Σάββατο, Σεπτεμβρίου 28, 2024

 

Θεός Πατήρ εναι γέρων;


 

Ὁ Θεός Πατήρ εἶναι γέρων;

† Ο Μητροπολίτης Ἀντινόης Παντελεήμων

Ἐπιθυμῶ ταπεινὰ νὰ διευκρινίσω τὸ σοβαρὸ ζήτημα τῆς παράστασης τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως στὴν ἀπεικόνιση τοῦ Θεοῦ Πατέρα ὡς γέρου.

Ἡ Ὀρθόδοξος ἀπεικόνιση τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι ἡ παράσταση τῆς Φιλοξενίας τῶν τριῶν Ἀγγέλων ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ὀρθὴ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ ὑποδέχεται τοὺς τρεῖς ἄνδρες-ἀγγέλους καὶ τοὺς προσφωνεῖ ὡς ἕνα Κύριον. Δὲν τοὺς ἀπευθύνεται μὲ τὸ πληθυντικὸ «Κύριοι», ἀλλὰ μὲ τὸ «Κύριε». Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξέφραζε τὸ τρισυπόστατο τῆς μιᾶς Θεότητος. Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ τρεῖς Ἄγγελοι ἐμφανίζονται ὡς νέοι, τονίζεται τὸ ἄναρχο καὶ τὸ συναΐδιο τῶν τριῶν Προσώπων. Κανένας δὲν διαφέρει χρονικὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον.

Στὴν Τριαδικὴ Θεότητα δὲν ὑπάρχει κάποιο χρονικὸ διάστημα ποὺ νὰ ὑφίσταται μεταξὺ τῶν τριῶν Προσώπων.

Ὁ Πατέρας εἶναι ἄναρχος, ὁ Υἱὸς εἶναι συνάναρχος, καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα εἶναι συναΐδιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Μία Ἀρχή, μία δύναμις, μία προσκύνησις τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Τὸν Θεὸ Πατέρα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἰκονίζεται ὡσὰν νὰ εἶναι ἕνας γέρος! Ποῦ τὸ βρήκαμε;

Αὐτό ἀποτελεῖ βλασφημία κατὰ τῆς Ἁγίας Τριάδας! Διότι, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, εἰσάγεται καὶ διαιωνίζεται ἡ αἵρεση τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι ὑπάρχει χρονικὴ διαφορὰ μεταξύ τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὅτι «ὑπῆρχε χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖον δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός»!!! Ἑπομένως, σύμφωνα πάντα μὲ τὸν αἱρετικὸν Ἄρειο, ὁ Υἱὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, καὶ κατὰ συνέπεια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τέλειος Θεός, ἀλλὰ «κτίσμα» καὶ τὸ «πρῶτο δημιούργημα» τοῦ Θεοῦ!!!

Αὐτὴν τὴν αἵρεση καταδίκασε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Νίκαιας τὸ 325 μ.Χ., πού συγκάλεσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Ἡ Σύνοδος ὁμολόγησε τὸν Υἱό, ὅτι εἶναι Θεὸς τέλειος, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Διότι, εἶναι «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιος τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο».

Γι’ αὐτό, θὰ πρέπει νὰ σταματήσει ἐπιτέλους αὐτὴ ἡ ἀνορθόδοξος ἀπεικόνιση τοῦ Θεοῦ Πατέρα ὡς «γέρου»!

Ὁ Θεὸς δὲν ὑπόκειται στὸν χρόνο, ἀλλὰ εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ χρόνου. Σ’ ὅλη τὴν Δημιουργία συνεργοῦν καὶ τὰ τρία Πρόσωπα. Ὁ Θεὸς Πατὴρ εὐδοκεῖ, ὁ Υἱὸς ὑλοποιεῖ καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἁγιάζει.

Ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δογμάτισε ὅτι ἔχομε δικαίωμα νὰ εἰκονίσουμε ὅ,τι ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶδε. Π.χ. εἴδαμε τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐνηνθρώπησε καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου. Εἴδαμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ κατέρχεται μὲ τὴν μορφὴ σὰν περιστέρι, κατὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Κυρίου ὑπὸ τοῦ Προδρόμου στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Εἴδαμε πολλὲς ἐμφανίσεις Ἁγίων Ἀγγέλων. Ἀλλά, τὸν Θεὸ Πατέρα κανένας δὲν εἶδε!!!

Ὁ Μέγας Μωυσῆς δὲν μπόρεσε νὰ δεῖ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόνον τὰ ὀπίσθιά Του. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος τονίζει, ὅτι «κανένας δὲν εἶδε ποτὲ τὸν Θεόν»!

Πῶς λοιπόν, οἱ ἁγιογράφοι ἔβγαλαν τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας εἶναι ἕνας «γέρος» μὲ μία κάτασπρη γενειάδα;;; Αὐτὸν ποὺ εἰκονίζουν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ παπποὺς τοῦ καθενός.

Στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα μου,  τὴν Κάλυμνο, οἱ παλαιοὶ ζωγράφοι χρησιμοποιοῦσαν σὰν πρότυπά τους γεροντότερους Ἱερεῖς ἢ σφουγγαράδες, γιὰ νὰ ζωγραφίσουν τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τοὺς Προφῆτες. Τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἄγνοια.

Ἂς μὴ δικαιολογηθοῦν οἱ σύγχρονοι ἁγιογράφοι καὶ νὰ λέγουν ὅτι τὸ κάνουν δῆθεν, γιὰ νὰ καταλαβαίνουν τὰ παιδιά. Αὐτὴ εἶναι μία πολὺ πτωχὴ δικαιολογία. Διότι, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶδε κανεὶς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν εἰκονίσουν!!!

Τί θὰ πρέπει νὰ γίνει; Μὲ πολὺ σεβασμὸ προτείνω, εἴτε νὰ ἁγιογραφηθοῦν οἱ ἤδη ὑπάρχουσες εἰκόνες μὲ τὴν Φιλοξενία τῶν τριῶν Ἀγγέλων, εἴτε νὰ συγκεντρωθοῦν στὰ ἐκκλησιαστικὰ Μουσεῖα καὶ νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ νέες. Ἂς μὴ ὑπολογίζουμε τὰ ἔξοδα μπροστὰ στὸ νὰ πράξουμε τὸ σωστό.

Γι’ αὐτό, θὰ πρέπει ὁ κάθε Μητροπολίτης νὰ συμβουλεύει τοὺς καλλιτέχνες ἁγιογράφους νὰ εἶναι γνῶστες τῆς Δογματικῆς καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε νὰ εἰκονογραφοῦν μὲ ἀκρίβεια τὰ ὅσα διδάσκει ἡ Ὀρθοδοξία μας. Οἱ δὲ ἐφημέριοι νὰ διδάξουν τὸ ποίμνιό τους περὶ τοῦ πρακτέου. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, θὰ ἐξαλειφθεῖ αὐτὴ ἡ ἀνορθόδοξη ἀπεικόνιση καὶ θὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν ὀρθή.



 

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 24, 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Ο ΜΙΜΟΣ


 

" ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ - ΜΕΡΟΣ Β' "


 

" ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ - ΜΕΡΟΣ Α' "


 

" ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ " ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ


 

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2024

 

 



Του μακαριστού επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη

«Καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. 5,3)


Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11)

Τὸ ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει; Διηγεῖ­ται ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα, τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Σὲ μιὰ λίμνη οἱ ψαρᾶ­δες ψάρεψαν τὴ μία φορὰ χωρὶς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἄλλη μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, καὶ μὲ τὴν εὐ­λογία του τὰ ἀδειανὰ δίχτυα τους γέμισαν ψάρια.

 

Ἀλλὰ ἐγώ, ἀγαπητοί μου, δὲν θέλω σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ τὸ θαῦμα· θέλω νὰ μιλήσω γιὰ κάτι ἄλλο ἀνώτερο. Τὸ εὐαγγέλιο λέει, ὅτι πρῶ­τα ἔγινε αὐτὸ καὶ με­τὰ ἔγινε τὸ θαῦμα. Ὁ Χρι­στὸς δηλαδή, προτοῦ νὰ εὐλογήσῃ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων καὶ νὰ πιάσουν τόσα ψάρια, ἔκανε κάτι ἄλλο· ἀ­νέβηκε στὶς βάρκες καὶ «κα­θίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. 5,3). Πρῶτα δηλαδὴ εἶνε ἡ διδασκαλία καὶ με­τὰ τὸ θαῦμα, προηγεῖται ἡ διδασκαλία – ἀ­κο­λουθεῖ τὸ θαῦμα. Τὸ θαῦμα εἶνε τρόπον τι­νὰ ἡ σφραγῖ­δα ποὺ βάζει ὁ Χριστὸς στὸ κείμενο τῆς διδαχῆς, γιὰ νὰ πιστοποιηθῇ ἡ γνησιότητά της.

Τί μᾶς διδάσκει αὐτό;

* * *

Ἀκοῦνε μερικοὶ καὶ θαυμάζουν «τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Νε­κταρίου!» – μεγάλη ἡ χάρις του, «τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος!» – μεγάλη ἡ χάρις του, «τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Γερασίμου!» – μεγάλη ἡ χάρις του, «τὰ θαύμα­τα τῶν ἁγίων, τῆς Παναγίας!» – ὑψίστη ἡ χάρις. Τὰ παραδεχόμεθα. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὰ θαύματα εἶνε ἡ διδασκαλία, τὰ ἀνεκτίμητα λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ναί, ὁ Χριστὸς δίδασκε. Τί δίδασκε; Τὴν ἀ­γάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, τὸ «Ἀ­γα­πᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34· 15,12,17). Μόνο αὐτὸ δίδασκε;

Αὐτὸ εἶνε ἡ κορυφή· ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ φτάσῃ στὴν κορυφὴ θὰ περάσῃ πρῶτα τοὺς πρόποδες. Μᾶς ἀρέσει ἡ κορυφή, μᾶς ἀρέσει ὁ τροῦλλος, ἀλλὰ δὲν φροντίζουμε νὰ βάλου­με βαθειὰ θεμέλια, τὰ ὁποῖα βέβαια δὲν φαίνονται, ἀλλ᾽ ἀπὸ ᾽κεῖ ἀρχίζει ἡ οἰ­κοδομή. Ὅ­λοι μιλοῦν περὶ ἀγάπης, σὰν καρα­μέλλα τὴν πιπιλίζουν δίδοντάς της ποικίλο περιεχόμενο. Γιὰ νὰ φτάσουμε ὅμως στὴν κορυφή, πρέπει ν᾽ ἀνοίξουμε, βαθειὰ στὴ γῆ, θεμέλια καὶ νὰ τὰ θάψουμε ἐκεῖ. Τὸ δὲ θεμέλιο ποιό εἶνε; Προτοῦ νὰ πῇ τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» ὁ Χριστὸς εἶπε ἄλλα. Τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» τὸ εἶπε ὅταν πλησίαζε στὴ Γεθσημανῆ· ὅταν πλησίαζε νὰ προσ­φέρῃ τὴν ὑψίστη θυσία, τότε εἶ­πε· Παιδιά μου, φεύγω· «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε» (ἔ.ἀ. 13,35). Δὲν εἶνε ὅμως αὐτὸς ὁ πρῶ­τος λόγος του· ὁ πρῶτος λόγος του εἶνε κάτι ἄλ­λο, ποὺ ἂν τὸ κάνουμε ὅλοι θ᾽ ἀλλάξῃ ὁ κόσμος, μιὰ λέξι δυναμίτης ποὺ σπάει τὸ βράχο, ἕνα φάρμακο πικρὸ ἀλλὰ σωτήριο. Ἂν μποροῦ­­σα θὰ τὸ ἔγραφα στὴν προμετωπίδα τῶν Ἡνω­μέ­νων Ἐθνῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ λέει· Ὦ ἀν­θρωπότης, «μετανοεῖτε» (Ματθ. 4,17). «Ἐὰν μὴ μετα­νοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε» (Λουκ. 13,3). Ν᾽ ἀλλάξουμε καρδιά, μυαλό, κατεύθυνσι – πορεία βίου. «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» μου, λέει ὁ Χριστός (Μᾶρκ. 1,15). Τὰ θεμέλια τοῦ χριστιανικοῦ οἰκοδομήματος εἶνε ἀφ᾽ ἑ­νὸς μετάνοια, τὰ δάκρυα στὸ ἐξομολογη­τήριο, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου πίστι ἀκράδαντος στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι σιγὰ – σιγά, ἐπάνω στὰ γερὰ αὐτὰ θεμέλια, ὑψώνεται ἡ θεία οἰκοδομή, στὴν ὁποία θὰ κυματίζῃ ἡ αἰώνιος σημαία τῆς ἀγάπης.

Δίδασκε λοιπὸν ὁ Χριστός. Ποῦ ἐδίδασκε; Παντοῦ. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ εἶπε τὸ «Μετανοεῖ­τε» μέχρι τὴν τελευταία του λέξι ὁ Χριστὸς ἦταν ὅλο διδασκαλία. Δίδασκε στὸ ναό. Ποῦ εἶ­­νε οἱ ἰεχωβῖτες, ποὺ δὲν πατοῦν στὴν ἐκ­κλη­­σιά; Ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας πῆ­γε δώ­δεκα χρονῶν στὸ ναὸ καὶ δίδασκε τοὺς σο­­φοὺς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὑπέβαλε ἐρωτήσεις στὶς ὁποῖες δὲν μποροῦσαν ν᾽ ἀπαντήσουν. Δί­δασκε στὰ προπύλαια τοῦ ναοῦ. Δίδασκε στὶς ἑορτὲς ποὺ ἑώρταζαν οἱ Ἰουδαῖοι μὲ κέν­τρο ἐθνικοθρησκευτικὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολο­μῶντος. Δίδασκε στὴ συναγωγή, σὲ κτήρια – εἶ­δος σχολείων, ὅπου μέχρι σήμερα συγκεν­τρώνονται κάθε Σάββατο οἱ Ἰσραηλῖτες γιὰ νὰ διαβάσουν τὴν Τορά, τὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφήτας. Δίδασκε στὰ σπίτια σὲ χαρὲς καὶ σὲ λύπες· ὅταν γι­νόταν γάμος εὐλογοῦσε τὸ γάμο, ὅταν εἶ­χαν ἄρρωστο τοὺς ἔλεγε τὰ παρήγορα καὶ θαυμα­τουργὰ λόγια του, κι ὅταν εἶ­χαν νεκρὸ καὶ φέρετρο πάλι ὁ Χριστὸς ἦταν δίπλα τους. Δίδασκε στὰ ἀκρογιάλια κοντὰ στοὺς ψαρᾶδες ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα, δίδασκε στὰ χωράφια κον­τὰ στοὺς χωρικοὺς ποὺ ἔσπερναν τὴ γῆ, δίδασκε πάνω στὰ βουνά· ἡ πιὸ περίφημη ὁμιλία του, ἡ μνημειώδης ὁμιλία του, ὁ καταστατικὸς χάρτης τῆς ἀνθρωπότητος, εἶνε ἡ Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία του. Δίδασκε ἀκόμα κοντὰ στὰ ποτάμια. Δίδαξε τέλος ὁ Χριστός – ποῦ; καὶ πάνω στὸ σταυρό! Ἄνοιξε τὸ στόμα του ἑ­πτὰ φορές, ἑπτὰ λόγους εἶπε ποὺ εἶνε ἀνεκτίμητοι. Ὅλες τὶς νεώτερες καὶ παλαιότερες φι­λοσοφίες νὰ πάρῃς καὶ νὰ τὶς στύψῃς σὰ λεμόνι, δὲν φτειάχνεις ἕνα λόγο ἀπὸ αὐτούς. Σὰν ἐκεῖνο τὸν ἀπύθμενο καὶ ὠκεάνιο λόγο «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46), ποὺ ἔρχεται καὶ σ᾽ ἐμᾶς πολλὲς φορὲς μέσα στὴ δίνη καὶ τὴ θύελλα τοῦ κόσμου τούτου. Ἢ τὸν ἄλλο ἐκεῖνο συγκλονιστικὸ λόγο «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦ­μά μου» (Λουκ. 23,46). Δίδασκε διαρκῶς· ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βγῆκε στὸν δημόσιο βίο μέχρις ὅτου νὰ παραδώσῃ τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο Πατέρα του, ἡ ζωή του ἦταν μιὰ διδασκαλία.

Περισσότερο λοιπὸν ἀπὸ τὰ θαύματα –ποὺ εἶνε ὄχι γιὰ τοὺς πιστοὺς ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀπίστους (βλ. Α΄ Κορ. 14,22)– ἂς προσέξουμε τὴ διδασκαλία. Ὁ πιστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἄλλα θαύματα. Θέλεις θαῦμα; Ἐγὼ ἕνα θαῦμα θεωρῶ μέγιστο· ὅτι τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ πάνω στὴν ἁ­­γία τράπεζα γίνονται σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸ ἔπιασαν στὰ χέρια τους ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Ἰωσήφ, καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ ἀ­χνίζει μέσ᾽ στὸ δισκοπότηρο. Νά τὸ θαῦ­μα – ἂν πιστεύουμε βέ­βαια. Ἂν πιστεύῃς, ἔμπα στὴν ἐκκλησία· ἂν δὲν πιστεύῃς, μὴν πατᾷς, κάθισε ἀπ᾿ ἔξω, πάρε ἕνα κομπολόϊ καὶ παῖζε, πήγαινε ὅπου θέλεις.

* * *

Ἔχουμε ἀνάγκη διδασκαλίας. Διδασκαλία χρειάζεται ὁ λαός μας. Γι᾽ αὐτὸ οἱ κληρικοί, ὅπως ὁ Κύριος, πρέπει νὰ διδάσκουμε.

    Διδασκαλία πρῶτα – πρῶτα στοὺς ναούς. Ἂν τὴν ὥρα αὐτὴ κατέβαινε ἕνας ἄγγελος κ᾽ ἔκανε ἐπιθεώρησι, πόσους ναοὺς θὰ ἔβρισκε νὰ ἔχουν κήρυγμα; Στὶς περισσότερες ἐκκλησίες διδασκαλία δὲν ὑπάρχει.

    Διδασκαλία ἔπειτα στὰ σπίτια. Πατέρα καὶ μάνα, ἔχετε παιδιά; ἔχετε εὐθύνη. Χρέος σας δὲν εἶνε μόνο νὰ ταΐζετε μὲ φαγητό. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν προσ­ευχή, καλέστε τὰ παιδιά, καθίστε λίγα λεπτὰ καὶ ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ κάνετε αὐτό; Ποιός πατέρας καὶ ποιά μάνα μόλις τὰ παιδιὰ σηκωθοῦν τὰ μαθαίνουν νὰ κά­νουν προσ­ευχή; Μὴν παραπονούμεθα ἔπειτα γιατὶ παραστρατοῦν. Γονεῖς, σπεί­ρετε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Θὰ πεθάνετε μιὰ μέρα, ἀλλ᾽ ἐὰν γο­νατίζατε μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ διαβάζατε Εὐαγγέλιο, τὰ παιδιὰ δὲν θὰ σᾶς ξεχάσουν.

    Διδασκαλία λοιπὸν στοὺς ναούς, στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στὸ στρατό, στοὺς σταθμούς, στὸν τύπο, στὰ ἐργαστήρια, στὴ δημόσια ζωή, στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, στὰ δικαστήρια, παντοῦ. Θὰ πῇ κάποιος· Νά, τὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει στὰ δικαστήρια. Ὤ δυστυχία! Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἔχουμε ἐκεῖ ὄχι γιὰ νὰ τὸ διαβάζουμε ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ παλαμίζουμε δίνον­τας ψεύτικους ὅρκους. Κατὰ τὰ ἄλλα δικασταὶ καὶ δικηγόροι τὸ ἀγνοοῦν. Μόνο πρὸς ἐμ­παιγμὸν ὑπάρχει ἐκεῖ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο.

Δυστυχῶς σήμερα δὲν γίνεται διδασκαλία. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ποιό εἶνε; Πάρτε δυὸ σπίτια, ἕνα στὸ ὁποῖο διαβάζουν καὶ ἕνα στὸ ὁποῖο δὲν διαβά­ζουν Εὐαγγέλιο, καὶ συγκρίνετε. Πάρ­τε δυὸ ἐνορίες, μία στὴν ὁποία ὁ παπᾶς ξέρει μόνο νὰ μαζεύῃ τυχερὰ καὶ μία στὴν ὁποία ὁ παπᾶς πιστεύει καὶ διδάσκει, καὶ θὰ δῆτε τὴ διαφορά. Πάρτε μιὰ κοινωνία ὅπου δὲν ὑπάρχει Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ δῆτε ἐγκλήματα, αὐτοκτονίες, κακίες· πάρτε καὶ μιὰ κοινωνία ὅπου βασιλεύει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ δῆτε ὅτι ἡ κοινωνία αὐτὴ θὰ γίνῃ κοινωνία ἀγγέλων.

* * *

Τί εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ διδασκαλία καὶ τὸ κήρυγμα; Εἶνε φῶς ποὺ διαλύει τὰ σκοτάδια, νερὸ ποὺ δροσίζει, μάννα ποὺ πέφτει ἀ­πὸ τὰ οὐράνια, δυναμίτης ποὺ τινάζει τὰ βράχια τῆς κακίας, ἐπανάστασι, ψωμὶ ποὺ τρέφει, νερὸ ἀθάνατο, γάλα ἄδολο.

Ἀδέρφια μου, γράψτε το. Ἔρχεται τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, θύελλα ποὺ θὰ σαρώ­σῃ τὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα! Ἀλλ᾽ ὅ,τι καὶ νὰ γίνῃ, ἐσεῖς κρατῆστε τὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραί­ου! Πιστοὶ στὴν πατρίδα, στὴ θρησκεία, στὴν οἰκο­γένεια! Κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ μόνο στὸ Χριστό. Ἔτσι θὰ βαδίσουμε ἐμπρός. Κι ὅταν ἔρθῃ τὸ τέλος θὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἐλευθερίου Ἄνω Πατησίων – Ἀθηνῶν 27-9-1970)



 

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 16, 2024

 

Κυριακή μετά τήν Ὕψωση

 



Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

 

” Ὁ Παῦλος καυχᾶται γιά τόν Σταυρό καί λέει, ὅτι δέν γνωρίζει τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί Αὐτόν ἐσταυρωμένον….
Τοῦτο εἶναι τό νά σταυρώση ὁ ἄνθρωπος τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, τό νά μήν ἐνεργεῖ τίποτα ἀπό ὅσα δέν εἶναι εὐάρεστα στό Θεό. Καί ἄν τό σῶμα τόν ταλαιπωρῆ καί στενοχωρῆ, πρέπει ὁ καθένας νά τό ἀνεβάζει ὁπωσδήποτε καί μέ τήν βία ἀκόμη στό Σταυρό. Τί θέλω νά πῶ; Ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἐπί τῆς γῆς, ἔζησε βίον ἀκτήμονα, καί δέν ἔζησε μόνο, ἀλλά καί ἐκήρυξε λέγοντας, «ὅποιος δέν ἀποτάσσεται ἀπό ὅλα τά ὑπάρχοντά του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου» (Λουκᾶ 14, 33).
Ἀλλά κανείς, παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἄς μή δυσανασχετῆ, ὅταν ἀκούη πού διακηρύσσομε ἀνόθευτο τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, μήτε νά δυσαρεστηθῆ νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τά παραγγέλματα... Ἄς καταλάβη πρῶτα-πρῶτα ἐκεῖνο πού λέει, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί τήν ἁρπάζουν. Ἄς ἀκούη τόν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρο, ὅτι «ὁ Χριστός ἔπαθε γιά χάρι μας, ἀφήνοντας σ᾽ ἐμᾶς ὑπογραμμό, γιά ν᾽ ἀκολουθήσωμε τά ἴχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ἔπειτα ἀφοῦ κατανοήση ἀληθινά πόσα ὀφείλει στόν Δεσπότη, νά λέει μέ τό νοῦ του καί τοῦτο: Ὅταν δέν μπορῆ κανείς ν᾽ ἀνταποδώση ὅτι χρωστάει, μπορεῖ νά προσφέρη τό ἕνα μέρος μέ μετριοφροσύνη κατά τή δύναμί του καί τήν προαίρεση, ὡς πρός δέ τό μέρος πάλι πού ἐλλείπει νά ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Ἔτσι ἑλκύοντας τήν θεία συμπάθεια διά τῆς ταπεινώσεώς του θά ἀναπληρώνη τήν ἔλλειψη. Ἐάν λοιπόν κανείς βλέπη τόν λογισμό του νά ὀρέγεται πλοῦτο καί πολυκτημοσύνη, ἄς γνωρίζη ὅτι ὁ λογισμός αὐτός εἶναι σαρκικός, καί γι᾽ αὐτό κινεῖται ἔτσι.

Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι προσηλωμένος στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά κινῆται πρός κάτι τέτοιο. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀνεβάσωμε τόν λογισμό στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μή ρίψη ὁ ἴδιος ὁ λογισμός τόν ἑαυτό του κάτω καί χωρισθῆ ἀπό τόν σταυρωθέντα σ᾽ αὐτόν Χριστό.

Πῶς λοιπόν θ᾽ ἀρχίση νά τόν ἀνεβάζη στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ; Ἐλπίζοντας στόν Χριστό, τόν χορηγό καί τροφέα τοῦ σύμπαντος, ἄς πετάξει μακριά ὅ,τι προέρχεται ἀπό ἀδικία. Τό δέ εἰσόδημα πού ἔχει ἀπό δίκαιο πορισμό, χωρίς νά προσκολλᾶται πολύ οὔτε σ᾽ αὐτό, ἄς τό χρησιμοποιῆ καλά, καθιστῶντας ὅσο εἶναι δυνατό κοινωνούς σ᾽ αὐτό τούς πτωχούς. Ἡ ἐντολή διατάσσει ν᾽ ἀρνῆται κανείς τό σῶμα καί νά σηκώνη τόν σταυρό του. Τό ἔχουν βέβαια τό σῶμα οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καί ζῶντες κατά τόν Θεό, ἀλλά ἄν δέν εἶναι πολύ προσδεδεμένοι σ᾽ αὐτό, τό χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργό στά ἀναγκαῖα. Ἄν δέ τό καλέση ὁ καιρός, εἶναι ἕτοιμοι νά τό παραδώσουν καί αὐτό.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά σωματικά κτήματα καί μέσα. Ὅταν κινεῖται ἔτσι κανείς, ἄν δέν μπορεῖ νά κάμη τίποτε μεγαλύτερο, κάνει καλά καί θεαρέστα. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του νά κινῆται βιαιότερα ὁ λογισμός τῆς πορνείας; Αὐτός ἄς γνωρίζη ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη σταυρώσει τόν ἑαυτόν του. Πῶς λοιπόν θά τόν σταυρώση; Ἄς ἀποφεύγη τίς περίεργες θέες τῶν γυναικῶν, καθώς καί τίς ἀταίριαστες πρός αὐτές συνήθειες καί τίς ἄκαιρες συνομιλίες. Ἄς μειώνη τίς τροφές πού ἐνισχύουν τό πάθος, ἄς ἀπέχη ἀπό τήν πολυποσία, ἄς ἀναμιγνύη τήν ταπεινοφροσύνη μέ αὐτήν τήν ἀποχή τῶν παθῶν, ἐπικαλούμενος μέ συντριβή καρδίας τόν Θεό κατά τοῦ πάθους. Τότε θά εἰπῆ καί αὐτός, «εἶδα τόν ἀσεβῆ νά ὑπερυψώνεται καί ν᾽ ἀνεβαίνη σάν οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, καί προσπέρασα διά τῆς ἐγκρατείας, καί δέν ἦταν ἐκεῖ, καί τόν ἀνεζήτησα διά τῆς προσευχῆς μέ ταπείνωση, καί δέν εὑρέθηκε σέ μένα ὁ τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ἑ. ἑρμηνευτική ἀπόδοσις).

Πάλι, ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός τῆς φιλοδοξίας; Ἐσύ ὅταν βρίσκεσαι μαζί μέ ἄλλους νά ἐνθυμῆσαι τήν συμβουλή πού ἔδωσε πάνω στό θέμα αὐτό ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια: Στίς συνομιλίες νά μή ζητῆς νά ὑπερέχης τῶν ἄλλων. Τίς ἀρετές, ἄν ἔχης, νά τίς ἀσκῆς μόνο στά κρυφά, ἀποβλέποντας μόνο πρός τόν Θεό καί ἀπό Αὐτόν μόνο βλεπόμενος. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει τά κρυφά θά σοῦ τό ἀνταποδώση στά φανερά (Ματθ. 6, 6). Ἐάν δέ καί μετά τήν ἀποκοπή κάθε πάθους πάλι σ᾽ ἐνοχλῆ ὁ ἐσωτερικός λογισμός, νά μή φοβηθῆς. Διότι σοῦ γίνεται πρόξενος στεφάνων. Ἐπειδή μέ τό νά πειράζει δέν σημαίνει οὔτε ὅτι ἐνεργεῖ, οὔτε ὅτι πείθει. Ἀλλ᾽ εἶναι μιά ἀδύναμη σάν ναρκωμένη κίνηση πού ἔχει νικηθεῖ ἀπό σένα μέ τόν “κατά Θεόν” ἀγῶνα σου.

Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ. Ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στούς προφῆτες πρίν συντελεσθῆ τό μυστήριο τῆς Σταύρωσης, ἀλλά καί τώρα μετά τήν τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καί πραγματικά θεῖο. Πῶς; Διότι αὐτός πού ἐξευτελίζει τόν ἑαυτόν του καί τόν ταπεινώνει σέ ὅλα, καί αὐτός πού ἀποφεύγει τίς σωματικές ἡδονές μέ πόνο καί ὀδύνη, καί αὐτός πού δίδει τά ὑπάρχοντα καί πτωχαίνει τόν ἑαυτόν του, φαινομενικῶς μέν παρουσιάζεται νά προξενῆ ἀτίμωσι στόν ἑαυτό του. Ἀλλά διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ αὐτή ἡ πτωχεία καί ἡ ὀδύνη καί ἡ ἀτιμία γεννᾶ δόξα αἰώνια καί ἡδονή ἀνέκφραστη καί πλοῦτο ἀνεξάντλητο, τόσο στόν παρόντα ὅσο καί στόν μέλλοντα ἐκεῖνον κόσμο. Ἐκείνους δέ πού δέν πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν καί δέν ἐπιδεικνύουν δι᾽ ἔργων τήν πίστι ὁ Παῦλος τούς τοποθετεῖ δίπλα στούς χαμένους καί μάλιστα σ᾽ αὐτούς τούς εἰδωλολάτρες. Διότι λέγει: «Κηρύσσομε Χριστόν ἐσταυρωμένο, πού εἶναι στούς Ἰουδαίους, λόγῳ τῆς ἀπιστίας των στό σωτηριῶδες πάθος, σκάνδαλο. Στούς Ἕλληνες δέ εἶναι μωρία, διότι, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους πρός τίς θεῖες ἐπαγγελίες, δέν προτιμοῦν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τά πρόσκαιρα. Σ᾽ ἐμᾶς δέ τούς καλεσμένους ἀπό τό Θεό, εἶναι θεία δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).

Τοῦτο λοιπόν εἶναι ἡ σοφία καί δύναμις τοῦ Θεοῦ. Τό νά νικήση κανείς δι᾽ ἀσθενείας. Τό νά ὑψωθῆ διά ταπεινώσεως. Τό νά πλουτήση διά πτωχείας. Ὄχι μόνο δέ ὁ λόγος καί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά καί ὁ τύπος εἶναι θεῖος καί προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίς ἱερά, σωστική καί σεβαστή, ἁγιαστική καί τελεστική τῶν ὑπερφυῶν καί ἀπορρήτων ἀγαθῶν πού ἐνεργήθηκαν στό γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀναιρεῖ τήν κατάρα καί τήν καταδίκη, καθαίρει ἀπό τήν φθορά καί τό θάνατο, παρέχει τήν ἀΐδιο ζωή καί εὐλογία. Εἶναι σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικό σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατά ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καί ἄν οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι δέν εἶχαν τήν καλή τύχη πού δίνει ἡ ἀποστολική εὐχή, ὥστε νά κατορθώσουν νά καταλάβουν μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, τί εἶναι τό πλάτος καί τό μῆκος, τό ὕψος καί τό βάθος. Ὅτι δηλαδή ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τήν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καί περικλείει ὅλο τό κατ᾽ αὐτήν μυστήριο. Ὅτι ἐκτείνεται πρός ὅλα τά πέρατα καί περιλαμβάνει ὅλα, τά ἄνω, τά κάτω, τά γύρω, τά ἐνδιάμεσα. Προβάλλοντας δέ κάποια πρόφασι, γιά τήν ὁποία ἔπρεπε καί αὐτοί, ἄν εἶχαν νοῦ, νά τόν προσκυνοῦν μαζί μας, ἀποτροπιάζονται τό σύμβολο τοῦ βασιλέως τῆς δόξης, τό ὁποῖο καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καί δόξα Του, ὅταν ἐπρόκειτο ν᾽ ἀνεβῆ σ᾽ αὐτό. Κατά τήν Μέλλουσα δέ Παρουσία καί ἐπιφάνειά Του προαναγγέλλει ὅτι θά ἔλθη τό σημεῖο τοῦτο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ πολλή δύναμι καί δόξα”.

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ 



 

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 14, 2024

 

Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ

ΣΤ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ



Του Πρωτοπρ. Αναστασίου Κ. Γκοτσόπουλου


Μαζί μέ τή μεγάλη ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στίς 14 Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μας τίμησε καί μία δεύτερη «ὕψωση».

Τήν ὕψωση τῆς ἀληθείας τῆς Πίστεώς μας κατά τῆς πλάνης καί τοῦ ψεύδους.

Ὅπως διαβάσαμε στό συναξάριο τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν 170 Ἁγίων Πατέρων πού καταδίκασαν τήν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ.

Οἱ ἑορτές τῆς μνήμης τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν εἶναι μία ἁπλή ἐνθύμηση ἑνός γεγονότος, ἀλλά κυρίως ὑπενθύμιση τῆς ζωντανῆς παρακαταθήκης στήν ἁγιοπνευματική πορεία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἐπειδή ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὑποβιβάζει ἀναγκαστικά τήν ἑορτή πρός τιμήν τῆς Ἁγίας καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά νά τιμηθεῖ πρεπόντως ἡ ἑορτή, οἱ Πατέρες ὅρισαν νά μετατίθεται κατά τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν Ὕψωση (Τυπικό Ἁγ. Συμεών Θεσσαλονίκης). Ἔτσι καί ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὅπως καί ἡ Α΄, ἡ Δ΄ καί ἡ Ζ΄ τιμῶνται κατά τήν ἀναστάσιμη καί πανηγυρική ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.

Πρίν ἐμβαθύνουμε στήν ἐκκλησιολογική διάσταση τῆς Στ΄ Ὄικουμ. Συνόδου, ἄς δοῦμε κάποια ἱστορικά στοιχεῖα : συνεκλήθη τό Νοέμβριο τοῦ 680 μ.Χ. στό Παλάτι, ἐν Τρούλλῳ, στήν Κωνσταντινούπολη μέ τή συμμετοχή 170 Πατέρων ἀπό Ἀνατολή καί Δύση.

Ἡ Σύνοδος ἐπανέλαβε τή θεολογική διατύπωση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί θεολόγησε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, σέ μία Ὑπόσταση (ἕνα πρόσωπο), εἶναι Θεάνθρωπος.

Στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἑνώνεται ὑποστατικά, σέ ἕνα πρόσωπο δηλαδή, στό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀχωρίστως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀσυγχύτως.

Ἐπίσης, ἐδογμάτισε ὅτι ἐπειδή ὁ Χριστός ἔχει τέλειες τίς δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, ἔχει καί δύο φυσικές θελήσεις καί δύο ἐνέργειες (θεία καί ἀνθρώπινη), ὅπως προκύπτει καί ἀπό τίς ἴδιες τίς Εὐαγγελικές διηγήσεις.

Δηλαδή, στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου διασώζεται πλήρως ἀκέραιη καί ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη θέληση καί ἐνέργεια.

Ἡ Σύνοδος τῶν Ἁγίων Πατέρων κατεδίκασε τή χριστολογία των Μονοθελητών, οἱ ὁποῖοι κήρυτταν ὅτι ὁ Χριστός ἔχει μόνο μία, τή θεία θέληση καί ἐνέργεια, καί ὄχι τήν ἀνθρώπινη, μέ ἄλλα λόγια δέν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος.

Ἡ Ἕκτη Σύνοδος οὐσιαστικῶς δικαίωσε τή θεολογία καί τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγ. Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καί ἰδιαιτέρως τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662), ἦταν ἀρχικά Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Χρυσουπόλεως κοντά στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀγωνίσθηκε γιά πολλά χρόνια χωρίς «ἀνώτερη» ἐκκλησιαστική ὑποστήριξη, τή στιγμή πού τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας) εἶχαν ἀποδεχθεῖ τήν αἵρεση κάτω ἀπό πίεση τοῦ μονοθελήτου Αὐτοκράτορα Κώνσταντος Β΄ (641-668).

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος, χωρίς νά κατέχει κάποια ἰδιαίτερη θέση στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία - ἦταν ἕνας ἁπλός μοναχός, οὔτε κἄν ἱερέας - ὕψωσε τό θεολογικό του ἀνάστημα , ἕνας αὐτός, ἐναντίον ὅλης τῆς «ἐπισήμου Ἐκκλησίας».

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὑπῆρξε «μέγιστος θεολόγος, ὁ ὁποῖος ἐσφράγισε μέ τό ἀγωνιστικό του σθένος καί τήν πλούσια συγγραφική του προσφορά τή θεολογική ἀναίρεση τῆς μονοθελητικῆς αἱρέσεως».

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος μέ τόν πιστό του μαθητῆ καί συναγωνιστῆ, τόν ἱερέα Ἀναστάσιο, περιῆλθε γῆ καί θάλασσα ἀπό τήν Κπολη μέχρι τή Ρώμη γιά νά προασπιστεῖ τήν Ἀλήθεια καί νά πετύχει συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό τήν Σύνοδο στήν Ρώμη ὑπό τόν Ὀρθόδοξο πάπα  Ἅγιο  Μαρτίνο τόν Ὁμολογητή.

Ἐπιστρέφοντας στήν Κωνσταντινούπολη συνελήφθη, ὑπέστη φρικτά βασανιστήρια (τοῦ ἔκοψαν τή γλῶσσα καί τά δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του) καί πέθανε μετά ἀπό πολλές κακουχίες στήν ἐξορία.

Δέν ἔζησε γιά νά παραστεῖ στήν Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅμως διά τῶν μαρτυρικῶν του ἀγώνων ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί διά τῆς θεοπνεύστου θεολογίας του ἀποτέλεσε τόν ἐμπνευστή καί τό θεμέλιο αὐτῆς τῆς Συνόδου.

Τά ἴδια βασανιστήρια μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο ὑπέστη καί ὁ συναγωνιστής τοῦ ἱερέας Ἀναστάσιος καί οἱ μαθητές του Θεόδωρος, Εὐπρέπειος καί Ἀναστάσιος μοναχός, τήν μνήμη τῶν ὁποίων  20 Σεπτεμβρίου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας.

Ὅπως διαβάζουμε στό συναξάριο τῆς ἑορτῆς, ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδίκασε ὡς αἱρετικούς ἑπτά (7) πατριάρχες καί ἄλλους ἐπισκόπους. Ἀναθεματίστηκαν, καθαιρέθηκαν καί ἐκδιώχθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς αἱρετικοί:

ὁ πάπας Ρώμης Ὀνώριος (625-638)

οἱ τέσσερις Οἰκουμενικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (610-638), Πύρρος (638-641, 654), Παῦλος Β΄ (641-653) καί Πέτρος (654-666),

ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κῦρος (630-642),

ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος (650-685), καί

οἱ ἐπίσκοποι Στέφανος, Πολυχρόνιος καί Κωνσταντῖνος.

Ἡ Σύνοδος δικαίωσε μετά θάνατον τόν ἁπλό μοναχό Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν ὁποῖο εἶχαν καταδικάσει οἱ ἀνωτέρω αἱρετικοί μεγαλοσχήμονες ἐπίσκοποι καί πατριάρχες.

Ἄς προσέξουμε στό σημεῖο αὐτό ἀδελφοί:

 Ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μᾶς δίνει ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα μαθήματα Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, πού δυστυχῶς λησμονοῦμε σήμερα: Ἡ Ἐκκλησία δέν συγκροτεῖται μόνο ἀπό τούς πατριάρχες, τούς ἐπισκόπους καί τούς κληρικούς ἐν γένει. Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὄντως οἱ ἀξιωματοῦχοι Της.

Εἶναι, πρέπει νά εἶναι, οἱ Πατέρες καί Ποιμένες τῆς «λογικῆς ποίμνης» πού φέρουν τόν ὑπέρτατο βαθμό τῆς ἱερωσύνης ὡς διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Εἶναι, πρέπει νά εἶναι, οἱ ἐκφραστές τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί διασώζουν, πρέπει νά διασώζουν καί νά μεταδίδουν ἀνόθευτη τήν εὐαγγελική, ἀποστολική καί πατερική διδασκαλία.

Αὐτό εἶναι τό πρώτιστο καί ὑψηλότερο ἔργο καί ἡ κύρια ἀποστολή τους.

Γι’ αὐτό καί κάθε ἐπίσκοπος, ὄχι ὁ ἱερέας καί ὁ διάκονος, μόνο ὁ ἐπίσκοπος, κατά τή στιγμή τῆς χειροτονίας του ὁμολογεῖ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ὑπόσχεται ὅτι θά κρατήσει καί θά μεταδώσει ἀκέραιη καί ἀνόθευτη τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι καί σέ κάθε Θ. Λειτουργία στήν ἱερότερη στιγμή της εὐχόμαστε καί προσευχόμαστε, καί πρέπει νά προσευχόμαστε μέ ἰδιαίτερη θέρμη γιά τόν ἐπίσκοπό μας, νά μᾶς τόν χαρίζει ὁ Θεός «ὀρθοτομούντα τόν λόγον τῆς αὐτοῦ ἀληθείας»!

Οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν, λοιπόν, τήν ὑπερέχουσα, τήν πολύ ὑψηλή θέση, τή μοναδική ἀποστολή μέσα στήν Ἐκκλησία μας.

Συγχρόνως ὅμως εἶναι καί μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας πού μόνη κεφαλή ἔχει τόν Θεάνθρωπο Χριστό.

Ἐάν ἡ συμπεριφορά τους ἤ οἱ διδασκαλίες τους εἶναι ἀνάρμοστες πρός τήν Κεφαλή - καί συνεπῶς πρός ὅσα θέσπισαν οἱ Ἅγιοι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι - τότε μέ συνοδική ἀπόφαση ἀποκόπτονται ἀπό τό σῶμα ὡς μολυσμένα μέλη.  

Καί ὁ ἐπίσκοπος καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ὁ πατριάρχης μπορεῖ νά σφάλει καί ὑπόκειται καί αὐτός στήν ἐκκλησιαστική κρίση.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἀναγνωρίζουμε κανένα πάπα, οὔτε ἔχουμε κανέναν ἀλάθητο καί ὑπεράνω κριτικῆς.

Ἐάν κάποιος, ὅποιος καί ἄν εἶναι αὐτός, εἴτε ἱερέας, εἴτε ἐπίσκοπος, ἀκόμα καί πατριάρχης, ἐάν μέ τά λόγια του καί τίς ἐνέργειές του παρεκκλίνει ἀπό τήν Παράδοση τῶν Ἁγίων μας ἀποκόπτεται ὡς ἐπικίνδυνο καί μολυσμένο μέλος γιά νά μήν μεταδώσει τόν μολυσμό τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί στά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἱστορία καί ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς ἔχει ἐπιφορτίσει μέ τήν ἱερή ὑποχρέωση, ἀνάλογα μέ τό χάρισμα καί τή θεολογική του κατάρτιση ὁ καθένας μας, νά ἐνδιαφερόμαστε καί νά ἀγωνιοῦμε γιά τά θέματα πίστεως καί, ἄν ἔχουμε τή δυνατότητα καί τίς γνώσεις, μέ τόν δέοντα σεβασμό, τήν ἀναγκαία νηφαλιότητα ἀλλά καί μέ παρρησία καί εἰλικρίνεια νά ἐπισημαίνουμε τίς ἐκτροπές.

Αὐτό ἔκαναν πάντοτε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας οἱ Ἅγιοι. Αὐτό ἔκανε καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

Ἁπλός μοναχός αὐτός, ἀψήφησε ὄχι μόνον τήν κοσμική, αὐτοκρατορική ἐξουσία, ἀλλά καί πατριάρχες καί ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του, μέ τούς ὁποίους διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. δέν τούς ἀποδεχόταν ὡς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὡς λύκους βαρεῖς, ἀφοῦ δυστυχῶς αὐτοί πρῶτοι εἶχαν περιφρονήσει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση.

Ἀσφαλῶς δέν διακατεχόταν ἀπό αὐθάδεια ἤ φανατισμό. Ἤξερε νά ὑπακούει καί νά ταπεινώνεται πρωτίστως ἐνώπιον τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν.

Τιμοῦσε καί σεβόταν ὑπέρμετρα - ὅπως κάθε ἅγιος - τήν ἱερωσύνη καί τούς ταγούς τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως εἶχε τήν διάκριση νά ἀντιτίθεται καί νά διακόπτει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, ὅταν αὐτοί οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀντιταχθεῖ στό Θεῖο θέλημα.

Ἐκεῖ ἔχει ἐφαρμογή τό ἀποστολικό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις». Τότε ἀπαιτεῖται ὁμολογία.

Ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη του στόν Θεό ἔκανε τόν Ἅγιο ἀδιαπραγμάτευτο σέ θέματα Πίστεως.

Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα περιστατικό πού διασώζεται ἀπό τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγ. Μαξίμου: Ὅταν σέ ἀνάκριση μετά τήν πρώτη τοῦ ἐξορία ὁ αἱρετικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πέτρος του εἶπε νά ἑνωθεῖ μέ τήν Καθολική (παγκόσμια) Ἐκκλησία πού εἶχε δεχθεῖ τήν αἵρεσι, διότι τελικά, «ποιός εἶσαι ἐσύ ἕνας ἁπλός καλόγερος νά ἐναντιώνεσαι σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία;» ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Ὁ Θεός τῶν ὅλων (ὁ Χριστός), μακαρίζοντας τόν Πέτρο, εἶπε ὅτι Καθολική Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀρθή καί σωτήριος ὁμολογία τῆς πίστεως σ' Αὐτόν (καί ὄχι ἡ ἑνότητα μέσα στήν αἵρεση, μέσα στήν ψευδῆ πίστη)».

Γι’ αὐτή τή σταθερότητα τῆς ὁμολογίας του ὁ Ἅγιος ὑπέστη πολλούς διωγμούς καί μαρτύρια καί στό τέλος θυσίασε καί τήν ἴδια του τή ζωή, ἀλλά ἦλθε ὁλόκληρη Οἰκουμενική Σύνοδος καί τόν δικαίωσε πανηγυρικά, γιατί πάνω στή θεολογία τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ Μαξίμου στηρίχτηκε γιά νά καταδικάσει τούς 7 μεγαλοσχήμονες πατριάρχες !

Ἀξίζει, ἐπίσης, νά σημειώσουμε ὅτι ἡ καταδίκη τοῦ πάπα Ὀνωρίου ἀπό τήν Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, καθώς καί ἡ καταδίκη τοῦ πάπα Βιγιλίου ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀποδεικνύουν περίτρανα ὅτι εἶναι ἐκκλησιολογικά ψευδής καί ἱστορικά ἀνεπέρειστος καί ἀπαράδεκτος ὁ ἰσχυρισμός τῶν παπικῶν περί τοῦ ex cathedra ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, ἕνα καινοφανές δόγμα πού ἐπινόησε ὁ παπισμός μόλις τό 1879!

Ἀγαπητοί, ἄς προσέξουμε: στήν Ἐκκλησία μας τό κάθε μέλος ἔχει τή δική του διακονία καί καλεῖται νά ἀξιοποιήσει τό δικό του χάρισμα. Ὑπάρχει ὅμως μία διακονία-ὑποχρέωση τήν ὁποία ἔχουμε ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ καθένας μας ἀνάλογα μέ τό χάρισμα καί τή θέση του, ἀπό τούς πατριάρχες μέχρι τόν τελευταῖο πιστό: καί αὐτή εἶναι ἡ ἀγωνία γιά τή διαφύλαξη τῆς παραδοθείσης πίστεως.

Τό 1848, σέ μία ἱστορική κοινή τους δήλωση πανορθοδόξως οἱ τέσσερις Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἀπάντησαν στίς παπικές ἀξιώσεις, συγκεφαλαιώνοντας τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία: «σέ μας, γράφουν στόν πάπα, φύλακας τῆς πίστεως δέν εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλά ὁ λαός τοῦ Θεοῦ», δηλ. οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς καί ὅλοι οἱ πιστοί ἑνωμένοι διασώζουμε τήν ἀλήθεια τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθόδοξης πίστης.

Εἶπα πρό ὀλίγου ὅτι «ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μᾶς δίνει μαθήματα Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας, πού δυστυχῶς λησμονοῦμε σήμερα».

Πολλοί πιστοί νομίζουν λανθασμένα ὅτι Ἐκκλησία εἶναι μόνο ὁ πατριάρχης καί οἱ κληρικοί καί ὅ,τι αὐτοί διδάσκουν εἶναι ἀλάνθαστο καί δέν ἐπιτρέπεται ἡ παραμικρή κριτική στίς θεολογικές τους ἀπόψεις γιά θέματα πίστεως!

Μιά τέτοια ἀντίληψη εἶναι ξένη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν παπική ἐκκλησιολογία. Μόνο ὁ Πάπας λέει ὅτι ὅ,τι διδάσκω ἐγώ ex cathedra εἶναι σωστό καί ἀλάνθαστο!

Ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδικάζοντας 7 Πατριάρχες ξεκαθάρισε τά πράγματα καί φωνάζει καί σέ μᾶς σήμερα:

Προσέξτε, μᾶς λέει, κριτήριο γιά τό ἄν κάποιος φρονεῖ ὡς πραγματικός Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν ἀποτελεῖ ἡ θέση τήν ὁποία κατέχει στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ πιστότητά του στήν τήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.

Κανένας δέν εἶναι ἀλάθητος, κανένας δέν εἶναι ὑπεράνω κριτικῆς σέ θέματα πίστεως.

Ἀλίμονο σέ ὅποιον συστηματικά περιφρονεῖ τήν παράδοση τῶν Ἁγίων, ὅποιος καί ἄν εἶναι αὐτός, ἀκόμα καί ἱερέας καί ἐπίσκοπος καί ἀρχιεπίσκοπος καί πατριάρχης!

Εὔχεσθε, παρακαλῶ, ἀγαπητοί, καί προσεύχεσθε ὁ Θεός μέ τίς πρεσβεῖες τῶν Ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων της Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νά φωτίζει ὅλους μας καί ἰδιαιτέρως ἐμᾶς τούς κληρικούς, ἱερεῖς, ἐπισκόπους καί πατριάρχες νά τηροῦμε καί νά μεταδίδουμε ἀνόθευτη τήν παρακαταθήκη τῆς πίστεώς μας.



Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 13, 2024

 

Ἄν βγάλουμε τόν Χριστό ἀπό τόν Σταυρό, παύει νά εἶναι Χριστός πού σώζει


Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης:

 

«Θά ἔλθουν τά χρόνια τῆς ἀθεΐας καί τῆς ὁμολογίας καί θά χρειασθῇ νά ὁμολογήσουμε τόν Χριστό ἐνώπιον ἀνθρώπων καί τυράννων καί μέ μαρτύριο ἀκόμη»

Μέσα στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε μία ἀνακεφαλαίωσι ὅλης τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου. Σταυρώθηκε ὁ Χριστός καί ὁ Σταυρός Τόν ὡδήγησε στήν Ἀνάστασι. Χριστός χωρίς Σταυρό δέν ἐννοεῖται.

Ἄν βγάλουμε τόν Χριστό ἀπό τόν Σταυρό, παύει νά εἶναι Χριστός, πού σώζει. Κι ἄν βγάλουμε ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστιανοῦ τήν ἐσταυρωμένη ζωή, πλέον ἔχουμε ἐκκοσμικευμένο Χριστιανισμό, ἀδύνατο νά μᾶς ἐξυψώση ἠθικά καί πνευματικά σέ σφαῖρες πνευματικές καί ἅγιες. Ὅποιος γνωρίση καλά αὐτό τό νόημα, αὐτό τό μήνυμα, ὅποιος τό πιστέψη καί τό ἀκολουθήση, γίνεται ἀληθινός, γνήσιος μαθητής καί δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός γιά μᾶς εἶναι τό ὑπόδειγμα τό τέλειο, τό ὁποῖο καλούμεθα νά ἀντιγράφουμε καί νά μιμούμεθα.

Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου μας μᾶς φανερώνει τρεῖς μεγάλες ἀλήθειες. Πρῶτον ὅτι γιά νά τακτοποιηθῇ, γιά νά ἀποσβέση, τό πολύ βάρος τῆς ἁμαρτίας μας χρειάσθηκε νά κατέβη ἕνας Θεός σωματικά στήν γῆ, νά γίνη ἄνθρωπος καί νά σταυρωθῇ. Χρειάσθηκε νά χυθῇ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στόν Σταυρό, γιά νά ξεπλυθῇ ὁ ρύπος τῆς ἁμαρτίας. Κι ἔτσι ἐμεῖς μπορέσαμε νά βροῦμε τόν δρόμο, πού ὁδηγεῖ στήν λύτρωσι, στήν σωτηρία, στήν ἀλήθεια καί στό φῶς.

Δεύτερον φανερώνει τήν ἄπειρη φιλανθρωπία, εὐσπλαχνία καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἄφησε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε στήν γῆ, γιά νά σωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἔνοχοι, οἱ ἀχάριστοι, οἱ ἀγνώμονες ἄνθρωποι. Τρίτον φανερώνει τήν μεγάλη ἀξία τῆς ψυχῆς μας, τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό ἐπιπολαιότητα, τήν ἐγκαταλείπουμε γυμνή ἀπό εὐσέβεια καί ἀρετή, κατατραυματισμένη, ἐνῷ τό σῶμα, πού θά τό ἀφήσουμε ἐδῶ, τόσα κάνουμε, τόσο τό φροντίζουμε!

Ἡ ψυχή εἶναι τό πάν, διότι ἀπό αὐτήν ζῆ καί τό σῶμα. Ἐμεῖς ὅμως δέν τήν προσέχουμε, δέν τήν προσφέρουμε τροφή καθαρή καί ἀληθινή καί ἀρρωσταίνουμε ψυχικά ἀπό τήν ἁμαρτία, δηλητηριάζουμε τήν ζωή μας, στερούμεθα τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί μᾶς βρίσκουν ἕνα σωρό δεινά, τά ὁποῖα εἶναι ἐπίτοκα τῆς ἀπό τοῦ Θεοῦ ἀπομακρύνσεως.

Ἄν προσέξουμε τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἀκούσαμε τούς τρεῖς βασικούς ὅρους, πού προϋποθέτουν το νά εἶναι κάποιος μαθητής τοῦ Χριστοῦ. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοί» (Λούκ. θ’, 23). Δυστυχῶς πάρα πολλοί χριστιανοί δέν ξέρουν τίποτα γιά τό Εὐαγγέλιο· γι’ αὐτό ἀκοῦνε μόνο τούς αἱρετικούς καί τούς χιλιαστάς. Κατά τά ἄλλα εἶναι ὀρθόδοξοι· κι ἄν τούς πῇς κάτι, σοῦ προβάλλουν το: «Ὅστις θέλει...». Βλέπετε, ὅτι κι ἀκόμη καί γιά τήν πρότασι αὐτή δέν ξέρουν τήν σημασία της σωστά καί ὁλοκληρωτικά.

Τό «Ὅστις θέλει...» ἰσχύει γι’ αὐτούς, πού σέ μεγάλη ἡλικία, προαιρετικά καί ἑκούσια ἀσπάσθηκαν τόν Χριστιανισμό. Ἐμεῖς ὅμως, πού κατά τήν βάπτισι μᾶς εἴπαμε· «Ἀποτάσσομαι τόν σατανᾶν καί συντάσσομαι τῷ Χριστῷ», εἴμαστε συντεταγμένοι ὑπό τήν σημαία τοῦ Σταυροῦ καί πλέον καλούμεθα νά σηκώνουμε καθ’ ἡμέραν τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου. Καί Σταυρός τοῦ Κυρίου εἶναι οἱ θλίψεις, πού περνοῦμε μέ ὑπομονή, γιά νά εὐαρεστήσουμε σ’ Αὐτόν.

Ἡ νηστεία μας εἶναι ἕνας σταυρός, ἡ προσευχή μας εἶναι ἕνα ἐξαγιαστικός σταυρός, ἡ καταπολέμησις τῶν λογισμῶν εἶναι ἕνας σταυρός, ἡ ἐλεημοσύνη μας εἶναι ἕνας σταυρός. Μέ τήν βοήθεια ὅμως τοῦ Ἐσταυρωμένου γίνεται ἐλαφρύς ὁ σταυρός. Καί σιγά-σιγά γινόμεθα μέν κοινωνοί τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ στήν παροῦσα ζωή, ἀξιωνόμεθα δέ νά γίνουμε μέτοχοι καί τῆς Οὐρανίου Τοῦ δόξης.

Τό Εὐαγγέλιο ὅλη τήν Ἑβδομάδα ἔχει μπροστά μας τον Ἐσταυρωμένο, γιά νά μᾶς θυμίζη ὅτι ἐσταυρωμένη πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ καί ὅτι ὁ χριστιανός πρέπει νά ἔχη τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ σάν δικό του θέλημα· καί ὅτι δέν ἀρέσει στόν Χριστό, νά μή τό ἀσπάζεται, νά μή τό ἀκολουθῇ, ἀπό ὁπουδήποτε κι ἄν προέρχεται. Ἐμεῖς δυστυχῶς ἀποβάλαμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ζωή μας καί τήν κάναμε εὔκολη, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποκτοῦμε ἄφθονα ὑλικά ἀγαθά, ὄχι ὅμως καί τήν γαλήνη τῆς συνειδήσεως, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἡ παράβασις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐνοχή.

Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ γιά μᾶς τούς χριστιανούς εἶναι καί σύμβολο ἀγάπης, γιατί ἐπάνω στόν Σταυρό μας ἔδειξε ὁ Χριστός τήν ἀγάπη, ὅταν προσευχήθηκε καί εἶπε γιά τούς σταυρωτές Του: «Ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λούκ. κγ, 34). Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.

Ἀκόμη εἶναι καί σύμβολο θυσίας. Ἐνῷ ἐμεῖς εἴμαστε ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, Ἐκεῖνος τόσο πολύ ἀγάπησε τόν ἄνθρωπο, ὥστε θυσιάσθηκε, ἔπαθε καί σταυρώθηκε γιά μας, γιά νά μή πάθουμε ἐμεῖς, γιά νά μᾶς προσφερθῇ ἡ λύτρωσις.

Εἶναι ἐπίσης σύμβολο νίκης καί θριάμβου, ὅπλον ἀήττητον κατά τῶν δαιμόνων, τῶν λογισμῶν καί τῶν παθῶν· ἀρκεῖ νά χρησιμοποιεῖται σωστά, μέ πίστι, μέ ταπείνωσι, μέ ἀρετή. Καί τότε· «Φρίττει καί τρέμει μή φέρων καθοράν αὐτοῦ τήν δύναμιν» ὁ διάβολος καί οἱ δυνάμεις του.

Ὁ Τίμιος Σταυρός ἀσφαλίζει ὄχι μόνο ἐμᾶς τούς πιστούς, ἀλλά καί τούς ἀλλόπιστους, κατά πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ. Κάποιος Ἑβραῖος βρέθηκε σέ ἕνα εἰδωλεῖο κι ἔμεινε ἐκεῖ νά περάσει τήν νύκτα. Ἐπειδή σκέφθηκε ὅτι στό χῶρο αὐτό κατοικοῦσαν τά δαιμόνια καί οἱ δαίμονες φοβοῦνται τόν Σταυρό, σταύρωσε τό προσκεφάλι του κι ἔπεσε νά κοιμηθῇ. Ἦλθαν τά δαιμόνια καί συζητοῦσαν μεταξύ τους τί κακά εἶχαν κάνει στόν κόσμο. Μόλις εἶδαν τόν Ἑβραῖο νά κοιμᾶται, σκέφθηκαν νά τόν πειράξουν. Ἔρχονταν κοντά νά τοῦ κάνουν κακό, ἀλλά δέν μποροῦσαν. Κι ἔλεγαν: «Εἶναι ἀκάθαρτο κουφάρι, ἀλλά εἶναι σφραγισμένο!» Ὁ Ἑβραῖος, πού τούς ἄκουσε, ἐπειδή γνώρισε τήν δύναμι τοῦ Σταυροῦ, ἔγινε χριστιανός πιστός καί κατόπιν μοναχός! Πόσο δύναμι ἔχει ὁ Τίμιος Σταυρός!

Στήν Φιλανδία ἔγινε τό ἑξῆς στίς ἡμέρες μας: Ἕνας καθηγητής τῆς Ἱστορίας ἔκανε μία διάλεξι ἐνώπιον πολλῶν ἐπισήμων. Πρίν ἀρχίσει, ἔκαμε μέ εὐκρινέστατο τρόπο τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ. Ὅταν τελείωσε, ἕνας ἀπό τούς ἀκροατάς του τόν ἐρωτᾶ:

Ἀπό τύπο ἤ ἀπό ἐπίδειξι κάνατε τόν σταυρό σας;

Κι αὐτός ἀπαντᾶ:

Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ὅταν ἀρχίζουμε κάποια ἐργασία κι ὅταν εἴμαστε μαζί μέ ἄλλους, κι ὅταν τρῶμε, κι ὅταν πίνουμε, κι ὅταν ταξιδεύουμε, κι ὅταν πᾶμε νά κοιμηθοῦμε, σταυρώνουμε τά μέλη μας μέ τό ὄργανο τῆς λυτρώσεως, τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας μας, τόν Τίμιο Σταυρό. Τό κάνουμε ἀπό καθῆκον, γιατί μ’ αὐτό ὁμολογοῦμε τήν πίστι μας καί ἐκζητοῦμε τό μέγα ἔλεος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Σᾶς πληροφορῶ ὅτι καί στήν Νέα Ὑόρκη καί στήν Μόσχα καί σ’ αὐτά τα Τίρανα, ἄν ἔκανα διάλεξι, θά ἔκανα τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ.

 

Κι ἐμεῖς ντρεπόμαστε νά κάνουμε τόν σταυρό μας, ὅταν περνοῦμε ἀπό Ἐκκλησία ἤ στό τραπέζι ἤ καί μέ τόν τρόπο, πού τόν κάνουμε, ἐμπαίζουμε τόν Σταυρό. Μέ τόν τρόπο αὐτό δείχνουμε πόσο ρηχή σχέσι ἔχουμε μέ τά σύμβολα τῆς πίστεως μας.

Στήν Χίο τό 1821, ὅταν ὁ Τοῦρκος κυρίευσε τό νησί –τά χρόνια μαῦρα καί δύσκολα- εἴκοσι χιλιάδες κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, οἱ περισσότεροι νέοι, βρίσκονται στό λιμάνι γιά σφαγή. Τούς λένε:

Πατῆστε τόν Σταυρό καί χαρίζεται ἡ ζωή σας!

Καί μ’ ἕνα στόμα ὅλοι μαζί φώναξαν:

Ζήτω ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ!

Ἔκαναν τόν Σταυρό τους καί ἐσφάγησαν ὅλοι. Αὐτή ἡ εἶναι ἡ πίστις τῶν χριστιανῶν. Κι ἐμεῖς δέν ἔχουμε τόν ἠρωϊσμό, μεταξύ τῶν χριστιανῶν νά ποῦμε, ποιοί εἴμαστε. Μπορεῖ αὐτά νά θεωροῦνται τύποι, ἀλλά φανερώνουν τήν οὐσία, ὅταν γίνωνται μέ εὐσέβεια καί μέ προσοχή.

Θά ἔλθουν τά χρόνια τῆς ἀθεΐας καί τῆς ὁμολογίας καί θά χρειασθῇ νά ὁμολογήσουμε τόν Χριστό ἐνώπιον ἀνθρώπων καί τυράννων καί μέ μαρτύριο ἀκόμη. Ἐπειδή δέν ἔχουμε προαίρεσι, μπορεῖ ὁ Θεός νά μᾶς δώση τή δύναμι τῆς ὁμολογίας καί γιά μιά στιγμή νά γίνουμε μάρτυρες, νά πάρουμε τό στεφάνι καί νά εἰσέλθουμε στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

 

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: «Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας (Ὁμιλίαι) – Τόμος Β’» – Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, Ἅγιον Ὅρος, 2015, σελ. 94-100



 

 

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 12, 2024

 

Στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ



Ἄρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

 

"Δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι κανείς Χριστιανός, ἄν δέν ζεῖ στήν ὕπαρξή του, ἐν ἑαυτῷ, τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου"

Ἑορτάζουμε τήν Παγκόσμια Ὕψωση τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας. Καί ἐνῷ ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι μία ἡμέρα ἀναμνήσεως ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ σταυρικοῦ Πάθους τοῦ Λυτρωτῆ, ἐν τούτοις ἐμεῖς ἔχουμε μία χαρά. Καί αὐτή ἡ χαρά ὀφείλεται στό ὅτι ἡ Σταύρωση τοῦ Κυρίου καί ὁ Σταυρός, τό ὄργανο ἐπάνω στό ὁποῖο συνετελέσθη ὁ φρικτός ἀλλά καί ζωοποιός συγχρόνως θάνατος τοῦ Λυτρωτῆ μας, ἀποτελεῖ συγχρόνως καί τή δόξα τοῦ Κυρίου.

Θά ἐνθυμεῖσθε, ὅταν ὁ Κύριος πορευόταν πρός τό σταυρικό Πάθος, εἶπε τούς λόγους: «νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 13:31). Κατά τό ἀνθρώπινο ὁ σταυρικός θάνατος ἦταν ὀνειδισμός, ἦταν ἡ ἔσχατη ταπείνωση καί ἔσχατη καταφρόνηση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀλλά κατά τήν θεία προοπτική ἦταν ἡ μεγαλύτερη δόξα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δόξα προετοίμασε τήν ἄλλη δόξα της λαμπροφόρου Ἀναστάσεώς Του. Ἐπειδή λοιπόν πάσχει στόν Σταυρό ὁ Κύριος, ἀλλά καί δοξάζεται πάσχοντας, γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ἀκόμα καί τή Μεγάλη Παρασκευή, ἀκόμα καί τή σημερινή μέρα, μπορεῖ νά ἑορτάζει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου ἀναστάσιμα, χαρμόσυνα, μέ τή χαρμολύπη αὐτή καί τό σταυροαναστάσιμο ἦθος καί φρόνημα πού χαρακτηρίζει τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί εὐσέβειά μας, ἡ ὁποία πηγάζει μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας.

 

Ἀλλά καί ὁ δεύτερος λόγος, γιά τόν ὁποῖο ἔχουμε χαρά σήμερα, εἶναι ὅτι διά τῆς μετοχῆς μας στόν ἑορτασμό αὐτό ἀξιωνόμαστε καί ἐμεῖς, παρά τήν ἀμαρτωλότητα καί ἀδυναμία καί νέκρωση τῶν πνευματικῶν μας αἰσθητηρίων, νά μεθέξουμε κάπως σ’ αὐτό τό μυστήριο τοῦ σταυρικοῦ Θανάτου καί τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Διότι αὐτή εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία μας τήν Ὀρθόδοξη καί Ἀποστολική οἱ ἑορτές δέν εἶναι κάτι ἔξω ἀπό ἐμᾶς, δέν εἶναι μία ἀνάμνηση ἱστορική ἤ ψυχολογική, ἀλλ’ εἶναι προπάντων μέθεξη καί μετοχή στά τελούμενα καί ἑορταζόμενα γεγονότα καί πρόσωπα.

Νομίζω ὅτι αἰσθανόμαστε πάντοτε, ἀλλά καί ἀπόψε ἰδιαιτέρως, ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς μας ὑπάρξεως. Δέν εἶναι δυνατό νά εἶναι κανείς Χριστιανός, ἄν δέν ζεῖ στήν ὕπαρξή του, ἐν ἑαυτῷ, τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος πάντοτε, εἴπαμε, βιώνεται στήν Ὀρθοδοξία μέ τήν προοπτική τῆς Ἀναστάσεως.

Εὐχόμαστε σ’ ὅλους νά τούς βοηθήσει ἡ Χάρη τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ σήμερα, ὥστε καί αὐτοί νά ἐμβαθύνουν σ’ αὐτό τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, πού εἶναι τό κέντρο τῆς πίστεώς μας, τῆς ζωῆς μας τῆς χριστιανικῆς, καί νά σκεφθοῦν, ἄν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει ἀλήθεια στόν κόσμο ἔξω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.

Βέβαια ὁ κόσμος ὑπόσχεται ὅτι ὑπάρχει ἀλήθεια ἔξω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἡ πεῖρα δύο χιλιάδων χρόνων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ καί τῶν πτώσεων καί δραμάτων πού ἔζησε ὁ κόσμος καί πού ζεῖ μέχρι σήμερα –γιατί ὁ κόσμος, μή δεχόμενος τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ζεῖ ἕνα μεγάλο δρᾶμα, τό δρᾶμα τοῦ ἀδιεξόδου τοῦ ἐγωϊσμοῦ του– ἡ πεῖρα λοιπόν αὐτή βεβαιώνει ὅτι δέν ὑπάρχει ἀλήθεια γιά τή ζωή ἔξω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλά αὐτό εἶναι κάτι γιά τό ὁποῖο πρέπει κανείς –καί νά τόν φωτίσει ὁ Θεός νά τό καταλάβει, ἀλλά καί νά θελήσει ὁ ἴδιος– νά πάρει στή ζωή μία εὐθύνη πνευματική. Διότι, ἄν δέν πάρει ὁ ἄνθρωπος μία εὐθύνη, ἄν δέν θελήσει νά δεῖ τά πράγματα ἀποφασισμένος νά σηκώσει τίς συνέπειες τῆς ἀλήθειας, ὅσο καί ἄν τοῦ στοιχίζουν, τότε φυσικά δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ καί τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο εὐθύνη. Ἔχει ἀπαίτηση ὁ Θεός μέ τόν Σταυρό Του ἀπό τόν ἄνθρωπο. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν δεχθεῖ τήν ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ Του, δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ οὔτε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, οὔτε νά καταλάβει τό νόημα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, καί τότε ζεῖ μία ζωή ἀνεύθυνη, χωρίς νόημα καί χωρίς σταυρό, ἀλλά καί συγχρόνως ζωή χωρίς Χάρη καί χωρίς χαρά καί ἀνάσταση.

Καί νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό δρᾶμα γενικά τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου σήμερα, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει χαρά, διότι δέν ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν ἔχει τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, διότι δέν ἔχει τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν ἔχει τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, διότι δέν θέλει νά πάρει ὑπεύθυνα τό θέμα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, τό θέμα τῆς πίστεως.

 

(1981) Ἀπό τό βιβλίο: Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ὁμιλίες σέ ἀκίνητες Δεσποτικές καί Θεομητορικές Ἑορτές. Ἔκδ. Ι.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὅρος 2015, σελ. 22.