ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΩΡΩΠΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ , ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ , ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ
Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2025
Ἡ ἑλληνική καί ἡ κατά Χριστόν
μόρφωσις, κατά τούς τρεῖς Ἱεράρχας († Ἄρχ. Γεώργιος Καψάνης)
Ὁμιλία ἐκφωνηθεῖσα εἰς τήν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἀθωνιάδα
Σχολήν
τῇ 30ῃ Ἰανουαρίου 2001, ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
Ἑορτάζουμε σήμερα
τήν μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας,
Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Τῶν
τριῶν μεγίστων φωστήρων τῆς Τρισηλίου Θεότητος.
Οἱ ἄμβωνες τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Καισαρείας της Καππαδοκίας, τῆς
Ναζιανζοῦ ἔγιναν αἰώνιοι ἄμβωνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τούς ὁποίους οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι
κηρύττουν τήν Ὀρθόδοξο Θεολογία καί πίστι μας καί μᾶς ὑποδεικνύουν τήν γνησία
Χριστιανική ζωή.
Γι’ αὐτό καί σέ
κάθε ἀκολουθία καί Θεία Λειτουργία τους μνημονεύουμε. Ὁ μακαρισμός καί ἔπαινός
τους στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύς, ἀδιάκοπος καί αἰώνιος.
Τιμῶνται ἰδιαίτερα
ὁ καθένας την ἡμέρα τῆς μνήμης του καί ὅλοι μαζί σήμερα, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά
τούς θεωροῦν ἰσαξίους καί ἰσοτίμους.
Μετά τήν ἀπελευθέρωσι
τοῦ Γένους ἀπό τήν φοβερή τουρκική σκλαβιά, ἡ νεοελληνική πολιτεία καθιέρωσε ἡ
σημερινή ἑορτή τους νά ἑορτάζεται καί ὡς ἑορτή τῆς Παιδείας.
Ἡ καθιέρωσις τῆς ἑορτῆς
αὐτῆς ὡς ἑορτῆς τῶν Γραμμάτων καί τῆς Παιδείας ἦταν ἐπιβεβλημένη. Εἶναι ἀλήθεια
ὅτι μετά τήν ἀπελευθέρωσι οἱ ἡγεσίες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἐπηρεασμένες ἀπό τά
δυτικά ρεύματα καί πρότυπα καί μάλιστα κατά τήν περίοδο τῆς Ἀντιβασιλείας των
Βαυαρῶν, δέν ἐτίμησαν καί δέν ἀξιοποίησαν δεόντως τήν Παράδοσι τοῦ Γένους καί
κάποτε ἀσέβησαν ἀπέναντι της, ἐκτός ἐξαιρέσεων.
Ὅμως ἡ ἀνακήρυξις
τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς προστατῶν τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παιδείας ἦταν πρᾶξις ἀξία τῆς
Παραδόσεως τοῦ Γένους, ἀφοῦ οἱ Τρείς Ἱεράρχαι συνδυάζουν τήν Χριστιανική
διδασκαλία μέ τήν θύραθεν καί μάλιστα τήν Ἑλληνική μόρφωσι.
Τόν 4ον αἰῶνα πού ἔζησαν
οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι, ὑπῆρχε διαμάχη μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ. Ὑπῆρχαν
δύο ἀντίθετα ἄκρα. Τό ἕνα ἐκ μέρους Χριστιανῶν πού ἀπέρριπταν τελείως τήν Ἑλληνική
σοφία, λόγῳ τοῦ φόβου της εἰδωλολατρείας. Τό ἄλλο ἐκ μέρους τῶν φανατικῶν ἑλληνολατρών-εἰδωλολατρῶν,
πού ὄχι μόνο ἀπέρριπταν τήν Χριστιανική πίστι ἀλλά καί θεωροῦσαν τούς
Χριστιανούς ἀναξίους νά σπουδάζουν τά Ἑλληνικά Γράμματα. Κύριος ἐκπρόσωπός των ἦταν
ὁ εἰδωλολάτρης Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης, συμμαθητής τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου στήν Ἀθήνα, πού ὅταν ἔγινε αὐτοκράτωρ ἐξέδωκε διάταγμα κατά τῶν
Χριστιανῶν διδασκάλων, νά μή διδάσκουν τήν Ἑλληνική φιλοσοφία.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι
δέν παρασύρθηκαν ἀπό αὐτά τά ἄκρα, ἀλλά προχώρησαν σέ ἕνα μεγαλειώδη συνδυασμό
– σύζευξι Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνικῆς σοφίας.
Γράφει σχετικῶς ὁ ἅγιος
Γρηγόριος: «Νομίζω ὅτι ὅλοι οἱ φρόνιμοι ἔχουν ὁμολογήσει, ὅτι ἡ μόρφωσις εἶναι
τό πρῶτον ἀγαθόν πού ἔχομεν. Ὄχι μόνον αὐτή ἡ εὐγενεστέρα καί ἰδική μας πού
περιφρονοῦσα κάθε κομψότητα καί κάθε φιλοδοξίαν τῶν λόγων κρατᾶ μόνον τήν
σωτηρίαν καί τό κάλλος τῶν νοητῶν, ἀλλά καί ἡ ἐξωτερική μόρφωσις τήν ὁποίαν
πολλοί Χριστιανοί ἀπό κακήν ἐκτίμησιν ἀπορρίπτουν, διότι τάχα εἶναι ὕπουλη καί ἀπατηλή
καί ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεόν». (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν
Μέγαν Βασίλειον, 11, Ε.Π.Ε. τ.6, σελ. 145).
Μέ τόν φωτισμό τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος κατενόησαν δύο βασικές ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Πρῶτον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία
δέν ἠμπορεῖ νά ἀδιαφορήση γιά τόν κόσμο καί ἐν προκειμένῳ γιά τόν
προχριστιανικό Ἑλληνισμό. Πρέπει νά τόν προσλάβη στό Σῶμα Της, δηλαδή τό Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, γιά νά τόν θεραπεύση, γιατί ὅπως εἶχε διδάξει ὁ Μ. Ἀθανάσιος (τόν ὁποῖο
ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε προσωπικά γνωρίσει) «τό γάρ ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον».
Καί δεύτερον, ὅτι
αὐτή ἡ πρόσληψις ἔπρεπε νά γίνη μέ διάκρισι, σύμφωνα μέ τό ἀποστολικόν τά
«πάντα δοκιμάζετε τό καλόν κατέχετε» (Α’ Θέσ. 5, 21). Θά ἔπρεπε λοιπόν νά γίνη
δεκτόν ὅ,τι καλόν εἶχε ἡ ἀρχαία σοφία καί νά ἀπορριφθῇ ὡς ἄχρηστο καί ἐπικίνδυνο
γιά τήν ψυχή ὅ,τι ἀντίθετο πρός τήν χριστιανική πίστι καί ἠθική ὑπῆρχε σ’ αὐτήν.
Ἄν καί ἀπό τά ἀρνητικά θά μποροῦσαν νά διδαχθοῦν οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀπό τήν
σύγκρισί τους μέ τά καθ’ ἡμᾶς θά φανερωνόταν ἡ ἀλήθεια καί ἀνωτερότης τῆς
πίστεώς μας, ὅπως π.χ. ἀπό τίς διηγήσεις περί τῶν ἐρώτων καί τῶν ἀντιζηλιῶν τῶν
θεῶν.
Δέν θά μποροῦσαν οἱ
Τρείς Ἱεράρχαι νά κάνουν αὐτή τήν κάθαρσι καί πρόσληψι τῆς Ἑλληνικῆς σοφίας, ἐάν
οἱ ἴδιοι δέν τήν εἶχαν σπουδάσει ἤ δέν εἶχαν ἀντιμετωπίσει κατά τρόπον ὄχι μόνο
διανοητικό ἀλλά καί ὑπαρξιακό τό πρόβλημα. Οἱ δύο κόσμοι ἀντιπάλαιαν καί αὐτή ἡ
ἀντιπαλότης ζητοῦσε νά λάβουν οἱ ἴδιοι μία ὑπεύθυνη στάσι.
Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ
Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔλαβαν ἀνωτέρα πανεπιστημιακή μόρφωσι. Ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος σέ διάφορα μορφωτικά κέντρα τῆς ἐποχῆς των καί τελικά εἰς τάς
"χρυσᾶς Ἀθήνας", ὅπου ὑπῆρχαν οἱ ἀνώτερες πανεπιστημιακές σπουδές.
Ἦσαν ἀκόμη
κατηχούμενοι. Ἀλλά διεκρίνοντο γιά τό ἦθος τους. Δέν συμμετεῖχαν σέ
διασκεδάσεις καί ἄλλες ἐκδηλώσεις τῶν συμφοιτητῶν τους. Δύο δρόμους ἐγνώριζαν:
τόν ἕνα πρός τήν χριστιανική Ἐκκλησία καί τόν ἄλλο πρός τήν Σχολή.
Ἔδειξαν ἔτσι ἀπό
τότε ὅτι, ἐνῷ ἦσαν πιστοί Χριστιανοί νέοι, ἐκτιμοῦσαν καί τήν Ἑλληνική σοφία.
Πόσο καλά τήν ἔμαθαν, φαίνεται καί ἀπό τά συγγράμματα πού κατόπιν ἔγραψαν.
Μάλιστα τόν ἅγιο Γρηγόριο, ὅταν τελείωσε τίς σπουδές του, δέν τόν ἄφησαν νά ἀναχωρήση
ἀπό τήν Ἀθήνα μαζί μέ τόν Μ. Βασίλειο, ὅπως εἶχαν συμφωνήσει, ἀλλά οἱ
φοιτητικοί σύλλογοι τόν κράτησαν καί τόν ἀνεβίβασαν στό καθηγητικό ἀξίωμα, ὅπου
μόλις μετά δύο χρόνια ἠμπόρεσε νά ἀναχωρήση.
Εἶναι γνωστό ἀκόμη
ὅτι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐμαθήτευσε καί στόν περίφημο Λιβάνιο στήν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος,
ὅταν ρωτήθηκε ποιόν θά ἄφηνε διάδοχό του, ἀπήντησε: τόν Ἰωάννη, ἐάν δέν τόν εἶχαν
συλήσει οἱ Χριστιανοί.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν
ἄριστος φιλόλογος. Ἐχειρίζετο θαυμάσια προφορικά καί γραπτά τήν ἀττική διάλεκτο
καί ἔγραφε ποιήματα στό γλωσσικό ἰδίωμα καί στά μέτρα τῶν ἀρχαίων ποιητῶν.
Συνολικά ἔγραψε 19.000 στίχους.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἐσπούδασε
καί ἐγνώριζε ὄχι μόνο τήν φιλοσοφία καί ρητορική ἀλλά καί τήν ἀστρονομία καί
τήν ἰατρική καί φυσική. Αὐτή ἡ γνῶσις του φαίνεται καί στήν γνωστή Ἑξαήμερο,
δηλαδή τήν ἑρμηνεία τῶν ἐξ ἡμερῶν τῆς Δημιουργίας τοῦ πρώτου κεφαλαίου τῆς
Γενέσεως.
Ὁμιλῶν ὁ ἅγιος
Γρηγόριος γιά τήν μόρφωσι τοῦ Μέγ. Βασιλείου γράφει:
«Ποιός ἦτο τόσο ἱκανός
εἰς τήν ρητορικήν πού πνέει φλόγα, ἄν καί ὁ τρόπος του δέν εἶναι ρητορικός;
Ποιός ἦτο τόσο ἱκανός εἰς τήν γραμματικήν ἤ ἐξελλήνιζε τήν γλῶσσαν; Ποῖος
συνεκέντρωνε τόσας γνώσεις, ἦτο κάτοχος τῆς στιχουργικῆς καί ἔθετε νόμους εἰς
τήν ποίησιν; Ποῖος ἦτο τόσον ἱκανός εἰς τήν φιλοσοφίαν αὐτήν, πού εἶναι ὑψηλή
πράγματι καί τείνει εἰς τά ἄνω, εἰτε ἀναφέρεται εἰς πρακτικά καί ἐπιστημονικά
θέματα εἴτε ἀσχολεῖται μέ λογικάς ἀποδείξεις καί ἀντιθέσεις καί ἀμφισβητήσεις
καί ἔχει ὡς γνωστόν τό ὄνομα διαλεκτική; Ἔτσι εἶναι εὐκολώτερον νά περάσης μέσα
ἀπό λαβυρίνθους παρά νά διαφύγης ἐάν ἐχρειάζετο, ἀπό τά δίκτυα τῶν λόγων ἐκείνου.
Ἀπό τήν Ἀστρονομίαν, τήν γεωμετρίαν καί τάς σχέσεις τῆς ἀριθμητικῆς ἐπῆρε τόσην
μόρφωσιν, ὥστε νά μή κλονίζεται ἀπό τά παράδοξα τῶν Ἐπιστημῶν αὐτῶν.
Περιεφρόνησε τό περισσόν ὡς ἄχρηστον δι’ ὅσους ἐπιδιώκουν τήν εὐσέβειαν.
Ὥστε ἠμπορεῖ νά
θαυμάση κάποιος αὐτό πού ἐπροτιμήθη περισσότερον ἀπό ἐκεῖνο πού ἐπεριφρονήθη
καί ἐκεῖνο πού ἐπεριφρονήθη περισσότερον ἀπό αὐτό πού ἐπροτιμήθη. Τήν ἰατρικήν
πού εἶναι καρπός τῆς φιλοσοφίας καί τῆς φιλοπονίας του, τήν ἔκαμαν ἀπαραίτητον
καί ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματός του καί ἡ περιποίησις τῶν ἀσθενῶν. Ἀπό αὐτά ἤρχισε
καί ἐπέτυχε τήν κατοχήν τῆς τέχνης, κατοχήν πού δέν περιορίζεται εἰς τήν ἐπιφάνειαν
καί τό χαμηλότερον ἐπίπεδον, ἀλλά ὑψώνεται εἰς τάς ἀρχάς καί τήν ἐπιστήμην. Τί
σημασίαν ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά, καί ἄς εἶναι τόσον ἀξιόλογα, διά τήν διάπλασιν τοῦ
χαρακτῆρος του;» (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μ. Βασίλειον, 23,
Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 169-171).
Τίς ἀπόψεις τοῦ Μ.
Βασιλείου γιά τήν Ἑλληνική σοφία βρίσκουμε στόν λόγο του «Πρός τούς νέους, Ὅπως
ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Τόν λόγο αὐτό ἔγραψε σάν ἀπάντησι στήν ἀπαγόρευσι
πού ἐπέβαλε ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης στούς Χριστιανούς νέους, νά μή σπουδάζουν
τά Ἑλληνικά γράμματα, ἀλλά καί γιά καθοδήγησι τῶν Χριστιανῶν νέων πώς νά
σπουδάζουν αὐτά.
Δέν εἶναι ὑπερβολή
νά εἰποῦμε, ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἦσαν ὅσο ὀλίγοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς των
μορφωμένοι. Παρ’ ὅλα αὐτά στήν θύραθεν, τήν κοσμική, μόρφωσι ἔδιναν σχετική
μόνο σημασία καί ἀξία.
Κατά τόν ἅγιο
Γρηγόριο, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι «κυρία», ἐνῷ ἡ σοφία τοῦ κόσμου «θεραπαινίς»
(Γ. Σωτηρίου, Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μυτιλήνη 1993, σελ. 48).
Κατά δέ τόν Μέγα
Βασίλειο, ἡ Χριστιανική παιδεία εἶναι «ὁ καρπός», ἐνῷ ἡ Ἑλληνική παιδεία εἶναι
«τά φύλλα», πού ὅμως καί αὐτά χρειάζονται γιατί προσδίδουν ὡραιότητα στόν καρπό
(Μ. Βασιλείου, Λόγος πρός τούς νέους, Ε.Π.Ε. τ. 7, σελ. 323).
Ἐγνώριζαν οἱ Τρεῖς
Ἱεράρχαι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Δημιουργοῦ
καί ὅτι μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων τό κατ «εἰκόνα ἀρρώστησε,
ἐφθάρη, ἔχασε τήν ἀρχική του ὡραιότητα καί λαμπρότητα καί ἔτσι δέν ἠμπορεῖ νά ἐπιτύχη
τόν τελικό του σκοπό, πού εἶναι τό καθ’ ὁμοίωσιν, δηλαδή νά ὁμοιάση μέ τόν Θεό
καί ἔτσι νά γίνη Θεός κατά Χάριν.
Τώρα ὁ ἄνθρωπος
δέν ἐχει τήν εὐμορφίαν του κατ’ εἰκόνα. Εἶναι παραμορφωμένος ἀπό τά πάθη. Ὅσο
καί ἄν μορφωθῇ μέ ἀνθρωπίνη σοφία, ἡ παραμόρφωσις δέν θεραπεύεται. Πρέπει νά
ξαναβρῇ τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, ὥστε παίρνοντας τήν
μορφή τοῦ Χριστοῦ νά θεραπευθῇ ἀπό τίς παραμορφώσεις τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας,
νά ἐπιτύχη τόν ὕψιστο προορισμό του, τό καθ’ ὄμοίωσίν, την θέωσι.
Πράγματι τά πάθη, ὁ
ἐγωισμός, ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀπιστία, παραμορφώνουν καί ἀσχημίζουν τόν ἄνθρωπο.
Αὐτό εἶχαν πάθει
καί οἱ Γαλάται, πού ἄν καί εἶχαν πιστεύσει μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐξέπεσαν
καί γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος πονοῦσε μέχρις ὅτου μέ τήν μετάνοια λάβουν πάλι τήν
μορφή τοῦ Χριστοῦ: «Τεκνία μου, οὖς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὐ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν»
(Γάλ. 4,19). Γράφει σχετικῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Διεφθείρατε... τήν εἰκόνα, ἀπωλέσατε
τήν συγγένειαν, τήν μορφήν ἠλλοιώσατε˙ ἀναγεννήσεως ἑτέρας ὑμῖν δεῖ καί ἀναπλάσεως»
(Ὁμιλία εἰς τήν πρός Γαλατᾶς, κέφ. δ’, Ε.Π.Ε. τ. 20, σελ. 332).
Αὐτή τήν μόρφωσι
ποθοῦσαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Νά λάβουν τήν μόρφωσι τοῦ Χριστοῦ. Νά γίνουν
Χριστοειδεῖς. Αὐτή, κατά τούς Τρείς Ἱεράρχας, εἶναι ἡ ἀνωτέρα μόρφωσις, ἡ ἀληθινή
φιλοσοφία, ἡ σώζουσα μόρφωσις.
Αὐτή τήν μόρφωσι ἀποκτᾶ
ὁ Χριστιανός μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία, μᾶς
λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, εἶναι ἰατρεῖον, ὅπου μπαίνουμε οἱ παραμορφωμένοι καί
ἄρρωστοι ἄνθρωποι γιά νά ἰαθοῦμε.
Στήν Ἐκκλησία τά ἄγρια
θηρία ἡμερώνονται. Οἱ λύκοι γίνονται ἀμνοί (βλ. Ὁμιλία εἰς τό ρητόν «Οὐδέποτε ἄφ’
ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱός οὐδέν...», Ε.Π.Ε. τ. 27, σελ. 590).
Ἡ Ἐκκλησία μας
θεραπεύει ἀπό τήν παραμόρφωσι μέ τήν διδασκαλία Της, τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου,
τήν ἄσκησι, τά ἱερά Τῆς Μυστήρια, μέ τό ποιμαντικό ἔργο τῶν ποιμένων Της.
Στό ἅγιο Βάπτισμα ἐγκεντριζόμεθα
στόν Χριστό, στό ἅγιο Χρῖσμα λαμβάνουμε τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στήν Θ.
Εὐχαριστία ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό. Μέ τήν μετάνοια ὅλο καί περισσότερο
πάσχουμε τήν καλήν ἀλλοίωσιν καί ὁμοιάζουμε μέ τόν Χριστό.
Κατά τόν ἅγιο
Χρυσόστομο, εἶναι δυνατόν καί μετά τήν ἁμαρτία μας νά μορφωθῇ ὁ Χριστός ἐν ἡμῖν,
ἐφ’ ὅσον «μόνον ἀφώμεθα τῆς μετανοίας» (Ὁμιλία θ’ εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν,
Ε.Π.Ε. τ. 24, σελ. 438).
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι
τονίζουν ὅτι πολύ μᾶς βοηθεῖ ἡ προσευχή καί ἡ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν. Μέ ὅλα αὐτά
τα μέσα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ οἱ ταπεινές καί δεκτικές ψυχές μορφώνονται,
λαμβάνουν τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο εἶναι καί ἡ
λαμπρότης τοῦ γένους, «ἡ τῆς εἰκόνος τήρησις καί ἡ πρός τό ἀρχέτυπον ἐξομοίωσις,
ὅσον ἐφικτόν τῆς σαρκός δεσμίοις» (Εἰς τόν ἅγιον Κυπριανόν, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ.
118).
Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ
μόρφωσις τοῦ Χριστιανοῦ δέν γίνεται ἀπό τήν μία ὥρα στήν ἄλλη. Χρειάζεται ἰσόβιος
ἀγῶνας. Στόν ἀγῶνα αὐτό βοηθεῖ καί ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ὁ Μ.
Βασίλειος: «Διά τοῦτο ἡ μετά σαρκός ἐπιδημία Χριστοῦ, αἱ τῶν εὐαγγελικῶν
πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις, τά πάθη, ὁ σταυρός, ἡ ἀνάστασις˙ ὥστε τόν σωζόμενον ἄνθρωπον
διά μιμήσεως Χριστοῦ τήν ἀρχαίαν ἐκείνην υἱοθεσίαν ἀπολαβεῖν.
Ἀναγκαῖα τοίνυν ἐστί
πρός τελείωσιν ἡ Χριστοῦ μίμησις» (Περί τοῦ Ἅγιου Πνεύματος, κέφ. ἰε’, Ε.Π.Ε.
τ. 10 σελ. 366).
Ἡ μίμησις τοῦ
Χριστοῦ, πού δέν γίνεται μέ πνεῦμα ἠθικιστικό ἀλλά μέ φρόνημα ταπεινό, βοηθεῖ
τόν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό νά ἀποκτᾶ τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ. Τήν ἀγάπη, τήν
ταπείνωσι, τήν πραότητα, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἁγνότητα, ὥστε νά μορφώνη
στόν ἑαυτό του τόν Χριστό. Ἔτσι γίνεται αὐτό πού λέγει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ζῶ δέ οὐκέτι
ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γάλ. 2, 20).
Ὁ Χριστιανός ἀλλάζει
τον παραμορφωμένο νοῦν μέ νοῦν Χριστοῦ, τήν παραμορφωμένη καρδιά τοῦ μέ καρδίαν
καί εὐσπλαγχνίαν Χριστοῦ, τό παραμορφωμένο ἦθος τοῦ μέ ἦθος Χριστοῦ.
Ὁ πιστός ἐνδύεται
τόν Χριστόν καί γίνεται ἄλλος Χριστός. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Διότι, ἄν δι’ ἡμᾶς
ἡ ζωή εἶναι ὁ Χριστός, κατά συνέπειαν καί ὁ λόγος μας πρέπει νά εἶναι περί
Χριστοῦ καί ἡ σκέψις μας καί κάθε πρᾶξις μας νά ἔχουν ἄμεσον σχέσιν μέ τάς ἐντολάς
Του, καθώς καί ἡ ψυχή μας νά ἔχη λάβει μορφήν ἀνάλογον πρός Αὐτόν» (Ἔπιστ. 309,
Πρός Εὐπατέριον καί τήν θυγατέρα αὐτοῦ, Ε.Π.Ε. τ. 3, σελ. 507).
Ὅμως αὐτή ἡ διά τοῦ
Χριστοῦ ἀποκατάστασις τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ στόν παραμορφωμένο ἄνθρωπο δέν θά ἐγίνετο,
ἐάν ὁ Χριστός δέν ἐλάμβανε δούλου μορφήν, ὅπως θεολογεῖ ὁ Μ. Βασίλειος στήν ἁγία
Ἀναφορά τῆς Θ. Λειτουργίας του, ἀκολουθῶν τόν θεῖον Παῦλον, καί δέν ἐγίνετο
«σύμμορφος τῷ σώματι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήση τῆς εἰκόνος
τῆς δόξης αὐτοῦ».
Εἶναι φανερό ἀπό ὅσα
ἐλέχθησαν, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ μόρφωσις προϋποθέτει ἕνωσι καί κοινωνία μέ τόν
Χριστό. Σ’ αὐτή τήν κοινωνία καλεῖ ὁ Χριστός τόν πιστό, ὅπως γράφει ὁ ἱερός
Χρυσόστομος: «Ἐγώ πατήρ, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφή, ἐγώ ἱμάτιον,
ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἄν θέλης ἐγώ˙ μηδενός ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγώ
καί δουλεύσω˙ ἦλθον γάρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγώ καί φίλος, καί μέλος,
καί κεφαλή, καί ἀδελφός, καί ἀδελφή, καί μήτηρ, πάντα ἐγώ˙ μόνον οἰκείως ἔχε
πρός ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ˙ καί ἀλήτης διά σέ’ ἐπί σταυροῦ διά σέ’ ἐπί τάφου
διά σέ• ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σου πρεσβευτής γέγονα παρά
τοῦ Πατρός. Πάντα μοί σύ, καί ἀδελφός, καί συγκληρονόμος, καί φίλος, καί μέλος.
Τί πλέον θέλεις;» (Ὁμιλία ὀστ’, Ε.Π.Ε τ. 12, σελ. 34).
Ἡ σύζευξις Ἑλληνισμοῦ
καί Χριστιανισμοῦ πού ἐπραγματοποίησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὄχι μόνο δέν ἔβλαψε τά
δύο αὐτά μεγέθη, ἀλλά ἀντιθέτως καί τά ὠφέλησε.
Τόν μέν Ἑλληνισμό,
ὅπως δέχεται ὁ ἐθνικός μας ἱστορικός Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος, διότι, ἐνῷ
τόν βρῆκε ὁ Χριστιανισμός ἡμιθανῆ, τόν ἐζωοποίησε καί ἀνέστησε.
Τήν δέ Ἐκκλησία,
διότι ἡ Ἑλληνική γλῶσσα καί φιλοσοφία της ἔδωσε τήν δυνατότητα νά ἐκθέση κατά
τρόπο ἀριστοτεχνικό τήν πίστι καί θεολογία της, χωρίς νά ἀρνηθῇ τίποτε ἀπό τήν
εὐαγγελική διδασκαλία.
Ἡ ἄποψις τοῦ
μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὀτι ὁ Ἑλληνισμός κατέστη
μόνιμος κατηγορία τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι τολμηρή ἀλλά ἀληθινή. Μπορεῖ κανείς
νά φαντασθῇ τήν Ὀρθοδοξία χωρίς τήν Ἑλληνική της ἔκφρασι;
Αὐτός εἶναι ὁ
λόγος πού καί τά ἄλλα Ὀρθόδοξα ἔθνη, πού παρέλαβαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τό
Βυζάντιο, ἐθεώρησαν ὀτι καθόλου δέν μειώνονται ἀπό τήν συνεργασία Ὀρθοδοξίας
καί Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά ἀντιθέτως καί ἐμπλουτίζονται. Οἱ Τρείς Ἱεράρχαι ἔθεσαν τά
θεμέλια τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἔγιναν οἱ πρωτεργάται τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ Ἑλληνορθόδοξου
πολιτισμοῦ μας.
Αὐτός ὁ πολιτισμός
δοκιμάσθηκε ἔκτοτε μέσα στούς αἰῶνας καί ἄντεξε. Καί εἶναι ζωντανός καί
δημιουργικός μέχρι σήμερα.
Παρ’ ὅλα αὐτά ὑπάρχουν
καί αὐτοί πού τόν ἐπιβουλεύονται καί θέλουν νά χωρίσουν τόν Ἑλληνισμό ἀπό τήν Ὀρθοδοξία,
γιατί θέλουν νά διώξουν τόν Χριστό ἀπό τήν Πατρίδα μας. Καί τό ἀκόμη χειρότερο,
νά ἐπαναφέρουν τήν ἀθεΐα ἤ τήν ἀρχαία εἰδωλολατρική θρησκεία μέ τούς ψευδεῖς Ὀλυμπίους
θεούς, τίς θυσίες καί τίς τελετές της.
Θέλουν δηλαδή νά ἐπαναφέρουν
αὐτά, ἀπό τά ὁποῖα ὁ Χριστός μᾶς ἐλύτρωσε καί αὐτά πού μέ ἀγῶνες πολλούς οἱ Τρεῖς
Ἱεράρχαι καί τό μέγα νέφος τῶν Χριστιανῶν Μαρτύρων μέ τό αἷμα τους ἐκαθάρισε.
Ἡ Ἐκκλησία
προσέλαβε τόν Ἕλληνα ἄνθρωπο, τόν ἐβάπτισε, τόν ἐκαθάρισε, τόν ἐφώτισε καί τόν ἔκανε
Χριστιανό Ἕλληνα. Τώρα θέλουν τόν φωτισμένο Ἕλληνα νά τόν ξεβαπτίσουν καί νά
τόν ὑποτάξουν καί πάλι στό σκοτάδι της εἰδωλολατρείας καί τῆς ἀθεΐας.
Ἀπορεῖ κανείς γιά
τό τόλμημα.
Ὁ σοφός Blaise
Pascal γράφει κάπου ὅτι ὁ ἄνθρωπος (προφανῶς ὁ ἄπιστος) εἶναι πρόθυμος νά
πιστεύση τήν οἱανδήποτε ἀνοησία ἐκτός ἀπό τήν προφανῆ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Σέ ὅλους αὐτούς
πού διά τῶν αἰώνων προσπάθησαν νά γκρεμίσουν τήν Ἐκκλησία καί τόν ἔξ αὐτῆς
πηγάσαντα Ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό της λέγει ὁ ἅγιος Χρυσότομος: «Ἡ Ἐκκλησία
πολεμουμένη νικᾶ˙ ἐπιβουλευομένη περιγίνεται˙ ὑβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται˙
δέχεται τραύματα, καί οὐ καταπίπτει ὑπό τῶν ἑλκῶν κλυδωνίζεται, ἄλλ’ οὐ
καταποντίζεται˙ χειμάζεται, ἀλλά ναυάγιον οὐχ ὑπομένέί˙ παλαίει, ἄλλ’ οὐχ ἡττᾶται˙
πυκτεύει, ἄλλ’ οὐ νικᾶται» (Ὁμιλία Β’ πρός Εὐτρόπιον, Ε.Π.Ε. τ. 33, σέλ 110).
Εὐχαριστοῦμε τούς
Τρεῖς Ἱεράρχας γιά το πολύτιμο δῶρο πού μᾶς παρέδωσαν, τήν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο
Παράδοσί μας. Ζητοῦμε τήν εὐλογία τους, νά μή φάνουμε ἀχάριστοι στήν προσφορά
τους, ἀλλά νά τήν κρατήσουμε, νά τήν ἀξιοποιήσουμε καί νά τήν παραδώσουμε στούς
μεταγενεστέρους ὡς πολύτιμο κληρονομιά.
(Περιοδικόν «Ὁ Ὅσιος
Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεῦχος 27ο, Ἔκδοσις Ἱεράς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους,
Ἅγιον Ὅρος 2002)