Τρίτη, Δεκεμβρίου 31, 2024

 



«ΠΕΡΙΤΟΜΗΝ ΘΕΛΗΣΕΙ ΚΑΤΑΔΕΧΗ ΣΑΡΚΙΚΗΝ»
(Θεολογικό σχόλιο στην εορτή της Περιτομής του Κυρίου)
     Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου δεν είναι κάποιο αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, ούτε κάποια μυθοπλασία κάποιου ευφάνταστου μυθογράφου, αλλά πραγματικό γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο (Γαλ.4,4). Η μεγάλη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας υπενθυμίζει αυτή την μεγάλη αλήθεια και τονίζει ιδιαίτερα την πραγματική ανθρώπινη φύση, την οποία εκών ενδύθηκε, για χάρη της δικής μας σωτηρίας.
    Η καθιέρωση του εορτασμού της Περιτομής του Κυρίου από την Εκκλησία, συνέτεινε αναμφίβολα η δράση κάποιων αιρετικών κύκλων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίοι αρνούνταν  την πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και δίδασκαν την μη πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Τέτοιοι υπήρξαν οι αιρετικοί δοκήτες, οι οποίοι δίδασκαν την κακοδοξία ότι δήθεν η ενανθρώπηση του Χριστού έγινε φαινομενικά, «κατά δόκησιν», όπως τόνιζαν. Αυτοί μαζί με τους μαρκιωνίτες, τους μανιχαίους και άλλους αιρετικούς, όλοι τους πρόδρομοι των αιρετικών Μονοφυσιτών του 5ου αιώνα, επιχείρησαν να νοθεύσουν την αλήθεια της Εκκλησίας μας.

    Η Εκκλησία μας μεταχειρίστηκε κάθε μέσον να προασπίσει την άπαξ αποκαλυφθείσα και παραδοθείσα αλήθεια (Ιουδ.3). Ακόμα και εορτές καθιέρωσε για να περιχαρακώσει τις ύψιστες και σωτήριες αλήθειές Της. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως  οι εορτές των Χριστουγέννων, της Περιτομής και των Θεοφανείων καθιερώθηκαν από την ανάγκη του αντιαιρετικού αγώνα της Εκκλησίας μας και κατόπιν έλαβαν εορταστικό χαρακτήρα, όπως εμείς τις βιώνουμε  σήμερα.
    Η περιτομή ήταν μια πρακτική συνηθισμένη σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως πρώτοι που έκαναν περιτομή στα άρρενα τέκνα τους ήταν οι Αιθίοπες και οι Αιγύπτιοι, κυρίως για λόγους υγιεινής (Ηροδ.Ιστ.Β΄,104). Ιστορικά ίσως οι Εβραίοι πήραν την συνήθεια αυτή από τους Αιγυπτίους. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη όμως την περιτομή θέσπισε ο Ίδιος ο Θεός κατά παραγγελία Του στον πιστό Αβραάμ, ως μια πράξη διαφοροποιήσεως των απογόνων του από τους άλλους λαούς, ώστε μέσω αυτών να υλοποιηθεί το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. «Αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών΄ περιτμηθήσεται υμών παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεθε την σάρκαν της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών. Και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν» (Γεν.17,12).    
    Η περιτομή όλων των αρένων νηπίων γινόταν από τον πατέρες τους ή από ειδικούς στην περιτομή που ονομάζονταν mohel, την ογδόη ημέρα από τη γέννησή τους, όπως είχε διατάξει ο Θεός. Γινόταν στα σπίτια των νηπίων ή συχνότερα στις συναγωγές ενώπιον συγγενών και φίλων. Η τελετουργία της περιτομής ήταν για τους Ιουδαίους της εποχής εκείνης μεγάλης σπουδαιότητας γεγονός. Το παιδί που περιτέμνονταν θεωρούνταν πια μέλος του λαού του Θεού, τηρητής της διαθήκης, η οποία συνήφθη μεταξύ του Θεού και του Αβραάμ (Γεν,17,12). Ο περιτετμημένος ήταν υποχρεωμένος να τηρεί τις διατάξεις του Νόμου και είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να εορτάζει το Πάσχα, σε αντίθεση με τους απερίτμητους, οι οποίοι δεν είχαν αυτό το δικαίωμα.
      Μαζί με την περιτομή γινόταν και η ονοματοδοσία. Η τελετουργία της περιτομής ήταν κάτι σαν το χριστιανικό βάπτισμα, του οποίου υπήρξε τύπος. Όπως ο περιτετμημένος γινόταν μέλος του λαού της Διαθήκης, ξεχωριστός από τους μη περιτετμημένους, έτσι και ο βαπτισμένος αναγεννιέται και γίνεται άγιος, ξεχωριστός, μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, προορισμένος να κληρονομήσει τη βασιλεία του Θεού (Ρωμ.6,4).
         Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, την ογδόη ημέρα από τη γέννηση του Κυρίου, ο Ιωσήφ και η Μαρία τήρησαν τη μωσαϊκή εντολή της περιτομής. Με λακωνικό τρόπο ο ιερός ευαγγελιστής αναφέρει πως «ότε επλήσθησαν αι ημέραι του περιτεμείν το παιδίον, και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία» (Λουκ.2,21). Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος αναφέρει την πληροφορία ότι την περιτομή του Κυρίου έκαμε ο μνήστωρ Ιωσήφ. Επίσης ο άγιος Επιφάνειος Κύπρου αναφέρει πως η περιτομή έγινε στο Σπήλαιο της Γεννήσεως. Βεβαίως ο ιερός ευαγγελιστής αποσιωπά κάθε λεπτομέρεια από την τελετή αυτή, διότι προφανώς δεν έχουν να μας προσφέρει, σύμφωνα με τους Πατέρες, όφελος για τη σωτηρία μας.    
        Την Εκκλησία μας δεν ενδιέφερε αυτή καθ’ εαυτή η εκπλήρωση αυτής της νομικής διάταξης του μωσαϊκού νόμου από τον Κύριο. Την ενδιέφερε κυρίως να τονισθεί, δια της περιτομής Του, και να αποδειχθεί, η πραγματική ανθρώπινη φύση Του, την οποία αρνούνταν οι αιρετικοί. Ο θεόπνευστος ευαγγελιστής συμπεριέλαβε στο ευαγγέλιό του και το γεγονός της περιτομής για να μπορεί η Εκκλησία να αποκρούει κάθε δοκητική, μανιχαϊστική και μονοφυσιτική κακοδοξία.     
    Η μη παραδοχή της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας μας, περί της αληθινούς ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, εκθεμελιώνει κυριολεκτικά ολόκληρο το οικοδόμημα της εν Χριστώ απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Αν δεν έγινε πραγματικά η σάρκωση του Λυτρωτή δεν έχουμε πραγματική σωτηρία, ο Χριστός δεν είναι πραγματικός σωτήρας, αλλά ένας από τους πολλούς ιδρυτές θρησκειών της ανθρωπότητας. Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε έντονα την Εκκλησία τον 5ο αιώνα, όταν ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής από την Κωνσταντινούπολη αρνούνταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Για το λόγο αυτό συγκλήθηκε η Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος, το 451.
    Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο φυσικός Υιός του Θεού, απόρροια της δικής Του φύσεως. Γεννήθηκε προπάντων των αιώνων από τον Πατέρα, όπως μας βεβαιώνει ξεκάθαρα η αγία Γραφή. «Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Εβρ.1,5) είπε, δια του Ψαλμωδού ο Θεός Πατέρας, στο Θεό Υιό. Η προαιώνια βουλή του Θεού αποφάσισε να αποστείλει τον Λόγο στον κόσμο ως σωτήρα του από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου. Έτσι, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4,4), ο Λόγος, δια της Παρθένου Μαρίας, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και αφού την καθάρισε από τους ρίπους της αμαρτίας, την αναδημιούργησε και την επανέφερε στην προπτωτική της κατάσταση, την έκαμε δική Του φύση, χωρίς να αφήσει ούτε στιγμή τη θεία φύση Του. Ένωσε ασύγχυτα και αρμονικά τις δύο φύσεις στο θεανδρικό Του πρόσωπο. Έγινε ο Θεάνθρωπος. Η ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Λυτρωτή σημαίνει αντικειμενική πραγμάτωση της σωτηρίας μας.          
     Η ενανθρώπηση του Λόγου όμως είναι γεγονός ασύλληπτης αυτοταπείνωσής Του.   «Εν μορφή Θεού υπάρχων … εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού»
 (Φιλιπ.2,7). Εάν δεν δούμε το μυστήριο της θείας συγκαταβάσεως υπό το πρίσμα της άμετρης αγάπης του Θεού για το πλάσμα Του τον άνθρωπο, αποτελεί αυτό το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών. Το αρχαιοελληνικό αξίωμα «Θεός, ανθρώποις ου μείγνηται», πολλώ δε μάλλον η ανθρωποποίηση Θεού αποτελεί ορθολογικά τη χειρότερη μωρία της ιστορίας. Όμως η αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού υπερέβη όλα τα διαχωριστικά με την ανθρωπότητα. Έκαμε τη μεγάλη κίνηση και ταπείνωσε τον Υιό Του και τον έκαμε άνθρωπο, προκείμενου να σωθεί το ανθρώπινο γένος. Κατέβηκε Αυτός στα ανθρώπινα πλαίσια, μέχρι και της κατάστασης του θανάτου για να αναστήσει τον άνθρωπο από την κατάσταση της πνευματικής νεκρώσεως και να τον ανεβάσει τον άνθρωπο στα ουράνια του θρόνου Του.
    Όσο καιρό ο σαρκωμένος Λόγος βρισκόταν στη γη, ταυτόχρονα ως Θεός βρισκόταν και στον ουρανό. Βρισκόταν παντού, ως πανταχού παρών, διότι με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως δεν αποποιήθηκε τη θεία φύση Του. Σε αυτήν Του την διπλή ιδιότητα, ως αληθινού Θεού και αληθινού ανθρώπου, έγκειται και το γεγονός του αληθινού σωτήρα. Σώζει ως αληθινός Θεός με το ότι έγινε αληθινός άνθρωπος, καθ’ ότι προσέλαβε πραγματικά την ανθρώπινη φύση και την έσωσε στο πρόσωπό Του. Κάθε παρέκκλιση από αυτή την αλήθεια αποτελεί αίρεση για την Εκκλησία μας. Ο Νεστοριανισμός είχε αρνηθεί τη θεία φύση του Χριστού και ο Μονοφυσιτισμός είχε αρνηθεί την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και οι δυο αυτές δογματικές παρεκτροπές καταδικάστηκαν από την Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικές Συνόδους, ως εκτροπή από την αλήθεια και ως έχοντες σοβαρότατες σωτηριολογικές συνέπειες. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τόνισε ιδιαίτερα πως «οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί΄ ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος» (Β΄Ιωάν.7).     
     Αξίζει να αναφέρουμε δύο αποσπάσματα από τους δογματικούς όρους των αναφερόμενων αγίων Συνόδων, για να δούμε τη θεολογική σαφήνεια της Εκκλησίας μας για το μεγάλη αυτή αλήθεια: «… Ομολογούμεν τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εκ ψυχής λογικής και σώματος … ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα. Δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονεν΄ δι’ ο ένα Χριστόν, ένα υιόν, ένα κύριον ομολογούμεν» (Γ΄ Οικουμ.Σύνοδος, Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών). Και «Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογούμεν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα … ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωρίζομεν, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μιαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν υιόν, μονογενή, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν…» (Όρος Δ΄Οικ. Συνόδου, παρά Ι. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία, Αθήναι 1952, σελ.165).

     Το γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως πρέπει να αποτελεί για κάθε πιστό χριστιανό τη βάση της πίστεώς του. Να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι «επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών», για να μας λυτρώσει από τη δουλεία της αμαρτίας και τη φθορά του θανάτου. Σύμφωνα με την θεσπέσια υμνολογία της εορτής, «Συγκαταβαίνων ο Σωτήρ τω γένει των ανθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν΄ ουκ εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν ο οκταήμερος κατά την Μητέρα και άναρχος κατά τον Πατέρα» για την ημών σωτηρία. Αυτός έκαμε τη μεγάλη κίνηση, περιμένοντας από τον άνθρωπο να κάνει τη δική του μικρή κίνηση, να Του δώσει το χέρι του, για να τον σώσει, να τον δοξάσει και να τον κάνει υιό και κληρονόμο της ατέρμονης βασιλείας Του. Είναι ανάγκη να ξεφύγουμε από τα νοητά δεσμά του αμαρτωλού κόσμου και να ανεβάσουμε το νου μας στα ουράνια. Μόνο έτσι θα επωφεληθούμε από τις δωρεές της θείας συγκαταβάσεως. 

     

 

Ἁγία Μελάνη ἡ Ρωμαία (31 Δεκεμβρίου †)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Ἡ Ρώμη, ὅσο διατηροῦσε τήν ἁγία ὀρθόδοξη πίστη, ἀνάδειξε πάμπολλους ἁγίους, ἄνδρες καί γυναῖκες, οἱ ὁποῖοι λαμπρύνουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μιά ἀπό αὐτές τίς ἅγιες μορφές εἶναι καί ἡ ἁγία Μελάνη, ὁ ὁποία ἀποτελεῖ λαμπρό παράδειγμα πιστῆς χριστιανῆς καί ἁγνότητας.
Γεννήθηκε στή Ρώμη τό ἔτος 338 ἀπό γονεῖς πλουσίους καί εὐγενεῖς, τούς ὁποίους διέκρινε ἡ βαθειά πίστη τους στό Θεό. Ἡ γέννηση τῆς Μελάνιας τούς γέμισε χαρά. Ἀπό μικρή ἔδειξε ἀσυνήθιστη ὡριμότητα καί σύνεση. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της τῆς ἐνέπνευσαν τήν εὐσέβεια καί τῆς ἑδραίωσαν τήν πίστη στό Θεό.
Ὅταν ἔγινε δεκατεσσάρων ἐτῶν, ἀποφάσισαν νά τήν παντρέψουν...μέ ἕνα δεκαεπτάχρονο νέο τόν Ἀπελλιανό, γόνο εὐγενοῦς οἰκογένειας. Ἄς μήν μας ξενίζει ἡ μικρή της ἡλικία, στά χρόνια ἐκεῖνα δέν ἦταν σπάνιο νά παντρεύουν τά παιδιά τους σέ μικρή ἡλικία. Τήν πάντρεψαν, διότι προσδοκοῦσαν νά ἀποκτήσουν διάδοχο, ὁ ὁποῖος θά κληρονομοῦσε καί θά διαχειρίζονταν τήν μεγάλη περιουσία τους. Ἀλλά ἡ Μελάνη δέν ἤθελε νά παντρευτεῖ, διότι ποθοῦσε τήν μοναχική ζωή. Ὅμως, ὑπέκυψε στή θέληση τῶν γονιῶν της καί δέχτηκε το γάμο.

Μετά το γάμο της παρακάλεσε τόν σύζυγό της Ἀπελλιανό νά διατηρήσει τήν παρθενία της, νά ζήσουν μέ ἁγνότητα, σάν ἀδέλφια, χαρίζοντάς του ὅλα τά πλούτη της, ἀλλά ἐκεῖνος δέν δέχτηκε, διότι ἤθελε διάδοχο καί ἔτσι ἀπέκτησαν ἕνα χαριτωμένο κορίτσι. Παρ' ὅλα αὐτά ἡ Μελάνη ζοῦσε ἀσκητική ζωή, μέ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἐγκράτεια νηστεία καί ἐλεημοσύνη. Μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀποκτοῦσε ὅλο καί περισσότερες ἀρετές.
Ἡ Μελάνη ἔμεινε καί πάλι ἔγκυος καί παρ' ὅλη τήν προχωρημένη ἐγκυμοσύνη της συμμετεῖχε σέ ἀγρυπνία πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Λαυρεντίου. Σιμά τό πρωί αἰσθάνθηκε τούς πόνους τῆς γέννας. Ὅμως τό ἀγόρι πού περίμενε ὁ Ἀπελλιανός γεννήθηκε νεκρό καί ὕστερα ἀπό καιρό ἀρρώστησε καί τό κορίτσι τους καί πέθανε. Ἀφάνταστη λύπη ἔνοιωσε τό νεαρό ζευγάρι. Τό διπλό αὐτό κτύπημα τό θεώρησαν ὡς σημάδι νά ξεκινήσουν πλέον πνευματική ζωή. Ἔτσι ἀποφάσισαν νά φύγουν ἀπό τή Ρώμη καί νά πᾶνε νά ζήσουν σέ ἕνα ἥσυχο καί ἤρεμο τόπο, μέ προσευχή καί ἐλεημοσύνη. Σκορποῦσαν ἀφειδῶς τά πλούτη τους σέ ἔργα φιλανθρωπίας.
Ὅμως ὁ μισόκαλος διάβολος, ὁ ὁποῖος μισεῖ θανάσιμα τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνέβαλε πειρασμό στόν ἀδελφό τοῦ Ἀπελλιανοῦ, τόν Σεβῆρο, νά ἁρπάξει μέ δόλο τήν περιουσία τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀφοῦ ἀπήγαγε τούς δούλους τοῦ Ἀπελλιανοῦ, τούς ἀνάγκασε νά ψευδομαρτυρήσουν, βεβαιώνοντας ὅτι ἡ περιουσία τοῦ ἀδελφοῦ του ἀνῆκε σ' αὐτόν.
Τό ἱερό ζευγάρι ἀντιμετώπισε μέ ψυχραιμία καί πραότητα αὐτή τή δοκιμασία καί συνέχιζε τό πνευματικό τους ἀγῶνα. Ὅμως ἡ ἔλλειψη πόρων τους στέρησε τή δυνατότητα τῆς φιλανθρωπίας. Ὁ Θεός εἶχε ἄλλα σχέδια. Τό γεγονός αὐτό ἔφτασε ὡς τό παλάτι καί ἡ βασίλισσα Βερίνα τους κάλεσε γιά νά λύσει τό πρόβλημα. Ἡ Μελάνη παρουσιάστηκε στήν βασίλισσα μέ σεμνότητα, τήν ὁποία ἐκτίμησε ἐκείνη. Ἐξέτασε τήν ὑπόθεση καί τούς δικαίωσε, ἀποδίδοντάς τους ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τήν περιουσία τους. Μετά ἀπό αὐτό, ἡ Μελάνη καί ὁ Ἀπελλιανός περιόδευσαν σέ διάφορα μέρη, ὅπως τή Σικελία, τήν Ἱσπανία, τήν Βρετανία καί ἀλλοῦ, εὐεργετῶντας τούς ἐνδεεῖς.
Ἀλλά ὁ διάβολος ἑτοίμασε νέα πίκρα γι' αὐτούς. Ὅταν ἔφυγαν ἀπό τή Ρώμη, ὁ ἐκεῖ φιλάργυρος καί ἅρπαγας ἔπαρχος, τούς κατάσχεσε κι ἅρπαξε την ἐναπομείνασα περιουσία τους. Τό ἱερό ζευγάρι ἀντιμετώπισε καί πάλι μέ καρτερία καί ἀνεξικακία τή νέα δοκιμασία. Ὅμως δέν ἄργησε νά ξεσπάσει σ' αὐτόν ἡ θεία δικαιοσύνη. Δέν
πρόλαβε νά χαρεῖ τό προϊόν τῆς ἁρπαγῆς του, διότι ὁ λαός σέ κάποια στάση ἐναντίον τοῦ καί τήν εἰσβολή βαρβάρων δολοφονήθηκε!
Τώρα χωρίς χρήματα ταξίδευαν γιά τήν Καρχηδόνα τῆς Βορείου Ἀφρικῆς. Ὅμως ἀδίστακτοι πειρατές κατέλαβαν τό πλοῖο καί τό ὁδήγησαν σέ κάποιο νησί, ὅπου κρατοῦσαν ἀθώους, ζητῶντας λύτρα. Τό εὐσεβές ζευγάρι ἔδωσαν ό, τί τούς εἶχε ἀπομείνει καί ἀπελευθέρωσαν πολλούς κρατουμένους. Τελικά κατέληξαν στήν πόλη Θαγαστή, ὅπου ἐγκαταστάθηκαν καί ἔκτισαν δύο ὀνομαστά μοναστήρια, ἕνα ἀνδρικό καί ἕνα γυναικεῖο, ὅπου οἱ δυό τούς δημιούργησαν ἀντίστοιχες ἀδελφότητες, ζῶντας ἀσκητική ζωή καί προκόβοντας πνευματικά.
Ἡ Μελάνη ἀσκοῦσε τό διακόνημα τῆς ταχυγραφίας καί καλλιγραφίας, ἀντιγράφοντας πατερικά συγγράμματα. Αὐτό τή βοήθησε νά ἐντρυφήσει καί νά ἐμβαθύνει περισσότερο στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Παράλληλά διάβαζε μέ πάθος τίς ἅγιες Γραφές. Ὡς συνεπής πνευματική καθοδηγήτρια δίδασκε στίς μοναχές τήν χριστιανική πίστη καί τίς καθοδηγοῦσε στόν πνευματικό ἀγῶνα τους. Ἡ ἴδια ζοῦσε ὡς ἐπίγειος ἄγγελος. Ἡ φήμη της ἔφτασε μακριά, ὡς καί τή Ρώμη, ὅπου ἡ μητέρα της πληροφορήθηκε μέ χαρά καί ἀγαλλίαση τίς πνευματικές προόδους τῆς κόρης της. Γι' αὐτό ἀποφάσισε νά πάει νά μονάσει μαζί της. Ἔτσι μητέρα καί κόρη ζοῦσαν στό κοινόβιο πιά σάν ἀδελφές.
Ὕστερα ἀπό ἑπτά χρόνια ἀποφάσισε μέ τή μητέρα της νά μεταβοῦν στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσουν τά ἅγια χώματα πού πάτησε ὁ Χριστός καί τά ἱερά σεβάσματα τῶν Ἁγίων Τόπων. Συγκλονίστηκε ὅταν προσκύνησε τόν Πανάγιο Τάφο, ὅπου τῆς ἄρεσε νά μένει ὧρες, ἡμέρες, ὁλόκληρες γονατισμένη νά προσεύχεται. Στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ἔκτισε, μέ τά λιγοστά της χρήματά της  ἕνα μικρό κελί γιά τή μητέρα της.  Κατόπιν ταξίδεψε στήν Ἀλεξάνδρεια, γιά νά γνωρίσει πνευματικούς καί ἁγίους ἀνθρώπους. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἐπέστρεψε στά Ἱεροσόλυμα καί ἔμεινε μέ τή μητέρα της στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, συναντῶντας μόνο τόν Ἀπελλιανό καί μιά ἀνηψιά της. Ἡ σχέση της μέ τόν Ἀπελλιανό ἦταν πλέον ἀδελφική, θεωροῦσε ὁ ἕνας τόν ἄλλο ὡς ἀδελφό καί ὄχι ὡς σύζυγο.
Μετά ἀπό δεκατέσσερα χρόνια κοιμήθηκε ἡ μητέρα της. Ἡ Μελάνη, μέ τήν ἄσκησή της ἔφτασε σέ μεγάλο ὕψος ἁγιότητας. Ἡ φήμη της διαδόθηκε παντοῦ καί ἔτσι ἔτρεχαν κοντά της πολλές νέες, ἄλλες εὐσεβεῖς καί ἄλλες ἀσεβεῖς νά μονάσουν ὑπό τή δική της καθοδήγηση. Ἡ ἴδια ἀρνιόταν νά δεχτεῖ τή θέση τῆς ἡγουμένης ἀπό ταπείνωση.
Μετά ἀπό καιρό κοιμήθηκε καί ὁ Ἀπελλιανός. Ἡ Μελάνη ἀποφάσισε νά κτίσει ἀνδρικό μοναστήρι στή μνήμη του. Δέν εἶχε χρήματα, ἀλλά αὐτά βρέθηκαν, τά κατέβαλε κάποιος πλούσιος ἄρχοντας τῆς περιοχῆς.
Στή Ρώμη εἶχε ἀναδειχτεί ἔπαρχος κάποιος θεῖος της, ὁ Βολοσιανός, ὁ ὁποῖος βρισκόταν γιά ὑπηρεσιακούς λόγους στήν Κωνσταντινούπολη. Κάλεσε τή Μελάνη στή Βασιλεύουσα γιά νά τή γνωρίσει μέ τήν αὐτοκράτειρα Εὐδοκία. Ἡ πρωτεύουσα συνταράσσονταν ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου. Ἐκεῖ ἡ Μελάνη ἔδωσε μεγάλους ἀγῶνες γιά τήν Ὀρθοδοξία. Ἀφοῦ κόπασε ἡ αἵρεση ἀποφάσισε νά γυρίσει ξανά στούς Ἁγίους Τόπους, νά πεθάνει στήν Ἁγία Γῆ. Ἀνοικοδόμησε καί ἄλλο μοναστήρι, μέ χρήματα πού τῆς δώρισε ἡ Εὐδοκία.
Μετά ἀπό καιρό προεῖδε το θάνατό της. Ἦταν παραμονές Χριστουγέννων. Ζήτησε ἀπό τίς μοναχές νά τήν ὁδηγήσουν στή Βηθλεέμ, ὅπου προσκύνησε τόν τόπο πού γεννήθηκε ὁ Χριστός, μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί κοιμήθηκε εἰρηνικά. Ἦταν ἡμέρα Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου. Πλῆθος κληρικῶν καί ἁπλῶν πιστῶν παρακολούθησαν τήν ἐξόδιο ἀκολουθία της, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἐπίσκοπο Ἐλευρουπόλεως. Ἡ μνήμη της τιμᾶται στίς 31 Δεκεμβρίου.


Και νέον έτος αριθμεί - Σμύρνη - Κάλαντα Δωδεκαημέρου - Καλλιτεχνικό Εργαστήρι Άγιος Θεράποντας


ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ


 

 


Είναι ο Οικουμενισμός αίρεση; Τι μας λένε οι άγιοί μας;


Εν Πάφω τη 27η Δεκεμβρίου 2024
του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου
Γραφείο κατά των αιρέσεων

“Ο Οικουμενισμός είναι παναίρεση”

Όλοι οι σύγχρονοι άγιοι, χαρακτήρισαν τον Οικουμενισμό ως αίρεση, και συγκεκριμένα ως παναίρεση καθώς συμπεριλαμβάνει όλες τις αιρέσεις – ‘παν’αίρεση. Όλοι τους μίλησαν ή έπραξαν εναντίον του Οικουμενισμού. Θα παρουσιάσουμε αυτούσια μερικές μόνον αναφορές τους στο θέμα της παναίρεσης του Οικουμενισμού – ορισμένες εκ των οποίων δημοσιεύονται για πρώτη φορά – ούτως ώστε να μην είναι δυνατόν να παρερμηνευθούν κατά την βούληση του καθενός, και να φανεί η κοινή ομολογία των αγίων μας, κατατροπώνοντας όσους υποστηρίζουν ότι “ο οικουμενισμός δεν υπάρχει, και αποτελεί νοσηρή φαντασία ορισμένων ακραίων, ζηλωτών πιστών”.

Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Ας ξεκινήσουμε με τον μεγάλο Σέρβο Πατέρα της Εκκλησίας και με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του “Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός”:

«Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του βρίσκεται η καρδιά όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, με επικεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινό ευαγγελικό όνομά των είναι παναίρεσις. Διατί; Διότι εις το διάστημα της ιστορίας αι διάφοροι αιρέσεις ηρνούντο ή παρεμόρφωνον ιδιώματά τινα του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού, αι δε ευρωπαϊκαι αύται αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρον τον Θεάνθρωπον και εις την θέσιν του τοποθετούν τον Ευρωπαίον άνθρωπον. Εδώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Παπισμού, Προτεσταντισμού και άλλων αιρέσεων ων το όνομα λεγεών… Ο γυμνός ηθικιστικός μινιμαλισμός και ο ανθρωπιστικός ειρηνισμός του σύγχρονου Οικουμενισμού πράττουν μόνον έν πράγμα: φέρουν εις φως τας φυματικάς ουμανιστικάς ρίζας των».

Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Ο όσιος είχε γνήσιο ομολογιακό πνεύμα και αυτό γίνεται φανερό και σε ηχογραφήσεις που ακούγεται η ίδια η φωνή του, να συνομιλεί με πνευματικά του παιδιά. Μεταφέρουμε απομαγνητοφωνημένα ορισμένα:

«Τώρα όμως όλος ο κόσμος, διάφορες νοοτροπίες, άνθρωποι και μεγάλοι, που ούτε καν πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός, έχουνε τη γνώμη ότι δεν πρέπει να υπάρχουνε πολλές θρησκείες, διότι διχάζουν τους ανθρώπους και τους φέρνουνε σε έχθρα. Και όλοι φροντίζουν, μικροί-μεγάλοι και κράτη και ολόκληρες αυτές, να γίνει μία θρησκεία! Και θα γίνει με ένα τρόπο τέτοιο. Ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο, να φτιάξουμε μία νέα θρησκεία, αυτό το κάνουνε οι Σιωνισταί, και εργάζονται πολύ για αυτό το πράγμα, οι άνθρωποι να βγάλουν μία νέα θρησκεία καλή, και να αφήσουμε ότι υπάρχει κόλαση ότι υπάρχει Σατανάς και κάτι τέτοια… Δεν το θέλω, βέβαια, να προπαγανδίζετε ο ένας στον άλλον και να λέτε ότι οι θρησκείες όλες, είναι μία. Δεν έχουν διαφορά, “Του Θεού είναι όλες”, σε όποια θέλεις, πηγαίνεις. Και όποιο Θεό θέλεις προσκυνάς. Δεν… δεν… δεν τα θέλω εγώ αυτά. Δεν τα μπορώ. Είναι έτσι το πνεύμα μου.»

Ο καθηγητής δογματικής κ.Δ.Τσελεγγίδης, αναφέρει χαρακτηριστικά σε ομιλία του:

«Ρώτησα ανθρώπους που ήταν κοντά του. Ρώτησα: Εσείς που τον ζήσατε, εσάς που σας έχει τόση εκτίμηση, εσείς που βλέπετε ακόμη τον Άγιο στη ζωή σας, δεν έχει πάρει αυτό το ερώτημα από κανέναν: Τί είναι ο Οικουμενισμός; “κ.καθηγητά πως δε πήρε; Αλίμονο, μας το έλεγε, τον ρωτούσαμε και μας είπε ότι είναι βρομερά πράγματα, ακαθαρσία πνευματική”»

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Πλήθος σχετικών αναφορών θα βρούμε στο “Βίος Γέροντος Παϊσίου” του γ.Ισαάκ:

«Καταπολέμησε τον οικουμενισμό και μιλούσε για το μεγαλείο και την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας. Για ένα διάστημα είχε διακόψει, μαζί με όλο σχεδόν το υπόλοιπο Άγιον Όρος, το μνημόσυνο του πατριάρχου Αθηναγόρα για τα επικίνδυνα ανοίγματά του προς τους Ρωμαιοκαθολικούς».

Και στο βιβλίο “Λόγοι Γέροντος Παϊσίου αγιορείτου”:

«Ο διάβολος έχει τρία πλοκάμια. Για τους φτωχούς τον κουμμουνισμό, για τους πιστούς τον οικουμενισμό και για τους πλουσίους την μασσωνία. Είναι και μερικοί που ξεκινούν με καλή διάθεση. Αλλά, όταν μαζεύωνται τι μάγοι, τι πυρολάτρες, τι Προτεστάντες, ένα σωρό – άκρη δεν βρίσκεις -, για να φέρουν την ειρήνη στον κόσμο, πώς να βοηθήσουν; Ο Θεός να με συγχωρέση, αυτά είναι κουρελούδες του διαβόλου

«Οικουμενισμός, και κοινή αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μια θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων. Οι Σιωνιστές ετοιμάζουν κάποιον για Μεσσία.»

Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης

Ο καθηγητής κ.Γ.Μαντζαρίδης μας μεταφέρει σε ομιλία του τα εξής:

«Μολονότι δεν διέθετε ειδικές θεολογικές γνώσεις, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος για τα δογματικά θέματα. Συχνά έλεγε ότι ορισμένες βαριές αμαρτίες τις αισθανόταν σαν δυσοσμία. Διαπίστωνε ότι η αμαρτία έχει αποφορά. Όταν δε κάποτε κάποιος επισκέπτης τον ρώτησε για τον Οικουμενισμό, έκανε προσευχή για να τον πληροφορήσει ο Θεός: “Μία δυσωδία, μία γεύση ξινή, αλμυρή, πικρή. Να! αυτό ήταν το αποτέλεσμα” έλεγε με αποτροπιασμό

Ομοίως και ο κ.Δ.Τσελεγγίδης:

«Εγώ προσωπικά ρώτησα τον π.Εφραίμ τον Κατουνακιώτη (για τον Οικουμενισμό) και μου είπε: “Τι να σου πω; Εγώ είμαι 50 χρόνια εδώ και έχω ξεχάσει και τα ελληνικά. Δε διαβάζω. Που να ξέρω τί είναι ο Οικουμενισμός; Μου το ρώτησε λίγο νωρίτερα, πριν από σένα κάποιος θεολόγος, και πήγα και το ρώτησα στο Χριστό, και με πληροφόρησε είναι ένας χώρος των ακαθάρτων πνευμάτων”»

Όσιος Αρσένιος Μπόκα

«Ο Οικουμενισμός; Είναι η αίρεση όλων των αιρέσεων! Η πτώση της Εκκλησίας από τους ιδίους της τους υπηρέτες, τα όργανα της Δύσης. Τα αποτελέσματά του είναι τα σάπια συντρίμμια που πέφτουν, ακόμα κι αν είναι επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί ή λαϊκοί… Ας επιστρέψουμε στην αγία Παράδοση, στα Δόγματα και στους Κανόνες των αγίων Πατέρων των επτά οικουμενικών Συνόδων. Διαφορετικά, θα πάμε στην κόλαση, συμπεριλαμβανομένων και των επισκόπων μας! Θεός φυλάξοι!»

Όσιος Γαβριήλ ο διά Χριστόν σαλός

«Στην αρχή θα είναι μία αίρεση και αργότερα θα γίνει μεγάλο μπέρδεμα. Μετά την εμφάνιση του Oικουμενισμού θα έρθει ο Αντίχριστος»


Λίγα, πολύ λίγα παρουσιάσαμε σε αυτό το άρθρο. Αρκεί όμως για να δούμε την ομοψυχία και ομολογία όλων των αγίων στις μέρες μας ενάντια στην παναίρεση του Οικουμενισμού.

Κατακλείοντας, ας ακούσουμε το λόγο του αγιασμένου γέροντος παπαΣτεφάνου του Καρουλιώτη, και ας τον ακολουθούμε στη ζωή μας:

«Για να γίνουμε άγιοι δεν είναι δύσκολο και απαιτούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1. Πρέπει να έχει κανείς καθαρή Ορθόδοξη πίστη. Δεν πρέπει να είναι οικουμενιστής, ούτε αιρετικός. 2. Πρέπει να έχει εξομολόγο και να εξομολογείται όλες τις αμαρτίες που έχει κάνει από μικρό παιδί. 3. Πρέπει να πολεμάει να μην ξανακάνει τα ίδια αμαρτήματα. Αν ξαναπέσει, να τρέξει αμέσως στον πνευματικό να το εξομολογηθεί. 4. Να Κοινωνεί συχνά το Αίμα και το Σώμα του Χριστού». Αμήν.

Με εν Χριστώ αγάπη
εκ του Γραφείου κατά των αιρέσεων
της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου

impaphou.org



Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2024

 

Ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ τολμήματος τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπό τό Ἱερόν Βῆμα τῶν Ἐκκλησιῶν


 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤ. ΠΟΝΗΡΟΣ Δρ Θ., Μ.Φ.

Ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ τολμήματος τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπό τό  Ἱερόν Βῆμα τῶν Ἐκκλησιῶν

Ἔλεγε δέ καί πρός τούς μαθητάς αὐτοῦ·

ἀνενδεκτόν ἐστίν μή ἐλθεῖν τά σκάνδαλα·

οὐαί δέ δι΄οὗ ἔρχεται.

Λκ 17,1

            Α΄. Πρόλογος

            Τό τόλμημα τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπό τόν χῶρο ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ὁρισμένων ἱερῶν ναῶν τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προξένησε τόν ἀποτροπιασμό, τή θλίψη, τήν ἀπογοήτευση καί τήν ὀργή τῶν ἱερέων ὅσο καί τῶν πιστῶν. Διότι δέν εἶναι λίγο πράγμα, νά βλέπεις νά ἀπαγορεύεται ἡ εἰκών τοῦ θείου πάθους καί νά ἀντικαθίσταται ... ἀπό ἕνα κάθισμα! Οἱ δικαιολογίες γιά τήν πράξη αὐτή ἀδυνατοῦν νά πείσουν τούς πιστούς. Τό γιατί θά ἐξετάσουμε ὡς ἀκολούθως.

            Β΄. Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἅγιος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος

            Ἐάν κάποιοι νομίζουν, ὅτι τό νά καθίσταται διαρκῶς ἐμφανής ὁ Ἐσταυρωμένος ὑποβιβάζει στή συνείδηση τῶν πιστῶν τήν ἁγία Του Ἀνάσταση, ἄς μελετήσουν τόν ἅγιο Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο καί θά διαπιστώσουν ὅτι στήν πίστη τοῦ Ἀποστόλου, ὅπως αὐτή ἀποτυπώνεται στίς ἐπιστολές του, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ οὐδόλως διαχωρίζεται ἀπό τήν Ἀνάστασή Του, διότι ἄνευ τοῦ θείου πάθους δέν ὑφίσταται ἡ Ἀνάσταση. Ἡ ὁμολογία ἅμα καί διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου, ἀποτυπωμένη σέ τέσσαρες, κυρίως, ἐπιστολές του ἔχει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά:

            Θά δοῦμε ἀκολούθως ὅτι ἀναφερόμενος ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ δέν ἐννοεῖ μόνον τό θεῖον πάθος, ἀλλά σύνολο τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ θείας οἰκονομίας, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, θεωρεῖ δέ κορύφωσή του τήν σταύρωση, ἀφοῦ δίχως αὐτήν δέν θά ἦταν δυνατή ἡ Ἀνάσταση.

            Ἤδη στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του γίνεται ἀντιληπτή ἡ περί Σταυροῦ θεολογία του:

            "Ἑγώ γάρ διά νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός· ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ. Οὐκ ἀθετῶ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ· εἰ γάρ διά νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστός δωρεάν ἀπέθανεν.[1]"

            Ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος μόνον τόν Σταυρό καί τόν θάνατο τοῦ Κυρίου, ὅμως στόν λόγο του ἐνυπάρχει καί ἐννοεῖται καί ἡ Ἀνάσταση, καί ἄν δέν τήν ἐννοήσουμε στρεβλώνουμε ἀνεπανόρθωτα τήν θεολογία του. Διότι ἡ παράδοση ἑαυτοῦ, ἡ σταύρωση καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἀπομένουν δίχως τήν Ἀνάσταση ἄνευ σκοποῦ καί ἐν γένει ἄνευ δικαιώσεως. Ἄρα, ἡ ἀναφορά στή Σταύρωση ἀναφέρεται καί παραπέμπει αὐτομάτως καί στήν Ἀνάσταση.

            Ἕως καί τήν κατακλείδα της διέπει τήν ἐπιστολή τό αὐτό ἀποστολικό πνεῦμα:

            "ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται. οὐδέ γάρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοί νόμον φυλάσσουσιν· ἀλλά θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρα σαρκί καυχήσωνται. ἐμοί  δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι΄ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ. ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά καινή κτίσις. καί ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ΄ αὐτούς καί ἔλεος, καί ἐπί τόν Ἰσραήλ τοῦ Θεοῦ.[2]"

            Καί πάλι δέν ἀναφέρεται τίποτε ἄλλο ἐκτός τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στήν καινή κτίση. Καί πάλι καταλήγουμε στό αὐτό συμπέρασμα, ἐάν δέν θέλουμε νά στρεβλώσουμε τήν παύλειο περί σταυρικοῦ πάθους καί ἀναστάσεως διδασκαλία: ὅτι ἐδῶ, διά τῆς ἀναφορᾶς εἰς τόν Σταυρόν, ἐννοεῖται συμπεριληπτικῶς καί κατά συνέπειαν καί ἡ Ἀνάσταση, ἄλλως ἀπομένει ἡ σταυρική θυσία ἄνευ ἐκπληρώσεως καί ἡ καινή κτήση ἀδύνατη.

            Καί προχωρώντας στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή ὁμοίως παρατηροῦμε, ὅτι διά τοῦ Σταυροῦ δηλώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος περιεκτικά ὅλο τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ θείας οἰκονομίας καί ἐν τέλει σωτηρίας:

            "οὐ γάρ ἀπέστειλέ με Χριστός βαπτίζειν, ἀλλ΄ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μή κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δέ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τήν σοφίαν τῶν σοφῶν, καί τήν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; ἐπειδή γάρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διά τῆς σοφίας τόν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεός διά τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τούς πιστεύοντας ἐπειδή καί Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαῖοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαῖοις τε καί Ἕλλησι, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν·[3]"

            Καί γεννᾶται ἐδῶ τό ἐρώτημα: Ὁ κατά ἀπόστολον διά τοῦ κηρύγματος, διά τῆς "μωρίας τοῦ κυρύγματος", εὐαγγελισμός, ὁ ὁποῖος διδάσκει στόν κόσμο τήν σοφία τοῦ Θεοῦ τόν ἐσταυρωμένο Χριστό, τί ἀκριβῶς περιλαμβάνει; Προφανῶς δέν περιλαμβάνει μόνον τό θεῖον πάθος, τή σταύρωση καί τόν σταυρικό θάνατο, ἀλλά καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄλλως, ἐάν "ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ" δέν ἐδήλωνε ταυτοχρόνως καί τήν Ἀνάσταση, πῶς θά ἦταν δυνατόν νά εἶναι "τοῖς σωζομένοις δύναμις Θεοῦ", ἐφ΄ ὅσον δέν θά ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό μία κάποια ἀτελής καί ἀνεκπλήρωτη ἀπόπειρα;

            Θά καταντοῦσε, ὅπως τονίζει ὁ ἴδιος διδάσκοντας σχετικά στό 15ο κεφάλαιο τῆς αὐτῆς ἐπιστολῆς, "κενό" τό ἀποστολικό κήρυγμα:

            "Εἰ δέ Χριστός κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσιν τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν; εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν."[4]

            Στή θεολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου Πάθος καί Ἀνάσταση δέν ἀναφέρονται κατά ἱστορική σειρά, ὅπως ἀκριβῶς συνέβησαν, ἀλλά ὅπως ἐξυπηρετεῖ τό κήρυγμά του. Στήν εὐχαριστία καί δέησή του πρός τόν Θεό ἀναφέρει, στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς του, τήν Ἀνάσταση καί τήν δι΄ αὐτῆς ὑποταγή τοῦ παντός εἰς τόν Χριστό:

            "Διά τοῦτο κἀγώ, ἀκούσας τήν καθ΄ ὑμᾶς πίστιν ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ καί τήν ἀγάπην τήν εἰς πάντας τούς ἁγίους, οὐ παύομαι εὐχαριστῶν ὑπέρ ὑμῶν μνείαν ὑμῶν ποιούμενος ἐπί τῶν προσευχῶν μου, ἵνα ὁ Θεός τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατήρ τῆς δόξης, δῴη ὑμῖν πνεῦμα σοφίας καί ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τό εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπίς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καί τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καί τί τό ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τούς πιστεύοντας κατά τήν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, ἥν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτόν ἐκ νεκρῶν, καί ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας καί δυνάμεως καί κυριότητος καί παντός ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι· καί πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου.[5]"

            Στό δέ ἑπόμενο, δεύτερο κεφάλαιο τῆς αὐτῆς ἐπιστολῆς, ἀφοῦ ἔχει ἤδη διδάξει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ, διδάσκει πῶς τό σῶμα αὐτό συμφιλιώνει, "ἀποκαταλλάσσει" Ἰουδαίους καί ἐθνικούς διά τοῦ Σταυροῦ:

            "αὐτός γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τά ἀμφότερα ἕν καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τούς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καί ἀποκαταλλάξῃ τούς ἀμφοτέρους ἐν ἑνί σώματι τῷ Θεῷ διά τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τήν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· καί ἐλθών εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακράν καί τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι΄ αὐτοῦ ἔχομεν τήν προσαγωγήν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνί Πνεύματι πρός τόν πατέρα.[6]"

            Ὅπως εἴδαμε, ἔχει ἤδη ἀναφέρει τήν Ἀνάσταση, δίχως νά τηρεῖ χρονολογική σειρά. Στό δέ συγκεκριμένο σημεῖο τονίζει τό πάθος τοῦ Σταυροῦ, ἡ δέ Ἀνάσταση ἐμπεριέχεται ὡς ἀναγκαία συνέπεια, ὡς ἐκπλήρωση τοῦ Θείου Πάθους.

            Καί προχωροῦμε στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου. Στόν στίχο 3,10 ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος πρῶτα τή γνώση τοῦ Κυρίου καί τή δύναμη τῆς ἀναστάσεώς του, καί κατόπιν τήν "κοινωνία τῶν παθημάτων αὐτοῦ", τή μετοχή στό πάθος του καί τή συμμόρφωση τῷ θανάτῳ αὐτοῦ:

            "ἀλλά μενοῦνγε καί ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διά τό ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μου, δι΄ ὅν τά πάντα ἐζημιώθην, καί ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστόν κερδήσω καί εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ μή ἔχων ἐμήν δικαιοσύνην τήν ἐκ νόμου, ἀλλά τήν διά πίστεως Χριστοῦ, τήν ἐκ Θεοῦ δικαιοσύνην ἐπί τῇ πίστει, τοῦ γνῶναι αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καί τήν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, εἰ πως καταντήσω εἰς τήν ἐξανάστασιν τῶν νεκρῶν.[7]"

            Ἄραγε, καί ἐδῶ ὅπως καί σέ προηγουμένη ἐπιστολή του, ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος ὅτι τάχα προηγήθηκε χρονικῶς ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ; Προφανῶς ὄχι. Ἔχει ὅμως ὁ Ἀπόστολος τήν πεποίθηση, ὅτι δέν θά τήν γνωρίσει, οὔτε αὐτήν, οὔτε τήν Ἀνάσταση νεκρῶν, γιά τήν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ στόν ἀμέσως ἑπόμενο στίχο, ἐάν δέν γίνει κοινωνός τοῦ πάθους καί τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ - προφανῶς ὄχι ὁπωσδήποτε, οὔτε ἐκβιαστικῶς, οὔτε σωματικῶς, ἀλλά βιώνοντας τό μαρτύριο τῆς πίστεως.

            Συνεπῶς, ἀφοῦ ὁ Ἀπόστολος μᾶς διδάσκει δίχως νά τηρεῖ πάντοτε τήν τυπική ἱστορική σειρά τῶν γεγονότων, δέν θά ἦταν ποτέ δυνατόν,  καί μάλιστα δι΄ ἐγωιστικῆς ἐμμονῆς, νά ἐπιβάλει κανένας, ὁποιαδήποτε θέση καί ἄν αὐτός κατέχει ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, κατά τό δοκοῦν τυποποίηση ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα, ἐν τέλει, πρός σοβαρή ζημία  τοῦ κηρυκτικοῦ διδακτικοῦ ἔργου της. Καί οὔτε θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά ἐπικαλεσθεῖ ὁ ὁποιοσδήποτε τήν ὁποιαδήποτε, σύμφωνα μέ τήν προσωπική του φαντασία ἱστορική τάξη ἐντός τοῦ χώρου τοῦ χριστιανικοῦ ἱεροῦ ναοῦ, ὥστε νά ἀποβάλει τόν Ἐσταυρωμένο ἀπό τόν χῶρο ὅπου ἡ Ἱερά Παράδοση τόν ἔχει τοποθετήσει. Ἡ θέση αὐτή δέν ὀφείλεται σέ μιά κάποια ἱστορική ἤ δογματική σειρά, οὔτε τήν ἐπικαλεῖται, ἀλλά ὀφείλεται πρώτιστα σέ κηρυκτικούς διδακτικούς σκοπούς, τούς ὁποίους καί ὑπηρετεῖ.

            Ὅπως εἴδαμε, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο παραπέμπει καί στήν Ἀνάσταση, ἄλλως θά παρέμενε μία μάταιη θυσία ἄνευ νοήματος γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τόν Ἐσταυρωμένο, ὁ ὁποῖος καλῶς τοποθετεῖται ἔτσι ὥστε διά τοῦ Ἱεροῦ Βήματος νά δεσπόζει σέ ὁλόκληρο τόν ὀρθόδοξο ἱερό ναό: δηλώνει καί διδάσκει ὅχι μόνον αὐτό καθ΄ αὐτό τό Θεῖον Πάθος, ἀλλά καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ δέ ἀφαίρεσή του, καταντᾶ γιά τόν λόγο αὐτό πράξη βλάσφημη καί ἱερόσυλη ὀφειλόμενη σέ σοβαρό σφάλμα, στό ὁποῖο ὅποιος ἐμμένει, παρ΄ ὅλες τίς ἐξηγήσεις τίς ὁποῖες ἔχει κατά καιρούς λάβει, θά χρωστᾶ τήν πράξη του αὐτή μόνον στήν ἔπαρση καί στή φιλαυτία του. Καί οὐσιαστικά πρόκειται γιά κακοδοξία, στήν ὁποία ὅποιος ἐμμείνει, μέλλει νά προξενήσει σοβαρή ἀναστάτωση στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

            Γ΄. Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἅγιος Βασίλειος Καισαρείας ὁ Μέγας

            Τούς 91ο καί στόν 92ο κανόνες του ὁ ἅγιος πατήρ καί διδάσκαλος Βασίλειος Καισαρείας ὁ Μέγας ἀναγκάσθηκε νά συγγράψει, ἐπειδή ἀντιμετώπιζε συγκεκριμένο πρόβλημα ἀπό τούς αἱρετικούς πνευματομάχους. Ἀντιδροῦσαν στήν ἀπό μέρους του δοξολογία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ τῇ χρήσει τοῦ "σύν" κατά τήν ἀναφορά στό Ἅγιον Πνεῦμα: "δόξα Πατρί καί Υἱῷ σύν Ἁγίῳ Πνεύματι".

            Ὁρίζει, λοιπόν, ὁ μέγας τῆς οἰκουμένης φωστήρ:

            "Tῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καί κηρυγμάτων, τά μέν ἐκ τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τά δέ ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν Μυστηρίῳ παραδεξάμεθα, ἅπερ ἀμφότερα τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέβειαν, καί τούτοις οὐδείς ἀντερεῖ, ὅστις γε, κᾄν κατά μικρόν γοῦν θεσμῶν ἐκκλησιαστικῶν πεπείραται. Εἰ γάρ ἐπιχειρήσαιμεν τά ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μή μεγάλην ἔχοντα τήν δύναμιν παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἄν εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δέ εἰς ὄνομα ψιλόν περιϊστῶντες τό κήρυγμα."

            Ἔχουμε, κατά ταῦτα, τά ἐκκλησιαστικά δόγματα καί κηρύγματα κατά δύο τρόπους παραλάβει καί συνάμα διδαχθεῖ:

            α) Διά τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας, τ.ἔ. τῆς ἐν τῇ Ἁγία Γραφῇ.

            β) Διά τῆς παραδόσεως τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία διαδόθηκε σέ ἐμᾶς ἐν Μυστηρίῳ.

            Ὅσα διά τῶν ὡς ἄνω δύο τρόπων ἔχουμε παραλάβει, τονίζει ὁ μέγας πατήρ καί διδάσκαλός, εἶναι ἰσότιμα καί ἰσόκυρα καί ἔχουν τήν αὐτή ἰσχύ πρός τήν εὐσέβεια. Τό ἀντίθετο δέν θά ἦταν δυνατόν νά ὑποστηρίξει τις, ἀκόμη καί ἄν ἔχει μικρή μόνον πείρα τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν. Κι ἄν θά ἐπιχειρούσαμε νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τά "ἄγραφα ἔθη", ὅσα δηλαδή δέν διδάσκονται ἀπ΄ εὐθείας ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, προφασιζόμενοι ὅτι αὐτά δέν ἔχουν τάχα ἀρκετή ἰσχύ, θά καταλήγαμε, δίχως κἄν νά τό καταλάβουμε, νά ζημιώσουμε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί νά καταντήσουμε τό κήρυγμα, τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, "ὄνομα ψιλό", δηλαδή κενό περιεχομένου.

            Καί ἐρωτοῦμε ὅποιον εἶχε τήν ἀτυχή ἔμπνευση νά ἀφαιρέσει τόν Ἐσταυρωμένο ἀπό τόν χῶρο ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης στό Ἱερόν Βῆμα:          Ἡ πράξη αὐτή ζημιώνει ἤ ὄχι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στά καίρια σημεῖα του, ἀφοῦ ἀφαιρεῖ τήν διαρκή ὑπόμνηση τοῦ Θείου Πάθους καί τῆς μετ΄ αὐτό Ἀναστάσεως καί δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ εἰκών τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀφαιρέθηκε ὡς τι κακό καί ἐπιβλαβές; Διότι αὐτό ἀπομένει ὡς τελική καί μόνιμη ἐντύπωση, πώς ὅ,τι ἀπαγορεύεται εἶναι καί ἐπιβλαβές. Δέν θά ἦταν π.χ. δυνατόν νά ἐπιτραπεῖ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὁτιδήποτε ἄσεμνο ἤ βλάσφημο, καί ὅμως αὐτή ἡ ἐμμονή ὅσων προέβησαν στό ἐν λόγῳ τόλμημα, σέ αὐτό τό συμπέρασμα ὁδηγεῖ.

            Καί ἀναλύοντας ὁ ἅγιος μέγας Βασίλειος περαιτέρω περιπτώσεις ἀπό τήν ἱερά παράδοση, ἀναφέρει ὡς ἄγραφα ἔθη:

            α) Τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τό ὁποῖο σχηματίζουμε προσευχόμενοι ὅλοι οἱ πιστοί.

            β) Ἡ πρός ἀνατολάς ἐνατένιση κατά τήν προσευχή.

            γ) Οἱ εὐχές τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

            δ) Ἡ εὐλογία τοῦ ὕδατος τοῦ Βαπτίσματος.

            ε) Ἡ εὐλογία τοῦ ἐλαίου τῆς χρίσεως.

            στ) Ἡ εὐλογία αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ βαπτιζομένου.

            ζ) Αὐτή ἡ ἰδία ἡ δι΄ ἐλαίου χρίση.

            η) Ἡ τριπλή κατάδυση.

            θ) Ἡ ἀπόταξη τοῦ σατανᾶ καί τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ.

            ι) Τό ὅτι προσευχόμεθα ὀρθοί κατά τήν Κυριακή.

            ια) Αὐτή ἡ ἰδία ἡ ὁμολογία πίστεως εἰς Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα - προφανῶς ὄχι ἡ ἀποκεκαλυμένη ἀλήθεια τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ.

            Θά ἔπρεπε, λοιπόν, ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα τῆς Ἱερᾶς μας Παραδόσεως, νά μή εἶχαν εἰσαχθεῖ, ἤ καί ἄν εἶχαν εἰσαχθεῖ στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας νά εἶχαν ἐξοβελισθεῖ, ἐπειδή δέν μαρτυροῦνται αὐτολεξεί στήν Ἁγία Γραφή ἤ ἐπειδή ὅταν πρωτουιοθετήθηκαν δέν ἦταν ἀρκετά ἀρχαῖα; Ἐάν πράτταμε σύμφωνα μέ αὐτή τή "λογική", ὅσα σήμερα θεωροῦνται "ἀρχαῖα" δέν θά προλάμβαναν νά καταστοῦν τέτοια, ἀφοῦ ὁτιδήποτε νέο, πλήν ὅμως μή ἀντιτιθέμενο στήν ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψη, θά ἐξεδιώκετο ὡς παράνομο. Τέτοιου εἴδους σκέψη καί πράξη θά κατέπνιγε ἀφ΄ ἑνός κάθε δημιουργική ἑρμηνευτική, διδακτική καί κηρυκτική ἀπόπειρα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀφ΄ ἑτέρου θά ὁδηγοῦσε μοιραῖα στόν προτεσταντισμό. Ὅμως ὁ μέγας τῆς οἰκουμένης φωστήρ Βασίλειος Καισαρείας τονίζει στόν ἐν λόγῳ κανόνα του, ὅτι τά χρησιμοποιοῦμε "ὡς μεγάλην ἔχοντα πρός τό Μυστήριον τήν ἰσχύν, ἐκ τῆς ἀγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες".

            Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος στόν αὐτό κανόνα: "Τά μέν δόγματα σιωπᾶται, τά δέ κηρύγματα δημοσιεύεται." Ἄς ἔχουν, λοιπόν, κατά τά ἀνωτέρω, ὑπ΄ ὄψη ὅσοι ἀποτόλμησαν τήν ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὅτι ἡ μόνιμη τοποθέτησή του ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης εἶναι ἕνα διαρκές κήρυγμα, μία διαρκής ὑπόμνηση τοῦ Θείου Πάθους, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση καί στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία.

            Καί, ἀφοῦ ἔχει ἤδη ὁ ἅγιος μέγας Βασίλειος ἐξηγήσει γιατί ἡ Ἐκκλησία ἔχει υἱοθετήσει ὅλα τά ἀνωτέρω "ἄγραφα μυστήρια", καταλήγει:

            "Εἶτα, τοσούτων ὄντων ἀγράφων καί τοσαύτην ἐχόντων ἰσχύν εἰς τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον, μίαν λέξιν ἡμῖν ἐκ Πατέρων εἰς ἡμᾶς ἐλθοῦσαν οὐ συγχωρήσουσιν; ἥν ἡμεῖς ἐκ τῆς ἀνεπιτηδεύτου συνηθείας ταῖς ἀδιαστρόφοις τῶν Ἐκκλησιῶν ἐναπομείνασαν εὕρομεν, οὐ μικρόν τόν λόγον ἔχουσαν, οὐδέ βραχείαν συντέλειαν εἰς τήν τοῦ Μυστηρίου δύναμιν εἰσφερομένην;"

            Mία λέξη δέν συγχωροῦσαν οἱ πνευματομάχοι στόν μέγα Βασίλειο, τήν λέξη "σύν". Ὅμως ὁ ἅγιος, ἔχοντας ἀπαριθμήσει καί ἐξηγήσει ὁλόκληρη σειρά ἀγράφων ἐκκλησιαστικῶν ἐθῶν, τά ὁποῖα διαπιστώνει ὅτι ἔχουν μεγάλη ἰσχύ στό μυστήριο τῆς εὐσεβείας, ἐξηγεῖ ὅτι τή βρῆκε σέ ὅσες ἐκκλησίες δέν εἶχαν διαστραφεῖ, τ.ἔ. δέν εἶχαν στρεβλώσει τήν πίστη,  καί ὁμοίως συντελεῖ σοβαρά στήν ἐνίσχυση τοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως.

            Ἐδῶ θά πρέπει νά προσέξουν ἰδιαίτερα ὅσοι ἀποτολμοῦν τήν ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου: Συντελεῖ ἤ ὄχι ἡ μόνιμη τοποθέτησή του ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης στό κατά μέγα Βασίλειο "μυστήριο τῆς Εὐσεβείας", ἀφοῦ ἀποτελεῖ μία διαρκή διδασκαλία καί ὑπόμνηση τοῦ Θείου Πάθους καί τῆς μετ΄ αὐτό ἁγίας Ἀναστάσεως; Ἡ δέ ἀφαίρεσή του καί ἀντικατάστασή του ἀπό ἕνα κάθισμα, εἶναι ἤ ὄχι σέ θέση νά βλάψει τήν εὐσέβεια, τήν πίστη καί τή σωτηρία;

            Kαί προσθέτει ὁ ἅγιος μέγας Βασίλειος στόν 92ο κανόνα του ὡς κατακλείδα στά ἀνωτέρω: "Ἀποστολικόν δέ οἶμαι καί τό ταῖς ἀγράφοις παραδόσεσι παραμένειν". Καί παραθέτει ὡς τεκμήριο τῆς διδασκαλίας του αὐτῆς τόν παύλειο στίχο "ἐπαινῶ δέ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε, καί καθώς παρέδωκα ἡμῖν τάς παραδόσεις κατέχετε.[8]" Καί τόν στίχο "κρατεῖτε τάς παραδόσεις, ἅς ἐδιδάχθητε[9], εἴτε διά λόγου, εἴτε δι΄ ἐπιστολῆς.[10]"

            Πῶς, ὅμως, σχετίζονται τά ἀνωτέρω μέ τήν περίπτωση ἡ ὁποία ἐδῶ μᾶς ἀπασχολεῖ; Ὁπωσδήποτε συνδέονται ἄμεσα, διότι ἔχουμε καί στήν προκειμένη περίπτωση ἄγραφη παράδοση, τήν μόνιμη τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἡ ὁποία ὅμως ἄγραφη παράδοση μᾶς διδάσκει τήν ἁγιογραφική ἀλήθεια τοῦ θείου πάθους, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ στήν ἁγία Ἀνάσταση.

            Ἐν τέλει, ἀφοῦ εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος ἱερά εἰκών τῆς Ἐκκλησίας μας, πῶς ἡ πράξη τῆς ἀφαιρέσεώς του ἀπό τήν θέση, ὅπου ἡ Ἱερά Παράδοση τήν ἔχει τοποθετήσει, δέν εἶναι πράξη εἰκονομαχική; Πράξη ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νά στρέψει τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας σέ χρόνους χαλεπούς, ὅπου δέν πρέπει ποτέ νά ἐπιστρέψει. Καί νά δημιουργήσει σχίσματα, ὅπως καί νά ἐκδιώξει ἀπό τήν Ἐκκλησία πιστούς, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονται νόθευση τοῦ βίου της.

            Ἐπίλογος

            Ἀποδείξαμε, ὅτι ἡ τιμητική μόνιμη τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου στό Ἱερό Βῆμα, στή θέση ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, δέν ἀντίκειται στήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά τήν ἐπιβεβαιώνει στό ἀκέραιο καί τήν ἐμπλουτίζει κατά ἀξιοθαύμαστο, ὅσο καί ἀξιέπαινο τρόπο. Ἔχουμε, κατά τά ἀνωτέρω, τήν πεποίθηση ὅτι γράφουμε στοιχοῦντες πρός τήν ἐν Χριστῷ Ἀποκάλυψη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ ὅπως τήν βιώνει ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἐδῶ καί εἴκοσι αἰῶνες, ὅπως τήν ἔχουν ἀποτυπώσει οἱ Προφῆτες καί οἱ Ἀπόστολοι στήν Ἁγία Γραφή, ὅπως τήν ἔχουν ἑρμηνεύσει οἱ ἅγιοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας καί στά πλήρη θείας χάριτος συγγράμματά τους.

            Διά τοῦτο καί πιστεύουμε, ὅτι ἡ πράξη τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπό τή θέση ἡ ὁποία τοῦ ἀνήκει εἶναι ἀπαράδεκτη καί δύναται νά ἀπειλήσει τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, πλήν ὅμως ὀφείλεται σέ ἐσφαλμένη ἐκτίμηση καί ὄχι σέ συνειδητή ἀπόπειρα σκανδαλισμοῦ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί προκλήσεως ἀταξίας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Γι΄ αὐτό καλοῦμε ὅσους προέβησαν στό ὡς ἄνω τόλμημα, νά ἀποκαταστήσουν τόν Ἐσταυρωμένο ἐκεῖ ὅπου ὀφείλουν, καί ἐπίσης νά ζητήσουν ἀπό τήν Ὡραία Πύλη συγγνώμη ἀπό Θεό καί πιστούς γιά τό ἀτόπημά τους.

            Τυχόν τακτική ἐθελουσίας κωφώσεως, ὅταν ὁ δράστης πιστεύει πώς δέν ἔχει λόγους νά φοβεῖται δυσμενεῖς εἰς βάρος του συνέπειες, δέν θά χαρακτήριζε χριστιανό, καί μάλιστα ἱερέα ἤ ἐπίσκοπο, ἀλλά Πόντιο Πιλάτο, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε ἀπαντᾶ διά τοῦ νίπτειν τάς χείρας του[11] καί ἄλλοτε διά τοῦ "ὅ γέγραφα γέγραφα"[12]. Ἄν, ὅμως, κάποιος ζηλεύει τή δόξα ἑνός Πιλάτου, καλό θά εἶναι νά ἔχει ὑπ΄ ὄψη καί τό οἰκτρό τέλος του. Οἱ δέ "θέσεις" καί τά "ὀφφίκια", τά ὁποῖα τυχόν θά κατέχει ὅποιος θά διαπράξει τήν ἐν λόγῳ ἀπρέπεια καί θά ἐμμείνει ἄχρι τέλους ἀμετανόητος στήν πράξη του αὐτή, ἄς ἔχει ὑπ΄ ὄψη ὅτι αὐτά δέν θά εἶναι σέ θέση καί νά τόν ἀθωώσουν, ὅπως δέν ἀθώωσε ἕναν Μακεδόνιο, ἕναν Ἰωάννη Βέκκο κι ἕναν Ἰωάννη Καλέκα τό γεγονός ὅτι κατεῖχαν τή περίοπτη θέση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐλπίζουμε, λοιπόν, νά κυριαρχήσει πνεῦμα μετανοίας, ὥστε, νά λήξει τό πρόβλημα ἀθόρυβα, καί ὅσοι προέβησαν στό ἐν λόγῳ τόλμημα, νά μή μείνουν στήν ἱστορία μέ τό ὄνομα "σταυρομάχοι".

            Ἐάν, ὅμως, παρ΄ ὅλες τίς διαμαρτυρίες πιστῶν, θεολόγων καί κληρικῶν, παρ΄ ὅλη τή σωρεία τῶν ἐπιχειρημάτων, τά ὁποῖα ἔχουν δημοσίως διατυπωθεῖ, δέν ἔχουμε μετάνοια, ἀλλά ἐγωιστική ἐμμονή στό σφάλμα καί πείσμονα ἐφαρμογή τοῦ ἀριστοφανικοῦ "οὐ γὰρ πείσεις, οὐδ᾽ ἢν πείσῃς[13]", τότε θά πρέπει νά ἐπιληφθοῦν τά ἁρμόδια συνοδικά πειθαρχικά ὄργανα, ὥστε νά διαφυλαχθεῖ ἡ εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας ἀπό μία συμπεριφορά γιά τήν ὁποία δέν ὑφίσταται ἀποχρῶν λόγος, ἀλλ΄ ὀφείλεται στήν ἐμμονή ὁρισμένων καί προξενεί, ὅλως ἀναιτίως,  προστριβές καί θλίψεις.



[1]          Γαλ. 2,19-21.

[2]          Γαλ. 6,12-16.

[3]          Α΄ Κορ. 1,17-24.

[4]          Α΄ Κορ. 15,12-14.

[5]          Ἐφ. 1,15-23.

[6]          Ἐφ. 2,14-18.

[7]          Φιλιππ. 3,8-11.

[8]          Α΄ Κορ. 11,2.

[9]          Ὁ κανών ἀντί "ἐδιδάχθητε" ἀναφέρει "παρελάβετε".

[10]        Β΄ Θεσσ. 2,15.

[11]        Μτ 27,14.

[12]        Ἰω. 19,22.

[13]        Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 600.