Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2024

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ

ΚΗΦΙΣΙΑΣ ,ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ , ΩΡΩΠΟΥ@ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ

ΙΕΡΟΣ  ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ-ΩΡΩΠΟΥ

 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

ΜΗΝΟΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2024

 

 

ΟΡΘΡΟΣ – ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ : 7.15π.μ

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ : 5.00 μ.μ

 

2 ΦΕΒΡ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  :  ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ  

3 ΦΕΒΡ. ΣΑΒΒΑΤΟ   :

4 ΦΕΒΡ. ΚΥΡΙΑΚΗ : ΙΕ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

6 ΦΕΒΡ. ΤΡΙΤΗ: ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΑΡΧ. ΚΩΝ/ΛΕΩΣ

7 ΦΕΒΡ. ΤΕΤΑΡΤΗ: ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΛΑΜΨΑΚΟΥ

10 ΦΕΒΡ. ΣΑΒΒΑΤΟ : ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ

11 ΦΕΒΡ. ΚΥΡΙΑΚΗ : ΙΣΤ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ

15 ΦΕΒΡ. ΠΕΜΠΤΗ: ΑΓΙΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ ΕΝ ΧΙΩ

17 ΦΕΒΡ. ΣΑΒΒΑΤΟ : ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ

18 ΦΕΒΡ. ΚΥΡΙΑΚΗ : ΙΖ ΜΑΤΘΑΙΟΥ . ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ

19 ΦΕΒΡ. ΔΕΥΤΕΡΑ : ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΙΑΣ

23 ΦΕΒΡ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

24 ΦΕΒΡ. ΣΑΒΒΑΤΟ : Α΄ΚΑΙ Β΄ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

25 ΦΕΒΡ. ΚΥΡΙΑΚΗ : ΙΣΤ ΛΟΥΚΑ , ΤΕΛΩΝΟΥ @ ΦΑΡΙΣΣΑΙΟΥ -ΑΡΧΗ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

 


ΤΙΣ   ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ  ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΤΕΛΕΙΤΑΙ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΘΑ ΤΕΛΟΥΝΤΑΙ :

ΟΡΘΡΟΣ : 7.15π.μ  , ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ  : 5.00 μ.μ

 

  



Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2024

 

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΙ Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΗ , ΤΟ «ΚΥΡΙΕ  ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ»

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ


Χάρη στὶς θεολογικὲς ἐργασίες στὸν ἅγιο Μάρκον Ἐφέσου τοῦ σέρβου ἱερομονάχου Εἰρηναίου Μπούλοβιτς, ἐξακριβώθηκε ὅτι ὁ «Θαυμάσιος λόγος», γιὰ τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, ποὺ παρεδόθη ὡς ἔργον ἀνωνύμου, ἀνήκει στὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό, τὸν μέγαν ἀγωνιστὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Πράγματι, τὸ πρωτότυπο κείμενο, ποῦ ἔχουμε ὑπ' ὄψιν καὶ ἀπ' ὅπου ἔγινε νέα μετάφραση, δὲν ἀφήνει ἀμφιβολία γιὰ τὴν πατρότητά του καὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστο καὶ ἐκφραστικὸ τῆς ἁγιότητος τοῦ ἁγίου Μάρκου, ποῦ ἀπασχολοῦσε τὸν νοῦν του στὴν ἀδιάλειπτη ἐργασία τῆς εὐχῆς. Εἶναι δὲ κοινὸς τόπος, ὅτι ὅλοι οἱ ἀσχοληθέντες μὲ τὸ θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, θεωροῦν τὴν εὐχὴν αὐτὴν ὡς καταγομένην ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους Πέτρον, Ἰωάννην, Παῦλον.

Ἔτσι ὁ ἁγιότατος Ἐφέσου, ἀναφερόμενος σὲ ἀποστολικοὺς λόγους, ἀνακαλύπτει τὸ βαθύτερο νόημά τους, ποὺ συμπυκνώνεται στὴν μονολόγιστη αὐτὴ προσευχὴ καὶ ποὺ τὴν παρέδωκαν στὴν Ἐκκλησία ὡς πνευματικὸ θησαυρό. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ τῆς εὐαισθησίας τοῦ ἁγίου Πατέρα, γιὰ τὶς αἱρετικὲς πλάνες, τὸ γεγονὸς ὅτι διὰ τῆς ὁμολογίας ἀλοκλήρου τῆς εὐχῆς ἀνατρέπονται τέσσερες γνωστὲς καταδικασμένες αἱρέσεις, ὅπως δείχνει τὸ σχῆμα. Ὁ ἅγιος Μάρκος μὲ τὸ βραχὺ αὐτὸ ἔργο του, ἀποδεικνύεται ὅτι συνεχίζει τὴν πνευματικὴ παράδοση, ποὺ ἀπηχεῖ τοὺς συνοδικοὺς ἀγῶνες τοῦ 4ου αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ ὅτι συνδυάζει τὴ λεόντεια ἀντιαιρετικὴ τοῦ δύναμη, μαζὶ μὲ τὴν ἠπιότητα τῆς ὁσιακῆς καρδιᾶς, φλεγομένης ἀκατάπαυστα ἀπὸ τὸ γλυκύτατον ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

 

Κείμενο

Πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχὴ καὶ ποιὲς εἶναι οἱ δωρεές της σὲ ὅσους τὴ χρησιμοποιοῦν καὶ σὲ ποιά πνευματικὴ κατάσταση τοὺς φέρνει, δὲν εἴμαστε ἐμεῖς σὲ θέση νὰ ποῦμε.

Τοὺς λόγους ὅμως ἀπὸ τοὺς ὁποίους αὐτὴ ἀποτελεῖται, τοὺς βρῆκαν ἀρχικὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ποὺ δὲν τοὺς ἐπινόησαν οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ πῆραν τὶς ἀφορμὲς ἀπὸ παλιὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τοὺς κορυφαίους Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ· ἤ, νὰ ποῦμε καλύτερα, τοὺς δέχθηκαν αὐτοὶ σὰν κάποια πατρικὴ κληρονομιὰ καὶ τοὺς μεταβίβασαν σ' ἐμᾶς. 'Ὥστε καὶ ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερό, σὲ ὅσους δὲν ἔμαθαν ἀπὸ τὴν πεῖρα τους, ὅτι αὐτὴ ἡ ἱερὴ εὐχὴ εἶναι κάτι τὸ ἔνθεο καὶ ἕνας ἱερὸς χρησμός.

Γιατί πιστεύομε ὅτι εἶναι θεῖοι χρησμοὶ καὶ πνευματικὲς ἀποκαλύψεις καὶ λόγοι Θεοῦ ὅλα ὅσα ἔδωσε στοὺς ἱεροὺς Ἀποστόλους νὰ ποῦν ἢ νὰ συγγράψουν ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος λάλησε μέσῳ αὐτῶν. Ἔτσι, ὁ θειότατος Παῦλος, φωνάζοντας σ' ἐμᾶς σὰν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ τρίτου οὐρανοῦ, λέει: «Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ Κύριε Ἰησοῦ, παρὰ μόνο μὲ Πνεῦμα Ἅγιο». Μὲ τὴν ἀρνητικὴ λέξη «κανεὶς» φανερώνει πολὺ θαυμάσια ὅτι ἡ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι κάτι τὸ πολὺ ὑψηλὸ καὶ ἀνώτερο ὅλων. Ἐπίσης, ὁ μέγας Ἰωάννης ποὺ διακήρυξε σὰν βροντὴ τὰ πνευματικά, ἀρχίζει μὲ τὴ λέξη ποὺ τελειώνει ὁ Παῦλος καὶ μᾶς δίνει τὴ συνέχεια τῆς εὐχῆς ὡς ἑξῆς: «Κάθε πνεῦμα ποὺ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅτι ἦρθε ὡς ἀληθινὸς ἄνθρωπος, εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό». Αὐτὸς χρησιμοποίησε βέβαια ἐδῶ κατάφαση, ἀλλὰ ἀπέδωσε, ὅπως καὶ ὁ Παῦλος, στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἐπίκληση καὶ ὁμολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἂς ἔρθει τώρα τρίτος ὁ Πέτρος, ἡ ἀκρότατη κορυφὴ τῶν θεολόγων, γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὸ ὑπόλοιπο αὐτῆς τῆς εὐχῆς. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Κύριος ρώτησε τοὺς Μαθητές: «Ποιός λέτε ὅτι εἶμαι;», προλαβαίνοντας ὁ φλογερὸς μαθητὴς τοὺς ἄλλους, ὅπως τὸ συνήθιζε, εἶπε: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», ἔχοντας λάβει τὴν ἀποκάλυψη αὐτή, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἰδίου τοῦ Σωτῆρα, ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα, ἤ, πρᾶγμα ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Πρόσεξε λοιπὸν αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἱεροὺς Ἀποστόλους πὼς ἀκολουθοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σὰν σὲ κύκλο, παίρνοντας ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια ἔτσι ποὺ τὸ τέλος τοῦ λόγου τοῦ προηγουμένου νὰ γίνεται ἀρχὴ γιὰ τὸν ἑπόμενο. Ὁ ἕνας δηλαδὴ λέει «Κύριον Ἰησοῦ», ὁ ἄλλος «Ἰησοῦ Χριστό», ὁ τρίτος «Χριστό, Υἱὸ τοῦ Θεοῦ», καὶ τὸ τέλος συνάπτεται στὴν ἀρχὴ σὰν σὲ κύκλο, ὅπως εἴπαμε, ἐπειδὴ δὲν ἔχει καμία διαφορὰ νὰ πεῖ κανεὶς Κύριο καὶ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ —γιατί καὶ τὰ δύο αὐτὰ φανερώνουν τὴ θεότητα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ παριστοὺν ὅτι εἶναι ὁμοούσιος καὶ ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα.

Ἔτσι αὐτοὶ οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι μᾶς παρέδωσαν νὰ ἐπικαλούμαστε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε ἐν Πνεύματι τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Υἱὸ τοῦ Θεοῦ· αὐτοὶ εἶναι καὶ τρεῖς καὶ πιὸ ἀξιόπιστοι ἀπ' ὅλους —ἐφόσον κάθε λόγος, σύμφωνα μὲ τὴ θεία Γραφή, βεβαιώνεται μὲ τρεῖς μάρτυρες. Ἀλλὰ καὶ ἡ σειρὰ τῶν Ἀποστόλων ποὺ τὰ εἶπαν, δὲν εἶναι χωρὶς σημασία: ἀπὸ τὸν Ἰιαῦλο δηλαδή, τὸν πιὸ τελευταῖο χρονικὰ ἀπὸ τοὺς Μαθητές, ἀρχίζει ἡ μυστικὴ παράδοση τῆς εὐχῆς καὶ διὰ τοῦ μεσαίου, τοῦ Ἰωάννη, προχωρεῖ στὸν πρῶτο, τὸν Πέτρο, ποὺ μὲ τὴν ἀγάπη πλησίαζε τὸν Ἰησοῦ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τοῦτο συμβολίζει, νομίζω, τὴν προκοπή μας μὲ ὀρθὴ σειρὰ καὶ τὴν ἄνοδό μας καὶ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸ Θεὸ μέσα στὴν ἀγάπη, διὰ τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας. Γιατί βέβαια ὁ Παῦλος εἶναι εἰκόνα τῆς πράξεως, καθὼς εἶπε ὁ ἴδιος: «Κοπίασα περισσότερο ἀπ' ὅλους», ὁ Ἰωάννης τῆς θεωρίας, καὶ τῆς ἀγάπης ὁ Πέτρος, γιὰ τὸν ὁποῖο μαρτυρεῖ ὁ Κύριος πὼς ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Πέρα ἀπὸ αὐτά, θὰ μποροῦσε νὰ δεῖ κανεὶς πὼς τὰ θεῖα λόγια τῆς εὐχῆς ὑποδηλώνουν τὸ ὀρθὸ δόγμα τῆς πίστεώς μας καὶ ἀπορρίπτουν κάθε αἵρεση τῶν κακοδόξων. Μὲ τὸ «Κύριε», ποὺ φανερώνει τὴ θεία φύση, ἀποκηρύττονται ἐκεῖνοι ποὺ φρονοῦν πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι μόνο ἄνθρωπος· μὲ τὸ «Ἰησοῦ», ποὺ φανερώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀποδιώχνονται ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν θεωροῦν μόνο Θεὸ ποὺ ὑποδύθηκε κατὰ φαντασία τὸν ἄνθρωπο· τὸ «Χριστέ», ποὺ περιέχει καὶ τὶς δύο φύσεις, ἀναχαιτίζει ἐκείνους ποὺ Τὸν πιστεύουν Θεὸ καὶ ἄνθρωπο, μὲ χωρισμένες ὅμως τὶς ὑποστάσεις τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη· τέλος, τὸ «Υἱὲ τοῦ Θεοῦ» ἀποστομώνει ἐκείνους ποὺ τολμοῦν νὰ διδάσκουν τὴ σύγχυση τῶν δύο φύσεων, ἐπειδὴ φανερώνει πὼς ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν συγχέεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση Τοῦ, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἕνωση τους. Ἔτσι οἱ τέσσερις αὐτὲς λέξεις, ὡς λόγοι Θεοῦ καὶ μάχαιρες πνευματικές, ἀναιροῦν δύο συζυγίες αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες, ἐνῷ εἶναι κακὰ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα, εἶναι ὁμότιμες στὴν ἀσέβεια.

Κύριε : ἀνατρέπει τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Παύλου Σαμοσατέα

Ἰησοῦ :τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Πέτρου Κναφέα

Χριστέ : τοὺς νεστοριανούς

Υἱὲ τοῦ Θεοῦ : τοὺς μονοφυσίτες ὀπαδοὺς τοῦ Εὐτυχὴ καὶ τοῦ Διόσκορου

Ἔτσι λοιπόν μας παραδόθηκαν αὐτὰ τὰ θεῖα λόγια, τὰ ὁποῖα δικαίως θὰ τὰ ὀνόμαζε κανεὶς μνημεῖο προσευχῆς καὶ ὀρθοδοξίας. Αὐτὰ καὶ μόνα τους εἶναι ἀρκετὰ γιὰ ὅσους προχώρησαν στὴν κατὰ Χριστὸν ἡλικία καὶ ἔφτασαν στὴν πνευματικὴ τελείωση· αὐτοὶ ἐνστερνίζονται καὶ καθένα ἀπὸ τὰ θεῖα τοῦτα λόγια χωριστά, ὅπως δόθηκαν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Ἀποστόλους, δηλαδὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ — Ἰησοῦ Χριστὲ — Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ» (κάποτε μάλιστα καὶ μόνο τὸ γλυκύτατο ὄνομα «Ἰησοῦ»), καὶ τὸ ἀσπάζονται ὡς ὁλοκληρωμένη ἐργασία προσευχῆς. Καὶ μὲ αὐτὴ γεμίζουν ἀπερίγραπτη πνευματικὴ χαρά, γίνονται ἀνώτεροι τῆς σάρκας καὶ τοῦ κόσμου καὶ ἀξιώνονται νὰ λάβουν θεῖες δωρεές. Αὐτὰ τὰ γνωρίζουν, λένε, οἱ μυημένοι. Γιὰ τοὺς νηπίους ὅμως ἐν Χριστῷ καὶ ἀτελεῖς στὴν ἀρετή, παραδόθηκε ὡς κατάλληλη προσθήκη τὸ «ἐλέησόν με», ἡ ὁποία τοὺς δείχνει ὅτι ἔχουν ἐπίγνωση τῶν πνευματικῶν τους μέτρων καὶ ὅτι χρειάζονται πολὺ ἔλεος ἀπὸ τὸ Θεό. Μιμοῦνται ἔτσι τὸν τυφλὸ ἐκεῖνο ποῦ, ποθῶντας νὰ βρεῖ τὸ φῶς του, φώναζε στὸν Κύριο καθὼς περνοῦσε: «Ἰησοῦ, ἐλέησόν με».

Μερικοὶ πάλι δείχνουν περισσότερη ἀγάπη καὶ διατυπώνουν τὴν εὐχὴ στὸν πληθυντικό, προφέροντάς την ὡς ἑξῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς»· κι αὐτό, ἐπειδὴ ξέρουν πῶς ἢ ἀγάπη εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, καθὼς περιέχει καὶ ἀνακεφαλαιώνει μέσα τῆς κάθε ἐντολὴ καὶ κάθε πνευματικὴ πράξη. Συνάμα παίρνουν μαζί τους ἀπὸ ἀγάπη καὶ τοὺς ἀδελφοὺς σὲ κοινωνία τῆς προσευχῆς καὶ παρακινοῦν περισσότερο τὸ Θεὸ σὲ ἔλεος μὲ τὸ νὰ Τὸν ἀναγνωρίζουν κοινὸ Θεὸ ὅλων καὶ νὰ Τοῦ ζητοῦν κοινὸ τὸ ἔλεος γιὰ ὅλους. Καὶ βέβαια, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται σ' ἐμᾶς μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη στὰ δόγματα καὶ μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν, ποῦ, ὅπως δείξαμε, ὁ σύντομος αὐτὸς στίχος τῆς προσευχῆς περιέχει καὶ τὰ δύο.

Τὰ θεῖα τώρα ὀνόματα (Κύριος, Ἰησοῦς, Χριστός), μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς δόθηκε ἡ ἀκρίβεια τῶν δογμάτων, θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ κανεὶς ὅτι χρονικὰ ἀναφάνηκαν μὲ αὐτὴ τὴ σειρὰ καὶ τάξη, καὶ ὅτι κι ἐμεῖς τὰ λέμε ὅπως αὐτὰ φανερώθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Γιατί παντοῦ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κηρύττει Κύριο τὸ Θεὸ Λόγο, καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὴν παράδοση τοῦ Νόμου, ὅπως ὅταν λέει: «Ὅ Κύριος ἔβρεξε φωτιὰ ἀπὸ τὸν Κύριο», καί: «Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου». Καὶ ἢ Καινὴ Διαθήκη, κατὰ τὴ σάρκωσή Τοῦ, παρουσιάζει τὸν Ἄγγελο νὰ Τοῦ δίνει τὸ ὄνομα λέγοντας στὴν Παρθένο: «Θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ», ὅπως καὶ ἔγινε, καθὼς λέει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς. Γιατί ὄντας, ὡς Θεός, Κύριος τῶν πάντων, θέλησε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Τοῦ νὰ γίνει καὶ σωτῆρας μας —ἔτσι μεταφράζεται τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς».

Τὸ ὄνομα πάλι «Χριστός», τὸ ὁποῖο φανερώνει τὴ θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποῦ προσέλαβε, ὁ ἴδιος ἐμπόδιζε τοὺς Μαθητὲς πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος νὰ τὸ λένε σὲ ὁποιονδήποτε, ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση ὁ Πέτρος ἔλεγε μὲ παρρησία: «Νὰ τὸ γνωρίζει ὅλος ὁ Ἰσραήλ, ὅτι ὁ Θεὸς Τὸν ἀνέδειξε καὶ Κύριο καὶ Χριστό». Καὶ τοῦτο ἦταν εὔλογο· γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση μας ποὺ προσέλαβε ὁ Θεὸς Λόγος, χρίσθηκε παρευθὺς ἀπὸ τὴ θεότητά Τοῦ, ἔγινε ὅμως ὅ,τι καὶ αὐτὸ ποὺ τὴν ἔχρισε, δηλαδὴ ὀμόθεος, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς μου δοξάστηκε μὲ τὸ Πάθος καὶ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Τότε λοιπὸν ἦταν καιρὸς νὰ ἀναδειχθεῖ ἡ ὀνομασία «Χριστὸς»· τότε δηλαδὴ ποὺ Αὐτός, δὲν μᾶς εὐεργέτησε ἁπλῶς, ὅπως ὅταν μᾶς ἔπλασε στὴν ἀρχὴ ἢ ὅταν μετὰ τὴ συντριβή μας μᾶς ἀνέπλασε καὶ μᾶς ἔσωσε, ἀλλὰ ποὺ ἀνέβασε καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴ συνδόξασε μὲ τὸν ἑαυτὸ Τοῦ καὶ τὴν ἀξίωσε νὰ καθίσει στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα.

Τότε ἀκριβῶς ἄρχισε νὰ κηρύττεται Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, στοὺς ὁποίους πρωτύτερα, στὶς ἀρχὲς τοῦ κηρύγματος, προκαλοῦσε δέος αὐτὴ ἡ ὀνομασία καὶ σπάνια τὴ χρησιμοποιοῦσαν, ἔπειτα ὅμως τὴν κήρυτταν φανερὰ πάνω ἀπὸ τοὺς ἐξῶστες, ὅπως τοὺς προεῖπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτῆρας. Ἑπομένως τὰ θεια λόγια τῆς εὐχῆς τοποθετήθηκαν σὲ σειρὰ ἀντίστοιχη μὲ τὴ χρονικὴ ἀνάδειξη τῆς πίστεως. Ἔτσι ἀπὸ παντοῦ φανερώνεται σαφέστατα ἡ θεία σοφία ἐκείνων ποὺ τὰ συνέταξαν καὶ μᾶς τὰ παρέδωσαν: κι ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὰ ἀκολουθοῦν ἐπακριβῶς τὶς ἀποστολικὲς ὁμολογίες καὶ παραδόσεις, κι ἀπὸ τὸ ὅτι ἀναδεικνύουν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα τῆς πίστεώς μας, κι ἀπὸ τὸ ὅτι μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς χρόνους κατὰ τοὺς ὁποίους ἐκδηλώθηκε μὲ διάφορους τρόπους ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιά μας, ὁδηγῶντας μας στὴ θεοσέβεια μὲ κατάλληλα κάθε φορὰ ὀνόματα.

 

Αὐτὰ λοιπὸν προσφέραμε ἐμεῖς, κατὰ τὴ δύναμή μας, σχετικὰ μὲ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, σὰν νὰ κόψαμε ἄνθη ἀπὸ κάποιο δένδρο ὄμορφο καὶ μεγάλο· τὸν καρπὸ ὅμως ποὺ αὐτὰ περιέχουν, ἂς τὸν μαζέψουν ἄλλοι, ὅσοι δηλαδὴ μὲ τὴ μακρὰ μελέτη καὶ ἄσκηση τὸ ἀξιώθηκαν αὐτὸ μὲ τὸ νὰ γίνουν δεκτικοὶ καὶ νὰ πλησιάσουν τὸ Θεό.

 

ΠΗΓΗ: ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

 

ΑΓΙΟΙ ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΘΕΟΔΟΤΗ , ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ , ΕΥΔΟΞΙΑ

 


Ἑορτάζουν στὶς 31 Ἰανουαρίου ἑκάστου ἔτους.

Ἅγιοι ποὺ ἑορτάζουν:        

Αγιος Κυρος ὁ Ἀναργυρος ( 292)

Ἁγιος Ἰωαννης ὁ Ἀναργυρος (292)

Ἀγια Ἀθανασια ( 292)

Ἀγια Θεοδοτη ( 292)

Ἀγια Θεοκτιστη ( 292)

Ἀγια Εὐδοξια ( 292)

Ἱερὰ Λείψανα:  Η Κᾶρα τοῦ Ἁγίου Κύρου βρίσκεται στὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Λουτρακίου Κορινθίας.

Ἀποτμήματα τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Κύρου βρίσκονται στὶς Μονὲς Μέγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων καὶ Κύκκου Κύπρου.

Ἀποτμήματα τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη βρίσκονται στὶς Μονὲς Μέγ. Λαύρας καὶ Παντοκράτορος Ἁγίου Ὅρους καὶ Μέγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων.  

  

Βιογραφία

                                        Εἰς τὸν Κῦρον καὶ Ἰωάννην

Κύρῳ συναθλῶν Ἰὦάννης πρὸς ξίφος,

Συνθαυματουργεῖ καὶ μετὰ ξίφος Κύρῳ. 

Εἰς τὴν Ἀθανασίαν, Θεοδότην, Θεοκτίστηω καὶ Εὐδοξίαν

Μήτηρ ἀρίστη, καὶ τρὶὰς θυγατέρων,

Πόθῳ Πὰτρὸς θνῄσκουσι τοῦ πάντων ξίφει. 

Κῦρον Ἰὦάννην τε τάμον πρώτῃ τριακοστῇ.

 

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κῦρος καὶ Ἰωάννης ἄθλησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 - 305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Κῦρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας.

Ὅταν ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ Ἅγιος Κῦρος πῆγε σὲ ἕνα παραθαλάσσιο τόπο τῆς Ἀραβίας καί, ἀφοῦ περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, κατοίκησε στὸν τόπο αὐτό.

 Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος Κῦρος. Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ διάφορες φῆμες ἔμαθε ποὺ διέμενε ὁ Ἅγιος Κῦρος, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε καὶ ἔμεινε μαζί του. Τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων (τιμᾶται 11 Μαρτίου), διότι οἱ Ἅγιοι θεράπευσαν τὰ μάτια του.

 Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ διωγμοῦ συνελήφθη καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία, ποὺ ἦταν χήρα, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία. Ἡ εἴδηση τάραξε τὸν Κῦρο καὶ τὸν Ἰωάννη. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μήπως αὐτὲς δειλιάσουν ἀπὸ τὴν σκληρότητα τῶν βασανιστηρίων, ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεως τῆς γυναίκας, ἔσπευσαν κοντά τους καὶ ἔδιναν σὲ αὐτὲς θάρρος, ἐνῷ παράλληλα προετοιμάζονταν καὶ οἱ ἴδιοι γιὰ τὸ μαρτύριο. Καὶ πράγματι, συνελήφθησαν καὶ αὐτοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεμόνα. Ἐκεῖ διακήρυξαν μὲ παρρησία καὶ θάρρος τὴν πίστη τους στὸν Θεό. Μάταια ὁ ἡγεμόνας ζητοῦσε νὰ κάμψει τὴν ἀνδρεία τῆς μητέρας, δείχνοντας σὲ αὐτὴ τὶς θυγατέρες της καὶ ἐπιρρίπτοντάς της τὴν ἐνοχή. Ἐκείνη, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὶς θυγατέρες της, τὶς ἐνίσχυε λέγουσα ὅτι ἡ σωματικὴ ὡραιότητα εἶναι πρόσκαιρη, ἐνῷ στὴν αἰωνιότητα διατηρεῖται ἡ ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀθάνατη. Αὐτὲς δὲ ἔλεγαν πρὸς τὴν μητέρα τους ὅτι αἰσθάνονταν μεγάλη χαρά, ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο μαζί της γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν χωρισθοῦν ποτὲ ἀπὸ κοντά της. Ὁ ἡγεμόνας ἐξαγριώθηκε καὶ διέταξε νὰ τοὺς ὑποβάλουν σὲ πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια. Μετὰ ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ἀποκεφάλισαν διὰ ξίφους τὸν Ἅγιο Κῦρο καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, τὸ ἔτος 292 μ.Χ.. Ἔτσι μαρτύρησαν καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία μὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της. Τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο αὐτῶν ἔγραψε ὁ Σωφρόνιος ὁ Σοφιστής.

Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο ποὺ εἶχε ἀνεγερθεῖ πρὸς τιμήν τους καὶ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Φωρακίου.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχοςπλ.α’.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.

ΈτερονἈπολυτίκιον  

Ἦχοςδ’.ὉὑψωθεὶςἐντῷΣταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν...

 

ΠΗΓΗ: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

 


 

ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΕΝ ΠΑΡΩ

 

Τύπος ἑορτῆς:   Σταθερή. Ἑορτάζει στὶς 31 Ἰανουαρίου ἑκάστου ἔτους.

Ἱερὰ Λείψανα:  Τα Ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου βρίσκονται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Χριστοῦ Δάσους Πάρου.

 

Βιογραφία

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα στὶς 31 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1800 μ.Χ. καὶ ὀνομαζόταν Ἀθανάσιος. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ σὲ ἡλικία ἐννέα ἐτῶν μετέβη στὶς Κυδωνίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου σπούδασε στὴν ὀνομαστικὴ σχολὴ τῆς πόλεως ἔχοντας ὡς σχολάρχη τὸν περίφημο διδάσκαλο ἱερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς φοιτήσεώς του συνδέθηκε μὲ τὸν πνευματικὸ Γέροντα Δανιὴλ ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Πηλίου, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀνομαστοὺς πνευματικοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του.

Τὸ ἔτος 1815 μ.Χ. ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ τὸν Γέροντα Δανιὴλ καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρὰ τὶς ἀντιδράσεις του, καθὼς δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἄξιο καὶ μετὰ ἀπὸ ἑξαετῆ παραμονὴ στὸ Ἅγιον Ὅρος ἦλθε καὶ πάλι μὲ τὸν Γέροντά του, στὴ μονὴ Πεντέλης στὴν Ἀθήνα. Στὴ συνέχεια μετέβησαν στὶς Κυκλάδες, ὅπου ὁ Ὅσιος χειροτονήθηκε τὸ 1817 μ.Χ. Πρεσβύτερος.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔδρασε κυρίως στὴν Πάρο καὶ τὴ Φολέγανδρο, ὅπου δίδαξε ἀπὸ τὸ 1829 μ.Χ. μέχρι τὸ 1840 μ.Χ.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντά του Δανιήλ, ὁ Ὅσιος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν καὶ ἔτρωγε ἐλάχιστα καὶ συνεχῶς ἀγρυπνοῦσε, προσευχόμενος γιὰ τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Βασική του τροφὴ ἦταν ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ὅσιος θεωροῦσε τὴ μικρή του βιβλιοθήκη ὡς κῆπο τερπνότατο καὶ ὡραιότατο μὲ ἀγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη ἀπὸ εὔχυμους καρπούς.

Ὁ Ὅσιος ἀγαποῦσε τοὺς πάντες χωρὶς διακρίσεις. Περισσότερο ὅμως ἀγαποῦσε τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς ὁποίους διακονοῦσε μὲ μεγάλη προθυμία.

Ὅταν τὸ 1861 μ.Χ., κοιμήθηκε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, εὐσεβὴς ἱερομόναχος Ἠλίας, οἱ πατέρες ἐξέλεξαν ἡγούμενο καὶ προϊστάμενό τους τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος τοὺς ποίμανε μὲ θεοφιλῆ καὶ θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια ἀργότερα παραιτήθηκε, γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ ἀπερίσπαστα μὲ τὸ ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

 

Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1877 μ.Χ. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ ἔτος 1938 μ.Χ. καὶ ἑορτάζεται στὶς 18 Αὐγούστου. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πάρου.

 

 

ΠΗΓΗ: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

 

Ἡ ἑλληνικὴ καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν μόρφωσις, κατὰ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας

( Ἀρχ. Γεώργιος Καψάνης)



Ὁμιλία ἐκφωνηθεῖσα εἰς τὴν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἀθωνιάδα Σχολὴν τὴ 30η Ἰανουαρίου 2001, ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

 

Ἑορτάζουμε σήμερα τὴν μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν καὶ οἰκουμενικῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Τῶν τριῶν μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος.

Οἱ ἄμβωνες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τῆς Ναζιανζοῦ ἔγιναν αἰώνιοι ἄμβωνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι κηρύττουν τὴν Ὀρθόδοξο Θεολογία καὶ πίστι μας καὶ μᾶς ὑποδεικνύουν τὴν γνησία Χριστιανικὴ ζωή.

Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ κάθε ἀκολουθία καὶ Θεία Λειτουργία τους μνημονεύουμε. Ὁ μακαρισμὸς καὶ ἔπαινός τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύς, ἀδιάκοπος καὶ αἰώνιος.

Τιμῶνται ἰδιαίτερα ὁ καθένας την ἡμέρα τῆς μνήμης του καὶ ὅλοι μαζὶ σήμερα, ὥστε οἱ Χριστιανοὶ νὰ τοὺς θεωροῦν ἰσαξίους καὶ ἰσοτίμους.

Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι τοῦ Γένους ἀπὸ τὴν φοβερὴ τουρκικὴ σκλαβιά, ἡ νεοελληνικὴ πολιτεία καθιέρωσε ἡ σημερινὴ ἑορτή τους νὰ ἑορτάζεται καὶ ὡς ἑορτὴ τῆς Παιδείας.

Ἡ καθιέρωσις τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὡς ἑορτῆς τῶν Γραμμάτων καὶ τῆς Παιδείας ἦταν ἐπιβεβλημένη. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι οἱ ἡγεσίες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὰ δυτικὰ ρεύματα καὶ πρότυπα καὶ μάλιστα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἀντιβασιλείας τῶν Βαυαρῶν, δὲν ἐτίμησαν καὶ δὲν ἀξιοποίησαν δεόντως τὴν Παράδοσι τοῦ Γένους καὶ κάποτε ἀσέβησαν ἀπέναντι της, ἐκτὸς ἐξαιρέσεων.

Ὅμως ἡ ἀνακήρυξις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς προστατῶν τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παιδείας ἦταν πρᾶξις ἀξία τῆς Παραδόσεως τοῦ Γένους, ἀφοῦ οἱ Τρεὶς Ἱεράρχαι συνδυάζουν τὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία μὲ τὴν θύραθεν καὶ μάλιστα τὴν Ἑλληνικὴ μόρφωσι.

Τὸν 4ον αἰῶνα ποὺ ἔζησαν οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι, ὑπῆρχε διαμάχη μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Ὑπῆρχαν δύο ἀντίθετα ἄκρα. Τὸ ἕνα ἐκ μέρους Χριστιανῶν ποὺ ἀπέρριπταν τελείως τὴν Ἑλληνικὴ σοφία, λόγῳ τοῦ φόβου τῆς εἰδωλολατρείας. Τὸ ἄλλο ἐκ μέρους τῶν φανατικῶν ἑλληνολατρών-εἰδωλολατρῶν, ποὺ ὀχι μόνο ἀπέρριπταν τὴν Χριστιανικὴ πίστι ἀλλὰ καὶ θεωροῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς ἀναξίους νὰ σπουδάζουν τὰ Ἑλληνικὰ Γράμματα. Κύριος ἐκπρόσωπός των ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, συμμαθητὴς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὴν Ἀθήνα, ποὺ ὅταν ἔγινε αὐτοκράτωρ ἐξέδωκε διάταγμα κατὰ τῶν Χριστιανῶν διδασκάλων, νὰ μὴ διδάσκουν τὴν Ἑλληνικὴ φιλοσοφία.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δὲν παρασύρθηκαν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἄκρα, ἀλλὰ προχώρησαν σὲ ἕνα μεγαλειώδη συνδυασμό – σύζευξι Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνικῆς σοφίας.

Γράφει σχετικῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Νομίζω ὅτι ὅλοι οἱ φρόνιμοι ἔχουν ὁμολογήσει, ὀτι ἡ μόρφωσις εἶναι τὸ πρῶτον ἀγαθὸν ποὺ ἔχομεν. Ὄχι μόνον αὐτὴ ἡ εὐγενεστέρα καὶ ἰδική μας ποὺ περιφρονοῦσα κάθε κομψότητα καὶ κάθε φιλοδοξίαν τῶν λόγων κρατᾶ μόνον τὴν σωτηρίαν καὶ τὸ κάλλος τῶν νοητῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐξωτερικὴ μόρφωσις τὴν ὁποίαν πολλοὶ Χριστιανοὶ ἀπὸ κακὴν ἐκτίμησιν ἀπορρίπτουν, διότι τάχα εἶναι ὕπουλη καὶ ἀπατηλὴ καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεόν». (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, 11, Ε.Π.Ε. τ.6, σέλ. 145).

Μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατενόησαν δύο βασικὲς ἀλήθειες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.

Πρῶτον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀδιαφορήση γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἐν προκειμένῳ γιὰ τὸν προχριστιανικὸ Ἑλληνισμό. Πρέπει νὰ τὸν προσλάβη στὸ Σῶμα Της, δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύση, γιατί ὅπως εἶχε διδάξει ὁ Μ. Ἀθανάσιος (τὸν ὁποῖο ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε προσωπικὰ γνωρίσει) «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον καὶ ἀθεράπευτον».

Καὶ δεύτερον, ὅτι αὐτὴ ἡ πρόσληψις ἔπρεπε νὰ γίνη μὲ διάκρισι, σύμφωνα μὲ τὸ ἀποστολικὸν τὰ «πάντα δοκιμάζετε τὸ καλὸν κατέχετε» (Ἂ’ Θέσ. 5, 21). Θὰ ἔπρεπε λοιπὸν νὰ γίνη δεκτὸν ὅ,τι καλὸν εἶχε ἡ ἀρχαία σοφία καὶ νὰ ἀπορριφθῇ ὡς ἄχρηστο καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν ψυχὴ ὅ,τι ἀντίθετο πρὸς τὴν χριστιανικὴ πίστι καὶ ἠθικὴ ὑπῆρχε σ’ αὐτήν. Ἂν καὶ ἀπὸ τὰ ἀρνητικὰ θὰ μποροῦσαν νὰ διδαχθοῦν οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν σύγκρισί τους μὲ τὰ καθ’ ἡμᾶς θὰ φανερωνόταν ἡ ἀλήθεια καὶ ἀνωτερότης τῆς πίστεώς μας, ὅπως π.χ. ἀπὸ τὶς διηγήσεις περὶ τῶν ἐρώτων καὶ τῶν ἀντιζηλιῶν τῶν θεῶν.

Δὲν θὰ μποροῦσαν οἱ Τρεὶς Ἱεράρχαι νὰ κάνουν αὐτὴ τὴν κάθαρσι καὶ πρόσληψι τῆς Ἑλληνικῆς σοφίας, ἐὰν οἱ ἴδιοι δὲν τὴν εἶχαν σπουδάσει ἢ δὲν εἶχαν ἀντιμετωπίσει κατὰ τρόπον ὄχι μόνο διανοητικὸ ἀλλὰ καὶ ὑπαρξιακὸ τὸ πρόβλημα. Οἱ δύο κόσμοι ἀντιπάλαιαν καὶ αὐτὴ ἡ ἀντιπαλότης ζητοῦσε νὰ λάβουν οἱ ἴδιοι μία ὑπεύθυνη στάσι.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔλαβαν ἀνωτέρα πανεπιστημιακὴ μόρφωσι. Ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σὲ διάφορα μορφωτικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς των καὶ τελικὰ εἰς τὰς "χρυσᾶς Ἀθήνας", ὅπου ὑπῆρχαν οἱ ἀνώτερες πανεπιστημιακὲς σπουδές.

Ἦσαν ἀκόμη κατηχούμενοι. Ἀλλὰ διεκρίνοντο γιὰ τὸ ἦθος τους. Δὲν συμμετεῖχαν σὲ διασκεδάσεις καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῶν συμφοιτητῶν τους. Δύο δρόμους ἐγνώριζαν: τὸν ἕνα πρὸς τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸν ἄλλο πρὸς τὴν Σχολή.

Ἔδειξαν ἔτσι ἀπὸ τότε ὅτι, ἐνῷ ἦσαν πιστοὶ Χριστιανοὶ νέοι, ἐκτιμοῦσαν καὶ τὴν Ἑλληνικὴ σοφία. Πόσο καλὰ τὴν ἔμαθαν, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ συγγράμματα ποὺ κατόπιν ἔγραψαν. Μάλιστα τὸν ἅγιο Γρηγόριο, ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του, δὲν τὸν ἄφησαν νὰ ἀναχωρήση ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μαζὶ μὲ τὸν Μ. Βασίλειο, ὅπως εἶχαν συμφωνήσει, ἀλλὰ οἱ φοιτητικοὶ σύλλογοι τὸν κράτησαν καὶ τὸν ἀνεβίβασαν στὸ καθηγητικὸ ἀξίωμα, ὅπου μόλις μετὰ δύο χρόνια ἠμπόρεσε νὰ ἀναχωρήση.

Εἶναι γνωστὸ ἀκόμη ὀτι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐμαθήτευσε καὶ στὸν περίφημο Λιβάνιο στὴν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος, ὅταν ρωτήθηκε ποιόν θὰ ἄφηνε διάδοχό του, ἀπήντησε: τὸν Ἰωάννη, ἐὰν δὲν τὸν εἶχαν συλήσει οἱ Χριστιανοί.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἄριστος φιλόλογος. Ἐχειρίζετο θαυμάσια προφορικὰ καὶ γραπτὰ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο καὶ ἔγραφε ποιήματα στὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα καὶ στὰ μέτρα τῶν ἀρχαίων ποιητῶν. Συνολικὰ ἔγραψε 19.000 στίχους.

Ὁ Μ. Βασίλειος ἐσπούδασε καὶ ἐγνώριζε ὄχι μόνο τὴν φιλοσοφία καὶ ρητορικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀστρονομία καὶ τὴν ἰατρικὴ καὶ φυσική. Αὐτὴ ἡ γνῶσις του φαίνεται καὶ στὴν γνωστὴ Ἑξαήμερο, δηλαδὴ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἐξ ἡμερῶν τῆς Δημιουργίας τοῦ πρώτου κεφαλαίου τῆς Γενέσεως.

Ὁμιλῶν ὁ ἅγιος Γρηγόριος γιὰ τὴν μόρφωσι τοῦ Μέγ. Βασιλείου γράφει:

«Ποιός ἦτο τόσο ἱκανὸς εἰς τὴν ρητορικὴν ποὺ πνέει φλόγα, ἂν καὶ ὁ τρόπος του δὲν εἶναι ρητορικός; Ποιός ἦτο τόσο ἱκανὸς εἰς τὴν γραμματικὴν ἢ ἐξελλήνιζε τὴν γλῶσσαν; Ποῖος συνεκέντρωνε τόσας γνώσεις, ἦτο κάτοχος τῆς στιχουργικῆς καὶ ἔθετε νόμους εἰς τὴν ποίησιν; Ποῖος ἦτο τόσον ἱκανὸς εἰς τὴν φιλοσοφίαν αὐτήν, ποὺ εἶναι ὑψηλὴ πράγματι καὶ τείνει εἰς τὰ ἄνω, εἰτε ἀναφέρεται εἰς πρακτικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ θέματα εἴτε ἀσχολεῖται μὲ λογικὰς ἀποδείξεις καὶ ἀντιθέσεις καὶ ἀμφισβητήσεις καὶ ἔχει ὡς γνωστὸν τὸ ὄνομα διαλεκτική; Ἔτσι εἶναι εὐκολώτερον νὰ περάσης μέσα ἀπὸ λαβυρίνθους παρὰ νὰ διαφύγης ἐὰν ἐχρειάζετο, ἀπὸ τὰ δίκτυα τῶν λόγων ἐκείνου. Ἀπὸ τὴν Ἀστρονομίαν, τὴν γεωμετρίαν καὶ τὰς σχέσεις τῆς ἀριθμητικῆς ἐπῆρε τόσην μόρφωσιν, ὥστε νὰ μὴ κλονίζεται ἀπὸ τὰ παράδοξα τῶν Ἐπιστημῶν αὐτῶν. Περιεφρόνησε τὸ περισσὸν ὡς ἄχρηστον δι’ ὅσους ἐπιδιώκουν τὴν εὐσέβειαν.

Ὠστε ἠμπορεῖ νὰ θαυμάση κάποιος αὐτὸ ποὺ ἐπροτιμήθη περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐπεριφρονήθη καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐπεριφρονήθη περισσότερον ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐπροτιμήθη. Τὴν ἰατρικὴν ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς φιλοπονίας του, τὴν ἔκαμαν ἀπαραίτητον καὶ ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματός του καὶ ἡ περιποίησις τῶν ἀσθενῶν. Ἀπὸ αὐτὰ ἤρχισε καὶ ἐπέτυχε τὴν κατοχὴν τῆς τέχνης, κατοχὴν ποὺ δὲν περιορίζεται εἰς τὴν ἐπιφάνειαν καὶ τὸ χαμηλότερον ἐπίπεδον, ἀλλὰ ὑψώνεται εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ τὴν ἐπιστήμην. Τί σημασίαν ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά, καὶ ἂς εἶναι τόσον ἀξιόλογα, διὰ τὴν διάπλασιν τοῦ χαρακτῆρος του;» (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν Μ. Βασίλειον, 23, Ε.Π.Ε. τ. 6, σέλ. 169-171).

Τὶς ἀπόψεις τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ σοφία βρίσκουμε στὸν λόγο τοῦ «Πρὸς τοὺς νέους, Ὀπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Τὸν λόγο αὐτὸ ἔγραψε σὰν ἀπάντησι στὴν ἀπαγόρευσι ποὺ ἐπέβαλε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης στοὺς Χριστιανοὺς νέους, νὰ μὴ σπουδάζουν τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ καθοδήγησι τῶν Χριστιανῶν νέων πὼς νὰ σπουδάζουν αὐτά.

Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ εἰποῦμε, ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἦσαν ὅσο ὀλίγοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς των μορφωμένοι. Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὴν θύραθεν, τὴν κοσμική, μόρφωσι ἔδιναν σχετικὴ μόνο σημασία καὶ ἀξία.

Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι «κυρία», ἐνῷ ἡ σοφία τοῦ κόσμου «θεραπαινὶς» (Γ. Σωτηρίου, Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μυτιλήνη 1993, σέλ. 48).

Κατὰ δὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἡ Χριστιανικὴ παιδεία εἶναι «ὁ καρπός», ἐνῷ ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία εἶναι «τὰ φύλλα», ποὺ ὅμως καὶ αὐτὰ χρειάζονται γιατί προσδίδουν ὡραιότητα στὸν καρπὸ (Μ. Βασιλείου, Λόγος πρὸς τοὺς νέους, Ε.Π.Ε. τ. 7, σέλ. 323).

Ἐγνώριζαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὅτι μὲ τὴν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τὸ κατ «εἰκόνα ἀρρώστησε, ἐφθάρη, ἔχασε τὴν ἀρχική του ὡραιότητα καὶ λαμπρότητα καὶ ἔτσι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐπιτύχη τὸν τελικό του σκοπό, ποὺ εἶναι τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, δηλαδὴ νὰ ὁμοιάση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ γίνη Θεὸς κατὰ Χάριν.

Τώρα ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐχει τὴν εὐμορφίαν του κατ’ εἰκόνα. Εἶναι παραμορφωμένος ἀπὸ τὰ πάθη. Ὅσο καὶ ἂν μορφωθῇ μὲ ἀνθρωπίνη σοφία, ἡ παραμόρφωσις δὲν θεραπεύεται. Πρέπει νὰ ξαναβρῇ τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ὥστε παίρνοντας τὴν μορφὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τὶς παραμορφώσεις τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, νὰ ἐπιτύχη τὸν ὕψιστο προορισμό του, τὸ καθ’ ὄμοίωσίν, την θέωσι.

Πράγματι τὰ πάθη, ὁ ἐγωισμός, ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀπιστία, παραμορφώνουν καὶ ἀσχημίζουν τὸν ἄνθρωπο.

Αὐτὸ εἶχαν πάθει καὶ οἱ Γαλάται, ποὺ ἂν καὶ εἶχαν πιστεύσει μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐξέπεσαν καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος πονοῦσε μέχρις ὅτου μὲ τὴν μετάνοια λάβουν πάλι τὴν μορφὴ τοῦ Χριστοῦ: «Τεκνία μου, οὖς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὐ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν» (Γάλ. 4,19). Γράφει σχετικῶς ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Διεφθείρατε... τὴν εἰκόνα, ἀπωλέσατε τὴν συγγένειαν, τὴν μορφὴν ἠλλοιώσατε˙ ἀναγεννήσεως ἑτέρας ὑμῖν δεῖ καὶ ἀναπλάσεως» (Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Γαλατᾶς, κέφ. δ’, Ε.Π.Ε. τ. 20, σέλ. 332).

Αὐτὴ τὴν μόρφωσι ποθοῦσαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Νὰ λάβουν τὴν μόρφωσι τοῦ Χριστοῦ. Νὰ γίνουν Χριστοειδεῖς. Αὐτή, κατὰ τοὺς Τρεὶς Ἱεράρχας, εἶναι ἡ ἀνωτέρα μόρφωσις, ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία, ἡ σώζουσα μόρφωσις.

Αὐτὴ τὴν μόρφωσι ἀποκτᾶ ὁ Χριστιανὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Ἡ Ἐκκλησία, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, εἶναι ἰατρεῖον, ὅπου μπαίνουμε οἱ παραμορφωμένοι καὶ ἄρρωστοι ἄνθρωποι γιὰ νὰ ἰαθοῦμε.

Στὴν Ἐκκλησία τὰ ἄγρια θηρία ἡμερώνονται. Οἱ λύκοι γίνονται ἀμνοὶ (βλ. Ὁμιλία εἰς τὸ ρητὸν «Οὐδέποτε ἂφ’ ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱὸς οὐδέν...», Ε.Π.Ε. τ. 27, σέλ. 590).

Ἡ Ἐκκλησία μας θεραπεύει ἀπὸ τὴν παραμόρφωσι μὲ τὴν διδασκαλία Της, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ἄσκησι, τὰ ἱερὰ Τῆς Μυστήρια, μὲ τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῶν ποιμένων Της.

Στὸ ἅγιο Βάπτισμα ἐγκεντριζόμεθα στὸν Χριστό, στὸ ἅγιο Χρῖσμα λαμβάνουμε τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν Θ. Εὐχαριστία ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστό. Μὲ τὴν μετάνοια ὅλο καὶ περισσότερο πάσχουμε τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν καὶ ὁμοιάζουμε μὲ τὸν Χριστό.

Κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, εἶναι δυνατὸν καὶ μετὰ τὴν ἁμαρτία μας νὰ μορφωθῇ ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν, ἐφ’ ὅσον «μόνον ἀφώμεθα τῆς μετανοίας» (Ὁμιλία θ’ εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ε.Π.Ε. τ. 24, σέλ. 438).

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι τονίζουν ὅτι πολὺ μᾶς βοηθεῖ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν. Μὲ ὅλα αὐτά τα μέσα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ οἱ ταπεινὲς καὶ δεκτικὲς ψυχὲς μορφώνονται, λαμβάνουν τὴν μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο εἶναι καὶ ἡ λαμπρότης τοῦ γένους, «ἡ τῆς εἰκόνος τήρησις καὶ ἡ πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ἐξομοίωσις, ὅσον ἐφικτὸν τῆς σαρκὸς δεσμίοις» (Εἰς τὸν ἅγιον Κυπριανόν, Ε.Π.Ε. τ. 6, σέλ. 118).

Αὐτὴ ἡ ἐν Χριστῷ μόρφωσις τοῦ Χριστιανοῦ δὲν γίνεται ἀπὸ τὴν μία ὥρα στὴν ἄλλη. Χρειάζεται ἰσόβιος ἀγῶνας. Στὸν ἀγῶνα αὐτὸ βοηθεῖ καὶ ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Διὰ τοῦτο ἡ μετὰ σαρκὸς ἐπιδημία Χριστοῦ, αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις, τὰ πάθη, ὁ σταυρός, ἡ ἀνάστασις˙ ὥστε τὸν σωζόμενον ἄνθρωπον διὰ μιμήσεως Χριστοῦ τὴν ἀρχαίαν ἐκείνην υἱοθεσίαν ἀπολαβεῖν.

Ἀναγκαῖα τοίνυν ἐστὶ πρὸς τελείωσιν ἡ Χριστοῦ μίμησις» (Περὶ τοῦ Ἁγιου Πνεύματος, κέφ. ἰε’, Ε.Π.Ε. τ. 10 σέλ. 366).

Ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν γίνεται μὲ πνεῦμα ἠθικιστικὸ ἀλλὰ μὲ φρόνημα ταπεινό, βοηθεῖ τὸν ἀγωνιζόμενο Χριστιανὸ νὰ ἀποκτᾶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἀγάπη, τὴν ταπείνωσι, τὴν πραότητα, τὴν συγχωρητικότητα, τὴν ἁγνότητα, ὥστε νὰ μορφώνη στὸν ἑαυτό του τὸν Χριστό. Ἔτσι γίνεται αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γάλ. 2, 20).

Ὁ Χριστιανὸς ἀλλάζει τὸν παραμορφωμένο νοῦν μὲ νοῦν Χριστοῦ, τὴν παραμορφωμένη καρδιά του μὲ καρδίαν καὶ εὐσπλαγχνίαν Χριστοῦ, τὸ παραμορφωμένο ἦθος του μὲ ἦθος Χριστοῦ.

Ὁ πιστὸς ἐνδύεται τὸν Χριστὸν καὶ γίνεται ἄλλος Χριστός. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Διότι, ἂν δι’ ἡμᾶς ἡ ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, κατὰ συνέπειαν καὶ ὁ λόγος μας πρέπει νὰ εἶναι περὶ Χριστοῦ καὶ ἡ σκέψις μας καὶ κάθε πρᾶξις μας νὰ ἔχουν ἄμεσον σχέσιν μὲ τὰς ἐντολὰς Τοῦ, καθὼς καὶ ἡ ψυχή μας νὰ ἔχη λάβει μορφὴν ἀνάλογον πρὸς Αὐτὸν» (Ἔπιστ. 309, Πρὸς Εὐπατέριον καὶ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ, Ε.Π.Ε. τ. 3, σέλ. 507).

Ὅμως αὐτὴ ἡ διὰ τοῦ Χριστοῦ ἀποκατάστασις τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ στὸν παραμορφωμένο ἄνθρωπο δὲν θὰ ἐγίνετο, ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἐλάμβανε δούλου μορφήν, ὅπως θεολογεῖ ὁ Μ. Βασίλειος στὴν ἁγία Ἀναφορὰ τῆς Θ. Λειτουργίας του, ἀκολουθῶν τὸν θεῖον Παῦλον, καὶ δὲν ἐγίνετο «σύμμορφος τῷ σώματι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήση τῆς εἰκόνος τῆς δόξης αὐτοῦ».

Εἶναι φανερὸ ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ μόρφωσις προϋποθέτει ἕνωσι καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστό. Σ’ αὐτὴ τὴν κοινωνία καλεῖ ὁ Χριστὸς τὸν πιστό, ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφή, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ρίζα, ἐγὼ θεμέλιος, πᾶν ὅπερ ἂν θέλης ἐγὼ˙ μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω˙ ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος, καὶ μέλος, καὶ κεφαλή, καὶ ἀδελφός, καὶ ἀδελφή, καὶ μήτηρ, πάντα ἐγὼ˙ μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σὲ˙ καὶ ἀλήτης διὰ σὲ’ ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ’ ἐπὶ τάφου διὰ σὲ• ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπέρ σου πρεσβευτὴς γέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοὶ σύ, καὶ ἀδελφός, καὶ συγκληρονόμος, καὶ φίλος, καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις;» (Ὁμιλία ὀστ’, Ε.Π.Ε τ. 12, σέλ. 34).

Ἡ σύζευξις Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ ποὺ ἐπραγματοποίησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψε τὰ δύο αὐτὰ μεγέθη, ἀλλὰ ἀντιθέτως καὶ τὰ ὠφέλησε.

Τὸν μὲν Ἑλληνισμό, ὅπως δέχεται ὁ ἐθνικός μας ἱστορικὸς Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος, διότι, ἐνῷ τὸν βρῆκε ὁ Χριστιανισμὸς ἡμιθανῆ, τὸν ἐζωοποίησε καὶ ἀνέστησε.

Τὴν δὲ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ φιλοσοφία της ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ἐκθέση κατὰ τρόπο ἀριστοτεχνικὸ τὴν πίστι καὶ θεολογία της, χωρὶς νὰ ἀρνηθῇ τίποτε ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία.

Ἡ ἄποψις τοῦ μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὀτι ὁ Ἑλληνισμὸς κατέστη μόνιμος κατηγορία τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι τολμηρὴ ἀλλὰ ἀληθινή. Μπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθῇ τὴν Ὀρθοδοξία χωρὶς τὴν Ἑλληνική της ἔκφρασι;

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ καὶ τὰ ἄλλα Ὀρθόδοξα ἔθνη, ποὺ παρέλαβαν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἐθεώρησαν ὀτι καθόλου δὲν μειώνονται ἀπὸ τὴν συνεργασία Ὀρθοδοξίας καὶ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ ἀντιθέτως καὶ ἐμπλουτίζονται. Οἱ Τρεὶς Ἱεράρχαι ἔθεσαν τὰ θεμέλια τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἔγιναν οἱ πρωτεργάται τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ μας.

Αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς δοκιμάσθηκε ἔκτοτε μέσα στοὺς αἰῶνας καὶ ἄντεξε. Καὶ εἶναι ζωντανὸς καὶ δημιουργικὸς μέχρι σήμερα.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐπιβουλεύονται καὶ θέλουν νὰ χωρίσουν τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, γιατί θέλουν νὰ διώξουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν Πατρίδα μας. Καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερο, νὰ ἐπαναφέρουν τὴν ἀθεΐα ἢ τὴν ἀρχαία εἰδωλολατρικὴ θρησκεία μὲ τοὺς ψευδεῖς Ὀλυμπίους θεούς, τὶς θυσίες καὶ τὶς τελετές της.

Θέλουν δηλαδὴ νὰ ἐπαναφέρουν αὐτά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλύτρωσε καὶ αὐτὰ ποὺ μὲ ἀγῶνες πολλοὺς οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ τὸ μέγα νέφος τῶν Χριστιανῶν Μαρτύρων μὲ τὸ αἷμα τους ἐκαθάρισε.

Ἡ Ἐκκλησία προσέλαβε τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο, τὸν ἐβάπτισε, τὸν ἐκαθάρισε, τὸν ἐφώτισε καὶ τὸν ἔκανε Χριστιανὸ Ἕλληνα. Τώρα θέλουν τὸν φωτισμένο Ἕλληνα νὰ τὸν ξεβαπτίσουν καὶ νὰ τὸν ὑποτάξουν καὶ πάλι στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας καὶ τῆς ἀθεΐας.

Ἀπορεῖ κανεὶς γιὰ τὸ τόλμημα.

Ὁ σοφὸς Blaise Pascal γράφει κάπου ὅτι ὁ ἄνθρωπος (προφανῶς ὁ ἄπιστος) εἶναι πρόθυμος νὰ πιστεύση τὴν οἱανδήποτε ἀνοησία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προφανῆ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.

Σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ διὰ τῶν αἰώνων προσπάθησαν νὰ γκρεμίσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἔξ αὐτῆς πηγάσαντα Ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό της λέγει ὁ ἅγιος Χρυσότομος: «Ἡ Ἐκκλησία πολεμουμένη νικᾶ˙ ἐπιβουλευομένη περιγίνεται˙ ὑβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται˙ δέχεται τραύματα, καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν κλυδωνίζεται, ἂλλ’ οὐ καταποντίζεται˙ χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένέί˙ παλαίει, ἂλλ’ οὐχ ἡττᾶται˙ πυκτεύει, ἂλλ’ οὐ νικᾶται» (Ὁμιλία Β’ πρὸς Εὐτρόπιον, Ε.Π.Ε. τ. 33, σὲλ 110).

Εὐχαριστοῦμε τους Τρεῖς Ἱεράρχας γιὰ τὸ πολύτιμο δῶρο ποὺ μᾶς παρέδωσαν, τὴν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητοῦμε τὴν εὐλογία τους, νὰ μὴ φάνουμε ἀχάριστοι στὴν προσφορά τους, ἀλλὰ νὰ τὴν κρατήσουμε, νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε καὶ νὰ τὴν παραδώσουμε στοὺς μεταγενεστέρους ὡς πολύτιμο κληρονομιά.

(Περιοδικὸν «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεῦχος 27ο, Ἔκδοσις Ἱερὰς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἅγιον Ὅρος 2002)

 


 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 29η Ιανουαρίου 2024

ΠΑΠΙΚΗ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ: ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΚΑΛΟΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Ἔχουμε ἀναφερθεῖ καὶ ἄλλοτε στὴν ἀλλοτριωμένη «Συνοδικότητα» τοῦ Παπισμοῦ, ἡ ὁποία οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὴν γνήσια Συνοδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, μὲ τὸ εὐλογημένο Συνοδικὸ Σύστημα καὶ Πολίτευμά της.

Καὶ τονίσαμε ὅτι τὸ πολίτευμα τοῦ Παπισμοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μιὰ ἀπομίμηση τοῦ στυγνοῦ καὶ ἀπάνθρωπου φεουδαρχικοῦ καθεστῶτος, ποὺ ἐπεκράτησε στὴν φραγκοκρατούμενη Εὐρώπη. Ἀφ' ὅτου οἱ αἱρετικοὶ Φράγκοι κατέλαβαν τὸν παλαίφατο πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Δύσεως, ἐπέβαλαν μὲ φωτιὰ καὶ τσεκούρι τὶς αἱρετικές τους δοξασίες, μὲ κυριότερες τὶς πλάνες τοῦ παπικοῦ «πρωτείου» καὶ τοῦ παπικοῦ «ἀλαθήτου», ποὺ ἐπέφεραν καίριο πλῆγμα στὸν Συνοδικὸ Θεσμὸ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία περιγράφει μὲ τὰ πλέον μελανὰ χρώματα τὸ φρικῶδες ἐκκλησιαστικὸ καθεστὼς στὴν φραγκοκρατούμενη Εὐρώπη. Ὁ αὐτοκράτορας τῶν Φράγκων, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὴ Ρώμη καὶ κατέλαβε τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Δύσεως, προσέλαβε καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τοῦ «Πάπα» καὶ ἀναγορεύτηκε ὡς ὁ ὑπέρτατος παγκόσμιος μονάρχης καὶ ταυτόχρονα «ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ». Πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν «Πάπα», ποὺ βρισκόταν στὴν κορυφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, ὑπῆρχαν οἱ καρδινάλιοι, οἱ πρίγκιπες τῆς «ἐκκλησίας», (μέλη τῆς σημερινῆς ρωμαϊκῆς Κουρίας), ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν «εὐγενῶν» καὶ ἀποκτοῦσαν ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα μὲ βία, ἀπάτη καὶ χρηματισμό, ζῶντας ἄσωτη ζωή, ἀνάλογη μὲ ἐκείνη τῶν ὑπολοίπων «εὐγενῶν». Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρχαν οἱ λοιποὶ «ἐπίσκοποι», ποὺ προέρχονταν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν εὐγενῶν καὶ ἦταν γαιοκτήμονες. Κάτω ἀπὸ αὐτοὺς οἱ πιστοὶ τῆς παπικῆς «ἐκκλησίας», οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν ὡς δουλοπάροικοι, χωρὶς ἐλευθερία λόγου, χωρὶς ἀνθρώπινα δικαιώματα, ἀλλὰ μόνο μὲ ὑποχρεώσεις. Αὐτὴ περίπου ἦταν ἡ διοικητικὴ διάρθρωση τοῦ Παπισμοῦ: Ἡ ἐπιβίωση τοῦ ἐφιαλτικοῦ φραγκικοῦ Φεουδαρχισμοῦ, στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ἴχνος Συνοδικότητος.

Τὸ «Πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης», ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τὸ βασικότερο δόγμα πίστεως στὸν Παπισμό, τὸ ὁποῖο μαζὶ μὲ τὸ «ἀλάθητο», καταλύει κάθε ἴχνος Συνοδικότητος, διότι τοποθετεῖ τὸν «Πάπα» ὑπεράνω ὅλων τῶν Συνόδων, ἀκόμα καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν, ὑποβιβάζοντας τὶς Συνόδους σὲ ἁπλὰ συμβουλευτικὰ ὄργανά του. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ δήλωση τοῦ Ντὸν Μπόσκο, ποὺ τιμᾶται ἀπὸ τὸν Παπισμὸ ὡς ἅγιος, ὁ ὁποῖος εἶπε: «Ὁ Χριστὸς ὕψωσε τὸν πάπα ὑπεράνω τῶν προφητῶν, τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου, τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Ἰησοῦς ἀνέβασε τὸν πάπα στὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ... Ὁ ἴδιος ὁ Πίος Θ΄ ἐθεωρεῖτο κάτοχος θαυματουργικῆς δυνάμεως»[1].

Ἀντίθετα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, Συνοδικότητα σημαίνει τὴν ἰσότιμη συμμετοχὴ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων στὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀπὸ κοινοῦ λήψη ἀποφάσεων, στὶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Ἅγιες Συνόδους, ὅπου ἡ ψῆφος τοῦ κάθε Ἐπισκόπου, ἢ ἐκπροσώπου του, ἔχει τὴν ἴδια ἀξία μὲ τὶς ψήφους τῶν ἄλλων συμμετεχόντων. Σημαίνει ἀκόμη ὅτι κανένα ἐκκλησιαστικὸ πρόσωπο, οὔτε κἂν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀλάθητη αὐθεντία καὶ νὰ τεθεῖ ὑπεράνω τῶν ἁγίων Συνόδων. Ἡ ψῆφος ὅλων τῶν Ἐπισκόπων ἔχει τὴν ἴδια ἰσχὺ μὲ αὐτὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος ἁπλὰ προεδρεύει τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τελικὸς κριτής, ἀκόμη καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τοῦ κάθε πιστοῦ καὶ φωτισμένου μέλους τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο μυστικὰ «πληροφορεῖται», διὰ τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γιὰ τὴν γνησιότητα, ἢ μὴ τῆς κάθε Συνόδου.

Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ξεκίνησε ἀπὸ τὸ 1980 καὶ ἐντεῦθεν Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τοὺς παπικούς, ὁ ὁποῖος συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ ὁπωσδήποτε ἔπρεπε νὰ συζητηθοῦν, ἦταν καὶ τὸ θέμα τῆς Συνοδικότητος καὶ τῆς σχέσεώς του μὲ τὸ παπικὸ «πρωτεῖο». Τὸ θέμα αὐτὸ ξεκίνησε νὰ συζητεῖται τὸ 2007, (ὁπότε καὶ συντάχθηκε τὸ «κείμενο τῆς Ραβέννας»), καὶ συνεχίζεται νὰ συζητεῖται μέχρι σήμερα ἐπὶ 17 χρόνια, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχει βρεθεῖ μιὰ ἀμοιβαία ἀποδεκτὴ λύση. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα ἔγιναν καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἐργώδεις προσπάθειες, νὰ ἐναρμονιστεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Συνοδικότητα μὲ τὸ παπικὸ «πρωτεῖο» χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Βεβαίως, θέμα ἐναρμονίσεως γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν ὑφίσταται, διότι πὼς μπορεῖς νὰ ἐναρμονίσεις δύο μεγέθη, (Συνοδικότητα καὶ Πρωτεῖο), καθ’ ὃν χρόνον το ἕνα ἀναιρεῖ τὸ ἄλλο, βρίσκεται ἀκριβῶς στὸν ἀντίποδα τοῦ ἄλλου;

Ὡστόσο, ἂν γιὰ μᾶς δὲν ὑφίσταται θέμα ἐναρμονίσεως, ὑφίσταται ὅμως γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές, ποὺ προωθοῦν τὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» πάσῃ θυσίᾳ καὶ πιστεύουν ἀκράδαντα ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἐναρμόνιση μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. Μετὰ τὴ «Σύνοδο» τῆς Κρήτης τὸ 2016, ὁπότε οἱ σχέσεις μας μὲ τὸ Βατικανὸ ἔγιναν ἀκόμη πιὸ θερμές, (καθ’ ὅσον ἀναγνωρίσαμε σ’ αὐτοὺς πλήρη ἐκκλησιαστικότητα), ὑπάρχει ἀκόμη μεγαλύτερη αἰσιοδοξία γιὰ τὴν ἐξεύρεση λύσεως ἀμοιβαίως ἀποδεκτῆς. Πιὸ συγκεκριμένα τόσον οἱ παπικοὶ ὅσο καὶ οἱ ἐκ τῶν «Ὀρθοδόξων» οἰκουμενιστὲς συγκλίνουν στὴν ἄποψη, ὅτι ἡ μὲν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἀνάγκη ἀποδοχῆς ἑνὸς πρωτείου, ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἁπλῶς πρωτεῖο τιμῆς, ἀλλὰ πρωτεῖο ἐξουσίας, οἱ δὲ παπικοὶ θὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀνάγκη ἐνίσχυσης τῆς Συνοδικότητας. Οἱ παπικοὶ δὲν ἔχουν καμιὰ ἀντίρρηση νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ Συνοδικότητα, ὄχι ὅμως μέχρι τοῦ σημείου νὰ καταργηθεῖ τὸ παπικὸ «Πρωτεῖο».

Καὶ ἐνῷ σὲ ἐπίπεδο Θεολογικῶν Διαλόγων κάπως ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, σὲ λαϊκὸ ἐπίπεδο τὸ παμπόνηρο Βατικανὸ πασχίζει νὰ φορέσει τὸ προσωπεῖο τῆς Συνοδικότητος καὶ νὰ πείσει τὰ μέλη τῆς «Ἐκκλησίας» του, ὅτι ἔχει ἀνανεωθεῖ σημαντικὰ ἀπὸ πλευρᾶς Συνοδικότητος. Ὅτι τώρα πιὰ ἡ Συνοδικότητα εἶναι «ἀνοικτὴ» ὄχι μόνο στὸν παπικὸ «κλῆρο», ἀλλὰ καὶ στὸ λαό. Αὐτὸ τὸ μήνυμα ἀγωνίζεται νὰ περάσει, ὁδηγῶντας «κληρικοὺς» καὶ λαϊκοὺς σὲ κάποιες συνελεύσεις, ποὺ βαφτίστηκαν «σύνοδοι». Σ’ αὐτὲς θὰ μποροῦν νὰ ἐκφράζουν σκέψεις, προτάσεις καὶ προβληματισμούς, ποὺ θὰ στέλνονται στὴ συνέχεια στὸν «Πάπα», γιὰ νὰ λάβει αὐτός, καὶ μόνον αὐτός, τὶς ὅποιες ἀποφάσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ «Συνοδικότητα» ποὺ ἐφεῦρε τὸ Βατικανὸ μὲ «Συνόδους ὑψηλοῦ ἐπιπέδου»!

Μιὰ τέτοια «Σύνοδος» ἔγινε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2023 καὶ τὸ Βατικανὸ φρόντισε νὰ τὴ διαφημίσει τεχνηέντως ὡς «κάτι τὸ πολὺ σημαντικό», μὲ παπικὴ ἐπιστολὴ πρὸς ὅλη τὴν «καθολικὴ ἐκκλησία»! Σύμφωνα μὲ δημοσίευμα τῆς ἱστοσελίδας τῆς ἐν Ἑλλάδι «καθολικῆς ἐκκλησίας»: «Ἡ Ὁλομέλεια τῆς Συνόδου γιὰ τὴ Συνοδικότητα, μὲ ἐπιστολή της ποὺ δημοσιεύθηκε κατὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῶν ἐργασιῶν της, ἀπευθύνεται στὰ μέλη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καλῶντας τα νὰ ἀναλάβουν ἐνεργὸ ρόλο στή ‘διάκριση καὶ τὴ λήψη ἀποφάσεων’ τῆς Ἐκκλησίας»[2]. Αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν νεφελώδη «ἐνεργὸ ρόλο» τῶν παπικῶν πιστῶν, «βαπτίζει» ὡς «Συνοδικότητα» ἡ ἐπιστολή, ἀφήνοντας τὸ παπικὸ «πρωτεῖο» ἀνέπαφο, μᾶλλον ἐνισχυμένο ἀπὸ αὐτὴ τὴν καρικατούρα τῆς «Συνοδικότητας»!

Ἐπίσης ἡ ἐπιστολὴ τῆς «Ὁλομέλειας» δὲν παραλείπει νὰ παραθέσει καὶ ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου τὸ 2021 κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς συνοδικῆς διαδικασίας: «Ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἀποστολὴ διατρέχουν τὸν κίνδυνο νὰ παραμείνουν ἀφηρημένες ἔννοιες, ἂν δὲν καλλιεργήσουμε μιὰ ἐκκλησιαστικὴ πρακτικὴ ποὺ νὰ ἐκφράζει τὴ συγκεκριμενοποίηση τῆς συνοδικότητας....ενθαρρύνοντας τὴν πραγματικὴ συμμετοχὴ τοῦ καθενὸς καὶ ὅλων». Κατὰ τὸν «πάπα» ἡ Συνοδικότητα μέσα στοὺς κόλπους τῆς «Ἐκκλησίας» του πρέπει νὰ γίνει ἀκόμη πιὸ συγκεκριμένη, μέχρι σημείου ὥστε νὰ ἐκφράζεται μὲ «πραγματικὴ συμμετοχὴ τοῦ καθενὸς καὶ ὅλων». Ἑπομένως ὅλοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, τόσον αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἔμπειροι γνῶστες τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ὅσο καὶ ἁπλοὶ λαϊκοί, ποὺ εἶναι ἄμοιροι θεολογικῆς παιδείας καὶ ἄσχετοι ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, καλοῦνται νὰ παίξουν «ἐνεργὸ ρόλο» καὶ νὰ συμμετέχουν στὶς συνοδικὲς διαδικασίες.

Ἐδῶ προφανῶς θεληματικὰ ἀγνοεῖ ὁ ποντίφικας, ὅτι ὅλες οἱ Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Σύνοδοι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας συνεκροτοῦντο πρωτίστως καὶ κυρίως ἀπὸ Ἐπισκόπους καὶ κατὰ δεύτερο λόγο ἀπὸ ἄλλους κληρικούς, μὲ ἱκανὴ ὅμως θεολογικὴ παιδεία, ἐμπειρία καὶ γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν πρῶτο τυχόντα λαϊκό, ποὺ θὰ θελήσει νὰ παίξει «ἐνεργὸ ρόλο» στὶς συνοδικὲς διαδικασίες. Αὐτὸ εἶναι ἕνα τὸ κρατούμενο. Τὸ δὲ δεύτερο εἶναι, ὅτι ὁ ποντίφικας, ἐνῷ μιλάει γιὰ «συγκεκριμενοποίηση τῆς συνοδικότητας», ἐν τούτοις, (ἀντιφάσκοντας μὲ τὸν ἑαυτό του), δὲν μᾶς «συγκεκριμενοποιεῖ» καὶ δὲν μᾶς ἐξηγεῖ, μέχρι ποὺ θὰ φθάνει ὁ «ἐνεργὸς ρόλος» τόσο τῶν κληρικῶν, ὅσο καὶ τῶν λαϊκῶν, ποὺ θὰ λάβουν μέρος στὶς ἐν λόγῳ «Συνόδους». Σίγουρα ὅμως ὄχι μέχρι τοῦ σημείου νὰ καταργεῖ τὸ δαιμονικὸ «πρωτεῖο» του. Δὲν μᾶς ἐξηγεῖ ἐπίσης, πὼς μπορεῖ νὰ νοηθεῖ «ἐνεργὸς ρόλος» συνοδικοῦ μέλους χωρὶς δικαίωμα ψήφου, ἡ ὁποία ψῆφος θὰ εἶναι τόσο ἰσχυρή, ὥστε νὰ ἀγνοεῖ τὸ παπικὸ «Πρωτεῖο». Εἶναι προφανὴς ἐν προκειμένῳ ἡ ὑποκρισία τοῦ «Πάπα», ὁ ὁποῖος ἀντὶ νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, στὸν ἀρχέγονο καὶ διαχρονικὸ Συνοδικὸ Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, μηχανεύεται δόλιους τρόπους, γιὰ νὰ παρακάμψει τὸ σκόπελο τῆς ἐκκλησιαστικῆς Συνοδικότητας, προβάλλοντας μιὰ ψεύτικη «Συνοδικότητα»!

Παρακάτω ἡ ἐπιστολὴ τῆς «Ὁλομέλειας», ἐγκωμιάζοντας τὴν παπικῆς ἐμπνεύσεως «Συνοδικότητα», γράφει: «Δὲν πρόκειται γιὰ ἰδεολόγημα, ἀλλὰ γιὰ μιὰ ἐμπειρία ποὺ ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀποστολικὴ παράδοση»! Μ’ ἄλλα λόγια ταυτίζει τὴ γνήσια Συνοδικότητα τῆς Ἀποστολικῆς καὶ Κανονικῆς Παράδοσης μὲ τὴν παπικοῦ τύπου «Συνοδικότητα», ποὺ ὅπως φάνηκε ἀκροθιγῶς προηγουμένως, ἀποτελεῖ μιὰ καρικατούρα Συνοδικότητος, ἡ ὁποία ἀκυρώνει τὴν εἴκοσι αἰώνων γνήσια Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν δέκα αἰώνων συνοδικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Δυτικῆς Ἐκκλησίας, μέχρι τὴν ὑποδούλωσή της στοὺς Φράγκους.

Στὴν ἐπιστολὴ ἐπίσης ἀναφέρεται: «Ἐλπίζουμε ὅτι οἱ μῆνες ποὺ θὰ ὁδηγήσουν στὴ δεύτερη σύνοδο τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2024 θὰ ἐπιτρέψουν σὲ ὅλους νὰ συμμετάσχουν συγκεκριμένα στὸν δυναμισμὸ τῆς ἱεραποστολικῆς κοινωνίας ποὺ ὑποδηλώνει ἡ λέξη "σύνοδος"»[3]. Ἐδῶ δὲν μᾶς ἐξηγεῖ ἡ ἐπιστολή, μὲ ποιό τρόπο ἡ λέξη «Σύνοδος» ὑποδηλώνει τὸν «δυναμισμὸ τῆς ἱεραποστολικῆς κοινωνίας». Μιὰ «Σύνοδος» ποὺ δὲν συγκροτεῖται μὲ τὴ δυνατότητα ὅλων τῶν συνοδικῶν μελῶν νὰ ἔχουν ἰσότιμη ψῆφο, ἡ ὁποία θὰ ἀγνοεῖ τὸ παπικὸ «Πρωτεῖο», δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὴ Σύνοδος καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ὑποδηλώνει τὸν «δυναμισμὸ τῆς ἱεραποστολικῆς κοινωνίας». Ἀντίθετα μάλιστα, τότε ἀκριβῶς χάνει τὸν «δυναμισμό της». Προφανῶς ἐδῶ οἱ πομπώδεις φράσεις, ὅπως «δυναμισμὸς τῆς ἱεραποστολικῆς κοινωνίας» εἶναι λέξεις κενές, χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο, χωρὶς νὰ ὁρίζουν στὸ ἐλάχιστο τὴν γνήσια ἐκκλησιαστικὴ Συνοδικότητα.

Ἡ ἐν Ἑλλάδι παπικὴ «ἐκκλησία» συνεδρίασε, μετὰ τὴν λήψη τῆς παπικῆς ἐπιστολῆς, συσκέφτηκε γιὰ τὸ μεῖζον αὐτὸ θέμα καὶ ἐξέδωσε ἐπιστολὴ πρὸς τὸν παπικὸ «κλῆρο» καὶ λαό, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ δημοσιεύτηκε στὴν ἱστοσελίδα τῆς παπικῆς «ἐκκλησίας»[4]. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τόνισε: «...συγκεντρωθήκαμε ἀνὰ ἐνορίες, ἢ Ἐπισκοπὲς καὶ ἀκούσαμε ὅτι ἕνα σημαντικὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ "συνοδικότητα", ποὺ σημαίνει: βαδίζουμε μαζὶ στὴν ἴδια ὁδό, μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ σπίτι τοῦ Οὐράνιου Πατέρα. Καὶ τότε μας δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ ποῦμε τὴν ἄποψή μας, ἢ τὶς ἀνάγκες καὶ ἐπιθυμίες μας, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ βαδίζουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ὡς "Ἐκκλησία συνοδική"»[5]. Ἡ ἀντίληψη ὅτι Συνοδικότητα σημαίνει «βαδίζουμε μαζὶ στὴν ἴδια ὁδό, μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ σπίτι τοῦ Οὐράνιου Πατέρα» οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὸ Συνοδικὸ Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, διότι οὐδεὶς Πατέρας καὶ οὐδεμία γνήσια Σύνοδος τὴν ὅρισε ὡς τέτοια! «Ἡ δυνατότητα νὰ ποῦμε τὴν ἄποψή μας, ἢ τὶς ἀνάγκες καὶ ἐπιθυμίες μας, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ βαδίζουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους» δὲν εἶναι Συνοδικότητα, ἀλλὰ ὁ αὐτονόητος τρόπος χριστιανικῆς ζωῆς καὶ τίποτε περισσότερο. Ἐν προκειμένῳ θὰ συμβουλεύαμε, μὲ ἀγάπη τὴν «Ἱεραρχία» τῆς ἐν Ἑλλάδι «παπικῆς ἐκκλησίας» νὰ διαβάσει καλύτερα τὴν δισχιλιόχρονη Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μάθει, ποιά εἶναι ἡ γνήσια Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι αὐτὴ ποὺ τῆς «σέρβιρει» τὸ Βατικανό.

Κλείνουμε μὲ τὴν παρατήρηση, ὅτι αὐτὴ ἡ κάλπικη Συνοδικότητα εἶναι μιὰ ἀκόμα καλοστημένη παγίδα, γιὰ νὰ παγιδευτεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μας. Καὶ τὸ ἀνησυχητικὸ εἶναι ὅτι τὴν παγίδα αὐτὴ ἀδυνατοῦν νὰ διακρίνουν οἱ θερμοὶ θιασῶτες τῆς «ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴν νέα παπικὴ δολιότητα, ὅτι δῆθεν ὁ Παπισμὸς «ἄλλαξε» καὶ τὸ χειρότερο, πασχίζουν μαζὶ μὲ τοὺς συνομιλητές τους νὰ ἐναρμονίσουν τὴν γνήσια Συνοδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸ «Πρωτεῖο» τοῦ «Πάπα»!

 

 

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν

 

 


[1] https://www.oodegr.com/oode/biblia/papas1/kef2.htm

[2]https://cen.gr

[3] Όπου ανωτέρω

[4]https://cen.gr

[5] Όπου ανωτέρω