Πέμπτη, Μαΐου 09, 2024

 


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 19η Μαρτίου 2020

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΟΛΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

Η κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνος και μέχρι σήμερα γενομένη προσέγγιση της Ορθοδοξίας με τον προτεσταντικό κόσμο μέσα στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως και του Π.Σ.Ε. και ο μεταξύ των δύο πλευρών, (Ορθοδοξίας και Προτεσταντισμού), αρξάμενος και συνεχιζόμενος Διαχριστιανικός Διάλογος είχε σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα, να αναδυθεί και να τεθεί ως αντικείμενο διαλόγου και το θέμα της Ιερωσύνης των γυναικών σε συνάφεια με το θεσμό των διακονισσών στην αρχαία Εκκλησία. 

 

Η καθιέρωση από ορισμένες προτεσταντικές κοινότητες, όπως αυτής των Αγγλικανών, της χειροτονίας των γυναικών σ’ όλους τους βαθμούς της Ιερωσύνης, μέχρι και του επισκόπου, οφείλεται στην επικράτηση καινοφανών θεολογικών αντιλήψεων στους κόλπους του Προτεσταντισμού σχετικά με το θέμα αυτό, που είναι σαφώς ξένες προς το περιεχόμενο της αντιστοίχου διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Έχουν δε την αφετηρία τους, κατά κύριον λόγον, στην απόρριψη υπό των Προτεσταντών σύνολης της Εκκλησιαστικής και Πατερικής μας Παραδόσεως. Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Βλάσιο Φειδά, η διαφορετική κατανόησις του μυστηρίου της Ιερωσύνης στον προτεσταντικό χώρο απορρέει «εκ της σαφούς ετερότητος των εκκλησιολογικών προϋποθέσεων, διότι η υπό του Προτεσταντισμού αποδυνάμωσις της χριστοκεντρικής οντολογίας της Εκκλησίας συνεδυάσθη προς την απόρριψιν της ούτως ειπείν χριστοκεντρικής οντολογίας της Ιερωσύνης».[1]

Μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης, στις συνοδικές αποφάσεις της οποίας, ως γνωστόν, το έργο και η «θεολογική» παραγωγή του Π.Σ.Ε. καταφάσκεται και επαινείται, (αντί απορρίψεως), αναζωπυρώθηκε και πάλι το εν λόγω θέμα από γνωστούς κύκλους, στην προσπάθειά τους να φέρουν σε ακόμη μεγαλύτερη προσέγγιση την Ορθοδοξία με τον Προτεσταντισμό. Πριν λίγο καιρό και συγκεκριμένα από τις 31 Ιανουαρίου έως 2 Φεβρουαρίου ε.ε. πραγματοποιήθηκε, στη Θεσσαλονίκη, ένα Διεθνές Συμπόσιο με τίτλο: «Διακόνισσες: Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον». Συγκλήθηκε και πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία, (όχι τυχαία κατά τη γνώμη μας), από το «Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών “Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου”» (CEMES) και σε συνεργασία με το, (επίσης όχι τυχαία), «Διορθόδοξο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα “Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία”, και άλλων συνδιοργανωτών.

Σύμφωνα με σχετική ανοικτή επιστολή της διοργανωτικής επιτροπής προς τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες: «Το συμπόσιο εξέτασε από επιστημονική και εκκλησιαστική προοπτική τον θεσμό των διακονισσών της Εκκλησίας, τόσο κατά τους πρώτους όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς και τις σύγχρονες αντιδράσεις και επιφυλάξεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών και άλλων χριστιανικών παραδόσεων»

Μάλιστα ως προοίμιο στην επιστολή τέθηκε το εξής χαρακτηριστικό  συμπέρασμα του συμποσίου: «Δεν υπάρχει βιβλικός ή θεολογικός, κανονικός, ή λειτουργικός, πατερικός, ή ποιμαντικός λόγος που να δικαιολογεί την καθυστέρηση, ή την παρεμπόδιση της πλήρους αποκατάστασης του παραδοσιακού θεσμού των διακονισσών από την σύγχρονη Εκκλησία»

Σε άλλη παράγραφο της επιστολής τονίζεται ότι: «Το συμπόσιο επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στη διακονική φύση της χριστιανικής μαρτυρίας και της Ιερωσύνης, η οποία παραθεωρήθηκε από αιώνες πατριαρχικής νοοτροπίας και θεσμικού κληρικαλισμού. Και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι «η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο Ευχαριστίας και όχι μια πυραμίδα εξουσίας». Ακολουθούν στην επιστολή οι λόγοι, οι οποίοι καθιστούν την αναβίωση του θεσμού των  διακονισσών ως «επείγουσα ανάγκη». Το συμπόσιο επικαλείται ακόμη τις αποφάσεις «της Διορθόδοξης Συνδιάσκεψης της Ρόδου, που καλούσαν την Εκκλησία να αντιμετωπίσει τις πρωτοφανείς προκλήσεις των καιρών».

Μελετώντας με προσοχή την επιστολή, αλλά και τις εισηγήσεις στο εν λόγω Συμπόσιο, δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε, ποιες είναι τελικά «οι πρωτοφανείς προκλήσεις των καιρών»οι οποίες επιτάσσουν, να πάρει η Εκκλησία μια τόσο σοβαρή απόφαση και να θέσει σε δοκιμασία την ενότητα του χριστιανικού πληρώματος, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε και στο Συμπόσιο, αφ’ ενός μεν υπάρχουν έντονες αντιδράσεις και επιφυλάξεις για το ακανθώδες αυτό ζήτημα και αφ’ ετέρου η παγκόσμια Ορθοδοξία στην παρούσα χρονική συγκυρία «μετράει τις πληγές της», από το ήδη υφιστάμενο πανορθοδόξων διαστάσεων σχίσμα, με αφορμή το ουκρανικό Αυτοκέφαλο.

Είναι γεγονός ότι στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε όντως και λειτουργούσε ο θεσμός των διακονισσών. Ο 48ος Ιερός Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει ότι η σύζυγος του επισκόπου «ει και αξία φανείη, προς το της διακονίας αναβιβαζέσθω αξίωμα»Ο 15ος Ιερός Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου επίσης ορίζει «διάκονον μη χειροτονείσθαι γυναίκα προ ετών τεσσαράκοντα και ταύτην μετά ακριβούς δοκιμασίας». Oι «Αποστολικές Διαταγές» αφ’ ενός μνημονεύουν τον θεσμό των διακονισσών και αφ’ ετέρου τον συνδέουν με την άσκηση του όλου πνευματικού έργου της Εκκλησίας: «…και γαρ εις πολλάς χρείας γυναικός χρήζομεν διακόνου. Και πρώτον μεν εν τω φωτίζεσθαι γυναίκας, ο διάκονος χρίσει μεν μόνον το μέτωπον αυτών τω αγίω ελαίω και μετά τούτον δε η διάκονος αλείψει αυτάς. Ου γαρ ανάγκη τας γυναίκας υπό ανδρών κατοπτεύεσθαι».[2] 

Ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, συνοψίζοντας την περί του θεσμού των διακονισσών εκκλησιαστική συνείδηση, παρατηρεί ότι ο θεσμός ήταν αναγκαίος ένεκα της «σεμνότητος του γυναικείου γένους, ή δι’ ώραν λουτρού, ή επισκέψεως πάθους, ή πόνου και ότε γυμνωθείη σώμα γυναίου, ίνα μη υπό ανδρών ιερουργούντων θεαθείη».[3] Ο Θεόδωρος Βαλσαμών μας πληροφορεί ότι αι προς χειροτονίαν διακόνισσες εξελέγοντο από τις τάξεις των μοναζουσών, ήταν εκλεκτές μοναχές, ή μεγαλόσχημες, ή και ηγουμένες γυναικείων μοναστηριών.[4] 

Κλασικό παράδειγμα η αγία Ολυμπιάδα η διακόνισσα, η οποία αναδείχθηκε ηγουμένη σε γυναικείο μοναστήρι, που ίδρυσε πλησίον του Iερού Ναού της αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως. Οι «Αποστολικές διαταγές» μας διασώζουν ακόμη σειρά τυπικών χειροτονίας των διαφόρων τάξεων του κλήρου, μεταξύ δε αυτών συμπεριλαμβάνουν και «τυπικόν χειροτονίας διακονισσών», το οποίο διέφερε σε ελάχιστα σημεία προς το «τυπικό χειροτονίας διακόνου». Η προς χειροτονίαν διακόνισσα ισταμένη προ των αγίων θυρών στο σολέα, «μαφορίω» κεκαλυμμένη, προσήγετο στην αγία Τράπεζα, όπου ο επίσκοπος χειροτονούσε αυτήν δι’ επιθέσεως των χειρών, απαγγέλοντας δύο ευχές. Ωστόσο  ενώ ο χειροτονούμενος διάκονος στηρίζει το μέτωπό του στην αγία Τράπεζα και κλίνει το δεξιό γόνυ, η διακόνισσα δεν έκλινε γόνυ, αλλά παρέμενε όρθια. Περιβαλλόταν, όπως και ο διάκονος από διακονικό ωράριο, φέρουσα όμως αυτό «υποκάτωθεν του μαφορίου».

Ωστόσο ενώ αφ’ ενός υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες για τη λειτουργία του θεσμού των διακονισσών στην αρχαία Εκκλησία, δεν υπάρχει καμία απολύτως μαρτυρία βιβλική, ή πατερική, ή γενικότερα από την εκκλησιαστική Παράδοση και δεν υφίσταται κανένα απολύτως «τυπικό» περί χειροτονίας γυναικός στον βαθμό του Πρεσβυτέρου, ή του Επισκόπου. Αυτό σημαίνει ότι το μοναδικό είδος και ο μοναδικός βαθμός χειροτονίας στο γυναικείο φύλο ήταν η χειροτονία στον πρώτο βαθμό της Ιερωσύνης, δηλαδή αυτής των διακονισσών, σε οξεία αντιδιαστολή, βέβαια, με την καθιέρωση της χειροτονίας των γυναικών και στους δύο επόμενους βαθμούς της «Ιερωσύνης» στον προτεσταντικό κόσμο, με την μορφή που έχει.

Ως προς τον ρόλο και την αποστολή των διακονισσών πληροφορούμαστε, ότι οι διακόνισσες αποτελούσαν το συνδετικό κρίκο μεταξύ των κληρικών και των χριστιανών γυναικών. Μετέφεραν τις παραγγελίες του Επισκόπου προς τις χριστιανές γυναίκες, προς τις οποίες δεν ήταν δυνατόν να σταλεί διάκονος για λόγους ευπρεπείας, ή προς αποφυγήν του σκανδαλισμού των εθνικών. Ήδη έγινε λόγος προηγουμένως για τον ρόλο τους στην τελεσιουργία του βαπτίσματος. Άλλοι τομείς δράσεως και διακονίας ήταν η μεταφορά και μετάδοσις κατ’ οίκον της Θείας Κοινωνίας σε ασθενείς γυναίκες,  το «σαβάνωμα» των κεκοιμημένων χριστιανών γυναικών, η προσφορά τους στα έργα της αγάπης της φιλανθρωπίας και της ιεραποστολής, στην κατήχηση των εθνικών γυναικών και γενικότερα στο διδακτικό και κατηχητικό έργο της Εκκλησίας, πάντοτε σε συνεργασία μετά του Επισκόπου.

Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα γυναικών που προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στους παρά πάνω τομείς δράσεως της Εκκλησίας,  αναφερόμενες τόσο στην Καινή Διαθήκη, όσο και στην Εκκλησιαστική μας παράδοση, όπως  οι άγιες Μυροφόρες,  η Πρίσκιλλα, η Ταβιθά, η Φοίβη, η Λυδία, η Τρυφώσα, η Τρύφαινα, οι πολλές συνεργάτιδες γυναίκες που είχε ο Μ. Βασίλειος στην περίφημη «Βασιλειάδα» κ.α.

Ωστόσο με το πέρασμα  του χρόνου και την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού, ο θεσμός των διακονισσών ατόνησε σταδιακά, μέχρις ότου εξέλιπε τελείως.

Πάνω στο καυτό ερώτημα, γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν καθιέρωσε την Ιερωσύνη των γυναικών και στους επόμενους δύο βαθμούς της Ιερωσύνης, θα μπορούσαμε να δώσουμε συνοπτικά τις εξής απαντήσεις:

Η «μυστηριακή», ή «ειδική» Ιερωσύνη είναι ένα από τα πολλά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας. Το ειδικό αυτό χάρισμα εδόθη από αυτόν τον ίδιο τον Κύριο στους Αποστόλους και διά μέσου αυτών στους διαδόχους των, διά του μυστηρίου της χειροτονίας των, διά του οποίου αναδεικνύονται εις «υπηρέτας Χριστού καὶ οικονόμους μυστηρίων Θεού», (Α΄ Κορ.4,1). Ήδη από τα αποστολικά χρόνια η εκκλησιαστική συνείδηση απέκλεισε την συμμετοχή των γυναικών σ’ αυτήν επί τη βάσει:

Α) του υποδείγματος του Κυρίου μας, ο οποίος δεν επέλεξε καμία γυναίκα ως μία των Αποστόλων του, ούτε επίσης κατά την ώρα του Μυστικού Δείπνου, κατά την οποία παρέδωσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, προσκάλεσε κάποια γυναίκα. Κατ’ επέκταση η εντολή Του: «τούτο ποιείτε εις την εμήν  ανάμνησιν» (Λουκ.22,19), εδόθη μόνο στους Αποστόλους και σε καμία γυναίκα, ούτε ακόμη και στην Πανάχραντη Μητέρα του, 

Β) του παραδείγματος της Θεοτόκου, η οποία δεν άσκησε ιερατικό λειτούργημα στην Εκκλησία, αν και αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του Σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού,

Γ) της Αποστολικής και Πατερικής Παραδόσεως και πράξεως κατά την οποίαν οι Απόστολοι, στοιχούντες πάνω στο παράδειγμα του Κυρίου, ουδέποτε χειροτόνησαν γυναίκες, στην «ειδική» αυτή Ιερωσύνη της Εκκλησίας.  

Οι «Αποστολικές Διαταγές» μας πληροφορούν εν προκειμένω ότι «Ουκ επιτρέπομεν ουν γυναίκας διδάσκειν εν Εκκλησία…Ει δε εν ταις προλαβούσι διδάσκειν αυτάς ουκ επιτρέπομεν, πως ιερατεύσαι ταύτας παρά φύσιν τις συγχωρήσει; Τούτο γαρ της των Ελλήνων αθεότητος αγνόημα θηλείαις θεαίς ιερείας χειροτονείν, αλλ’ ου της του Χριστού διατάξεως».[5] Επίσης ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου (310-403), μας πληροφορεί «ότι το μέν διακονισσών τάγμα εστίν εις την Εκκλησίαν, αλλ’ ουχί εις το ιερατεύειν».[6]

Δ) της Παυλείου διδασκαλίας περί της θέσεως των γυναικών στην Εκκλησία, (βλ. Α΄ Κορ.14,34 και Α΄ Τιμ.2,12 κ.α.) και της σχέσεως ανδρός και γυναικός στη νέα εν Χριστώ πραγματκότητα, (βλ. Α΄ Τιμ. 4,14. 3,5. 5,17-22. 6,12-14. Β΄ Τιμ.1,6. Τιτ.1,6-9 και στις Πράξεις 20,7).

Ε) του κριτηρίου της αναλογίας κατά το οποίο, αν ήταν επιτρεπτή η άσκηση ιερατικού λειτουργήματος στις γυναίκες, τότε θα έπρεπε να έχει ασκήσει αυτό το λειτούργημα πρωτίστως η Θεοτόκος.   

Είναι φανερό ότι ο θεσμός των διακονισσών, μαρτυρούμενος από Ιερούς Κανόνες δύο Οικουμενικών Συνόδων, (Δ΄ και Πενθέκτης), και μη καταργηθείς από μεταγενέστερη Οικουμενική Σύνοδο, ουδόλως δύναται να προσκόψει σε κανονικές δυσχέρειες. Επομένως η αναβίωση του θεσμού αυτού δεν έχει τίποτε το κωλύον από πλευράς Ιερών Κανόνων. Γι’ αυτό και δεν είμαστε κατ’ αρχήν  αντίθετοι, να αναβαθμιστεί η διακονική θέση των γυναικών στην Εκκλησία, ακόμη και με την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών, ιδιαίτερα στις εκκλησιαστικές περιφέρειες, όπου ασκείται εξωτερική ιεραποστολή, όπως στην Αφρική και στην Άπω Ανατολή.

Το Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στη Ρόδο, το 1988 και είχε ως θέμα «Η θέσις της γυναικός εν τη Όρθοδόξω Εκκλησία και τα περί χειροτονίας των γυναικών», πιστεύουμε ότι έδωσε κάποιες ορθές απαντήσεις στο περίπλοκο αυτό ζήτημα.  Στο τελικό ανακοινωθέν του Συνεδρίου τονίστηκε ότι «Αν ή Μυστηριακή Ιερωσύνη δόθηκε από το Χριστό στους Αποστό­λους και από αυτούς στους διαδόχους τους και υπάρχει σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και στις άλλες Εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως, στο γνωστό ιερατείο πού περιορίζεται μόνο στους άνδρες και πού σ' αυτό δεν γίνονται δεκτές γυναίκες, τούτο δεν σημαίνει ότι με τον τρόπο αυτό εισάγεται μείωση ή υποβάθμιση της γυναίκας. Αντίθετα αναγνωρίσθηκε από το Συνέ­δριο ότι ή ορθόδοξη γυναίκα μπορεί να ζήσει απόλυτα την Εκκλησιαστική ζωή και να ασκήσει την πρέπουσα εκκλησιαστική διακονία μέσα και έξω του ναού υπό διάφορα σχήματα, πάντοτε εκκλησιαστικά και αν ακόμη δεν είναι Ιερατικά. Υπό τον βαθμό και την Ιδιότητα της διακονίσσης, τού πανάρ­χαιου αυτού θεσμού στην 'Ορθόδοξη Εκκλησία, άλλα και υπό άλλες συγκε­κριμένες ιδιότητες, ή ορθόδοξη γυναίκα καλείται σήμερα να συμπαρασταθεί στο έργο της Εκκλησίας σε χώρους όπως είναι ή ποιμαντική, ή λειτουργική, ή κατηχητική, ή διδακτική, ή ιεραποστολική, ή κοινωνική αποστολή της, παράλληλα βέβαια προς την παρουσία και την ανάλογη προσφορά της μέσα στις ιερές στέγες τού γυναικείου Μοναχισμού. Το Συνέδριο ανεγνώρισε κατ' αυτό τον τρόπο την ισότητα των δύο φύλων, τη σημασία του γυναικείου παράγοντος για τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και εξήρε την κάθε είδους δυνατή προσφορά και διακονία της για το σύνολο του πληρώματος της Εκκλησίας».

Κλείνοντας, εκφράζουμε τον φόβο μας ότι η όψιμη αυτή στροφή προς την «αναβάθμιση» της γυναίκας στην Εκκλησία, με την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών, που καλλιεργείται έχει ως απώτερο στόχο την προώθηση και καθιέρωση της γυναικείας Ιερωσύνης και στους δύο επόμενους βαθμούς, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου, μέσα στο χώρο της Ορθοδοξίας, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα στον Προτεσταντισμό. Φοβούμαστε ακόμη ότι η ανακίνηση του ζητήματος αυτού προέρχεται και από κοσμικά κίνητρα και συγκεκριμένα από το κυρίαρχο σήμερα φεμινιστικό κίνημα, το οποίο απαιτεί ρόλους στη γυναίκα, υπερβαίνοντας ακόμα και την φύση της. Ας υπενθυμίσουμε πως ο σύγχρονος φεμινισμός απαιτεί ακόμη και την «αλλαγή φύλου» του Θεού, τακτική την οποία εφαρμόζουν πολλές προτεσταντικές κοινότητες! Τέλος πιστεύουμε ότι το θέμα της αναβιώσεως του θεσμού των διακονισσών δεν αποτελεί στην παρούσα χρονική συγκυρία πρώτη προτεραιότητα και πρώτη αναγκαιότητα στη ζωή της Εκκλησίας. Η πρώτη προτεραιότητα και αναγκαιότητα σήμερα, κατά την ταπεινή μας γνώμη, είναι η Συνοδική αντιμετώπιση και εξουδετέρωση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και στη συνέχεια η θεραπεία του γνωστού υφισταμένου σχίσματος με αφορμή το ουκρανικό Αυτοκέφαλο. Ας αγωνιστούμε πρώτα να κλείσουμε τις πληγές της Αιρέσεως και του Σχίσματος και στη συνέχεια ας αναβιώσει και ο θεσμός των διακονισσών, όπου απαιτείται.

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών



 

[1] Βλ. «Το ανεπίτρεπτον της Ιερωσύνης των γυναικών κατά τους Iερούς Κανόνας,», εν: «Η θέσις της Γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί της χειροτονίας των γυναικών», Συλλογικός τόμος Διορθοδόξου Θεολογικού Συνεδρίου, Ρόδος 1988, σελ. 246-247.

[2] Αποστολικαί Διαταγαί ΙΙΙ,16,2.

[3] Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, 5,9 PG 42,744.

[4] Ερμηνεία εις τον μη΄ Κανόνα της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, Migne, Ε.Π. 137,658.  

[5] Αποστολικαί Διαταγαί ΙΙΙ, 9,1-4.

[6] Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, PG 42, 744D




 

 

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἀνατρέπει τίς συκοφαντίες ὅτι δῆθεν χειροτόνησε διακόνισσες! 


 

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος σέ ἐπιστολή του 10-11-1914 πρός τόν Μητροπολίτη Ἀθηνῶν Θεόκλητο μεταξύ ἄλλων ἀνατρέπει τό ψέμμα ὅτι χειροτόνησε γυναῖκες καί δή μοναχές! Τά γραπτά τοῦ ἴδιου τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, κονιορτοποιοῦν ὅσα ψευδῶς ὑποστηρίζουν καί διαδίδουν πολλοί.

Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς Ἁγίου Νεκταρίου:

«…Περί τῶν ὑποδιακονισσῶν γνωρίζω, ὅτι αὗται κυρίως εἶναι νεωκόροι τοῦ ἱεροῦ. Ἡ περιβολή ἐγένετο κατά τόν τύπον τῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν πόλεων περιβαλλομένων ἱερά ἄμφια ἀναγνωστῶν. Τά ὑπομάνικα ἐπετράπησαν διά τούς ἑξῆς λόγους. Ἐπειδή ἐν γυναικείᾳ μονῇ δέν ὑπάρχουσι διάκονοι, ἐν δέ τῇ εἰρημένῃ οὔτε ἱερεῖς, ἐγώ δέ οὔτε δύναμαι, νά φροντίζω περί τῆς καθαριότητος τοῦ...
ναοῦ, οὔτε πάντοτε νά διαμένω νεωκορῶν ἐν τῷ ναῷ, ἔχει δέ ἀπόλυτον ἀνάγκην τό ἱερόν τεταγμένων προσώπων, ὅπως καθαρίζωσι τά ἱερά σκέυη, ἀλλάσωσι τά καλύμματα καί τάς σινδόνας τῆς ἁγίας τραπέζης, μετακινῶσι τό ἅγιον ἀρτοφόριον καί ποιῶσι πᾶσαν ἐργασίαν τοῦ νεωκόρου ἐν τῷ ἱερῷ, ἐθεώρησα, νά τάξω δύο, ἳνα ἐναλλάξ τελῶσι τήν διακονίαν τοῦ ἱεροῦ. Ἐν ἀπολύτῳ ἀνάγκῃ μεταφέρωσι εἰς τάς ἀσθενούσας βαρέως ἀδεφλάς τήν ἁγίαν εὐχαριστίαν ἐντός μικροῦ ποτηρίου διά τήν ἀνάγκην ταύτην κατασκευασθέντος∙ πλήν τῆς κατ’ ἀνάγκην ἐξαιρέσεως ταύτης κατά τά λοιπά εἰσί νεωκόροι.»

 

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος», τοῦ Ἀρχιμ. Νεκτάριου Ζιόμπολα.




 

 

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ΓΙΑ ΤΗ ΜΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

 Ο  Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ  στήν ἐπιστολή του πρός τόν ἀρχηγό τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ  κ. Φραγκίσκο[1], καί στήν ἐπιστολή του πρός τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σχετικά μέ τήν ἀπόφαση χειροτονίας γυναικῶν στόν βαθμό τοῦ ἐπισκόπου στήν Ἀγγλικανική κοινωνία[2] γράφει :

«Ὁ Χριστός τίμησε ἰδιαιτέρως τίς γυναῖκες, τό γυναικεῖο φύλο. Ὄχι μόνο στό πρόσωπο τῆς μητρός Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν ὁποία ἐπέλεξε ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους γιά νά γεννηθεῖ ἀπ’ αὐτήν. Ὄχι μόνο διότι ἀξίωσε τίς γυναῖκες πρῶτες νά μάθουν τήν Ἀνάσταση, γιατί πρῶτα σ’ αὐτές ἐμφανίσθηκε, ἀλλά καί διότι μέ τίς πράξεις καί τά ἔργα Του ἔδειξε ὅτι οἱ γυναῖκες ἔχουν μεγάλο ἠθικό καί πνευματικό μεγαλεῖο. Μερικές φορές, ξεπερνοῦν καί τούς ἄνδρες. Πολλές φορές, μέσα στά συναξάριά της ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἅγιες γυναῖκες, μάρτυρες, ὅσιες, ἀσκήτριες, οἱ ὁποῖες ξεπέρασαν σέ ἀφοσίωση στό Θεό τούς θεωρουμένους δυνατούς ἄνδρες. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρκετές φορές, ἀναφερόμενοι σέ εὔθραυστες, λεπτές καί εὐαίσθητες γυναικεῖες μορφές, ἀποροῦν πῶς αὐτές οἱ γυναῖκες μέ αὐτή τή γυναικεία φύση καί τήν εὐαισθησία, πού θά νόμιζε κανείς πώς στήν πρώτη δυσκολία θά κατέρρεαν, πῶς αὐτές οἱ γυναῖκες ἔδειξαν τέτοια ἀντοχή καί τέτοια ἀφοσίωση στά μαρτύρια, ἀλλά καί στή μοναχική ἄσκηση καί ἀποδείχθηκαν ἀνώτερες ἀπό τούς ἄνδρες.

Στήν εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς της Σαμαρείτιδος[3], διαβάζουμε γιά τήν ἀπορία τῶν μαθητῶν, πού «ἐθαύμασαν ὅτι μετά γυναικός ἐλάλει». Ἀπαγορευόταν ἀπό τόν Μωσαϊκό νόμο νά δίνουν οἱ ἄνδρες τιμή καί ἀξία στίς γυναῖκες, ἀκόμη καί νά τίς θεωροῦν ἰσάξιες νά συνομιλήσουν μαζί τους. Ὑπάρχει μάλιστα στήν ἰουδαϊκή παράδοση, στή συλλογή τῶν πατέρων τῶν Ἑβραίων, στό βιβλίο «Λόγοι Πατέρων», ἕνα λόγιο, τό ὁποῖο λέει ὅτι εἶναι καλύτερα οἱ λόγοι τοῦ νόμου νά καίγονται καί νά ἀφανίζονται, παρά νά τούς ἀκοῦν γυναῖκες. Καί ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα στοιχεῖα ὑποτιμήσεως τοῦ γυναικείου φύλου. Ὄχι μόνο στόν Ἰουδαϊσμό, ἀλλά καί στήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἐξίσωσε ἄνδρες καί γυναῖκες – «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ˙ πάντες γάρ ἡμεῖς εἰς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[4] - ἀλλά, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε, πολλές φορές ἀνέβασε τίς γυναῖκες σέ πολύ ὑψηλά βάθρα ἁγιότητος.

Κι ἄς σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ ἰσότητα ἀνδρῶν καί γυναικῶν δέν κρίνεται στό τί ἐπαγγέλματα ἀσκεῖ ὁ καθένας, ὅπως ἰσχυρίζεται τό ἀνόητο φεμινιστικό κίνημα, τό ὁποῖο δημιουργεῖ ἀναταραχή καί ἀναστατώνει τίς κοινωνίες. Διότι, ὅπως ἡ ἀνδρική φύση εἶναι φτιαγμένη ἀπό τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό νά μετέρχεται ὁρισμένα ἐπαγγέλματα καί ὁρισμένες ἐργασίες, λόγω τῆς φυσικῆς της κατασκευῆς, ἔτσι καί ἡ λεπτή καί εὐαίσθητη γυναικεία φύση εἶναι κατάλληλη καί φτιαγμένη ἀπό τόν Θεό νά ἀκολουθεῖ καί νά μετέρχεται ὁρισμένα ἐπαγγέλματα καί ἰδίως τό μεγάλο λειτούργημα τῆς μητρότητας. Δέν ὑπάρχει ἱερότερος θεσμός καί ἱερότερο λειτούργημα ἀπό τό λειτούργημα τῆς μητρότητας. Ἡ ἰσότητα, λοιπόν, δέν ἔγκειται στό τί ἐπαγγέλματα μετέρχεται κανείς σ’ αὐτή ἐδῶ τή ζωή. Ἡ ἰσότητα ἔγκειται στό ἄν ἡ γυναίκα μπορεῖ πνευματικά νά ἐπιτύχει τά ἴδια πράγματα, πού ἐπιτυγχάνουν οἱ ἄνδρες. Ἄν ὑπάρχει ἰσότητα στήν ἁγιότητα καί τήν ἀρετή. Ἄν μποροῦν οἱ γυναῖκες νά κατακτήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄν μποροῦν νά κατανοήσουν τό κήρυγμα καί νά ἀφοσιωθοῦν στόν Θεό. Τί εἶναι αὐτή ἐδῶ ἡ ζωή μέ τίς ποικίλες διαφοροποιήσεις καί τίς ἀνισότητες; Μήπως καί ἀνάμεσα στούς ἄνδρες δέν ὑπάρχουν τοῦ κόσμου οἱ ἀνισότητες; Δέν ὑπάρχουν ἀνισότητες μεταξύ τῶν δύο φύλων, παρά μόνο φυσικές καί λειτουργικές διαφοροποιήσεις. Μποροῦν καί οἱ γυναῖκες ἐξ ἴσου νά κατακτήσουν τήν ἁγιότητα. Καί ἐδῶ εἶναι ὁ μεγάλος στίβος τῆς ἁγιότητας. Ὅποια γυναίκα θέλει νά ξεπεράσει τούς ἄνδρες, ἀνοίγεται μπροστά της ὁ δρόμος τῆς ἁγιότητας καί τῆς ἀρετῆς. Ἀντίθετα, ὅμως, σήμερα, φωνές διαβολικές, φωνές τοῦ κακοῦ ἐξωθοῦν τίς γυναῖκες σέ ἄλλου εἴδους ἐξίσωση πρός τούς ἄνδρες. Σέ ἐξίσωση μέ τή διαφθορά καί τήν ἁμαρτία καί ἔχουν καταξεφτιλίσει τό γυναικεῖο φύλο.

Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία εἶναι σφόδρα κατηγορηματική καί κάθετα ἀντίθετη στήν χειροτονία-ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν, καί αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πλούσια θεολογική ἐπιχειρηματολογία καί κατοχύρωση τῆς θέσεώς της, τήν ὁποία καί παραθέτουμε.

Ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου στά Ἅγια τῶν Ἁγίων εἶναι ὄντως ἕνα καινοφανές καί μή ἐπαναλαμβανόμενο γεγονός στήν ἱστορία. Καινοφανές μέν, γιατί πρώτη φορά ἐπετράπηκε σέ γυναίκα νά εἰσέλθει στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, μή ἐπαναλαμβανόμενο δε, διότι δέν ἐπετράπηκε ἔκτοτε νά εἰσέρχεται γυναίκα στό Ἅγιο Βῆμα, τό Ἱερό. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή μάλιστα ἔχει πάρει ἄκαμπτο συνοδικό χαρακτήρα μέ ἱεροκανονική ἐπικύρωση.

Στήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στόν οἶκο, πού ἀρχίζει μέ τό γράμμα «Μ», ὁ ἱερός ὑμνογράφος ἀναφέρει : «Μή τολμήση γυνή τίς, εἰσελθεῖν ἐν Ἁγίω Βήματι, ὅπου μόνη εἰσῆλθε, ἡ Ἁγία ἐν ταῖς γυναιξίν, εἰς τά τῶν Ἁγίων Ἅγια, οὖ μόνος ὁ Ἀρχιερεύς εἰσήρχετο, τοῦ ἐνιαυτοῦ ἅπαξ». Ἐπίσης, στόν οἶκο μέ τό γράμμα «Ψ», λέει : «Χαῖρε, μόνη ἡ ἀξία ἐν τῷ Βήματι εἰσελθεῖν˙ χαῖρε, σοί γάρ μόνη ἔξεστιν ἐν τῷ Ἱερῶ οἰκεῖν»[5].

Ὁ 69ος Ἱερός Κανόνας τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς  Συνόδου ὁρίζει : «Μή ἐξέστω τινί τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελούντι, ἔνδον του ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου». Τό ἅγιον Βῆμα εἶναι ἀφιερωμένο στούς ἱερωμένους. Γι’αὐτό ὁ παρών Κανόνας ἐμποδίζει τήν εἴσοδο σ’αὐτό τῶν λαϊκῶν. Καί σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης : «Γι’αὐτό ἄς παρακινηθοῦν οἱ ἱερεῖς καί πνευματικοί νά ἀποκόψουν τήν παράνομη συνήθεια, πού ἐπικρατεῖ σέ πολλούς τόπους, τό νά εἰσέρχονται λαϊκοί μέσα στό ἅγιο βῆμα, ἡ ὁποία (συνήθεια), μή διακρίνοντας ἱερεῖς ἀπό λαϊκούς, κάνει νά πίπτουν οἱ λαϊκοί στήν ποινή τοῦ βασιλέως Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος, λαϊκός ὄντας, τόλμησε νά ἐπιχειρήσει τά ἔργα τῶν ἱερωμένων. Κατά κάποιον τρόπο κι αὐτοί, εἰσερχόμενοι στόν διορισμένο τόπο τῶν ἱερέων, οἰκειοποιοῦνται τά τῶν ἱερέων»[6].

Ἡ ἱερωσύνη, ὅμως, ὅπως εἶναι γνωστό, πηγάζει ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό, δηλαδή τό ἀρχιερατικό Του ἀξίωμα, γι’αὐτό καί ὁ Ἴδιος ἀποκαλεῖται ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς. Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ προτυπώθηκε στήν Παλαιά Διαθήκη, τόσο ἀπό τήν ἱερατική φυλή τοῦ Λευί, ὅσο καί ἀπό τόν Μελχισεδέκ, γιά τόν ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Ὁ Ἀρχιερεύς Χριστός παρέδωσε τήν ἱερωσύνη, χειροτονώντας τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί αὐτοί μέ τή σειρά τους «ἐπέθηκαν τάς χείρας τῶν ἐπί»[7] ἄλλους ἄνδρες ἀξίους τῆς ἱερωσύνης καί ὄχι γυναίκες, ὅπως ἐσφαλμένα συμβαίνει μέ τά ἀπεξηραμμένα φύλλα τῆς αἱρετικῆς παρασυναγωγῆς τοῦ προτεσταντισμοῦ καί δή τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν καί τῶν Μεταρρυθμισμένων, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρρεασμένοι ἀπό τό ἀνόητο φεμινιστικό κίνημα, ἐπιτρέπουν τήν συμμετοχή γυναικῶν στό Μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, τήν ὁποία δυστυχῶς υἱοθετοῦν ἀκόμη και ὀρθόδοξοι ἀκαδημαϊκοί οἰκουμενιστές «θεολόγοι». Αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη διαδοχή τῆς ἱερωσύνης συνεχίσθηκε ἀνά τούς αἰῶνες καί φθάνει μέχρι καί τίς ἡμέρες μας, καί ἕως συντελείας αἰώνων. Γι’αὐτό καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁμιλοῦμε περί ἀποστολικῆς διαδοχῆς.

Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης σημειώνει τά ἑξῆς σχετικά μέ τό θέμα : «Τό ἐνδιαφέρον τοῦ θέματος ἀπό τήν πλευρά τῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς συνίσταται κυρίως στήν ἄποψη ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών συνδέεται μέ κάποια γενικότερη ὑποτίμησή τους στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἄποψη, ὅμως, αὐτή παραθεωρεῖ καί βασικά στοιχεῖα, πού ἔχουν σχέση μέ τή λειτουργική ὑπεροχή τῆς γυναίκας στή ζωή καί τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Καί πρίν ἀπ’ὅλα παραμερίζει τήν πρόταξη τῆς γυναίκας στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τή συντριβή τοῦ διαβόλου. Ἡ ἔχθρα ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν διάβολο εἶναι κυρίως ἔχθρα ἀνάμεσα στή γυναίκα καί τό διάβολο. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι γίνεται λόγος καί γιά «σπέρμα» τῆς Εὕας, πού θά συντρίψει τό διάβολο[8]. Ἡ  Εὕα ἔλαβε τό πρωτευαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί ἡ Παναγία δέχθηκε τόν Εὐαγγελισμό τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.

Ἡ γυναῖκα, λοιπόν, πού πρωτοστάτησε στήν πτώση, πρωτοστατεῖ καί στήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας συμπαρασύρεται στήν πτώση καί συμπορεύεται στήν ἀνόρθωση. Ὁ πρῶτος ρόλος δέν βρίσκεται σ’αὐτόν, ἀλλά στή γυναῖκα. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ γυναῖκα πρωτοστατεῖ καί ὁ ἄνδρας ἀκολουθεῖ. Εἰδικότερα, ἡ Παναγία γίνεται συναίτιος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, μαζί μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Δανείζει στόν Θεό τήν ἀνθρώπινη φύση, πού γίνεται ἡ ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσεως. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Παναγία εἶναι «μετά τόν πρῶτον ἱεράρχην Χριστόν, ἕτερος Ἱεράρχης»[9]. Ὁ ἀποκλεισμός, ὅμως, τῆς γυναῖκας ἀπό τήν μυστηριακή ἱερωσύνη ἔχει πραγματικό καί συμβολικό νόημα. Ἡ γυναῖκα συνεργεῖ στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνῶ ὁ ἄνδρας διακονεῖ. Οἱ ἱέρειες ἦταν εὐρύτατα γνωστές στόν προχριστιανικό κόσμο ἐκτός τοῦ Ἰσραήλ. Εἰδικότερα, ὑπῆρχαν στίς θρησκεῖες τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ρωμαίων, μέ τίς ὁποῖες ἦρθε σέ ἄμεση σχέση ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὁ Ἰσραήλ. Γι’ αὐτό ἀπό κοινωνική ἄποψη φαίνεται παράδοξη ἡ ἀπουσία ἱερειῶν στόν ἰουδαιοχριστιανικό κόσμο, ὅπου μάλιστα ἡ θέση τῆς γυναῖκας ἦταν ὑψηλότερη. Ἐπιπλέον, σέ ὁλόκληρη τή χριστιανική γραμματεία, ὅπου παρουσιάζονται πλεῖστα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, οὐδέποτε ἀνέκυψε ζήτημα ἱερειῶν. Μόνο ἡ γνωστικίζουσα αἵρεση τοῦ Μοντανισμοῦ δεχόταν γυναῖκες στόν ἐπισκοπικό καί τόν πρεσβυτερικό βαθμό, πράγμα πού χαρακτήρισε ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ὡς «εἰδωλοποιόν ἐπιτήδευμα» καί «ἐγχείρημα διαβολικόν»[10].

Οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου δέν πρέπει νά θεωρηθοῦν τυχαῖοι, ἀλλά δηλωτικοί της στάσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στήν μυστηριακή ἱερωσύνη τῶν γυναικών. Οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ πρεσβύτεροι εἶχαν ἐξαρχῆς ὄχι μόνο λειτουργική, ἀλλά καί συμβολική θέση στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί ὑπάρχουν «εἰς τύπον τοῦ Πατρός» ἤ «εἰς τύπον Θεοῦ»[11]. Ἐνῶ στό «βασίλειον ἱεράτευμα»[12] προσέρχονται ἀδιακρίτως ἄνδρες καί γυναῖκες, στήν μυστηριακή ἱερωσύνη προσλαμβάνονται μόνο ἄνδρες. Ἡ παρουσία ἱερειῶν θά ὑποδήλωνε τήν ὕπαρξη γυναικείων θεοτήτων, ὅπως συνέβαινε στίς προχριστιανικές θρησκεῖες. Ἡ ἄρνηση δηλ. τῆς εἰδωλολατρίας, πού συνεπάγεται καί τήν ἄρνηση θεοτήτων τῶν δύο φύλων, συμβαδίζει μέ τήν ἀπουσία ἱερειῶν. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε μόνο διακόνισσες, πού ἐξυπηρετοῦσαν πρακτικές λειτουργικές ἀνάγκες, καί ὄχι ἱέρειες μέ μυστηριακή ἱερωσύνη συμβολικοῦ χαρακτήρα, πού χαρακτηρίζεται ὡς «εἰδωλοποιόν ἐπιτήδευμα» ἤ «ἐγχείρημα διαβολικόν», δηλ. εἰδωλολατρία. Καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Μοντανισμός ἐκτός ἀπό τήν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν διατήρησε κί ἄλλα εἰδωλολατρικά στοιχεῖα, ἐνῶ ὁ εἰσηγητής τοῦ Μοντανός ἦταν ἀρχικά ἱερέας τῆς θεᾶς Κυβέλης. Ἀλλά καί σήμερα ἡ προώθηση γυναικών στήν ἱερωσύνη δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή διάδοση νεογνωστικῶν καί νεοπαγανιστικῶν ἀντιλήψεων, πού χαρακτηρίζουν τό γενικότερο πνεῦμα τῆς ἐποχή μας»[13].

Ὑπάρχουν καί ἄλλα πάμπολλα ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών, τά ὁποία παραθέτουμε στή συνέχεια, ὅπως τά καταγράφει ὁ κ. Χρήστος Λιβανός[14]. Ἐπίσης, καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διοργάνωσε διορθόδοξο θεολογικό Συνέδριο στή Ρόδο τό φθινόπωρο τοῦ 1998 μέ θέμα «Τό ἀδύνατον τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν».

α) Ἡ ρίζα τῆς ἀληθείας, ὅτι μόνο ἄρρενες πρέπει νά λαμβάνουν ἱερωσύνη, βρίσκεται στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν, ἅγιον τῷ Κυρίω κληθήσεται»[15].

β) Ἡ ἱερωσύνη, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, δινόταν μόνο σέ ἄνδρες.

γ) Ὁ Χριστός δέν ἐπέλεξε καμμία γυναῖκα ὡς Ἀπόστολό Του. Καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοί Του ἦταν ἄνδρες.

δ) Ὁ προδότης Ἰούδας δέν ἀντικαταστάθηκε ἀπό γυναῖκα, ἀλλά ἀπό ἄνδρα, τόν Ἀπόστολο Ματθία[16].

ε) Στόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Χριστός κάλεσε μόνο τούς Δώδεκα καί σ’αὐτούς παρέδωσε τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

στ) Τήν ἐντολή νά βαπτίσουν «πάντα τά ἔθνη» ἔδωσε ὁ Χριστός μόνο στούς Ἀποστόλους καί ὄχι στόν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του, πού ἀποτελοῦσαν καί γυναῖκες[17].

ζ) Τήν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας» ἔδωσε ὁ Χριστός μόνο στούς Ἀποστόλους Του καί ὄχι σέ γυναῖκες[18].

η) Ἡ Παναγία, ἄν καί προερχομένη, κατά τόν ἅγιο Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως, «ἐκ γένους ἱερατικοῦ, φυλῆς Ἀαρωνείτιδος, ρίζης προφητικῆς καί βασιλικῆς»[19], δέν ἔλαβε τήν ἱερωσύνη. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός της δέν τήν συμπεριέλαβε μεταξύ τῶν Ἀποστόλων.

θ) Οἱ Ἀπόστολοι οὐδέποτε χειροτόνησαν γυναῖκες.

ι) Ἡ Παύλειος διδασκαλία εἶναι ἀληθινός καταπέλτης ἐναντίον τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν. «Αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν», παραγγέλλει στούς Κορινθίους[20], «γυναικί δέ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω», γράφει πρός τόν Ἀπόστολο Τιμόθεο[21]. Πῶς, λοιπόν, θά χειροτονηθοῦν γυναῖκες, ἐφ’ὅσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος[22] ἀπαγορεύει σ’αὐτές τό «διδάσκειν», τό ὁποῖο εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας Λατρείας καί ἀπό τά βασικότερα καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ ἐπισκόπου;

ια) Ὁ πρεσβύτερος πρέπει νά εἶναι «μιᾶς γυναικός ἀνήρ»[23], συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, χωρίς ὅμως νά προσθέσει καί τό ἀντίστροφο, «ἑνός ἀνδρός γυνή».

ιβ) Ὁ ἐπίσκοπος ἵσταται «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ». Ὁ Χριστός εἶναι ἄνδρας. Μπορεῖ γυναίκα νά σταθεῖ εἰς τύπον καί τόπον τοῦ ἀνδρός Χριστοῦ;

ιγ) Ὁ ἱερεύς εἶναι «alter Christus», ἄλλος Χριστός. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος, ἡ δέ Ἐκκλησία ἡ Νύμφη. Μπορεῖ γυναίκα νά θεωρηθεῖ Νυμφίος; Θά τολμήσουμε νά συμβολίσουμε τήν ὑπερφυά σχέση Χριστοῦ-Ἐκκλησίας μέ τή διεστραμμένη σχέση ὁμοφυλοφίλου ζεύγους; Αὐτό ἀκριβῶς πράττουν ὅσοι ἑτερόδοξοι παρέχουν τήν ἱερωσύνη στίς γυναῖκες.

ιδ) Ἡ Ἱερά Παράδοση, τήν ὁποία δέν παραδέχονται οἱ Προτεστάντες, μαρτυρεῖ κατά τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, ἀφοῦ ἐπί 2013 ἔτη τώρα ὅλοι οἱ φορεῖς τῆς ἱερωσύνης ἦταν καί εἶναι ἄνδρες.

ιε) Πλῆθος ἁγίων γυναικῶν κοσμεῖ τό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξύ αὐτῶν οἱ Μυροφόρες, οἱ ἰσαπόστολοι Φωτεινή καί Ἑλένη, καθώς καί ἅγιες μητέρες μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καμμία ἀπ’αὐτές δέν ὑπῆρξε ἱερουργός τῶν θείων Μυστηρίων. Καμμία ἀπό τίς ἀρχαῖες διακόνισσες ἤ τίς ἀνά τούς αἰῶνες μοναχές δέν ἀπαίτησε νά λάβει τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.

ιστ) Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές εἶναι σαφεῖς καί κατηγορηματικές : «Οὐκ ἐπιτρέπομεν οὔν γυναίκας διδάσκειν ἐν ἐκκλησία, ἀλλά μόνον προσεύχεσθαι καί τῶν διδασκάλων ἐπακούειν. Καί γάρ καί αὐτός ὁ διδάσκαλος ἡμῶν Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἡμᾶς τούς δώδεκα πέμψας μαθητεῦσαι τόν λαόν καί τά ἔθνη, γυναίκας οὐδαμοῦ ἑξαπέστειλεν εἰς τό κήρυγμα… Εἰ δέ ἐν τοῖς προλαβούσι διδάσκειν αὐταῖς οὐκ ἐπιτρέπομεν, πῶς ἱερατεῦσαι ταύταις παρά φύσιν τίς συγχωρήσει; Τοῦτο γάρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀθεότητος τό ἁγνόημα θηλείαις θεαῖς ἱερείας χειροτονεῖν, ἀλλ’ οὐ τῆς τοῦ Χριστοῦ διατάξεως»[24].

ιζ) Ὁ Τερτυλλιανός γράφει : «Δέν ἐπιτρέπεται στή γυναίκα νά ὁμιλεῖ στήν ἐκκλησία οὔτε νά διδάσκει οὔτε νά χρίει οὔτε νά κάνει τήν προσκομιδή οὔτε νά διεκδικεῖ γιά τόν ἑαυτό της ὁποιοδήποτε ἀξίωμα, πού ἔχουν οἱ ἄνδρες, ἤ κάποιο ἱερατικό λειτούργημα»[25].

ιη) Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ρωτᾶ : «τίνι οὖν σαφές ἐστιν ὅτι τῶν δαιμόνων ἐστί τό δίδαγμα καί σχῆμα καί ἠλλιοωμένον τό ἐπιχείρημα»; Καί προσθέτει : «Θεῶ γάρ ἀπ’αἰῶνος οὐδαμῶς γυνή ἱεράτευσεν»[26]καί τέλος

ιθ) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει «οἱ γυναῖκες νά ἀπομακρύνονται ἀπό μία τέτοια ὑπηρεσία, ὅπως καί τό πλεῖστον τῶν ἀνθρώπων», προσθέτοντας ὅτι «ὁ θεῖος νόμος ἀπομακρύνει τίς γυναῖκες ἀπό τό ἱερατικό λειτούργημα, ἀλλ’αὐτές ἐπιζητοῦν νά τό κατακτήσουν δυναμικά»[27].

 


 

[1] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Επιστολή προς τον Πάπα, 14-4-2014, http://www.imp.gr/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2014/45-ανακοινωθέντα-δελτία-τύπου-2014/756-ορθόδοξος-και-οικουμενική-η΄-οικουμενιστική-η-συγκληθησόμενη-αγία-και-μεγάλη-σύνοδος-του-2016.html

[2] Τοῦ ἰδίου, Επιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο σχετικῶς πρός τήν Ἀπόφαση χειροτονίας γυναικῶν στήν Ἀγγλικανική Κοινωνία, 25-7-2014 http://www.imp.gr/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2014/45-ανακοινωθέντα-δελτία-τύπου-2014/816-επιστολή-του-σεβασμιωτάτου-μητροπολίτου-μας-προς-τον-μακαριώτατο-αρχιεπίσκοπο-και-τα-μέλη-της-ιεράς-συνόδου.html

[3] Ἰω. 4, 5-42.

[4] Γαλ. 3, 28.

[5] Ὑμνολόγιον τό χαρμόσυνον, ἤγουν χαιρετιστήριοι οἴκοι εἰς ἁγίους καί ἑορτάς τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σταυροβουνίου, Κύπρος 1995, σσ. 270, 275.

[6] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 280-281.

[7] Πράξ. 6, 6.

[8] Γέν. 3, 15.

[9] ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ, Λόγος  εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον  11, εκδ. M. Jugie, Theorhanes Nicaenus (+ 1381), Sermo in Sanctissimam Deiparam,  Lateranum Romae 1935, σ. 64.

[10] ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,  Πανάριον 49, PG 42, 745BC.

[11] ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Πρός Μαγνησιείς 4, Πρός Τραλλιανούς 3. 

[12] Α΄ Πέτρ. 2, 9.

[13] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική ἠθική  ΙΙ, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, σσ. 384-387.

[14] ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΒΑΝΟΣ, «Ἐμπόδια στόν διάλογο μέ τόν Προτεσταντισμό», ἐν Οἰκουμενισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. Πρακτικά διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου. Αἴθουσα τελετῶν Α.Π.Θ. 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 627-632.

[15] Λκ. 2, 23.

[16] Πράξ. 1, 21-26.

[17] Μτθ. 28, 16-20.

[18] Ιω. 20, 23.

[19] ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τήν Εἴσοδον τῆς Θεοτόκου Β΄, PG 98, 313A.

[20] Α΄ Κορ. 14, 34.

[21] Α΄ Τιμ. 2, 12.

[22] Α΄ Κορ. 14, 35.

[23] Τίτ. 1, 6.

[24] Ἀποστολικαί Διαταγαί  ΙΙΙ, 6, 1-2 καί 9, 1-4.

 [25] ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣDe Virginibus, IX, 1, C.C. ii, 1218-19.

[26] ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Κατά αἱρέσεων  49, 2-3, PG 41, 881.

[27] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί Ἱερωσύνης  ΙΙ, 1, 2.




 

  

ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΩΝ

Αρχ. Σαράντη Σαράντου

 



Ἄλλοτε δειλά καί ἄλλοτε πιό θαρρετά ἀπό συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικούς παράγοντες ἐπανέρχεται "ἄνωθεν" τό θέμα "τῶν διακονισσῶν" στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Κυριότερος προπαγανδιστής τῆς παραπάνω πρότασης εἶναι ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Εὐάγγελος Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἐπί τριάντα περίπου χρόνια μέ τίς σχετικές μελέτες του προσπαθεῖ νά πείσει τούς Σεβασμιωτάτους Ἱεράρχες τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ὀρθοδοξίας νά προβοῦν χωρίς ἀναστολές σέ χειροτονίες διακονισσῶν.
Ἡ τελευταία μελέτη τοῦ κ. Εὐαγγέλου Θεοδώρου "Οἱ διακόνισσες στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας" ἀνακοινώθηκε στήν "Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν" τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, στό χειμερινό πρόγραμμα 2002-2003 καί ἐκδόθηκε τό 2004 στόν τόμο "ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ - Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ" τῆς ὡς ἄνω Ἀκαδημίας. Ἡ μελέτη αὐτή ἀποτελεῖ τήν πάγια θέση τοῦ κ. καθηγητοῦ, παραλλαγές τῆς ὁποίας ἔχει ἐκφωνήσει καί δημοσιεύσει ἐπανειλημμένα σέ διάφορες συσκέψεις καί διορθόδοξα συνέδρια.
Συγκεκριμένα, στά διορθόδοξα θεολογικά Συνέδρια τοῦ 1975 στό Etchmiadzin-Erevan τῆς (τότε Σοβιετικῆς) Ἀρμενίας, τοῦ 1976 στήν ἱερά Μονή Agapia τῆς Ρουμανίας, τοῦ 1980 στό St. Vladimir’ s Orthodox Seminary τῆς Ν. Ὑόρκης, τοῦ 1988 στή Ρόδο, τοῦ 1990 στήν Κρήτη, τοῦ 1994 στή Λειβαδιά, τοῦ 1996 στήν Addis Abeba τῆς Αἰθιοπίας, τοῦ 1996 στή Δαμασκό τῆς Συρίας καί τοῦ 1997 στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀπόψεις τοῦ κ. Θεοδώρου προκαλοῦσαν ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα. Παρά ταῦτα καί μολονότι ὁ κ. καθηγητής ἰσχυρίζεται τήν consensus (=συμφωνία ) τῶν ἱστορικοθεολογικά μορφωμένων, ὅμως πρακτικά κανείς ἐκ τῶν Ἱεραρχῶν δέν ἔχει τολμήσει νά χειροτονήσει διακόνισσες, παρά τίς ἐνθουσιώδεις προτροπές τοῦ κ. Θεοδώρου.
Στήν παραπάνω μελέτη του ὁ κ. Καθηγητής ἀναφέρει κείμενα Ἀποστολικά καί Μεταποστολικά μέχρι καί κάποια "Νεαρά" τοῦ Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου (610-614μ.Χ.) πού κάνει λόγο γιά τίς διακόνισσες. Ἐπίσης στά Ἱεροσολυμιτικά Δίπτυχα τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, πού ἀνάγονται στό 12ο αἰῶνα, μνημονεύονται δύο φορές διακόνισσες μεταξύ διακόνων καί ὑποδιακόνων.
Ὅσον ἀφορᾷ στήν τελευταία πληροφορία τῶν Ἱεροσολυμιτικῶν Διπτύχων τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου
 ταπεινῶς φρονοῦμε, ὅτι θά ὑπῆρχε ἡ ἀναφορά στίς διακόνισσες, μολονότι ὁ θεσμός τους εἶχε παύσει νά λειτουργεῖ πρό πολλοῦ χρόνου, πρᾶγμα τό ὁποῖο συμβαίνει στά λειτουργικά μας κείμενα, γιά νά ἐκφράζουν τή διαχρονικότητα καί τήν καθολικότητα τῆς θείας Λειτουργίας. Ὁ "λειτουργικός χρόνος" ἑνώνει χαρισματικά τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, τή στρατευομένη μέ τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, διαφυλάσσοντας ἐνίοτε ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος, τά ὁποῖα μεταγενέστερα δέν ἰσχύουν. Παραμένουν ὅμως ὡς μή εὔχρηστοι λειτουργικοί τύποι γιά νά ἐκφράσουν τή λειτουργική καθολικότητα.
Οἱ ἁρμοδιότητες τῶν διακονισσῶν ποτέ δέν ἦταν λειτουργικές. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στό Ἱερό Πηδάλιο, (Σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου στόν ΙΘ` ἱερό κανόνα τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου) πού εἶναι βιβλίο ἀμυθήτου ἁγιοπνευματικῆς καί ἐπιστημονικῆς ἀξίας, τεκμηριώνει ἱστορικά τίς ἁρμοδιότητες τῶν διακονισσῶν. Διακονοῦσαν ὅπως ἀκριβῶς σήμερα στά γυναικεῖα μοναστήρια οἱ ἐκκλησάρισσες καί ἰδιαίτερα βοηθοῦσαν τίς κατηχούμενες πού προσέρχονταν στό Βάπτισμα γιά νά ἀποδυθοῦν ἤ νά ἐνδυθοῦν καί ἐνδιάμεσα νά ἀλειφθοῦν μέ τό ἅγιο λάδι σ' ὅλο τους τό σῶμα, πρᾶγμα πού ἦταν ἀνάρμοστο νά τελοῦν οἱ βαπτιστές κληρικοί.
Ἐπίσης σύμφωνα μέ τήν τάξη τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων οἱ διακόνισσες ὡς νεωκόροι τοποθετοῦσαν τούς προσερχομένους στή θεία Λατρεία στό ἀντίστοιχο τμῆμα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, στόν κυρίως ἱερό ναό ἤ στό νάρθηκα ἀνάλογα μέ τήν πνευματική τους ἐκκλησιαστική κατάσταση.
Ἡ κυριότερη ὅμως ἁρμοδιότητα τῶν διακονισσῶν ἦταν ἡ φροντίδα τῶν πτωχῶν, τῶν χηρῶν καί τῶν ὀρφανῶν καί τῶν ἄλλων πού εἶχαν πραγματικές ἀνάγκες.
Οἱ πνευματοφόροι διάκονοι καί οἱ διακόνισσες μακριά ἀπό λειτουργικές ὑποχρεώσεις βρίσκονταν στήν πρώτη γραμμή μάχιμης καταξιωμένης φιλανθρωπίας.
Γεγονός πάντως εἶναι ὅτι σύσσωμη ἡ λειτουργική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας πρώιμα συνέστειλε τό θεσμό τῶν διακονισσῶν. Αὐτή ἡ μακρά ἱερά σιωπή τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν κρατάει καί τούς ὑπευθύνους Ἱεράρχες μας ἀνά τήν Οἰκουμένη σέ σεβασμό μπροστά στήν ἱερή παύση τοῦ θεσμοῦ.
Ἥδη μέχρι τόν ἕβδομο ἤ καί δωδέκατο αἰῶνα ἡ Ἐκκλησία μας κατέχοντας τό πλήρωμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί πίστεως, μεστή τῆς ἀποστολικῆς, τῆς μαρτυρικῆς, τῆς ὁσιακῆς καί ἐπισκοπικῆς ἐμπειρίας, χειρίζεται τούς θεσμούς της καί τίς ποιμαντικές πρακτικές της σύμφωνα μέ τό σωτήριο συμφέρον τῶν μελῶν της καί ὁλοκλήρου τοῦ πληρώματός της.
Σιγήθηκε, λοιπόν, ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν διακριτικότατα γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους. Ἴσως κάποιους ἀπό αὐτούς μποροῦμε νά ἀποκρυπτογραφήσουμε.
1. Μετά τόν ἕβδομο αἰῶνα ὡρίμασε
 καί ἀποκρυσταλλώθηκε ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκαν οἱ μακρές δογματικές συζητήσεις στίς ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους. Μαζί ὡρίμασαν καί οἱ ἐκκλησιαστικοί θεσμοί μέ ἀποτέλεσμα τή διακριτική συστολή τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν καί τήν ὁριστική παύση.
2. Ἐν τῷ μεταξύ τό θεομητορικό δόγμα πῆρε τήν ὀρθή θέση του μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ "Μήτηρ καί Παρθένος" ἔγινε τό πιό ἰσχυρό ἀρχέτυπο γιά τίς πιστές γυναῖκες, ὥστε νά προτιμοῦν τό ἔμφυτο μητρικό χάρισμα ἤ τόν ἐν Χριστῷ ἀφιερωμένο παρθενικό βίο ἀπό τίς ὑπεύθυνες ὑποχρεώσεις τῆς διακόνισσας, πού μποροῦν νά ἐπωμισθοῦν ἀνετότερα οἱ ἄνδρες διάκονοι. Οἱ ἄνδρες δέν ἔχουν τήν ἀποκλειστική εὐθύνη τῆς τεκνογονίας, τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν ἤ τῆς συνεποῦς διεκπεραιώσεως τῶν πολλῶν διακονημάτων μέσα στίς ἐν Χριστῷ μοναστικές Ἀδελφότητες. Ἡ Μήτηρ καί Παρθένος ἀπετέλεσε τό συμβατότερτο μέ τή γυναικεία ψυχολογία ἀρχέτυπο πού πῆρε τή θέση τῆς ἱερῆς μητρότητας καί τῶν συνεπειῶν της, ἀντίστοιχης πρός τή θεομητορική. Τύποι Ἀνθούσας κατέχουν ἐπίλεκτη θέση στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς καταξιωμένες μητέρες καί πιστές σύζυγοι, πού προκαλοῦσαν ἀκόμη καί τό θαυμασμό τῶν εἰδωλολατρῶν ἀνδρῶν.
Ἄν ἄμεσα ἡ βουλή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ἀρχή ἐκδηλωνόταν ἀπερίφραστα ἔτσι ὥστε νά μήν εἶχε ἐπιτρέψει καθόλου τή λειτουργία αὐτοῦ τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν, τότε ἴσως νά ἦταν πιό εὐσταθές τό ἐπιχείρημα τῶν φεμινιστριῶν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία κάνει διακρίσεις ἀνάμεσα στά φῦλα, εὐνοώντας τούς ἄρρενες.
Καί πάλι ὅμως θά ὑπῆρχε καί πάντοτε ὑπάρχει τό οὐσιῶδες ἐπιχείρημα. Ὁ ἴδιος ὁ θεάνθρωπος Κύριος δέν ἔδωσε τό χάρισμα τῆς διακόνισσας οὔτε στήν Ἁγία Μητέρα Του, τήν Παναγία. Θά τῆς ἄξιζε ἀσφαλῶς καί ἡ ἀπονομή τοῦ ὑψίστου χαρίσματος τῆς Ἀρχιερωσύνης καί τῆς Ἱερωσύνης. Ὅμως ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔμεινε ἀποφατικά ἐκτός τοιούτων διεκδικήσεων. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τιμᾷ καί γεραίρει τήν Παναγία ὡς Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν καί ὡς τήν πρώτη καί μόνη Πνευματοκαταξιωμένη Μητέρα καί Παρθένο ἐκτός πάντως οἱασδήποτε βαθμίδος Ἱερωσύνης.
Καί τοῦτο φυσικά δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο. Ἡ Κυρία Θεοτόκος ὡς νέα Εὔα, εὐαγγελισθεῖσα καί θεωθεῖσα μέ τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταξιώνεται τοῦ μοναδικοῦ θεομητορικοῦ χαρίσματος χριστοακεραιουμένου ὁμοῦ καί τοῦ Παρθενικοῦ χαρίσματος. Ἔτσι ἀποκαθιστᾷ τήν παράβαση τῆς προμήτορός μας Εὔας, ἡ ὁποία ἔχασε τόν Παράδεισο καί μαζί παρέσυρε καί τό σύζυγό της στήν παρανομία, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς αὐτόνομης ἀπαίτησής της γιά θέωση μέ τήν πλανερή συμβουλή τοῦ ὄφεως.
Ἡ Παναγία μας πάνω καί ἔξω ἀπό αὐτόνομη βούληση καί ἀπαίτηση, μέσα καί μετά ἀπό χαρισματική χρήση τῆς καλοπροαίρετης βούλησής της, συλλαμβάνει ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, κυοφορεῖ, γεννᾷ, σαραντίζει, ἀνατρέφει τό Χριστό, τόν παρακολουθεῖ μέχρι θανάτου, πρώτη τόν βλέπει Ἀναστάντα καί μετέχει αἰωνίως μεταστᾶσα εἰς τούς Οὐρανούς, γενομένη τό χριστοκαθολικότερο πανάγιο πρόσωπο, πού ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους μέ τίς ἀσίγαστες πρεσβεῖες Της, ἐξαιρέτως μάλιστα τούς εὐσεβεῖς καί ὀρθοδόξους πιστούς.
Ἄν ἡ Κυρία Θεοτόκος καί οἱ μετ' Αὐτήν Ἅγιες γυναῖκες εἶχαν ὡς πρώτη καί μόνη διεκδίκηση τήν ἐν Χριστῷ θέωση, οἱ δέ βαθμῖδες τῆς ἱερωσύνης ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν τῆς διακονίας ἀποτελοῦν δοτές χαρισματικές διακονίες μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν ἴδιο τό Σωτήρα Χριστό, γιατί νά ὑπάρχει διεκδίκηση ἱερατικοῦ διακονήματος ἀπό τίς πιστές γυναῖκες τῆς ἐκκλησίας; Γιατί ἐπίσης ἀκόμα καί ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας νά αἰσθάνονται ὅτι ὑποτιμῶνται οἱ γυναῖκες, ἐπειδή δέ μετέχουν τῆς διακονικῆς ἱερωσύνης;
3. Δυστυχῶς ὁ Δυτικός οὑμανισμός στένεψε τά θεανθρώπινα μέτρα τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τή χώρισε καί τήν κατέστησε μέ τήν Παπική καί τήν Προτεσταντική πλάνη ἐγκόσμιο ὀργανισμό. Μαζί στένεψαν καί τά ἀνθρωπολογικά ὅρια, ἀφοῦ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε ἄγνωστη, μετετράπη σέ κτιστή Χάρη μέ ἀλλοτριωτικές συνέπειες στή ζωή τῶν ἀνθρώπων τῆς Δύσεως. Ἡ μητρότητα ἄρχισε σταδιακά νά ὑποτιμᾶται τόσο ἀπό τό κοινωνικό περιβάλλον, ὅσο καί μέσα στήν ψυχή τῆς ἴδιας τῆς γυναίκας. Ἡ γυναικεία προσωπικότητα μετετράπη σέ ἀντικείμενο σαρκολατρείας καί λοιπῆς ἐκμετάλλευσης.
Ἑπομένως στή συνολική συνείδηση τῶν ἀνθρώπων μειώθηκε καί ἡ αὐτοεκτίμησή της ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέ ἀποτέλεσμα οὔτε κἄν νά φαντάζεται τόν ἑαυτό της στό ἱερατικό ἀξίωμα τῆς διακόνισσας, ἀλλά οὔτε καί ἡ κοινωνία νά ἀνέχεται πλέον τήν ἀνάρρησή της σέ ἱερατικό ἀξίωμα.
Στό βαθμό λοιπόν πού καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπηρεαζόμενη ἀπό τήν κοσμική οὑμανιστική νοοτροπία χάνει τήν ἐκτίμησή της πρός τή γυναίκα, δέν μπορεῖ να φαντασθεῖ τή γυναίκα σέ ἱερατικό ἀξίωμα. Συνοπτικές ἐσωτερικές πνευματικές διαδικασίες κρατοῦν τήν ἐκτίμηση τῶν ἀνθρώπων πρός τή γυναίκα στό καθαρά κοσμικό ἐπίπεδο, μήν ἐπιτρέποντας κανένα περιθώριο συμμετοχῆς τῆς γυναίκας στήν ἱερωσύνη, ἔστω καί στήν κατώτερη βαθμίδα της, τῆς διακονίσσης.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ποτέ δέ θά ἐρχόταν στό προσκήνιο τό θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, ἄν ἐξακολουθοῦσε νά ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία πού ὐπῆρχε λίγα χρόνια πρίν στήν πατρίδα μας, στήν Ἐκκλησία μας καί στόν κόσμο γενικότερα.
Ἡ νέα τάξη πραγμάτων ὁρίζει τά τοῦ κόσμου, καθοδηγεῖ τούς πάντες στήν πανθρησκεία. Ὅσοι λοιπόν κατευθύνουν τά πράγματα τοῦ κόσμου προωθοῦν καί μέσῳ τοῦ νεοεποχίτικου οἰκουμενισμοῦ πρακτικές ἐξομοιώσεως τῶν "Ἐκκλησιῶν" τῶν θρησκειῶν. Ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν ἐξομοιώνει τούς ὀρθοδόξους μέ τούς Προτεστάντες, πού ἤδη ἔχουν δεχθεῖ καί στίς τρεῖς βαθμίδες τῆς Ἱερωσύνης διά χειροτονίας γυναῖκες. Ἄν καί μεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δεχθοῦμε στόν πρῶτο βαθμό τῆς Ἱερωσύνης, στό τοῦ διακόνου, καί γυναῖκες διά χειροτονίας, ἀνοίγει εὔκολα ὁ δρόμος γιά γενίκευση τῆς ἱερωσύνης καί στούς λοιπούς βαθμούς μέ ἀνάλογα Ὀρθολογικά - Ἐξωεκκλησιαστικά ἐπιχειρήματα, σάν αὐτά πού καθιερώνουν τίς διακόνισσες στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἐν τῷ μεταξύ μεγάλη κινητικότητα παρατηρεῖται στούς κόλπους τῆς Παπικῆς "Ἐκκλησίας" γιά τήν καθιέρωση γυναικῶν διά χειροτονίας στούς βαθμούς τῆς Ἱερωσύνης.
 Λειψανδρία μαστίζει τίς τάξεις τοῦ Παπικοῦ κλήρου λόγῳ τῆς κακόδοξα θεσπισθείσης ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας καί ὄχι μόνο. Γι’αὐτό γυναικεῖες παπικές μοναστικές ἀδελφότητες ἐπηρεασμένες ἀπό τίς "νέες" ποιμαντικές προτεσταντικές πρακτικές διεκδικοῦν μᾶλλον σοβαρά μετοχές στήν παπική ἱερωσύνη. Ἄν δέν ἀξιολογήσουμε ἐκκλησιολογικά τούς παραπάνω ἀπό δέκα αἰῶνες ἱερῆς παύσεως τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν, τότε ἀσφαλῶς θά παραπαίουμε μέσα στά ἀσφυκτικά ὅρια τῆς ἐνδοκοσμικῆς, μή ὀρθόδοξης λογικῆς.
Δυστυχῶς ἡ ἐκκοσμικευτική οἰκουμενιστική ἤ παγκοσμιοποιητική νοοτροπία πιέζει ὅλους μας νά ντοπαρισθοῦμε μέ τά φάρμακα τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἀπό ἐπαῖτες τῆς θείας Χάριτος καί τοῦ θείου ἐλέους διδασκό-μαστε ἀπό τά media νά γινόμαστε διεκδικητές μέ κίνδυνο νά χάσουμε ὅ,τι πιό ἀπαραίτητο καί ὅ,τι πιό πολύτιμο, πού εἶναι ἡ σωτηρία μας.
Δυστυχῶς τά σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα ἀποπροσανατολίζουν καί τίς γυναῖκες, ἀλλά καί τούς ἄνδρες. Θά ἔπρεπε, ἄν πραγματικά ἐνδιαφέρονται γιά τό ἀληθινό πρόσωπο καί τήν ἀξία τῆς γυναίκας ἄνδρες καί γυναῖκες φεμινιστές καί φεμινίστριες νά μήν ἐπιτρέπουν μέ τή δύμαμη καί τήν πειθώ τοῦ λόγου τουλάχιστον, νά ἐξευτελίζεται τό γυναικεῖο πρόσωπο μέσα στό παρατεινόμενο καί ὁσημέραι αὐξανόμενο σεξομάρκετιγκ. Θά ἔπρεπε μέ ζῆλο καί μέ θεοσθένεια νά στιγματίζεται ὁ ποταπός καί βάναυσος παντοειδής χειρισμός τῆς γυναίκας ἀπό τούς ἀσύδοτους περιφερόμενους ἀνενόχλητα χειριστές τῶν γυναικείων ὑποθέσεων.
Οἱ φεμινιστές ποιμένες καί οἱ χριστιανές φεμινίστριες θά πρέπει νά βοηθήσουν πάσει δυνάμει νά μήν εἶναι οἱ ἐργαζόμενες γυναῖκες εὔκολο σεξοαντικείμενο στά χέρια τῶν προϊσταμένων τοῦ δημοσίου ἤ τῶν ἐργοδοτῶν τοῦ ἰδιωτικοῦ τομέα. Τά ὄντως προβλήματα τῶν γυναικῶν σήμερα δέν εἶναι ἡ "φεμινιστικῇ ἀπαιτήσει" ἐπαναλειτουργία τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν. Ἄν ἀγαπᾶμε καί ἐνδιαφερόμαστε γιά τή γυναίκα, θά πρέπει νά τῆς ἐμπνεύσουμε χριστοπαιδαγωγικά νά ὑπερβεῖ τό ἄπιαστο ὅραμα τῆς καριέρας ἤ μαζί μέ αὐτό νἀ προσγειωθεῖ στόν εὐγενῆ ρόλο τῆς συζύγου μέσα στον τίμιο καί εὐλογημένο γάμο καί στόν ὕψιστο καί ὑπερευλογημένο, κατά τό θεομητορικό πρότυπο, ρόλο τῆς μητέρας. Πανευτυχεῖς καί παμμακάριες σεμνές χριστιανές μητέρες ποτέ δέν διανοοῦνται διεκδικήσεις γιά ἐκκλησιαστικά "ἀξιώματα", ἀφοῦ εἶναι πληρωμένες ἀπό τόν θυσιασθέντα γιά χάρη μας Χριστό νά τά ἀντιπροσφέρουν στά παιδιά τους καί στούς συζύγους τους.
Ἄν ἀληθινά σεβόμαστε καί ἀγαπᾶμε τή γυναίκα μποροῦμε νά τή βοηθήσουμε νά βρεῖ ἔστω μιά μικρή part time ἀπασχόληση γιά νά ἀνταπεξέρχεται μαζί μέ τό σύζυγό της στά δύσκολα σημερινά οἰκονομικά δεδομένα.
Ἄν ἀληθινά ἀγαπᾶμε καί σεβόμαστε τή γυναίκα, δέ χρειάζεται νά τήν ξεμυαλίζουμε μέ ἕωλες προοπτικές τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν ἀλλά μποροῦμε μέ ὅση δύναμη λόγου καί διάκριση διαθέτουμε ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά παρακαλοῦμε τούς κυβερνῆτες μας νά τηροῦν τούς νόμους πού προστατεύουν τή γυναίκα στήν ὅλη δραστηριότητά της μέσα στήν κοινωνία καί νά μή γίνεται ἀντικείμενο (res) ἐκμεταλεύσεως.
Ἄν ἀληθινά ἀγαπᾶμε καί σεβόμαστε τή γυναίκα, θά πρέπει νά τῆς προβάλλουμε τήν ταπείνωση τῆς Παναγίας προσωπικότητας τῆς Κυρίας Θεοτόκου, μέ τήν ὁποία γαλούχησε καί ἀνέθρεψε τόν Κύριό μας, τόν συνόδευσε ἁπλᾶ, ταπεινά καί ἀθόρυβα μέχρι τήν ταφή Του καί τήν Ἀνάστασή Του. Ἔτσι θά βγάλει παιδιά Ἁγίους, ὅπως οἱ Ἅγιες Μητέρες τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, πού φυσικά δέ διανοήθηκαν νά χειροτονηθοῦν διακόνισσες. Ἡ μητέρα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου χρόνια καί χρόνια ἐν ἁγίᾳ χηρείᾳ δέ θά μποροῦσε νά διεκδικήσει χειροτονία διακόνισσας;
Εἰδικότερα οἱ ἅγιες ἡγουμένες καί οἱ Ἅγιες μοναχές πού γνωρίζουν τήν τόσων αἰώνων ἱερή παύση τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν, μέ τί παρρησία καί μέ ποιά νοοτροπία μποροῦν νά ζητήσουν χειροτονία διακόνισσας; Ἀφοῦ γνωρίζουν ὅτι ἀφετηρία ὅλων αὐτῶν τῶν διεκδικήσεων εἶναι ὁ κρυπτόμενος ἐκκοσμικευτικός οἰκουμενισμός, πῶς μποροῦν νά πέσουν θύματα αὐτοῦ τοῦ ἐκκοσμικευτικοῦ φρονήματος;
Οἱ ἅγιες ἠγούμενες καί οἱ ἅγιες μοναχές ἔχουν ὡς πανάγιο ἀρχέτυπο μοναχικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τήν Κυρία Θεοτόκο. Πῶς λοιπόν, μέ τί καρδιά, μέ ποιά παρρησία θά ζητήσουν χειροτονία διακόνισσας, ἔργο πού οὔτε ζήτησε, ἀλλά καί πού οὔτε τῆς δόθηκε ἀπό τό Χριστό;
Ὁ καθηγητής κ. Θεοδώρου, ὅπως καί ἄλλοι παρακινημένοι ἀπ' αὐτόν παρουσιάζουν μέ ἐνθουσιασμό τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου πού χειροτόνησε ὅπως ἰσχυρίζονται, δύο διακόνισσες. Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἡ ἐξαίρεση ἐπιβεβαιώνει τόν κανόνα. Μολονότι ὁ Ἅγιος προέβη σέ μιά μή συνηθισμένη γιά τήν ἐποχή του ποιμαντική πράξη, δέν κατάφερε νά ἐνεργοποιήσει περαιτέρω τό θεσμό τῶν διακονισσῶν γιατί δέν ἦταν αὐτός ὁ σκοπός του. Ἄν σήμερα ἦταν καί σωματικῶς παρών ὁ Ἅγιος δέν θά ἤθελε οἱ μοναχές του νά ὑπέκυπταν πρῶτες στήν οἰκουμενιστική, παγκοσμιοποιητική καί φεμινιστική νοοτροπία τῆς καθιερώσεως τῶν διακονισσῶν, πρᾶγμα τό ὁποῖο τεκμαίρεται ἀπό ὅλη τήν πολλή πλούσια ἐκκλησιολογική του κατάρτιση καί τήν πολλή διακριτική του ποιμαντική εὐαισθησία. Ὅμως στήν τελευταία Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ὀκτώβριο 2004, ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Ὕδρας μετά ἀπό ἔρευνα ἐβεβαίωσε τούς Ἱεράρχες ὅτι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καθιέρωσε δύο μοναχές ὡς ὑποδιακόνισσες χωρίς καμία νέα τελετουργική διακονία, παρά μόνο μέ τήν "εὐλογία" νά κοινωνοῦν τίς ἄλλες μοναχές, ὅταν χρειαζόταν. Κατά τά λοιπά ἐκτελοῦσαν χρέη νεωκόρισσας, πού διακονοῦσαν ἐντός τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὅπως σ' ὅλα τά σημερινά γυναικεῖα μοναστήρια. Μετά τόν Ἅγιο Νεκτάριο, λέγει ὁ κ. Θεοδώρου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος καθιέρωσε μόνο στήν Αἴγινα διακόνισσες καί ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος, ὅταν ἦταν Μητροπολίτης Δημητριάδος καθιέρωσε ὡς διακόνισσα στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Σπυρίδωνος Προμυρίου τήν ἡγουμένη τῆς ἱερᾶς Μονῆς Εὐθυμία.
Ἀπό ὅλα τά παραπάνω καταδεικνύεται ὅτι τό σῶμα τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, τόσο ἀπό τῆς πλευρᾶς τῶν Ἐπισκόπων, ὅσο καί ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ λαοῦ φαίνεται πολύ ἀπρόθυμο νά ἀποδεχθεῖ ἕνα ἀπό αἰώνων παυμένο ἱερό θεσμό, τό θεσμό τῶν διακονισσῶν.
Ὁ κ. Θεοδώρου στό τέλος τῆς μελέτης καί ὁμιλίας του προτρέπει ἔντονα τό Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δημητριάδος καί κατ' ἐπέκταση ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς νά προβοῦν σέ χειροτονίες διακονισσῶν ἐπειδή ἐξακολουθεῖ, ὅπως λέγει, νά ὑφίσταται "δυνάμει ἡ χειροτονία τῶν διακονισσῶν". Ἡ περισσότερο τῶν δέκα αἰώνων πρακτική τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς χιλιάδες τῶν Ἐπισκόπων, ἱερέων, διακόνων, μοναχῶν καί λαϊκῶν ἦταν σέ πνευματική καί λειτουργική ἀφασία, πού δέν ἔβαλαν σέ λειτουργία τό θεσμό; Οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἐπί αἰῶνες δέ σκεπτόταν λειτουργικά, παρά μόνο μιά, δύο, τρεῖς περιπτώσεις πού προαναφέραμε;
Ὅσον ἀφορᾶ στή χειροτονία τῶν ἡγουμενισσῶν σέ διακόνισσες ἔχουμε νά παρατηρήσουμε ὅτι τό ἡγουμενικό ἀξίωμα-διακόνημα στήν Ἐκκλησία εἶναι τό πρῶτο μέσα στήν ἱερά Μονή καί ὑπέρκειται τοῦ τῆς διακονίσσης. Δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἡγουμένη μέ τόσες πολλές θεσμικές ὑποχρεώσεις ἔναντι τοῦ Χριστοῦ καί κάθε μιᾶς ἀδελφῆς χωριστά νά ἔχει καί τίς εὐθῦνες τοῦ διακονικοῦ ἀξιώματος. Ὅσον ἀφορᾶ στίς μοναχές, αἰῶνες τώρα, ἐναλλάσσονται στή διακονία τοῦ ἱεροῦ βήματος οἱ καταλληλότερες, χωρίς καμία ἀπ' αὐτές νά ἔχει πάγιες ἀπαιτήσεις, πού θά δημιουργηθοῦν μέ τήν ἄδηλη καί κρύφια ἀνταγωνιστική διεκδίκηση χειροτονίας.
Γνωρίζουμε ἀπό τό λεπτό καί εὐαίσθητο ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως τῶν γυναικείων μοναστηριῶν, ὅτι ἡ θέση τῆς Ἁγίας Ἡγουμένης εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολη. Χρειάζεται πολύ ἁγιοπνευματικό φωτισμό καί διάκριση γιά νά κρατάει πνευματικές ἰσορροπίες ἀνάμεσα στίς γυναῖκες μοναχές πού τίς ἔχει συνέχεια δίπλα της ἐπί ὁλόκληρο τό εἰκοσιτετράωρο. Ἄν χειροτονηθοῦν κάποιες διακόνισσες, θά ἐγείρονται ἀκατάπαυστα προβλήματα ἀνταγωνισμοῦ ἀκόμα μεγαλύτερα ἀπό τά ἤδη ὑπάρχοντα καί γι’αὐτό ἴσως ἡ πάνσοφη φιλόστοργος μητέρα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας κατέχουσα μακρά μοναστική ἐμπειρία, κατήργησε στήν πράξη , τό θεσμό καί τή χειροτονία τῶν μοναζουσῶν σέ διακόνισσες γιά πολύ αὐτονόητους μέσα στό γυναικεῖο μοναχισμό λόγους. Ἐπί τοῦ θέματος δέν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε περισσότερα σεβόμενοι τούς σκληρούς πνευματικούς ἀγῶνες πού ὄντως διεξάγουν οἱ μοναχές γιά τήν κατά Χριστόν τελείωσή τους. Ἐπί τοῦ θέματος "ἴσασιν οἱ μεμυημένοι".
Τἀ παραπάνω ἴσως φαίνονται ὐπερβολικά καί μεροληπτικά πρός κατοχύρωση τῶν θέσεών μας σέ κάποιους. Ἵσασιν ὅμως οἱ μεμυημένοι... Ξέρει πάντως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τί προάγει καί τί καταργεῖ. Ἵσως ὀ κ. Θεοδώρου δέν ἔχει τή συγκεκριμένη ποιμαντική ἐμπειρία ἀπό τό συγκεκριμένο ἱερό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως τῶν γυναικείων μοναστηριῶν καί δέν μπορεῖ ἴσως να ἀντιληφθεῖ τό μπουρλότο πού θά μπεῖ στίς γυναικεῖες μοναστικές ἀδελφότητες με τήν ἐπαναφορά τοῦ θεσμοῦ τῶν διακονισσῶν.
Ἕνα παρόμοιο μπουρλότο θά μπεῖ καί στούς ἐν τῷ κόσμῳ ἱερούς ναούς, ἄν ἡ μεταπτωτική γυναικεία κενοδοξία (φιλήδονα ἡμῶν τῶν ἀνδρῶν ποιμένων συρομένων) κορυφουμένη καταφέρει νά στήσει τά ὑπερφίαλα δαιμονικά λάβαρά της ἐν μέσῳ τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου ἱερωσύνης καί Ἀρχιερωσύνης.

30 ΙΟΥΛΙΟΥ 2009