Κυριακή, Μαρτίου 31, 2024

 

 

Τὸ μήνυμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

 

1. Ὁ Ἠσυχασμός εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ταυτιζόμενος μὲ αὐτὸ ποὺ περικλείει καὶ ἐκφράζει ὁ ὅρος ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ ἀδιανόητη. Ἡ ἡσυχαστικὴ πράξη, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἡ «λυδία λίθος» γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας. «Νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ» -μὲ τὶς ἡσυχαστικὲς πρακτικὲς- ἀποκτῶνται τὰ οὐράνια χαρίσματα στὴν ὀρθοδοξοπατερικὴ παράδοση. Πρέπει δὲ νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ὡς ἡσυχασμὸς νοεῖται κυρίως...

ἡ πορεία προς τὴν θέωση καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως καὶ δευτερευόντως ἡ διερεύνηση καὶ καταγραφὴ αὐτῆς τῆς πορείας καὶ ἐμπειρίας, ἡ ἀκαδημαϊκὴ δηλαδὴ νοηματοδότηση τοῦ ὄρου «θεολογία».

Ὁ Ἡσυχασμὸς εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τῶν δογματικοθεολογικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς ἡ ἁγιοπνευματικὴ πορεία τῆς «καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως» καὶ ὄχι κάποια διανοητικὴ-στοχαστικὴ-ἐπιστημονικὴ διαδικασία. Γι’ αὐτὸ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ὡς θέωση εἶναι ὑπόθεση ὅλων, ἐγγραμμάτων καὶ ἀγραμμάτων, σοφῶν καὶ ἀσόφων καὶ ὄχι μόνο τῶν φιλοσοφούντων, ὅπως διετείνετο ὁ οὐνιτίζων Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς (1290-1359), τὸν 14ο αἰώνα. Αὐτόν κυρίως ἀντέκρουσε, ὡς κύριος ἐκπρόσωπος καὶ πρόμαχος τῆς Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359)2, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τῆς ἐποχῆς του καὶ μέγας Πατὴρ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σπούδασε Θεολογία στὴν ἀληθινὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὰ κεφάλαια 12-14 τῆς Α’ Πρὸς Κορινθίους (δόμηση τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν χαρισμάτων), δηλαδὴ στὸν χῶρο τῆς ἀσκήσεως καὶ μετανοίας. Μέσα στὸ (κοινοβιακὸ) Μοναστήρι ὁ Παλαμᾶς ἔγινε Θεολόγος. Πηγὴ τῆς Θεολογίας του δὲν ἦταν ἡ σχολική, ἀκαδημαϊκή, ἔστω καὶ ἂν κατεῖχε καὶ αὐτὴν στὸ ἔπακρον, γνώση, ἀλλὰ ἡ ἁγιοπνευματικὴ ζωή. Μὲ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση ἀναδείχθηκε συνεχιστὴς τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων καὶ γνήσιος Θεολόγος τῆς παραδόσεως. Μὲ βάση δὲ τὰ θαύματά του -βεβαίωση τῆς ἀναδείξεώς του σὲ «ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6, 19)- διακηρύχθηκε τὸ 1368 Ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, σύμφωνα μὲ τὰ ἁγιολογικὰ κριτήρια της, καὶ ὄχι λόγω τῶν ὑπέροχων συγγραμμάτων του, ὅπως θὰ ἤθελε τὸ κοσμικὸ πνεύμα3.

Οἱ ἐκδοτικὲς καὶ ἐρευνητικὲς συμβολὲς τῶν γνωστῶν ἀκαδημαϊκῶν Θεολόγων μας Παναγιώτου Χρήστου, π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. John Meyendorf, π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Γεωργίου Μαντζαρίδου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰεροθέου κ.α. ἔκαμαν εὐρύτερα γνωστὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, τὸν 20ο αἰώνα.

 

Ἡ πατερικότης ἔναντι τῆς αἱρετικῆς πλάνης

2. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀναδείχθηκε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ κατ’ ἐξοχὴν ἡσυχαστὴ Θεολόγο, ποὺ ὁριοθέτησε σὲ κρίσιμους καιροὺς τὴν πατερικότητα ἀπέναντι στὴν αἱρετικὴ πλάνη, αὐθαιρεσία καὶ ἀλλοτρίωση τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ πρώτη σπουδαία ἐπισήμανση ἔγινε ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο (±820-±891) στὸ πλαίσιο τῆς Θεολογίας (Filioque) καὶ Ἐκκλησιολογίας (κανονικὴ τάξη), ἀλλὰ προσδιορίσθηκε σαφέστερα καὶ βαθύτερα ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Παλαμά. Φώτιος καὶ Παλαμᾶς ἐχάραξαν τὴν στάση ἔναντι τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, ποὺ ἔγινε παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν ὁποία ἐβάδισε, ἐπίσης σὲ κρίσιμους καιρούς, ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός (1394-1445). Καμιὰ παρέκκλιση στὴν στάση αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὴ -ὅσο ἡ Λατινικὴ Ἐκκλησία ἐμμένει στὶς πλάνες της- χωρὶς συνέπειες γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν σωτηριολογικὴ δυναμική της.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνέχισε τὴν πνευματικὴ σκυταλοδρομία, ποὺ ἄρχισε μὲ τὸν Μέγα Φώτιο στὴν ἀντιμετώπιση τῆς δυτικῆς πλάνης. Ὁ Μέγας Φώτιος συνέλαβε τὴν προϊούσα ἀλλοτρίωση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως φαίνεται στὸ σπουδαῖο θεολογικὸ ἔργο του «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»4, ποὺ συνιστᾶ ἔκτοτε τὴν βασικὴ πηγὴ γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ βάρους τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque. Ἀναδείχθηκε δὲ πατέρας τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Κωνσταντινούπολις, 879/880)5, ποὺ κατεδίκασε τὸ Filioque καὶ τὴν προσθήκη του στὸ ἱερὸ σύμβολο. Ὁ Παλαμᾶς μὲ τὴν διεύρυνση τῶν δυτικῶν προκλήσεων στὴν ἐποχή του, μετὰ μάλιστα τὸ τραγικὸ 1204[6], συνειδητοποίησε πλέον καθαρὰ ὅτι εἶχε προκύψει στὴ Δύση ἕνας χριστιανισμὸς ἄλλου εἴδους, ἐντελῶς ξένος πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ὁ Παλαμᾶς ἀναδείχθηκε σέ πατέρα τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδὴ τῶν ἡσυχαστικῶν συνόδων τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καὶ 1351, ἰδιαίτερα δὲ τῆς τελευταίας7, ποὺ διεκήρυξαν τό ἂκτιστο τῆς θείας Χάριτος, ὁριοθετώντας τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας ἐν ἀναφορὰ πρὸς τὴν αἱρετικὴ σχολαστικὴ διδασκαλία περὶ κτιστῆς Χάριτος (gratia creata) (Θωμὰς Ἀκινάτης). Εἶναι ψευδοεπιχείρημα, συνεπῶς, ὅτι δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ ἔχει καταδικάσει ὡς αἱρετικὴ τὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὸ ἀναμένεται νὰ τὸ δεχθεῖ καὶ διακηρύξει ἡ προετοιμαζόμενη Πανορθοδοξος Συνοδος -γιὰ μᾶς οἰκουμενικὴ- ἀναγνωρίζοντας ὡς οἰκουμενικὲς τὴν Η’ καὶ Θ’ Σύνοδο ἐπὶ Φωτίου καὶ Παλαμά. Ἂν δὲν πράξει αὐτό, θὰ συγκαταριθμηθεῖ -ὁ μὴ γένοιτο- μὲ τὶς ψευδοσυνόδους τῆς Ἐφέσου (449) καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39).

 

Ὁ ἀγών διὰ τὴν διάσωση τῆς διδασκαλίας περὶ διακρίσεως 

οὐσίας – ἐνεργείας

3. Σέ τί ὅμως συνίσταται συγκεκριμένα ἡ προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στὸν χῶρο τῆς Θεολογίας; Ἡ συμβολή του, ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία καὶ σήμερα λόγω τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ στὰ ἀκόλουθα βασικὰ σημεῖα:

 

3.1. Πρωταρχικό χαρακτήρα ἔχει ὁ ἀγώνας του νὰ σωθεῖ, στὸ πλαίσιο τῆς πατερικῆς Θεολογίας (π.χ. Μέγας Βασίλειος), ἡ διδασκαλία περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ τὸ ἄκτιστο τῆς θείας Χάριτος (ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ). Κατὰ τὸν λόγο του ὁ Θεὸς ἔχει οὐσία καὶ ἐνέργεια. Ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ πρόσωπον καὶ ἡ ἐνέργεια εἶναι ἡ οὐσιώδης κίνηση τῆς θείας φύσεως. Τὴν διάκριση αὐτὴ ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει «θεοπρεπῆ καὶ ἀπόρρητον», ὡς βασικὴ προϋπόθεση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ἡ ἐκπεμπόμενη ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς τὸν κόσμο (τὴν κτίση) Χάρη δὲν εἶναι ἄκτιστη, δὲν ὑπάρχει δυνατότητα θεώσεως (σωτηρίας) τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἁγιασμοῦ τῆς κτίσεως. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος σώζεται ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ἡ μετοχὴ στὴν θεία Χάρη ὑπερβαίνει τὶς λογικὲς ἀναβάσεις τῆς σχολαστικῆς θεολογήσεως πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ἐμμένει στὴν περὶ «actus purus» διδασκαλία, τὴν ταύτιση δηλαδὴ οὐσίας καὶ ἐνεργείας. Θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ στὴν συνάφεια αὐτὴ ἕνα ἡσυχαστικὸ παράδειγμα. Ἡ δυτικὴ Θεολογία βλέπει τὸν Θεὸ ὡς ἕνα ἡλιακὸ δίσκο, ποὺ εἶναι μὲν φωτεινὸς εἰς τὸν οὐρανό, ἀλλὰ οἱ ἀκτίνες του δὲν φθάνουν στὴν γῆ, γιὰ νὰ θερμάνουν καὶ ζωογονήσουν τὸν κόσμο. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἢ ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει ὁ ἥλιος, δὲν ἔχει πρακτικὴ σημασία. Ἀντίθετα ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδοξίας (ὅλων τῶν Ἁγίων της) εἶναι ἕνας Ἥλιος, τοῦ ὁποίου οἱ ἀκτίνες φθάνουν στὴν γῆ καὶ τὴν ζωογονοῦν. Γι’ αὐτὸ καὶ σπεύδουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ ὁποιαδήποτε «ὑπόγεια» τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀσωτείας τους νὰ ἀνεβοῦν (=μετάνοια) στὴν ἐπιφάνεια, γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴν σωστικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης καὶ νὰ σωθοῦν δι’ Αὐτοῦ.

 

Τὸ φιλιόκβε

3.1.1. Ἀπὸ τὴν δυτικὴ σχολαστικὴ διδασκαλία περὶ ταυτίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεὸ ἀπορρέουν ὅλες οἱ ἄλλες αἱρέσεις καὶ πλάνες τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης. Λ.χ. τὸ Filioque, ποὺ συνιστᾶ βλασφημία κατὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος: Ὁ Πατήρ, μεταδίδοντας (ἀναρχως καὶ ἀτελευτήτως) τὴν οὐσία του στὸν Υἱό, Τοῦ μεταδίδει (δῆθεν) καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὅμως καταργοῦνται τὰ προσωπικὰ καὶ ἀκοινώνητα ἰδιώματα τῶν θείων Προσώπων, ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρός, τὸ γεννητὸν τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ ἐκπορευτὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θὰ μποροῦσε, βέβαια, κάποιος στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ διερωτηθεῖ: Μήπως ὃλ’ αὐτὰ εἶναι σχολαστικὰ ζητήματα χωρὶς σωτηριολογικὴ σημασία; Ὅπως, ὅμως, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (680-πρὶν ἀπὸ τὸ 754): «Ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψεν ἠμὶν ὅ,τι ἢν δυνατὸν ἠμὶν γνῶναι καὶ ἐδυνάμεθα φέρειν». Γιὰ τὸν Θεὸ γνωρίζουμε ὅ,τι Αὐτὸς ἀπεκάλυψε. Ἀν, λοιπόν, ἀναφέρουμε στὸν Τριαδικὸ Θεὸ τὶς δικές μας προλήψεις, τότε πέφτουμε σὲ εἰδωλολατρία, διότι «κατασκευάζεται» Θεός, ποὺ δὲν ὑπάρχει.

Ἄλλη σχετικὴ πλάνη εἶναι ἡ ὑποτίμηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἀφοῦ δὲν ἁγιάζεται μὲ τὴν ἄκτιστη Χάρη, ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ Κλήρου, ἡ ὑποτίμηση τοῦ ὕδατος, ὅπως ἐκφράζεται μὲ τὸν ραντισμὸ ἢ τὴν ἐπίχυση στὸ μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, μέχρι τὴν θεώρηση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ὡς ἐξιλεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ὡς θεώσεως, ἢ τῆς Σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὡς ἱκανοποίησης τῆς θείας δικαιοσύνης8. Ἡ παραδοχή, ἐξ ἄλλου, τοῦ Πάπα ὡς Vicarius Christi in terra εἶναι τὸ εὔρημα γιὰ τὴν κάλυψη τοῦ κενοῦ μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου. Ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας οὐδέποτε χρειάσθηκε ἕναν ἄνθρωπο ὡς μεσάζοντα. Μόνος «μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων» (Α’ Τιμ. 2, 5), ὁ ὧν μεθ’ ἠμῶν «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20), μένει ὁ «Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς» (Ἰω. 4, 42). Οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι «μεσίτες» μας πρὸς τὸν Θεό, ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλὰ προσεύχονται γιὰ μᾶς στὸν Χριστό.

Ἐπὶ πλέον ἡ πίστη στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο, διὰ κτιστῆς ἐνεργείας, δὲν ὁδηγεῖ μόνο σὲ αἱρέσεις, ὅπως οἱ παραπάνω, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκκοσμίκευση. Μὲ βάση αὐτὴ τὴν διδασκαλία δὲν ὑπάρχουν πραγματικὰ μυστήρια. Ἡ Θεία Εὐχαριστία δὲν εἶναι ἀληθινὴ καὶ σωτήρια, ἀφοῦ δὲν ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό, ἀλλὰ μὲ τὴν δῆθεν κτιστὴ χάρη Του, ποὺ δὲν εἶναι αἰώνια, ἀφοῦ ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἀπόληξη αὐτῆς τῆς εἰδωλολατρικῆς, ὅπως ἐλέχθη, ἀναφορᾶς στὸν Θεὸ εἶναι ὁ δυτικὸς νομικισμὸς καὶ ὁ φεουδαρχισμός, μὲ κύρια ἔκφραση τὸ Παπικὸ Κράτος (ἀπὸ τὸ 754). Ὁ παπικὸς θεσμὸς (πρωτεῖο, ἀλάθητο, ὁ Πάπας φορεὺς πολιτικῆς ἐξουσίας), διαμορφώθηκε μὲ βάση φεουδαλιστική. Ὁ Πάπας ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς ἐξουσίας (plenituto potestatis) καὶ ἀσκεῖ διπλὴ ἐξουσία, πνευματικὴ καὶ κοσμική9.

 

Ὀντολογικὴ ἡ σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν

3.1.2. Ἡ περὶ κτιστῆς θείας χάριτος διδασκαλία, ὅπως καὶ ὁ νομιναλισμός, εἶχαν θλιβερὲς γιὰ τὸν χριστιανισμὸ τῆς Δύσης συνέπειες, διότι ὁδήγησαν (τέλη τοῦ 16ου αἰ.) στὸν γνωστὸν Deismus: Deus creator, sed non gubernator, ὡς προϋπόθεση τῆς «Θεολογίας τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» (μέσα τοῦ 20ού αἰ.). Εἴτε ὑπάρχει, δηλαδή, ὁ Θεός, εἴτε δὲν ὑπάρχει καθ’ ἑαυτόν, εἶναι ἄνευ πρακτικῆς σωτηριολογικῆς σημασίας, διότι ἡ ὕπαρξή του οὐδεμία ἔχει συνέπεια στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν πορεία τοῦ κόσμου. Ἡ ἐμμονὴ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης στὰ ἠθικοκοινωνικὰ προβλήματα εἶναι καρπὸς αὐτῆς τῆς ἀντιλήψεως. Ὁ ἀγώνας γιὰ θέωση ὑποκαθίσταται ἀπὸ τὴν προσπάθεια γιὰ ἠθικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Σωτηρία ὅμως εἶναι ἡ διὰ τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας (Χάριτος) τοῦ Θεοῦ μεταμόρφωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἔλλαμψη δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ ἄκτιστο, ἁγιοτριαδικό, Φῶς, ὅπως πυρακτώνεται καὶ ὁ σίδηρος ἀπὸ τὸ ὑλικὸ πῦρ καὶ ἀποκτᾶ τὶς ἰδιότητές του. Ἡ πορεία πρὸς τὴν θέωση διαμορφώνει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος (Γαλ. 5, 22).

Ἡ ὀρθόδοξη περὶ ἀκτίστου Χάριτος διδασκαλία ἐμπνέει αἰσιοδοξία. Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς κοινωνεῖ μὲ τὸν κόσμο μεταδίδοντας σ’ αὐτὸν τὴν ζωή του. Ἡ σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ὀντολογική, ἄμεση, ἐνεργειακὴ καὶ ὄχι ἔμμεση καὶ ἠθική. Ὁ κόσμος ὀρθόδοξα μεταμορφοῦται σὲ «καινὴν κτίσιν» (Β’ Κορ. 5, 47) καὶ ὅ,τι ὁ ὅρος αὐτὸς ἐκφράζει. Ἡ κοινωνία Θεοῦ-κόσμου, ἐξ ἄλλου, εἶναι γεγονὸς ἐκκλησιαστικό, ταυτιζόμενη μὲ τὴν μετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.

 

Οἱ θεούμενοι Ἅγιοι οἱ αὐθεντίες εἰς τὴν Ἐκκλησία

3.2. Μετά ἀπὸ αὐτά, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπαναβεβαιώνει τὴν οὐσία καὶ τὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Ἡ θεολογία καὶ τὸ θεολογεῖν δὲν εἶναι καρπὸς μίας εὐσεβοῦς, ἔστω, ἀλλὰ διανοητικῆς ἐνασχολήσεως μὲ τὰ θεία. εἶναι μαρτυρία τῆς ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀλλοιώσεως τοῦ «πάσχοντος τὰ θεία». Ὁ λόγος περὶ Θεοῦ προϋποθέτει γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεογνωσία ὅμως προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ προσέγγιση καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ καὶ ἀναπαράγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμάς10. Ὁ Θεὸς γνωρίζεται στὰ ὅρια τῆς θεοπτίας ἢ θεώσεως. Θεολόγος εἶναι ὁ κοινωνῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Ἅγιος. Ὁ ὀρθόδοξος Θεολόγος, πορευόμενος «σὺν πάσι τοῖς Ἁγίοις», καὶ πρὶν ἀκόμη φθάσει στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως -ὅπως ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι- θεολογεῖ μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι κάποιες στοχαστικὲς-μεταφυσικὲς ἀτομικὲς ἀναζητήσεις. Θεολόγος κυριολεκτικὰ εἶναι ὁ «προφήτης», ὁ διὰ τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας, τόσον στὴν Παλαιά, ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, καθιστάμενος «στόμα τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμον» «ὁ κατ’ ἐνώπιον Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλῶν» (Β’ Κορ. 2, 17).

Ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη «Ναμποὺ» (προφήτης) γινόταν ὁ «Ροέ», ὁ βλέπων τὸν Θεὸ μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς-ἐνέργειά Του. Ἡ ἀποσύνδεση τῆς ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας καὶ στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία παραμόρφωσε τὸν Χριστιανισμό, ὁδηγώντας στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ τὴν ἐκφιλοσόφηση τῆς Πίστεως. Αὐτὸ ἐπιχειρήθηκε καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν μαθητὴ του Ἀκίνδυνο, ὡς καὶ τοὺς βυζαντινοὺς σχολαστικούς. Ἡ «βαβυλώνια αὐτὴ αἰχμαλωσία» τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, τὴν ὁποία περιέγραψε ἐναργέστατα ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ11, ξεπεράστηκε ἐν πολλοῖς τὸν 20ο αἰώνα μὲ τὴν ἐπανασύνδεση τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας μας μὲ τὴν ἄσκηση καὶ ἁγιοπνευματικὴ ζωή, μὲ πρωτοπόρους τούς ἀείμνηστους συναδέλφους πατέρες Πόποβιτς, Στανιλοάε καὶ Ρωμανίδη.

 

3.3. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἐπεβεβαίωσε τὴν διαπίστωση τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου (β’ αἰ.), ὅτι αὐθεντίες στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι τὰ κείμενα, ἀλλὰ οἱ θεούμενοι, οἱ Ἅγιοι12. Ἐξ ἄλλου, ἡ θεολογία καὶ κυρίως ἡ δογματικὴ διδασκαλία, ἀνήκει στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς. Αὐτὸ τὸν χαρακτήρα ἔχουν τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δὲν πρόκειται γιὰ «lavoro da tavolino», ἐργασία τοῦ γραφείου ἢ τοῦ σπουδαστηρίου. Ἡ διακρίβωση τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ προφύλαξη ἀπὸ τὶς αἱρέσεις συμπορεύονται μὲ τὴν θεραπεία τῆς καρδίας ἀπὸ τὰ πάθη, τὴν παράκληση, τὴν παραμυθία καὶ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομή. Ἡ πατερικὴ ἀντιρρητικὴ δὲν εἶναι κοσμικὴ πολεμική, ἀλλὰ ποιμαντικὴ-θεραπευτικὴ ἀγωγὴ γιὰ τὰ νοσοῦντα μέλη τοῦ σώματος, τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἐν πλάνη εὐρισκομένους. Ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας εἶναι ἔργο ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας, διὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν νόσο τῆς αἱρέσεως, ἀφοῦ ἡ αἵρεση δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀπόκρουση, μὲ κάθε ποιμαντικὸ μέσο, τῆς αἱρετικῆς πλάνης εἶναι φιλανθρωπία καὶ εὐεργεσία. Αὐτὸ τὸν χαρακτήρα ἔχει ἡ ἀντιδυτικὴ στάση Πατέρων, ὅπως ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός, τοὺς ὁποίους μποροῦμε ἄφοβα νὰ χαρακτηρίζουμε «εὐεργέτες τῆς Εὐρώπης» καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ της13.

 

Ἡ θεία ἄνωθεν σοφία σώζει

3.4. Ἐξ ἄλλου, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀνανέωσε τὴν ἁγιοπατερικὴ στάση ἔναντι τῆς παιδείας. Ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔτσι καὶ αὐτός, ἄριστος μάλιστα γνώστης τοῦ Ἀριστοτέλους, δὲν ἀπέρριπτε τὴν χρησιμότητα τῆς θύραθεν σοφίας («τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων»), ἀλλὰ μόνον «πρὸς παίδευσιν». Ἀπεδοκίμαζε ὅμως, ὡς πατερικός, τὴν τάση ὑποβαθμίσεως ἢ ὑποκαταστάσεως μὲ αὐτὴν τῆς πληρότητας καὶ αὐτάρκειας τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ θέμα τῆς σωτηρίας. Αὐτὴν τὴν φιλοσοφία ἀπέρριπτε, ποὺ ἐκφιλοσοφεῖ τελικὰ τὴν «ἅπαξ τοῖς Ἁγίοις παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰουδ. 3), τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. «Προσδοκᾶν δὲ τί τῶν θείων ἀκριβῶς παρ’ αὐτῆς (=τῆς ἑλληνικῆς σοφίας) εἴσεσθαι καὶ τελείως ἀπαγορεύομεν», παρατηρεί14 (Περὶ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1.1.12). Ἀπορρίπτει, δηλαδή, τὸν προβαλλόμενο ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ λυτρωτικὸ χαρακτήρα τῆς θύραθεν σοφίας, κάνοντας καὶ αὐτὸς (πρβλ. Ἰακ. 3, 13 ἐ.) διάκριση σαφῆ δύο γνώσεων καὶ σοφιῶν, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης. Ἡ θεία («ἄνωθεν») σοφία σώζει, ἡ «ἐπίγειος» ἁπλῶς παιδεύει καὶ φωτίζει τὴν διάνοια, ἂν δὲν ὁδηγεῖ στὴν δαιμονοποίηση τὸν ἄνθρωπο.

 

3.5. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσης, προσφέρει πρότυπο ἀγωνιστοῦ Θεολόγου ὑπὲρ τῆς σωζούσης πίστεως καὶ ὑπόδειγμα ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρὸς καὶ θεολόγου διαλεγομένου μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὴν μὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ μεγαλωσύνη δὲ καὶ ἐγκυρότητά του ἔγκειται στὸ ὅτι δὲν θέτει ποτὲ τὴν γνήσια ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὑπὸ διαπραγμάτευση. Ἀντίθετα, τὴν θεωρεῖ πάντοτε ἀμετακίνητο θεμέλιο καὶ ἀφετηρία στὴν συνάντηση μὲ τὴν αἵρεση. Σώζοντας δὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση ὁλόκληρη, ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση ἀποτελεῖ τὸν πολυτιμότερο καταλύτη γιὰ τὴν σύγχρονη θεολογία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, γιὰ νὰ ἐπανεύρει τὸν πραγματικὸ δυναμισμὸ της μέσα στὴν δίνη τῶν σημερινῶν προκλήσεων. Μὲ τοὺς διαλόγους του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπέδειξε, ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθὸ πλαίσιο κινήσεως τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου. Ἔξω ἀπὸ κάθε κοσμικὴ σκοπιμότητα, ἀλλὰ μὲ μόνο στόχο τὴν σωτηρία ὡς θέωση. Ὁ διάλογος πρέπει νὰ ἀποβλέπει στὴν μετάνοια, γιὰ νὰ εἶναι δυνατὴ καὶ ἡ σωτηρία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος φωτίζει ἐξ ἄλλου, μεθοδολογικὲς δυσλειτουργίες τοῦ σημερινοῦ θεολογικοῦ διαλόγου. Ὅπως ὁ καθηγ. Γεώργιος Γαλίτης ἔχει ὑποστηρίξει: «Ἂν ἡ διάκριση αὐτὴ (οὐσίας καὶ ἐνεργείας) ἐτίθετο ὡς βάση τῶν συζητήσεων, ἂν οἱ διαλεγόμενοι μὲ μᾶς μποροῦσαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν διάκριση αὐτή, πολλὰ ἐμπόδια θὰ εἶχαν ἀρθεῖ καὶ ὁ δρόμος τῆς συνεννοήσεως θὰ ἦταν πολὺ εὔκολος»15. Αὐτὸ ὅμως θὰ καθιστοῦσε πιὸ ἐμφανεῖς πλάνες, ὅπως τὸ Παπικὸ πρωτεῖο, σ’ ἀντίθεση μὲ ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται στὴν ἐποχή μας, νὰ τὸ καταξιώσουν ὡς ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.

 

Ἤλεγξε τοὺς Ἄρχοντες ἀλλὰ καὶ τοὺς Ζηλωτὲς

3.6. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γίνεται, ἐξ ἄλλου, δείκτης πορείας γιὰ τὴν θέση καὶ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν σύγχρονο κόσμο, σ’ ὅλο τὸ φάσμα μάλιστα τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας. Ὁ ἡσυχασμὸς δὲν εἶναι πολιτικὴ ἀπραξία. (Ὁ ὅρος «πολιτικὴ» βέβαια χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἀριστοτελική της σημασία, ποὺ ἐξεχριστιάνισε ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, τὸν 8ο αἰώνα). Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ πολιτικὴ παρέμβαση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ δρώμενα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Παλαμᾶς ἄσκησε κριτικὴ στὶς πολιτικὲς ἴντριγκες τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, ὅταν συνήργησε στὸ πραξικόπημα κατὰ τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ (1295-1383), ἔλεγξε ὅμως καὶ τοὺς Ζηλωτὲς τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ τὶς ἐγκληματικὲς ἐνέργειές τους στὴν Θεσσαλονίκη, ἀλλ’ ἐξίσου καὶ ὅσους μὲ τὴν ἀφιλάνθρωπη στάση τους ἐξέτρεφαν καὶ προωθοῦσαν τὴν βία. Ἡ παρέμβαση τῶν Ποιμένων καὶ μάλιστα τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἀναγκαία καὶ ἀπαρέγκλιτη σὲ μία κοινωνία μάλιστα, ποὺ θέλει νὰ λέγεται χριστιανική. Ἡ θεολογία του γίνεται «ἅλας τῆς γῆς» καὶ «φῶς τοῦ κόσμου». Ὁ διάλογος μὲ τὸν κόσμο, στὴν πράξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ἔχει τὸν χαρακτήρα τῆς Ἱεραποστολῆς. Δὲν τίθεται ποτὲ ἐν ἀμφιβόλω ἡ ἀποκλειστικότητα καὶ μοναδικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας (πρβλ. Πράξ. 4, 12), ὅπως βιώνεται στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Οὔτε στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ κύκλου του, οὔτε στὴν ἀντιπαράθεσή του μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, παρὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπιζε, προχώρησε σὲ κάποια σχετικοποίηση τῆς πίστεως καὶ συμβιβαστικὴ διάθεση, γιὰ τὴν ἐπίτευξη μάλιστα προσωπικοῦ ὀφέλους. Καὶ σήμερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος θὰ καλοῦσε, χωρὶς κανένα συμβιβασμό, στὴν πορεία τῆς θεώσεως, ἔστω καὶ ἂν ὁ κόσμος μᾶς ἀποκρούει μία τέτοια πρόσκληση, ζώντας στὸ πάθος τῆς αὐτοθεώσεως.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τιμᾶ καὶ δοξάζει τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ Ἀθωνικὴ Πολιτεία μένει ὀρθόδοξη, ἐφ’ ὅσον μένει πιστὴ στὴν παράδοση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, διασώζοντας τὴν πίστη καὶ θεολογία του, καὶ τὴν ἀγωνιστικότητά του, καρπὸ τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι δὲ ἰδιαίτερα ἐλπιδοφόρο, ὅτι ἡ δυτικὴ Θεολογία, ποὺ παλαιότερα (M. Jugie) ἀποστρεφόταν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ ὡς «αἱρετικό», σήμερα ἔχει σημειώσει θετικὴ στροφὴ ἀπέναντί του. Ἴσως ἔλθει ἡ ἐποχή, ποὺ ἡ θεολογία του θὰ ὁδηγήσει τὸν διαχριστιανικὸ διάλογο στὴν αὐθεντική του πορεία.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλ. τὸ πολὺ κατατοπιστικὸ ἄρθρο τοῦ π. Ἰωάννου Meyendorf στὴν «Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια», τ. 6 (Ἀθήνα 1965) στ. 83-87, μὲ βιβλιογραφία. Ἡ ἐκτενέστερη συλλογὴ σχετικῶν κειμένων εἶναι ἡ «Φιλοκαλία». Τὰ κείμενα ὅμως εἶναι ἐγκατεσπαρμένα στὴν PG τοῦ Migne. Ἡ βιβλιογραφία εἶναι πλουσιότατη σ’ ὅλες τὶς βαλκανικὲς χῶρες. Βλ. ἐνδεικτικὰ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τ. Ά’, Θεσσαλονίκη 1984. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεοῦ, Θεσσαλονίκη 1979. Τοῦ Ἰδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1983. Ἀρχιμ. Ἰεροθέου Βλάχου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης, Λεβαδειὰ 1992. Τοῦ Ἰδίου (ὡς Μητροπολίτου), Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη - ὀρθόδοξη καὶ δυτικὴ παράδοση, Λεβαδειὰ 2009. Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ βίος καὶ ἡ θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976. Πλούσιο καὶ σπουδαῖο ὑλικὸ γιὰ τὸν Ἡσυχασμό, τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ περιέχει ὁ συλλογικὸς τόμος: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρὸν (Πρακτικὰ Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καὶ Λεμεσού), Ἅγιον Ὅρος 2000. Γιὰ τὸν Ἡσυχασμὸ στὴν Ρουμανία βλ. τὴν σπουδαία ἀνακοίνωση τοῦ πρώην Ἀντιπροέδρου τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας μακαριστοῦ Virgil Candea, στὶς σέλ. 727-736 (βιβλιογραφία).

2. Βλ. τὸ ἐκτενὲς ἄρθρο τοῦ Παναγιώτου Κ. Χρήστου στὴν ΘΗΕ, τ. 4 (1964) στ. 775-794 (βιβλιογραφία). Πλουσιότατη εἶναι ἡ μεταγενέστερη βιβλιογραφία.

3. Ὅπως ἐδήλωσε ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τοῦ 1368, Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1345-55 - 1364-76): «-Καὶ στέργω καὶ τιμῶ τοῦτον ὡς Ἅγιον ἀπὸ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἃ μετὰ τὴν ἐνθένδε πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν του εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγὴν τὸν ἴδιον ἀναδείξας τάφον...», («Τόμος Συνοδικὸς» ἀνακηρύξεως τῆς ἁγιότητος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, PG 151, 711. Πρβλ. Φιλοθέου (Κοκκίνου), Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἠμῶν Γρηγόριον, Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶν, PG 151, 648/9.

4. PG 102, 263-391.

5. Ἀπὸ μεγάλους Θεολόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γίνεται ἀνεπιφύλακτα δεκτὴ ὡς ἡ τελευταία πρὸ τοῦ σχίσματος Γενικὴ Σύνοδος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, μὲ τὴν συμμετοχὴ καὶ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως (Παλαιᾶς Ρώμης). Ἔχει ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Βλ. Φιλίππου Ζυμάρη, πρεσβυτέρου, Ἱστορική, δογματικὴ καὶ κανονικὴ σπουδαιότης τῆς Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), φωτοτυπημένη διατριβή, Θεσσαλονίκη 2000. Πρβλ. Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι I9602, σ. 261-2.

6. Α’ Ἅλωση τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους τῆς Δ’ Σταυροφορίας.

7. Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου, Παλαιὰ καὶ Νέα Ρώμη..., σ. 207-210. Πρβλ. π. Δημητρίου Κουτσούρη, Σύνοδοι καὶ Θεολογία γιὰ τὸν Ἡσυχασμό, (διδακτορικὴ διατριβή), Ἀθήνα 1997.

8. Εἶναι ἡ περιβόητος διδασκαλία Ἀνσέλμου τοῦ Κανταβρυγίας (1033-1109). Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ «περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία καὶ ἡ νεοελληνικὴ κατηχητικὴ καὶ κηρυκτικὴ πράξη, στὸ: Λόγος ὡς Ἀντίλογος, Ἀθήνα 1992, σ. 85-98: Πρβλ. π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, Ἡ διδασκαλία περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στὴ νεοελληνικὴ θεολογία, στὸ περιοδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», τ. 71 (τεύχ. 723), 1988, σ. 529-537. (Πρβλ. τὸν τόμο: Simposio Christiano, Milano 1989, σ. 103-109).

9. Ὁ πάπας Γρηγόριος Ζ’ ὁ Ἰλδεβράνδης (1073-1085) μὲ τὸ κείμενο τοῦ «Dictatus Papae» (PL 148, 107ε.) διετύπωσε τὴν περὶ ἀπόλυτης ἐξουσίας τοῦ πάπα, ἀκλόνητη ἔκτοτε, θεωρία σὲ 27 θέσεις. Ἡ ταύτιση μὲ τὶς ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις εἶναι πλήρης. «Ὁ πάπας εἶναι ἀπόλυτος κύριος της Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας».

10. Ἡ θεολόγηση εἶναι κατ’ αὐτὸν ὑπόθεση «τῶν ἐξητασμένων καὶ διαβεβηκότων ἐν θεωρία (δηλαδὴ στὴν θεοπτία) καὶ πρὸ τούτων καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα κεκαθαρμένων, ἢ καθαιρομένων, τὸ μετριώτατον. (Λόγος Θεολογικὸς Α’, 3-4. PG 36, 13 ε.). Ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση αὐτή, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου: «Θεολόγος δὲ πᾶς, καὶ ὁ μυρίαις κηλίσι τὴν ψυχὴν στιγματίσας» (PG 32, 213D).

11. Βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Σταθμοὶ τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά).

12. Βλ. Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α’, Ἀθήνα 1977, σ. 300.

13. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, «Ἀντιδυτικοὶ» Πατέρες εὐεργέτες τῆς Εὐρώπης, στὸ Τοῦ Ἰδίου, Ἰχνηλασία πνευματικῆς σχοινοβασίας. Κατερίνη 1999, σ. 45-54. Καὶ στὰ Ρουμανικά.

14. Λόγος ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 1, 12: («Ἀποκλείομεν τελείως νὰ περιμένει ὅτι θὰ μάθει κάποιος ἀπὸ αὐτὴν κάτι σχετικὸ μὲ τὰ θεία»).

15. Γεωργίου Α. Γαλίτη, Θεολογία καὶ ἐμπειρία. Τὸ μήνυμα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στὴν ἐποχή μας, στὸν παραπάνω τόμο: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς..., σ. 481-488 (ἐδῶ: 484).

(Μάιος 2010)

ΠΗΓΗ:  “ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”, ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2024

 

          ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

                   ΜΕΤΑΞΥ

  ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ

 

 

1.Οι Ἐπίσκοποι τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, παρά τίς μικρές καί μή οὐσιαστικές διαφορές, εἶχαν πάντοτε κοινωνία μέ τούς Ἐπισκόπους τῆς Νέας Ρώμης καί τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τό 1009-1014, ὅταν γιά πρώτη φορά κατέλαβαν τόν θρόνο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης οἱ Φράγκοι Ἐπίσκοποι. Μέχρι τό 1009 οἱ Πᾶπες τῆς Ρώμης καί οἱ Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦσαν ἑνωμένοι στόν κοινό ἀγῶνα ἐναντίον των Φράγκων Ἡγεμόνων καί Ἐπισκόπων, ἀλλά καί τῶν κατά καιρούς αἱρετικῶν.

 

2.      Οι Φράγκοι στήν Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης τό 794 κατεδίκασαν τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἐπίσης τό 809 οἱ Φράγκοι εἰσήγαγαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque, τήν διδασκαλία δηλαδή περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Τιοῦ. Αὐτήν τήν εἰσαγωγή κατεδίκασε τότε καί ὁ ὀρθόδοξος Πάπας τῆς Ρώμης. στήν Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Μεγάλου Φωτίου, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης, κατεδίκασαν ὅσους εἶχαν καταδικάσει τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὅσους προσέθεσαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque.

Ὅμως γιά πρώτη φορά ὁ Φράγκος Πάπας Σέργιος Δ' τό 1009 στήν ἐνθρονιστήρια ἐπιστολή του προσέθεσε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque καί ὁ Πάπας Βενέδικτος Ἡ’ εἰσήγαγε τό πιστεύω μέ τό Filioque στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε ὁ Πάπας διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

3.      Η βασική διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ βρίσκεται στήν διδασκαλία περί τῆς ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἄκτιστη οὐσία καί ἄκτιστη ἐνέργεια καί ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται σέ κοινωνία μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Σου, ἐν τούτοις οἱ Παπικοί πιστεύουν ὅτι στόν Θεό ἡ ἄκτιστη οὐσία ταυτίζεται μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Σου (actus purus) καί ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο διά τῶν κτιστῶν ἐνεργειῶν Του, δηλαδή ἰσχυρίζονται ὅτι στόν Θεό ὑπάρχουν καί κτιστές ἐνέργειες. Ὁπότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὁποίας ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ὡς κτιστή ἐνέργεια. Ἀλλά ἔτσι δέν μπορεῖ νά ἁγιασθῇ.

Ἀπό αὐτήν τήν βασική διδασκαλία προέρχεται ἡ διδασκαλία περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Τιοῦ, τό καθαρτήριο πύρ, τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα κλπ.

 

4.      Εκτός ἀπό τήν θεμελιώδη διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Παπισμοῦ στό θέμα τῆς οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, ὑπάρχουν ἄλλες μεγάλες διαφορές, πού ἔγιναν κατά καιρούς ἀντικείμενα θεολογικῶν διαλόγων, ἤτοι: 

       τό Filioque, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Τιό μέ ἀποτέλεσμα νά μειώνεται ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός, νά καταργῆται ἡ τέλεια ἰσότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά μειώνεται ὁ Τιός κατά τήν ἰδιότητά Του νά γεννᾶ, ἐάν ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ Πατρός καί Τιοῦ, νά ὑποτιμᾶται τό Ἅγιον Πνεῦμα ὡς μή ἰσοδύναμο καί ὁμόδοξο μέ τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ παρουσιάζεται ὠσεί "πρόσωπο στεῖρο",

       ἡ χρησιμοποίηση ἀζύμου ἄρτου στήν θεία Εὐχαριστία πού παραβαίνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστός ἐτέλεσε τό μυστικό δεῖπνο,

       ὁ καθαγιασμός τῶν "τιμίων δώρων" πού γίνεται ὄχι μέ τήν ἐπίκληση, ἀλλά μέ τήν ἀπαγγελία τῶν ἱδρυτικῶν λόγων του Χριστοῦ "λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες...",

       ἡ θεωρία ὅτι ἡ σταυρική θυσία του Χριστοῦ ἐξιλέωσε τήν θεία δικαιοσύνη, πού παρουσιάζει τόν Θεό Πατέρα ὡς φεουδάρχη καί παραθεωρεί τήν Ἀνάσταση,

       ἡ θεωρία περί τῆς "περισσευούσης ἀξιομισθίας" του Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων πού τήν διαχειρίζεται ὁ Πάπας,

       ὁ χωρισμός καί ἡ διάσπαση μεταξύ τῶν μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος, καί θείας Εὐχαριστίας,

       ἡ διδασκαλία περί τῆς κληρονομήσεως τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος,

       οἱ λειτουργικές καινοτομίες σέ ὅλα τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ἱερωσύνη, Ἐξομολόγηση, Γάμος, Εὐχέλαιον),

       ἡ μή μετάληψη τῶν λαϊκῶν ἀπό τό "Αἷμα" του Χριστοῦ,

       τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, κατά τό ὁποῖο ὁ Πάπας εἶναι "ὁ episcopus episcoporum καί ἡ πηγή τῆς ἱερατικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας,

 

εἶναι ἡ ἀλάθητος κεφαλή καί ὁ Καθηγεμών τῆς Ἐκκλησίας, κυβερνῶν αὐτήν μοναρχικῶς ὡς τοποτηρητής του Χριστοῦ ἐπί της γῆς" (Ι. Καρμίρης). Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ὁ Πάπας θεωρεῖ τόν ἑαυτό του διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, στόν ὁποῖον ὑποτάσσονται οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ἀκόμη καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,

       ἡ μή ὕπαρξη συλλειτουργίας κατά τίς λατρευτικές πράξεις,

       τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα,

       τό δόγμα τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου καί γενικά ἡ μαριολατρεία, κατά τήν ὁποία ἡ Παναγία ἀνυψώνεται στήν Τριαδική θεότητα καί μάλιστα γίνεται λόγος καί γιά Ἁγία Τετράδα,

       οἱ θεωρίες τῆς analogia entis καί analogia fidei πού ἐπικράτησαν στόν δυτικό χῶρο.

       ἡ συνεχής πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνακάλυψη τῶν πτυχῶν τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας,

       ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ,

       ἡ ἄποψη περί τῆς ἑνιαίας μεθοδολογίας γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης.

5.      Επίσης, ἡ μεγάλη διαφοροποίηση, ἡ ὁποία δείχνει τόν τρόπο τῆς θεολογίας βρίσκεται καί στήν διαφορά μεταξύ σχολαστικῆς καί ἡσυχαστικῆς θεολογίας. Στήν Δύση ἀναπτύχθηκε ὁ σχολαστικισμός, ὡς προσπάθεια διερεύνησης ὅλων τῶν μυστηρίων τῆς πίστεως μέ τήν λογική (Ἄνσελμος Καντερβουρίας, Θωμᾶς Ἀκινάτης), ἐνῷ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπικρατεῖ ὁ ἡσυχασμός, δηλαδή ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί ὁ φωτισμός του νοῦ, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ σχολαστικοῦ καί οὐνίτη Βαρλαάμ εἶναι χαρακτηριστικός καί δείχνει τήν διαφορά.

 

6.      Συνέπεια ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι στόν Παπισμό ἔχουμε ἀπόκλιση ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἐνῷ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στήν θέωση πού συνίσταται στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, διά τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὁπότε οἱ θεούμενοι συνέρχονται σέ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὁριοθετοῦν ἀσφαλῶς τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια σέ περιπτώσεις συγχύσεως, ἐν τούτοις στόν Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στόν θεσμό τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος Πάπας ὑπέρκειται ἀκόμη καί ἀπό αὐτές τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

Σύμφωνα μέ  τήν λατινική θεολογία "ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει τότε μόνον ὅταν στηρίζεται καί ἐναρμονίζεται μέ τήν θέληση τοῦ Πάπα. σέ ἀντίθετη περίπτωση ἐκμηδενίζεται".

Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι θεωροῦνται ὡς "συνέδρια τοῦ Χριστιανισμοῦ πού συγκαλοῦνται ὑπό τήν αὐθεντία καί τήν ἐξουσία καί τήν προεδρία τοῦ Πάπα". Ἀρκεῖ νά βγή ὁ Πάπας ἀπό τήν αἴθουσα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁπότε αὐτή παύει νά ἔχη κῦρος. Ὁ Ἐπίσκοπος Μαρέ ἔγραψε: "θά ἦταν πιό ἀκριβεῖς οἱ ρωμαιοκαθολικοί ἄν ἐκφωνῶντας τό "Πιστεύω" ἔλεγαν: "καί εἰς ἕναν Πάπαν" παρά νά λένε: "καί εἰς μίαν... Ἐκκλησίαν"".

Ἐπίσης, "ἡ σημασία καί ὁ ρόλος τῶν Ἐπισκόπων μέσα στήν ρωμαϊκή Ἐκκλησία δέν εἶναι παρά ἁπλή ἐκπροσώπηση τῆς παπικῆς ἐξουσίας, στήν ὁποία καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι ὑποτάσσονται, ὅπως οἱ ἁπλοί πιστοί". Στήν παπική ἐκκλησιολογία οὐσιαστικά ὑποστηρίζεται ὅτι "ἡ ἀποστολική ἐξουσία ἐξέλιπε μέ τούς ἀποστόλους καί δέν μετεδόθη στούς διαδόχους τούς ἐπισκόπους. Μονάχα ἡ παπική ἐξουσία τοῦ Πέτρου, ὑπό τήν ὁποίαν βρίσκονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι, μετεδόθη στούς διαδόχους τοῦ Πέτρου, δηλαδή στούς Πᾶπες".

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὑποστηρίζεται ἀπό τήν παπική "Ἐκκλησία" ὅτι ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς εἶναι διϊστάμενες καί ἔχουν ἐλλείψεις καί κατά οἰκονομίαν μας δέχονται σέ κοινωνία, καί βέβαια κατ’ οἰκονομίαν μας δέχονται ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἐπειδή αὐτή αὐτοθεωρεῖται ὡς μητέρα Ἐκκλησία καί ἐμᾶς μᾶς θεωροῦν θυγατέρες Ἐκκλησίες.

 

7.      Το Βατικανό εἶναι κράτος καί ὁ ἑκάστοτε Πάπας εἶναι ὁ ἡγέτης τοῦ Κράτους τοῦ Βατικανοῦ. Πρόκειται γιά μιά ἀνθρωποκεντρική ὀργάνωση, γιά μιά ἐκκοσμίκευση καί μάλιστα θεσμοποιημένη ἐκκοσμίκευση. Τό Κράτος τοῦ Βατικανοῦ ἱδρύθηκε τό 755 ἀπό τόν Πιπίνο τόν Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου καί στήν ἐποχή μας ἀναγνωρίσθηκε τό 1929 ἀπό τό Μουσολίνι.

Εἶναι σημαντική ἡ αἰτιολογία τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Παπικοῦ Κράτους, ὅπως τό ὑποστήριξε ὁ Πίος ΙΑ’: "ὁ ἐπί τῆς γῆς ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ δέν δύναται νά εἶναι ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους".

Ὁ Χριστός ἦταν ὑπήκοος ἐπιγείου κράτους, ὁ Πάπας δέν μπορεῖ νά εἶναι! Ἡ παπική ἐξουσία συνιστᾶ θεοκρατία, ἀφοῦ ἡ θεοκρατία ὁρίζεται ὡς ταύτιση κοσμικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας σέ ἕνα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικά κράτη εἶναι τό Βατικανό καί τό Ἰράν.

Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ὑποστήριξε στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος Γ’ (1198-1216): "Αὐτός πού ἔχει τή νύμφη εἶναι ὁ νυμφίος. Ἀλλά ἡ νύμφη αὐτή (ἡ Ἐκκλησία) δέ συνεζεύχθη μέ κενά τά χέρια, ἀλλά πρόσφερε σέ μένα ἀσύγκριτη πολύτιμη προῖκα, δηλ. τήν πληρότητα τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καί τήν εὐρύτητα τῶν κοσμικῶν, τό μεγαλεῖο καί τήν ἀφθονία ἀμφοτέρων... ἅ σύμβολα τῶν κοσμικῶν

ἀγαθῶν μου ἔδωσε τό στέμμα, τή Μίτρα ὑπέρ τῆς Ἱερωσύνης, τό στέμμα γιά τή βασιλεία καί μέ κατέστησε ἀντιπρόσωπο Ἐκείνου, στό ἔνδυμα καί στό μηρό τοῦ ὁποίου γράφτηκε: ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλέων καί Κύριος τῶν κυρίων".

 

Ἑπομένως, ὑπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οἱ ὁποῖες καταδικάσθηκαν ἀπό τήν Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί στήν Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως φαίνεται καί στό "Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας".

Ἐπί πλέον καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Τοπικές

Σύνοδοι μέχρι τόν 19ο αἰῶνα καταδίκαζαν ὅλες τίς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ.

Τό πρᾶγμα δέν θεραπεύεται οὔτε βελτιώνεται ἀπό κάποια τυπική συγγνώμη πού θά δώση ὁ Πάπας γιά ἕνα ἱστορικό λάθος, ὅταν οἱ θεολογικές ἀπόψεις του εἶναι ἐκτός τῆς Ἀποκαλύψεως καί ἡ Ἐκκλησιολογία κινεῖται σέ ἐσφαλμένο δρόμο, ἀφοῦ μάλιστα ὁ Πάπας παρουσιάζεται ὡς ἡγέτης τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, ὡς διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί βικάριος - ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ πάνω στήν γῆ, ὡσάν ὁ Χριστός νά ἔδωσε τήν ἐξουσία του στόν Πάπα καί Ἐκεῖνος ἀναπαύεται εὐδαίμων στούς Οὐρανούς.

 

τοῦ Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Ναυπάκτου

καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου




 

ΚΑΚΟΔΟΞΕΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ

 


α) Ἡ ἀκρότητα τῆς Μαριολατρείας

Στὴ διδασκαλία γιὰ τὴν Θεοτόκο, ὁ Παπισμὸς ἀσπάζεται τὴν ἀκρότητα τῆς Μαριολατρείας, ἡ ὁποία θεοποιεῖ τὴν Παναγία καὶ διδάσκει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεός.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία σέβεται καὶ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο μὲ τόσους ὕμνους, δὲν κάνει τὴν Παναγία Θεά, ἀλλὰ τὴν τοποθετεῖ μετὰ τὴ Θεότητα, «τὰ δευτερεία τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα».

Ὁ ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης σημειώνει στὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ ἀναμαρτησία τῆς Θεοτόκου» (Θεοδρομία, Ἰανουάριος-Μάρτιος 1999):

«Στὴν διδασκαλία γιὰ τὴν Θεοτόκο ὑπάρχουν δύο ἀκρότητες. Ἡ Ὀρθόδοξος ἐκκλησία εἶναι ἀνάμεσα, ἀκολουθεῖ τὴ χρυσῆ ὁδό. Ποιές εἶναι οἱ δύο αὐτὲς ἀκρότητες; Ἡ μιὰ ἀκρότητα εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία ὑπερεξαίρει τὴν Παναγία, κάνει τὴν Παναγία Θεά, θεοποιεῖ τὴν Παναγία, εἶναι ἡ Μαριολατρεία. Διδάσκει ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεός, καὶ αὐτὴ τὴν τάση ὑπηρετεῖ ἡ διδασκαλία τῆς Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας, τῆς Παπικῆς ἐκκλησίας, περὶ τοῦ ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἄσπιλη, τὴν ἐξισώνει μὲ τὸν Χριστό, ἕνα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Στὸ ἄλλο ἄκρο εἶναι ὁ λεγόμενος Ἀντιδικομαριανισμός, οἱ ἀντίθετοι, οἱ ἀντίδικοι τῆς Μαρίας, οἱ ἐχθροὶ τῆς Μαρίας, στὴν ἐποχή μας οἱ Προτεστάντες. 

Ἀνάμεσα λοιπὸν στὶς δύο αὐτὲς τάσεις, ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρά της Μαριολατρείας τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς ἐχθρότητος πρὸς τὴν Παναγία, τῆς μειώσεως τῆς Παναγίας, τῶν Προτεσταντῶν εἶναι ἡ δική μας ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ἡ ὁποία σέβεται καὶ τιμᾶ καὶ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο μὲ  ὕμνους , δὲν κάνει ὅμως τὴν Παναγία Θεά . Τὴν τοποθετεῖ μετὰ τὴ Θεότητα. «τὰ δευτερεία τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα». Οἱ ἱερεῖς μνημονεύουμε πρῶτα τὸν Χριστὸ καὶ μετὰ τὴν Παναγία».

 

β) Δόγμα περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως» (immaculata conceptio) τῆς Θεοτόκου (Πάπας Πίος Θ’, 1854)

Σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως», ἡ Θεοτόκος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῆς Ἰωακεὶμ καὶ Ἀννα «ἀσπίλως», ὁπότε ἦταν ἀπαλλαγμένη ὄχι μόνον τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τοῦ μεταδιδομένου διὰ τῆς φυσικῆς γεννήσεως σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ αἱρετικὴ αὐτὴ διδασκαλία δὲν ἔχει κανένα ἔρεισμα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοση καὶ προσβάλλει τὴν μοναδικότητα τῆς ὑπερφυοῦς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (καθὼς ἡ μόνη ἄσπιλος καὶ ὑπερφυὴς σύλληψη εἶναι ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἄνευ σπορᾶς σύλληψη καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας).

Ὁ ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης σημειώνει στὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ διδασκαλία περὶ «ἀσπίλου συλλήψεως» τῆς Θεοτόκου ὑπὸ τῶν Παπικῶν» (2010):

«Μεταξὺ τῶν καινοφανῶν καὶ αἱρετικῶν δογμάτων τοῦ Παπισμοῦ συγκαταλέγεται καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως» (immaculata conceptio) τῆς Θεοτόκου.

Σύμφωνα μὲ αὐτὴν ἡ Θεοτόκος ἦτο ἀπηλλαγμένη ὄχι μόνον τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλά και αὐτοῦ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τοῦ μεταδιδομένου διὰ τῆς φυσικῆς γεννήσεως εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους.

Συνελήφθη δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της Ἰωακεὶμ καὶ Ἀννα «ἀσπίλως», χωρὶς νὰ τῆς μεταδοθεῖ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. ῾Ἡ αἱρετικὴ αὐτὴ διδασκαλία ἐπὶ αἰῶνες ἀπερρίπτετο καὶ ἀπὸ μεγάλους παπικοὺς θεολόγους, ὅπως π.χ. ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν ἔχει κανένα ἔρεισμα στήν ῾Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοση, προσβάλλει τὴν μοναδικότητα τῆς ὑπερφυοῦς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μόνον ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη ἀσπίλως, διέκοψε τὴν διὰ τῆς φυσικῆς γεννήσεως διαδοχικὴ μετάδοση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, διότι ἡ ἰδική του σύλληψη δὲν ἦταν φυσική, ἀλλὰ ὑπερφυσική, δὲν συνελήφθη ἐκ θελήματος καὶ ἐκ τῆς συναφείας ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ἀλλὰ ἀσπόρως «ἐκ Πνεύματος ῾Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου».

῾Ἡ ῾Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦτο «ἀπείρανδρος» καὶ «ἀπειρόγαμος», δὲν εἶχε δηλαδὴ πεῖρα ἀνδρὸς καὶ γάμου, καὶ ἦταν ἀκόμη «ἄνανδρος», δὲν εἶχε σύζυγο, ἄνδρα. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Μνήστωρ ἦταν ἁπλῶς προστάτης καὶ κηδεμών, γι αὐτὸ καὶ ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἦτο ἔγκυος, μὴ γνωρίζων ἀκόμη τὴν θαυμαστὴν ἐκ Πνεύματος ῾Ἁγίου σύλληψη, σκέφθηκε νὰ τὴν διώξει, «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτὴν» (Μάτθ. 1, 18- 19). Ἡ Θεοτόκος κατὰ θαυμαστὸ τρόπο ἐγέννησε, ἐνῷ ἦταν παρθένος, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν τόκο ἐπίσης παρθένος, τριπάρθενος καὶ ἀειπάρθενος· πρὸ τοῦ τόκου, ἐν τῷ τόκῳ καὶ μετὰ τὸν τόκον.

Δὲν συνέβη τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν σύλληψη καὶ γέννηση τῆς ῾Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐγεννήθη βέβαια μὲ θαῦμα ἀπὸ στείρους καὶ ἡλικιωμένους γονεῖς, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἀννα, κατὰ τὰ ἄλλα ὅμως ἦσαν ὅλα φυσικὰ· ὑπῆρξε συνάφεια ἀνδρὸς καὶ γυναικός, συζυγία καὶ σπορὰ· ἡ θεοπρομήτωρ Ἀννα δὲν ἦταν ἀπείρανδρος καὶ ἀπειρόγαμος καὶ ἄνανδρος, οὔτε παρθένος· εἶχε σύζυγο τὸν Ἰωακεὶμ· ἡ σύλληψη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου δὲν ἦταν ἄσπορος, ἀλλὰ ἐκ σπέρματος τοῦ πατρὸς της Ἰωακείμ, ὅπως ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γι αὐτὸ καὶ μεταδόθηκε καὶ εἰς Αὐτὴν τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἡ μόνη ἄσπιλος καὶ ὑπερφυὴς σύλληψη εἶναι ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἄνευ σπορᾶς σύλληψη καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας. Εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος καθ ὅλα, ὁ τελείως καὶ ἀπολύτως ἀναμάρτητος. ῾Ἡ ῾Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι σχετικῶς ἀναμάρτητη, ὡς μετέχουσα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.

Παρὰ ταῦτα, ἐνώπιον τόσον σαφοῦς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας, ὑποστηριζομένης καὶ ὑπὸ πολλῶν παπικῶν θεολόγων, ὁ πάπας Πίος ὁ Θ´ δὲν ἐδειλίασε, ἀλλὰ αὐθαιρέτως καὶ ἐγωϊστικὼς καινοτομὼν ὕψωσεν εἰς δόγμα τὸ ἔτος 1854 τὴν περὶ «ἀσπίλου συλλήψεως» διδασκαλία, προσθέσας καὶ ἄλλην αἵρεση στὶς πολλὲς ἄλλες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ».

 

γ) Δόγμα περὶ τῆς «ἐνσώματης ἀναλήψεως» τῆς Θεοτόκου (Πάπας Πίος ΙΒ’, 1950)

Φυσικὴ συνέπεια τοῦ πρώτου δόγματος περὶ τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως» τῆς Θεοτόκου, ἀποτελεῖ τὸ ἕτερο αἱρετικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ περὶ τῆς «ἐνσώματης ἀναλήψεως» τῆς Θεοτόκου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Παναγία δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ πεθάνει, νὰ ὑποστεῖ σωματικὸ θάνατο, χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ ἀναλήφθηκε σωματικῶς.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάνει λόγο γιὰ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ πραγματικὸ θάνατο, χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ γιὰ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ Ἀνάσταση, ἕνωση ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ Ἀνάληψη κοντὰ στὸν Υἱό της.

Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος  Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος σημειώνει στὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Δογματικὲς διαφορὲς Ἐκκλησίας καὶ παπισμοῦ σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου» (Ἰούλιος 2013):

«Ἕτερο αἱρετικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ σχετικὰ μὲ τὴν Θεοτόκο εἶναι τὸ δόγμα περὶ τῆς «ἐνσώματης ἀναλήψεως τῆς Θεοτόκου», τὸ ὁποῖο καθιερώθηκε τὸ 1950 ἐπὶ Πάπα Πίου τοῦ ΙΒ΄. Τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι φυσικὴ συνέπεια τοῦ πρώτου δόγματος τῆς «ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου». Ἀφοῦ δηλ. ἡ Παναγία ἦταν ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ εἶναι, κατ’αυτούς, Θεά, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ πεθάνει, νὰ ὑποστεῖ σωματικὸ θάνατο, χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ ἀναλήφθηκε σωματικῶς.

Ἡ Ὀρθόδοξος, ὅμως, Ἐκκλησία κάνει λόγο γιὰ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλ. πραγματικὸ θάνατο, χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ γιὰ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δηλ. Ἀνάσταση, ἕνωση ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ Ἀνάληψη κοντὰ στὸν Υἱό της. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μία κατὰ Χάριν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ διαφύγει ἡ Θεοτόκος τὴν διαφθορὰ τοῦ θανάτου, καὶ μία κατὰ πρόληψη πραγμάτωση τῆς Ἀναστάσεως.

 Ἄλλωστε, τόσο ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ὅσο καὶ ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης καὶ ἄλλοι λατῖνοι διδάσκαλοι δὲν δέχονται ὅτι ἡ Θεοτόκος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, γι’αυτό καὶ ἦταν ἀναπόφευκτος καὶ ὁ φυσικὸς θάνατός της».

 

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ



Τετάρτη, Μαρτίου 27, 2024

 

Ὁ ὅσιος Παΐσιος γιὰ τὸν Μακρυγιάννη

 


 

Μὰ γιατί νὰ μᾶς φαίνεται παράξενο τὸ νὰ βλέπει θεϊκὰ ὁράματα ἕνας τόσο καλὸς ἄνθρωπος ὅπως ὁ Μακρυγιάννης μὲ ψυχικὴ καθαρότητα, εἰλικρίνεια, θεϊκὴ δικαιοσύνη, ἀρχοντιὰ πνευματική, φιλότιμο, θυσία κ.ἅ; 

Ἀπὸ μικρὸ παιδάκι ἔκανε ἐδαφιαῖες μετάνοιες ἀντὶ γυμναστική, προσκυνοῦσε τὸν Θεὸ μὲ εὐλάβεια, μέχρι τὰ γεράματά του μετάνοιες μὲ τὶς ὧρες, παρόλο ποὺ εἶχε καὶ...τραύματα, ποὺ ἄνοιγαν οἱ πληγὲς του προσκυνώντας τὸν Θεὸ καὶ ζητώντας τὴν βοήθεια γιὰ τὴν σωτηρία του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ τὴν σωτηρία τοῦ Ἔθνους, μὲ πολὺ ταπείνωση ἔβρεχε τὸ πάτωμα μὲ τὰ πολλά του δάκρυα. Ἑπόμενον ἦταν νὰ ἀναπαυθεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στὸν Στρατηγὸ Μακρυγιάννη καὶ νὰ τὸν χρησιμοποιήσει ὁ Θεὸς σὰν νέο μωυσῆ νὰ ὁδηγήσει τὸν νέο Ἰσραὴλ (τὸν ἑλληνικὸ λαὸ) στὴν ὀρθόδοξη πάλι πορεία του μετὰ τὴν τουρκικὴ σκλαβιά. Ἐπέτρεψε δὲ ὁ καλὸς Θεὸς νὰ δεῖ πολλὰ ὁράματα: τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ πολλοὺς Ἁγίους γιὰ νὰ καταλάβουμε ἐμεῖς οἱ μεταγενέστεροι τὸν μεγάλο κίνδυνο ποὺ διέτρεχε τὸ Ἔθνος μας, καὶ τὴν μεγάλη προστασία τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων σὰν νὰ ἔκαναν «παγκοινιᾶ» γιὰ νὰ μὴ μᾶς φραγκέψουν. 

Βλέπει κανεὶς μέσα σ' ὅλον τὸν ἀγώνα τοῦ Μακρυγιάννη τὴν ὀρθοδοξη ευαισθησία του μαζὶ μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ του ἀκρίβεια σὲ ὅλα. Παράλληλα δὲ καὶ τὴν ἀνεξικακία τοῦ ἥρωα, ποὺ δὲν τοὺς καταδικάζει ὁ ἴδιος τούς ἀλλοθρήσκους γιατί αὐτὸ εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ «ἀφῆστε μας ἥσυχους μὲ τὴν Ὀρθοδοξία μας, σὰν νὰ τοὺς λέει, καὶ ἂς σωθεῖ καὶ ὁ καθένας σας μὲ τὴ θρησκεία του». 

Ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης τὸ γνήσιο τέκνο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἦταν ἀπὸ μικρὸς ἀναθρεμμένος, μεγαλωμένος καὶ καπνισμένος μὲ τὸ λιβάνι στὴν Ἐκκλησία. Καὶ στὴν συνέχεια σὰν γνήσιος πιὰ Πατέρας τοῦ Ἔθνους, μπαρουτοκαπνισμένος καὶ τραυματισμένος, χύνοντας δάκρυα μὲ πόνο στὸν Θεὸ καὶ αἷμα γιὰ τὴν λευτεριά μας. Καὶ ἂν θέλουμε νὰ τὸν γνωρίσουμε θὰ πρέπει νὰ ξεκαπνίσουμε τὴν καρδιὰ καὶ τοὺς λογισμούς μας. 

1 Αὐγούστου 

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μακκαβαίων 

1984 ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 

Μοναχὸς Παΐσιος (περιοδικὸ Πολύτεκνη Οἰκογένεια, τεύχ. 36, Μάρτιος 1986)



 

 

Ἅγιος Πορφύριος: «Τοὺς ἥρωες τοῦ 1821 θὰ τοὺς ἀνταμώσουμε στὸν Παράδεισο. Νὰ κάνετε ὅ,τι ἔκαναν κι αὐτοί. Νὰ ἀγωνίζεστε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος»!

 


 

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ πάνσοφος Ὅσιος Πορφύριος», Ἁγιοπαυλίτικο Ἱερὸ Κελλὶ Ἁγίων Θεοδώρων, Ἅγιον Ὅρος - Α᾿ τόμος, 2022.

 

Μαρτυρία μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἀνανίου Κουστένη

Ὅταν ἡ προσευχὴ συνοδεύεται μὲ τὴν ἑκούσια θυσία, γίνεται πιὸ εὐάρεστη στὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ πιὸ ἀποτελεσματική. Γιὰ τοὺς ἥρωες τοῦ 1821 καὶ τὴν ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ὁ Ἅγιος ἔλεγε:

-΄Ὁλους αὐτοὺς τοὺς ἥρωες, ὅπως τὸν Κολοκοτρώνη καὶ ἄλλους, θὰ τοὺς ἀνταμώσουμε στὸν Παράδεισο γιατί εἶναι δίκαιοι. Ἀγωνίστηκαν πρωτίστως γιὰ τὴν ἁγία Πίστη καὶ μετὰ γιὰ τὴν Πατρίδα μας.

-Τί νὰ κάνουμε γιὰ νὰ πᾶμε κι ἐμεῖς κοντά τους;

-Νὰ κάνετε ὅ,τι ἔκαναν κι αὐτοί. Νὰ ἀγωνίζεστε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος, νὰ εἶστε φιλόθεοι, φιλοπάτριδες καὶ φιλάνθρωποι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης στὸν Θεό...

Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ξεκίνησε τὴν Ἐπανάσταση. Αὐτός τοὺς ξεσήκωσε ὅλους καὶ στὸ τέλος τοῦ πρόσφεραν φυλάκιση καὶ καταδίκη εἰς θάνατον, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἦταν μεγαλόψυχος καὶ συγχωροῦσε. Ἐπὶ τουρκοκρατίας καὶ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση οἱ Ἕλληνες ζούσανε σὰν ἀσκητὲς καὶ πολλοὶ ἁγίασαν, ἔγιναν νεομάρτυρες, δάσκαλοι τοῦ Γένους... Ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ ἔλεγε:

-Ἐγὼ δὲν εἶμαι οὔτε ἀγγλόφιλος, οὔτε γαλλόφιλος... Ἤμουν καὶ θὰ εἶμαι πάντοτε θεόφιλος διότι, σὰν τὸν Θεό, κανεὶς δὲν ἀγαπᾶ τὴν Ἑλλάδα...! Ἐμεῖς θὰ ἐλευθερώσουμε τὴν Πατρίδα μὲ κεφάλι τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἀνθρώπους.

 

Γιὰ τὴν Ἑλλάδα:

Θυμᾶμαι ἦταν 19 Ὀκτωβρίου 1981 καὶ πῆγαν στὸν Ἅγιο. Τὸν βρῆκα κλαμένο καὶ τὸν ρώτησα:

-Τί ἔχετε Γέροντα;

-Δὲν πᾶμε καλά...

-Γιατὶ Γέροντα;

-Θά ᾿ρθουν δυσκολίες παιδί μου, θά ᾿ρθουν δυσκολίες ἀλλὰ νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε, διότι καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο τὸν κρατάει στὰ χεράκια Του ὁ Χριστός!

Τὸ 1984 πῆγα στὸν Ἅγιο καὶ μοῦ ᾿κανε ἐπίθεση λέγοντας:

-Τόσα χρόνια ζητωκραυγάζαμε, χειροκροτούσαμε τὴ Δημοκρατία... Μᾶς τὰ πήρανε ὅλα. Ἀφήσαμε καὶ μᾶς τὰ πήρανε ὅλα! Πῆραν τὴ γλῶσσα μας, πῆραν τὴν ἱστορία μας, πῆραν τὴ θρησκεία μας... Κι ἐσεῖς χειροκροτεῖτε τὴ Δημοκρατία!