Παρασκευή, Ιουλίου 11, 2025

Θεολογικὴ ἡμερίδα - «Ἀποτειχιζόμενη Ὀρθοδοξία. Ὀκτὼ χρόνια μετά», Εισήγηση Πρωτ/ρου Θεόδωρου Ζήση


 

Θεολογική Ημερίδα με θέμα:«Αποτειχιζόμενη Ορθοδοξία. Οκτώ χρόνια μετά»


 

 

Σατανισμός και αποκρυφισμός: Ταυτίζονται;

  

                                       Πρωτ. Στέφανου Στεφόπουλου


    Συχνά, τα τελευταία χρόνια, δημιουργείται σύγχυση μεταξύ των πιστών, όταν γίνεται συζήτηση γιά θέματα αιρέσεων, παραθρησκειών και κυρίως γύρω από δραστηριότητες αποκρυφιστικών ομάδων και ατόμων-γκουρού. Υπάρχει μιά τάση να χαρακτηρίζονται όλα ως σατανικά και οι προθέσεις του καθενός εξ αυτών ως “σατανισμός”, ακόμα κι όταν δεν είναι. Έτσι, και σύγχυση προκαλείται στο ορθόδοξο πλήρωμα, και τα επιχειρήματά μας αποδυναμώνονται αφού κάθε φορά που αποδίδουμε κάτι στον Διάβολο αντιμετωπίζουμε την χλεύη και την ειρωνεία – αν μη την ύβρη – των ανθρώπων.

Βεβαίως, το κάθε τι που αποκλίνει από την Αλήθεια του Ευαγγελίου και της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας μας, είτε αφορά στην αλλοίωση των δογμάτων της  είτε σε διδασκαλίες και ενέργειες που δεν συνάδουν με τον ορθόδοξο τρόπο ζωής και λατρείας, είναι διδασκαλία και πλάνη του Σατανά με την ευρεία έννοια. Αφού μάλιστα και ο Ψαλμωδός τονίζει πως “πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια”! (Ψαλμ. 95, 5)

Δεν είναι υποχρεωτικά όμως όλα  σατανικά με την στενή έννοια. Οι γραμμές που θα ακολουθήσουν αυτήν ακριβώς την διάκριση θα κάνουν και μάλιστα μεταξύ των όρων “Αποκρυφισμός” και “Σατανισμός”.

    Ο νεοσατανισμός γεννήθηκε στη δυτική Ευρώπη του ύστερου μεσαίωνα. Σήμερα όταν μιλάμε για «σατανισμό» εννοούμε σχεδόν οποιαδήποτε αποκλίνουσα ή εσωτερική πρακτική, από τις ταρώ ως τη νεκρομαντεία. Η σύγχυση προέρχεται από την ταύτιση δύο εντελώς διαφορετικών πραγμάτων. Του σατανισμού, που είναι λατρευτική ή ιδεολογική αναφορά στον Σατανά, και του αποκρυφισμού, ο οποίος είναι πολύ ευρύτερο σύνολο δοξασιών γύρω από κρυφές δυνάμεις, αστρολογία, αλχημεία, θεοσοφία, ανατολικές τεχνικές κ.ο.κ. Η σχέση τους είναι γενική αφού κάθε σατανιστής αντλεί τρόπους από τον αποκρυφισμό, όμως οι περισσότεροι αποκρυφιστές δεν είναι σατανιστές.

Στον εικοστό αιώνα, ο σατανισμός πήρε τρεις διακριτές μορφές. Η πρώτη είναι ο λεγόμενος «θεϊστικός» ή παραδοσιακός σατανισμός, όπου ο Σατανάς λατρεύεται ως πραγματικό πνευματικό ον, αντίπαλον δέος του Θεού. Οι οπαδοί αυτής της τάσης τελούν τελετές επίκλησης και αίματος. Συχνά μιμούνται χριστιανικά σύμβολα σε αντιστροφή, για να δηλώσουν ανοιχτή αντιπαράθεση με την πίστη.

Η δεύτερη εκδοχή είναι ο αθεϊστικός ή φιλοσοφικός σατανισμός που θεμελίωσε ο Άντον ΛαΒέι στις Η.Π.Α με το βιβλίο του «The Satanic Bible» (1969). Εδώ ο Σατανάς δεν είναι πρόσωπο αλλά υπάρχει ως σύμβολο ατομισμού και ηδονισμού. Οι Λαβεϊκοί δηλώνουν άθεοι, χρησιμοποιούν πύρινες εικόνες και ανάποδους σταυρούς για σκηνικό, μα επιμένουν πως όλα είναι θέατρο που εξυπηρετεί την αυτοεπιβεβαίωση.

Η τρίτη κατηγορία είναι τα νεοσατανικά ρεύματα από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα, όπου συναντούμε Λουσιφεριανούς, «αντικοσμικούς» ή «χαοτικούς» σατανιστές, και τον Ναό του Σηθ που ίδρυσε ο Μάικλ Ακίνο όταν αποχώρησε από τη Λαβεϊκή Εκκλησία. Στον Ναό του Σηθ ο Σατανάς ταυτίζεται με τον αιγυπτιακό Σηθ, πνεύμα ανεξαρτησίας και αυτοθέωσης· στους αντικοσμικούς black‐metal κύκλους της Σκανδιναβίας ο Σατανάς παρουσιάζεται ως δύναμη χάους που θα γκρεμίσει την τάξη της Δημιουργίας. Σε όλες αυτές τις ομάδες διακρίνουμε μείγμα αποκρυφιστικών τεχνικών όπως αλχημικά σύμβολα, καμπαλιστικές επικλήσεις, σκανδιναβικούς ρούνους, ακόμη και αποσπάσματα από τον Σβέντενμποργκ, όχι όμως μία κοινή ιδεολογία ή θεολογία.

Ο Εωσφορισμός είναι ειδική κατηγορία σατανισμού και δεν ταυτίζεται απλώς με τον γενικό όρο «σατανισμός», αν και έχει άμεση σχέση. Στην ορθόδοξη απολογητική του π. Αντώνιου Αλεβιζόπουλου, ο Εωσφορισμός εντάσσεται στα ιδεολογικά και θεολογικά μορφώματα του σατανισμού, με έντονο γνωστικιστικό και αντιχριστιανικό χαρακτήρα.  Ο Εωσφορισμός πρεσβεύει ότι ο Εωσφόρος δεν είναι κατ’ ανάγκην κακός, αλλά φωτεινό ον που έφερε γνώση και ελευθερία στον άνθρωπο· συχνά μάλιστα αντιπαραβάλλεται με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος παρουσιάζεται ως «καταπιεστικός». Αυτή η εικόνα προέρχεται από νεογνωστικές, νεοθεοσοφικές και αποκρυφιστικές τάσεις, ιδιαίτερα του 19ου και 20ού αιώνα (π.χ. από την θεοσοφία της Μπλαβάτσκι, την Ανθρωποσοφία του Στάινερ, την παρακαμπτήρια παράδοση του Άλιστερ Κρόουλι κ.ά.).

Έτσι ο Εωσφόρος θεωρείται σύμβολο φωτός, γνώσης και επανάστασης. Πολλοί τον ταυτίζουν με το ανώτερο εγώ, την «πνευματική εξέλιξη» ή και την πλήρη απελευθέρωση από τον Θεό. Έτσι προωθείται η ιδέα της αυτοθέωσης χωρίς μετοχή στη χάρη του Θεού· δηλαδή, με καθαρά εγωκεντρικά μέσα.

Σε αντίθεση με άλλες μορφές του σατανισμού ο εωσφορισμός δεν είναι ταυτόσημος με τον «θεατρικό» σατανισμό τύπου ΛαΒέι (ο οποίος είναι περισσότερο αθεϊστικός και υλιστικός). Δεν είναι κατ’ ανάγκην «αντικοσμικός» όπως ο black metal σατανισμός (που θέλει το χάος και την καταστροφή αλλά εστιάζει σε έναν “φωτεινό” Διάβολο, τον οποίο εξιδανικεύει, πολλές φορές δαιμονοποιώντας τον χριστιανισμό και παρουσιάζοντας τον Θεό ως «τύραννο». Εν γένει ο εωσφορισμός συναντάται σε αποκρυφιστικές ομάδες που κάνουν χρήση Καμπάλα, ερμητισμού, θεοσοφίας, Ροδοσταυρισμού, σε νεοσατανιστικές οργανώσεις, όπως η Church of Lucifer, ο Tempel of Set, ή κάποιες τάσεις του θεϊστικού σατανισμού και στο νεοπαγανιστικό και νεοεποχίτικο περιβάλλον, όπου ο «Εωσφόρος» παρουσιάζεται ως αρχαίος φως-θεός.

Γνωστοί εωσφοριστές ήταν και οι: Eliphas Levi (1810–1875). Γάλλος ιερέας που στράφηκε στον αποκρυφισμό και επηρέασε τον εωσφοριστικό συμβολισμό (π.χ.Μπαφομέτ). Αν και δεν ήταν εωσφοριστής καθαυτό, εισήγαγε ερμητικές και καβαλιστικές ιδέες που ενσωματώθηκαν αργότερα στον εωσφορισμό.

Η Helena Blavatsky (1831–1891). Ιδρύτρια της Θεοσοφικής Εταιρείας η οποία στο έργο της αποκαλεί τον Εωσφόρο φορέα του φωτός και της θείας γνώσης, αντιστρέφοντας την ορθόδοξη χριστιανική θεολογία.

Ο Albert Pike (1809–1891). Αμερικανός τέκτονας, με αναφορές που του αποδίδουν λατρεία του Εωσφόρου στα ανώτατα επίπεδα του τεκτονισμού.

Και η Maria de Naglowska (1883–1936). Μυστικίστρια και αποκρυφίστρια. Δίδασκε έναν ερωτικο-εωσφορικό μυστικισμό.

   Ο π. Αντώνιος υπογραμμίζει πως ο Εωσφορισμός, όσο εκλεπτυσμένος και «πνευματικός» κι αν παρουσιάζεται, είναι καμουφλαρισμένη λατρεία του Διαβόλου. Δεν έχει καμία σχέση με την «ελευθερία» του Χριστού, αλλά προάγει την πνευματική υπερηφάνεια, τον εγωισμό και την πλάνη, που αποτελούν την κατεξοχήν μορφή δαιμονικής αλλοίωσης. «Ο διάβολος σήμερα δεν παρουσιάζεται με κέρατα και ουρά. Έρχεται ως “φως”, ως “εσωτερική γνώση”, ως “αλήθεια που δεν μας είπαν” – και ο άνθρωπος πέφτει στην πλάνη, γιατί θέλει να γίνει θεός χωρίς Χριστό» (π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος).

Ο αποκρυφισμός, αντίθετα, είναι μια ομπρέλα που χωρά την ερμητική παράδοση, τον ροδοσταυρισμό, τη θεοσοφία, τη μασονία, την αστρολογία, την ανθρωποσοφία, τις διάφορες θεωρίες περί ενέργειας της Νέας Εποχής, τις κάρτες ταρώ, τις ρέικι θεραπείες, τους κρυστάλλους και δεκάδες άλλα. Στον πυρήνα του βρίσκεται η πεποίθηση ότι ο υλικός κόσμος είναι διαποτισμένος από αόρατες δυνάμεις· ο μυημένος άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιήσει μυστικούς κανόνες, «αντιστοιχίες», ήχους και σύμβολα για να κατευθύνει αυτές τις δυνάμεις προς όφελός του. Δεν προϋποθέτει λατρεία κάποιου διαβόλου αλλά πολλές αποκρυφιστικές σχολές δηλώνουν ότι τιμούν αγγέλους, κοσμικά πνεύματα ή ανώτερες σφαίρες φωτός.

Η σύγχυση με τον σατανισμό δεν είναι ουσιαστικά οντολογική αλλά μάλλον θέμα ορολογίας εφόσον αρκετοί σατανιστές δανείζονται τεχνικές από τον αποκρυφισμό, γι’ αυτό στα μάτια του κόσμου όλα φαίνονται ένα. Παρ’ όλα αυτά, ένα σεμινάριο «ευθυγράμμισης τσάκρα» ή μια συνεδρία αστρολογίας δεν είναι σατανισμός· μπορεί να είναι πλάνη ή ψευδοεπιστήμη, αλλά δεν λατρεύει τον Διάβολο.

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ π. ΑΝΤΩΝΙΟ

Στα κείμενα του μακαριστού π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου για τον νεοσατανισμό γίνεται κατ’ αρχάς μια βασική διάκριση: άλλο είναι ο αποκρυφισμός –η γενική αναζήτηση κρυφών δυνάμεων, καρτών, «ενεργειών» και τεχνικών αυτοθεώσεως– και άλλο ο

p.antwnios7

σατανισμός, δηλαδή η ρητή ή έστω υπαινικτική λατρεία του Σατανά ως αντιπάλου του Χριστού. Η πρώτη κατηγορία μπορεί να περιέχει χίλιες πρακτικές· η δεύτερη, αν και μικρότερη αριθμητικά, προσθέτει ένα στοιχείο ανοιχτής πνευματικής σύγκρουσης με την Εκκλησία, γι’ αυτό και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.1

Στον σημερινό κόσμο ο σατανισμός εμφανίζεται σε πολλές μορφές. Ο π. Αντώνιος μνημονεύει εκείνον που ονομάζει «παραδοσιακό», μικρές κλίκες όπου ο Σατανάς λατρεύεται ως υπαρκτό πνεύμα. Οι τελετές περιλαμβάνουν αντιστροφές χριστιανικών συμβόλων, αίμα ζώων –και μερικές φορές, στις πλέον ακραίες περιπτώσεις, ακόμη και εγκληματικές πράξεις. Παράδειγμα αυτής της τάσης βρίσκουμε σε προσωπικές μαρτυρίες πρώην μελών· ένας νεαρός, ο «Κώστας», εξομολογείται πως μπήκε «για πλάκα» σε τέτοια ομάδα, μα σύντομα βρέθηκε υπό πίεση να ανανεώνει «συμβόλαιο» με δαιμονικές δυνάμεις, ώσπου κατέρρευσε ψυχικά και ζητούσε βοήθεια για να ξαναβρεί τον εαυτό του2.

Μια δεύτερη μορφή, μεταπολεμική, είναι ο λεγόμενος «φιλοσοφικός» ή αθεϊστικός σατανισμός. Στην Εκκλησία του Σατανά, που ίδρυσε ο Άντον ΛαΒέι το 1966, ο Σατανάς δηλώνεται σύμβολο ριζικού ατομισμού: «βάλε τον εαυτό σου πάνω απ’ όλα, απόλαυσε τα πάθη σου, μην υπηρετείς κανέναν άλλον». Τα μέλη εκφωνούν αντιΕντολές, όπως «μακάριοι οι δυνατοί, τρισευλογημένοι όσοι ποδοπατούν τους αδύνατους»· πρόκειται για μια ιδεολογία που ανατρέπει ευθέως το ευαγγελικό «μακάριοι οι πραείς»3. Εδώ δεν γίνονται αναφορές σε κυριολεκτικό διάβολο· ωστόσο το θεατρικό σκηνικό (ανάποδοι σταυροί, μαύρα ευαγγέλια) και η περιφρόνηση σε κάθε ιερό οδηγούν σε εσωτερικά ίδια αποτελέσματα: υπερηφάνεια, απομόνωση, ψυχρή αντίληψη της ζωής.

Από τη δεκαετία του ’80 και μετά αναδύονται νεότερα ρεύματα. Ο Ναός του Σηθ, ιδρυμένος από τον Μάικλ Ακίνο, αντικαθιστά τον Σατανά με τον αιγυπτιακό θεό Σηθ και μιλά για «αυτοθέωση»· εδώ ο άνθρωπος ορίζεται ως μελλοντικός θεός που «πρέπει να μάθει να πλάθει την πραγματικότητα». Παράλληλα, σε βορειοευρωπαϊκούς κύκλους black‑metal εμφανίζεται ο «αντικοσμικός» σατανισμός: ο Διάβολος προσκυνείται ως δύναμη χάους που κάποτε θα ανατρέψει τη δημιουργική τάξη. Τέτοιοι χώροι παντρεύουν μουσική, εικαστικά και ακραία ιδεολογικά κηρύγματα, συχνά με ναζιστική αισθητική· χαρακτηριστικό παράδειγμα ο βιογραφούμενος στο entaksis.gr David Myatt, ο οποίος συνέδεσε σατανισμό με φιλοναζιστική ρητορική μίσους4.

Γιατί, όμως, στην κοινή φαντασία όλα αυτά συγχέονται με τον αποκρυφισμό; Διότι ο σατανισμός δανείζεται εργαλεία αποκρυφιστών όπως καμπαλιστικά σύμβολα, ρούνους, τεχνικές διαλογισμού, χαρτιά ταρώ. Όταν ο απλός άνθρωπος βλέπει κάποιον να κρατά ανάποδο πεντάκτινο και κάρτες ταρώ, αβίαστα σκέφτεται «σατανιστής». Ωστόσο ο π. Αντώνιος επιμένει να ξεχωρίζουμε. Η γιόγκα, το ρέικι, οι κρύσταλλοι είναι μεν πρακτικές ξένες προς το πνεύμα της Εκκλησίας δεν έχουν, όμως, απαραίτητα χαρακτήρα λατρείας του διαβόλου. Ο κίνδυνος τους έγκειται αλλού. Μεταθέτουν την ελπίδα του ανθρώπου από τη χάρη του Θεού σε απρόσωπες “ενέργειες”, οδηγώντας σε μια λεπτή ειδωλολατρία του εαυτού.

Στην πράξη όμως οι δρόμοι τους σμίγουν. Αρκετοί που ξεκινούν αθώα, «να δοκιμάσω λίγο ταρώ», κατρακυλούν σε βαθύτερη εμπλοκή. Το ίδιο κατέγραψε η συνέντευξη του πρώην σατανιστή: πρώτα μαντεία, ύστερα επίκληση πνευμάτων, έπειτα αίμα ζώου στην τελετή, ώσπου βρέθηκε ψυχικά δέσμιος και γεμάτος φόβο5.

Η ορθόδοξη θέση την οποία ο π. Αντώνιος επαναλαμβάνει σε κάθε κείμενό του, είναι απλή και ξεκάθαρη.
Ο σατανισμός, σε οποιαδήποτε απόχρωση, αποτελεί ευθεία αποστασία από τον Χριστό. Και ο αποκρυφισμός, έστω χωρίς ρητή αναφορά στον διάβολο, οδηγεί τον άνθρωπο να ζητεί «μυστική δύναμη» έξω από τη σχέση αγάπης με τον Θεό. Στο τέλος ο άνθρωπος δεν κυριαρχεί σε καμία δύναμη· αντίθετα κυριαρχείται από φόβους, ψυχική φθορά και πνευματική ερήμωση.

Ο π. Αντώνιος, γράφοντας πριν από τριάντα χρόνια, προειδοποιούσε ότι «ο διάβολος υπόσχεται φως και δίνει σκοτάδι». Η εμπειρία τόσων νέων που πέρασαν από ομάδες “χαοτικού” σατανισμού και κατέληξαν σε ψυχολογική εξουθένωση επιβεβαιώνει την επαγρύπνηση της Εκκλησίας. Η θεραπεία δεν είναι μυστικές πρακτικές, αλλά η ταπείνωση, η εξομολόγηση, η μετοχή στα μυστήρια. «Μόνο το φως του Χριστού φωτίζει πάντα άνθρωπον» έγραφε, ολοκληρώνοντας: «Όποιος διψά αληθινό φως, ας μη ζητά φαναράκια στο σκοτάδι».

Η Ορθοδοξία έχει σαφές κριτήριο. Η λατρευτική αναφορά στον Σατανά συνιστά συνειδητή αποστασία. Ο αποκρυφισμός, ακόμη και όταν δεν κατονομάζει τον διάβολο, οδηγεί τον άνθρωπο σε πρακτικές υποκατάστασης της θείας χάριτος με απρόσωπες κοσμικές δυνάμεις, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται δρόμος επικίνδυνος. Η μεγαλύτερη ανάγκη του καιρού μας είναι να ξεχωρίσουμε τη γνήσια αναζήτηση του Θεού από «τεχνικές» σκοτεινής ή απρόσωπης δύναμης.

Όταν κάποιος χρησιμοποιεί τον όρο “σατανισμό” για να περιγράψει τα πάντα – από τα ταρώ και τις κάρτες μέχρι τον εσωτερισμό και τις ψευδοθεραπείες – τότε μπερδεύει την πραγματική έννοια του σατανισμού. Έτσι, χάνεται η ικανότητα να ονομάσουμε και να διακρίνουμε τον αληθινό πνευματικό κίνδυνο. Όταν, από την άλλη πλευρά, κάποιος αντιμετωπίζει όλες αυτές τις πρακτικές με χαλαρότητα και τις χαρακτηρίζει συλλήβδην ως “αθώες μορφές ενέργειας”, ξεχνά ότι πίσω από κάποιες απ’ αυτές δεν βρίσκεται απλώς ανθρώπινη αυταπάτη, αλλά συχνά μια ξεκάθαρη πρόσκληση σε πνευματικές δυνάμεις εχθρικές προς τη ζωή που χαρίζει ο Θεός.

 

  1. https://www.entaksis.gr/oi-%CE%BC%CE%BF%CF%81%CF%86%CE%B5%CF%83-toy-%CF%83%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%85/
  2. ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟ ΔΟΓΜΑ: ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΠΡΩΗΝ ΣΑΤΑΝΙΣΤΩΝ – Ιερός Ναός Αγίων Ταξιαρχών Ιστιαίας
  3. https://www.entaksis.gr/%CF%83%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%83-%CF%83%CF%84%CE%BF-heavy-metal-%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%AE-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BD/
  4. https://www.entaksis.gr/%CE%BF-%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%83-%CF%83%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%83-toy-david-myatt
  5. ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟ ΔΟΓΜΑ: ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΠΡΩΗΝ ΣΑΤΑΝΙΣΤΩΝ – Ιερός Ναός Αγίων Ταξιαρχών Ιστιαίας


 

                        11 Ιουλίου: Μνήμη Ἁγίου Σωφρονίου


Ἡ προφητικὴ διακονία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στόν Ἅγιο Σωφρόνιο


Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ θαῦμα πού μᾶς καταπλήσσει. Εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Θεοῦ γιά ὅλες τίς γενεὲς ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος, διότι στό Πρόσωπό Του βρῆκε λύση κάθε ἀδιέξοδο. Κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του «ζοῦσε τὴν τραγωδία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ τραγωδία δέν ἔμενε σὲ Αὐτὸν». Ἀντιθέτως, πρὶν τὴν ἄκρα ταπείνωσή Του ἔδιδε στούς δικοὺς Του τὴν εἰρήνη Του.
Στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκαν ἀφ’ἑνός ὁ ἀπρόσιτος καὶ αἰώνιος Θεός, ἀφ’ ἑτέρου ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν εἶχε συλλάβει πρὸ καταβολῆς κόσμου ὁ Θεὸς μέσα στούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τήν θαυμαστήν καὶ προαιώνια βουλὴ Του. Στό Προσωπὸ Του βρῆκαν ἐκπλήρωση τὰ πάντα, διότι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ».
Κατ’ ἐπέκτασιν, ὡς μιμήματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι σημεῖα τοῦ Θεοῦ γιά τήν γενεά τους, ποὺ δίνουν λύση «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» στά προβλήματα πού τὴν ἀπασχολοῦν, εἴτε φιλοσοφικὰ εἴτε ψυχολογικὰ εἴτε θεολογικά. Ζοῦν μὲ φυσικὸ τρόπο «ἀπὸ τήν μιά πλευρὰ τὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ»..
«Προσελεύσεται ἄνθρωπος καὶ καρδία βαθεῖα».. Ὁ λόγος γιά τοὺς... Ἁγίους εἶναι δύσκολος, διότι ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἀκόμη στά δεσμὰ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου δέν μπορεῖ κάν νά φανταστεῖ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου χριστιανοῦ, τὴν ὀδύνη τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης του, τὴν ἀπειρότητα τὴν ὁποία διασχίζει σὰν ἀστραπὴ ἡ προσευχὴ του, τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματός του.

Ἡ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Σωφρονίου διήρκεσε σχεδὸν ἕνα αἰῶνα, ἡ πνευματικὴ του ζωὴ ὅμως εἶναι ἀνεξιχνίαστη. Ὅπως ὁ ἴδιος γράφει γιά τὸ ἐγχείρημά του νά σκιαγραφήσει τήν μορφή τοῦ δικοῦ του Γέροντα, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ: «Ὅποιος ἐπιδόθηκε μέ καθαρή διάνοια στήν ἐντατικὴ παρατηρήση τῆς βαθείας καρδίας του, αὐτὸς καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά παρακολουθήσει τήν ῥοή τῆς ἰδίας του τῆς ζωῆς, ἔστω καὶ γιά ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα. Αὐτὸς συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συλλάβει τὴν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς καρδίας, τὸ βάθος τῆς ὁποίας ἔρχεται σὲ ἐπαφή μέ ἐκεῖνο τὸ Εἶναι, ὅπου δέν ὑπάρχουν πλέον πορεῖες. Καί, ὅμως, αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ σκοπὸς τίθεται τώρα μπροστά μας: νά σκιαγραφήσουμε τὴν ἐσωτερικὴ πορεία τῆς ἀνόδου ἑνὸς μεγάλου ἀσκητοῦ»..

Ὡς ἐκ τούτου, δέν μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, χωρὶς νά μειώσουμε τὸ μεγαλεῖο του. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος, κατ’ ἐπιταγὴ τοῦ Πνεύματος καὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐπιθυμία του νά ζεῖ «ἵνα μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις». μᾶς ἄφησε τίς γραφές του. Καὶ ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά γνωρίσει κανεὶς τὸ πνευματικὸ πορτραῖτο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός, εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν βιβλίων του. Κάθε παράγραφος εἶναι καρπὸς προσευχῆς καὶ ἐκεῖ βρίσκεται ὁλόκληρος ὁ Γέροντας.

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δέχθηκε τὴν ἀπερίγραπτη εὐλογία νά εὐφρανθεῖ στήν θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀπὸ βρεφικῆς ἡλικίας, συνάμα ὅμως ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς νεότητάς του αἰσθάνθηκε μέ μεγάλη σφοδρότητα τὸ παράλογο καὶ τὸ μάταιο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Τήν διανοητική του περιπλάνηση στίς ἀλλότριες ὁδοὺς τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ διέκοψε ἡ σωτήρια Σιναϊτικὴ ἀποκάλυψη, ποὺ ὁ Θεὸς ἔθεσε πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν».. Στήν μετάνοιά του «προσευχόταν ὡς παράφρων, μὲ μεγάλο κλαυθμό, ποὺ συνέτριβε καὶ αὐτὰ τὰ ὀστᾶ του»[8]. Ἡ κραυγὴ τῆς προσευχῆς του ἔφθασε «τίς πηγὲς τῆς παγκοσμίας τραγωδίας».

Ὁ Γέροντας «ἀγάπησε φλογερὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεὸ Δημιουργὸ μας καὶ Θεὸ-Σωτήρα», καί, «ἀναπόφευκτα», σύμφωνα μέ τὰ ἴδια τὰ λόγια του, ζοῦσε δύο «ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες, φαινομενικά, καταστάσεις: τὴν κάθοδο στόν ᾄδη (τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης) καὶ τὴν ἀνάβαση στούς οὐρανούς».

Ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μέ ἄπειρη εὐγνωμοσύνη ἀναφερόταν στόν κατὰ Θεὸν Πατέρα του, τὸν ἅγιο Σιλουανό, τὸν ὁποῖο ὀνόμαζε «τὸ πιὸ σημαντικὸ γεγονὸς στό οἰκοδόμημα τῆς ζωῆς του»., τήν μεγαλύτερη εὐλογία, στίς εὐχὲς τοῦ ὁποίου ἀπέδιδε κάθε ἄνωθεν δωρεά. Θεωροῦσε ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ τὸ «μεγαλύτερο ἔργο του» τήν διακονία τοῦ λόγου τοῦ Γέροντά του..

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζοῦσε ἀνάμεσά μας μὲ μεγάλη ἁπλότητα. Ἦταν ἐγκάρδιος καὶ στοργικός, ἀλλὰ στιγμὴ δέν μποροῦσες νά λησμονήσεις τήν χριστοειδὴ ἑτερότητα τῆς ψυχῆς του. Εἶχε ἄλλον νοῦ, ἄλλες αἰσθήσεις, ἄλλα νοήματα. Ἡ κάθε ἐπαφή μέ τὸ πρόσωπό του ἦταν ἄνοιγμα ζωῆς. Ὅταν ἄνοιγε τὸ στόμα του νόμιζες ὅτι ἅρπαζε λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κατέβαζε στήν γῆ. Μᾶλλον, σάρκωνε στήν ζωὴ του τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται: «Οἱ λόγοι Του, παρόμοιοι μέ φωτιά, μεταδόθηκαν στόν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου, καὶ ἔμαθα νά σκέπτομαι στήν δικὴ Του προοπτική, γιατὶ ὁ λόγος Του ἔγινε ζωή μου»..

Βεβαίως, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν ἐννοοῦμε ὅτι μιλοῦσε περὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἦταν φορέας τῆς ζώσας ἐνεργείας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ. Ὁ θεῖος λόγος κιθάριζε στήν καρδία του εἴτε ἀγρυπνοῦσε εἴτε κάθευδε. Ἦταν, δηλαδὴ, φορέας τοῦ λόγου πού γεννᾶται στήν καρδιά μέ τὴν προσευχή, καί πού, ὅταν ἐπισκεφθεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀναγεννᾶ, ἐνῶ ὅταν μεταδοθεῖ στόν πλησίον, τὸν πληροφορεῖ μέ Χάρη.. Τὸν ἀλλοιώνει, τὸν ἀνακαινίζει καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὸ μυστήριο τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας.

Στήν παρουσία του γίναμε συχνὰ μάρτυρες θαυμάτων, ἐνίοτε συγκλονιστικῶν. Ὁ ἴδιος ὅμως οὔτε τὰ στόχευε οὔτε ἔδιδε σημασία σὲ αὐτά. Προσευχόταν γιά τοὺς ἀσθενεῖς, διότι συνέπασχε μέ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπιθυμοῦσε νά μειωθεῖ ὁ πόνος τους, ὡστόσο ἡ προσευχὴ του εἶχε ὡς κύριο στόχο τὴν καρδιά τοῦ πλησίον του. Γνώριζε ὅτι τὸ μεγαλειωδέστερο θαῦμα σὲ ὅλο τὸν κτιστὸ κόσμο εἶναι ἡ ἕνωση τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ συνεχόταν νά διακονήσει τὴν ἕνωση τῆς πρόσκαιρης χοϊκῆς ὑπάρξεως μέ τὸ Φῶς τῆς αἰωνιότητας.

Τόνιζε τήν σημασία τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιά τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας καὶ γιά τήν γέννηση τοῦ ἀνθρώπου στήν αἰώνια Βασιλεία. Ὅπως ἐξομολογεῖται γιά τὸν ἑαυτὸ του: «Ὅταν ὁ πόνος τῆς καρδίας ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς φυσικῆς ἀντοχῆς, τότε ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φέρνει τὴν εἰρήνη, ποὺ συγκρατεῖ τὸν ἀνθρωπο στήν ζωὴ». Ὁ ἴδιος βασάνιζε κάθε ἔργο καὶ κάθε λόγο μέ πύρινη προσευχή.

Ὕψιστη, ἐπίσης, σημασία ἔδιδε στήν Θεία Λειτουργία, ἡ τελέση τῆς ὁποίας τὸν συνεῖχε καὶ τὸν ἐνέπνεε. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι στήν ἐποχή μας, ποὺ ἔχουν χαθεῖ οἱ συνθῆκες γιά τέλεια ἡσυχαστικὴ ζωή, ἐὰν τελοῦμε τήν Θεία Λειτουργία μέ προσοχή, μέ φόβο, μέ κατάλληλη προετοιμασία, φέρει στό ἐπίπεδο τοῦ πνεύματος τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, τὸν ἴδιο ἁγιασμό, ὅπως καὶ ἡ νοερὰ προσευχή. Γι’ αὐτὸ καὶ μεριμνοῦσε νά μεταδώσει στούς μοναχούς του καὶ σὲ ὅσους ἐκζητοῦσαν τήν βοήθειά του τὴν ἀγάπη γιά τὸ Μυστήριο καὶ τήν γνώση μιᾶς βαθύτερης προσεγγίσεώς του.

Ὅπως ὁ Μωυσῆς θὰ ἤθελε νά δεῖ ὅλον τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νά προφητεύει, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ποθοῦσε νά μεταδώσει στούς γύρω του τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἔμπνευση τοῦ καλλιτέχνη. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι ὁ Χριστιανὸς στήν πνευματικὴ ζωὴ του πρέπει νά εἶναι καλλιτέχνης. Ὅπως οἱ καλλιτέχνες διακατέχονται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς τέχνης τους καὶ ἀγωνίζονται νά συλλάβουν τὴν τέλεια ἔκφραση τῆς ἐμπνεύσεώς τους, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς θὰ ἔπρεπε νά κατέχεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ νά ἐργάζεται νά λαμπρύνει τήν σχέση του μαζί Του, νά τρέχει «ἵνα καταλάβῃ ἐφ’ ᾧ καὶ κατελείφθη».

Γιά κάποιους ὁ πλησίον καθίσταται ἐμπόδιο, γιά ἄλλους ἀκόμη καὶ κόλαση, γιά τοὺς ἁγίους Πατέρες μας ὅμως Σιλουανὸ καὶ Σωφρόνιο, ὁ ἀδελφὸς ἦταν «ἡ ζωή τους». Ὁ Θεὸς πλάτυνε τὴν καρδιά τους γιά νά περιπτυχθοῦν οὐρανὸ καὶ γῆ, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐξέτεινε τὰ ἅγια χέρια Του στόν Σταυρὸ γιά νά ἀγκαλιάσει τοὺς πάντες.

Ὡς κατακλεῖδα παραθέτουμε τοὺς λόγους τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου:

«Ἔνας Ἅγιος εἶναι φαινόμενο ἐξαιρετικὰ πολύτιμο γιά ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ Ἅγιοι μέ τὸ γεγονὸς τῆς ὑπάρξεώς τους, ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι ἀφανὴς γιά τὸν κόσμο, ἀλλὰ φανερὴ στόν Θεό, φέρνουν στήν γῆ, σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, πλούσια τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ… Χάρη στούς ἀγνώστους στόν κόσμο Ἁγίους μεταβάλλεται ἡ ῥοὴ τῶν ἱστορικῶν ἀκόμη καὶ τῶν κοσμικῶν γεγονότων. Γι’ αὐτὸ κάθε Ἅγιος εἶναι φαινόμενο κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ποὺ ἡ σπουδαιότητά του ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἐπίγειας ἱστορίας καὶ ἐπεκτείνεται στόν κόσμο τῆς αἰωνιότητας. Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς γῆς, ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς της, ὁ καρπός, ποὺ γιά χάρη του καὶ αὐτὴ διατηρεῖται. Καὶ ὅταν ἡ γῆ σταματήσει νά γεννᾶ Ἁγίους, τότε θὰ ἀρθεῖ ἀπὸ αὐτὴν ἡ δύναμη πού συγκρατεῖ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν καταστροφὴ».

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς δεῖγμα αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς τὴν προσευχὴ ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πεπλατυσμένος ἀπὸ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσάγει στόν Θεὸ κάθε ψυχή πού ἦλθε στήν ὕπαρξη ἀπὸ καταβολῆς κόσμου καί πού μέλλει νά ἔλθει μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.

Ἕνα ἄλλο κριτήριο αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς ἦταν γιά τὸν Γέροντα ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσευχὴ γιά τοὺς ἐχθρούς. Τέτοιο φαινόμενο μαρτυρεῖ γιά τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς τήν χάρη τοῦ Ὁποίου τέτοια ἀρετὴ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει στόν κόσμο αὐτόν.

Μαρτυροῦσε ὁ ἅγιος Γέροντας ὅτι, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς εἶναι σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ καταξιώνει τὴν πρόσκαιρη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν εἰσάγει στήν ἀμάραντη ζωή πού βασιλεύει στούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου


 

                      Ἁγία Εὐφημία στὸν Ἅγιο Παΐσιο: 

«Ἂν ἤξερα τί δόξα ἔχουν οἱ Ἅγιοι, θὰ ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα νὰ                              περάσω πιὸ μεγάλα μαρτύρια»


Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, «Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», σελ. 224-228, Ἔκδοσις Καλύβης Ἀναστάσεως, Καψάλα, Ἅγιον Ὅρος.

Ἦταν στὴν αὐλὴ τῆς Καλύβης του ὁ Γέροντας (Παΐσιος), ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Ἐπανελάμβανε συνεχῶς ἀπὸ τὴν καρδιά του: «Δόξα σοὶ ὁ Θεός», πάλιν καὶ πολλάκις. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ἀχρηστεύεται κανεὶς μὲ τὴν καλὴ ἔννοια»;
-Ποιός, Γέροντα;
-Ἥσυχα καθόμουν στὸ Κελλί μου, ἦρθε καὶ μὲ παλάβωσε. Ὡραία περνοῦν ἐπάνω.
-Τί συμβαίνει, Γέροντα;
-Θὰ σοῦ πῶ, ἀλλὰ μὴν τὸ πεῖς σὲ κανέναν.
Τοῦ διηγήθηκε τότε τὸ ἕξης: «Εἶχα γυρίσει ἀπὸ τὸν κόσμο, ὅπου εἶχα βγεῖ γιὰ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ θέμα. (Μὲ τὸ μακαρίτη Τρίτση).
Τὴν Τρίτη, κατὰ ἡ ὥρα 10 τὸ πρωί, ἤμουν μέσα στὸ Κελί μου καὶ ἔκανα...τὶς Ὧρες. Ἀκούω χτύπημα στὴν πόρτα καὶ μιὰ γυναικεία φωνὴ νὰ λέει: «Δὶ' εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἠμῶν…». Σκέφθηκα:
«Πῶς βρέθηκε γυναίκα μέσα στὸ Ὅρος;». Ἐν τούτοις ἔνιωσα μιὰ θεία γλυκύτητα μέσα μου καὶ ρώτησα:
-Ποιὸς εἶναι;
-Ἡ Εὐφημία! (ἀπαντᾶ).
-Σκεφτόμουν, «ποιὰ Εὐφημία; Μήπως καμιὰ γυναίκα ἔκανε καμιὰ τρέλα καὶ ἦρθε μὲ ἀνδρικὰ στὸ Ὅρος; Τώρα τί νὰ κάνω;». Ξαναχτυπᾶ. Ρωτάω: «Ποιὸς εἶναι;». «Ἡ Εὐφημία», ἅπαντα καὶ πάλι. Σκέφτομαι καὶ δὲν ἀνοίγω. Στὴν τρίτη φορὰ ποὺ χτύπησε, ἄνοιξε μόνη της ἡ πόρτα, ποὺ εἶχε σύρτη ἀπὸ μέσα. Ἄκουσα βήματα στὸν διάδρομο. Πετάχτηκα ἀπὸ τὸ Κελί μου καὶ βλέπω μιὰ γυναίκα μὲ μανδήλα. Τὴν συνόδευε κάποιος, ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος ἐξαφανίσθηκε. Παρ’ ὅλο ποῦ ἤμουν σίγουρος ὅτι δὲν εἶναι τοῦ πειρασμοῦ, γιατί λαμποκοποῦσε, τὴν ρώτησα ποιὰ εἶναι.
 -Ἡ μάρτυς Εὐφημία, (ἀπαντᾶ).
-Ἂν εἶσαι ἡ μάρτυς Εὐφημία, ἔλα νὰ προσκυνήσουμε τὴν Ἁγία Τριάδα. Ὅ,τι κάνω ἐγὼ νὰ κάνης καὶ σύ.
Μπῆκα στὴν Ἐκκλησία, κάνω μιὰ μετάνοια λέγοντας: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός». Τὸ ἐπανέλαβε μὲ μετάνοια. «Καὶ τοῦ Υἱοῦ». «-Καὶ τοῦ Υἱοῦ», εἶπε μὲ ψιλὴ φωνή.
-Πιὸ δυνατά, ν’ ἀκούω, εἶπα καὶ ἐπανέλαβε δυνατότερα.
-Ἐνῶ ἦταν ἀκόμα στὸ διάδρομο ἔκανε μετάνοιες, ὄχι πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ πρὸς τὸ Κελί μου. Στὴν ἀρχὴ παραξενεύτηκα, ἀλλὰ μετὰ θυμήθηκα ὅτι εἶχα μιὰ μικρὴ χάρτινη εἰκονίτσα τῆς Ἁγίας Τριάδος, κολλημένη σὲ ξύλο, πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Κελιοῦ μου. Ἀφοῦ προσκυνήσαμε καὶ γιὰ τρίτη φορά.
-«Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»

Μετὰ εἶπα: «Τώρα, νὰ σὲ προσκυνήσω καὶ ἐγώ». Τὴν προσκύνησα καὶ ἀσπάστηκα τὰ πόδια της καὶ τὴν ἄκρη τῆς μύτης της. Στὸ πρόσωπο τὸ θεώρησα ἀναίδεια νὰ τὴν ἀσπασθῶ.
-Ὕστερα κάθισε ἡ Ἁγία στὸ σκαμνάκι καὶ ἐγὼ στὸ μπαουλάκι καὶ μοῦ ἔλυσε τὴν ἀπορία ποὺ εἶχα (στὸ ἐκκλησιαστικὸ θέμα).
-Μετά μου διηγήθηκε τὴν ζωή της. Ἤξερα ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἁγία Εὐφημία, ἀλλὰ τὸν βίο της δὲν τὸν ἤξερα. Ὅταν μου διηγεῖτο τὰ μαρτύρια της, ὄχι ἁπλῶς τὰ ἄκουγα, ἀλλὰ σὰν νὰ τὰ ἔβλεπα• τὰ ζοῦσα. Ἔφριξα! Πά, πά, πά!
-Πῶς ἄντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.
-Ἂν ἤξερα τί δόξα ἔχουν οἱ Ἅγιοι, θὰ ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα νὰ περάσω πιὸ μεγάλα μαρτύρια.
-Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς γιὰ τρεῖς μέρες δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα. Σκιρτοῦσα καὶ συνεχῶς δόξαζα τὸν Θεό. Οὔτε νὰ φάω, οὔτε τίποτα… συνεχῶς δοξολογία».

Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ ἀναφέρει: «Σ’ ὅλη μου τὴ ζωὴ δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἐξοφλήσω τὴν μεγάλη μου ὑποχρέωση στὴν ἁγία Εὐφημία, ἡ ὁποία ἐνῶ ἦταν ἄγνωστή μου καὶ χωρὶς νὰ εἶχε καμιὰ ὑποχρέωση, μοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴν μεγάλη τιμή…».

Διηγούμενος τὸ γεγονὸς πρόσθεσε μὲ ταπείνωση ὅτι παρουσιάστηκε ἡ ἁγία Εὐφημία, «ὄχι γιατί τὸ ἀξίζω, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ ἀπασχολοῦσε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνα θέμα ποὺ εἶχε σχέση μὲ τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας γενικά, καὶ γιὰ δύο ἄλλους λόγους».
Ἐντύπωση ἔκανε στὸν Γέροντα «πῶς αὐτὴ ἡ μικροκαμωμένη καὶ ἀδύνατη ἄντεξε τόσα μαρτύρια; Νὰ πεῖς ἦταν καμία… (ἐννοοῦσε σωματώδης καὶ δυνατή). Μιὰ σταλιὰ ἦταν».

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας ἕνα στιχηρὸ προσόμοιο: «Ποίοις εὐφημιῶν ἄσμασιν εὐφημήσωμεν τὴν Εὐφημίαν, τὴν καταδεχθεῖσαν ἀπὸ ἄνωθεν καὶ ἐπισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχὸν ἐλεεινὸν ἐν τῇ Καψάλα. Ἐκ τρίτου τὴν θύραν πάλιν τοῦ ἔκρουσε τετάρτη ἠνοίχθη μόνη ἐκ θαύματος καὶ εἰσελθοῦσα μὲ οὐράνιον δόξαν, τοῦ Χριστοῦ ἡ Μάρτυς, προσκυνοῦντες ὁμοὺ Τριάδα τὴν Ἁγίαν».

Καὶ ἕνα ἐξαποστειλάριο κατὰ τὸ «Τοῖς μαθηταῖς συνέλθωμεν…», ποὺ ἄρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ἔνδοξέ του Χρίστου Εὐφημία, σ’ ἀγαπῶ πολὺ-πολὺ μετὰ τὴν Παναγία…». (Φυσικὰ αὐτὰ δὲν τὰ εἶχε γιὰ λειτουργικὴ χρήση, οὔτε τὰ ἔψαλλε δημοσίως).
Παρὰ τὴν συνήθειά του βγῆκε πάλι στὴν Σουρωτὴ καὶ ἔκανε τὶς ἀδελφὲς μετόχους αὐτῆς τῆς οὐράνιας χαρᾶς. Μὲ τὴν βοήθειά του καὶ τὶς ὁδηγίες τοῦ ἁγιογράφησαν τὴν Ἁγία, ὅπως τοῦ ἐμφανίσθηκε.

Ὁ Γέροντας φιλοτέχνησε τὸ ἀρνητικό τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας σὲ μήτρα ἀτσάλινη μὲ τὴν ὁποία ἔκανε πρεσσαριστὰ εἰκονάκια καὶ τὰ μοίραζε εὐλογία στοὺς προσκυνητὲς εἰς τιμὴν τῆς ἁγίας Εὐφημίας. Κατὰ τὸ σκάλισμα δυσκολεύτηκε νὰ κάνη τὰ δάχτυλα τοῦ ἀριστεροῦ της χεριοῦ. Εἶπε: «Παιδεύτηκα νὰ κάνω τὸ χέρι της, ἀλλὰ μετὰ ἔβαλα ἕναν καλὸ λογισμό: «Ἴσως ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ τὴν παίδεψα τὴν καημένη».

 

Άγιος Παΐσιος - Αποφθέγματα και λόγοι παρακλήσεως
ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


         Η αδιάκοπη ανάδειξη αγίων στο δισχιλιόχρονο διάβα της ιστορίας είναι το μόνιμο θαύμα στην Εκκλησία μας. Κάποιος μεγάλος ασκητής είχε πει πως όταν σταματήσουν να αναδεικνύονται άγιοι θα έρθει και το τέλος του κόσμου. Ο 20ος   αιώνας ανάδειξε μια πλειάδα νεοφανών αγίων. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης.

        Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ονομάζονταν Αρσένιος Εζνεπίδης. Οι γονείς του Πρόδρομος και Ευλαμπία ήταν ευσεβείς άνθρωποι και είχαν άλλα οκτώ παιδιά. Το όνομά του το πήρε από τον επίσης νεοφανή άγιο, Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος του έδωσε το όνομά του για να τον αφήσει ως καλόγερο στο πόδι του, όπως είπε. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1924 έφυγε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, ως πρόσφυγες. Βγήκαν στον Πειραιά και από εκεί πήγαν στην Κέρκυρα, όπου έμειναν στο κάστρο. Μετά ενάμισι χρόνο έφυγαν για την Ηγουμενίτσα και από εκεί στην Κόνιτσα, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Εκεί τελείωσε ο Αρσένιος το δημοτικό σχολείο και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Από παιδί τον ενθουσίαζε η μοναχική ζωή και συζητούσε με τους γονείς του το όνειρό του να γίνει μοναχός. Εν τω μεταξύ εργαζόταν σε ξυλουργείο και έμαθε την τέχνη του ξυλουργού. Ειδικεύτηκε στην κατασκευή φέρετρων.
      Το 1945 υπηρέτησε στο στρατό ως ασυρματιστής. Είχε την ατυχία να ζήσει και να πολεμήσει στον αδελφοκτόνο εμφύλιο (1945-1949). Συχνά έπαιρνε τη θέση οικογενειαρχών στρατιωτών πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, προτιμώντας να βλαφτεί ο ίδιος παρά εκείνοι που είχαν υποχρεώσεις. Απολύθηκε το 1949 και αποφάσισε να πάει στο Άγιον Όρος για να πραγματοποιήσει την νεανική του επιθυμία να γίνει μοναχός. Όμως αναγκάστηκε να γυρίσει στην Κόνιτσα, για να αποκαταστήσει τις αδελφές του. Το 1950 γύρισε ξανά στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε στη Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και κατόπιν στη Μονή Εσφιγμένου, όπου έλαβε την «ρασοευχή», παίρνοντας το πρώτο όνομα  Αβέρκιος. Έμεινε στη Μονή τέσσερα χρόνια και επέδειξε θαυμαστό ζήλο, υπακοή, ταπεινοφροσύνη και εργατικότητα. Μελετούσε συγγράμματα Πατέρων, και κύρια του Αββά Ισαάκ του Σύρου.
       Το 1954 εγκαταστάθηκε στην Μονή Φιλοθέου, όπου έγινε, το 1956, και η μοναχική κουρά του και έλαβε το όνομα Παΐσιος. Έμεινε στη Μονή ως το 1958, αλλά ύστερα από μια «εσωτερική πληροφόρηση» γύρισε και πάλι στην Κόνιτσα και εγκαταστάθηκε την Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο. Εκεί εργάστηκε πνευματικά μεταστρέφοντας πολλούς ετεροδόξους στην Ορθοδοξία και στηρίζοντας υλικά και πνευματικά τους ενδεείς της περιοχής. Έμεινε εκεί  τέσσερα χρόνια και απέκτησε τη φήμη του αγίου άνδρα.
       Το 1962 μετέβηκε στο Όρος Σινά, όπου μόνασε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Αγαπήθηκε πολύ από τους μοναχούς και τους Βεδουίνους, στους οποίους μοίραζε τρόφιμα και χρήματα, που κέρδιζε με το εργόχειρό του.
       Το 1964 επέστρεψε στο Άγιον Όρος, από όπου δεν έφυγε ποτέ ξανά. Εγκαταστάθηκες τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων και έγινε υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, με τον οποίο έμεινε ως το 1968.
       Το 1966 ασθένησε σοβαρά και νοσηλεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου του αφαιρέθηκε ο ένας πνεύμονας. Κατά το χρόνο ανάρρωσής του φιλοξενήθηκε στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής. Το 1967, όταν ανάρρωσε, πήγε ξανά στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στα Κατουνάκια, στο Λαυριώτικο κελί του Υπατίου.  Το επόμενο έτος εγκαταστάθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα και υπηρετούσε σε διάφορες χειρονακτικές εργασίες, παρ’ όλο το βεβαρυμμένο της υγείας του.
       Το 1979 μετακόμισε στη Μονή Κουτλουμουσίου και εγκαταστάθηκε στο εγκαταλειμμένο κελί της Παναγούδας. Εκεί φάνηκαν και τα πρώτα σημάδια της αγιότητάς του. Άρχισε η φήμη του να διαδίδεται παντού. Θεωρούνταν χαρισματικός μοναχός και προσέφευγαν σ’ αυτόν πλήθος βασανισμένων ανθρώπων για να πάρουν τις συμβουλές και τις ευλογίες του. Χιλιάδες μαρτυρίες επισκεπτών του βεβαιώνουν ότι ο Θεός τον είχε προικίσει με διορατικό και προορατικό χάρισμα. Διάβαζε τις ψυχές των επισκεπτών του σαν ανοιχτό βιβλίο! Δέχονταν χιλιάδες επιστολές, τις οποίες δεν προλάβαινε να διαβάσει. Επίσης οι πολυάριθμοι επισκέπτες του δημιουργούσαν πρόβλημα ησυχίας στους παρακείμενους μοναχούς, γεγονός που τον στεναχωρούσε πολύ.  
     Παρ’ όλο το βεβαρυμμένο καθημερινό του πρόγραμμα, δεν αμελούσε την ασκητική του ζωή. Νήστευε σκληρά, προσευχόταν αδιάκοπα και αναπαυόταν μόνο 2 με 3 ώρες την ημέρα.
       Τα προβλήματα υγείας του επιδεινώνονταν συνεχώς. Η σκληρή άσκηση και η άρνησή του να δεχτεί ιατρική βοήθεια επιδείνωσε σοβαρά την υγεία του. Το 1993 άρχισαν αιμορραγίες. Το Νοέμβριο πήγε στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής. Εκεί ασθένησε σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε κακοήθης όγκος στο παχύ έντερο. Δέχτηκε με ηρεμία την είδηση, ως εκπλήρωση παλιάς του επιθυμίας για την πνευματική του πρόοδο. Έλεγες συχνά «ο καρκίνος έβαλε στον παράδεισο χιλιάδες ανθρώπους». Στις 4 Φεβρουαρίου 1994 χειρουργήθηκε, αλλά λίγο καιρό μετά διαγνώστηκαν μεταστάσεις. Τον ταλαιπωρούσαν υψηλοί πυρετοί και δύσπνοια. Τέλος Ιουνίου 1994 οι γιατροί του  ανακοίνωσαν ότι έφτανε το τέλος του. Στις 11 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Ευφημίας, κοινώνησε γονατιστός των Αχράντων Μυστηρίων και την επόμενη, 12 Ιουλίου, κοιμήθηκε. Το λείψανό του ενταφιάστηκε στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή, με τη συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
      Ο τάφος του έγινε τόπος προσκυνήματος μυριάδων πιστών και άρχισαν να γράφονται εκατοντάδες βιογραφίες του και καταγραφή των λόγων του. Στην αλάνθαστη συνείδηση του πιστού ήταν άγιος. Τυπικά η αγιοκατάταξή του έγινε στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του ορίστηκε να εορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.
      Ο νεοφανής άγιος Παΐσιος υπήρξε γνήσιος ενσαρκωτής του  ορθοδόξου μοναχικού ιδεώδους και μάλιστα θεωρείται από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης του σύγχρονου μοναχισμού στο Άγιο Όρος. Παράλληλα υπήρξε ζηλωτής της σώζουσας Ορθοδόξου πίστεως, στηλιτεύοντας με τον γνωστό μειλίχιο και ταπεινό ύφος του τις αιρέσεις και τις κακοδοξίες, ιδιαιτέρως τη σύγχρονη παναίρεση του οικουμενισμού