Κυριακή, Ιουνίου 30, 2024

 

Η πίστη μας είναι αληθινή


Του μακαριστού επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη

“Οἱ ἀπόστολοι ἀξιώθηκαν νὰ δοκιμάσουν τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ γευθοῦν τὸν οὐρανό, καὶ αὐτὴ τὴ γεῦσι μετέδωσαν”


Τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων

Ἡ θρησκεία μας, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. Ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὁδηγεῖ στὴν αἰώνιο ζωή. Οἱ ἄπιστοι θὰ μᾶς ποῦν· Εὔκολα τὸ λέτε, ἔχετε ὅμως ἀποδείξεις;

 

Ἡ πίστις μας ἔχει ἄπειρες ἀποδείξεις. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι οἱ ἀπόστολοι, τοὺς ὁποίους ἑορτάζουμε. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δείξω, ὅτι ἡ ζωή, ἡ διδαχὴ καὶ τὸ τέλος τῶν ἀποστόλων βεβαιώνουν, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀληθινή.

Τὸ ἔργο δύσκολο, τὰ μέσα φτωχά. Ὁ Κύριος κάλεσε τοὺς ἀποστόλους σὲ ἔργο δύσκολο. Ὅπως δύσκολο εἶναι νὰ πᾷς κόντρα μὲ τὸ ῥεῦμα, νὰ ξερριζώσης ἕνα αἰωνόβιο πλατάνι, νὰ κάνῃς τὸ βουνὸ πεδιάδα, τόσο καὶ ἀκόμη πιὸ δύσκολο ἦταν τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων. Γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, τὴν ἀνατροπὴ δηλαδὴ ὅλου τοῦ παλαιοῦ κόσμου, ποια μέσα χρησιμοποίησε ὁ Χριστός; Ὑπῆρχαν βασιλεῖς, στρατηγοί, φιλόσοφοι, πλούσιοι, ἰσχυροὶ κατὰ κόσμον· διάλεξε ἀπ᾿ αὐτοὺς κανέναν γιὰ συνεργάτη του;

Ὄχι. Ἂν ἔπαιρνε ἀπ᾿ αὐτούς, θὰ ἔλεγαν ὅτιμὲ τὴ δύναμί τους ἐπικράτησε. Ἀντιθέτως ἡ Ἐκκλησία εἶχε ὅλες τὶς προϋποθέσεις ἀρνητικές. Ἔτσι κανείς δὲν μπορεῖ νὰ πῇ, ὅτι ἡ νίκη της ὀφείλεται σὲ ἀνθρώπινη ὑποστήριξι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θαυμάζει πῶς μὲ ἀδύναμα μέσα ὁ Χριστὸς τὰ βάζει μὲ τὸν κόσμο καὶ λέει· «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀ-σθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά…» (Α΄ Κορ. 1,27). 

Καὶ ἕνας ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεύς, ὁ Βασίλειος Σελευκείας, λέει· Ὅπως θαυμάζεις ἕνα γιατρό, ποὺ μὲ τιποτένια μέσα κάνει τὸν ἄρρωστο καλά, ἔτσι εἶναι θαυμαστὸς ὁ Θεός, ποὺ μὲ τέτοια ὄργανα, ἀνθρώπους ἁπλοϊκοὺς καὶ ἀγραμμάτους, θεράπευσε τὰ τραύματα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.

Νέα δημιουργία. Ὅπως αὐτὸς ποὺ χτίζει σπίτι δὲ βάζει τὶς πέτρες στὴν τύχη, ἀλλὰ κάθε πέτρα ἔχει τὴ θέσι της, ἔτσι καὶ στὴν ἁγία Γραφὴ κάθε λέξι εἶναι διαλεγμένη. Ἡ ἁγία Γραφὴ λοιπόν, προκειμένου να περιγράψῃ τὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος, λέει στὸ 1ο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, ὅτι ὁ Θεὸς «ἐποίησε», δημιούργησε, τὰ ὄντα (Γέν. 1,1,7,16,21,25,27,31). Τὴν ἴδια ὅμως λέξι χρησιμοποιεῖ καὶ στὸ 3ο κεφάλαιο τοῦ Μάρκου, ὅταν περιγράφει τὴν κλῆσι τῶν ἀποστόλων· δὲ λέει «ἐκάλεσε», ἀλλὰ λέει «ἐποίησε»· «καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ᾿ αὐτοῦ» (Μᾶρκ. 3,14). Δὲν χρησιμοποιεῖ τυχαίως ἢ κατὰ λάθος τὴ λέξι αὐτή. Τὸ ἔργο ποὺ εἶχε νὰ κάνῃ τώρα ὁ Χριστὸς ἦταν μιὰ νέα δημιουργία. Καὶ πράγματι· τὸ νὰ πάρῃς ἕναν ἄνθρωπο μέσα ἀπ᾿ τὴ διαφθορὰ καὶ νὰ τὸν ὑψώσῃς στὴ ζωὴ τῆς χάριτος εἶναι μιὰ νέα δημιουργία. εἶναι ἀνθρωποποιὸς ἡ θρησκεία μας, δημιουργεῖ ἀληθινοὺς ἀνθρώπους. Ὑπηρέται αὐτοῦ τοῦ ἔργου θὰ γίνονταν οἱ ἀπόστολοι. Δὲν ἦταν ὅμως ἕτοιμοι· ἔπρεπε κι αὐτοὶ προηγουμένως νὰ καταρτισθοῦν. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἔκανε σ᾿ αὐτοὺς ὁ Χριστός, τὸ νὰ τοὺς καταρτίσῃ καὶ νὰ τοὺς ἑτοιμάσῃ γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ κόσμου, ἦταν κάτι δυσκολώτερο ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἀστέρων. Πνευματικοὶ ἥλιοι καὶ πνευματικοὶ ἀστέρες ἦταν αὐτοί. Λένε, ὅτι κάποιος γλύπτης εἶδε ἕνα μάρμαρο πεταμένο μέσ᾿ στὶς λάσπες. Ἐνῷ οἱ ἄλλοι τὸ περιφρονοῦσαν, αὐτὸς τὸ πῆρε, τὸ καθάρισε, ἄρχισε νὰ τὸ δουλεύῃ, καὶ μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ διάστημα μὲ τὴ σμίλη του ἔβγαλε μέσα ἀπὸ αὐτὸ ἕναν ἄγγελο. Καὶ ὁ Χριστὸς πῆρε τὰ λιθάρια τὰ πεταμένα καὶ τὰ ἔκανε τοὺς «δώδεκα θεμελίους» τῆς Ἐκκλησίας του κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι (21,14) .

Γεῦσις οὐρανοῦ. Οἱ ἀπόστολοι ἀξιώθηκαν νὰ δοκιμάσουν τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ γευθοῦν τὸν οὐρανό, καὶ αὐτὴ τὴ γεῦσι μετέδωσαν. Ὅσο ἔμειναν κοντὰ στὸν Κύριο, ῥούφηξαν σὰν σφουγγάρι τὴν ἀλήθεια του, μάζεψαν τὸ ἄρωμά του. Εἶδαν καὶ ἄκουσαν θαύματα πρωτάκουστα, διδασκαλία ἀνεπανάληπτη, ἁγιότητα ποὺ «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3). Αὐτὰ θησαύρισαν στὴν καρδιά τους. Καὶ τὴ γλυκύτητα ποὺ δοκίμασαν δὲν τὴν κράτησαν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ Σαμψὼν εἶδε κάποτε μέσα ἀπὸ μία σιαγόνα ψόφιου λιονταριοῦ νὰ τρέχῃ μέλι. Τὸ δοκίμασε κ᾿ ἔδωσε ἀπ᾽ αὐτὸ καὶ στοὺς γονεῖς του νὰ γευθοῦν (βλ. Κριτ. κεφ. 14). Ἔτσι καὶ οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, οἱ νέοι Σαμψών· βρῆκαν μέλι, καὶ εἶπαν στὸν κόσμο· «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33,9).

Μόνο κίνητρο ἡ πίστις. Ἂν πιάσετε ἑκατὸ ἀνθρώπους στὸ δρόμο καὶ τοὺς ρωτήσετε, Γιατί τρέχετε, τί κυνηγᾶτε; θὰ δῆτε ὅτι καθένας ἔχει κάποιο ἐφήμερο σκοπό· ὁ ἕνας τὸ χρῆμα, ὁ ἄλλος τὴ δόξα, ὁ ἄλλος «οἶστρον ἀκολασίας» (τροπ. Κασ.). Οἱ ἀπόστολοι τί κίνητρο εἶχαν ὅταν διέτρεχαν τὸν κόσμο; Μήπως τὸ χρῆμα; Ψάξτε τὶς τσέπες τους. Κάποιος ἀνάπηρος ζήτησε ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὸν Πέτρο, κι αὐτὸς εἶπε· «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει» (Πράξ. 3,6). Οἱ σημερινοὶ κληρικοὶ μποροῦν νὰ ποῦν «Ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι» ;

Πῆγε στὴ Ῥώμη κάποιος ἐπισκέπτης παλαιότερα. Ὁ πάπας τοῦ ἔδειχνε τοὺς θησαυροὺς καὶ ἔλεγε μὲ καμάρι· –Εἶχε τέτοια ὁ Πέτρος; –Ὁ Πέτρος, τοῦ ἀπαντᾷ ὁ ἐπισκέπτης, δὲν εἶχε αὐτά, εἶχε ὅμως κάτι ἀνώτερο· μπορεῖς ἐσὺ νὰ ἐπαναλάβῃς τὸ λόγο του, «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγειρε καὶ περιπάτει»;… Ποιό λοιπὸν τὸ κίνητρο τῶν ἀποστόλων; τὸ χρῆμα; Ὄχι. Μήπως ἡ δόξα; Ὁ Παῦλος λέει στὸ σημερινὸ ἀπόστολο· «Ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄ Κορ. 4,13). Τοὺς περιφρονοῦσαν, τοὺς κολλοῦσαν ρετσινιές. Μήπως κίνητρο ἦταν οἱ ἡδονές; Οὔτε νὰ φᾶνε οὔτε ν᾿ ἀναπαυθοῦν προλάβαιναν. «Ὑποπιάζω μου τὴν σάρκα καὶ δουλαγωγῶ» (ἔ.ἀ. 9,27), βεβαιώνει ὁ Παῦλος. Ποιό λοιπὸν ἦταν τὸ κίνητρο τους;

Ἡ πίστις. Ἡ πίστις, ὅτι αὐτὸ ποὺ κηρύττουν εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὑπέγραψαν μὲ τὸ αἷμα τους. Τὸ πιστεύω τῶν ἀποστόλων δὲ βγῆκε ἀπὸ μελέτες καὶ γραφεῖα· βγῆκε μέσα ἀπ᾿ τὸ καμίνι τῆς ζωῆς καὶ τῆς δοκιμασίας. Καὶ τέλος τὸ ὑπέγραψαν μὲ μαρτύριο, μὲ τὸ αἷμα τους. Σύμφωνα μὲ τὸ μηναῖο ὁ Πέτρος σταυρώθηκε μὲ τὸ κεφάλι κάτω καὶ ὁ Παῦλος ἀποκεφαλίσθηκε, στὴ Ῥώμη καὶ οἱ δυό.

Ὁ Ἀνδρέας ἔφθασε στὸ Βυζάντιο καὶ κατέληξε στὴν Πάτρα, ὅπου σταυρώθηκε χιαστί. Ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ζεβεδαίου φονεύθηκε στὰ Ἰεροσόλυμα ἀπ᾿ τὸ μαχαίρι τοῦ Ἡρῴδη. Ὁ Φίλιππος σταυρώθηκε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ Βαρθολομαῖος σταυρώθηκε στὶς Ἰνδίες, ὅπου ἐπίσης μαρτύρησε καὶ ὁ Θωμᾶς πληγωμένος ἀπὸ λόγχες. Ὁ Ματθαῖος κάηκε ζωντανὸς στὴν Ἱεράπολι τῆς Συρίας. Ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου σταυρώθηκε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Ὁ Θαδδαῖος ἢ Λεββαῖος ἢ Ἰούδας Ἰακώβου κρεμάστηκε στὴν πόλι Ἀραρὰτ καὶ ξεψύχησε ἀπὸ βέλη ποὺ τοῦ ἔρριξαν. Ὁ Σίμων ἢ Ναθαναὴλ σταυρώθηκε στὴν Ἀφρική. Ὁ Ματθίας μαρτύρησε στὴν Αἰθιοπία. Ὅλοι εἶχαν μαρτυρικὸ τὸ τέλος, ἐκτὸς μόνο τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἔγραψε στὴν Πάτμο τὴν Ἀποκάλυψι. Ὅλοι, μὲ τὴ ζωή, τὴ διδασκαλία, τὸ ἔργο καὶ τὸ μαρτύριό τους, βεβαίωσαν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας.

Μὲ τί ἄνθη νὰ τοὺς στεφανώσουμε, ἀδελφοί μου; «Ποίοις πνευματικοῖς ᾄσμασι» νὰ τοὺς «ἐπαινέσωμεν» ; (στιχ. ἑσπ. κθ΄ Ἰουν.). Μαζὶ μὲ κάποιον διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας λέμε· Τί νὰ σᾶς ὀνομάσουμε, ἅγιοι ἀπόστολοι; μέλισσες; ὄρη; ποταμούς; καρποφόρα δένδρα; ἀετούς; σάλπιγγες; γεωργούς; λέοντας πῦρ πνέοντας; Ἄτλαντες; Ἐγὼ θὰ τοὺς παρομοιάσω μὲ δύο εἰκόνες. Ἡ μία εἶναι οἱ ψαρᾶδες , καὶ ἡ ἄλλη πρόβατα Ἰησοῦ Χριστοῦ .

«Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» , τοὺς εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 10,16). Φανταστῆτε δώδεκα προβατάκια νὰ τὰ ῥίξουν στὶς χαράδρες τοῦ Γράμμου καὶ τοῦ Βιτσίου· οἱ λύκοι δὲ θ᾿ ἀφήσουν οὔτε κόκκαλο. Καὶ ὅμως ἐδῶ, ὄχι μόνο δὲν κατέβαλαν οἱ λύκοι τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾿αὐτὰ μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἀγάπη τους μετέβαλαν τοὺς λύκους καὶ τοὺς ἔκαναν κι αὐτοὺς ἀρνιά. Καὶ πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐου «Καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετ᾿ ἀρνός» (Ἠσ. 11,6). Eἶναι δυνατὸν λύκος νὰ βόσκῃ μαζὶ μὲ ἀρνί; Αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ ἔγινε.

Ἂς τιμήσουμε τοὺς ἀποστόλους. Ὅταν στὸν τελευταῖο πόλεμο τ᾿ ἀεροπλάνα τοῦ Χίτλερ ἀπειλοῦσαν τὸ Λονδῖνο, ἡ Ἀγγλία σώθηκε ἀπὸ λίγους ἀεροπόρους ποὺ ἀπεμάκρυναν τοὺς Γερμανούς. Τότε ἕνας Ἄγγλος πολιτικὸς εἶπε· «Ποτέ δὲν ὠφείλοντο τόσο πολλὰ σὲ τόσο λίγους». Ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶπε ἐκεῖνος γιὰ τοὺς ἀεροπόρους, ἰσχύει πολὺ περισσότερο γιὰ τοὺς ἀποστόλους. Ἡ ἀνθρωπότης ὀφείλει τὸ πᾶν στοὺς δώδεκα ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας.

Εἴθε ἡ ἱεραποστολὴ νὰ ξανανθίσῃ, ἡ πατρίδα μας νὰ γίνῃ πάλι ἔθνος ἱεραποστολικό, καὶ νέοι Πέτροι καὶ Παῦλοι νὰ τρέξουν νὰ κηρύξουν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ἑσπερινὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τῆς ὁδ. Ζωοδ. Πηγῆς 44 Ἀθηνῶν τὴν 30-6-1963.



 

 

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ@ΚΑΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

               


ΔΙΑΛΟΓΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
Τ0Υ ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ –ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ

 

ΘΕΜΑ 14ον:«ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ »

 

Εὐαγγελικός: Ἐπιθυμῶ νά συνομιλήσωμεν καί περί ἄλλων διαφόρων θεμάτων ἐν ὀλίγοις ὅμως΄ ἤτοι περί τῆς ὀνομασίας Πατήρ τήν ὁποίαν ἀπαγορεύει ἡ Γραφή, περί τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας τῶν Ἐπισκόπων ἡ ὁποία ἀντίκειται κ’αὕτη πρός τήν Ἁγ. Γραφήν, περί ὑποχρεωτικῆς νηστείας.

Ὀρθόδοξος: Εὑχαρίστως.  Καί ἄς ἔλθωμεν πρῶτον εἰς τήν ὀνομασία «Πάτερ».



Α΄ Ἡ ὀνομασία «Πάτερ»

Εὐαγγελικός: Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου Ματθ. 23, 1-12 λέγει ρητῶς: «σεῖς μή ὀνομασθῆτε Ραββί διότι εἷς εἶναι ὁ Καθηγητής σας ὁ Χριστός καί Πατήρ μή καλέσητε  ἐπί τῆς γῆς».  Δέν νομίζετε ὅτι ὅταν καλῆσθε Πατέρες ἀντιβαίνετε εἰς τήν Ἁγ. Γραφήν;


Ὀρθόδοξος: ὉἈποστ. Παῦλος κ. Εὐαγγελικέ καλεῖ τόν ἑαυτό του Πατέρα, διότι ὀνομάζει τόν Τιμόθεον τέκνον γνήσιον «Τιμοθέῳ γνησίῳ τέκνῳ» Α΄ Τιμοθ. 1,2 «Τιμοθέῳ ἀγαπητῷ τέκνῳ» Β΄ Τιμοθ. 1,2. Ἐπίσης Α΄ Κορινθ. 4,15 «ὡς τέκνα ἀγαπητά νουθετῶ».

Ἐπίσης γράφων πρός Κορινθίους Α΄Κορ. 4,15 λέγει «εἰ μυρίους Παιδαγωγούς ἔχετε, ἀλλ’ οὐ πολλούς Πατέρας, ἐγώ ὑμᾶς ἐγένησα ἐν Χριστῷ».  Πῶς λοιπόν αὐτοκαλεῖται Πατήρ ὁ Παῦλος;  παρά τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ;


Εὐαγγελικός: Κατά τόν Θεοφύλακτον ὀνομάζει ἑαυτόν Πατέρα ὁ Παῦλος «οὔ τό ἀξίωμα ἐμφαίνων, ἀλλά τῆς ἀγάπης τήν ὑπερβολήν» . Ἔπειτα ὁ Παῦλος ὀνομάζεται Πατήρ μόνον εἰς ἐκείνους ὅπου ἐκήρυξε, ἐνῶ σεῖς ὀνομάζεσθε Πατέρες εἰς ἐκείνους τούς ὁποίους δέν ἐχετε ἀναγεννήσει.

Ὀρθόδοξος: Πάντως παραβαίνει τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου ἐάν ληφθῇ τόσον αὐστηρά ἡ ἐντολή ὡς λαμβάνετε ἐσεῖς ταύτην.  Πλήν αὐτοῦ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐν Πράξεις 22,1 ἀρχίζει τήν ὁμιλίαν του «Πατέρες καί ἀδεφλοί».   

Πῶς ὀνομάζει ὁ Ἀπ. Παῦλος  Πατέρες ἄλλους τῶν ὁποίων ὄχι μόνον δέν εἶναι πνευματικόν τέκνον ἀλλά ἀντιθέτως αὐτῶν καθ’ ὅσον ἐκεῖνοι μέν ἦσαν ἄνθρωποι τοῦ Νόμου οὗτος δέ μακράν πάσης Νομικῆς διατάξεως;   

 

Βλέπετε κ. Εὐαγγελικέ ὅτι ἡ προσωνυμία Πάτερ τήν ὁποίαν ἀπαγορεύει ὁ Κύριος δέχεται ὁ Ἀπ. Παῦλος διά τόν ἑαυτό του οὐχί ἅπαξ ἀλλά πολλάκις ὀνομάζων ἑαυτόν Πατέρα, ὀνομάζων δέ καί ἄλλους Πατέρας.

Ἐξ αὐτοῦ δέν συμπεραίνετε ὅτι ἀπαγορεύει ὁ Κύριος τήν ὀνομασίαν Πατήρ καί Διδάσκαλος, ὅταν ταῦτα ἐκφέρωνται κατά τρόπον ἐγωϊστικόν ὡς ἔπραττον οἱ Φαρισαῖοι; Αὐτό συμβαίνει διότι ὁ Κύριος εὐθύς μετά τήν ἀπαγόρευσιν τῆς προσωνυμίας Πάτερ λέγει : «ὁ ὑψών ἑαυτόν ταπεινωθήσεται». 

Ἡ ἐντολή ἐπίσης ἀπαγορεύει νά ὀνομαζώμεθα καί Ραββί Διδάσκαλοι.  Πῶς ὅμως ὁ Παύλος ὀνομάζει ἑαυτόν διδάσκαλον τῶν Ἐθνῶν καί ἄλλους ὀνομάζει διδασκάλους. «Προφῆται καί διδάσκαλοι» Πραξ. 13,1 «Ἀποστόλους διδασκάλους» Ι Κορ. 12, 18 ἐν ΙΙ Τιμ. 1,11 διά τόν ἑαυτόν του λέγει: «διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν» ὡς καί ἐν Ι Τιμ. 2,7 «διδασκάλους τῶν ἐθνῶν».   

Δέν νομίζετε ὅτι ἐν ἀπολύτῳ ἐννοία Διδάσκαλος, Πατήρ, Καθηγητής εἶναι μόνος ὁ Χριστός, ἐν σχετικῇ δέ ἐννοίᾳ δύνανται νά εἶναι κ’ ἄλλοι Διδάσκαλοι, Πατέρες καί Καθηγηταί, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τόν ἑαυτόν «Πατέρα καί Διδάσκαλον»; ὀνομάζει δέ καί ἄλλους Πατέρας καί Διδασκάλους;

 

Εὐαγγελικός: Ναί. Ὀνομάζει ὁ Παῦλος τόν ἑαυτόν του Πατέρα καί διδάσκαλον. Ἐάν ὅμως ἄλλοι ὠνόμαζον αὐτό «Πάτερ Παῦλε» θά ἔσχιζε τά ροῦχα του.

Ὀρθόδοξος: Εἰς ποίαν λογικήν στηρίζεται αὐτό; Νά ὀνομάζῃ ὁ Παῦλος τόν ἑαυτόν του καί ἄλλους πατέρας καί διδασκάλους νά σχίζῃ δέ τά ροῦχα του ὅταν οἱ ἄλλοι ὀνομάσουν αὐτόν ὅπως ὁ ἴδιος ὠνόμασε τόν ἑαυτόν του; Αὐτό λέγεται παραφροσύνη ὄχι τοῦ Παύλου ἀλλά ἰδική σας . 

 


Β΄ «Ἡ ὑποχρετικη ἀγαμία τῶν ἐπισκόπων»
 

Εὐαγγελικός: Διατί ἀπαγορεύεται οἱ ὀρθόδοξοι τόν γάμον τῶν ἐπισκόπων, ἀφοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ῥητῶς λέγει : «δεῖ τόν ἐπίσκοπον μιᾶς γυναικός εἶναι ἄνδρα» Α΄ Τιμοθ. 3,1-2.  Πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νά εἶναι ἀνήρ μιᾶς γυναικός.

Ὀρθόδοξος: Σᾶς λέω τά ἑξῆς δύο πράγματα: α) Πού πρέπει νά τεθῇ ὁ τόνος τῆς φράσες αὐτῆς καί β) τί σημαίνει «ἐπίσκοπος» ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.

Καί ἐν πρώτοις. 

Ὁ τόνος τῆς φράσεως ταύτης: «Δεῖ τόν ἐπίσκοπον κ.λ.π.» δέν πρέπει νά τεθῇ εἰς τό «δεῖ»τό ὁποῖον σημαίνει πρέπει, ἀλλά εἰς τό «μιᾶς γυναικός»,  πρέπει δηλαδή ὁ ἐπίσκοπος νά ἔχῃ ἔλθῃ εἰς γάμον μέ μίαν γυναῖκα  (ἀποθανοῦσαν ἤ ζῶσαν) καί ὄχι μέ πολλάς.   

Δέν πρέπει νά τεθῇ ὁ τόνος εἰς τό «δεῖ» ἀλλά εἰς τό «μιᾶς», διότι ὁ ἀπόστολος συνιστᾷ τήν ἀγαμίαν εἰς τούς κοινούς χριστιανούς λέγων Α΄ Κορινθ. 7,7-8 «θέλω πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καί ἑμαυτόν ἤτοι ἀγάμους καί στιχ. 38 «ὁ ἐρχόμενος εἰς γάμον καλῶς ποιεῖ ὁ δέ μή ἐρχόμενος κρεῖσσον ποιεῖ».  Πῶς λοιπόν θά θελήσῃ ὁ Ἀπόστολος μέ τό «δεῖ» νά θέσῃ νόμον γάμου εἰς τούς Ἐπισκόπους:

 

Εὐγγελικός: Διατί ὅμως κ’ σεῖς ἐθέσατε νόμον ἀγαμίας εἰς τούς Ἐπισκόπους;

Ὀρθόδοξος: Ἤδη ἔρχομαι εἰς τό β) ζήτημα περί τοῦ ἐπισκόπου ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ. «Ἐπίσκοπος» ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ σημαίνει Πρεσβύτερος.  Τοῦτο φαίνεται ἐκ πολλῶν χωρίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐν τῇ πρός Φιλιπισίους ἐπιστολῇ 1,1 ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει «σύν Ἐπισκόποις καί Διακόνοις». 

Ἦτο ποτέ δυνατόν εἰς μίαν πόλιν τούς Φιλίππους νά ἦσαν πολλοί Ἐπίσκοποι; Εἷς ἦτο. Ἐδῶ ὅμως ὁμιλεῖ περί πολλῶν Ἐπισκόπων. Ἄρα εἶναι οἱ πρεσβύτεροι.  Τό ἴδιον δυνάμεθα νά εἴπωμεν καί διά τήν Ἔφεσον ὅπου αἱ λέξεις Ἐπίσκοπος καί Πρεσβύτερος ἑναλλάσονται ἔχουσι τήν ἔννοιαν τοῦ Πρεσβυτέρου. Πραξ. Ἀποστ. 20,17,28. 

Ἄρα καί ἐκεῖ πρόκειται περί πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονται ἐπίσκοποι, διότι δέν ἦτο δυνατόν εἰς τήν Ἔφεσον νά εἶναι πολλοί ἐπίσκοποι. Εἰς τό αὐτό συμπέρασμα θά ἀχθῶμεν ἐάν συγκρίνωμεν καί ἄλλα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν ποιμαντορικῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου.

 

Εὐαγγελικός: Ποῖοι ἦσαν ἐπίσκοποι ἐν τῇ σημερινῇ ἐννοίᾳ κατά τήν ἀποστολικήν ἐποχήν;

Ὀρθόδοξος: Ἐπίσκοποι ἐν τῇ σημερινῇ ἐννοίᾳ ἦσαν ἐπί τῆς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς οἱ Ἀπόστολοι.  Τοῦτο φαίνεται καθαρά ἐκ τῶν Πραξ. 15,2 ὅπου λέγει «πρός τούς Ἀποστόλους καί Πρεσβυτέρους», στιχ. 4 «Ἀποστόλων καί Πρεσβυτέρων», στιχ. 22 «ἔδοξε τοῖς Ἀποστόλοις καί Πρεσβυτέροις», στιχ. 23 «οἱ Ἀπόστολοι καί Πρεσβύτεροι». Ἑπομένως εἶναι σαφής εἰς τά χωρία αὐτά ἡ διάκρισις τοῦ Ἀποστόλου ἀπό τοῦ Πρεσβυτέρου.   

Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν ἀνώτεροι τῶν πρεσβυτέρων, ἄρα ἦσαν οἱ Ἐπίσκοποι αὐτῶν.  Μετά τόν θάνατον τῶν Ἀποστόλων ἕλαβον οἱ διάδοχοι αὐτῶν οἱ ἐπίσκοποι τό ὄνομα Ἐπίσκοπος, τό ὁποῖον ἔχωρίσθῃ ἀπό τόν Πρεσβύτερον, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν ἀποστολικόν πατέρα Ἰγνάτιον, ὁ ὁποῖος ὀνομάζει τούς τρεῖς βαθμούς καθαρά: Ἐπίσκοπον, Πρεσβύτερον Διάκονον (Μαγνησίους VI,1).

 

Συμπέρασμα: Λέγων ὁ Ἀπόστολος «δεῖ τόν Ἐπίσκοπον μιᾶς γυναικός εἶναι ἄνδρα» ἐννοεῖ: «πρέπει ὁ Πρεσβύτερος νά εἶναι ἀνήρ σύζυγος μιᾶς (ἀποθανούσης ἤ ζώσης) γυναικός, νά εἶναι μονόγαμος καί ὄχι πολλῶν γυναικῶν. Ἀφοῦ δέ ὁ τόνος εἴπομεν, πρέπει νά τεθῇ εἰς τό  «μιᾶς» καί ὄχι εἰς τό «δεῖ» θά ἔχωμεν τήν ἑξῆς ἔννοιαν.  «Δύναται ὁ Πρεσβύτερος νά εἶναι ἔγγαμος θά εἶναι ὅμως μιᾶς γυναικός ἀνήρ».    

Τοῦτο γίνεται σήμερον καί παρ’ ἡμῖν: Οἱ πρεσβύτεροι εἶναι ἔγγαμοι, οἱ διάφοροι ἐφημέριοι, ἤ ἄγγαμοι οἱ ἱερομόναχοι. Ἰδού λοιπόν ὅτι οὐδόλως ἀντίκειται ἡ ἀγαμία τῶν «ἐπισκόπων»ἤτοι τῶν πρεσβυτέρων πρός τήν Ἁγίαν Γραφήν. Ἰδού καί ἄλλη πλάνη σας!

 

Γ΄ Περὶ Νηστείας»

Ὀρθόδοξος: Τήν νηστείαν πῶς τήν ἐννοεῖτε κ. Εὐαγγελικέ;

Εὐαγγελικός: Σχετικῶς μέ τήν νηστείαν ἔχω τήν ἑξῆς γνώμην. Ἡ ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ ὑπάρχουσα νηστεία εἶναι ἀποχή παντός φαγητοῦ καί προαιρετική.   

Δέν δύναμαι λοιπόν νά παραδεχθῶ τό ὑποχρεωτικόν τῆς νηστείας εἰς ὡρισμένας ἡμέρας τοῦ ἔτους καί κυρίως ἐκεῖνο τό ἀκατανόητον κ’ κωμικόν, ὥστε νά νηστεύῃ τίς ἀπό τό ἕνα πρᾶγμα κ’ νά τρώγῃ τό ἄλλο.  Καί συγκεκριμένως: Νά νηστεύω τό ἔλαιον κ’ νά τρώγω τόν καρπόν τοῦ ἐλαιόδενδρου τήν ἐλαίαν.

Ὀρθόδοξος: Ἔχετε τήν γνώμην κ. Εὐαγγελικέ ὅτι ἡ ἐντολή νηστείας δι’ ὡρισμένας ἡμέρας τοῦ ἔτους ὑποχρεωτική ἀντίκειται κατ’ ἀρχήν πρός τό Πνεῦμα τῆς Γραφῆς;

Εὐαγγελικός: Βεβαιότατα.

Ὀρθόδοξος: Πῶς ὅμως ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ εἶχε ὁρισθῆ ὑπό τοῦ Θεοῦ Λευϊτικ. 16,26, 30 ὡς ἡμέρα νηστείας ἡ ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ ἡ 10η δήλ. ἡμέρα τοῦ ἑβδόμου μηνός; Πλήν τῆς νηστείας ταύτης ὑπῆρχον ὡς γνωστόν καί ἄλλαι νηστεῖαι καθωρισμέναι ἰδέ Ζαχ. 7,5.

 

Εὐαγγελικος: Ὁ παλαιός Νόμος παρῆλθεν κ’ οὐδεμίαν ὑποχρέωσιν ἔχομεν διά τάς νηστείας αὐτάς.

Ὀρθόδοξος: Δέν θέλω νά εἴπω ὅτι πρέπει νά τηρῶμεν τάς ἰδίας νηστείας τῶν ἑβραίων.  Βεβαίως αὗται παρῆλθον. Ἀλλά θέλω νά εἴπω ὅτι δέν ἀντίκειται κατ’ ἀρχήν ἡ ὑποχρεωτική νηστεία εἰς ὡρισμένας ἡμέρας τοῦ ἔτους πρός τό πνεῦμα τῆς Γραφῆς ἀφοῦ ἡ Παλ. Διαθήκη εἶναι καί αὐτή Γραφή καί ὁμιλεῖ περί ὑποχρεωτικῆς νηστείας.

 

Εὐαγγελικός: Ἐν τῇ Καινῇ ὅμως Διαθήκῃ δέν ὑπάρχει ὑποχρεωτική νηστεία, μόνον ἡ προαιρετική νηστεία ὑπάρχει. Ὁ Κύριος βεβαίως οὔτε ἀπαγόρευσε, οὔτε διέταξε νά νηστεύουν οἱ Χριστιανοί.

Ὀρθόδοξος: Ὅταν ὅμως ὁ ἴδιος ἐνήστευσε τεσσαράκοντα ἡμέρας οἱ δέ ἀπόστολοι νηστεύουν κ’ αὐτοί εἰς διαφόρους περιστάσεις, πῶς θεωρεῖτε δευτερεῦον τό ζήτημα τῆς νηστεῖας;

Εὐαγγελικός: Νηστείαν δέχομαι οὐχί ὑποχρεωτικήν, ἀλλά προαιρετικήν.  Οὔτε οἱ ἀπόστολοι οὔτε οἱ πρῶτοι Πατέρες τῆς ἐκκλησίας ἐνομοθέτησαν νηστείαν ὡρισμένων ἡμερῶν. Ἡ νηστεία κ’αὐτῆς τῆς Τετάρτης κ’ Παρασκευῆς ἀναφέρεται ὑπό τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν ἔργον τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ.

Ὀρθόδοξος: Ὄχι κ. Εὐαγγελικέ. Ἡ νηστεία τῆς Τετάρτης κ’ Παρασκευῆς εἶναι ἀρχαιοτάτη ἀναφέρεται τό πρῶτον εἰς τήν Διδαχήν τῶν 12 Ἀποστόλων τό ὁποῖον ἐγράφη ἀπό τό 100-160 μ.Χ.. Εἱς τό ὄγοδον κεφάλαιον ἀναφέρεται τό ἑξῆς ρητῶς: «ὑμεῖς δέ νηστεύσατε τετράδα καί Παρασκευήν». Ἐπίσης ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς ὁ ὁποῖος ἔζησε 150-210 μ.Χ. εἰς τό ἔργον τοῦ Στρωματεῖς Ζ κεφ. 12,5 ὁμιλεῖ κ’ οὗτος περί τῆς ὑποχρεωτικῆς νηστείας Τετάρτης καί Παρασκευῆς.

Μετά ταῦτα ἔρχονται οἱ ἄλλοι Πατέρς οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν περί νηστείας πρό τοῦ Πάσχα ἡ ὁποία δέν εἶχε καθορισθῆ παρά βαθμηδόν καί κατ’ ὁλίγον καθρωίσθη ὑπό τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς Συνόδου.  Βλέπετε κ. Εὐαγγελικέ ὅτι ἡ καθωρισμένη νηστεία εἰς ὡρισμένας ἡμέρας δέν ἀντίκειται κατ’ ἀρχήν πρός τό πνεῦμα τῆς Γραφῆς διότι ρητῶς ὁμιλεῖ ἡ Παλαιά Διαθήκη περί τούτου, ἤρχισε δέ ἀπό τοῦ 100 μ.Χ. διά τῆς Τετράδας καί Παρασκευῆς κ’ οὐχί κατά τόν 4ον αἰῶνα ὅπως σεῖς λέγετε; 

Πλήν αὐτοῦ διατί σᾶς ἀνησυχεῖ ἡ εἰς βραδύτερον χρόνον νομοθέτησις τῶν ὑπωχρεωτικῶν νηστειῶν κατά τόν τρίτον κ’ Τέταρτον αἰῶνα, ἀφοῦ κ’ τά βιβλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς μέχρι τοῦ 5ου αἰῶνος δέν εἶχον γενικῶς ἀναγνωρισθῆ;

 

Εὐαγγελικός: Καλά αὐτά. Νηστεία ὅμως σημαίνει τελεία ἀποχή. Σεῖς ὅμως ποῦ στηρίζετε τήν νηστείαν ὥστε νά τρώγῃ τίς ὄσπρια κι’ ὄχι αὐγά, νά τρώγετε ἐλαίας ὄχι ἔλαιον. Εἰς τάς ἐλαίας δέν ὑπάρχει ἔλαιον;

Ὀρθόδοξος: Ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ κ. Εὐαγγελικέ ὑπάρχουν δύο εἴδη νηστειῶν, ἡ ἀλλαγή τοῦ φαγητοῦ κ’ ἡ πλήρης νηστεία. Τό πρῶτον εἶδος τῆς νηστείας ἀποχή ἀπό ὡρισμένου φαγητοῦ συνέστησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἰς τόν πρῶτον΄ Ἀδάμ, συνέστησε δηλαδή εἰς αὐτόν τόν ἀπόχήν καρποῦ ὡρισμένου δένδρου.   

Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ νηστεία ἐξ ὡρισμένων εἰδῶν ἔχει τήν ἀξίαν της, εἶναι ἡ πρώτη ἐντολη ἡ παράβασις τῆς ὁποίας ἔφερε τό προπατορικόν ἁμάρτημα, τόν Χριστόν, τήν ἀπολύτρωσιν.  Δεύτερον εἶδος νηστείας εἶναι τοῦ δευτέρου Ἀδάμ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀποχή ἐκ παντός φαγητοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει καί τάς δύο νηστείας ἀνέκαθεν. 

Ὅταν λοιπόν ἡ Ἐκκλησία ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων τῶν Ἀποστολικῶν, ὡς εἴδομεν, ὥρισεν ὡρισμένας ἡμέρας νηστειῶν τοῦ α΄ ἤ τοῦ β΄ εἴδους διατί νά ἀρνηθῶ τήν νηστείαν ταύτην ἀφοῦ α) κατ’ ἀρχήν, ὡς εἴπομεν, ἡ ἐντολή δι’ ὡρισμένας ἡμέρας νηστείας εἶναι Γραφική β) τό εἶδος τῆς νηστείας ταύτης τῆς ἀλλαγῆς τοῦ φαγητοῦ εἶναι τό πρῶτον εἶδος τῆς νηστείας τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἀδάμ καί γ) ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία εἶχε τήν δύναμιν νά χωρίσῃ τά γνήσια βιβλία ἀπό τά νόθα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ διέταξε νά ἐφαρμοσω τήν νηστείαν ταύτην. Διατί νά παρακούσω;

 

Συμπλήρωσις

Ἐν τῷ περί Χρίσματος θέματι ἐν σελίδι 116 παρελείφθη ἡ γνώμη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περί τοῦ Μυστηρίου τούτου.  Παρατίθεται ἐνταῦθα.

Sacramemtum chrismatis...in genere visibilium signaculorum Sacrosanctum est, sicut ipse baptismus; sed potest esse et in hominibus pessimis, in operibus carnis vitam consumentibus et regnum caelorum non possessuris...Discerne ergo visibile sanctum sacramentum guod esse et in bonis et in malis potest, illis ad praemium, illis ad iudicium ab invisibili unctione caritatis, quae prorpia bonorum est. Migne PL, 43 342.

 

Ἐρμηνεία

«Τό μυστήριον τοῦ Χρίσματος ὡς πρός τά ὁρατά σημεῖα εἶναι ἁγιώτατον, ὅπως καί αὐτό τό ἴδιον τό βάπτισμα. Ἐν τούτοις δύναται νά τελεσθῇ καί εἰς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι καταναλίσκουν τήν ζωή των εἰς «ἔργα σαρκός» καί δέν πρόκειται νά κληρονομήσουν τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.  Διάκρινε λοιπόν τά ὁρατά σημεῖα τοῦ ἁγίου μυστηρίου τά ὁποῖα δύνανται νά τελῶνται καί εἰς ἀγαθούς καί εἰς κακούς, εἰς τούς μέν πρός ἀμοιβήν, εἰς τούς δέ πρός καταδίκην, ἀπό τήν ἀόρατον χρίσιν τῆς χάριτος ἡ ὁποία παρέχεται μόνον εἰς τούς ἀγαθούς».

 

ΤΕΛΟΣ



 

 

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ@ΚΑΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

               


ΔΙΑΛΟΓΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
Τ0Υ ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ –ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ

 

ΘΕΜΑ 13ον: «ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ»


Ὀρθόδοξος: Ἐπιθυμεῖτε κ. Εὐαγγελικέ νά συνομιλήσωμεν περί τῶν μνημοσύνων;

Εὐαγγελικός: Εὐχαρίστως.

Ὀρθόδοξος: Ἐπί τριῶν βάσεων θά στηριχθῶμεν διά νά συζητήσωμεν περί τῶν μνημοσύνων: Εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, Ἱεράν Παράδοσιν καί τήν ἀνθρωπίνη λογικήν.

Εὐαγγελικός: Ἐγώ ὅμως δέν δέχομαι τήν ἱεράν παράδοσιν παρά τῶν τεσσάρων πρώων αἰώνων.

Ὀρθόδοξος: Ἔστω.

 

ΠΡΩΤΟΝ:  Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ 

Εὐαγγελικός: Καί σᾶς ἐρωτῶ. Ἔχετε χωρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς τά ὁποία ρητῶς νά ὁμιλῶσι περί μνημοσύνων ἤτοι περί δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων;

Ὀρθόδοξος: Σᾶς ἐρωτῶ καί ἐγώ. Ἔχετε καί σεῖς χωρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς τά ὁποία ρητῶς ἀπαγορεύουν τάς δεήσεις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων;

Εὐαγγελικός: Ρητάς βέβαια μαρτυρίας δέν ἔχομεν. Ὑπάρχουν ὄμως χωρία τά ὁποῖα ἀντιστρατεύονται ἄν ὄχι ἀμέσως ἐμμέσως εἰς τάς δεήσεις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.

Ὀρθόδοξος: Καί οἱ ὀρθόδοξοι ἔχομεν ἐμμέσους μαρτυρίας τῆς Γραφῆς αἱ ὁποῖοι εἶναι ὑπέρ τῆς δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Ἄς παρουσιάσῃ ἕκαστος ἐξ ἡμῶν τάς Γραφικάς του ἐνδείξεις καί κατόπιν ἄς ζυγίσωμεν αὐτάς.  Καί παρακαλῶ λάβε τόν λόγον.

Εὐαγγελικός: Εἰς τήν παραβολήν τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου ὁ Ἀβραάμ λέγει ρητῶς εἰς τόν ἐν τῇ κολάσει πλούσιον παρακαλοῦντα τόν Ἀβραάμ ἵνα ἀποτείλῃ τόν Λάζαρον πρός αὐτόν «μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται ὄπως οἱ θέλοντες διαβῆνα ἔνθεν πρός ὑμᾶς μή δύνανται μηδέ οἱ ἐκήθενν πρός ἡμᾶς διαπερῶσι» Λουκ. 16, 16-31.  Βλέπει ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ μετάστασις ἐν τῷ Ἄδῃ ἀπό ἑνός μέρους εἰς τό ἄλλο; Πῶς λοιπόν διά τῶν μνημοσύνων πιστεύεται τό ἀντίθετον;

Ὀρθόδοξος: Τό χωρίον τοῦτο κ. Εὐαγγελικέ δέν ὁμιλεῖ περί δεήσεως ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Ὁμιλεῖ περί θελήσεως τῶν πέραν τοῦ τάφου κριθέντων διότι λέγει «οἱ θέλοντες διαβῆναι κ.λ.π.». Δέν λέγει ὅτι ἀπαγορεύεται οἱ ζῶντες νά εὔχωνται ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Καί ἡμεῖς πιστεύομεν ὄτι ἐν τῷ Ἄδῃ οὐκ ἐστι μετάνοια. Ἀλλο ὅμως εἶναι ἡ δέησις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων καί ἄλλο ἡ μετάνοια τῶν κεκοιμημένων. Ἑπομένως τό χωρίον τοῦτο ἀντίκειται ρητῶς εἰς τήν μετάνοιαν τῶν κεκοιμημένων καί οὐχί εἰς τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Ἕχετε ἄλλο χωρίον;

Εὐαγγελικός: Εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπίστολήν 9,27 λέγεται ρητῶς «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετά δέ τοῦτο κρίσις».  Βλέπετε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ἀμέσως δικάζεται.

Ὀρθόδοξος: Οὔτε αὐτό τό χωρίον ἀντίκειται ρητῶς εἰς τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.  Λέγει μόνον τί γίνεται εἰς τούς ἀποθανόντας, ὅτι μετά τόν θάνατον κρίνονται.  Οὐδέν λέγει περί μνημοσύνων.

Εὐαγγελικός: Εἶναι ὅμως λογικόν νά παραδεχθῶμεν ὅτι ὁ Θεός κρίνας εὐθύς μετά τόν θάνατον τόν ἄνθρωπο εἶναι δυνατόν νά μεταβάλῃ ἀργότερα γνώμην διότι θά δεηθῶσι οἱ ζῶντες ὑπέρ αὐτοῦ;  Δέν νομίζετε ὅτι ἡ μεταβολή τῆς γνώμης τοῦ Θεοῦ ἀντίκειται εἰς τήν στοιχειώδη ἀνθρωπίνη λογικήν;

Ὀρθόδοξος: Κε Εὐαγγελικέ ἡμεῖς δέν ὁμιλοῦμεν λογικῶς πῶς ἔχει τό πρᾶγμα ἀλλά Γραφικῶς.  Τήν λογικήν ἄποψιν τοῦ ζητήματος θά ἐξετάσωμεν εἰς τό τρίτον μέρος τοῦ θέματός μας.  Ἔχετε Γραφικήν μαρτυρίαν λοιπόν ἡ ὁποία ἀντίκειται ρητῶς εἰς τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων; Ὅπως λ.χ. λέγει δηλ. ἡ Γραφή «οὐ φονεύσης, οὐ κλέψης, οὐ ψευδομαρτυρήσης» νά λέγῃ καί οὐ ποιήσης μνημόσυνον; 

Εὐαγγελικός: Ρητάς μαρτυρίας ὄπως θέλετε σεῖς δέν ἔχομεν.  Σεῖς ὄμως τί ἔχετε ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἵνα ἀποδείξητε τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων; 

Ὀρθόδοξος: Ρητάς καί κατηγορηματικάς μαρτυρίας Γραφικάς διά τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων δέν ἔχομεν.  Ἕχομεν ὅμως κάτι περισσότερον ἀπό σᾶς. Ἔχομεν δηλαδή Γραφικάς μαρτυρίας αἱ ὀποῖαι παρέχουσι εἰς ἡμᾶς πολλάς πιθανότητας ἄν ὄχι πλήρη βεβαιότητα.

Εὐαγγελικός: Θά ἤθελον νά ἤκουον τάς Γραφικάς ταύτας μαρτυρίας.

Ὀρθόδοξος: Ἑν Νεεμίᾳ 9,12 γράφει: «καί ἐχωρίσθησαν οἱ υἱοί Ἰσραήλ ἀπό παντός υἱοῦ ἀλλοτρίου καί ἔστησαν καί ἐξηγόρευσαν τάς ἁμαρτίας αὐτῶν καί τάς ἀνομίας τῶν πατέρων αὐτῶν». Βλέπετε κ. Εὐαγγελικέ ὅτι ἡ γραφή ἐνταῦθα ρῆτῶς ὁμιλεῖ περί δεήσεως ζώντων ὑπέρ κεκοιμημένων. Ὅπως δηλαδή ὡμολόγησαν τάς ἁμαρτίας τῶν ζώντες Ἰσραηλῖται ἵνα συγχωρηθῶσι, κατά παρόμοιον τρόπον ἐξομολογοῦνται τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων των ἵνα ἀσφαλῶς συγχωρησθῶσι.  Διατί ἄλλο;

Εὐαγγελικός: Ὄχι. Ἐνταῦθα ζητεῖται ἡ συγχώρησις τῶν ζώντων ἀπό τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων αὐτῶν.

Ὀρθόδοξος: Αὐτή εἶναι σκέψις ἰδική σου, ἡ ὁποία ἀντίκειται καί εἰς τό κείμενον τό ὁποῖον λέγει ρητῶς ὅτι προσηυχήθησαν διά τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων τῶν ἄνευ τῆς ἰδικῆς σας προσθήκης «συγχώρησις τῶν ζώντων ἀπό τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων».  Ἡ  γνώμη σας αὕτη ἀντίκειται ὄχι μόνον πρός τό χωρίον τοῦτο, ἀλλά καί πρός τό Ἰεζεκιήλ 18,20 21 ἡ ψυχή ἡ ἁμαρτάνουσα θέλει ἀποθάνῃ κατά τό ὁποῖον ἕκαστος τιμωρεῖται διά τάς ἰδικάς του ἁμαρτίας καί οὐχί διά τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων αὐτοῦ. 

Ἀλλ’ ἐγώ δέν σοῦ ἀποκλείω ὡς πιθανήν καί τή γνώμην σου.  Περισσότερον ὅμως πιθανή φαίνεται ἡ ἰδική μου γνώμη διότι ρητῶς λέγεται ὅτι «ἐξηγόρευσαν τάς ἁμαρτίας αὐτῶν καί τάς ἀνομίας τῶν πατέρων αὐτῶν». Ἱδοῦ ἡ πρώτη Γραφική πιθανότης δεήσεως ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἐγγίζουσα ὁλίγον ἤ πολύ τά ὅρια τῆς βεβαιότητας.

Εὐαγγελικός: Ἄλλο χωρίον ἔχετε νά παρουσιάσετε;

Ὀρθόδοξος: Ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ Β΄Τιμοθ. 1,16-18 ἀναφέρεται τό ἑξῆς: «Δώῃ ἔλεος ὁ Κύριος τῷ Ὀνησιφόρου οἴκῳ» εἰς δέ 4,16 γράφει: «ἀσπάσασθε τόν οἷκον τοῦ Ὀνησιφόρου» διά δέ τόν Ὀνησιφόρον γράγει: «δῴη  αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρά Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» 1,18.  Δέν σᾶς κάνει ἐντύπωσιν ὅτι ὁ Ἀπόστολος διά μέν τόν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρου, λέγει, νά ἀσπασθοῦν αὐτόν ἀφ’ ἑνός καί ἀφ’ ἐτέρου θέτει ἁπλῶς «δώῃ ἔλεος ὁ Κύριος» οὐχι ὅμως καί «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» ὅπως ἀναφέρει καί διά τόν Ὀνησιφόρον. Ἐξ αὐτοῦ συμπεραίνομεν  ὅτι ὁ Ὀνησιφόρος θά εἶχεν ἀποθάνει διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Ἑπομένως ὁ Παῦλος εὔχεται ὑπέρ τοῦ κεκοιμημένου Ὀνησιφόρου.

 

Εὐαγγελικός: Ἐγώ νομίζω ὅμως τό ἑξῆς΄ ὁ Ἀπ. Παῦλος χωρίζει τόν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρου ἀπό τόν ἴδιον τόν Ὀνησιφόρον ὄχι διότι εἶχε ἀποθάνει ὁ Ὀνησιφόρος ἀλλά διότι εὑρίσκετο μακράν τῆς οἰκογενείας του εἰς ταξείδιον πρός Ρώμην ἤ ἀλλοῦ. Ἐντεῦθεν ὁ χωρισμός κατά τόν ἀσπασμόν τοῦ οἴκου τοῦ Ὀνησιφόρου ἀπό τοῦ ἰδίου.

 

Ὀρθόδοξος: Ἡ ὑπόθεσις αὕτη ὅτι ὁ Ὀνησιφόρος ἦτο ζῶν ἀλλά μακράν τῆς οἰκογενείας του, ἐξηγεῖ μόνο, ἐάν εἶναι ὀρθή, τόν συνιστώμενον ὑπό τοῦ Παύλου ἀσπασμόν πρός τόν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρου καί οὐχί πρό τόν ἴδιον τόν Ὀνησιφόρον.  

 Δέν ἐξηγεῖ ὄμως τό πρός τόν Ὀνησιφόρον λεγόμενον «δώῃ αὐτῷ ὁ Κύριος ἔλεος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Διά νά ἐξηγηθοῦν ἀμφότερα ἤτοι ὁ ἀσπασμός μόνον τῆ ς οἰκογενείας τοῦ Ὀνησιφόρου καί ἡ προσθήκη τοῦ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» μόνον διά τόν Ὀνησιφόρον, συμπεραίνομεν ὅτι ὁ μέν οἶκος τοῦ Ὀνησιφόρου ἔζη ὁ Ὀνησιφόρος ὅμως εἶχεν ἀποθάνει. Ὁ Παῦλος εὔχεται ὑπέρ αὐτοῦ ἄρα εὔχεται ὑπέρ κεκοιμημένων.

 

Εὐαγγελικός:  Δέν ἀποκλείω τήν ἐξήγησίν ὡς πιθανήν. Ὄχι ὅμως καί ὡς βεβαίαν.

 

 

Ὀρθόδοξος: Καί ἐγώ ὡς πιθανήν δέχομαι τήν γνώμην μου, πάντως ὅμως πιθανοτέρα τῆς ἰδικῆς σας, διότι ἡ μέν ἰδική σας γνώμη ἐξηγεῖ μίαν μόνον ἄποψιν τόν χωρισμόν τοῦ ἀσπασμοῦ τῆς οἰκογενείας τοῦ Ὀνησιφόρου ἀπό τόν Ὀνησιφόρον, ἡ δέ ἰδική μου ἄποψις καθ’ ἥν εἶχε ἀποθάνει ὁ Ὀνησιφόρος, ἑρμηνεύει τόν χωρισμόν τοῦ ἀσπασμοῦ τοῦ Ἀπ. Παῦλου πρός τόν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρον ἀπό τόν Ὀνησιφόρον καί τό ἰδιαίτερον χαρακτηριστικόν διά τόν Ὀνησιφόρον τόν «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρα».

 

Εὐαγγελικός: Θά ἤθελον νά ἤκουον καί ἄλλο χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τό ὁποῖον νά ἔδιδεν πιθανότητα ἔστω διά τήν δέησιν ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.

 

Ὀρθόδοξος: Ἀνοίγω τό ΙΙ Μακκαβαίων βιβλίον τῆς Π. Διαθήκης. Εἰς τή 12, 42 -45 γράφει ὅτι ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος ἔστειλε εἰς Ἱεροσόλυμα 2.00 δραχ. διά νά προσφερθῇ θυσία ὑπέρ συγχωρήσεως ἁμαρτιῶν πεσόντων ἔν τινι μάχῃ στρατιωτῶν του, διότι ἐπίστευσε εἰς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν.  Καί λέγει ρητῶς: «Εἱ γάρ μή τούς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα περισσόν ἄν καί ληρῶδες ὑπέρ νεκρῶν προσεύχεσθαι». Ἰδού τά Μνημόσυνα ἐν τῇ Ἀγίᾳ Γραφῇ.

 

Εὐαγγελικός: Ἡμεῖς οἱ Εὐαγγελικοί δέν δεχόμεθα τό βιβλίον ΙΙ Μακκαβαίων ὡς βιβλίον Ἁγ. Γραφῆς. Ἑπομένως δέν δεχόμεθα καί τήν ἐν τῷ βιλίῳ τούτῳ ἀναφερόμενην γραφήν περί μνημοσύνων.

 

Ὀρθόδοξος: Αὐτό τό γνωρίζω.  Σᾶς ἐρωτῶ ὅμως δέχεσθε τόν Ἀπόστολο Πᾶυλον; 

 

Εὐαγγελικός: Βεβαιότατα.

 

Ὀρθόδοξος: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν 11, 35 λέγει: «Ἅλλοι δέ ἐτυμπανίσθησαν οὐ προσδεξάμενοι τήν ἀπολύτρωσιν ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσι» ἐν δέ τῷ στιχ. 36 «ἕτεροι δέ ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἔλαβον».  Σᾶς ἐρωτῶ: Ποίους ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος;

 

Εὐαγγελικός: Ἀνθρώπους τῆς Παλ. Διαθήκης.

 

Ὀρθόδοξος: Ἔχετε νά μοῦ ἀναφέρητε ἐκ τῶν βιβλίων τῆς Παλ. Διαθήκης τούς ἀνθρώπους αὐτούς τούς ὁποίους ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος; Ἔχετε δηλ. νά δείξητε ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἐτυμπανίσθηκαν «ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσι;»  Καί ἔλαβον ἐμπαιγμούς;

 

Εὐαγγελικός: Ὡρισμένους ὄχι.

 

Ὀρθόδοξος: Ἐγώ ὅμως δύναμαι νά σοῦ ἀναφέρω τούς ἀνθρώπους αὐτούς.  Καί ἰδού. Εἰς τό ΙΙ Μακκαβαίων 6,19 ἀναφέρται ὅτι ὁ ἀξιωματικός τοῦς Ἀντιόχου τόν εὐσεβῆ Ἐλεάζαρον, διότι δέν ἤθελον νά ἀρνηθῇ τήν πίστιν του, «ἐπί τό τύμπανον προσῆγε».   

Κατωτέρο δέ ἐν στίχ. 28 ἀναφέρεται διά τόν ἴδιον τόν Ἐλεάζαρον «ἐπί τό τύμπανον προσῆλθε». Ἰδού λοιπόν τό ἐτυμπανίσθησαν τοῦ Ἀποστόλου σύμφωνον κατά λέξιν μέ τόν τυμπανισμόν τοῦ ἐν ΙΙ Μακκαβαῖον Ἐλεαζάρου. Ἐπίσης διά τούς «ἐμπαιγμούς» ὁμιλεῖ πάλιν τό ΙΙ Μακκαβαίων 7,7,8,17.  Ἄς ἔλθωμεν καί εἰς τήν κατ’ ἔννοιαν συμφωνίαν τοῦ χωρίου τούτου ἑβρ. 11, 35 πρός τό ΙΙ Μακκαβαίων. 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ περί ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καί μάλιστα «κρείττονος ἀναστάσεως» τήν ὁποίαν ἐπίστευον οἱ τυμπανιζόμενοι. Ἐν τῷ ΙΙ Μακκαβαίων γίνεται λόγος περί ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν ῥητῶς εὐθύς μετά τόν Ἐλεάζαρον εἰς 7,9 «εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ἡμᾶς ἀναστήσει» λέγει εἷς ἐκ τῶν 7 ἀδελφῶν. Ἑπομένως ὁ Ἀπόστ. Παῦλος κατά λέξιν καί κατ’ ἔννοιαν διά τοῦ Ἑβρ. 11, 35 ἐννοεῖ τό 6ον κ 7ον Κεφάλ.τοῦ ΙΙ Μακκαβαίων ἄρα ἐγκρίνει τό βιβλίον ΙΙ. Μακκαβαίων. 

Ἑπομένως ἐγκρίνει καί τό ἐν 12, 42-45 τεμάχιον ὅπου ὡς εἴδομεν γίνεται ῥητῶς λόγος  περί μνημοσύνων.

 

 

Εὐαγγελικός: Δέν ἀποκλείω τήν ἄποψιν αὐτήν.  Δέν εἶναι ἄμεσος ἀπόδειξις, ῥητή, ἀλλά ἔμμεσος, πλαγία.  Πιθανότητα ἔχει ὄχι βεβαιότητα.

 

 

Ὀρθόδοξος: Λάβε σύ τοῦτο ἔστω ὡς πιθανότητα καί ὄχι ὡς βεβαιότητα. Ἰδού καί ἄλλη πιθανότης ὑπέρ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων.

 

Εὐαγγελικός: Πιθανότητας δέν δύναμαι νά ἀποκλείσω.  Πιθανόν νά εἶναι ἠχώ τό ἑβρ. 11, 35 τοῦ ΙΙ Μακκαβαίου κεφ. 6 καί 7.  Τά μέχρι τοῦδε ὅμως ἀναφερθέντα χωρία Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης δέν παρέχουν βεβαιότητας, ἀλλά πιθανότητας.  Μέ πιθανότης ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά οἰκοδομήσωμεν τήν ζωή μας καί ἐπί τοῦ προκειμένουν τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων;

 

Ὀρθόδοξος: Βεβαίως ὄχι. Ἀλλ’ ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχομεν ἐδῶ πιθανότητος Γραφικάς διά τό θέμα μας.  Σεῖς δέν ἔχετε. Ἐπειδή ὅμως αἱ προσαχθεῖσαι ἀποδείξεις εἶναι πιθανότητες καί ὄχι βεβαιότητες διά τοῦτο ἔχομεν κι’ ἄλλα στηρίγματα τήν ἱεράν Παράδοσιν καί τήν ἀνθρώπινην λογικήν. Πρίν ὅμως ἤ προχωρήσωμεν εἰς ἐκεῖνα θά πρέπῃ νά ἔλθωμεν εἰς τό συμπέρασμα μας διά τά μέχρι τοῦδε λεχθέντα.

 

 

Συμπέρασμα

 

Γραφικῶς δέν ἔχετε σεῖς κ. Εὐαγγελικέ οὐδεμίαν ρητήν κατηγορηματικήν ἀναντίρρητον βεβαίωσιν, ὅτι ἡ δέησις ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἀπαγορεύεται. Ἐκεῖνο τό ὁποῖον συνάγετε σεῖς ἐκ τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἶναι ὡρισμένα χωρία μέ βάσιν τήν ἀνθρωπίνην λογικήν. 

 

Ἀλλά περί ἀνθρωπίνης λογικῆς θά ἔχωμεν ἰδιαίτερον μέρος: Ρητῶς οὐδέν χωρίον ἐφέρετε τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Ἡμεῖς ὄμως ἐκ τῶν πρωτοκανονικῶν βιβλίων τῆς Γραφῆς οὐδέν χωρίον μέ πλήρους βεβαιότητος ἔχομεν ὅτι ὁμιλεῖ ρητῶς διά τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. 

Ἐάν συγκρίνωμεν τό ἐξαγόμενον τῆς μελέτης μας ταύτης θά ἴδωμεν ὅτι ὑπερτεροῦμεν ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι. 

Γραφικῶς, διότι παρουσιάζομεν χωρία τά ὁποῖα δεικνύουσιν μικράν ἤ μεγάλην πιθανόητα, ἐνῷ σεῖς οὐδέν χωρίον παρουσιάσατε ἐμφαῖνον πιθανότητα ὄχι λογικήν ἀλλά Γραφικήν. Ἄς ἔλθωμεν ἤδη εἰς τήν ἱεράν Παράδοσιν ὅπου θά ἐξετάσωμεν ποῖος ἐξ ἡμῶν ἔχει τό «μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» τοῦ Κυρίου (Ματθ. 28,20) ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος τῆς δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.

 

Εὐαγγελικός: Γνωρίζω ὅτι ἡ γνώμη αὕτη εἰσῆλθε ἀργά εἰς τήν Ἐκκλησία κατά τόν τρίτον αἰῶνα, διότι ἀναφέρεται τό πρῶτον εἰς τάς Ἀποστολικάς Διαταγάς.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΝ: ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ

Ὀρθόδοξος: Ὄχι κ. Εὐαγγελικέ. Αἱ δεήσεις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἔχουσιν διαδοχήν ἀποστολικήν καί οὔτω τό «μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας τοῦ Κυρίου» εὑρίσκεται μεθ’ ἡμῶν καί οὐχί μεθ’ ὑμῶν.

Πρῶτος Αἰών.  Τό Β΄ Μακκαβαίων 12, 42-45 ὅπου γίνεται λόγος ρητῶς περί δεήσεως ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων εἶναι βιβλίον τό ὁποῖον ἐγένετο δεκτόν ἀπό τῆς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς. Ὁ ποιμήν τοῦ Ἐρμᾶ βιβλίον γραφέν τό 100 περίπου μ.Χ. κάνει σαφῆ ὑπαινιγμόν ἐν τῇ  πρώτῃ ἐντολῇ 1,1 περί τοῦ βιβλίου τούτου. 

Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρίας 150 μ.Χ. εἰς τούς Στρωματεῖς του 1, 21 κάμνει λόγον περί τοῦ βιβλίου τούτου ἄρα καί περί τοῦ περιεχομένου αὐτοῦ. 

Ὁ Τερτυλιανός 200 μ.Χ. εἰς τό βιβλίον αὐτοῦ  De Corona Millitis κεφ. Κ.3 λέγει τά ἑξῆς: «ποιοῦμεν θυσίας δεήσεις ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων, ποιοῦμεν ἰδίως ἐν τῇ ἐπετείῳ ἡμέρᾳ τῶν γενεθλίων».    

Ὁ Ὡριγένης 250 μ.Χ. εἰς τό βιβλίον 9 εἰς Ρωμαίους 12 γράφει: «Δίκαιον ἐστί καί ὠφέλιμον τό ποιεῖν ἐν δημοσίαις προσευχαῖς μνημόσυνα ὑπέρ τῶν Ἁγίων». 

 Ὁ Κυπριανός 250 μ.Χ. βεβαιοῖ ὅτι ἐν τοῖς χρόνοις αὐτοῦ οἱ Χριστιανοί ἐθεώρουν ἀναπόφευκτον καθῆκον τό προσφέρειν θυσίας καί δέεσθαι ὑπέρ τῶν μαρτύρων». Ἐπιστολή 307. 

Ὁ Ἀρνόβιος 305 μ.Χ. λέγει «οἱ Χριστιανοί ἐν ταῖς ἱερουργίας αὐτῶν ἐποίουν δεήσεις ὑπέρ ἀναπαύσεως καί σωτηρίας τῶν τεθνεώτων». Ἀρνόβιος κατά Ἐθνικῶν βιβλίον Δ΄. 

Ὁ Αὐγουστῖνος 354-430 συνέγραψε ὁλόκληρον βιβλίον «De cura pro mortuis» ἐν τῷ ὁποίῳ ἀποδεικνύει τήν ἀπό τῆς ἀρχῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ συνήθειαν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ νά εὔχηται καί νά προσφέρῃ θυσίας ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων τήν ὁποίαν ἀποδίδει εἰς ἀποστολικήν παράδοσιν.

Ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων 380 μ.Χ. ἐν τῇ «θείᾳ Μυσταγωγίᾳ» γράφει περί τῆς μνήμης τῶν κεκοιμημένων τά ἑξῆς: «ἕτι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν προκεκοιμημένων ἁγίων Πατέρων καί ἐπισκόπων καί πάντων ἁπλῶς τῶν ἐν ἡμῖν προκεκοιμημένων μεγίστην ὄνησιν πιστεύοντες ἐσεσθαι ταῖς ψυχαῖς ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας».   

Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει «μή ἀμφίβαλε ὅτι καρπώσεται τί χρηστόν» Οὐχ ἁπλῶς ὁ Διακόνος βοᾷ ὑπέρ τῶν ἐν Χριστῷ κεκοιμημένων. Οὐχ ὁ Διάκονος ἐστί ὁ τήν φωνήν ταύτην ἀφιείς ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον» Migne τόμ. 9 σελ. 169.

Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνειος γράφει: «ὠφελεῖ δέ κ’ ἡ ὑπέρ αὐτῶν γενομένη εὐχή». Ὁ Μ. Ἀθανάσιος «κἄν εἰς ἀέρα ὁ ἐν εὐσεβείᾳ τελειωθείς κατατεθῇ μή ἀπαναίνου ἔλαιον καί κηρούς.  Δεκτά γάρ ταῦτα τῷ Θεῷ καί πολλήν ἐξ αὐτοῦ φέροντα τήν ἀντίδοσιν.  Τό γάρ ἔλαιον καί ὁ κηρός ὁλοκαύτωσις ἡ δέ γε θεία καί ἀναίμακτος θυσία ἐξιλασμός ἡ δέ πρός πένητας προσθήκη πάσης ἀγαθῆς ἀντιδόσεως». 

Ὁ Ἐφραίμ ὁ Σύρος ἐν τῇ «Διαθήκῃ» του λέγει: «καί νῦν βούλομαι ἀδελφοί μου ἵνα μετά τήν ἔξοδόν μου μνείαν μου ποιεῖσθαι ἐν ταῖς δεήσεσι ἡμῶν. Ἡνίκα ποιήσω τριακοστήν ποιήσατέ μου τήν μνήμην Εὐεργετοῦνται γάρ οἱ θνητοί ἐν προσφοραῖς ἀναμνήσεως παρά τῶν ζώντων ἁγίων». 

Τέλος ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀφῆκε ὁλόκληρον συγγραφήν περί «τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων ὅπως αἱ ὑπέρ αὐτῶν γενόμεναι λειτουργίαι καί αὐποιΐα τούτους ὀνήνησι». Ἰδού οἱ ἑπτά πρῶτοι αἰῶνες πῶς ὁμιλοῦσι περί τῆς δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.  Περί τῆς συνεχείας μέχρι σήμερον εἶναι περιττόν νά ὁμιλήσωμεν. Ἰδού τό «μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας» ἐπί τοῦ προκειμένουν θέματος τῆς δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων εἶναι ὑπέρ ἡμῶν.

Εὐαγγελικός: Δέν δύναμαι νά ἀρνηθῶ τοῦτο ἐπιθυμῶ ὅμως νά ἔλθω εἰς τό τρίτο μέρος τήν λογικήν ἄποψιν τοῦ ζητήματος.

 

 

ΤΡΙΤΟΝ: Η ΛΟΓΙΚΗ

Εὐαγγελικός: Θά μοῦ ἐπιτρέψητε ὅμως νά σᾶς εἴπω ὅτι λογικῶς οὐδόλως στέκει ἡ δέησις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων διά τόν ἑξῆς λόγον: Εἴπομεν ὅτι κατά τό Ἑβραίους 9,27 «ἀπόκειται ἅπαξ τοῖς ἀνθρώποις ἀποθανεῖν μετά δέ τοῦτο κρίσις».

Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Θεός εὐθύς μετά τόν θάνατον ἑκάστου ἐκφέρει τήν κρίσιν Του, πῶς ἔπειτα θά ἀνακαλέσῃ τήν ἀπόφασίν Του δι΄ἕναν ἁμαρτωλόν τόν ὁποῖον κατεδίκασε; Ἄν κάνῃ τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ πρώτη ἀπόφασίς του ἧτο ἐσφαλμένη ἤ ὅτι ἡ ἐν Ἄδῃ ψυχή ἠνάγκασε Αὐτόν διά τῆς μετανοίας νά ἀνακαλέσῃ τήν ἀποφασίν Του.   

Γνωρίζομεν ὅμως ὅτι ἐν Ἄδῃ δέν ὑπάρχει μετάνοια, ὁ Θεός δέν ἐκδίδει διαταγήν ἐσφαλμένην, ὁ ἁμαρτωλός πρέπει νά μείνῃ ἐν τῷ Ἄδῃ.  Οὐδεμία λοιπόν δέησις ὑπέρ αὐτοῦ εἶναι ὠφέλιμος.

Ὀρθόδοξος: Σεῖς κ. Εὐαγγελικέ εἴπατε μίαν λογικήν σκέψιν κατά τήν τήν ἰδικήν σας ἄποψιν, μέ τό ἀνάλογον συμπέρασμά σας. Ἐγώ θά σᾶς εἴπω τέσσαρας λογικάς σκέψεις μέ ἀντίθετον ἀπό τό ἰδικόν σας συμπέρασμα.

Εὐαγγελικός: Ἀκούω εὐχαρίστως.

Ὀρθόδοξος: Πρώτη σκέψις: Εἴπατε ὅτι ἡ δέησις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἀντίκειται εἰς τήν ἀλάθητον κρίσιν τοῦ Θεοῦ δι’ ἕναν ἁμαρτωλόν πέραν τοῦ τάφου καί εἰς τό ἀδύνατον τῆς μετανοίας τοῦ ἐν τῷ Ἄδῃ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου.   

Σᾶς ἐρωτῶ ὅμως μήπως καί ἡ προσευχή γενικῶς ὄχι μόνον τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἀλλά τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν ζώντων δέν ἀντίκειται εἰς τήν σοφίαν τοῦ Θεοῦ; Καί ἐξηγοῦμαι: Ὁ Θεός διοικεῖ τόν κόσμον κα΄τα ὠρισμένους νόμους.  Ὁ ἄνθρωπος διά τῆς προσευχῆς του, τήν ὁποίαν πολλάκις ἀκούει ὁ Θεός, ἐπεμβαίνει καί ἀκυροῖ ἤ τροποποιεῖ τάς ἀποφάσεις Του.   

Πῶς λοιπόν ὁ Θεός χάρις εἰς τήν προσευχήν ἑνός ἀκυροῖ ἤ τροποποιεῖ τίς ἀποφάσεις Του;   Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἐξέδωσε προηγουμένως ἐσφαλμένην ἀπόφασιν; Ἀναφέρω ἕν παράδειγμα. Ὁ Θεός ἀποφασίζει νά καταστρέψῃ τούς Ἰσραηλίτας, διότι κατασκεύασαν τό χρυσοῦν μόσχον». Ὁ Μωϋσῆς προσεύχεται ὑπέρ τοῦ λαοῦ του.  Ὁ Κύριος ἀνακαλεῖ τήν ἀπόφασιν του πρίν μετανοήσωσι οἱ Ἰσραηλίται, χάρις εἰς τήν προσευχήν τοῦ Μωϋσέως. «Ἱλάσθη Κύριος περί τῆς κακίας ἦς εἶπε ποιῆσαι τόν λαόν αὐτοῦ».  Ἐξοδ. 32,14.  Βλέπεις κ. Εὐαγγελικέ;   

Ὁ Κύριος εἶπε «ποιῆσαι» ἀπεφάσισε νά τιμωρήσῃ τούς Ἰσραηλίτας.  Χάρις ὅμως εἰς τήν προσευχήν τοῦ Μωϋσέως «ἱλάσθη Κύριος περί τῆς κακίας» χωρίς νά μετανοήσωσι οἱ Ἰσραηλίται.  Ἄς ἔλθωμεν εἰς τό θέμα μας. 

Ὅπως ὁ Κύριος ἐξέδωσε καταδικαστικήν ἀπόφασιν τῶν  ἁμαρτησάντων ζώντων Ἰσραηλιτῶν τήν ὁποίαν ἠκύρωσεν ἤ ἐτροποποίησεν ἡ προσευχήν τοῦ Μωϋσέως ἄνευ μετανοίας τῶν ἁμαρτησάντων καί δέν μεμφόμεθα τόν Θεόν ὡς ἀνακαλέσαντα τάς ἀπόφασεις του, διατί ὅταν προσευχηθῇ ζῶν τις ὑπέρ τοῦ κεκοιμημένου καί κατακριθέντος ὑπό τοῦ Θεοῦ ἔχομεν τήν γνώμην ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά εἰσακουσθῇ ἡ προσευχή μας ὑπέρ αὐτοῦ διότι ἀντιτίθεται αὕτη εἰς τό ἀνέκκλητον τῆς θείας ἀποφάσεως καί εἰς τό ἀδύνατον τῆς μετανοίας τοῦ ἐν τῷ Ἄδῃ εὑρισκομένου; Λογικόν δέν εἶναι καί αὐτό;

 

Εὐαγγελικός: Εἴπατε ὅτι ἔχετε τέσσρα λογικά ἐπιχειρήματα.  Αὐτό εἶναι τό πρῶτον.  Τό δεύτερον ποῖον εἶναι;

 Ὀρθόδοξος: Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον.  Περιορίζοντες ὅμως σεῖς τοῦτο μόνον ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ μεταβάλλετε αὐτό εἰς πεπερασμένον.  Εἶναι λοιπόν λογικώτερον νά δεχθῶμεν ὅτι, ἀφοῦ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον, πρέπει νά ἐκτείνεται καί πέραν τοῦ κόσμου τούτου.  Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει διατί νά μή ἀκούωνται αἱ δεήσεις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ὅταν 

α) αἱ δεήσεις αὗται γίνωνται εὐσεβῶς καί μετά πίστεως 

β) οἱ νεκροί ὑπέρ ὧν γίνονται εἶναι ἐπιδεκτικοί τοῦ ἐλέους καί 

γ) ὅταν ἡ πλήρωσις τῶν δεήσεων δέν ἀντιβαίνει πρός τήν καθόλου θείαν δικαιοσύνην καί ἀγαθότητα, ὥστε κατά τήν γνώμην τῶν Πατέρων αἱ δεήσεις αὗται ὀφειλοῦσι ὄχι τούς θανασίμως ἁμαρτήσαντας καί ἀμετανοήτους ἀποθανόντας ἀλλά τούς μή θανασίμως ἁμαρτήσαντος καί ἄνευ μετανοίας ἀποθανόντας.  

 Ἡ τοιαύτη γνώμη εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν ἐνισχύει οὕτω περισσότερον τήν πίστιν μας εἰς τό θεῖον ἔλεος; Δέν εἶναι καί αὐτό λογικόν;

 

Εὐαγγελικός: Τό τρίτον λογικόν ἐπιχείρημα σας ποῖον εἶναι:

Ὀρθόδοξος: Ἰδού. Αἱ ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων δεήσεις ἐκφράζουσι τήν πλήρη ἀγάπης κοινωνίας τῶν ζώντων πρός τους κεκοιμημένους τούς ὁποίους ὁ θάνατος ἀποσπᾷ μέν ἀπό τῆς μεθ’ ἡμῶν τοπικῆς ἀναστροφῆς οὐχί ὅμως καί ἀπό ἡμετέρας ἀγάπης.   

Γνωρίζομεν ὅτι οἱ ἐν οὐρανοῖς προσεύχονται ὑπέρ ἡμῶν. Ἐάν δέν δυνάμεθα καί ἡμεῖς νά προσευχηθῶμεν διά τούς ἀπελθόντας προσφιλεῖς ἡμῶν, ὁ σύνδεσμος στρατευομένης καί θριαμβευούσης ἐκκλησίας ὁ ἐπί τῆς ἀγάπης στηριζόμενος θά ἧτο ἐλλιπής.   

Διά νά εἶναι πλήρης ὁ δεσμος οὗτος τῆς ἀγάπης τῆς μιᾶς ἐν οὐρανῷ καί ἐν γῇ Ἐκκλησίας, πρέπει καί ἡμεῖς νά προσευχώμεθα ὑπέρ τῶν προσφιλῶν κεκοιμημένων.  Λογικόν δέν εἶναι καί αὐτό;

Εὐαγγελικός: Τό τέταρτον λογικόν ἐπιχείρημά σας; 

Ὀρθόδοξος: Τοῦτο εἶναι βαθύτερον εἰς νόημα καί θά ἤθελον νά προσέξητε περισσότερον.

Εὐαγγελικός: Σᾶς ἀκούω.

Ὀρθόδοξος: Δύο πράγματα ὑπάρχουν ὡραιότερα ἐν οὐρανῷ καί ἐν γῇ, ἐν τῷ ἀνθρώπῳ καί ἐν τῷ Θεῷ: Ὁ ἀνθρώπινος πόνος καί ἡ θεία προσευχή.  Αὐτά συνδέονται πολύ μεταξύ των, διότι ὁ ἀνθρώπινος πόνος μόνον μέ τήν προσευχήν λαμβάνει νόημα καί δόξαν.


 Ἡ δέ προσευχή μᾶλλον μέ τόν ἀνθρώπινον πόνον ἐκφράζεται παρά μέ τήν χαράν. Ἡ μεγάλη αὕτη σχέσις τῶν δύο τούτων δώρων τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τοῦ πόνου καί τῆς προσευχῆς, στηρίζεται εἰς τήν μεγάλην συγγένειαν τῶν δώρων αὐτῶν.   

Καί ἐξηγοῦμαι: Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πονεῖ φωνάζει ὄχι πάντοτε διά νά εἰσακουσθῇ καί θεραπευθῇ ὁ πόνος του, ἀλλά φωνάζει διότι πονεῖ.  Ἡ ἀρχική λοιπόν αἰτία πολλάκις δέ καί ἡ μόνη αἰτία τῆς κραυγῆς μας ἐπάνω εἰς τόν πόνον μας δέν εἶναι ἡ θεραπεία ἀλλά ὁ πόνος.  Τό ἴδιον συμβαίνει καί μέ τήν προσευχήν.  Ἡ προσευχή εἶναι κραυγή ἀγάπης.  

 Προσεύχεσαι ὅταν ἀγαπᾶς. Ἀγαπᾷς  δέ πραγματικῶς ὅταν πονᾷς.  Ἡ πρώτη λοιπόν αἰτία τῆς προσευχῆς εἶναι ὄχι νά εἰσακουσθῇ τό περιεχόμενον τῆς αἰτήσεως της ἀλλά προσεύχεται τις διότι ἀγαπᾷ διότι πονᾷ ἀδιαφόρως ἐάν εἰσακουσθῇ ἤ ὄχι κατά τήν προσευχή του. Ἕν παράδειγμα. Ὁ Κύριος προσεύχεται ἐν Γεθσθημανῇ ἤ διά τόν ἑαυτόν Του και ἐν τῷ Σταυρῷ διά τούς ἄλλους.  Προσεύχεται ἐν Γεθσθημανῇ ἵνα παρέλθῃ τό ποτήριον τοῦ Πάθους Του.  Προσεύχεται εἰς τόν Σταυρόν διά τούς ἐχθρούς Του «οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». 

Ὁ Κύριος ἐγνώριζε ὅτι δέν θά εἰσακουσθῇ  ἡ προσευχή Του καί εἰς τά δύο περιπτώσεις.  Πῶς θά συγχωρήσῃ ὁ Θεός τούς Σταυρωτάς Του μέ μόνην τήν δικαιολογίαν ὅτι δέν ἠξεύρουν τί κάμνουν ἄν δέν μετανοήσουν; Γνωρίζει ὅτι εἰς τήν Γεθσθημανήν δέν θά ἀκουσθῆ ἡ φωνή Του καί ὅμως προσεύχεται. 

Ἀφοῦ λοιπόν κ. Εὐγγελικέ, ὁ Κύριος προσευχήθηκε δίς ἄν καί ἐγνώριζε ὅτι δέν θά εἰσακουσθῇ διατί νά μή προσευχώμεθα ἡμεῖς ὑπέρ τῶν προσφιλῶν μας ἀδελφῶν ἀφοῦ ἡ Γραφή ῥητῶς ὡς εἴδομεν, οὐδαμοῦ ἀπαγορεύει τοῦτο, τοὐναντίον μάλιστα παρέχει πιθανότητας; 

Διατί νά μή προσευχηθῶμεν ἀφοῦ ἔχομεν τήν παράδοσιν ὁμόφωνον ἐπ’ αὐτοῦ ἀπό τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων μέχρι σήμερον ἤτοι τό «πάσας τάς ἡμέρας» τοῦ Κυρίου Ματθ. 28,20 καί τέλος τόσα ἄλλα λογικά ἐπιχειρήματα ἐπί τῆς Ἁγ. Γραφῆς στηριζόμενα;

Εὐαγγελικός: Λογικά καί συγκινητικά εἶναι ὅλα αὐτά, ἰδίως ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου ἐν Γεθσθημανῇ ἤ καί ἐν τῷ Σταυρῷ. Ἔχω ὅμως μίαν ἀπορίαν: Δέν νομίζετε ὅτι μέ τά μνημόσυνα δίδομεν εὐχέρειαν νά σωθοῦν περισσότεροι οἱ πλούσιοι ἀφοῦ ἔχουν τά χρηματικά μέσα τῶν μνημοσύνων καί ὄχι οἱ πτωχοί;

Ὀρθόδοξος: Εἴπομεν ὅτι διά τῶν μνημοσύνων δέν συγχωροῦνται ὅλαι αἱ ἁμαρτίαι.  Οἱ πλούσιοι μέ τό χρῆμα των ἐν τῇ γῇ ὅταν ἔζων εἶχον τήν εὐκολίαν τῆς ἁμαρτίας περισσότερον. Ἐάν οὗτοι ἡμάρτησαν θανασίμως καί δέν μετενόησον οὐδεμίαν ὠφέλειαν θά εὕρωσιν ἐκ τῶν μνημοσύνων ἔστω καί ἄν αὐτά εἶναι πολυδάπανα, Ἀρχιερατικά.  

 Ἔπειτα οἱ πτωχοί, δύνανται νά προσευχηθῶσι ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων προσφιλῶν των δίδοντες ἕν μόνον πρόσφορον ἀξίας πέντε δραχμῶν ἤ καί ἄνευ αὐτοῦ ἕν μόνον σημείωμα ὅπου θά γράψωσι τό ὄνομα τοῦ κεκοιμημένου των ἵνα μνημονευθῇ κατά τήν ἱεράν θυσίαν. 

Εὐαγγελικός: Καί ἄλλην μίαν ἀπορίαν.  Δέν νομίζεται ὅτι ὅταν πιστεύωμεν εἰς τά μνημόσυνα θά ἀμελήσωμεν τήν ἐδῶ χριστιανικήν ζωήν ἐμπιστευόμενοι εἰς αὐτά;

Ὀρθόδοξος: Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός γνωρίζει καλά ὅτι ἀσφαλής εἶναι δι’ὅσας ἀρετάς ἐργασθῆ ὁ ἴδιος ἐδῶ.  Πέραν τοῦ τάφου θά πέσῃ μόνον εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.  Δέν εἶναι λοιπόν καί εἰς τόν πλέον ἀνόητον ἄνθρωπον φανερόν ὅτι πρέπει νά προτιμήσῃ τήν ἀσφαλῆ ὁδόν τῆς ἐντεῦθεν προετοιμασίας του παρά νά ἀφεθῇ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τήν διάθεσιν τῶν ἄλλων καί τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς.

Συμπέρασμα: Ἰδού καί τά μνημόσυνα: Γραφικῶς, Πατερικῶς, Λογικῶς.  Καί κατά τά τρία ὑπερτεροῦμεν οἱ Ὀρθόδοξοι τῶν Εὐαγγελικῶν.