωνία μέ τή Σαουδική Ἀραβία θά δημιουργήσει μιά νέα Μέση Ἀνατολή, ἐφημ. Καθημερινή, 22-9-2023, https://www.kathimerini.gr/world/562631830/netaniachoy-i-symfonia-me-tin-saoydiki-aravia-tha-dimioyrgisei-mia-nea-mesi-anatoli/

[4] Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανοῦ, τεῦχος 7, ἔκδ. «Γραφείου Καλοῦ Τύπου», Ἀθήνα, σελ. 43-44

[5] Ἀλήθεια, Ἀνεκτικότητα καί Μονοθεϊσμός. Εἶναι δυνατός ἕνας διαθρησκειακός διάλογος; Περ. Θεολογία, τόμος 84, τεῦχος 2, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2013

[6] Ἰω. 8, 44

[7] Ἰω. 8, 39: «Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραάμ ἦτε, τά ἔργα τοῦ Ἀβραάμ ἐποιεῖτε»

[8] Λουκ. 3,8

[9] Αὐτή ἡ διάκριση μεταξύ φυσικῆς καί πνευματικῆς καταγωγῆς ἐμφανίζεται καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιά παράδειγμα, στήν πρός Ῥωμαίους ἐπιστολή (2:28-29), ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει ὅτι ἀληθινός Ἰουδαῖος δέν εἶναι αὐτός πού εἶναι ἐξωτερικά, ἀλλά αὐτός πού εἶναι ἐσωτερικά, καί ἀληθινή περιτομή εἶναι αὐτή τῆς καρδιᾶς, ἐν πνεύματι.

[10] Πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθόδοξη Οἰκουμενικότητα καί Παγκοσμιοποίηση, στό Στά μονοπάτια τῆς ρωμηοσύνης, ἔκδ. Ἁρμός, σελ. 413.

[11] 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Religious plurality and Christian self-understanding, 44-47

[12] Χαιρετισμός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου κατά τό ἐν Ἀγκύρᾳ Συνέδριον Διαθρησκειακοῦ Διαλόγου, 25.10.1998, Περιοδικό «Ὀρθοδοξία» Δ (1998), 749-752

[13] Χαιρετισμός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου κατά τό ἐν Ἀγκύρᾳ Συνέδριον Διαθρησκεια-κοῦ Διαλόγου, 25.10.1998, Περιοδικό «Ὀρθοδοξία» Δ (1998), 749-752

[14] Πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον (Ἀνάτυπο), σελ. 13

[15] Πράξ. 4, 12

[16] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Οἱ διαθρησκειακὲς ἐκδηλώσεις καὶ ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, Παρακαταθήκη τ. 28, σελ. 3-4

[17] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι, τ. Β’ Πνευματική ἀφύπνιση, Ἱ. Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσ/νίκης 1999, σ. 355-356

[18] «καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς».

[19] ὅ.π., σελ. 412-417



 

 



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 16η Δεκεμβρίου 2024 

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΟΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΕΣ «ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ»;

(Σχολιασμός κειμένων σχετικά με την πρόσφατη συνάντηση του «Διμερούς Θεολογικού Διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των  Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών»)

          Στα πλαίσια της λεγομένης «Οικουμενικής Κινήσεως» η Εκκλησία μας διεξάγει εδώ και πολλές δεκαετίες θεολογικούς διαλόγους με διάφορες αιρετικές ομάδες, με απώτερο σκοπό την μεταστροφή των αιρετικών και την επιστροφή τους στην Μία και Αδιαίρετη Εκκλησία του Χριστού, ήτοι: στην Ορθοδοξία την αληθινή και μοναδική Εκκλησία, η οποία, μόνη Αυτή διατηρεί την γνησιότητα της βιβλικής και αγιοπατερικής παράδοσης. Μόνον Αυτή σέβεται με απόλυτη πιστότητα την Συνοδική Παράδοση, δια της οποίας οριοθετείται, εν Αγίω Πνεύματι, η σώζουσα αλήθεια. Αλλά, επειδή όλες οι αιρετικές ομάδες, οι οποίες συμμετέχουν στους θεολογικούς διαλόγους, δεν πείθονται και δεν εκδηλώνουν διάθεση για αποβολή των κακοδοξιών τους και την επιστροφή τους στην Μία και αδιαίρετη Εκκλησία, η Ορθοδοξία συνεχίζει να διαλέγεται, με το αιτιολογικό, «να δίνει την ορθόδοξη μαρτυρία στους ετεροδόξους αδελφούς μας». Δυστυχώς οι διάλογοι έχουν οδηγηθεί σε πλήρη αναποτελεσματικότητα και εν πολλοίς βαίνουν σε βάρος της Ορθοδοξίας, διότι οι ορθόδοξοι αναγκάζονται να «κατανοούν» τις πλάνες των αμετανόητων αιρετικών ως «ορθόδοξες διαφορετικές παραδόσεις», τις οποίες έχει «παρανοήσει» η Ορθοδοξία! 

     Ορισμένες από αυτές τις θρησκευτικές κοινότητες, που διαλλέγεται η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, είναι και οι λεγόμενες «Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες», και κύρια όσες ακολουθούν τον κλάδο του Μονοφυσιτισμού. Για ενημέρωση των αναγνωστών μας αναφέρουμε πως, «Με την γενική ονομασία “Μονοφυσίτες” εννοούμε ένα πλήθος θρησκευτικών ομάδων με μικρές δογματικές διαφορές αναμεταξύ τους. Το μεγαλύτερο λάθος της διδασκαλίας τους- εξ ου και η ονομασία τους- είναι πως ο Χριστός είχε μια φύση, την θεϊκή. Αυτό διότι κατά την ένωση της θείας με την ανθρώπινη φύση- όπως υποστηρίζουν- υπερτέρησε η πρώτη και ούτε λίγο ούτε πολύ “απορρόφησε” την δεύτερη. Αυτήν την αυθαίρετη θεωρία επινόησε ο Αρχιμανδρίτης Ευτυχής τον 5ο αιώνα παρασύροντας μαζί του στην πλάνη πολλούς ακόμη (π.χ. Σεβήρος, Διόσκουρος κλπ.). Η 4η Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε αυτήν την αίρεση. Η απόφαση επικυρώθηκε με το γνωστό θαύμα της Αγίας Ευφημίας. Δυστυχώς πολλοί αποκόπηκαν από την Εκκλησία μένοντας έως τώρα στην πλάνη και παραδεχόμενοι μόνον τις 3 πρώτες Συνόδους. Φυσικά όποιος δεν αποδέχεται μέρος της αληθείας την αρνείται ολόκληρη. Απόγονοι αυτών είναι οι Κόπτες, Συριάνοι, Ιακωβίτες, Αρμένιοι, Αιθίοπες κ.α.»[1]. Αυτές τις πλάνες, τις οποίες δεν απορρίπτουν οι σύγχρονοι Μονοφυσίτες, καλούνται και εν πολλοίς εξαναγκάζονται, να «ερμηνεύσουν ορθοδόξως» οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών στους διμερείς θεολογικούς διαλόγους!

      Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από Έκθεση Πεπραγμένων του  «Διμερούς Θεολογικού Διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των  Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών» από τον Ελλογιμώτατο Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Δ. Μόσχο, το οποίο έλαβε χώρα στο Παπικό Κέντρο Logos, στην Μονή Αγίου BishoyWadi El Natrum, στην Αίγυπτο, από την 16η έως 17η Σεπτεμβρίου ε.ε., με τίτλο: «“η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς” (Β΄ Κορ.δ΄,14)» και την εισήγηση με τίτλο: «Ο Διμερής Διάλογος με τις Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες και η Εκκλησία της Ελλάδος».

      Αφού μελετήσαμε με προσοχή τα δύο κείμενα, παρατηρούμε ως αρχή την εσφαλμένη αναφορά στις αιρετικές κοινότητες των αντιχαλκηδονίων ως «Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες», ένας όρος, ο οποίος έχει παγιωθεί σ’ αυτές τα τελευταία χρόνια. Όμως ο όρος «ορθοδοξία», που σημαίνει «ορθή δόξα», έχει υιοθετηθεί εξ’ αρχής από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας, για να ορίσει την γνήσια, απαραχάρακτη και μόνη σώζουσα πίστη, την οποία κατέχει μόνο Αυτή, όπως διδάχτηκε από τον Κύριο, κηρύχτηκε από τους Αγίους Αποστόλους στην οικουμένη, οριοθετήθηκε από τις Άγιες Συνόδους και τηρήθηκε από τους Αγίους Πατέρες. Οι Αντιχαλκηδόνιες «εκκλησίες» δεν είναι και δεν μπορούν να ονομάζονται ορθόδοξες, διότι διέστρεψαν την ορθή πίστη και καταδικάστηκαν από τις Άγιες Συνόδους ως αιρετικές. Σφετερίζονται τον όρο «ορθόδοξες», προφανώς για παραπλάνηση. Και αυτό είναι, κατά τη γνώμη μας, ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, το οποίο παραβλέπεται από ορθοδόξου πλευράς. Αν λοιπόν οι Αντιχαλκηδόνιες «εκκλησίες» είναι «ορθόδοξες», τότε γιατί συνεχίζει να διαλέγεται η Εκκλησία μας με αυτές και γιατί δεν κάνει την ένωση; Δεν είναι αυτό μια κραυγαλέα αντίφαση;

      Όσον αφορά στο κείμενο του Καθηγητή κ. Δ. Μόσχου, της αναφοράς του στα πεπραγμένα της συνάντησης, δεν έχουμε να κάμουμε κάποιες παρατηρήσεις, αφού περιορίζεται στη σύνθεση και τις εργασίες της συνάντησης. Αρκέστηκε να κάμει μια επισκόπηση των αντιδράσεων, από ορθοδόξου πλευράς, μετά την δεκαετία του 1990 και ιδίως του 2000. Στην εισήγησή του «επεσήμανε την ανάγκη να επιταχυνθούν οι διαδικασίες καθώς συντρέχουν και γεωπολιτικοί λόγοι που απαιτούν την ενότητα των Χριστιανών ειδικά μεταξύ των Ορθοδόξων και Αρχαίων Ανατολικών».  Προβληματιζόμαστε βεβαίως για την όποια επιτάχυνση.

     Ο κ. Καθηγητής κ. Δ. Μόσχος ανάγνωσε και την εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτη Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ. Στην εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος ορθότατα έκανε μια λεπτομερή παράθεση γεγονότων και λεγομένων στις ως τώρα συναντήσεις. Από τις παραθέσεις δηλώσεων από μέρους των Αντιχαλκηδονίων, διαφαίνεται ξεκάθαρα η πλήρης απροθυμία τους να αποποιηθούν τις πλάνες τους και να ενταχτούν στην αδιαίρετη Εκκλησία. Μάλιστα συχνά προβάλλουν εξωφρενικές απαιτήσεις, όπως λ.χ. άρση των αναθεμάτων κατά των «αγίων» του Μονοφυσιτισμού, Δίσκουρο και Σεβήρο!

       Επ’ αυτού του θέματος έχουν αποφανθεί κορυφαίοι ορθόδοξοι θεολόγοι, ότι οι πεισματικά αρνούμενοι τους Όρους της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου αιρετικοί, μεταχειρίζονται λεκτικά σχήματα για να «αποδείξουν» την δήθεν «ορθοδοξία» τους, ενώ στην ουσία παραμένουν πεισματικά στις πλάνες τους. Ισχυρίζονται ότι δήθεν η Ορθόδοξη Εκκλησία «λειτούργησε» υπό το κράτος μισαλλοδοξίας και δεν θέλησε να κατανοήσει τον ορθόδοξο τρόπο σκέψης και έκφρασής τους.   

       Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα σχετικών κειμένων, για να καταλάβουν οι αναγνώστες μας ότι οι Αντιχαλκηδόνιες «εκκλησίες» βρίσκονται και εμμένουν στις πλάνες τους. Και ότι, οι εκ των ορθοδόξων, οι οποίοι τις «βλέπουν» ως «ορθόδοξες», σφάλουν και βλάπτουν, τόσο την Εκκλησία, όσο και τους ίδιους τους αιρετικούς, τους οποίους δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκονται στην αλήθεια, ότι οι «εκκλησίες» τους είναι γνήσιες και επεργάζονται τη σωτηρία. 

       Ο Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ π. Θεόδωρος Ζήσης, στο περιοδικό «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ», δημοσίευσε ένα αρκετά διαφωτιστικό σχετικό άρθρο με θέμα: «Η "ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ" ΤΩΝ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΩΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΩΝ», στο οποίο ξεκαθαρίζεται η θέση των αντιχαλκηδονίων «εκκλησιών». Μεταξύ των άλλων τόνισε: «Εἶναι γνωστὸν ὅτι μεταξὺ τῶν διαλόγων ποὺ διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία μὲ τοὺς ἑτεροδόξους συμπεριλαμβάνεται καὶ ὁ διάλογος μὲ τοὺς Μονοφυσίτας ἢ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους ἢ τοὺς Προχαλκηδονίους ἢ τοὺς Ἀρχαίους Ἀνατολικοὺς ἢ τοὺς ἐσχάτως καὶ ἄντικρυς πρὸς τὴν Παράδοση ἀποκαλουμένους Ὀρθοδόξους Ἀνατολικούς. Ὁ διάλογος αὐτὸς στὸ ἐπίπεδο τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ποὺ τὸν διεξάγει ἔχει καταλήξει σὲ συμφωνία, ἀπὸ τὴν ὁποία προκύπτει ὅτι δῆθεν δὲν μᾶς χωρίζει τίποτε στὴν πίστη, ὅτι οἱ θεωρούμενες μέχρι τώρα διαφορὲς ὀφειλόταν σὲ παρανόηση καὶ παρεξήγηση τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας, ποὺ τὴν κατάλαβαν τώρα καλύτερα οἱ εἰδικοὶ θεολόγοι ἐπιστήμονες ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας, καὶ ὅτι ἡ ἀρχικὴ ἀπόσχιση τῶν Ἀντιχαλκηδονίων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὀφειλόταν σὲ θεολογικοὺς ἀλλὰ σὲ πολιτικοὺς λόγους»[2].

     Και συνεχίζει: «Ἡ παραμορφωτικὴ αὐτὴ τῶν πραγμάτων εἰκόνα κυκλοφοροῦσε κυριαρχικὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν συνομιλιῶν, τόσο στὶς τέσσαρες ἀνεπίσημες συνδιασκέψεις Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων, ποὺ σημειωτέον ἔγι­ναν μὲ πρωτοβουλία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὅσο καὶ στὶς ἐπίσημες συναντήσεις τῆς Διορθοδόξου ἐπὶ τοῦ διαλόγου αὐτοῦ Ἐπιτροπῆς καὶ στὶς συνδια­σκέψεις κατόπιν τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ὑπῆρχαν μάλιστα καὶ πρόσωπα, μέλη τοῦ διαλόγου καὶ ἐκπρόσωποι Ἐκκλησιῶν, ποὺ πίστευαν ὅτι ἡ "Ὀρθοδοξία" τῶν Ἀντιχαλκηδονίων εἶναι ἀναμφίβολος καὶ ἐκτὸς πάσης ἀμφισβητήσεως, περιττεύει ἐπομένως καὶ ὁ θεολογικὸς διάλογος, ποὺ θὰ περιπλέξει περισσότερο τὰ πράγματα. Συνιστοῦσαν γι' αὐτὸ καὶ ἐπρότειναν νὰ προχωρήσουν οἱ Ἑκκλησίες σὲ ἁπλὴ διακήρυξη τῆς ἑνώσεως, γιατὶ οἱ δεκαπέντε αἰῶνες χωρισμοῦ ἦσαν ἀδικαιολόγητοι, καὶ ἐπομένως κατὰ τὸ σκεπτικὸ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες σὲ πλάνη, καὶ ἔκαναν λάθος οἱ ἑκατοντάδες τῶν μεγάλων καὶ ἐπιφανῶν καὶ σοφῶν καὶ φωτισμένων ἁγίων Πατέρων ποὺ ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔγραψαν ἐναντίον τῶν Μονοφυσιτῶν, Ἰακωβιτῶν, Ἀκεφάλων, Σεβηριανῶν κ.τ.λ., ἀλλὰ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἁπλῶν ἀλλὰ φωτισμένων καὶ ἁγίων γερόντων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως φανερώνουν πάμπολλες διηγήσεις στὰ Γεροντικά, οὔτε νὰ συνομιλήσουν δεχόταν μὲ Ἀντιχαλκηδονίους, μέχρις ὅτου ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση καὶ ἀναγνωρίσουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνὸδου»[3].

      Εξίσου διαφωτιστική είναι και σχετική μελέτη της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, με συντάκτη τον Μοναχό Λουκά Γρηγοριάτη, με τίτλο: «Ο σύγχρονος διάλογος Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονιων υπό το φως της παραδόσεως της Εκκλησίας».  Μεταξύ των άλλων τονίστηκε πως, «Στην εποχή μας δόθηκε ή δυνατότης για νέο διάλογο. Αναντιρρήτως υπήρξε εκ μέρους ορισμένων Αντιχαλκηδονίων υγιής πρόθεσις προσεγγίσεως και ειλικρινούς διαλόγου. Προφανώς και ή Ορθόδοξος Εκκλησία, συνεπής στην αποστολικότητά της, δεν ήτο δυνατόν να αρνηθή τον διάλογο, ό οποίος άρχισε με πρωτοφανή αισιοδοξία. Ή δυσχερής θέσις των χριστιανικών αυτών λαών εν τω μέσω της μουσουλμανικής πλημμυρίδος και ή ημετέρα φυσική συμπάθεια προς τους πονεμένους αυτούς ανθρώπους υπήρξε ισχυρό κίνητρο επισπεύσεως των διαδικασιών. Όμως το κλίμα ευφορίας επέτειναν και αρνητικοί από Ορθοδόξου απόψεως παράγοντες, όπως ή οικουμενιστική προοπτική του 20οϋ αιώνος και ή άμβλυνσις γενικώς των θεολογικών κριτηρίων. Διερευνών τους λόγους της πρώτης αυτής ευφορίας ό μετριοπαθής στις κρίσεις του Σεβ. Μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος σημειώνει: “Ίσως διότι δεν ήτο δυνατόν να είχον συνειδητοποιηθή εκ πρώτης αρχής αι ιστορικοθεολογικαί δυσκολίαι δια μίαν τοιαύτην ποθητήν ένωσιν”. Ό ανεπίσημος Διάλογος (1964-1971) ωδήγησε σε συμφωνίες θεολογικώς απαράδεκτες. Βεβαιώθηκε ή πλήρης και βαθεία συμφωνία επί της ουσίας του Χριστολογικού δόγματος. Ό Όρος της Δ' Οικουμενικής Συνόδου αποσιωπήθηκε και άντ' αυτού προτάθηκε ή σύνταξις νέας διατυπώσεως (formula) της κοινής υποτίθεται πίστεως. Ή συναρίθμησις των μετέπειτα τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων Ε΄ έως Ζ' παρεκάμφθη με θεολογικές σοφιστείες (διάκρισις "προθέσεως" και "ορολογίας" της Συνόδου). Και, τέλος, ή άρσις των αναθεμάτων θεωρήθηκε δυνατή εφ' όσον ή πίστις είναι δήθεν κοινή και εφ' όσον δεν υποχρεούνται οι Εκκλησίες να αποδεχθούν ως αγίους τους πρώην αιρεσιάρχας και αναθεματισμένους»[4].

      Όσον αφορά στην συμπάθειά μας και στην πικρία μας για τις δοκιμασίες των εντός του ισλαμικού κόσμου διαβιούντων Μονοφυσιτών, είναι δεδομένη, όπως και για κάθε άνθρωπο. Αλλά δεν μπορεί και δεν πρέπει να επηρεάζει τη θέση μας όσον αφορά τις πλάνες τους, τις οποίες οφείλουμε να προβάλουμε και να ελέγχουμε, με γνώμονα πάντοτε την αγάπη. Το ως άνω κείμενο επισημαίνει: «Και ἀσφαλῶς οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ ὅσιοι γεροντάδες δὲν εἶχαν λιγώτερη ἀγάπη καὶ κατανόηση ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ὑπερμάχους τῆς ἑνώσεως, ἀντίθετα ἡ στάση τους ὀφειλόταν σὲ φροντίδα, ποιμαντικὴ καὶ παιδαγωγική, νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ ἐκτραπέντες τὸ λάθος καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ὁρθὴ πίστη ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση σωτηρίας. Ἀγαπᾶ ἐκεῖνος ποὺ λέγει τὴν ἀλήθεια, ἔστω καὶ ἂν πικραίνει κατ' ἀρχὴν καὶ δημιουργεῖ ἀντίδραση, καὶ ὄχι ἐκεῖνος ποὺ παραπλανᾶ καὶ κρύβει τὴν ἀλήθεια, ὑπολογίζοντας στὶς πρόσκαιρες ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ ὄχι στὶς αἰώνιες πραγματικότητες»[5].

       Το κείμενο της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους αποδομεί πλήρως όσους νομίζουν δια την δήθεν «ορθοδοξία» των αιρετικών αντιχαλκηδονίων. «Ή θεολογική κριτική που ασκήθηκε εν τω μεταξύ αποδεικνύει ότι οι Κοινές Δηλώσεις είναι καρπός δογματικών υποχωρήσεων εκ μέρους των Ορθοδόξων. Οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν υποχώρησαν ούτε βήμα από την Χριστολογία του Σεβήρου, την οποία και διετύπωσαν με σαφήνεια στις Κοινές Δηλώσεις. Αυτό φαίνεται από τα εξής: 1) Καταδικάζουν τον νεστοριανισμό και τον ευτυχιανισμό, αλλά δεν καταδικάζουν τον σεβηριανισμό που είναι ό μονοφυσιτισμός των συγχρόνων μας Αντιχαλκηδονίων. 2) Αποσιωπούν την Δ' Οικουμενική Σύνοδο στο σύνολο της. Αναφέρονται στην διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων Ε', ΣΤ' και Ζ', όχι ως ορθοδόξου διδασκαλίας αποδεκτής και από αυτούς τους ιδίους, αλλά ως χριστολογικής ερμηνείας των Ορθοδόξων, την οποία οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν έχουν λόγους να την αρνηθούν στους Ορθοδόξους. 3) Αναφέρονται στην θεία φύσι του Χριστού μετά των φυσικών της ιδιοτήτων και στην ανθρωπινή φύσι Του μετά των φυσικών της ιδιοτήτων, αλλά σταματούν στο σημείο αυτό. Έτσι αναδιατυπώνουν το εκ δυο φύσεων. Όμιλούν στην συνέχεια περί ενώσεως των φύσεων, αλλά δεν αναφέρονται στην ύπαρξι των φύσεων εν τη ενώσει: δεν αναδιατυπώνουν δηλαδή το εν δύο φύσεσι. Επιτρέπουν στους Ορθοδόξους να διατηρούν την δυοφυσιτική ορολογία, εφ' όσον δι' αυτής δεν νεστοριανίζουν, αλλά νομιμοποιούν τους Αντιχαλκηδονίους να διατηρούν την σεβηριανή ορολογία, ωσάν αυτή να είναι άμοιρος μονοφυσιτικού φρονήματος. 4) Ομολογούν ότι ό Σαρκωθείς Λόγος είναι το υποκείμενο πάσης θελήσεως και ενεργείας εν Χριστώ (ορθώς, διότι προφυλάσσει από τον νεστοριανισμό), αλλά δεν λέγουν ταυτοχρόνως ότι οι φύσεις εν Χριστώ είναι φυσικώς ενεργητικές και θελητικές, ώστε ό Χριστός να είναι ό ενεργών καθ' εκατέραν των φύσεων μετά της θατέρου κοινωνίας. Ή περικεκομμένη διατύπωσις εισάγει σιωπηρώς και τεχνηέντως τον σεβηριανό μονοενεργητισμό. 5) Παραχωρούν στους Αντιχαλκηδονίους την δυνατότητα να ορίζουν το υποστατικώς εν τω Χριστώ ως μίαν ηνωμένην θεανθρωπίνην φύσιν. Εισάγουν έτσι με άλλες λέξεις την σεβηριανή μία σύνθετη φύσι»[6].

      Δεν έχουμε τα περιθώρια να επεκταθούμε περισσότερο για να καταδείξουμε ότι οι αντιχαλκηδόνιες «εκκλησίες» παραμένουν αιρετικές και ότι οι απόψεις των ορθοδόξων θιασωτών  της «ορθοδοξίας» αυτών παραμένουν έωλες και ίσως βλαπτικές για τους ίδιους, για την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και κύρια για την συνειδητοποίηση των αιρετικών των πλανών τους, για μετάνοια και επιστροφή στην σωστική αγκαλιά της Μίας και Αδιαίρετης Εκκλησίας του Χριστού. Χαρακτηριστική και λίαν προβληματική είναι η κοινή δήλωση ορθοδόξων και μονοφυσιτών: «Κατενοήσαμεν τώρα σαφῶς ὅτι ἀμφότεραι αἱ οἰκογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστῶς τὴν αὐτὴν αὐθεντικὴν Ὀρθόδοξον Χριστολογικὴν πίστιν καὶ τὴν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, καίτοι ἐχρησιμοποίησαν χριστολογικοὺς ὅρους κατὰ διάφορον τρόπον»[7]!      

      Περαίνουμε την ανακοίνωσή μας με την παρατήρηση ότι δεν μπορούμε, δεν έχουμε το δικαίωμα να μεταθέτουμε όρια που έθεσαν οι θεοφώτιστοι και θεηγόροι άγιοι Πατέρες. Και τούτο διότι η διδασκαλία τους εκφράζει την σώζουσα αλήθεια, καρπός προσευχής και αγιότητας, έκφραση της επενέργειας του Παναγίου Πνεύματος, το Οποίο οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,13). Οι άγιοι Πατέρες, τα στόματα του Αγίου Πνεύματος, αποφάνθηκαν, Συνοδικώ τω τρόπω, ότι οι Μονοφυσίτες (αρχαίοι και σύγχρονοι) παρέκλιναν από την ορθή πίστη, ότι δεν φρονούσαν και συνεχίζουν να μην φρονούν την σώζουσα αλήθεια της Μιας και Αδιαίρετης Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, εμείς οι σύγχρονοι, για να τους ενώσουμε ξανά στην Εκκλησία, θα πρέπει να έχουμε οδηγούς τους Πατέρες, οι οποίοι, από αγάπη και ευθύνη, αναγκάστηκαν να τους αποκόψουν από το εκκλησιαστικό σώμα, «ως σεσηπότα μέλη». Η όποια αυστηρότητά μας θα πρέπει να είναι εναρμονισμένη με αυτή των Πατέρων, η οποία εν τέλει, ήταν απαύγασμα αγάπης προς αυτούς και όχι προϊόν μισαλλοδοξίας, όπως συκοφαντικά διατείνονται ορισμένοι. Πόσο πιο «φιλάνθρωποι» μπορούμε να φανούμε εμείς από τους Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι καταδίκασαν και αναθεμάτισαν, «Εὐτυχῆ καὶ Διόσκορον δυσφημήσαντας, τῆς θείας αὐλῆς ἐξελάσασα, συναποβάλλοντες αὐτοῖς Σεβῆρον, Πέτρον καὶ τὴν πολυβλάσφημον αὐτῶν ἀλληλόπλοκον σειράν»[8]; Με ποιο δικαίωμα θα άρουμε τα αναθέματα αυτών των αιρεσιαρχών («αγίων» των Μονοφυσιτών) και θα τους συγκατατάξουμε με τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι δίκαια τους αναθεμάτισαν; 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών



[1] https://www.impantokratoros.gr/monofysites.el.aspx

[2] https://www.theodromia.gr/625DC6B1.el.aspx

[3] Όπου ανωτέρω

[4]https://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=9660:o-sygxronos-dialogos-orthodokson-kai-antixalkidonion-ypo-to-fos-tis-paradoseos-tis-ekklisias&Itemid=167

[5] https://www.theodromia.gr/625DC6B1.el.aspx

[6]https://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=9660:o-sygxronos-dialogos-orthodokson-kai-antixalkidonion-ypo-to-fos-tis-paradoseos-tis-ekklisias&Itemid=167

[7]Δευτέρα κοινὴ Δήλωσις καὶ προτάσεις πρὸς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Μεικτῆς ἐπὶ τοῦ Διαλόγου Ἐπιτροπῆς (Γενεύη, Σεπτέμβριος 1990)

[8] https://www.theodromia.gr/625DC6B1.el.aspx