Πέμπτη, Φεβρουαρίου 29, 2024

 

ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΙΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

  

Α) ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ

Θεωρῶ, ὅτι τήν πιό πειστική ἀπάντηση στό ἐρώτημα, ποιός ἔχει τό δικαίωμα νά χορηγήσει Αὐτοκεφαλία σέ μία τοπική Ἐκκλησία καί μέ ποιές προϋποθέσεις, τή δίνει ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος.

Σύμφωνα μέ τή θέση, πού διατύπωσε σέ συνέντευξή του, τόν Ἰανουάριο τοῦ 2001, στήν ἑλληνική ἐφημερίδα «Νέα Ἑλλάδα»:

«Ἡ Αὐτοκεφαλία καί ἡ Αὐτονομία χορηγοῦνται ὑπό τῆς συνόλου Ἐκκλησίας δι’ ἀποφάσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπειδή δέ, διά διαφόρους λόγους, δέν εἶναι δυνατή ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς συντονιστής πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χορηγεῖ τό Αὐτοκέφαλον ἤ τό Αὐτόνομον ὑπό προϋπόθεσιν τῆς ἐγκρίσεως ὑπ’ αὐτῶν» (τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν).

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ : «ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΘΕΙΟΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ» 

 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΛΛΥΡΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

 

.............................................................................................................................................

 

 

Β) ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑΣ

Ἡ διορθόδοξη θέση ὡς πρὸς τὴν διαδικασία χορήγησης τοῦ αὐτοκεφάλου, ποὺ δὲν προβλέπεται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἀποφασίσθηκε μὲ πλήρη ὁμοφωνία καὶ συμφωνία στὶς Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις ποὺ προετοίμαζαν τὸ ἔργο τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης.

Στὴν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ ποὺ συνῆλθε στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης (7-13/11/1993) ὁ Γραμματεὺς ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς, μητροπολίτης Ἑλβετίας Δαμασκηνός, στὴν εἰσήγησή του, ὅπου παρουσίασε τὶς θέσεις τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διεπίστωσε ὅτι :

«εἶναι σαφὴς ἡ ὑποκειμένη πανορθόδοξος συνείδησις, ὅτι διὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ αὐτοκεφάλου τοπικῆς τινος Ἐκκλησίας δὲν ἐπαρκεῖ κανονικῶς ἡ μεμονωμένη αὐθεντία μιᾶς μόνης αὐτοκεφάλου Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἢ ὅτι ἡ κανονικὴ ἀπόδοσις τῆς Αὐτοκεφαλίας δὲν νοεῖται ἄνευ τῆς ἐκ τῶν προτέρων βεβαιώσεως τῆς πανορθοδόξου συναινέσεως»[2].

Στὸ κείμενο τῶν ἀποφάσεων τῆς ἐν λόγῳ Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸ θέμα «Τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ», μεταξὺ ἄλλων ὁρίζονται καὶ τὰ ἑξῆς:

3. Διεπιστώθη πλήρης συμφωνία ὡς πρὸς τοὺς ἀναγκαίους κανονικοὺς ὅρους διὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ Αὐτοκεφάλου τοπικῆς τινος Ἐκκλησίας, ἤτοι ὡς πρὸς τὴν συγκατάθεσιν καὶ τὰς ἐνεργείας τῆς Ἐκκλησίας-μητρός, ὡς πρὸς τὴν ἐξασφάλισιν πανορθοδόξου συναινέσεως καὶ ὡς πρὸς τὸν ρόλον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν λοιπῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ Αὐτοκεφάλου. Συμφώνως πρὸς τὴν συμφωνίαν ταύτην:

Α. Ἡ Ἐκκλησία-μήτηρ, δεχομένη τὸ αἴτημα ὑπαγομένης εἰς αὐτὴν ἐκκλησιαστικῆς περιοχῆς ἀξιολογεῖ τὰς ὑφισταμένας κανονικὰς καὶ ποιμαντικὰς προϋποθέσεις, πρὸς παροχὴν τοῦ Αὐτοκεφάλου. Εἰς περίπτωσιν καθ᾽ ἣν ἡ τοπικὴ σύνοδος, ὡς ἀνώτατον ἐκκλησιαστικὸν ὄργανον, παράσχει τὴν συγκατάθεσιν αὐτῆς, ὑποβάλλει σχετικὴν πρότασιν πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον διὰ τὴν ἀναζήτησιν τῆς πανορθοδόξου συναινέσεως, ἐνημερώνει δὲ σχετικῶς τὰς λοιπὰς κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας.

Β. Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, κατὰ τὰ πανορθοδόξως καθιερωμένα, ἀνακοινοῖ διὰ Πατριαρχικοῦ Γράμματος πάντα τὰ σχετικὰ πρὸς τὸ συγκεκριμένον αἴτημα καὶ ἀναζητεῖ τὴν ἔκφρασιν τῆς πανορθοδόξου συναινέσεως. Ἡ πανορθόδοξος συναίνεσις ἐκφράζεται διὰ τῆς ὁμοφωνίας τῶν συνόδων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.

Γ. Ἐκφράζων τὴν συγκατάθεσιν τῆς Ἐκκλησίας-μητρὸς καὶ τὴν πανορθόδοξον συναίνεσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀνακηρύσσει ἐπισήμως τὸ Αὐτοκέφαλον τῆς αἰτησαμένης Ἐκκλησίας διὰ τῆς ἐκδόσεως Πατριαρχικοῦ Τόμου. Ὁ Τόμος οὗτος ὑπογράφεται ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἶναι ἐπιθυμητὸν νὰ προσυπογράφεται καὶ ὑπὸ τῶν Προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὁπωσδήποτε ὅμως ὑπὸ τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας-μητρός.

Δ. Ἡ ἀνακηρυχθεῖσα Αὐτοκέφαλος τοπικὴ Ἐκκλησία ἐντάσσεται ὡς ἰσότιμος εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἀπολαύει πάντων τῶν πανορθοδόξως καθιερωμένων κανονικῶν προνομίων (Δίπτυχα, Μνημόσυνον, Διορθόδοξοι σχέσεις κ.λπ.)[3].

Δὲν ἐπιτεύχθηκε συμφωνία καὶ ὁμοφωνία μόνον στὸ περιεχόμενο τῆς παραγράφου 3γ, γιὰ τὸ ποιοὶ ὑπογράφουν τὸν Τόμο τοῦ Αὐτοκεφάλου.

Ἡ Κωνσταντινούπολη θέλει νὰ ὑπογράφεται ὁ Τόμος μόνον ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἐνῶ ἡ Μόσχα, ἀκολουθούμενη ἐπίσης ἀπὸ ἄλλες τοπικὲς ἐκκλησίες, ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπογράφουν τὸν Τόμο τοῦ Αὐτοκεφάλου ὅλοι οἱ προκαθήμενοι ἢ τουλάχιστον ὁ προκαθήμενος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ αἰτοῦσα τὸ αὐτοκέφαλο περιοχή.

Τὸ ἐπουσιῶδες αὐτὸ θέμα δὲν λύθηκε οὔτε στὶς ἑπόμενες Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ θέμα τοῦ Αὐτοκεφάλου, μολονότι στὰ οὐσιώδη ὑπῆρξε ὁμοφωνία, δὲν συζητήθηκε στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.

Δὲν θὰ ἔπρεπε ὅμως νὰ τηροῦνται ὅσα ἔγιναν δεκτὰ ἀπὸ ὅλους καὶ ἐκφράζουν τὴν πανορθόδοξη συνείδηση;

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ : ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΗ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ;

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ  ΟΜΟΤΙΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ.

 



 

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς:

 Ἄν πενήντα φορές τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, ἄν πενήντα φορές ντροπιασθῇς, ἄν πενήντα τάφους σκάψῃς σήμερα, μόνο φώναξε:

«Κύριε, δός μου μετάνοια. Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσον με»

 

 

Μετάφρασις ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους: απόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Πασχαλινές Ὁμιλίες, Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Βελιγράδι 1998.

 

Προσευχή! Τί εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ μεγάλη ἀρετή πού σέ ἀνασταίνει καί μέ ἀνασταίνει. Σηκώθηκες μήπως γιά προσευχή, ἔκραξες πρός τόν Κύριο νά καθαρίσῃ τήν ψυχή σου ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπό τό κάθε κακό, ἀπό κάθε πάθος; Τότε οἱ τάφοι σου καί οἱ τάφοι μου ἀνοίγουν καί οἱ νεκροί ἀνασταίνονται. Ὅ,τι εἶναι ἁμαρτωλό φεύγει, ὅ,τι σύρει πρός τό κακό ἐξαφανίζεται.

Ἡ ἁγία προσευχή ἀνασταίνει τόν καθένα ἀπό μᾶς, ὅταν εἶναι εἰλικρινής, ὅταν φέρνει ὅλη τήν ψυχή στόν οὐρανό, ὅταν ἐσύ μέ φόβο καί τρόμο λέγῃς στόν Κύριο: Δές, δές τούς τάφους μου, ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ τάφοι μου, Κύριε! Μέσα σέ κάθε... ἕναν ἀπό αὐτούς τούς τάφους, νά’την ἡ ψυχή μου, νά’την νεκρή, μακρυά ἀπό Σένα, Κύριε! Εἰπέ λόγον καί ἀνάστησον πάντας τούς νεκρούς μου! Διότι, Σύ, Σύ, Κύριε, μᾶς ἔδωσες πολλές θεῖες δυνάμεις νά μᾶς ἀνασταίνουν διά τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως, νά μᾶς ἀνασταίνουν ἀπό τόν τάφο τῆς ραθυμίας. Ναί, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τά πάθη μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Ἡ ψυχή ἀποθνήσκει, ὅταν χωρίζεται ἀπό τόν Θεό.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι δύναμις πού χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τόν Θεό. Καί ἐμεῖς, ὅταν ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅταν ἀγαπᾶμε τίς ἁμαρτωλές ἡδονές, στήν πραγματικότητα ἀγαπᾶμε τόν θάνατό μας, ἀγαπᾶμε τούς τάφους, τούς δυσώδεις τάφους, μέσα στούς ὁποίους ἡ ψυχή μας ἀποσυντίθεται. Ἀντίθετα, ὅταν ἀνανήψουμε, ὅταν μέ τόν κεραυνό τῆς μετανοίας χτυπήσουμε τήν καρδιά μας, τότε…, τότε οἱ νεκροί μας ἀνασταίνονται. Τότε ἡ ψυχή μας νικᾶ ὅλους τούς φονεῖς της, νικᾶ τόν κατεξοχήν δημιουργό ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, τόν διάβολο, νικᾶ μέ τήν δύναμι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γι’ αὐτό, γιά μᾶς τούς Χριστιανούς δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πιό ἰσχυρή ἀπό μᾶς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε ἁμαρτία πού σέ βασανίζει, πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε πάθος πού σέ βασανίζει. Πῶς; –ἐρωτᾶς. Μέ τήν μετάνοια! Καί τί εἶναι εὐκολώτερο ἀπό αὐτήν; Πάντοτε μπορεῖς μέσα σου, μέσα στήν ψυχή σου, νά κραυγάζῃς: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν θά σέ παραβλέψῃ. Θά ἀναστήσῃς τόν ἑαυτό σου ἀπό τούς νεκρούς καί θά ζῇς σ’ αὐτόν τόν κόσμο σάν κάποιος πού ἦρθε ἀπό ἐκεῖνον τόν κόσμο, πού ἀναστήθηκε καί ζῆ μία νέα ζωή, τήν ζωή τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, πού ὑπάρχουν μέσα του ὅλες οἱ θεῖες δυνάμεις, ἔτσι ὥστε καμμία ἁμαρτία πλέον δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ἴσως νά ξαναπέφτῃς, ἀλλά πλέον γνωρίζεις, γνωρίζεις τό ὅπλο, γνωρίζεις τήν δύναμι μέ τήν ὁποία ἀνασταίνεσαι ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἄν πενήντα φορές τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, ἄν πενήντα φορές ντροπιασθῇς, ἄν πενήντα τάφους σκάψῃς σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δός μου μετάνοια. Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσον με». Ὁ Ἀγαθός Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, εἶπε: Ἔλα, ἀδελφέ. Ἀκόμη κι ἄν ἑβδομηκοντάκις τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, πάλι ἔλα καί πές: ἥμαρτον.

 



Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2024

 

σιος φραμ Κατουνακιώτης:

« Οκουμενισμός χει πνεμα πονηρίας καί κυριαρχεται πό κάθαρτα πνεύματα»!


 

Μαρτυρία Ὁσίου Ἐφραίμ Κατουνακιώτου στόν καθηγητή τῆς Θεολογικῆς κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη.

 

Στήν συνέχεια, θά πῶ κάτι, τό ὁποῖο ἔχει νά κάνει μέ προσωπική κατάθεση. Συνδεόμουνα ἐπί δεκαετίες μέ τόν π. Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τοῦ ὁποίου τό ἦθος καί τό φρόνημα εἶναι ἐγνωσμένα. Εἶναι ἐγνωσμένο, ἐπίσης, ὅτι εἶχε κι αὐτός «πνευματική τηλεόραση». Ὅσον ἀφορᾶ ἐμένα, πολλές φορές πήγαινα μέ τήν πρόθεση, νά θέσω κάποια ἐρωτήματα πολύ συγκεκριμένα, μέ μία ἀξιολογική σειρά, καί χρησιμοποιώντας τό δικό μου λεξιλόγιο. Καί ὅταν πήγαινα κοντά του, χωρίς νά τοῦ θέσω κἄν τήν ἐρώτηση, μοῦ ἀπαντοῦσε μέ αὐτήν τήν διαδοχή τῶν ἐρωτημάτων πού εἶχα καί μέ τό λεξιλόγιό μου. Τό λέω, ὡς προσωπική πείρα. Δέν ἀποτελεῖ κάτι καινοφανές. Αὐτό συνέβαινε καί μέ πολλούς ἄλλους.

Κάποτε, λοιπόν, νεαρός τότε καθηγητής στήν Θεολογική, μιλᾶμε τώρα πρίν ἀπό τριάντα χρόνια, τοῦ εἶπα τό ἑξῆς. Ἐπειδή καί στήν Θεολογική Σχολή, ἰδιαίτερα τῆς Θεσσαλονίκης, τό κλῖμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀνθεῖ, εἶχα κάποια ἔντονα... προβλήματα καί ἐρωτήματα, ἐπειδή ἔβλεπα νά ἐκπροσωπεῖται ἀπό σεβαστούς, κατά τά ἄλλα, καθηγητές. Φυσικά, τόσο ἡ συνείδησή μου ὅσο καί οἱ γνώσεις μου ἀντιδροῦσαν μέν, ἤθελα ὅμως, πέρα ἀπό τήν ἐπιστημονική μου θέση, νά ἔχω καί τήν χαρισματική ἀπάντηση, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔκανα καί σέ πάρα πολλά ἄλλα θέματα.

Τόν ρώτησα, λοιπόν, ἐπί τοῦ συγκεκριμένου, μήπως μπορεῖ νά μοῦ πεῖ τί πρᾶγμα εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Μοῦ ἀπήντησε ἀπερίφραστα καί χωρίς καμμία δυσκολία: «Αὐτήν τήν ἐρώτηση, παιδί μου, μοῦ τήν ἔχει κάνει κι ἕνας ἀκόμη νωρίτερα ἀπό σένα. Ἐγώ, ἐδῶ πέρα ἐπάνω, βρίσκομαι σαράντα χρόνια στά βράχια. Ἔχω ξεχάσει καί τά ἑλληνικά μου»- σημειωτέον τελείωσε σχολαρχεῖο - «ἀλλά μ’ αὐτό τό θέμα δέν ἔχω ἀσχοληθεῖ. Γι’ αὐτό, ἐπειδή ἔπρεπε νά τό ἀπαντήσω, ἀφοῦ δέχτηκα ἐρώτημα καί δέν εἶχα καμμία γνώμη πάνω στό θέμα, πῆγα στό κελλί μου καί προσευχήθηκα καί ρώτησα τόν Χριστό νά μέ πληροφορήσει τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Πῆρα τήν ἀπάντησή του, ἡ ὁποία εἶναι, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει πνεῦμα πονηρίας καί κυριαρχεῖται ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα». Καί τόν ρώτησα, πῶς ἀκριβῶς πιστοποιήθηκε αὐτό. Μοῦ ἀπάντησε, πώς «μετά τήν προσευχή γέμισε τό κελλί μου ἀπό ἀφόρητη δυσωδία, ἡ ὁποία μοῦ ἔφερνε ἀσφυξία στήν ψυχή, δέν μποροῦσα νά ἀναπνεύσω πνευματικά». Τόν ρώτησα, ἄν αὐτό ἦταν ἕνα ἔκτακτο γεγονός γι’ αὐτόν ἤ ἄν ἔτσι τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός σέ ἀνάλογες περιπτώσεις, καί μέ βεβαίωσε, ὅτι «σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, πού εἶναι μπλεγμένες μέ μάγια, μέ ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση, στήν ὁποία μέ εἰσάγει. Μερικές φορές ὑπάρχει καί λεκτική ἀπάντηση, ἀλλά στήν προκειμένη περίπτωση, αὐτή ἦταν ἡ ἀπάντηση καί ἔχω ἀπόλυτη τήν βε­βαιότητα, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός δέν ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἀκάθαρτον».

Αὐτό πού λέγω αὐτήν τήν στιγμή, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ἐνδεχομένως, ὅτι ἔχει χαρακτῆρα ἐντυπώσεων. Σᾶς πληροφορῶ, ὅτι χάρηκα πάρα πολύ, ἐπειδή αὐτό, πού εἶπε σέ μένα προσωπικά, τό εἶδα καταγραμμένο καί ἀπό τήν εὐλαβῆ συνοδεία του, πού δημοσίευσε ἕναν τιμητικό Τόμο γύρω ἀπό τό πρόσωπό του, τήν πνευματικότητά του καί τά λόγια του. Πιστοποιεῖται λοιπόν καί ἀπό ἐκεῖ, ἀλλά ἐγώ τό διεσταύρωσα καί μέ ἄλλους ἀξιόπιστους θεολόγους, οἱ ὁποῖοι συνέβη νά τό ἀκούσουν προσωπικά. Δέν τό ἔχω πεῖ δημοσίᾳ μέχρι τώρα, ἀλλά τό ἔφεραν ἔτσι τά πράγματα, πού μέ ἀναγκάζουν νά τό πῶ. Βεβαίως, αὐτό ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στήν στάση μου ἀπέναντι στόν Οἰκουμενισμό. Ἐγώ, βεβαίως, ὡς καθηγητής, ὡς ἐπιστήμων, ὀφείλω σέ κάθε περίπτωση νά τό ἀνακρίνω τό θέμα μέ ἐπιστημονικά κριτήρια καί νά τεκμηριώνω τήν ἄποψή μου ἐπιστημονικά καί αὐτό κάνω καί στά μαθήματά μου, βῆμα πρός βῆμα. Ὅμως θεωρῶ πώς ἡ κατάθεση αὐτή εἶναι σημαντική, γιατί γίνεται μέ τρόπο χαρισματικό ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει κάτι γύρω ἀπό αὐτό τό πρόβλημα, δέν ἔχει διαβάσει, δέν ἔχει ἀκούσει, ἀλλά καταθέτει τήν ἄμεση πνευματική ἐμπειρία του. Νομίζω ὅτι μιλοῦν ἐδῶ τά ἴδια τά πράγματα.

 

* Ἀπό τό βιβλίο «“Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”. Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητας καί Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας», σελίδες 80, διαστ. 17x24 ἑκ., ἔκδοση «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν “Φώτης Κόντογλου”», Τρίκαλα, Μάρτιος 2016. Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἀπομαγνητοφωνημένη μορφή τῆς τρίωρης ἐκπομπῆς - συνομιλίας τοῦ διευθυντοῦ τοῦ ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας κ. Λυκούργου Μαρκούδη μέ τόν καθηγητή κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη.

 

Ἀπό τὸ περιοδικό «Παρακαταθήκη», Μάρτιος - Απρίλιος 2016



 

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2024

 


ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν, Δρος Θεολογίας


Ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐδιδάσκετο ὅτι ἕνα βάπτισμα ὑπάρχει. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος γράφοντας πρὸς τοὺς Ἐφεσίους λέγει: «Eἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (4, 4). Καὶ ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ἐπισημαίνει στοὺς Φιλιππησίους: «Εἰ γὰρ εἷς ἐστιν ὁ τῶν ὅλων θεός [...], ἓν δὲ καὶ τὸ βάπτισμα τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ κυρίου διδόμενον, μία δὲ καὶ ἡ ἐκλεκτὴ ἐκκλησία· μία ὀφείλει εἶναι καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν πίστις» (Funk, DieKamp, Laupp [Tubingen 1913] 5, 1).

Αὐτὴ ἡ ὁμολογία περὶ ἑνὸς βαπτίσματος ἐπέχει ἐξόχως ἰδιάζουσα θέση στὴν Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτὸ καὶ περιελήφθη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Β´ ἐν Κωνσταντινουπόλει Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

Κατὰ τὸν προηγούμενο αἰώνα, ὡστόσο, παρουσιάστηκε μία ἐκκλησιολογικὴ θεωρία, ἀποκαλούμενη «βαπτισματικὴ θεολογία», ἡ ὁποία ἐπεκτάθηκε καὶ διδάσκεται ἐντόνως μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἄλλοι Πατριάρχες, Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι ὀρθόδοξοι πρεσβεύουν καὶ διακηρύσσουν τὴν θεωρία περὶ τῆς ἑνότητος καὶ ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν «χριστιανικῶν ὁμολογιῶν». Παραδέχονται, δηλαδὴ καὶ ἀποδέχονται τὸ βάπτισμα τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν καὶ ἄλλων αἱρετικῶν ὁμάδων ὡς ἔγκυρο, ταυτίζοντάς το μὲ τὸ Βάπτισμα τῶν Ὀρθοδόξων. Αὐτὴ ἡ θεωρία ἐντάσσεται στὴν οἰκουμενιστικὴ κίνηση καὶ θεολογία, ἡ ὁποία ἀνάγει τὶς ρίζες της στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΘ´ αἰώνα μὲ τὸν Βαπτιστὴ Ἱεραπόστολο William Carey, ὅπως ἀναφέρει ὁ R. Givellini στὸ ἔργο του «Ἡ Θεολογία τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα» (2002, σ. 607).

Γίνεται, ὅμως, αὐτὸ ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ διδασκαλία; Ἀπαντοῦμε στεντορείᾳ τῇ φωνῇ: Ὄχι!

Πρωτίστως, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ διευκρινίσουμε ὅτι τὸ Βάπτισμα, γιὰ νὰ εἶναι κανονικό, πρέπει νὰ πληροῖ τὶς ἑξῆς προϋποθέσεις: 1) Nὰ ἐπιτελῆται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. 2) Νὰ γίνεται στὸ Ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος. 3) Νὰ τελῆται διὰ τριττῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως καὶ ὄχι διὰ ραντισμοῦ. 4) Νὰ τελῆται ἀπὸ κανονικὸ Ὀρθόδοξο Λειτουργό, ᾽Επίσκοπο ἢ Πρεσβύτερο.

Οἱ αἱρετικοὶ Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐντάσσονται στὰ ἀνωτέρω, ἀφοῦ παρεξέκλιναν παντοιοτρόπως τῆς εὐθείας ὁδοῦ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως μὲ τὶς διαστροφές τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου θέσεις τους. Μὲ μία ἁπλὴ ἀνάγνωση τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀποδεικνύεται  αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμός μας.

Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ἀναφέρεται ἡ ἐντολὴ τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου πρὸς τοὺς Μαθητές Του: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. 28, 19). Ἐδῶ ἀποκαλύπτονται τὰ τρία στοιχεῖα τῆς σωτηρίας ποὺ ἐπαγγέλλεται ἡ Μία Ἐκκλησία: Προηγούμενη ὀρθὴ διδασκαλία – κατήχηση, Βάπτισμα στὸ Ὄνομα τῆς Ἀδιαιρέτου καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος καὶ ἀκριβὴς τήρηση τῶν παραδεδομένων ὑπὸ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Ποιὸ ἀπὸ τὰ τρία πληροῦν οἱ αἱρετικοί, οἱ παραχαράξαντες τὴν Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια; Ἀσφαλῶς κανένα.

Ἡ βάπτιση τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου διασώζεται στὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο: «Βαπτισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εὐθὺς ἀνέβη ἀπὸ τοῦ ὕδατος» (3, 16). Στὶς δὲ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων περιγράφεται ἡ βάπτιση τοῦ εὐνούχου ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου: «Κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος, πνεῦμα κυρίου ἥρπασεν τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος (8, 38-39). Ἡ χρήση τοῦ ρήματος «ἀνεβαίνω» στὰ δύο προηγούμενα χωρία ὑποδηλώνει τὴν προηγειθεῖσα βύθιση  τῶν βαπτισθέντων ἐντὸς τῶν ὑδάτων (βαπτίζω = βυθίζω ὑπὸ τὸ ὕδωρ, Liddell – Scott, τ. I, 479).

Τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν ὡς γνωστὸν τελεῖται διὰ ραντισμοῦ. Ἠμπορεῖ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸ Ὀρθόδοξο κανονικὸ βάπτισμα τῶν τριῶν καταδύσεων, οἱ ὁποῖες συμβολίζουν τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Ρωμαίους, ἐπισημαίνει: «Ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, [...] εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (6, 3-6). Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιβεβαιώνει: «Τὴν κατάδυσιν τὸν τύπον τῶν τριῶν ἡμερῶν ἐκπληροῦν» (ἐπ. 236, PG 32, 884Α).

Ἐπίσης, οἱ τρεῖς καταδύσεις γίνονται στὸ Ὄνομα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ὁμοουσίου Τριάδος. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διευκρινίζει μὲ ἀναλυτικὸ τρόπο ὅτι γιὰ κάθε Ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος κάνουμε μία κατάδυση καὶ εἶναι τρεῖς οἱ καταδύσεις γιὰ τὶς τρεῖς Ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Καθ' ἑκάστην τῶν τῆς θεότητος ὑποστάσεων μίαν κατάδυσιν καὶ τρεῖς διὰ τὸ τρισσὸν τῶν ὑποστάσεων» (B. Kotter, De Gruyter [Berlin 1981] PTS 22, 5, 11).

Πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ βάπτισμα τῶν Παπικῶν, οἱ ὁποῖοι εἰσήγαγαν πλῆθος αἱρετικῶν δοξασιῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες παραχαράσσουν, ἀλλοιώνουν καὶ διαστρεβλώνουν τὸ Τριαδολογικὸ καὶ Χριστολογικὸ δόγμα, ἀλλά -πολὺ περισσότερο- καὶ τὸ βάπτισμα τῶν Προτεσταντῶν νὰ ταυτίζονται μὲ τὸ τῆς Ὀρθοδόξου, ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας; Ὁ Μ. Βασίλειος μὲ τὴν ἀπαράμιλλη εὐστοχία του διασαφηνίζει ὅτι ἡ πίστη καὶ τὸ βάπτισμα συνιστοῦν δύο συμφυεῖς καὶ ἀδιαίρετους τρόπους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ὅρο sine qua non γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι δὲ ἀδιαίρετο τὸ περιεχόμενο καὶ τῶν δύο, ἀφοῦ χωρὶς τὸν ἕνα δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύει ὁ δεύτερος: «Πίστις δὲ καὶ βάπτισμα, δύο τρόποι τῆς σωτηρίας, συμφυεῖς ἀλλήλοις καὶ ἀδιαίρετοι. Πίστις μὲν γὰρ τελειοῦται διὰ βαπτίσματος, βάπτισμα δὲ θεμελιοῦται διὰ τῆς πίστεως, καὶ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἑκάτερα πληροῦται. Ὡς γὰρ πιστεύομεν εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, οὕτω καὶ βαπτιζόμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ προάγει μὲν ἡ ὁμολογία πρὸς τὴν σωτηρίαν εἰσάγουσα· ἐπακολουθεῖ δὲ τὸ βάπτισμα ἐπισφραγίζον ἡμῶν τὴν συγκατάθεσιν» (Περὶ τοῦ Ἁγίου ΠνεύματοςSC 17, 12, 2831-40).  

Ἂς δοῦμε, ὅμως, τὸ θέμα καὶ ἀπὸ κανονικῆς πλευρᾶς. Ὁ 46ος κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διακελεύει: «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα 2, 61). Αὐτὸ τὸ ἀκούουν οἱ φιλοαιρετίζοντες ἐπίσκοποί μας καὶ θεολόγοι; Ὅποιος ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος, μᾶς λέγει ὁ προαναφερθεὶς κανών, κάμει ἀποδεκτὸ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν νὰ καθαιρῆται. Ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ἑρμηνεύοντας τὸν παρόντα κανόνα, ὑπογραμμίζει: «Εἰ γάρ φησι, μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἓν εἶναι τὸ ἀληθὲς βάπτισμα, πῶς ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθὲς βάπτισμα τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, εἰς καιρὸν ὅπου αὐτοὶ δὲν εἶναι μέσα εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ἐξεκόπησαν ἀπὸ αὐτὴν διὰ τῆς αἱρέσεως;» (Πηδάλιον [1976] 51).

Οἱ ὀγδόντα τέσσσερις περίπου ἐπίσκοποι, οἱ συγκαλέσαντες τὴν σύνοδο τῆς Καρχηδόνας τὸ 255, ἀποφάνθηκαν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας· ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος, καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα 3, 3). Ἐδῶ οἱ ἱεροὶ Πατέρες τονίζουν τὴν ἀκρίβεια αὐστηρῶς καὶ ἀπαρεγκλίτως καὶ ὁμολογοῦν ὅτι ἕνα βάπτισμα ὑπάρχει, αὐτὸ τὸ ὁποῖο τελεῖται στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Ὅπως συμφωνεῖ καὶ ὁ καθηγητὴς πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας ποὺ τὰ πάντα σχετικοποιοῦνται, ἀκόμη καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο καὶ μία στάση αὐστηρᾶς τηρήσεως τῶν κανόνων σχολιάζεται ὡς φανατικὴ καὶ στερουμένη ἀγάπης, ἡ ἐμμονὴ στὴν παράδοση τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ οὐσιαστικότερη ἀντίσταση στὸν γενικὸ κατήφορο. (Βλ. Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα, 1996, 122).

Ὡς ἐκ τῆς ἀνωτέρω ἐκτεθείσας ἐν συντομίᾳ διδασκαλίας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἀπορρίπτεται ὡς ἄκυρο. Ὁ Μ. Βασίλειος ἀποφαίνεται ὅτι γίνεται δεκτὸ μόνον ἐκεῖνο τὸ βάπτισμα ποὺ τηρεῖται χωρὶς νὰ παρεκκλίνη τῆς πίστεως: «Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα τὸ μηδὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον» (PG 32, 665A).

Ἑπομένως, ἐπ᾽οὐδενὶ λόγῳ ἐπιτρέπεται στὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ ὁδηγοῦν τὰ τέκνα τους νὰ βαπτισθοῦν ἀπὸ αἱρετικούς. Τὰ βαπτισθέντα δὲ ἀπὸ αὐτοὺς θεωροῦνται ὡς ἀβάπτιστα καὶ ἄρα ἐὰν προσέλθουν στὴν Μία Ἐκκλησία, πρέπει νὰ βαπτίζονται κανονικῶς, χωρὶς αὐτὸ νὰ θεωρῆται ἀναβαπτισμός. Ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλὸς εἶναι κατηγορηματικὸς ὡς πρὸς αὐτό: «Μετερχόμενοι τοίνυν εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν, κἂν τυχὸν ὦσιν βεβαπτισμένοι, βαπτίζονται μέν (οὐ γὰρ λέγομεν ἀναβαπτίζονται, ἐπειδὴ μὴ ἔχουσι τὸ ἀληθὲς βάπτισμα)» (PG 39, 720Α).

Ἔρχεται, δυστυχῶς, ἡ βαπτισματικὴ θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν νὰ δεχθῆ ὅτι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἑτερόδοξοι τελοῦν ὀρθὸ βάπτισμα, ἐὰν ἐπικαλοῦνται κατὰ τὴν τέλεσή του τὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἄσχετα ἐὰν βρίσκονται στὴν κακοδοξία καὶ τὴν αἵρεση. Αὐτὸ εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ καθίσταται ἀπορριπτέο. Ὁ Μ. Βασίλειος στὸν 1ο κανόνα του διασαφηνίζει τὸ θέμα λέγοντας: «Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες» (Ράλλη – Ποτλῆ, Σύνταγμα 4, 000). Ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας (5ος αἰ.) διευκρινίζει ὅτι ἐφόσον οἱ αἱρετικοὶ παραβίασαν τὴν παράδοση περὶ βαπτίσματος, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου καὶ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐρμηνεία τῶν πρώτων, ἔχασαν τὴν σφραγίδα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Λέγει χαρακτηριστικά: «Εἶχόν ποτε κἀκεῖνοι ὡς πρόβατα λευκὸν τὸν πόκον καὶ τὴν φραγῖδα ἀνθηράν. Ἀλλ' ἕως τότε λευκὸν τὸν πόκον ἐτήρουν ἕως εἶχον τὸ τῆς ἐκκλησίας βάπτισμα, καὶ ἕως τότε ἡ σφραγὶς αὐτῶν τὴν ἀνθηρότητα τοῦ αἵματος Χριστοῦ ἔφερεν ἕως οὗ ἐσφραγισμένην ἐτήρουν τὴν περὶ τοῦ βαπτίσματος διάταξιν» (Ὁμ. 26.3.10, Richard, Brogger, 1956).

Ἑπομένως «κατ᾽ ἀκρίβειαν» τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση ὡς ἄκυρο. Ἡ ἀπουσία δὲ διατάξεως, ἡ ὁποία νὰ δέχεται ἔστω καὶ «κατ᾽οἰκονομίαν» τὸ αἱρετικὸ βάπτισμα, καταδεικνύει καὶ ἀποδεικνύει αὐτὸ ὡς ἄκυρο.

Ἐὰν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, πῶς δικαιολογοῦνται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποί μας νὰ ἀποδέχωνται τὴν βαπτισματικὴ θεολογία τῶν Προτεσταντῶν; Δὲν φοβοῦνται τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ;

Μακάρι νὰ κατανοήσουν ὅτι βαδίζουν τὸν ὀλισθηρὸ δρόμο τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ἀλήθεια καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοση καὶ ἀλήθεια πρὶν εἶναι ἀργὰ γι᾽ αὐτούς.



 

 


                               Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΛΑΔΩΝ

Ὁ προτεσταντικὸς Οἰκουμενισμὸς ἔχει ὡς βᾶσι δύο κυρίως θεωρίες· τὴν θεωρία τῶν κλάδων καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος.

Ἡ θεωρία τῶν κλάδων (branch theory) ἀποτελεῖ θεολογική ἂνάπτυξι τῆς θεμελιώδους, δογματικῆς, προτεσταντικῆς θεωρίας πὲρί ἀοράτου Ἐκκλησίας8. Σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία, ἡ ἀληθής, Χριστιανικὴ Ἐκκλησία δὲν ταυτίζεται μὲ μία ἐπί μέρους ἱστορική Ἐκκλησία· δὲν εἶναι ὀρατή, ὀργανωμένη, θρησκευτική κοινωνία ἀνθρώπων μέ κανονικό ἱερατεῖο καὶ ἀμετάβλητο σύνολο δογματικῶν, ἠθικῶν καὶ τελετουργικῶν διατάξεων, λλά κάτι τὸ ἐσωτερικό, ἀφανές καὶ ἄόρατο.

Τὰ μέλη της παραδόξου, ἀοράτου Ἐκκλησίας εἶναι διάσπαρτα σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη9, ἀνήκουν σὲ διάφορες ὁμολογίες (ὁρατὲς Ἐκκλησίες) καὶ ἔχουν διαφορετική δογματική πίστι. Εἶναι μάλιστα ἄγνωστα στοὺς  ἀνθρώπους, ἀλλά καὶ μεταξύ τους, γνωστά δὲ μόνο στὸν Κύριο, μὲ τὸν ὁποῖο διατελοῦν ἐνωμένα ἀοράτως διά τῆς πίστεως ἀποτελώντας τὸ μυστικό σῶμα του. Κάθε ὀρατή λοιπόν θρησκευτική κοινότης (ὁμολογία) τῶν Διαμαρτυρομένων ὀνομάζεται μὲν Ἐκκλησία, ὄχι ὅμως σύμφωνα μὲ τὴν πλήρη ἔννοια τῆς ἀληθοῦς, ἀοράτου Ἐκκλησίας, ἀλλά μόνο καταχρηστικά.

Διὰ τῆς ἐπινοήσεως τῆς ἀνωτέρω θεωρίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι κατώρθωσαν νὰ ἀποδεσμευθοῦν τὸν ιστ΄ αἰῶνα ἀπό τὴν Ρώμη, νὰ ἀμυνθοῦν στοὺς ἀναθεματισμούς της, νὰ δικαιολογήσουν τὴν δημιουργία τῆς νέας Ἐκκλησίας τους καὶ νὰ ἐμφανίσουν «τὰς ἀρτισυστάτους αὐτῶν κοινότητας ὡς ἀνέκαθεν ἠνωμένας πρὸς τὴν ἀληθινήν καὶ ἀόρατον Ἐκκλησίαν καὶ μηδέποτε χωρισθείσας αὐτῆς»10.  

Βασιζόμενη στὴν ἀνωτέρω θεωρία ἡ θεωρία τῶν κλάδων ὑποστηρίζει, ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία δὲν ὑφίσταται σήμερα, ἀλλὰ διαιρέθηκε σὲ πλῆθος ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν· την Ὀρθόδοξο, τὴν παπική, τὴν ἀγγλικανική, τὴν λουθηρανική καὶ ἄλλες, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποκαλοῦνται τὸ Ὀρθόδοξο σχίσμα, τὸ ρωμαϊκό σχίσμα, τὸ ἀγγλικανικό σχίσμα, τὸ λουθηρανικό σχίσμα11. Καμμία ἀπό τὶς Ἐκκλησίες αὐτές δὲν θεωρεῖται ἰκανή νὰ ἐκπροσωπήση σήμερα ἐπάξια τὴν Μία Ἐκκλησία οὔτε εἶναι ἀλάθητη, ἀλλά ὑπόκειται σὲ πλάνες12. Κὰμμία δὲν κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς Χριστιανικῆς Ἀληθείας, ἀλλά μόνο τμήματά της μικρότερα ἢ μεγαλύτερα13. Ὅπως ἡ Μία Ἐκκλησία εἶναι ἀνύπαρκτη, ἔτσι καὶ ἡ ὅλη Ἀλήθεια παραμένει ἄγνωστη, ἂν καὶ ὑπάρχει διάσπαρτη σὲ ὅλες τὶς ἐπιμέρους Ἐκκλησίες.  

Παρά ταῦτα οἱ ἐλλιπεῖς αὐτές Ἐκκλησίες δὲν εἶναι τελείως ἀποκομμένες ἀπό τὴν Μία Ἐκκλησία, ἀλλά συνδέονται μαζί της ὅπως ἀκριβῶς τα κλαδιά ἐνός δένδρου· εἶναι τα διάφορα κλαδιά του μεγάλου δένδρου τῆς Μιᾶς, Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως κάθε κλαδί ἐνός δένδρου δὲν ἀποτελεῖ ὅλο τὸ δένδρο, ἀλλά μέρος του, ἔτσι καὶ κάθε ἐπί μέρους Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ τὴν Μία, Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά μέρος αὐτής14. Κατά σὺνέπεια οἱ Ἐκκλησίες αὐτές εἶναι «μέρη ἰσόκυρα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας»15, κατέχουν ἴσα δικαιώματα ὑπάρξεως καὶ εἶναι ὅλες ἐργαστήρια ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας16.

Κατά τὴν θεωρία τῶν κλάδων, ἡ ἀληθής Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι κάτι τὸ ὀρατό, ἀλλά ἰδανικό -ἀνέφικτο πρὸς τὸ παρόν- πρὸς πραγματοποίησι τοῦ ὀποίου τείνουν  παρά τις ἀντιθέσεις τους οἱ ἐπί μέρους ὀρατές, ἱστορικές Ἐκκλησίες «σὺν τῷ προϊόντι χρόνω καθαιρόμεναι καὶ τελειούμεναι»17. Ἡ ἀληθής Ἐκκλησία βρίσκεται «ἐν πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις... Συναποτελεῖται ἐκ Χριστιανῶν, ἀνηκόντων εἰς διαφόρους ὁμολογίας»18, τῶν ὀποίων ἡ ἐπανένωσις καὶ ὁ ἀμοιβαῖος ἐμπλουτισμός θὰ ἐπιφέρη την πραγματοποίησι τῆς «Una Sancta»19, δηλαδή την ἐπανίδρυσι τῆς ἀνύπαρκτης σήμερα Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἐπιτυχία της ἐνώσεως τῶν Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν ἐξαρτᾶται ἀπό τὴν κατά τὸ δυνατόν μεγαλύτερη μὲίωσι τῶν ἀπαιτήσεων τῆς πίστεως (δογματικός μινιμαλισμός)20. Βέβαια, κατά τὴν θεωρία τῶν κλάδων, οἱ διάφορες Χριστιανικὲς ὁμολογίες - Ἐκκλησίες εἶναι στὴν πραγματικότητα ἐνωμένες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διότι οἱ δογματικές διαφορές ποὺ τὶς χώρίζουν, εἶναι ἐπουσιώδεις. Τὰ οὐσιώδη εἶναι κοινά, ἐνῶ τα ἐπουσιώδη διάφορα.

Ἡ θεωρία τῶν κλάδων εἶναι ἀδιαμφισβήτητα μία ἀκραία ἐκκλησιολογικὴ κακοδοξία, ἡ ὁποία προάγει ταυτόχρονα καὶ τὸν δογματικὸ συγκρητισμό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἄλλωστε ὑποστηρίζεται εὔλογα, ὅτι ὁ γεννηθεὶς στοὺς κόλπους τοῦ Προτεσταντισμοῦ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μία ἐκκλησιολογικὴ καὶ συγκρητιστικὴ αἵρεσις. 

 

Σημειώσεις:

8. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 261.

9. Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, σελ. 96.

10. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος β΄, σελ. 336.

11. Π. Τρεμπέλα, Επί της Οικουμενικής Κινήσεως..., σελ. 25.

12. Ιω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σελ. 269.

13. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος β΄, σελ. 353.

14. Χ. Ανδρούτσου, Μελέται και Διατριβαί, τόμος α΄, σελ. 88.

15. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 262.

16. Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική, σελ. 104.

17. Α. Θεοδώρου, Η intercommunio εξ επόψεως Ορθοδόξου Συμβολικής, σελ. 10.

18. Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Παλαιοκαθολικισμός, τόμος β΄, σελ. 27.

19. Π. Μπρατσιώτου, το κύρος των αγγλικανικών χειροτονιών, σελ. 107.

20. Α. Δελήμπαση, Η αίρεσις του Οικουμενισμού, σελ. 114.




 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2024

 

ΚΑΛΟ ΤΡΙΩΔΙΟ - ΚΑΛΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

 

γιος νδρέας Κρήτης

 

Δύο πράγματα ἀπαιτοῦνται ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νὰ κατακρίνουμε τὰ ἰδικὰ μας ἁμαρτήματα καὶ νὰ συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού βλέπει τὰ ἰδικὰ του ἁμαρτήματα, συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα τούς ἄλλους· ἐνῶ ἐκεῖνος πού κατακρίνει τοὺς ἄλλους, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του κατακρίνει καὶ καταδικάζει, ἔστω καὶ ἂν ἔχη πολλὲς ἀρετές. Ἀληθῶς μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ μὴ κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλά τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί. Ἐμεῖς ὅμως, ἀφήνοντας τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες, τοὺς ἄλλους ἰδίως κατακρίνουμε, τοὺς ἄλλους ἐξετάζουμε, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν εἴμεθα δικαιότεροι ἀπὸ ὅλους, ἐὰν κατακρίνουμε τοὺς... ἄλλους, γινόμεθα ἔνοχοι καὶ εἴμεθα ἄξιοι τῆς ἰδίας τιμωρίας καὶ τῶν ἰδίων βασάνων τῶν ὁποίων εἶναι ἄξιος καὶ αὐτός τὸν ὁποῖον κρίνουμε·«Ὧ γὰρ κρίματι κρίνετε» λέγει «τούτῳ καὶ κριθήσεσθε». Διότι αὐτός πού πορνεύει, παραβαίνει ἐντολή, ὅπως καὶ ἐκεῖνος πού τὸν κρίνει. Ὥστε καὶ οἱ δύο παραβαίνουν θείαν ἐντολή, καὶ αὐτός πού πορνεύει καὶ ἐκεῖνος πού κρίνει. 

Ἀλλὰ ἂς μεταφέρουμε μᾶλλον τὴν ἐξέτασι τῶν ἄλλων καὶ τὴν λεπτομερῆ ἐνασχόλησι στοὺς ἑαυτούς μας, ἀγαπητοί. Καὶ ἐὰν δοῦμε κάποιους νὰ ἁμαρτάνουν, ἐμεῖς ἂς ἔχουμε τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας καὶ ἂς θεωροῦμε τὰ δικὰ μας χειρότερα ἀπὸ τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε, ἴσως καὶ τὴν ὥρα τῆς ἁμαρτίας νὰ μετενόησε, ἐνῶ ἐμεῖς μένουμε πάντοτε ἀδιόρθωτοι κατακρίνοντας καὶ ἐξετάζοντας ἄλλους. Ἐκεῖνος ὁ Λώτ, ἂν καὶ κατοικοῦσε στὰ Σόδομα, κανέναν δὲν κατέκρινε, κανέναν δὲν κατηγόρησε. Γιʼ αὐτό ἐδικαιώθη καὶ διεσώθη ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν πανωλεθρία, στὰ ὁποῖα κατεδικάστησαν οἱ Σοδομίτες. Ἂς ταπεινωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς κατακρίνοντας τοὺς ἑαυτούς μας, τοὺς ἑαυτούς μας νὰ ὀνειδίζωμε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, νὰ γίνουμε ἀκατάκριτοι.

Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Μὲ αὐτή ἐδικαιώθη ὁ Τελώνης καὶ ἀπέβαλε τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἂς μισήσουμε τὴν ὑψηλοφροσύνη, ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ αὐτή κατεκρίθη καὶ ἔχασε τὶς ἀρετές πού εἶχε. Ὁ Φαρισαῖος, ἐπειδὴ διέπραξε τὰ καλὰ μὲ ὄχι καλὸ τρόπο, κατεκρίθη. Ὁ Τελώνης ἀπορρίπτοντας μὲ καλὸ τρόπο τὰ μὴ καλὰ ἔργα, ἐδικαιώθη. Διότι ὁ Θεὸς εἶδε μὲ συμπάθεια τὸν στεναγμὸ τοῦ Τελώνου καὶ τὴν συντριβή του καὶ τὰ κτυπήματα τοῦ στήθους του καὶ ἀφοῦ ἐδέχθη τὸ «ἱλάσθητι» τὸν δικαίωσε μαζὶ μὲ τὸν Ἄβελ. Τὶς δὲ θυσίες καὶ τὶς ἀρετές καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ καυχησιολόγου καὶ ὑπερήφανου Φαρισαίου τὶς ἐσιχάθη καὶ τὶς ἀπεστράφη καὶ τὸν κατεδίκασε, ὅπως τὸν ἀδελφοκτόνο Κάϊν, γιὰ τὴν ἴδια αἰτία. Νὰ μάθουμε, ἀδελφοί, καὶ νὰ διδαχθοῦμε νὰ κάνουμε μεγάλα κατορθώματα. Νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε ὅμως γιʼ αὐτά καὶ ἂν γίνουμε καλοί, δίκαιοι καὶ ἐπιεικεῖς καὶ πονόψυχοι καὶ ἐλεήμονες, καὶ ἔτσι νὰ εἶναι, ἐμεῖς νὰ ταπεινωνώμεθα καὶ νὰ μὴν ἔχουμε ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία, μήπως χάσουμε τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους μας. Διότι λέγει ὁ Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμεν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».

Εἶναι ἀναγκαῖο καὶ ἀπαραίτητο χρέος νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τῶν ὅλων τὴν δουλικὴ ταπείνωσι, τὴν ὑπομονή, τὴν ὑποταγή, τὴν ὑπακοή, τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν εὐχαριστία, καὶ νὰ μεγαλύνουμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὸ πανάγιο θέλημά του, καὶ νὰ μὴν αἰσθανώμεθα σὰν δαγκώματα τοὺς ἐλέγχους καὶ τὶς ὕβρεις τῶν ἄλλων, οὔτε νὰ καταβαλλώμεθα στοὺς πειρασμούς, οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν, διότι καὶ ἀπὸ αὐτά καρπωνόμεθα πολλὴ ὠφέλεια. 

Ἂς μάθουμε καὶ ἂς γνωρίσουμε, ἀδελφοί μου, τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐνίσχυσι καὶ τὴν βοήθεια τῆς ταπεινώσεως. Ἂς μὰθουμε τὴν καταδίκη καὶ τὴν ζημία καὶ τὴν ἀπώλεια πού προξενεῖ ἡ ὑψηλοφροσύνη: ἡ σκιὰ τοῦ Βεεμώθ, κατὰ τὸν Ἰώβ, στοὺς ὑγρούς τόπους καὶ στὶς καλαμιὲς καὶ ἡ ἐκτροπή ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης.

Καὶ ἐπειδὴ εἶναι μεγάλο ἀγαθό ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ συντριβὴ καὶ τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας μας στεναγμοὶ καὶ ἡ κατάνυξι, γιʼ αὐτό παρακαλῶ νὰ ἐξομολογῆσθε στὸν Θεὸ συνεχῶς καὶ νὰ τοῦ φανερώνετε τὰ ἁμαρτήματά σας. Διότι ἐὰν τοῦ παρουσιάζουμε γυμνὴ τὴν συνείδησί μας καὶ τοῦ δείχνουμε τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν μας καὶ δὲν κρίνουμε τοὺς ἄλλους, οὔτε ἀποθηριωνόμεθα μὲ τὶς ὕβρεις τῶν συνανθρώπων μας, οὔτε λυπούμεθα γιὰ τὶς κατηγορίες καὶ τὶς ἀδικίες τους, θὰ μᾶς λυπηθῆ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ θὰ μᾶς κεράση τὰ φάρμακα τῆς συμπαθείας καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας του· θὰ τὰ βάλη στὰ τραύματά μας καὶ θὰ μᾶς θεραπεύση. Ἂς δείξουμε τὰ ἁμαρτήματά μας στὸν Κύριο πού δὲν ντροπιάζει, ἀλλά θεραπεύει· διότι καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει ὅλα.

Ἂς εἰποῦμε λοιπὸν τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀδελφοί, καὶ ἂς ἐξομολογοηθοῦμε καθαρὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν συμπάθειά του. Ἂς ἀφησουμε τὶς ἁμαρτίες μας ἐδῶ γιὰ νὰ πᾶμε ἐκεῖ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι καὶ νὰ εἰσαχθοῦμε ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτὴ στὴν Βασιλεία του τὴν ἀτελεύτητο καὶ αἰωνία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὶς μελλοντικὲς ἐκεῖνες καὶ ἀγέραστες διαμονὲς καὶ τὴν ἀπέραντη χαρὰ καὶ ἀπόλαυσι…

 




 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 24, 2024

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

(Ἅγιος Λουκᾶς ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας)


 

Νὰ θυμᾶστε, σᾶς παρακαλῶ, πάντοτε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Μτ. 21, 31).

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν καλεσμένος στὸ σπίτι ἑνὸς Φαρισαίου Σίμωνα σὲ γεῦμα. Τὸ ἔμαθε μιὰ πόρνη καὶ ἀφοῦ ἀγόρασε πολύτιμο μύρο πῆγε τρομαγμένη στὸ σπίτι του Σίμωνα. Γονάτισε κοντὰ στὰ πόδια του Ἰησοῦ, τὰ ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυά της, τὰ σκούπιζε μὲ τὰ μαλλιά της καὶ τὰ ἄλειφε μὲ μύρο. Ὁ Φαρισαῖος Σίμων τὸ ἔβλεπε καὶ μέσα του κατηγοροῦσε τὸν Ἰησοῦ ἀγανακτῶντας γιὰ τὸ ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἀπομάκρυνε αὐτὴν τὴν ἀκάθαρτη καὶ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα. Μέσα του ἔλεγε: «ὁὗτος εἰ ἦν πρόφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γὺνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι» (Λκ. 7, 39).

Ὁ Πολυέλεος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κοίταξε μὲ εὐσπλαχνία τὴν γυναῖκα αὐτὴ καὶ τῆς ἄφησε τὶς πολλές της ἁμαρτίες διότι μετανόησε εἰλικρινὰ καὶ μὲ ὅλη τὴν καρδιά της ἀγάπησε Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης.

Στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων τὴν ὥρα ποὺ προσφέρονταν θυσίες βρίσκονταν μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ἕνας Φαρισαῖος, ὑπερήφανος γιὰ τὴν εὐσέβειά του, καὶ ἕνας ἁμαρτωλὸς τελώνης περιφρονημένος ἀπὸ ὅλους. Αὐτὸς δὲν τολμοῦσε νὰ σηκώσει τὰ μάτια του καὶ χτυπῶντας τὸ στῆθος του ἐπαναλάμβανε μόνο μία σύντομη εὐχή: «ὁ Θὲὸς ἰλάσθητί μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ. 18, 13). Ὁ ὑπερήφανος Φαρισαῖος εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ὅτι δὲν εἶναι ὅπως αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων ἢ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης. Ὅμως αὐτὸν τὸν ταπεινὸ τελώνη ἔβλεπε ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἄκουγε πῶς ἐκεῖνος χτυπᾶ τὸ στῆθος του, Αὐτὸς ποὺ μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα εἶπε: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τὸὺς λόγους μου» (Ἠσ. 66, 2).

Στὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα Φαρισαίου καὶ στὸν τελώνη στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων πραγματοποιήθηκε ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γεμᾶτος πόνο, ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη: «ἦλθε γὰρ ὁ Ὑἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Μτ. 18, 11). Καὶ ἕνας ἄλλος: «οὐ χρὲίαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Μτ. 9, 12). Ὁ Φαρισαῖος ὁ ὁποῖος στὴν προσευχή του ὑποτίμησε τὸν τελώνη ἦταν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς σεβόταν ὁ λαός. Ὅμως ἐπειδὴ κατέκρινε τὸν τελώνη καὶ ἐπειδὴ ἦταν ὑπερήφανος τὸν κατηγόρησε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ὁποῖος εἶπε: «τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Λκ. 16, 15).

Ὅμως ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ φαρισαίου δὲν λέει ὅτι ὁ Φαρισαῖος ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ναὸ κατηγορημένος ἀλλὰ λιγότερο δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ παρὰ ὁ τελώνης. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὕψιστη δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Στὰ μάτια Του ἀκόμα καὶ ἡ τέτοια τυπικὴ εὐσέβεια τῶν Φαρισαίων ἔχει τὴν ἀξία της.

Ἡ παραβολὴ αὐτή του Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία σᾶς μίλησα εἶναι ἄξια μεγάλης προσοχῆς διότι σ’ αὐτὴν ὁ Κύριός μας μᾶς ἔδειξε πόση σημασία ἔχει ἡ πνευματικὴ φτώχεια, δηλαδὴ ἡ ταπείνωση, γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ τὰ καλὰ ἔργα. Δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ περηφανευόμαστε γιὰ τὰ καλὰ καὶ εὐάρεστα στὸν θεὸ ἔργα μας καὶ γιὰ τὴν εὐλάβειά μας. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ θεωροῦμε φυσικὰ καὶ ἀναγκαῖα. Οὔτε πρέπει νὰ δίνουμε προσοχὴ σ’ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ θυμόμαστε. Τὸ ἀριστερό μας χέρι νὰ μὴν γνωρίζει τί κάνει τὸ δεξιό.

Δὲν πρέπει νὰ ξέρουμε τί εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καὶ τί εἶναι ὁ αὐτοέπαινος, ὅπως δὲν τὸ ξέρουν τὰ μικρὰ παιδιὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Κύριό μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παίδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Μτ. 18, 3). Ἡ ταπείνωσή μας μέρα μὲ τὴ μέρα θὰ μεγαλώνει ἄν, ὡς κανόνα τῆς ζωῆς μας, θὰ πάρουμε καὶ ἕναν ἄλλο λόγον τοῦ Κυρίου: «ὅταν ποὶήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λκ. 17, 10). Νὰ εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς μας ἡ πρώτη καὶ ἡ σπουδαιότερη στοὺς μακαρισμοὺς ἐντολή: «μὰκάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνέύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». (Μτ. 5, 3).

Ἐδῶ θὰ μποροῦσα νὰ τελειώσω τὴν ὁμιλία μου γιὰ τὴν θαυμαστὴ ἐκείνη παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ. Θέλω ὅμως, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, νὰ γυρίσω στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος λέει: «ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Λκ. 16, 15). Πρέπει νὰ θυμοῦνται αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν τὴν εὔνοια τῶν προϊσταμένων τους καὶ γενικὰ αὐτῶν ποὺ κατέχουν τὶς ὑψηλὲς θέσεις καὶ ἔχουν τὴν ἐξουσία στὰ χέρια τους, τοὺς ζηλεύουν, τοὺς κολακεύουν καὶ δὲν τολμοῦν νὰ τοὺς ἐλέγξουν γιὰ τὶς ἄδικες πράξεις τους.

Ὁ Δίκαιος Θεὸς βλέπει αὐτοὺς τοὺς «ὑψηλοὺς» ποὺ βάζουν τὸν ἑαυτό τους πάνω ἀπὸ ὅλους, τοὺς ἐλέγχει καὶ τοὺς κρίνει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «οἱ γὰρ ὀφθαλμοὶ κυρίου ὑψηλοί, ὁ δὲ ἄνθρωπος ταπεινός· καὶ ταπεινωθήσεται τὸ ὕψος τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὑψωθήσεται κύριος μόνος ἐν τῇ ἡμέρα ἐκείνῃ. ἡμέρα γὰρ κυρίου σαβαὼθ ἐπὶ πάντα ὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον καὶ ἐπὶ πάντα ὑψηλὸν καὶ μετέωρον, καὶ ταπεινωθήσονται... καὶ πεσεῖται ὕψος ἀνθρώπων, καὶ ὑψωθήσεται Κύριος μόνος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ» (Ἠσ. 2, 11-12, 17). Νὰ θυμόμαστε πάντα τὸν φοβερὸ αὐτὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ δοξάζουμε καὶ νὰ ἐπαινοῦμε μόνο αὐτοὺς ποὺ περιφρόνησαν τὴν δόξα τοῦ κόσμου καὶ ἀγάπησαν τὸν λόγο καὶ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἁγίους δηλαδὴ καὶ τοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους. Ἀμήν.

 

(Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας, "Λόγοι καὶ Ὁμιλίες Τόμος Α΄", ἐκδόσεις "Ὀρθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη, 2014)