Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2024

 


ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν, Δρος Θεολογίας


Ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐδιδάσκετο ὅτι ἕνα βάπτισμα ὑπάρχει. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος γράφοντας πρὸς τοὺς Ἐφεσίους λέγει: «Eἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (4, 4). Καὶ ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ἐπισημαίνει στοὺς Φιλιππησίους: «Εἰ γὰρ εἷς ἐστιν ὁ τῶν ὅλων θεός [...], ἓν δὲ καὶ τὸ βάπτισμα τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ κυρίου διδόμενον, μία δὲ καὶ ἡ ἐκλεκτὴ ἐκκλησία· μία ὀφείλει εἶναι καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν πίστις» (Funk, DieKamp, Laupp [Tubingen 1913] 5, 1).

Αὐτὴ ἡ ὁμολογία περὶ ἑνὸς βαπτίσματος ἐπέχει ἐξόχως ἰδιάζουσα θέση στὴν Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτὸ καὶ περιελήφθη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Β´ ἐν Κωνσταντινουπόλει Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

Κατὰ τὸν προηγούμενο αἰώνα, ὡστόσο, παρουσιάστηκε μία ἐκκλησιολογικὴ θεωρία, ἀποκαλούμενη «βαπτισματικὴ θεολογία», ἡ ὁποία ἐπεκτάθηκε καὶ διδάσκεται ἐντόνως μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἄλλοι Πατριάρχες, Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι ὀρθόδοξοι πρεσβεύουν καὶ διακηρύσσουν τὴν θεωρία περὶ τῆς ἑνότητος καὶ ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν «χριστιανικῶν ὁμολογιῶν». Παραδέχονται, δηλαδὴ καὶ ἀποδέχονται τὸ βάπτισμα τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καὶ ἄλλων αἱρετικῶν ὁμάδων ὡς ἔγκυρο, ταυτίζοντάς το μὲ τὸ Βάπτισμα τῶν Ὀρθοδόξων. Αὐτὴ ἡ θεωρία ἐντάσσεται στὴν οἰκουμενιστικὴ κίνηση καὶ θεολογία, ἡ ὁποία ἀνάγει τὶς ρίζες της στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΘ´ αἰώνα μὲ τὸν Βαπτιστὴ Ἱεραπόστολο William Carey, ὅπως ἀναφέρει ὁ R. Givellini στὸ ἔργο του «Ἡ Θεολογία τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα» (2002, σ. 607).

Γίνεται, ὅμως, αὐτὸ ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ διδασκαλία; Ἀπαντοῦμε στεντορείᾳ τῇ φωνῇ: Ὄχι!

Πρωτίστως, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ διευκρινίσουμε ὅτι τὸ Βάπτισμα, γιὰ νὰ εἶναι κανονικό, πρέπει νὰ πληροῖ τὶς ἑξῆς προϋποθέσεις: 1) Nὰ ἐπιτελῆται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. 2) Νὰ γίνεται στὸ Ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος. 3) Νὰ τελῆται διὰ τριττῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως καὶ ὄχι διὰ ραντισμοῦ. 4) Νὰ τελῆται ἀπὸ κανονικὸ Ὀρθόδοξο Λειτουργό, ᾽Επίσκοπο ἢ Πρεσβύτερο.

Οἱ αἱρετικοὶ Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐντάσσονται στὰ ἀνωτέρω, ἀφοῦ παρεξέκλιναν παντοιοτρόπως τῆς εὐθείας ὁδοῦ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως μὲ τὶς διαστροφές τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου θέσεις τους. Μὲ μία ἁπλὴ ἀνάγνωση τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀποδεικνύεται  αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμός μας.

Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ἀναφέρεται ἡ ἐντολὴ τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου πρὸς τοὺς Μαθητές Του: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. 28, 19). Ἐδῶ ἀποκαλύπτονται τὰ τρία στοιχεῖα τῆς σωτηρίας ποὺ ἐπαγγέλλεται ἡ Μία Ἐκκλησία: Προηγούμενη ὀρθὴ διδασκαλία – κατήχηση, Βάπτισμα στὸ Ὄνομα τῆς Ἀδιαιρέτου καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος καὶ ἀκριβὴς τήρηση τῶν παραδεδομένων ὑπὸ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Ποιὸ ἀπὸ τὰ τρία πληροῦν οἱ αἱρετικοί, οἱ παραχαράξαντες τὴν Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια; Ἀσφαλῶς κανένα.

Ἡ βάπτιση τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου διασώζεται στὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο: «Βαπτισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εὐθὺς ἀνέβη ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (3, 16). Στὶς δὲ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων περιγράφεται ἡ βάπτιση τοῦ εὐνούχου ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου: «Κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος, πνεῦμα κυρίου ἥρπασεν τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος (8, 38-39). Ἡ χρήση τοῦ ρήματος «ἀνεβαίνω» στὰ δύο προηγούμενα χωρία ὑποδηλώνει τὴν προηγειθεῖσα βύθιση  τῶν βαπτισθέντων ἐντὸς τῶν ὑδάτων (βαπτίζω = βυθίζω ὑπὸ τὸ ὕδωρ, Liddell – Scott, τ. I, 479).

Τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν ὡς γνωστὸν τελεῖται διὰ ραντισμοῦ. Ἠμπορεῖ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸ Ὀρθόδοξο κανονικὸ βάπτισμα τῶν τριῶν καταδύσεων, οἱ ὁποῖες συμβολίζουν τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Ρωμαίους, ἐπισημαίνει: «Ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, [...] εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (6, 3-6). Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιβεβαιώνει: «Τὴν κατάδυσιν τὸν τύπον τῶν τριῶν ἡμερῶν ἐκπληροῦν» (ἐπ. 236, PG 32, 884Α).

Ἐπίσης, οἱ τρεῖς καταδύσεις γίνονται στὸ Ὄνομα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ὁμοουσίου Τριάδος. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διευκρινίζει μὲ ἀναλυτικὸ τρόπο ὅτι γιὰ κάθε Ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος κάνουμε μία κατάδυση καὶ εἶναι τρεῖς οἱ καταδύσεις γιὰ τὶς τρεῖς Ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Καθ' ἑκάστην τῶν τῆς θεότητος ὑποστάσεων μίαν κατάδυσιν καὶ τρεῖς διὰ τὸ τρισσὸν τῶν ὑποστάσεων» (B. Kotter, De Gruyter [Berlin 1981] PTS 22, 5, 11).

Πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ βάπτισμα τῶν Παπικῶν, οἱ ὁποῖοι εἰσήγαγαν πλῆθος αἱρετικῶν δοξασιῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες παραχαράσσουν, ἀλλοιώνουν καὶ διαστρεβλώνουν τὸ Τριαδολογικὸ καὶ Χριστολογικὸ δόγμα, ἀλλά -πολὺ περισσότερο- καὶ τὸ βάπτισμα τῶν Προτεσταντῶν νὰ ταυτίζονται μὲ τὸ τῆς Ὀρθοδόξου, ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας; Ὁ Μ. Βασίλειος μὲ τὴν ἀπαράμιλλη εὐστοχία του διασαφηνίζει ὅτι ἡ πίστη καὶ τὸ βάπτισμα συνιστοῦν δύο συμφυεῖς καὶ ἀδιαίρετους τρόπους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ὅρο sine qua non γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι δὲ ἀδιαίρετο τὸ περιεχόμενο καὶ τῶν δύο, ἀφοῦ χωρὶς τὸν ἕνα δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύει ὁ δεύτερος: «Πίστις δὲ καὶ βάπτισμα, δύο τρόποι τῆς σωτηρίας, συμφυεῖς ἀλλήλοις καὶ ἀδιαίρετοι. Πίστις μὲν γὰρ τελειοῦται διὰ βαπτίσματος, βάπτισμα δὲ θεμελιοῦται διὰ τῆς πίστεως, καὶ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἑκάτερα πληροῦται. Ὡς γὰρ πιστεύομεν εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, οὕτω καὶ βαπτιζόμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ προάγει μὲν ἡ ὁμολογία πρὸς τὴν σωτηρίαν εἰσάγουσα· ἐπακολουθεῖ δὲ τὸ βάπτισμα ἐπισφραγίζον ἡμῶν τὴν συγκατάθεσιν» (Περὶ τοῦ Ἁγίου ΠνεύματοςSC 17, 12, 2831-40).  

Ἂς δοῦμε, ὅμως, τὸ θέμα καὶ ἀπὸ κανονικῆς πλευρᾶς. Ὁ 46ος κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διακελεύει: «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα 2, 61). Αὐτὸ τὸ ἀκούουν οἱ φιλοαιρετίζοντες ἐπίσκοποί μας καὶ θεολόγοι; Ὅποιος ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος, μᾶς λέγει ὁ προαναφερθεὶς κανών, κάμει ἀποδεκτὸ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν νὰ καθαιρῆται. Ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ἑρμηνεύοντας τὸν παρόντα κανόνα, ὑπογραμμίζει: «Εἰ γάρ φησι, μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἓν εἶναι τὸ ἀληθὲς βάπτισμα, πῶς ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθὲς βάπτισμα τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, εἰς καιρὸν ὅπου αὐτοὶ δὲν εἶναι μέσα εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ἐξεκόπησαν ἀπὸ αὐτὴν διὰ τῆς αἱρέσεως;» (Πηδάλιον [1976] 51).

Οἱ ὀγδόντα τέσσσερις περίπου ἐπίσκοποι, οἱ συγκαλέσαντες τὴν σύνοδο τῆς Καρχηδόνας τὸ 255, ἀποφάνθηκαν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας· ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος, καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα 3, 3). Ἐδῶ οἱ ἱεροὶ Πατέρες τονίζουν τὴν ἀκρίβεια αὐστηρῶς καὶ ἀπαρεγκλίτως καὶ ὁμολογοῦν ὅτι ἕνα βάπτισμα ὑπάρχει, αὐτὸ τὸ ὁποῖο τελεῖται στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Ὅπως συμφωνεῖ καὶ ὁ καθηγητὴς πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας ποὺ τὰ πάντα σχετικοποιοῦνται, ἀκόμη καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ μία στάση αὐστηρᾶς τηρήσεως τῶν κανόνων σχολιάζεται ὡς φανατικὴ καὶ στερουμένη ἀγάπης, ἡ ἐμμονὴ στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ οὐσιαστικότερη ἀντίσταση στὸν γενικὸ κατήφορο. (Βλ. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα, 1996, 122).

Ὡς ἐκ τῆς ἀνωτέρω ἐκτεθείσας ἐν συντομίᾳ διδασκαλίας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἀπορρίπτεται ὡς ἄκυρο. Ὁ Μ. Βασίλειος ἀποφαίνεται ὅτι γίνεται δεκτὸ μόνον ἐκεῖνο τὸ βάπτισμα ποὺ τηρεῖται χωρὶς νὰ παρεκκλίνη τῆς πίστεως: «Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα τὸ μηδὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον» (PG 32, 665A).

Ἑπομένως, ἐπ᾽οὐδενὶ λόγῳ ἐπιτρέπεται στὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ ὁδηγοῦν τὰ τέκνα τους νὰ βαπτισθοῦν ἀπὸ αἱρετικούς. Τὰ βαπτισθέντα δὲ ἀπὸ αὐτοὺς θεωροῦνται ὡς ἀβάπτιστα καὶ ἄρα ἐὰν προσέλθουν στὴν Μία Ἐκκλησία, πρέπει νὰ βαπτίζονται κανονικῶς, χωρὶς αὐτὸ νὰ θεωρῆται ἀναβαπτισμός. Ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλὸς εἶναι κατηγορηματικὸς ὡς πρὸς αὐτό: «Μετερχόμενοι τοίνυν εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν, κἂν τυχὸν ὦσιν βεβαπτισμένοι, βαπτίζονται μέν (οὐ γὰρ λέγομεν ἀναβαπτίζονται, ἐπειδὴ μὴ ἔχουσι τὸ ἀληθὲς βάπτισμα)» (PG 39, 720Α).

Ἔρχεται, δυστυχῶς, ἡ βαπτισματικὴ θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν νὰ δεχθῆ ὅτι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἑτερόδοξοι τελοῦν ὀρθὸ βάπτισμα, ἐὰν ἐπικαλοῦνται κατὰ τὴν τέλεσή του τὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἄσχετα ἐὰν βρίσκονται στὴν κακοδοξία καὶ τὴν αἵρεση. Αὐτὸ εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ καθίσταται ἀπορριπτέο. Ὁ Μ. Βασίλειος στὸν 1ο κανόνα του διασαφηνίζει τὸ θέμα λέγοντας: «Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα 4, 000). Ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας (5ος αἰ.) διευκρινίζει ὅτι ἐφόσον οἱ αἱρετικοὶ παραβίασαν τὴν παράδοση περὶ βαπτίσματος, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου καὶ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐρμηνεία τῶν πρώτων, ἔχασαν τὴν σφραγίδα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Λέγει χαρακτηριστικά: «Εἶχόν ποτε κἀκεῖνοι ὡς πρόβατα λευκὸν τὸν πόκον καὶ τὴν φραγῖδα ἀνθηράν. Ἀλλ' ἕως τότε λευκὸν τὸν πόκον ἐτήρουν ἕως εἶχον τὸ τῆς ἐκκλησίας βάπτισμα, καὶ ἕως τότε ἡ σφραγὶς αὐτῶν τὴν ἀνθηρότητα τοῦ αἵματος Χριστοῦ ἔφερεν ἕως οὗ ἐσφραγισμένην ἐτήρουν τὴν περὶ τοῦ βαπτίσματος διάταξιν» (Ὁμ. 26.3.10, Richard, Brogger, 1956).

Ἑπομένως «κατ᾽ ἀκρίβειαν» τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση ὡς ἄκυρο. Ἡ ἀπουσία δὲ διατάξεως, ἡ ὁποία νὰ δέχεται ἔστω καὶ «κατ᾽οἰκονομίαν» τὸ αἱρετικὸ βάπτισμα, καταδεικνύει καὶ ἀποδεικνύει αὐτὸ ὡς ἄκυρο.

Ἐὰν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, πῶς δικαιολογοῦνται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποί μας νὰ ἀποδέχωνται τὴν βαπτισματικὴ θεολογία τῶν Προτεσταντῶν; Δὲν φοβοῦνται τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ;

Μακάρι νὰ κατανοήσουν ὅτι βαδίζουν τὸν ὀλισθηρὸ δρόμο τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ἀλήθεια καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση καὶ ἀλήθεια πρὶν εἶναι ἀργὰ γι᾽ αὐτούς.



 

 


                               Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΛΑΔΩΝ

Ὁ προτεσταντικὸς Οἰκουμενισμὸς ἔχει ὡς βᾶσι δύο κυρίως θεωρίες· τὴν θεωρία τῶν κλάδων καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος.

Ἡ θεωρία τῶν κλάδων (branch theory) ἀποτελεῖ θεολογική ἂνάπτυξι τῆς θεμελιώδους, δογματικῆς, προτεσταντικῆς θεωρίας πὲρί ἀοράτου Ἐκκλησίας8. Σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία, ἡ ἀληθής, Χριστιανικὴ Ἐκκλησία δὲν ταυτίζεται μὲ μία ἐπί μέρους ἱστορική Ἐκκλησία· δὲν εἶναι ὀρατή, ὀργανωμένη, θρησκευτική κοινωνία ἀνθρώπων μέ κανονικό ἱερατεῖο καὶ ἀμετάβλητο σύνολο δογματικῶν, ἠθικῶν καὶ τελετουργικῶν διατάξεων, λλά κάτι τὸ ἐσωτερικό, ἀφανές καὶ ἄόρατο.

Τὰ μέλη της παραδόξου, ἀοράτου Ἐκκλησίας εἶναι διάσπαρτα σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη9, ἀνήκουν σὲ διάφορες ὁμολογίες (ὁρατὲς Ἐκκλησίες) καὶ ἔχουν διαφορετική δογματική πίστι. Εἶναι μάλιστα ἄγνωστα στοὺς  ἀνθρώπους, ἀλλά καὶ μεταξύ τους, γνωστά δὲ μόνο στὸν Κύριο, μὲ τὸν ὁποῖο διατελοῦν ἐνωμένα ἀοράτως διά τῆς πίστεως ἀποτελώντας τὸ μυστικό σῶμα του. Κάθε ὀρατή λοιπόν θρησκευτική κοινότης (ὁμολογία) τῶν Διαμαρτυρομένων ὀνομάζεται μὲν Ἐκκλησία, ὄχι ὅμως σύμφωνα μὲ τὴν πλήρη ἔννοια τῆς ἀληθοῦς, ἀοράτου Ἐκκλησίας, ἀλλά μόνο καταχρηστικά.

Διὰ τῆς ἐπινοήσεως τῆς ἀνωτέρω θεωρίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι κατώρθωσαν νὰ ἀποδεσμευθοῦν τὸν ιστ΄ αἰῶνα ἀπό τὴν Ρώμη, νὰ ἀμυνθοῦν στοὺς ἀναθεματισμούς της, νὰ δικαιολογήσουν τὴν δημιουργία τῆς νέας Ἐκκλησίας τους καὶ νὰ ἐμφανίσουν «τὰς ἀρτισυστάτους αὐτῶν κοινότητας ὡς ἀνέκαθεν ἠνωμένας πρὸς τὴν ἀληθινήν καὶ ἀόρατον Ἐκκλησίαν καὶ μηδέποτε χωρισθείσας αὐτῆς»10.  

Βασιζόμενη στὴν ἀνωτέρω θεωρία ἡ θεωρία τῶν κλάδων ὑποστηρίζει, ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία δὲν ὑφίσταται σήμερα, ἀλλὰ διαιρέθηκε σὲ πλῆθος ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν· την Ὀρθόδοξο, τὴν παπική, τὴν ἀγγλικανική, τὴν λουθηρανική καὶ ἄλλες, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποκαλοῦνται τὸ Ὀρθόδοξο σχίσμα, τὸ ρωμαϊκό σχίσμα, τὸ ἀγγλικανικό σχίσμα, τὸ λουθηρανικό σχίσμα11. Καμμία ἀπό τὶς Ἐκκλησίες αὐτές δὲν θεωρεῖται ἰκανή νὰ ἐκπροσωπήση σήμερα ἐπάξια τὴν Μία Ἐκκλησία οὔτε εἶναι ἀλάθητη, ἀλλά ὑπόκειται σὲ πλάνες12. Κὰμμία δὲν κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς Χριστιανικῆς Ἀληθείας, ἀλλά μόνο τμήματά της μικρότερα ἢ μεγαλύτερα13. Ὅπως ἡ Μία Ἐκκλησία εἶναι ἀνύπαρκτη, ἔτσι καὶ ἡ ὅλη Ἀλήθεια παραμένει ἄγνωστη, ἂν καὶ ὑπάρχει διάσπαρτη σὲ ὅλες τὶς ἐπιμέρους Ἐκκλησίες.  

Παρά ταῦτα οἱ ἐλλιπεῖς αὐτές Ἐκκλησίες δὲν εἶναι τελείως ἀποκομμένες ἀπό τὴν Μία Ἐκκλησία, ἀλλά συνδέονται μαζί της ὅπως ἀκριβῶς τα κλαδιά ἐνός δένδρου· εἶναι τα διάφορα κλαδιά του μεγάλου δένδρου τῆς Μιᾶς, Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως κάθε κλαδί ἐνός δένδρου δὲν ἀποτελεῖ ὅλο τὸ δένδρο, ἀλλά μέρος του, ἔτσι καὶ κάθε ἐπί μέρους Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ τὴν Μία, Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά μέρος αὐτής14. Κατά σὺνέπεια οἱ Ἐκκλησίες αὐτές εἶναι «μέρη ἰσόκυρα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας»15, κατέχουν ἴσα δικαιώματα ὑπάρξεως καὶ εἶναι ὅλες ἐργαστήρια ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας16.

Κατά τὴν θεωρία τῶν κλάδων, ἡ ἀληθής Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι κάτι τὸ ὀρατό, ἀλλά ἰδανικό -ἀνέφικτο πρὸς τὸ παρόν- πρὸς πραγματοποίησι τοῦ ὀποίου τείνουν  παρά τις ἀντιθέσεις τους οἱ ἐπί μέρους ὀρατές, ἱστορικές Ἐκκλησίες «σὺν τῷ προϊόντι χρόνω καθαιρόμεναι καὶ τελειούμεναι»17. Ἡ ἀληθής Ἐκκλησία βρίσκεται «ἐν πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις... Συναποτελεῖται ἐκ Χριστιανῶν, ἀνηκόντων εἰς διαφόρους ὁμολογίας»18, τῶν ὀποίων ἡ ἐπανένωσις καὶ ὁ ἀμοιβαῖος ἐμπλουτισμός θὰ ἐπιφέρη την πραγματοποίησι τῆς «Una Sancta»19, δηλαδή την ἐπανίδρυσι τῆς ἀνύπαρκτης σήμερα Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἐπιτυχία της ἐνώσεως τῶν Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν ἐξαρτᾶται ἀπό τὴν κατά τὸ δυνατόν μεγαλύτερη μὲίωσι τῶν ἀπαιτήσεων τῆς πίστεως (δογματικός μινιμαλισμός)20. Βέβαια, κατά τὴν θεωρία τῶν κλάδων, οἱ διάφορες Χριστιανικὲς ὁμολογίες - Ἐκκλησίες εἶναι στὴν πραγματικότητα ἐνωμένες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι οἱ δογματικές διαφορές ποὺ τὶς χώρίζουν, εἶναι ἐπουσιώδεις. Τὰ οὐσιώδη εἶναι κοινά, ἐνῶ τα ἐπουσιώδη διάφορα.

Ἡ θεωρία τῶν κλάδων εἶναι ἀδιαμφισβήτητα μία ἀκραία ἐκκλησιολογικὴ κακοδοξία, ἡ ὁποία προάγει ταυτόχρονα καὶ τὸν δογματικὸ συγκρητισμό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἄλλωστε ὑποστηρίζεται εὔλογα, ὅτι ὁ γεννηθεὶς στοὺς κόλπους τοῦ Προτεσταντισμοῦ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μία ἐκκλησιολογικὴ καὶ συγκρητιστικὴ αἵρεσις. 

 

Σημειώσεις:

8. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 261.

9. Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, σελ. 96.

10. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος β΄, σελ. 336.

11. Π. Τρεμπέλα, Επί της Οικουμενικής Κινήσεως..., σελ. 25.

12. Ιω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σελ. 269.

13. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος β΄, σελ. 353.

14. Χ. Ανδρούτσου, Μελέται και Διατριβαί, τόμος α΄, σελ. 88.

15. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 262.

16. Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, σελ. 104.

17. Α. Θεοδώρου, Η intercommunio εξ επόψεως Ορθοδόξου Συμβολικής, σελ. 10.

18. Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Παλαιοκαθολικισμός, τόμος β΄, σελ. 27.

19. Π. Μπρατσιώτου, το κύρος των αγγλικανικών χειροτονιών, σελ. 107.

20. Α. Δελήμπαση, Η αίρεσις του Οικουμενισμού, σελ. 114.