Ἡ ἑλληνικὴ καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν μόρφωσις, κατὰ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας
(† Ἀρχ. Γεώργιος Καψάνης)
Ὁμιλία
ἐκφωνηθεῖσα εἰς τὴν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἀθωνιάδα Σχολὴν τὴ 30η Ἰανουαρίου 2001, ἑορτὴ
τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
Ἑορτάζουμε σήμερα τὴν μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν
καὶ οἰκουμενικῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Τῶν τριῶν μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου
Θεότητος.
Οἱ ἄμβωνες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς
Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τῆς Ναζιανζοῦ ἔγιναν αἰώνιοι ἄμβωνες τῆς Ἐκκλησίας,
ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι κηρύττουν τὴν Ὀρθόδοξο Θεολογία καὶ πίστι
μας καὶ μᾶς ὑποδεικνύουν τὴν γνησία Χριστιανικὴ ζωή.
Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ κάθε ἀκολουθία καὶ Θεία Λειτουργία
τους μνημονεύουμε. Ὁ μακαρισμὸς καὶ ἔπαινός τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι
πολύς, ἀδιάκοπος καὶ αἰώνιος.
Τιμῶνται ἰδιαίτερα ὁ καθένας την ἡμέρα τῆς μνήμης του
καὶ ὅλοι μαζὶ σήμερα, ὥστε οἱ Χριστιανοὶ νὰ τοὺς θεωροῦν ἰσαξίους καὶ ἰσοτίμους.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι τοῦ Γένους ἀπὸ τὴν φοβερὴ
τουρκικὴ σκλαβιά, ἡ νεοελληνικὴ πολιτεία καθιέρωσε ἡ σημερινὴ ἑορτή τους νὰ ἑορτάζεται
καὶ ὡς ἑορτὴ τῆς Παιδείας.
Ἡ καθιέρωσις τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὡς ἑορτῆς τῶν Γραμμάτων
καὶ τῆς Παιδείας ἦταν ἐπιβεβλημένη. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι οἱ ἡγεσίες
τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὰ δυτικὰ ρεύματα καὶ πρότυπα καὶ
μάλιστα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἀντιβασιλείας τῶν Βαυαρῶν, δὲν ἐτίμησαν καὶ δὲν ἀξιοποίησαν
δεόντως τὴν Παράδοσι τοῦ Γένους καὶ κάποτε ἀσέβησαν ἀπέναντι της, ἐκτὸς ἐξαιρέσεων.
Ὅμως ἡ ἀνακήρυξις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς προστατῶν τῆς Ἑλληνορθοδόξου
Παιδείας ἦταν πρᾶξις ἀξία τῆς Παραδόσεως τοῦ Γένους, ἀφοῦ οἱ Τρεὶς Ἱεράρχαι
συνδυάζουν τὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία μὲ τὴν θύραθεν καὶ μάλιστα τὴν Ἑλληνικὴ
μόρφωσι.
Τὸν 4ον αἰῶνα ποὺ ἔζησαν οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι, ὑπῆρχε
διαμάχη μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Ὑπῆρχαν δύο ἀντίθετα ἄκρα. Τὸ ἕνα ἐκ
μέρους Χριστιανῶν ποὺ ἀπέρριπταν τελείως τὴν Ἑλληνικὴ σοφία, λόγῳ τοῦ φόβου τῆς
εἰδωλολατρείας. Τὸ ἄλλο ἐκ μέρους τῶν φανατικῶν ἑλληνολατρών-εἰδωλολατρῶν, ποὺ ὀχι
μόνο ἀπέρριπταν τὴν Χριστιανικὴ πίστι ἀλλὰ καὶ θεωροῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς ἀναξίους
νὰ σπουδάζουν τὰ Ἑλληνικὰ Γράμματα. Κύριος ἐκπρόσωπός των ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης Ἰουλιανὸς
ὁ Παραβάτης, συμμαθητὴς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὴν Ἀθήνα,
ποὺ ὅταν ἔγινε αὐτοκράτωρ ἐξέδωκε διάταγμα κατὰ τῶν Χριστιανῶν διδασκάλων, νὰ μὴ
διδάσκουν τὴν Ἑλληνικὴ φιλοσοφία.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δὲν παρασύρθηκαν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἄκρα, ἀλλὰ
προχώρησαν σὲ ἕνα μεγαλειώδη συνδυασμό – σύζευξι Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνικῆς
σοφίας.
Γράφει σχετικῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Νομίζω ὅτι ὅλοι οἱ
φρόνιμοι ἔχουν ὁμολογήσει, ὀτι ἡ μόρφωσις εἶναι τὸ πρῶτον ἀγαθὸν ποὺ ἔχομεν. Ὄχι
μόνον αὐτὴ ἡ εὐγενεστέρα καὶ ἰδική μας ποὺ περιφρονοῦσα κάθε κομψότητα καὶ κάθε
φιλοδοξίαν τῶν λόγων κρατᾶ μόνον τὴν σωτηρίαν καὶ τὸ κάλλος τῶν νοητῶν, ἀλλὰ καὶ
ἡ ἐξωτερικὴ μόρφωσις τὴν ὁποίαν πολλοὶ Χριστιανοὶ ἀπὸ κακὴν ἐκτίμησιν ἀπορρίπτουν,
διότι τάχα εἶναι ὕπουλη καὶ ἀπατηλὴ καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεόν». (Ἁγίου
Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, 11, Ε.Π.Ε. τ.6, σέλ.
145).
Μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατενόησαν δύο
βασικὲς ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Πρῶτον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀδιαφορήση γιὰ τὸν
κόσμο καὶ ἐν προκειμένῳ γιὰ τὸν προχριστιανικὸ Ἑλληνισμό. Πρέπει νὰ τὸν
προσλάβη στὸ Σῶμα Της, δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύση, γιατί ὅπως
εἶχε διδάξει ὁ Μ. Ἀθανάσιος (τὸν ὁποῖο ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε προσωπικὰ γνωρίσει)
«τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον καὶ ἀθεράπευτον».
Καὶ δεύτερον, ὅτι αὐτὴ ἡ πρόσληψις ἔπρεπε νὰ γίνη μὲ
διάκρισι, σύμφωνα μὲ τὸ ἀποστολικὸν τὰ «πάντα δοκιμάζετε τὸ καλὸν κατέχετε» (Ἂ’
Θέσ. 5, 21). Θὰ ἔπρεπε λοιπὸν νὰ γίνη δεκτὸν ὅ,τι καλὸν εἶχε ἡ ἀρχαία σοφία καὶ
νὰ ἀπορριφθῇ ὡς ἄχρηστο καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν ψυχὴ ὅ,τι ἀντίθετο πρὸς τὴν
χριστιανικὴ πίστι καὶ ἠθικὴ ὑπῆρχε σ’ αὐτήν. Ἂν καὶ ἀπὸ τὰ ἀρνητικὰ θὰ μποροῦσαν
νὰ διδαχθοῦν οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν σύγκρισί τους μὲ τὰ καθ’ ἡμᾶς θὰ
φανερωνόταν ἡ ἀλήθεια καὶ ἀνωτερότης τῆς πίστεώς μας, ὅπως π.χ. ἀπὸ τὶς
διηγήσεις περὶ τῶν ἐρώτων καὶ τῶν ἀντιζηλιῶν τῶν θεῶν.
Δὲν θὰ μποροῦσαν οἱ Τρεὶς Ἱεράρχαι νὰ κάνουν αὐτὴ τὴν
κάθαρσι καὶ πρόσληψι τῆς Ἑλληνικῆς σοφίας, ἐὰν οἱ ἴδιοι δὲν τὴν εἶχαν σπουδάσει
ἢ δὲν εἶχαν ἀντιμετωπίσει κατὰ τρόπον ὄχι μόνο διανοητικὸ ἀλλὰ καὶ ὑπαρξιακὸ τὸ
πρόβλημα. Οἱ δύο κόσμοι ἀντιπάλαιαν καὶ αὐτὴ ἡ ἀντιπαλότης ζητοῦσε νὰ λάβουν οἱ
ἴδιοι μία ὑπεύθυνη στάσι.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔλαβαν ἀνωτέρα
πανεπιστημιακὴ μόρφωσι. Ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σὲ διάφορα
μορφωτικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς των καὶ τελικὰ εἰς τὰς "χρυσᾶς Ἀθήνας", ὅπου
ὑπῆρχαν οἱ ἀνώτερες πανεπιστημιακὲς σπουδές.
Ἦσαν ἀκόμη κατηχούμενοι. Ἀλλὰ διεκρίνοντο γιὰ τὸ ἦθος
τους. Δὲν συμμετεῖχαν σὲ διασκεδάσεις καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῶν συμφοιτητῶν
τους. Δύο δρόμους ἐγνώριζαν: τὸν ἕνα πρὸς τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸν ἄλλο
πρὸς τὴν Σχολή.
Ἔδειξαν ἔτσι ἀπὸ τότε ὅτι, ἐνῷ ἦσαν πιστοὶ Χριστιανοὶ
νέοι, ἐκτιμοῦσαν καὶ τὴν Ἑλληνικὴ σοφία. Πόσο καλὰ τὴν ἔμαθαν, φαίνεται καὶ ἀπὸ
τὰ συγγράμματα ποὺ κατόπιν ἔγραψαν. Μάλιστα τὸν ἅγιο Γρηγόριο, ὅταν τελείωσε τὶς
σπουδές του, δὲν τὸν ἄφησαν νὰ ἀναχωρήση ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μαζὶ μὲ τὸν Μ. Βασίλειο,
ὅπως εἶχαν συμφωνήσει, ἀλλὰ οἱ φοιτητικοὶ σύλλογοι τὸν κράτησαν καὶ τὸν ἀνεβίβασαν
στὸ καθηγητικὸ ἀξίωμα, ὅπου μόλις μετὰ δύο χρόνια ἠμπόρεσε νὰ ἀναχωρήση.
Εἶναι γνωστὸ ἀκόμη ὀτι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐμαθήτευσε
καὶ στὸν περίφημο Λιβάνιο στὴν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος, ὅταν ρωτήθηκε ποιόν θὰ ἄφηνε
διάδοχό του, ἀπήντησε: τὸν Ἰωάννη, ἐὰν δὲν τὸν εἶχαν συλήσει οἱ Χριστιανοί.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἄριστος φιλόλογος. Ἐχειρίζετο
θαυμάσια προφορικὰ καὶ γραπτὰ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο καὶ ἔγραφε ποιήματα στὸ
γλωσσικὸ ἰδίωμα καὶ στὰ μέτρα τῶν ἀρχαίων ποιητῶν. Συνολικὰ ἔγραψε 19.000
στίχους.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἐσπούδασε καὶ ἐγνώριζε ὄχι μόνο τὴν
φιλοσοφία καὶ ρητορικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀστρονομία καὶ τὴν ἰατρικὴ καὶ φυσική. Αὐτὴ
ἡ γνῶσις του φαίνεται καὶ στὴν γνωστὴ Ἑξαήμερο, δηλαδὴ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἐξ ἡμερῶν
τῆς Δημιουργίας τοῦ πρώτου κεφαλαίου τῆς Γενέσεως.
Ὁμιλῶν ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιὰ τὴν μόρφωσι τοῦ Μέγ.
Βασιλείου γράφει:
«Ποιός ἦτο τόσο ἱκανὸς εἰς τὴν ρητορικὴν ποὺ πνέει
φλόγα, ἂν καὶ ὁ τρόπος του δὲν εἶναι ρητορικός; Ποιός ἦτο τόσο ἱκανὸς εἰς τὴν
γραμματικὴν ἢ ἐξελλήνιζε τὴν γλῶσσαν; Ποῖος συνεκέντρωνε τόσας γνώσεις, ἦτο
κάτοχος τῆς στιχουργικῆς καὶ ἔθετε νόμους εἰς τὴν ποίησιν; Ποῖος ἦτο τόσον ἱκανὸς
εἰς τὴν φιλοσοφίαν αὐτήν, ποὺ εἶναι ὑψηλὴ πράγματι καὶ τείνει εἰς τὰ ἄνω, εἰτε ἀναφέρεται
εἰς πρακτικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ θέματα εἴτε ἀσχολεῖται μὲ λογικὰς ἀποδείξεις καὶ ἀντιθέσεις
καὶ ἀμφισβητήσεις καὶ ἔχει ὡς γνωστὸν τὸ ὄνομα διαλεκτική; Ἔτσι εἶναι εὐκολώτερον
νὰ περάσης μέσα ἀπὸ λαβυρίνθους παρὰ νὰ διαφύγης ἐὰν ἐχρειάζετο, ἀπὸ τὰ δίκτυα
τῶν λόγων ἐκείνου. Ἀπὸ τὴν Ἀστρονομίαν, τὴν γεωμετρίαν καὶ τὰς σχέσεις τῆς ἀριθμητικῆς
ἐπῆρε τόσην μόρφωσιν, ὥστε νὰ μὴ κλονίζεται ἀπὸ τὰ παράδοξα τῶν Ἐπιστημῶν αὐτῶν.
Περιεφρόνησε τὸ περισσὸν ὡς ἄχρηστον δι’ ὅσους ἐπιδιώκουν τὴν εὐσέβειαν.
Ὠστε ἠμπορεῖ νὰ θαυμάση κάποιος αὐτὸ ποὺ ἐπροτιμήθη
περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐπεριφρονήθη καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐπεριφρονήθη
περισσότερον ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπροτιμήθη. Τὴν ἰατρικὴν ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς
φιλοσοφίας καὶ τῆς φιλοπονίας του, τὴν ἔκαμαν ἀπαραίτητον καὶ ἡ ἀσθένεια τοῦ
σώματός του καὶ ἡ περιποίησις τῶν ἀσθενῶν. Ἀπὸ αὐτὰ ἤρχισε καὶ ἐπέτυχε τὴν
κατοχὴν τῆς τέχνης, κατοχὴν ποὺ δὲν περιορίζεται εἰς τὴν ἐπιφάνειαν καὶ τὸ
χαμηλότερον ἐπίπεδον, ἀλλὰ ὑψώνεται εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὴν ἐπιστήμην. Τί
σημασίαν ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά, καὶ ἂς εἶναι τόσον ἀξιόλογα, διὰ τὴν διάπλασιν τοῦ
χαρακτῆρος του;» (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μ. Βασίλειον, 23,
Ε.Π.Ε. τ. 6, σέλ. 169-171).
Τὶς ἀπόψεις τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ σοφία
βρίσκουμε στὸν λόγο τοῦ «Πρὸς τοὺς νέους, Ὀπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο
λόγων». Τὸν λόγο αὐτὸ ἔγραψε σὰν ἀπάντησι στὴν ἀπαγόρευσι ποὺ ἐπέβαλε ὁ Ἰουλιανὸς
ὁ Παραβάτης στοὺς Χριστιανοὺς νέους, νὰ μὴ σπουδάζουν τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα, ἀλλὰ
καὶ γιὰ καθοδήγησι τῶν Χριστιανῶν νέων πὼς νὰ σπουδάζουν αὐτά.
Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ εἰποῦμε, ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἦσαν
ὅσο ὀλίγοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς των μορφωμένοι. Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὴν θύραθεν, τὴν
κοσμική, μόρφωσι ἔδιναν σχετικὴ μόνο σημασία καὶ ἀξία.
Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι
«κυρία», ἐνῷ ἡ σοφία τοῦ κόσμου «θεραπαινὶς» (Γ. Σωτηρίου, Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχαι,
Μυτιλήνη 1993, σέλ. 48).
Κατὰ δὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἡ Χριστιανικὴ παιδεία εἶναι
«ὁ καρπός», ἐνῷ ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία εἶναι «τὰ φύλλα», ποὺ ὅμως καὶ αὐτὰ
χρειάζονται γιατί προσδίδουν ὡραιότητα στὸν καρπὸ (Μ. Βασιλείου, Λόγος πρὸς τοὺς
νέους, Ε.Π.Ε. τ. 7, σέλ. 323).
Ἐγνώριζαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη
κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὅτι μὲ τὴν ἁμαρτία τῶν
πρωτοπλάστων καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τὸ κατ «εἰκόνα ἀρρώστησε, ἐφθάρη, ἔχασε τὴν ἀρχική
του ὡραιότητα καὶ λαμπρότητα καὶ ἔτσι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐπιτύχη τὸν τελικό του
σκοπό, ποὺ εἶναι τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, δηλαδὴ νὰ ὁμοιάση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ
γίνη Θεὸς κατὰ Χάριν.
Τώρα ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐχει τὴν εὐμορφίαν του κατ’ εἰκόνα.
Εἶναι παραμορφωμένος ἀπὸ τὰ πάθη. Ὅσο καὶ ἂν μορφωθῇ μὲ ἀνθρωπίνη σοφία, ἡ
παραμόρφωσις δὲν θεραπεύεται. Πρέπει νὰ ξαναβρῇ τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ
εἶναι ὁ Χριστός, ὥστε παίρνοντας τὴν μορφὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τὶς
παραμορφώσεις τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, νὰ ἐπιτύχη τὸν ὕψιστο προορισμό του,
τὸ καθ’ ὄμοίωσίν, την θέωσι.
Πράγματι τὰ πάθη, ὁ ἐγωισμός, ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀπιστία,
παραμορφώνουν καὶ ἀσχημίζουν τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸ εἶχαν πάθει καὶ οἱ Γαλάται, ποὺ ἂν καὶ εἶχαν
πιστεύσει μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐξέπεσαν καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος
πονοῦσε μέχρις ὅτου μὲ τὴν μετάνοια λάβουν πάλι τὴν μορφὴ τοῦ Χριστοῦ: «Τεκνία
μου, οὖς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὐ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν» (Γάλ. 4,19). Γράφει
σχετικῶς ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διεφθείρατε... τὴν εἰκόνα, ἀπωλέσατε τὴν
συγγένειαν, τὴν μορφὴν ἠλλοιώσατε˙ ἀναγεννήσεως ἑτέρας ὑμῖν δεῖ καὶ ἀναπλάσεως»
(Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Γαλατᾶς, κέφ. δ’, Ε.Π.Ε. τ. 20, σέλ. 332).
Αὐτὴ τὴν μόρφωσι ποθοῦσαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Νὰ λάβουν
τὴν μόρφωσι τοῦ Χριστοῦ. Νὰ γίνουν Χριστοειδεῖς. Αὐτή, κατὰ τοὺς Τρεὶς Ἱεράρχας,
εἶναι ἡ ἀνωτέρα μόρφωσις, ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία, ἡ σώζουσα μόρφωσις.
Αὐτὴ τὴν μόρφωσι ἀποκτᾶ ὁ Χριστιανὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, εἶναι ἰατρεῖον,
ὅπου μπαίνουμε οἱ παραμορφωμένοι καὶ ἄρρωστοι ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἰαθοῦμε.
Στὴν Ἐκκλησία τὰ ἄγρια θηρία ἡμερώνονται. Οἱ λύκοι
γίνονται ἀμνοὶ (βλ. Ὁμιλία εἰς τὸ ρητὸν «Οὐδέποτε ἂφ’ ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱὸς οὐδέν...»,
Ε.Π.Ε. τ. 27, σέλ. 590).
Ἡ Ἐκκλησία μας θεραπεύει ἀπὸ τὴν παραμόρφωσι μὲ τὴν
διδασκαλία Της, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ἄσκησι, τὰ ἱερὰ Τῆς Μυστήρια, μὲ
τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῶν ποιμένων Της.
Στὸ ἅγιο Βάπτισμα ἐγκεντριζόμεθα στὸν Χριστό, στὸ ἅγιο
Χρῖσμα λαμβάνουμε τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν Θ. Εὐχαριστία ἑνωνόμαστε
μὲ τὸν Χριστό. Μὲ τὴν μετάνοια ὅλο καὶ περισσότερο πάσχουμε τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν
καὶ ὁμοιάζουμε μὲ τὸν Χριστό.
Κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, εἶναι δυνατὸν καὶ μετὰ τὴν ἁμαρτία
μας νὰ μορφωθῇ ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν, ἐφ’ ὅσον «μόνον ἀφώμεθα τῆς μετανοίας» (Ὁμιλία
θ’ εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ε.Π.Ε. τ. 24, σέλ. 438).
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι τονίζουν ὅτι πολὺ μᾶς βοηθεῖ ἡ
προσευχὴ καὶ ἡ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν. Μὲ ὅλα αὐτά τα μέσα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
οἱ ταπεινὲς καὶ δεκτικὲς ψυχὲς μορφώνονται, λαμβάνουν τὴν μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ
κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο εἶναι καὶ ἡ λαμπρότης τοῦ γένους, «ἡ τῆς εἰκόνος τήρησις
καὶ ἡ πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ἐξομοίωσις, ὅσον ἐφικτὸν τῆς σαρκὸς δεσμίοις» (Εἰς τὸν ἅγιον
Κυπριανόν, Ε.Π.Ε. τ. 6, σέλ. 118).
Αὐτὴ ἡ ἐν Χριστῷ μόρφωσις τοῦ Χριστιανοῦ δὲν γίνεται ἀπὸ
τὴν μία ὥρα στὴν ἄλλη. Χρειάζεται ἰσόβιος ἀγῶνας. Στὸν ἀγῶνα αὐτὸ βοηθεῖ καὶ ἡ
μίμησις τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Διὰ τοῦτο ἡ μετὰ σαρκὸς ἐπιδημία
Χριστοῦ, αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις, τὰ πάθη, ὁ σταυρός, ἡ ἀνάστασις˙
ὥστε τὸν σωζόμενον ἄνθρωπον διὰ μιμήσεως Χριστοῦ τὴν ἀρχαίαν ἐκείνην υἱοθεσίαν ἀπολαβεῖν.
Ἀναγκαῖα τοίνυν ἐστὶ πρὸς τελείωσιν ἡ Χριστοῦ μίμησις»
(Περὶ τοῦ Ἁγιου Πνεύματος, κέφ. ἰε’, Ε.Π.Ε. τ. 10 σέλ. 366).
Ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν γίνεται μὲ πνεῦμα ἠθικιστικὸ
ἀλλὰ μὲ φρόνημα ταπεινό, βοηθεῖ τὸν ἀγωνιζόμενο Χριστιανὸ νὰ ἀποκτᾶ τὶς ἀρετὲς
τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἀγάπη, τὴν ταπείνωσι, τὴν πραότητα, τὴν συγχωρητικότητα, τὴν ἁγνότητα,
ὥστε νὰ μορφώνη στὸν ἑαυτό του τὸν Χριστό. Ἔτσι γίνεται αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ θεῖος
Παῦλος: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γάλ. 2, 20).
Ὁ Χριστιανὸς ἀλλάζει τὸν παραμορφωμένο νοῦν μὲ νοῦν
Χριστοῦ, τὴν παραμορφωμένη καρδιά του μὲ καρδίαν καὶ εὐσπλαγχνίαν Χριστοῦ, τὸ
παραμορφωμένο ἦθος του μὲ ἦθος Χριστοῦ.
Ὁ πιστὸς ἐνδύεται τὸν Χριστὸν καὶ γίνεται ἄλλος
Χριστός. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Διότι, ἂν δι’ ἡμᾶς ἡ ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, κατὰ
συνέπειαν καὶ ὁ λόγος μας πρέπει νὰ εἶναι περὶ Χριστοῦ καὶ ἡ σκέψις μας καὶ
κάθε πρᾶξις μας νὰ ἔχουν ἄμεσον σχέσιν μὲ τὰς ἐντολὰς Τοῦ, καθὼς καὶ ἡ ψυχή μας
νὰ ἔχη λάβει μορφὴν ἀνάλογον πρὸς Αὐτὸν» (Ἔπιστ. 309, Πρὸς Εὐπατέριον καὶ τὴν
θυγατέρα αὐτοῦ, Ε.Π.Ε. τ. 3, σέλ. 507).
Ὅμως αὐτὴ ἡ διὰ τοῦ Χριστοῦ ἀποκατάστασις τῆς εἰκόνος
τοῦ Θεοῦ στὸν παραμορφωμένο ἄνθρωπο δὲν θὰ ἐγίνετο, ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἐλάμβανε
δούλου μορφήν, ὅπως θεολογεῖ ὁ Μ. Βασίλειος στὴν ἁγία Ἀναφορὰ τῆς Θ.
Λειτουργίας του, ἀκολουθῶν τὸν θεῖον Παῦλον, καὶ δὲν ἐγίνετο «σύμμορφος τῷ
σώματι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήση τῆς εἰκόνος τῆς δόξης αὐτοῦ».
Εἶναι φανερὸ ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ
μόρφωσις προϋποθέτει ἕνωσι καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό. Σ’ αὐτὴ τὴν κοινωνία
καλεῖ ὁ Χριστὸς τὸν πιστό, ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός,
ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ
ἂν θέλης ἐγὼ˙ μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω˙ ἦλθον γὰρ διακονῆσαι,
οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος, καὶ μέλος, καὶ κεφαλή, καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφή,
καὶ μήτηρ, πάντα ἐγὼ˙ μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σὲ˙ καὶ ἀλήτης
διὰ σὲ’ ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ’ ἐπὶ τάφου διὰ σὲ• ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί,
κάτω ὑπέρ σου πρεσβευτὴς γέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοὶ σύ, καὶ ἀδελφός, καὶ
συγκληρονόμος, καὶ φίλος, καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις;» (Ὁμιλία ὀστ’, Ε.Π.Ε τ.
12, σέλ. 34).
Ἡ σύζευξις Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ ποὺ ἐπραγματοποίησαν
οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψε τὰ δύο αὐτὰ μεγέθη, ἀλλὰ ἀντιθέτως καὶ τὰ
ὠφέλησε.
Τὸν μὲν Ἑλληνισμό, ὅπως δέχεται ὁ ἐθνικός μας ἱστορικὸς
Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος, διότι, ἐνῷ τὸν βρῆκε ὁ Χριστιανισμὸς ἡμιθανῆ, τὸν
ἐζωοποίησε καὶ ἀνέστησε.
Τὴν δὲ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ φιλοσοφία
της ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ἐκθέση κατὰ τρόπο ἀριστοτεχνικὸ τὴν πίστι καὶ
θεολογία της, χωρὶς νὰ ἀρνηθῇ τίποτε ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία.
Ἡ ἄποψις τοῦ μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου
Φλωρόφσκυ, ὀτι ὁ Ἑλληνισμὸς κατέστη μόνιμος κατηγορία τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι
τολμηρὴ ἀλλὰ ἀληθινή. Μπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθῇ τὴν Ὀρθοδοξία χωρὶς τὴν Ἑλληνική
της ἔκφρασι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ καὶ τὰ ἄλλα Ὀρθόδοξα ἔθνη, ποὺ
παρέλαβαν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἐθεώρησαν ὀτι καθόλου δὲν μειώνονται ἀπὸ
τὴν συνεργασία Ὀρθοδοξίας καὶ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ ἀντιθέτως καὶ ἐμπλουτίζονται. Οἱ
Τρεὶς Ἱεράρχαι ἔθεσαν τὰ θεμέλια τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἔγιναν οἱ πρωτεργάται τῆς
ἱστορικῆς πορείας τοῦ Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ μας.
Αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς δοκιμάσθηκε ἔκτοτε μέσα στοὺς αἰῶνας
καὶ ἄντεξε. Καὶ εἶναι ζωντανὸς καὶ δημιουργικὸς μέχρι σήμερα.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐπιβουλεύονται
καὶ θέλουν νὰ χωρίσουν τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, γιατί θέλουν νὰ διώξουν
τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν Πατρίδα μας. Καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερο, νὰ ἐπαναφέρουν τὴν ἀθεΐα
ἢ τὴν ἀρχαία εἰδωλολατρικὴ θρησκεία μὲ τοὺς ψευδεῖς Ὀλυμπίους θεούς, τὶς θυσίες
καὶ τὶς τελετές της.
Θέλουν δηλαδὴ νὰ ἐπαναφέρουν αὐτά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ
Χριστὸς μᾶς ἐλύτρωσε καὶ αὐτὰ ποὺ μὲ ἀγῶνες πολλοὺς οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ τὸ
μέγα νέφος τῶν Χριστιανῶν Μαρτύρων μὲ τὸ αἷμα τους ἐκαθάρισε.
Ἡ Ἐκκλησία προσέλαβε τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο, τὸν ἐβάπτισε,
τὸν ἐκαθάρισε, τὸν ἐφώτισε καὶ τὸν ἔκανε Χριστιανὸ Ἕλληνα. Τώρα θέλουν τὸν
φωτισμένο Ἕλληνα νὰ τὸν ξεβαπτίσουν καὶ νὰ τὸν ὑποτάξουν καὶ πάλι στὸ σκοτάδι τῆς
εἰδωλολατρείας καὶ τῆς ἀθεΐας.
Ἀπορεῖ κανεὶς γιὰ τὸ τόλμημα.
Ὁ σοφὸς Blaise Pascal γράφει κάπου ὅτι ὁ ἄνθρωπος
(προφανῶς ὁ ἄπιστος) εἶναι πρόθυμος νὰ πιστεύση τὴν οἱανδήποτε ἀνοησία ἐκτὸς ἀπὸ
τὴν προφανῆ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ διὰ τῶν αἰώνων προσπάθησαν νὰ
γκρεμίσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἔξ αὐτῆς πηγάσαντα Ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό της
λέγει ὁ ἅγιος Χρυσότομος: «Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾶ˙ ἐπιβουλευομένη
περιγίνεται˙ ὑβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται˙ δέχεται τραύματα, καὶ οὐ
καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν κλυδωνίζεται, ἂλλ’ οὐ καταποντίζεται˙ χειμάζεται, ἀλλὰ
ναυάγιον οὐχ ὑπομένέί˙ παλαίει, ἂλλ’ οὐχ ἡττᾶται˙ πυκτεύει, ἂλλ’ οὐ νικᾶται» (Ὁμιλία
Β’ πρὸς Εὐτρόπιον, Ε.Π.Ε. τ. 33, σὲλ 110).
Εὐχαριστοῦμε τους Τρεῖς Ἱεράρχας γιὰ τὸ πολύτιμο δῶρο
ποὺ μᾶς παρέδωσαν, τὴν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητοῦμε τὴν εὐλογία
τους, νὰ μὴ φάνουμε ἀχάριστοι στὴν προσφορά τους, ἀλλὰ νὰ τὴν κρατήσουμε, νὰ τὴν
ἀξιοποιήσουμε καὶ νὰ τὴν παραδώσουμε στοὺς μεταγενεστέρους ὡς πολύτιμο
κληρονομιά.
(Περιοδικὸν «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος», περίοδος
β΄, Τεῦχος 27ο, Ἔκδοσις Ἱερὰς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἅγιον Ὅρος
2002)