Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2025

"Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ" ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΟΥΣΤΙΝΟ ΠΟΠΟΒΙΤΣ


 

 

Ἡ ἑλληνική καί ἡ κατά Χριστόν μόρφωσις, κατά τούς τρεῖς Ἱεράρχας († Ἄρχ. Γεώργιος Καψάνης)

 


Ὁμιλία ἐκφωνηθεῖσα εἰς τήν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἀθωνιάδα Σχολήν

τῇ 30ῃ Ἰανουαρίου 2001, ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

                    

Ἑορτάζουμε σήμερα τήν μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Τῶν τριῶν μεγίστων φωστήρων τῆς Τρισηλίου Θεότητος.

Οἱ ἄμβωνες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Καισαρείας της Καππαδοκίας, τῆς Ναζιανζοῦ ἔγιναν αἰώνιοι ἄμβωνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τούς ὁποίους οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι κηρύττουν τήν Ὀρθόδοξο Θεολογία καί πίστι μας καί μᾶς ὑποδεικνύουν τήν γνησία Χριστιανική ζωή.

Γι’ αὐτό καί σέ κάθε ἀκολουθία καί Θεία Λειτουργία τους μνημονεύουμε. Ὁ μακαρισμός καί ἔπαινός τους στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύς, ἀδιάκοπος καί αἰώνιος.

Τιμῶνται ἰδιαίτερα ὁ καθένας την ἡμέρα τῆς μνήμης του καί ὅλοι μαζί σήμερα, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά τούς θεωροῦν ἰσαξίους καί ἰσοτίμους.

Μετά τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ Γένους ἀπό τήν φοβερή τουρκική σκλαβιά, ἡ νεοελληνική πολιτεία καθιέρωσε ἡ σημερινή ἑορτή τους νά ἑορτάζεται καί ὡς ἑορτή τῆς Παιδείας.

Ἡ καθιέρωσις τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὡς ἑορτῆς τῶν Γραμμάτων καί τῆς Παιδείας ἦταν ἐπιβεβλημένη. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μετά τήν ἀπελευθέρωσι οἱ ἡγεσίες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἐπηρεασμένες ἀπό τά δυτικά ρεύματα καί πρότυπα καί μάλιστα κατά τήν περίοδο τῆς Ἀντιβασιλείας των Βαυαρῶν, δέν ἐτίμησαν καί δέν ἀξιοποίησαν δεόντως τήν Παράδοσι τοῦ Γένους καί κάποτε ἀσέβησαν ἀπέναντι της, ἐκτός ἐξαιρέσεων.

Ὅμως ἡ ἀνακήρυξις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς προστατῶν τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παιδείας ἦταν πρᾶξις ἀξία τῆς Παραδόσεως τοῦ Γένους, ἀφοῦ οἱ Τρείς Ἱεράρχαι συνδυάζουν τήν Χριστιανική διδασκαλία μέ τήν θύραθεν καί μάλιστα τήν Ἑλληνική μόρφωσι.

Τόν 4ον αἰῶνα πού ἔζησαν οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι, ὑπῆρχε διαμάχη μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ. Ὑπῆρχαν δύο ἀντίθετα ἄκρα. Τό ἕνα ἐκ μέρους Χριστιανῶν πού ἀπέρριπταν τελείως τήν Ἑλληνική σοφία, λόγῳ τοῦ φόβου της εἰδωλολατρείας. Τό ἄλλο ἐκ μέρους τῶν φανατικῶν ἑλληνολατρών-εἰδωλολατρῶν, πού ὄχι μόνο ἀπέρριπταν τήν Χριστιανική πίστι ἀλλά καί θεωροῦσαν τούς Χριστιανούς ἀναξίους νά σπουδάζουν τά Ἑλληνικά Γράμματα. Κύριος ἐκπρόσωπός των ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης, συμμαθητής τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στήν Ἀθήνα, πού ὅταν ἔγινε αὐτοκράτωρ ἐξέδωκε διάταγμα κατά τῶν Χριστιανῶν διδασκάλων, νά μή διδάσκουν τήν Ἑλληνική φιλοσοφία.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δέν παρασύρθηκαν ἀπό αὐτά τά ἄκρα, ἀλλά προχώρησαν σέ ἕνα μεγαλειώδη συνδυασμό – σύζευξι Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνικῆς σοφίας.

Γράφει σχετικῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Νομίζω ὅτι ὅλοι οἱ φρόνιμοι ἔχουν ὁμολογήσει, ὅτι ἡ μόρφωσις εἶναι τό πρῶτον ἀγαθόν πού ἔχομεν. Ὄχι μόνον αὐτή ἡ εὐγενεστέρα καί ἰδική μας πού περιφρονοῦσα κάθε κομψότητα καί κάθε φιλοδοξίαν τῶν λόγων κρατᾶ μόνον τήν σωτηρίαν καί τό κάλλος τῶν νοητῶν, ἀλλά καί ἡ ἐξωτερική μόρφωσις τήν ὁποίαν πολλοί Χριστιανοί ἀπό κακήν ἐκτίμησιν ἀπορρίπτουν, διότι τάχα εἶναι ὕπουλη καί ἀπατηλή καί ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεόν». (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον, 11, Ε.Π.Ε. τ.6, σελ. 145).

Μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατενόησαν δύο βασικές ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.

Πρῶτον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἠμπορεῖ νά ἀδιαφορήση γιά τόν κόσμο καί ἐν προκειμένῳ γιά τόν προχριστιανικό Ἑλληνισμό. Πρέπει νά τόν προσλάβη στό Σῶμα Της, δηλαδή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιά νά τόν θεραπεύση, γιατί ὅπως εἶχε διδάξει ὁ Μ. Ἀθανάσιος (τόν ὁποῖο ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε προσωπικά γνωρίσει) «τό γάρ ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον».

Καί δεύτερον, ὅτι αὐτή ἡ πρόσληψις ἔπρεπε νά γίνη μέ διάκρισι, σύμφωνα μέ τό ἀποστολικόν τά «πάντα δοκιμάζετε τό καλόν κατέχετε» (Α’ Θέσ. 5, 21). Θά ἔπρεπε λοιπόν νά γίνη δεκτόν ὅ,τι καλόν εἶχε ἡ ἀρχαία σοφία καί νά ἀπορριφθῇ ὡς ἄχρηστο καί ἐπικίνδυνο γιά τήν ψυχή ὅ,τι ἀντίθετο πρός τήν χριστιανική πίστι καί ἠθική ὑπῆρχε σ’ αὐτήν. Ἄν καί ἀπό τά ἀρνητικά θά μποροῦσαν νά διδαχθοῦν οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀπό τήν σύγκρισί τους μέ τά καθ’ ἡμᾶς θά φανερωνόταν ἡ ἀλήθεια καί ἀνωτερότης τῆς πίστεώς μας, ὅπως π.χ. ἀπό τίς διηγήσεις περί τῶν ἐρώτων καί τῶν ἀντιζηλιῶν τῶν θεῶν.

Δέν θά μποροῦσαν οἱ Τρείς Ἱεράρχαι νά κάνουν αὐτή τήν κάθαρσι καί πρόσληψι τῆς Ἑλληνικῆς σοφίας, ἐάν οἱ ἴδιοι δέν τήν εἶχαν σπουδάσει ἤ δέν εἶχαν ἀντιμετωπίσει κατά τρόπον ὄχι μόνο διανοητικό ἀλλά καί ὑπαρξιακό τό πρόβλημα. Οἱ δύο κόσμοι ἀντιπάλαιαν καί αὐτή ἡ ἀντιπαλότης ζητοῦσε νά λάβουν οἱ ἴδιοι μία ὑπεύθυνη στάσι.

Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔλαβαν ἀνωτέρα πανεπιστημιακή μόρφωσι. Ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σέ διάφορα μορφωτικά κέντρα τῆς ἐποχῆς των καί τελικά εἰς τάς "χρυσᾶς Ἀθήνας", ὅπου ὑπῆρχαν οἱ ἀνώτερες πανεπιστημιακές σπουδές.

Ἦσαν ἀκόμη κατηχούμενοι. Ἀλλά διεκρίνοντο γιά τό ἦθος τους. Δέν συμμετεῖχαν σέ διασκεδάσεις καί ἄλλες ἐκδηλώσεις τῶν συμφοιτητῶν τους. Δύο δρόμους ἐγνώριζαν: τόν ἕνα πρός τήν χριστιανική Ἐκκλησία καί τόν ἄλλο πρός τήν Σχολή.

Ἔδειξαν ἔτσι ἀπό τότε ὅτι, ἐνῷ ἦσαν πιστοί Χριστιανοί νέοι, ἐκτιμοῦσαν καί τήν Ἑλληνική σοφία. Πόσο καλά τήν ἔμαθαν, φαίνεται καί ἀπό τά συγγράμματα πού κατόπιν ἔγραψαν. Μάλιστα τόν ἅγιο Γρηγόριο, ὅταν τελείωσε τίς σπουδές του, δέν τόν ἄφησαν νά ἀναχωρήση ἀπό τήν Ἀθήνα μαζί μέ τόν Μ. Βασίλειο, ὅπως εἶχαν συμφωνήσει, ἀλλά οἱ φοιτητικοί σύλλογοι τόν κράτησαν καί τόν ἀνεβίβασαν στό καθηγητικό ἀξίωμα, ὅπου μόλις μετά δύο χρόνια ἠμπόρεσε νά ἀναχωρήση.

Εἶναι γνωστό ἀκόμη ὅτι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐμαθήτευσε καί στόν περίφημο Λιβάνιο στήν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος, ὅταν ρωτήθηκε ποιόν θά ἄφηνε διάδοχό του, ἀπήντησε: τόν Ἰωάννη, ἐάν δέν τόν εἶχαν συλήσει οἱ Χριστιανοί.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἄριστος φιλόλογος. Ἐχειρίζετο θαυμάσια προφορικά καί γραπτά τήν ἀττική διάλεκτο καί ἔγραφε ποιήματα στό γλωσσικό ἰδίωμα καί στά μέτρα τῶν ἀρχαίων ποιητῶν. Συνολικά ἔγραψε 19.000 στίχους.

Ὁ Μ. Βασίλειος ἐσπούδασε καί ἐγνώριζε ὄχι μόνο τήν φιλοσοφία καί ρητορική ἀλλά καί τήν ἀστρονομία καί τήν ἰατρική καί φυσική. Αὐτή ἡ γνῶσις του φαίνεται καί στήν γνωστή Ἑξαήμερο, δηλαδή τήν ἑρμηνεία τῶν ἐξ ἡμερῶν τῆς Δημιουργίας τοῦ πρώτου κεφαλαίου τῆς Γενέσεως.

Ὁμιλῶν ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιά τήν μόρφωσι τοῦ Μέγ. Βασιλείου γράφει:

«Ποιός ἦτο τόσο ἱκανός εἰς τήν ρητορικήν πού πνέει φλόγα, ἄν καί ὁ τρόπος του δέν εἶναι ρητορικός; Ποιός ἦτο τόσο ἱκανός εἰς τήν γραμματικήν ἤ ἐξελλήνιζε τήν γλῶσσαν; Ποῖος συνεκέντρωνε τόσας γνώσεις, ἦτο κάτοχος τῆς στιχουργικῆς καί ἔθετε νόμους εἰς τήν ποίησιν; Ποῖος ἦτο τόσον ἱκανός εἰς τήν φιλοσοφίαν αὐτήν, πού εἶναι ὑψηλή πράγματι καί τείνει εἰς τά ἄνω, εἰτε ἀναφέρεται εἰς πρακτικά καί ἐπιστημονικά θέματα εἴτε ἀσχολεῖται μέ λογικάς ἀποδείξεις καί ἀντιθέσεις καί ἀμφισβητήσεις καί ἔχει ὡς γνωστόν τό ὄνομα διαλεκτική; Ἔτσι εἶναι εὐκολώτερον νά περάσης μέσα ἀπό λαβυρίνθους παρά νά διαφύγης ἐάν ἐχρειάζετο, ἀπό τά δίκτυα τῶν λόγων ἐκείνου. Ἀπό τήν Ἀστρονομίαν, τήν γεωμετρίαν καί τάς σχέσεις τῆς ἀριθμητικῆς ἐπῆρε τόσην μόρφωσιν, ὥστε νά μή κλονίζεται ἀπό τά παράδοξα τῶν Ἐπιστημῶν αὐτῶν. Περιεφρόνησε τό περισσόν ὡς ἄχρηστον δι’ ὅσους ἐπιδιώκουν τήν εὐσέβειαν.

Ὥστε ἠμπορεῖ νά θαυμάση κάποιος αὐτό πού ἐπροτιμήθη περισσότερον ἀπό ἐκεῖνο πού ἐπεριφρονήθη καί ἐκεῖνο πού ἐπεριφρονήθη περισσότερον ἀπό αὐτό πού ἐπροτιμήθη. Τήν ἰατρικήν πού εἶναι καρπός τῆς φιλοσοφίας καί τῆς φιλοπονίας του, τήν ἔκαμαν ἀπαραίτητον καί ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματός του καί ἡ περιποίησις τῶν ἀσθενῶν. Ἀπό αὐτά ἤρχισε καί ἐπέτυχε τήν κατοχήν τῆς τέχνης, κατοχήν πού δέν περιορίζεται εἰς τήν ἐπιφάνειαν καί τό χαμηλότερον ἐπίπεδον, ἀλλά ὑψώνεται εἰς τάς ἀρχάς καί τήν ἐπιστήμην. Τί σημασίαν ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά, καί ἄς εἶναι τόσον ἀξιόλογα, διά τήν διάπλασιν τοῦ χαρακτῆρος του;» (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μ. Βασίλειον, 23, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 169-171).

Τίς ἀπόψεις τοῦ Μ. Βασιλείου γιά τήν Ἑλληνική σοφία βρίσκουμε στόν λόγο του «Πρός τούς νέους, Ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Τόν λόγο αὐτό ἔγραψε σάν ἀπάντησι στήν ἀπαγόρευσι πού ἐπέβαλε ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης στούς Χριστιανούς νέους, νά μή σπουδάζουν τά Ἑλληνικά γράμματα, ἀλλά καί γιά καθοδήγησι τῶν Χριστιανῶν νέων πώς νά σπουδάζουν αὐτά.

Δέν εἶναι ὑπερβολή νά εἰποῦμε, ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἦσαν ὅσο ὀλίγοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς των μορφωμένοι. Παρ’ ὅλα αὐτά στήν θύραθεν, τήν κοσμική, μόρφωσι ἔδιναν σχετική μόνο σημασία καί ἀξία.

Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι «κυρία», ἐνῷ ἡ σοφία τοῦ κόσμου «θεραπαινίς» (Γ. Σωτηρίου, Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μυτιλήνη 1993, σελ. 48).

Κατά δέ τόν Μέγα Βασίλειο, ἡ Χριστιανική παιδεία εἶναι «ὁ καρπός», ἐνῷ ἡ Ἑλληνική παιδεία εἶναι «τά φύλλα», πού ὅμως καί αὐτά χρειάζονται γιατί προσδίδουν ὡραιότητα στόν καρπό (Μ. Βασιλείου, Λόγος πρός τούς νέους, Ε.Π.Ε. τ. 7, σελ. 323).

Ἐγνώριζαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Δημιουργοῦ καί ὅτι μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων τό κατ «εἰκόνα ἀρρώστησε, ἐφθάρη, ἔχασε τήν ἀρχική του ὡραιότητα καί λαμπρότητα καί ἔτσι δέν ἠμπορεῖ νά ἐπιτύχη τόν τελικό του σκοπό, πού εἶναι τό καθ’ ὁμοίωσιν, δηλαδή νά ὁμοιάση μέ τόν Θεό καί ἔτσι νά γίνη Θεός κατά Χάριν.

Τώρα ὁ ἄνθρωπος δέν ἐχει τήν εὐμορφίαν του κατ’ εἰκόνα. Εἶναι παραμορφωμένος ἀπό τά πάθη. Ὅσο καί ἄν μορφωθῇ μέ ἀνθρωπίνη σοφία, ἡ παραμόρφωσις δέν θεραπεύεται. Πρέπει νά ξαναβρῇ τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, ὥστε παίρνοντας τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ νά θεραπευθῇ ἀπό τίς παραμορφώσεις τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, νά ἐπιτύχη τόν ὕψιστο προορισμό του, τό καθ’ ὄμοίωσίν, την θέωσι.

Πράγματι τά πάθη, ὁ ἐγωισμός, ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀπιστία, παραμορφώνουν καί ἀσχημίζουν τόν ἄνθρωπο.

Αὐτό εἶχαν πάθει καί οἱ Γαλάται, πού ἄν καί εἶχαν πιστεύσει μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐξέπεσαν καί γι’ αὐτό ὁ Ἀπόστολος πονοῦσε μέχρις ὅτου μέ τήν μετάνοια λάβουν πάλι τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ: «Τεκνία μου, οὖς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὐ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν» (Γάλ. 4,19). Γράφει σχετικῶς ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Διεφθείρατε... τήν εἰκόνα, ἀπωλέσατε τήν συγγένειαν, τήν μορφήν ἠλλοιώσατε˙ ἀναγεννήσεως ἑτέρας ὑμῖν δεῖ καί ἀναπλάσεως» (Ὁμιλία εἰς τήν πρός Γαλατᾶς, κέφ. δ’, Ε.Π.Ε. τ. 20, σελ. 332).

Αὐτή τήν μόρφωσι ποθοῦσαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Νά λάβουν τήν μόρφωσι τοῦ Χριστοῦ. Νά γίνουν Χριστοειδεῖς. Αὐτή, κατά τούς Τρείς Ἱεράρχας, εἶναι ἡ ἀνωτέρα μόρφωσις, ἡ ἀληθινή φιλοσοφία, ἡ σώζουσα μόρφωσις.

Αὐτή τήν μόρφωσι ἀποκτᾶ ὁ Χριστιανός μέσα στήν Ἐκκλησία.

Ἡ Ἐκκλησία, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, εἶναι ἰατρεῖον, ὅπου μπαίνουμε οἱ παραμορφωμένοι καί ἄρρωστοι ἄνθρωποι γιά νά ἰαθοῦμε.

Στήν Ἐκκλησία τά ἄγρια θηρία ἡμερώνονται. Οἱ λύκοι γίνονται ἀμνοί (βλ. Ὁμιλία εἰς τό ρητόν «Οὐδέποτε ἄφ’ ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱός οὐδέν...», Ε.Π.Ε. τ. 27, σελ. 590).

Ἡ Ἐκκλησία μας θεραπεύει ἀπό τήν παραμόρφωσι μέ τήν διδασκαλία Της, τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τήν ἄσκησι, τά ἱερά Τῆς Μυστήρια, μέ τό ποιμαντικό ἔργο τῶν ποιμένων Της.

Στό ἅγιο Βάπτισμα ἐγκεντριζόμεθα στόν Χριστό, στό ἅγιο Χρῖσμα λαμβάνουμε τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στήν Θ. Εὐχαριστία ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό. Μέ τήν μετάνοια ὅλο καί περισσότερο πάσχουμε τήν καλήν ἀλλοίωσιν καί ὁμοιάζουμε μέ τόν Χριστό.

Κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, εἶναι δυνατόν καί μετά τήν ἁμαρτία μας νά μορφωθῇ ὁ Χριστός ἐν ἡμῖν, ἐφ’ ὅσον «μόνον ἀφώμεθα τῆς μετανοίας» (Ὁμιλία θ’ εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ε.Π.Ε. τ. 24, σελ. 438).

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι τονίζουν ὅτι πολύ μᾶς βοηθεῖ ἡ προσευχή καί ἡ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν. Μέ ὅλα αὐτά τα μέσα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ οἱ ταπεινές καί δεκτικές ψυχές μορφώνονται, λαμβάνουν τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο εἶναι καί ἡ λαμπρότης τοῦ γένους, «ἡ τῆς εἰκόνος τήρησις καί ἡ πρός τό ἀρχέτυπον ἐξομοίωσις, ὅσον ἐφικτόν τῆς σαρκός δεσμίοις» (Εἰς τόν ἅγιον Κυπριανόν, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 118).

Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ μόρφωσις τοῦ Χριστιανοῦ δέν γίνεται ἀπό τήν μία ὥρα στήν ἄλλη. Χρειάζεται ἰσόβιος ἀγῶνας. Στόν ἀγῶνα αὐτό βοηθεῖ καί ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Διά τοῦτο ἡ μετά σαρκός ἐπιδημία Χριστοῦ, αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις, τά πάθη, ὁ σταυρός, ἡ ἀνάστασις˙ ὥστε τόν σωζόμενον ἄνθρωπον διά μιμήσεως Χριστοῦ τήν ἀρχαίαν ἐκείνην υἱοθεσίαν ἀπολαβεῖν.

Ἀναγκαῖα τοίνυν ἐστί πρός τελείωσιν ἡ Χριστοῦ μίμησις» (Περί τοῦ Ἅγιου Πνεύματος, κέφ. ἰε’, Ε.Π.Ε. τ. 10 σελ. 366).

Ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ, πού δέν γίνεται μέ πνεῦμα ἠθικιστικό ἀλλά μέ φρόνημα ταπεινό, βοηθεῖ τόν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό νά ἀποκτᾶ τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ. Τήν ἀγάπη, τήν ταπείνωσι, τήν πραότητα, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἁγνότητα, ὥστε νά μορφώνη στόν ἑαυτό του τόν Χριστό. Ἔτσι γίνεται αὐτό πού λέγει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γάλ. 2, 20).

Ὁ Χριστιανός ἀλλάζει τον παραμορφωμένο νοῦν μέ νοῦν Χριστοῦ, τήν παραμορφωμένη καρδιά τοῦ μέ καρδίαν καί εὐσπλαγχνίαν Χριστοῦ, τό παραμορφωμένο ἦθος τοῦ μέ ἦθος Χριστοῦ.

Ὁ πιστός ἐνδύεται τόν Χριστόν καί γίνεται ἄλλος Χριστός. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Διότι, ἄν δι’ ἡμᾶς ἡ ζωή εἶναι ὁ Χριστός, κατά συνέπειαν καί ὁ λόγος μας πρέπει νά εἶναι περί Χριστοῦ καί ἡ σκέψις μας καί κάθε πρᾶξις μας νά ἔχουν ἄμεσον σχέσιν μέ τάς ἐντολάς Του, καθώς καί ἡ ψυχή μας νά ἔχη λάβει μορφήν ἀνάλογον πρός Αὐτόν» (Ἔπιστ. 309, Πρός Εὐπατέριον καί τήν θυγατέρα αὐτοῦ, Ε.Π.Ε. τ. 3, σελ. 507).

Ὅμως αὐτή ἡ διά τοῦ Χριστοῦ ἀποκατάστασις τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ στόν παραμορφωμένο ἄνθρωπο δέν θά ἐγίνετο, ἐάν ὁ Χριστός δέν ἐλάμβανε δούλου μορφήν, ὅπως θεολογεῖ ὁ Μ. Βασίλειος στήν ἁγία Ἀναφορά τῆς Θ. Λειτουργίας του, ἀκολουθῶν τόν θεῖον Παῦλον, καί δέν ἐγίνετο «σύμμορφος τῷ σώματι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήση τῆς εἰκόνος τῆς δόξης αὐτοῦ».

Εἶναι φανερό ἀπό ὅσα ἐλέχθησαν, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ μόρφωσις προϋποθέτει ἕνωσι καί κοινωνία μέ τόν Χριστό. Σ’ αὐτή τήν κοινωνία καλεῖ ὁ Χριστός τόν πιστό, ὅπως γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἐγώ πατήρ, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφή, ἐγώ ἱμάτιον, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἄν θέλης ἐγώ˙ μηδενός ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγώ καί δουλεύσω˙ ἦλθον γάρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγώ καί φίλος, καί μέλος, καί κεφαλή, καί ἀδελφός, καί ἀδελφή, καί μήτηρ, πάντα ἐγώ˙ μόνον οἰκείως ἔχε πρός ἐμέ. Ἐγώ πένης διά σέ˙ καί ἀλήτης διά σέ’ ἐπί σταυροῦ διά σέ’ ἐπί τάφου διά σέ• ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σου πρεσβευτής γέγονα παρά τοῦ Πατρός. Πάντα μοί σύ, καί ἀδελφός, καί συγκληρονόμος, καί φίλος, καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;» (Ὁμιλία ὀστ’, Ε.Π.Ε τ. 12, σελ. 34).

 

Ἡ σύζευξις Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ πού ἐπραγματοποίησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὄχι μόνο δέν ἔβλαψε τά δύο αὐτά μεγέθη, ἀλλά ἀντιθέτως καί τά ὠφέλησε.

Τόν μέν Ἑλληνισμό, ὅπως δέχεται ὁ ἐθνικός μας ἱστορικός Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος, διότι, ἐνῷ τόν βρῆκε ὁ Χριστιανισμός ἡμιθανῆ, τόν ἐζωοποίησε καί ἀνέστησε.

Τήν δέ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ἑλληνική γλῶσσα καί φιλοσοφία της ἔδωσε τήν δυνατότητα νά ἐκθέση κατά τρόπο ἀριστοτεχνικό τήν πίστι καί θεολογία της, χωρίς νά ἀρνηθῇ τίποτε ἀπό τήν εὐαγγελική διδασκαλία.

Ἡ ἄποψις τοῦ μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὀτι ὁ Ἑλληνισμός κατέστη μόνιμος κατηγορία τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι τολμηρή ἀλλά ἀληθινή. Μπορεῖ κανείς νά φαντασθῇ τήν Ὀρθοδοξία χωρίς τήν Ἑλληνική της ἔκφρασι;

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού καί τά ἄλλα Ὀρθόδοξα ἔθνη, πού παρέλαβαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τό Βυζάντιο, ἐθεώρησαν ὀτι καθόλου δέν μειώνονται ἀπό τήν συνεργασία Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνισμοῦ, ἀλλά ἀντιθέτως καί ἐμπλουτίζονται. Οἱ Τρείς Ἱεράρχαι ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἔγιναν οἱ πρωτεργάται τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ μας.

Αὐτός ὁ πολιτισμός δοκιμάσθηκε ἔκτοτε μέσα στούς αἰῶνας καί ἄντεξε. Καί εἶναι ζωντανός καί δημιουργικός μέχρι σήμερα.

Παρ’ ὅλα αὐτά ὑπάρχουν καί αὐτοί πού τόν ἐπιβουλεύονται καί θέλουν νά χωρίσουν τόν Ἑλληνισμό ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, γιατί θέλουν νά διώξουν τόν Χριστό ἀπό τήν Πατρίδα μας. Καί τό ἀκόμη χειρότερο, νά ἐπαναφέρουν τήν ἀθεΐα ἤ τήν ἀρχαία εἰδωλολατρική θρησκεία μέ τούς ψευδεῖς Ὀλυμπίους θεούς, τίς θυσίες καί τίς τελετές της.

Θέλουν δηλαδή νά ἐπαναφέρουν αὐτά, ἀπό τά ὁποῖα ὁ Χριστός μᾶς ἐλύτρωσε καί αὐτά πού μέ ἀγῶνες πολλούς οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καί τό μέγα νέφος τῶν Χριστιανῶν Μαρτύρων μέ τό αἷμα τους ἐκαθάρισε.

Ἡ Ἐκκλησία προσέλαβε τόν Ἕλληνα ἄνθρωπο, τόν ἐβάπτισε, τόν ἐκαθάρισε, τόν ἐφώτισε καί τόν ἔκανε Χριστιανό Ἕλληνα. Τώρα θέλουν τόν φωτισμένο Ἕλληνα νά τόν ξεβαπτίσουν καί νά τόν ὑποτάξουν καί πάλι στό σκοτάδι της εἰδωλολατρείας καί τῆς ἀθεΐας.

Ἀπορεῖ κανείς γιά τό τόλμημα.

Ὁ σοφός Blaise Pascal γράφει κάπου ὅτι ὁ ἄνθρωπος (προφανῶς ὁ ἄπιστος) εἶναι πρόθυμος νά πιστεύση τήν οἱανδήποτε ἀνοησία ἐκτός ἀπό τήν προφανῆ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.

Σέ ὅλους αὐτούς πού διά τῶν αἰώνων προσπάθησαν νά γκρεμίσουν τήν Ἐκκλησία καί τόν ἔξ αὐτῆς πηγάσαντα Ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό της λέγει ὁ ἅγιος Χρυσότομος: «Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾶ˙ ἐπιβουλευομένη περιγίνεται˙ ὑβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται˙ δέχεται τραύματα, καί οὐ καταπίπτει ὑπό τῶν ἑλκῶν κλυδωνίζεται, ἄλλ’ οὐ καταποντίζεται˙ χειμάζεται, ἀλλά ναυάγιον οὐχ ὑπομένέί˙ παλαίει, ἄλλ’ οὐχ ἡττᾶται˙ πυκτεύει, ἄλλ’ οὐ νικᾶται» (Ὁμιλία Β’ πρός Εὐτρόπιον, Ε.Π.Ε. τ. 33, σέλ 110).

Εὐχαριστοῦμε τούς Τρεῖς Ἱεράρχας γιά το πολύτιμο δῶρο πού μᾶς παρέδωσαν, τήν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητοῦμε τήν εὐλογία τους, νά μή φάνουμε ἀχάριστοι στήν προσφορά τους, ἀλλά νά τήν κρατήσουμε, νά τήν ἀξιοποιήσουμε καί νά τήν παραδώσουμε στούς μεταγενεστέρους ὡς πολύτιμο κληρονομιά.

(Περιοδικόν «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεῦχος 27ο, Ἔκδοσις Ἱεράς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἅγιον Ὅρος 2002)  



Τρίτη, Ιανουαρίου 28, 2025

 

Η Δευτέρα Παρουσία  

Οσίου Εφραίμ του Σύρου

 



ΑΓΑΠΗΤΟΙ μου ἀδελφοί, ἀκοῦστε γιὰ τὴ δεύτερη καὶ φοβερὴ παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἔφερα στὸ νοῦ μου τὴν ὥρα ἐκείνη καί, καθὼς ἀναλογίστηκα ὅσα πρόκειται τότε νὰ συμβοῦν, κατατρόμαξα. Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὰ διηγηθεῖ; Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ τὰ περιγράψει; Ποιὰ αὐτιὰ μποροῦν νὰ τ’ ἀκούσουν;

Τότε ὁ Βασιλιὰς τῆς οἰκουμένης θὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς δόξας Του καὶ θὰ ἔρθει γιὰ νὰ κρίνει ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς γῆς, ἀμοίβοντας μὲ αἰώνια μακαριότητα τοὺς ἄξιους καὶ τιμωρώντας μὲ αἰώνια κόλαση τοὺς ἁμαρτωλούς!

Ὅταν τὰ φέρνω αὐτὰ στὸ νοῦ μου, τρόμος μὲ κυριεύει. Παραλύω ὁλόκληρος. Τὰ μάτια μου δακρύζουν. Ἡ φωνή μου κόβεται. Τὰ χείλη μου παγώνουν. Ἡ γλώσσα μου τρέμει. Οἱ λογισμοί μου σταματοῦν.

Ἂν καὶ ὁ φόβος μὲ πιέζει νὰ σωπάσω, ἀναγκάζομαι νὰ μιλήσω γιὰ χάρη τῆς δικῆς σας ὠφέλειας.

Θὰ συμβοῦν τόσο μεγάλα καὶ τρομακτικὰ γεγονότα, ποὺ οὔτε ἔγιναν ἀπὸ τὴν κτίση τοῦ κόσμου οὔτε θὰ γίνουν σ’ ὅλες τὶς γενιές.

Ἂν μία δυνατὴ βροντὴ πολλὲς φορὲς μᾶς τρομάζει καὶ μᾶς κόβει τὰ πόδια, γιὰ σκεφτεῖτε, πὼς θ’ ἀντέξουμε ν’ ἀκούσουμε τὸν ἦχο ἐκείνης τῆς σάλπιγγας, ποὺ θὰ ἠχήσει στὰ οὐράνια δυνατότερα ἀπὸ κάθε βροντή, γιὰ νὰ ξυπνήσει ὅλους τους νεκρούς, δίκαιους καὶ ἄδικους;

Τότε τὰ ὀστὰ τῶν νεκρῶν θὰ συναρμολογηθοῦν. Θὰ προστάξει ὁ μεγάλος Βασιλιάς, ποὺ ἐξουσιάζει ὅλη τὴν κτίση, κι εὐθὺς ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα θὰ δώσουν μὲ τρόμο τοὺς νεκρούς τους. Ἀκόμα κι ὅσοι κατασπαράχθηκαν ἀπὸ τὰ θηρία, ὅσοι φαγώθηκαν ἀπὸ τὰ ψάρια ἢ τὰ ὄρνια, ὅλοι, «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ», θὰ παρουσιαστοῦν μπροστὰ στὸν ἀδέκαστο Κριτή.

Τότε οἱ ποταμοὶ καὶ οἱ πηγὲς θὰ ἐξαφανιστοῦν, τ’ ἀστέρια θὰ πέσουν, ὁ ἥλιος θὰ σβήσει, ἡ σελήνη θὰ χαθεῖ.

Ἄγγελοι σταλμένοι ἀπὸ τὸ Θεὸ θὰ διασχίζουν τὴν ὑφήλιο καὶ θὰ συγκεντρώνουν τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς γῆς.

Τότε θ’ ἀντικρύσουμε «νέους οὐρανοὺς καὶ νέα γῆ» (Β’ Πέτρ. 3:13), σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου.

Πῶς θ’ ἀντέξουμε, ὅταν θὰ δοῦμε νὰ ἑτοιμάζεται ὁ φοβερὸς θρόνος καὶ νὰ προβάλλει ὁ Σταυρός, ποὺ πάνω του θυσιάστηκε ἑκούσια ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς; Τότε θὰ θυμηθοῦμε καὶ θὰ κατανοήσουμε τὸ λόγο τοῦ Κυρίου γιὰ «τὸ σημάδι τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 24:30). Τότε θὰ πληροφορηθοῦμε ὅλοι, ὅτι πρόκειται νὰ παρουσιαστεῖ ὁ μεγάλος Βασιλιάς. Τὴ φοβερὴ ἐκείνη ὥρα, ὁ καθένας μας θὰ συλλογίζεται τὶς πράξεις του καὶ θὰ σκέφτεται τί θὰ Τοῦ ἀπολογηθεῖ…

Ὅταν θ’ ἀκούσουμε τὴ βροντερὴ ἐκείνη φωνὴ ἀπὸ τὰ ὕψη τ’ οὐρανοῦ νὰ διακηρύσσει, «Νά, ὁ Νυμφίος ἔρχεται» (Ματθ. 25:6), «Ὁ Κριτὴς φτάνει γιὰ νὰ κρίνει ζωντανοὺς καὶ νεκρούς», τότε, ἀπὸ τὴν κραυγὴ ἐκείνη, θὰ σαλέψουν συθέμελα τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἀπ’ τὴ μίαν ἄκρη ὣς τὴν ἄλλη. Τότε, ἀδελφοί μου, στενοχώρια καὶ φόβος καὶ τρόμος θὰ καταλάβει κάθε ἄνθρωπο γι’ αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν στὴν οἰκουμένη. Οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν θὰ σαλευθοῦν. Οἱ οὐρανοὶ θὰ σχιστοῦν. Καὶ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, ὁ ἅγιος καὶ ἔνδοξος Θεός μας, θὰ παρουσιαστεῖ σὰν ἀστραπὴ φοβερή, μὲ ἐξουσία καὶ δόξα ἀπερίγραπτη.

Ἔκσταση καὶ φρίκη θὰ μᾶς κυριέψουν τὴν ὥρα ἐκείνη, ὅταν θὰ καθίσει στὸ κριτήριο ὁ ἀμερόληπτος Κριτὴς καὶ θ’ ἀνοίξει τὰ φοβερὰ βιβλία, ὅπου εἶναι γραμμένα τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μας, ὅλα ὅσα κάναμε καὶ εἴπαμε στὴν ζωὴ αὐτή, νομίζοντας ὅτι μποροῦμε ν’ ἀπατήσουμε τὸν καρδιογνώστη Θεό.

Ὤ! Πόσα δάκρυα πρέπει νὰ χύνουμε, ὅταν συλλογιζόμαστε ἐκείνη τὴν ὥρα! Καὶ ὅμως, εἴμαστε τόσο ἀμελεῖς!

Πόσο θὰ κλάψουμε καὶ θὰ στενάξουμε τότε, ὅταν θὰ δοῦμε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὶς μεγάλες δωρεὲς καὶ τὴν ἀσύλληπτη μεγαλοπρέπεια καὶ λαμπρότητα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ποὺ θ’ ἀπολαύσουν ὅσοι πάλεψαν σκληρὰ γιὰ νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὶς φοβερὲς τιμωρίες, ποὺ θὰ ὑποστοῦν ὅσοι ὑποδουλώθηκαν στὴν ἁμαρτία! Καὶ στὴ μέση, ἔντρομοι, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ κάθε φυλή, ἀπὸ τὸν πρωτόπλαστο Ἀδὰμ ὣς τὸν τελευταῖο, θὰ γονατίζουν καὶ θὰ προσκυνοῦν τὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς Γραφῆς: «Ἐγώ, ὁ ζωντανὸς Κύριος, τὸ λέω πὼς ὅλοι θὰ μὲ προσκυνήσουν» (Ρωμ. 14:11).

Τότε ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, καθὼς θὰ βρίσκεται ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο, ἀνάμεσα στὴ μακάρια ἀνάπαυση καὶ στὴν αἰώνια καταδίκη, θὰ περιμένει μὲ ἀγωνία τὴ φοβερὴ Κρίση. Καὶ κανένας τὴν ὥρα αὐτὴ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν διπλανό του.

Θὰ ρωτηθοῦν οἱ ἐπίσκοποι καὶ γιὰ τὸν δικό τους τρόπο ζωῆς καὶ γιὰ τὸ ποίμνιό τους. Θὰ τοὺς ζητηθεῖ λόγος γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα, ποὺ παρέλαβαν ἀπὸ τὸν ἀρχιποιμένα Χριστό. Ἂν ἀπὸ ἀμέλειά τους χάθηκε κάποιο πρόβατο, τὸ αἷμα του θὰ ζητηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἴδιους. Παρόμοια καὶ οἱ ἱερεῖς θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὶς ἐνορίες τους. Ἐπίσης καὶ κάθε πιστὸς θὰ δώσει λόγο γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὸ σπίτι του, γιὰ τὴ γυναίκα του, γιὰ τὰ παιδιά του, γιὰ τοὺς ὑπαλλήλους καὶ τοὺς δουλευτάδες του.

Θὰ ἐξεταστοῦν βασιλιάδες καὶ ἄρχοντες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, γιὰ ὅλα ὅσα ἔκαναν: «Γιατί ὅλοι μας πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ πάρει καθένας τὴν ἀμοιβή του ἀνάλογα μὲ τὰ ὅσα καλὰ ἢ κακὰ ἔπραξε σ’ αὐτὴ τὴ ζωή» (Β’ Κoρ. 5:10).

Ὅλων μας τὰ ἔργα θὰ ἐρευνηθοῦν καὶ θὰ φανερωθοῦν μπροστὰ σὲ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους. Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ θὰ κατασυντριβοῦν. Θὰ καταργηθεῖ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ δύναμη (Α’ Κορ. 15:24). Τότε, καθὼς εἶναι γραμμένο, ὁ Κύριος θὰ ξεχωρίσει «τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια» (Ματθ. 25:32). Ἔτσι, ὅσοι ἔχουν καλὰ ἔργα καὶ πνευματικοὺς καρπούς, θὰ χωριστοῦν ἀπὸ τοὺς ἄκαρπους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς.

Οἱ πρῶτοι θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο, γιατί φύλαξαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἐλεήμονες, οἱ φιλόξενοι, οἱ βοηθοὶ τῶν δυστυχισμένων, οἱ συμπαραστάτες τῶν ἀσθενῶν, οἱ προστάτες τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν, ὅσοι ἕντυναν τοὺς γυμνούς, ὅσοι ἐπισκέπτονταν τοὺς φυλακισμένους, ὅσοι ἔγιναν φτωχοὶ γιὰ τὸν πλοῦτο ποὺ ὑπάρχει στοὺς οὐρανούς, ὅσοι συγχώρησαν τὰ παραπτώματα τῶν ἀδελφῶν τους, ὅσοι φύλαξαν τὴ σφραγίδα τῆς πίστεως ἀκέραιη καὶ ἀμόλυντη ἀπὸ κάθε αἵρεση. Αὐτοὺς θὰ τοὺς βάλει στὰ δεξιά Του, ἐνῶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς στ’ ἀριστερά Του.

Οἱ δεύτεροι εἰν’ ἐκεῖνοι ποὺ παρόργιζαν τὸν καλὸ Ποιμένα καὶ περιφρονοῦσαν τοὺς λόγους Του. Εἶναι οἱ περήφανοι, οἱ ἀδιόρθωτοι, οἱ φίλοι τῶν διασκεδάσεων καὶ τῶν ἀπολαύσεων, ὅσοι ξόδεψαν στὴν ἀκολασία καὶ τὴ μέθη καὶ τὴν ἀσπλαχνία ὁλόκληρο τὸ χρόνο τῆς ζωῆς τους, σὰν ἐκεῖνο τὸν πλούσιο ποὺ ποτὲ δὲν ἐλέησε τὸν φτωχὸ Λάζαρο (Λουκ. 16:19-31). Αὐτοὶ θὰ καταδικαστοῦν καὶ θὰ σταθοῦν στ’ ἀριστερά, γιατί δὲν ἔδειξαν συμπόνια. Ἦταν σκληροὶ καὶ δὲν εἶχαν καρποὺς μετάνοιας, δὲν εἶχαν λάδι στὰ λυχνάρια τους (βλ. Ματθ. 25:1-12). Ὅσοι ὅμως ἀγόρασαν τὸ λάδι τῆς ἐλεημοσύνης ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς καὶ γέμισαν τὰ λυχνάρια τους, θὰ σταθοῦν στὰ δεξιά, κρατώντας τὰ ἀναμμένα, ἔνδοξοι καὶ χαρωποί, καὶ θ’ ἀκούσουν τὴ γαλήνια ἐκείνη καὶ ποθητὴ φωνή: «Ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι ἀπ’ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία, ποὺ σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου» (Ματθ. 25:34).

Ὅσοι πάλι εἶναι στ’ ἀριστερά, θ’ ἀκούσουν τὴν ὀδυνηρὴ ἐκείνη καὶ φοβερὴ ἀπόφαση: «Φύγετε ἀπὸ μπροστά μου, καταραμένοι• πηγαίνετε στὴν αἰώνια φωτιά, ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸ διάβολο καὶ τοὺς δικούς του» (Ματθ. 25:41). Ὅπως δὲν ἐλεήσατε, ἔτσι τώρα δὲν θὰ ἐλεηθεῖτε. Ὅπως δὲν ἀκούσατε τὴ φωνή Μου, οὐτ’ Ἐγὼ τώρα θ’ ἀκούσω τὸν ἀπαρηγόρητο θρῆνο σας.

Γιατί δὲν Μὲ θρέψατε ὅταν πεινοῦσα.

Δὲν Μὲ ποτίσατε ὅταν διψοῦσα.

Δὲν Μὲ φιλοξενήσατε ὅταν ἦρθα κοντά σας.

Δὲν Μὲ ντύσατε ὅταν ἤμουν γυμνός.

Δὲν Μ’ ἐπισκεφθήκατε ὅταν ἤμουν ἄρρωστος

οὔτε ὅταν ἤμουν στὴ φυλακή.

Δὲν ὑπηρετήσατε Ἐμένα.

Σὲ ἄλλο κύριο γίνατε ὑπηρέτες καὶ δοῦλοι, στὸ διάβολο.

Φύγετε λοιπὸν μακριά Μου, ἐργάτες τῆς ἀδικίας.

Τότε θὰ ὁδηγηθοῦν αὐτοὶ στὴν αἰώνια κόλαση, ἐνῶ οἱ δίκαιοι στὴν αἰώνια ζωὴ (βλ. Ματθ. 25:41-46).

Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ ἀφήνουν ἀνεκμετάλλευτο τὸν καιρὸ τοῦτο τῆς μετάνοιας καὶ παραδίνονται σὲ πράγματα ἄσκοπα καὶ γελοία. Θὰ ζητήσουν τότε τὸ χρόνο ποὺ ξόδεψαν μάταια, καὶ δὲν θὰ τὸν βροῦν.

Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ δίνουν σημασία σὲ πνεύματα πλάνης καὶ διδασκαλίες δαιμονικές, γιατί αὐτὰ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσουν τὴν καταδίκη στὴν ἄλλη ζωή.

Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ μαντεῖες καὶ ἀνηθικότητες.

Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ στεροῦν ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τὸν δίκαιο μισθό τους, γιατί εἶναι ὅμοιοι μ’ αὐτοὺς ποὺ χύνουν αἷμα.

Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ κρίνουν ἄδικα, δικαιώνοντας τὸ φταίχτη καὶ καταδικάζοντας τὸν ἀθῷο.

Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ μολύνουν τὴν ἅγια πίστη μας μ’ αἱρετικὲς διδασκαλίες ἢ συναναστρέφονται μ’ αἱρετικούς. Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τ’ ἀνόητα πάθη τοῦ φθόνου καὶ τοῦ μίσους.

Καὶ γιὰ νὰ μὴ λέω πολλά: Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ θὰ βρεθοῦν στ’ ἀριστερὰ τὴ φοβερὴ μέρα τῆς Κρίσεως. Θὰ κλάψουν πικρὰ ἀλλ’ ἀνώφελα, ὅταν θ’ ἀκούσουν τὴν ὀδυνηρὴ ἐκείνη ἀπόφαση: «Φύγετε ἀπὸ μπροστά μου, καταραμένοι• πηγαίνετε στὴν αἰώνια φωτιά» (Ματθ. 25:41).

Ὅσοι ἔχετε δάκρυα καὶ κατάνυξη, θρηνῆστε μαζί μου.

Ὅταν συλλογίζομαι τὸν αἰώνιο ἐκεῖνο χωρισμό, νιώθω ἀβάσταχτη θλίψη. Γιατί τότε ἀποχωρίζονται ὁ ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ φεύγουν σὲ ἀποδημία ποὺ δὲν ἔχει ἐπιστροφή. Ποιὸς εἶναι τόσο σκληρόκαρδος καὶ ἀναίσθητος, ὥστε νὰ μὴν κλάψει ἀπὸ δῶ γιὰ τὴν ὥρα ἐκείνη;

Τότε, ὅσοι ἦταν κάποτε βασιλιάδες, θὰ ὀδύρονται σὰν αἰχμάλωτοι.

Τότε θὰ στενάζουν οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἄσπλαχνοι πλούσιοι καὶ θὰ ζητοῦν βοήθεια, ἀλλὰ κανεὶς δὲν θὰ τοὺς δίνει. Γιατί ἐκεῖ δὲν ἔχουν καμιὰν ἄξια οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε οἱ κόλακες. Καὶ δὲν θὰ βροῦν ἔλεος, ἐπειδὴ δὲν ἐλέησαν κανένα.

Τότε θ’ ἀποχωριστοῦν γονεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά τους καὶ φίλοι ἀπὸ τοὺς φίλους τους.

Τότε θὰ διαλυθοῦν οἱ συζυγικοὶ δεσμοὶ ποὺ δὲν κρατήθηκαν ἀμόλυντοι καὶ ἁγνοί.

Τότε θ’ ἀποδιωχτοῦν οἱ παρθένοι στὸ σῶμα ἀλλ’ ἄκαρδοι καὶ ἄσπλαχνοι στὸν τρόπο, γιατί ἡ κρίση θὰ εἶναι ἀνελέητη σ’ ὅποιον δὲν εἶχε ἔλεος (Ἰακ. 2:13).

Θὰ παραλείψω ὅμως τὰ πολλά, γιατί κυριεύομαι ἀπὸ φόβο καὶ φρίκη. Ἄγγελοι φοβεροὶ θ’ ἀπομακρύνουν βίαια ὅλους τους ἀμετανόητους ἀσεβεῖς, ποὺ θὰ τρίζουν μὲ τρόμο τὰ δόντια τους καὶ θὰ γυρίζουν συχνά, γιὰ νὰ βλέπουν τοὺς δικαίους καὶ τὴν εὐδαιμονία ποὺ ἔχασαν. Θὰ βλέπουν τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ περίλαμπρο καὶ τὰ κάλλη τοῦ παραδείσου. Θὰ βλέπουν τοὺς γνωστούς τους στὴν τρισμακάρια ἐκείνη χώρα καὶ τὶς μεγάλες δωρεές, ποὺ θὰ παίρνουν ἀπὸ τὸ Βασιλιὰ τῆς δόξας ὅσοι ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴ σωτηρία τους σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ὓστερ’ ἀπὸ λίγο, ἀφοῦ θὰ ἔχουν ἀποχωριστεῖ ἀπ’ ὅλους τοὺς δικαίους καὶ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γνωστούς τους, θ’ ἀποχωριστοῦν κι ἀπ’ αὐτὸν τὸ Θεό. Δὲν θὰ μποροῦν πιὰ νὰ βλέπουν τὴ χαρὰ καὶ τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό.

Τέλος, θὰ ὁδηγηθοῦν στὶς διάφορες κολάσεις γιὰ νὰ παραδοθοῦν στὴν αἰώνια τιμωρία.

Τότε, βλέποντας τὴν τέλεια ἐγκατάλειψή τους, βλέποντας ὅτι κάθε ἐλπίδα τους χάθηκε, βλέποντας ὅτι κανένας πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήσει, θὰ λένε κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα μὲ πικρὰ δάκρυα:

“Ὤ! Πόσο καιρὸ χάσαμε στὴν ἀμέλεια! Πόσο χλευαστήκαμε ἀπὸ τὸν πονηρό! Ὅταν ἀκούγαμε στὶς Γραφὲς νὰ μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὄχι μόνο δὲν προσέχαμε, ἀλλὰ καὶ γελούσαμε. Τώρα κραυγάζουμε, κι Αὐτὸς ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό Του ἀπὸ μᾶς! Τί μᾶς ὠφέλησαν λοιπὸν τ’ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Ποῦ εἶναι ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα ποὺ μᾶς γέννησαν; Ποῦ εἶναι οἱ ἄδελφοι; Ποῦ τὰ παιδιά; Ποῦ οἱ φίλοι; Ποῦ ὁ πλοῦτος; Ποῦ τὰ ὑπάρχοντα; Ποῦ οἱ ἄρχοντες κι οἱ ἡγεμόνες; Κανένας ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δὲν μπορεῖ τώρα νὰ μᾶς σώσει. Οὔτε κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Ἀλλὰ ἐγκαταλειφθήκαμε ἐντελῶς κι ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Τί μποροῦμε λοιπὸν νὰ κάνουμε; Τώρα πιὰ δὲν εἶναι καιρὸς μετάνοιας. Δὲν ἰσχύουν πιὰ οἱ προσευχές. Δὲν ὠφελοῦν πιὰ τὰ δάκρυα. Δὲν ὑπάρχουν πιὰ οἱ πωλητὲς τοῦ λαδιοῦ, δηλαδὴ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ δυστυχισμένοι. Ὅταν μᾶς παρακαλοῦσαν ν’ ἀγοράσουμε, ἐμεῖς κλείναμε τ’ αὐτιά μας. Τώρα ζητᾶμε καὶ δὲν βρίσκουμε. Δὲν ὑπάρχει λύτρωση γιὰ μᾶς, τοὺς ἀξιοθρήνητους. Δὲν θὰ βροῦμε εὐσπλαχνία, γιατί δὲν εἴμαστε ἄξιοι”.

Τότε λοιπὸν θὰ πάει ὁ καθένας στὸν τόπο τῶν βασάνων, στὸν τόπο ποὺ ὁ ἴδιος ἑτοίμασε γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς πονηρὲς πράξεις του, ἐκεῖ «ὅπου τὸ σκουλήκι δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει» (Μάρκ. 9:44).

Νά, ἀκούσατε τί κερδίζουν ὅσοι ἀμελοῦν καὶ ραθυμοῦν καὶ δὲν μετανοοῦν. Ἀκούσατε πὼς χλευάζονται ὅσοι χλεύαζαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.

Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, μᾶς προειδοποιεῖ γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη λέγοντας: «Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου θὰ ἔρθει ὅπως ὁ κλέφτης τὴ νύχτα, καὶ τότε οἱ οὐρανοὶ θὰ ἐξαφανιστοῦν μὲ τρομερὸ πάταγο, τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ διαλυθοῦν στὴ φωτιά, καὶ ἡ γῆ, ὅπως καὶ ὅλα ὅσα ἔγιναν πάνω σ’ αὐτήν, θὰ κατακαοῦν» (Β’ Πέτρ. 3:10).

Ἀλλὰ καὶ πρωτύτερα, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης καὶ Κύριός μας μᾶς ἀποκάλυψε τὰ ἑξῆς: «Προσέξτε καλὰ τοὺς ἑαυτούς σας. Μὴν παραδοθεῖτε στὴν κραιπάλη καὶ στὴ μέθη καὶ στὶς βιοτικὲς ἀνάγκες, καὶ σᾶς αἰφνιδιάσει ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Γιατί θὰ ἔρθει σὰν τὴν παγίδα σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν στὴ γῆ» (Λουκ. 21:34-35). Καὶ ἀλλοῦ: «Μπεῖτε ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη… Στενὴ εἶναι ἡ πύλη καὶ γεμάτη δυσκολίες ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή» (Ματθ. 7:13-14).

Ἀδελφοί μου, ἂς βαδίσουμε τὸν δύσκολο αὐτὸ δρόμο γιὰ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή.

Αὐτὸς ὁ δρόμος ἀπαιτεῖ μετάνοια, νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία, ταπεινοφροσύνη, περιφρόνηση τῆς σάρκας, ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, ἐλεημοσύνη, δάκρυα, πένθος. Νὰ μισεῖται κανεὶς καὶ νὰ μὴ μισεῖ• νὰ συγχωρεῖ αὐτοὺς ποὺ τοῦ κάνουν κακόν” ἀδικεῖται καὶ νὰ εὐεργετεῖ• τέλος, νὰ χύσει καὶ τὸ αἷμα του γιὰ τὸ Χριστό, ὅταν οἱ περιστάσεις τὸ ἀπαιτήσουν.

Ἀντίθετα, εἶναι «πλατειὰ ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή» (Ματθ. 7:13). Ἡ πορεία αὐτοῦ τοῦ δρόμου ἐδῶ εἶναι εὐχάριστη, ἀλλὰ ἐκεῖ εἶναι θλιβερή. Ἐδῶ εἶναι γλυκιά, ἐκεῖ ὅμως πικρότερη κι ἀπὸ τὴ χολή. Ἐδῶ εἶναι εὔκολη, ἐκεῖ ὅμως δύσκολη καὶ ὀδυνηρή. Γνωρίσματα αὐτῆς τῆς πορείας εἶναι ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀσέλγεια, ἡ εἰδωλολατρία, ἡ φιλονικία, ὁ θυμός, ἡ διχόνοια, οἱ φθόνοι, οἱ φόνοι, τὰ γλέντια, τὰ πολυτελῆ γεύματα, ἡ λαιμαργία καὶ τὰ ὅμοια μ’ αὐτά. Μὰ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα, ἡ ἀμετανοησία καὶ ἡ τέλεια λησμοσύνη τῆς ὥρας τοῦ θανάτου.

Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ συλλογίστηκαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ δὲν λυπήθηκαν τὰ σώματά τους, ἀλλὰ ὑπέμειναν κάθε εἶδος βασάνων μὲ χαρὰ καὶ μὲ τὴν προσδοκία τῶν οὐράνιων στεφανιῶν. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἀγωνίστηκαν στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ βουνά, μὲ νηστεία καὶ ἁγνεία, ὄχι μόνο ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες, βαδίζοντας καρτερικὰ τὸ στενὸ καὶ θλιμμένο μονοπάτι, κι ἔτσι κέρδισαν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Αὐτὸ τὸ φοβερὸ δικαστήριο συλλογίστηκε καὶ ὁ μακάριος Δαβίδ, γι’ αὐτὸ ἔβρεχε κάθε νύχτα μὲ δάκρυα τὸ στρῶμα του καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεό, λέγοντας: «Κύριε, …μὴ μὲ δικάσεις, τὸ δοῦλο σου, γιατί κανένας ζωντανὸς δὲν εἶναι δίκαιος μπροστά σου» (Ψαλμ. 142:2).

Ἐμπρὸς λοιπὸν κι ἐμεῖς, πρὶν φτάσει ἡ μέρα ἐκείνη, πρὶν τελειώσει τὸ πανηγύρι τῆς σύντομης τούτης ζωῆς, πρὶν ἔρθει ὁ Θεὸς καὶ μᾶς βρεῖ ἀπροετοίμαστους, ἂς ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὴν ὑποδοχή Του μὲ ἐξομολόγηση, μὲ μετάνοια, μὲ νηστεία, μὲ δάκρυα, μὲ ἀγαθοεργίες.

Προσέξτε, μὴν τολμήσει κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι δὲν ἁμάρτησε. Ὅποιος τὸ λέει αὐτό, εἶναι τυφλὸς καὶ ἀπατᾶ τὸν ἑαυτό του, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ὁ σατανᾶς μπορεῖ νὰ τὸν κυριεύει καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα καὶ μὲ τὴν ἀκοὴ καὶ μὲ τὴν ὅραση καὶ μὲ τὴν ἁφὴ καὶ μὲ τοὺς λογισμούς. Ποιὸς μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνὴ καρδιὰ καὶ καθαρὲς ὅλες τὶς αἰσθήσεις του; Κανένας δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, κανένας δὲν εἶναι καθαρός, παρὰ μόνο Ἐκεῖνος, πού, ἂν καὶ πλούσιος, «ἐπτώχευσε» γιὰ μᾶς. Αὐτὸς μόνο εἶναι ἀναμάρτητος. Αὐτὸς βαστάζει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου καὶ δὲν θέλει τὸ θάνατο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ τὴ σωτηρία τους. Σ’ Αὐτὸν ἂς καταφύγουμε κι ἐμεῖς, γιατί ὅσοι ἁμαρτωλοὶ πῆγαν κοντά Του, σώθηκαν.

Ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε, ἀδελφοί μου, γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ἁμαρτήσαμε; Ἂς μετανοήσουμε.

Μύριες φορὲς ἁμαρτήσαμε; Μύριες φορὲς ἂς μετανοήσουμε.

Γιὰ κάθε ἔργο ἀγαθὸ χαίρεται ὁ Θεός, ἐξαιρετικὰ ὅμως χαίρεται γιὰ μία ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ.

Ἐλᾶτε λοιπόν, ἂς πέσουμε στὰ πόδια Του κι ἃς ἐξομολογηθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας.

Δόξα στὴ φιλανθρωπία Του.

Δόξα στὴ μακροθυμία Του.

Δόξα στὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ συγκατάβασή Του.

Δόξα στὴν εὐσπλαχνία Του.

Δόξα στὴ βασιλεία Του.

Δόξα καὶ τιμὴ καὶ προσκύνηση στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



 

Κυριακή, Ιανουαρίου 26, 2025

"ΜΗΝΥΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΕ' ΛΟΥΚΑ " ΤΟΥ ΣΕΒ/ΤΟΥ ΜΗΤΡ. ΚΥΘΗΡΩΝ & ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ (26-01-2025)


 


ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ 

ΚΑΙ 

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ 


Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινό ὄνομα γιά τούς ψευτοχριστιανισμούς, γιά τίς ψευτοεκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του βρίσκεται ἡ καρδιά ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευτοχριστιανισμοί, ὅλες οἱ ψευτοεκκλησίες δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά αἵρεση δίπλα στήν ἄλλη.

Ὁ σύγχρονος «διάλογος τῆς ἀγάπης», ὁ ὁποῖος τελεῖται μέ τή μορφή γυμνοῦ συναισθηματισμοῦ, εἶναι στήν πραγματικότητα ὀλιγόπιστη ἄρνηση τοῦ σωτηριώδους ἁγιασμοῦ τοῦ Πνεύματος καί τῆς πίστεως τῆς Ἀληθείας (Β’ Θέσ. 2:13), δηλαδή τῆς μοναδικῆς σωτηριώδους «ἀγάπης τῆς ἀληθείας» (Β’ Θέσ. 2:10). Ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἀλήθεια· ἡ ἀγάπη ζεῖ καί ὑπάρχει ἀληθεύουσα.

Ἄς μήν ἀπατόμαστε. Ὑπάρχει καί ὁ «διάλογος τοῦ ψεύδους», ὅταν οἱ διαλεγόμενοι συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα ψεύδονται ὁ ἕνας στόν ἄλλον. Τέτοιος διάλογος εἶναι οἰκεῖος στόν «πατέρα τοῦ ψεύδους», τόν Διάβολο, «ὅτι ψεύστης ἐστι καί ὁ πατήρ αὐτοῦ» (Ἰω. 8:44). Οἰκεῖος εἶναι καί σέ ὅλους τούς ἑκουσίους ἤ ἀκουσίους συνεργάτες του, ὅταν αὐτοί θελήσουν νά πραγματοποιήσουν τό καλό τους μέσῳ τοῦ κακοῦ, νά φθάσουν στήν «ἀλήθεια» τους μέ τή βοήθεια τοῦ ψεύδους. Δέν ὑπάρχει «διάλογος τῆς ἀγάπης» χωρίς τόν διάλογο τῆς ἀληθείας. Διαφορετικά, ὁ τέτοιος διάλογος εἶναι ἀφύσικος καί ψευδής. Γι’ αὐτό καί ἡ ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου ζητᾶ νά εἶναι «ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος» (Ρώμ. 12:9).

Μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, στό μοναδικό αὐτό Παμμυστήριο τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά γίνει λόγος περί τῶν Μυστηρίων. Διότι ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξη, ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί τό κριτήριο τῶν Μυστηρίων καί ὄχι τό ἀντίθετο. Τά Μυστήρια δέν μποροῦν νά ἀναβιβάζονται ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας οὔτε νά θεωροῦνται ἔξω ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Γι’ αὐτό τόν λόγο, σύμφωνα πρός τό φρόνημα τῆς Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί σύμφωνα πρός ὁλόκληρη τήν ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη ἄλλων μυστηρίων ἔξω ἀπό αὐτήν, οὔτε θεωρεῖ αὐτά ὡς μυστήρια, ἕως ὅτου κανείς προσέλθει μέ τή μετάνοια ἀπό τήν αἱρετική «ἐκκλησία», δηλαδή ψευτοεκκλησία, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ὅσο ὅμως μένει κανείς ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μή ἑνωμένος μέ αὐτήν μέ τή μετάνοια, μέχρι τότε εἶναι αὐτός γιά τήν Ἐκκλησία αἱρετικός καί ἀναπόφευκτα βρίσκεται ἐκτός τῆς σωτηριώδους Κοινωνίας. Διότι «ποιά σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἡ δικαιοσύνη μέ τήν ἀνομία, ἤ ποιά κοινωνία το φῶς μέ τό σκοτάδι;» (Β’ Κόρ. 6:14)

 

Ἀπό τό βιβλίο: Ἄρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224 (ἀποσπάσματα, μέ γλωσσική ἁπλοποίηση) 


Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ 

      

      Οἱ  φωτογραφίες εἶναι ἀπό τό ναό τῆς Κωνσταντινούπολης (Παναγία τοῦ Πέραν).  Στίς 18 Ἰανουαρίου 2025   Ὀρθόδοξοι κληρικοί ;;; , μαζί μέ παπικούς, προτεστάντισες ἱέρειες καί μέ άλλους  αιρετικούς   «συμπροσευχήθηκαν» , στό πλαίσιο μίας  καινοφανοῦς νεοεποχίτικης ἀκολουθίας. 

       Η πραγματικότητα ἦταν, εἶναι καί θά παραμείνει ξεκάθαρη: χριστιανική ἑνότητα ΔΕΝ νοεῖται καί ΔΕΝ μπορεῖ νά ὑπάρξει, παρά μόνο ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀληθείας καί διά τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν σέ αὐτήν τήν ἀλήθεια (δηλαδή στήν Ὀρθοδοξία) . 

      Τό ἴδιο ἀπολύτως ξεκάθαρο παραμένει καί τό ὅτι, ὅπως ρητά ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅποιος συμπροσεύχεται μέ αἱρετικούς, πρέπει νά ἀφορίζεται (ἄν εἶναι λαϊκός) καί νά καθαιρεῖται (ἄν εἶναι κληρικός).

      Τήν παναίρεση του Οικουμενισμού  δέν θά μᾶς τήν βαφτίσουν οὔτε πνευματική πρόοδο, οὔτε «ἔργο ἀγάπης», οὔτε πορεία ὑλοποίησης τῆς γνωστῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐχῆς «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Πνευματικός βοῦρκος καί δαιμονικός κατήφορος εἶναι. 

Παναίρεση σύμφωνα μέ τόν ¨Αγιο Ιουστίνο Πόποβιτς. 

Ακολουθεί τό βίντεο της συμπροσευχής .

 

Στο κατρακύλισμα που μας φοβίζει τι να κάνουμε;

 



Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος

“Μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ὄχι μόνον νά ἀναφωνοῦμε, ἀλλά καί νά ζοῦμε τό, «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώμεθα»”


– Γέροντα, εἶναι διαπίστωσις πολλῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ὅτι ὁ κόσμος συνεχῶς χειροτερεύει. Αὐτό τό ἀπότομο κατρακύλισμα κάπου μᾶς φοβίζει. Ἐμεῖς τί μποροῦμε νά κάνουμε;

– Νά παραμένουμε κοντά στόν Θεό. Ὅσο εἴμεθα κοντά Του, ἰσχύει τό: «Παρεμβαλεῖ ἄγγελος Κυρίου κύκλῳ τῶν φοβούμενων αὐτόν καί ρύσεται αὐτούς» (ψαλμ 33, 8).

Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας εἶχε στείλει στρατό νά συλλάβουν τόν προφήτη Ἐλισσαῖο, ὁ προφήτης βρισκόταν μέ τόν ὑποτακτικό του. Μόλις ὁ ὑποτακτικός του εἶδε νά ἀνεβαίνουν οἱ στρατιῶτες γιά νά τούς συλλάβουν, τρομοκρατήθηκε, τόν ἔπιασε πανικός. Καί στράφηκε στόν Ἐλισσαῖο καί τοῦ λέγει: «Γιά κοίτα κύριε, τί γίνεται. Πόσοι ἔρχονται νά μᾶς συλλάβουν, πῶς θά γλιτώσουμε;». Ὁ προφήτης τοῦ ἀπάντησε νά μήν φοβᾶται, διότι «πλείους οἱ μεθ` ἡμῶν ὑπέρ τούς μετ’ αὐτῶν» (Δ΄ Βασ. 6, 16). Εἶναι πολύ περισσότεροι ἐκεῖνοι πού εἶναι μαζί μας, παρά οἱ ἐχθροί μας πού ἔρχονται νά μᾶς συλλάβουν. Καί προσευχήθηκε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος στό Θεό καί εἶπε:

«Κύριε, ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς τοῦ παιδιοῦ γιά νά δεῖ πῶς Ἐσύ μέ ὑπερασπίζεις». Καί πράγματι ὁ Θεός ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς τοῦ ὑποτακτικοῦ καί εἶδε γύρω ἀπό τόν προφήτη νά εἶναι μιὰ στρατιά ὁλόκληρη ἀγγέλων, πού κρατοῦσαν πύρινα σπαθιά στά χέρια τους. Ἀμέσως ἡ ψυχή του γέμισε ἀπό ἱκανοποίηση, ἀπό ἀγαλλίαση, καί τοῦ ἔφυγε ὁ φόβος. Καί φυσικά δέν κατώρθωσαν νά συλλάβουν καί νά θανατώσουν τόν προφήτη Ἐλισσαῖο. Πύρινα τάγματα ἀγγέλων, στρατιές ἀγγέλων εἶχαν σταλῆ ἀπό τόν Θεό γιά νά ὑπερασπιστοῦν τόν προφήτη Του.

Αὐτά δέν ἐγίνοντο μόνο τότε. Γίνονται στή ζωή κάθε ἀνθρώπου, ὅταν εἴμεθα ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστις μας εἶναι στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Δέν ἦταν μόνο γιά ἐκείνη τήν ἐποχή. Οὔτε γιά τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά εἴμεθα σάν αὐτούς. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος «Χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰώνας». Ἡ ζωή μας, ἡ ὕπαρξίς μας στά χέρια Του. Μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ὄχι μόνον νά ἀναφωνοῦμε, ἀλλά καί νά ζοῦμε τό, «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώμεθα»

(“Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα”, Ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης)