Πέμπτη, Μαΐου 09, 2024

 

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

ΓΙΑ ΤΗ ΜΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

 Ο  Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ  στήν ἐπιστολή του πρός τόν ἀρχηγό τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ  κ. Φραγκίσκο[1], καί στήν ἐπιστολή του πρός τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σχετικά μέ τήν ἀπόφαση χειροτονίας γυναικῶν στόν βαθμό τοῦ ἐπισκόπου στήν Ἀγγλικανική κοινωνία[2] γράφει :

«Ὁ Χριστός τίμησε ἰδιαιτέρως τίς γυναῖκες, τό γυναικεῖο φύλο. Ὄχι μόνο στό πρόσωπο τῆς μητρός Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν ὁποία ἐπέλεξε ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους γιά νά γεννηθεῖ ἀπ’ αὐτήν. Ὄχι μόνο διότι ἀξίωσε τίς γυναῖκες πρῶτες νά μάθουν τήν Ἀνάσταση, γιατί πρῶτα σ’ αὐτές ἐμφανίσθηκε, ἀλλά καί διότι μέ τίς πράξεις καί τά ἔργα Του ἔδειξε ὅτι οἱ γυναῖκες ἔχουν μεγάλο ἠθικό καί πνευματικό μεγαλεῖο. Μερικές φορές, ξεπερνοῦν καί τούς ἄνδρες. Πολλές φορές, μέσα στά συναξάριά της ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἅγιες γυναῖκες, μάρτυρες, ὅσιες, ἀσκήτριες, οἱ ὁποῖες ξεπέρασαν σέ ἀφοσίωση στό Θεό τούς θεωρουμένους δυνατούς ἄνδρες. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρκετές φορές, ἀναφερόμενοι σέ εὔθραυστες, λεπτές καί εὐαίσθητες γυναικεῖες μορφές, ἀποροῦν πῶς αὐτές οἱ γυναῖκες μέ αὐτή τή γυναικεία φύση καί τήν εὐαισθησία, πού θά νόμιζε κανείς πώς στήν πρώτη δυσκολία θά κατέρρεαν, πῶς αὐτές οἱ γυναῖκες ἔδειξαν τέτοια ἀντοχή καί τέτοια ἀφοσίωση στά μαρτύρια, ἀλλά καί στή μοναχική ἄσκηση καί ἀποδείχθηκαν ἀνώτερες ἀπό τούς ἄνδρες.

Στήν εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς της Σαμαρείτιδος[3], διαβάζουμε γιά τήν ἀπορία τῶν μαθητῶν, πού «ἐθαύμασαν ὅτι μετά γυναικός ἐλάλει». Ἀπαγορευόταν ἀπό τόν Μωσαϊκό νόμο νά δίνουν οἱ ἄνδρες τιμή καί ἀξία στίς γυναῖκες, ἀκόμη καί νά τίς θεωροῦν ἰσάξιες νά συνομιλήσουν μαζί τους. Ὑπάρχει μάλιστα στήν ἰουδαϊκή παράδοση, στή συλλογή τῶν πατέρων τῶν Ἑβραίων, στό βιβλίο «Λόγοι Πατέρων», ἕνα λόγιο, τό ὁποῖο λέει ὅτι εἶναι καλύτερα οἱ λόγοι τοῦ νόμου νά καίγονται καί νά ἀφανίζονται, παρά νά τούς ἀκοῦν γυναῖκες. Καί ὑπάρχουν καί πολλά ἄλλα στοιχεῖα ὑποτιμήσεως τοῦ γυναικείου φύλου. Ὄχι μόνο στόν Ἰουδαϊσμό, ἀλλά καί στήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἐξίσωσε ἄνδρες καί γυναῖκες – «οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ˙ πάντες γάρ ἡμεῖς εἰς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[4] - ἀλλά, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε, πολλές φορές ἀνέβασε τίς γυναῖκες σέ πολύ ὑψηλά βάθρα ἁγιότητος.

Κι ἄς σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ ἰσότητα ἀνδρῶν καί γυναικῶν δέν κρίνεται στό τί ἐπαγγέλματα ἀσκεῖ ὁ καθένας, ὅπως ἰσχυρίζεται τό ἀνόητο φεμινιστικό κίνημα, τό ὁποῖο δημιουργεῖ ἀναταραχή καί ἀναστατώνει τίς κοινωνίες. Διότι, ὅπως ἡ ἀνδρική φύση εἶναι φτιαγμένη ἀπό τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό νά μετέρχεται ὁρισμένα ἐπαγγέλματα καί ὁρισμένες ἐργασίες, λόγω τῆς φυσικῆς της κατασκευῆς, ἔτσι καί ἡ λεπτή καί εὐαίσθητη γυναικεία φύση εἶναι κατάλληλη καί φτιαγμένη ἀπό τόν Θεό νά ἀκολουθεῖ καί νά μετέρχεται ὁρισμένα ἐπαγγέλματα καί ἰδίως τό μεγάλο λειτούργημα τῆς μητρότητας. Δέν ὑπάρχει ἱερότερος θεσμός καί ἱερότερο λειτούργημα ἀπό τό λειτούργημα τῆς μητρότητας. Ἡ ἰσότητα, λοιπόν, δέν ἔγκειται στό τί ἐπαγγέλματα μετέρχεται κανείς σ’ αὐτή ἐδῶ τή ζωή. Ἡ ἰσότητα ἔγκειται στό ἄν ἡ γυναίκα μπορεῖ πνευματικά νά ἐπιτύχει τά ἴδια πράγματα, πού ἐπιτυγχάνουν οἱ ἄνδρες. Ἄν ὑπάρχει ἰσότητα στήν ἁγιότητα καί τήν ἀρετή. Ἄν μποροῦν οἱ γυναῖκες νά κατακτήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄν μποροῦν νά κατανοήσουν τό κήρυγμα καί νά ἀφοσιωθοῦν στόν Θεό. Τί εἶναι αὐτή ἐδῶ ἡ ζωή μέ τίς ποικίλες διαφοροποιήσεις καί τίς ἀνισότητες; Μήπως καί ἀνάμεσα στούς ἄνδρες δέν ὑπάρχουν τοῦ κόσμου οἱ ἀνισότητες; Δέν ὑπάρχουν ἀνισότητες μεταξύ τῶν δύο φύλων, παρά μόνο φυσικές καί λειτουργικές διαφοροποιήσεις. Μποροῦν καί οἱ γυναῖκες ἐξ ἴσου νά κατακτήσουν τήν ἁγιότητα. Καί ἐδῶ εἶναι ὁ μεγάλος στίβος τῆς ἁγιότητας. Ὅποια γυναίκα θέλει νά ξεπεράσει τούς ἄνδρες, ἀνοίγεται μπροστά της ὁ δρόμος τῆς ἁγιότητας καί τῆς ἀρετῆς. Ἀντίθετα, ὅμως, σήμερα, φωνές διαβολικές, φωνές τοῦ κακοῦ ἐξωθοῦν τίς γυναῖκες σέ ἄλλου εἴδους ἐξίσωση πρός τούς ἄνδρες. Σέ ἐξίσωση μέ τή διαφθορά καί τήν ἁμαρτία καί ἔχουν καταξεφτιλίσει τό γυναικεῖο φύλο.

Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία εἶναι σφόδρα κατηγορηματική καί κάθετα ἀντίθετη στήν χειροτονία-ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν, καί αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πλούσια θεολογική ἐπιχειρηματολογία καί κατοχύρωση τῆς θέσεώς της, τήν ὁποία καί παραθέτουμε.

Ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου στά Ἅγια τῶν Ἁγίων εἶναι ὄντως ἕνα καινοφανές καί μή ἐπαναλαμβανόμενο γεγονός στήν ἱστορία. Καινοφανές μέν, γιατί πρώτη φορά ἐπετράπηκε σέ γυναίκα νά εἰσέλθει στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, μή ἐπαναλαμβανόμενο δε, διότι δέν ἐπετράπηκε ἔκτοτε νά εἰσέρχεται γυναίκα στό Ἅγιο Βῆμα, τό Ἱερό. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή μάλιστα ἔχει πάρει ἄκαμπτο συνοδικό χαρακτήρα μέ ἱεροκανονική ἐπικύρωση.

Στήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στόν οἶκο, πού ἀρχίζει μέ τό γράμμα «Μ», ὁ ἱερός ὑμνογράφος ἀναφέρει : «Μή τολμήση γυνή τίς, εἰσελθεῖν ἐν Ἁγίω Βήματι, ὅπου μόνη εἰσῆλθε, ἡ Ἁγία ἐν ταῖς γυναιξίν, εἰς τά τῶν Ἁγίων Ἅγια, οὖ μόνος ὁ Ἀρχιερεύς εἰσήρχετο, τοῦ ἐνιαυτοῦ ἅπαξ». Ἐπίσης, στόν οἶκο μέ τό γράμμα «Ψ», λέει : «Χαῖρε, μόνη ἡ ἀξία ἐν τῷ Βήματι εἰσελθεῖν˙ χαῖρε, σοί γάρ μόνη ἔξεστιν ἐν τῷ Ἱερῶ οἰκεῖν»[5].

Ὁ 69ος Ἱερός Κανόνας τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς  Συνόδου ὁρίζει : «Μή ἐξέστω τινί τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελούντι, ἔνδον του ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου». Τό ἅγιον Βῆμα εἶναι ἀφιερωμένο στούς ἱερωμένους. Γι’αὐτό ὁ παρών Κανόνας ἐμποδίζει τήν εἴσοδο σ’αὐτό τῶν λαϊκῶν. Καί σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης : «Γι’αὐτό ἄς παρακινηθοῦν οἱ ἱερεῖς καί πνευματικοί νά ἀποκόψουν τήν παράνομη συνήθεια, πού ἐπικρατεῖ σέ πολλούς τόπους, τό νά εἰσέρχονται λαϊκοί μέσα στό ἅγιο βῆμα, ἡ ὁποία (συνήθεια), μή διακρίνοντας ἱερεῖς ἀπό λαϊκούς, κάνει νά πίπτουν οἱ λαϊκοί στήν ποινή τοῦ βασιλέως Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος, λαϊκός ὄντας, τόλμησε νά ἐπιχειρήσει τά ἔργα τῶν ἱερωμένων. Κατά κάποιον τρόπο κι αὐτοί, εἰσερχόμενοι στόν διορισμένο τόπο τῶν ἱερέων, οἰκειοποιοῦνται τά τῶν ἱερέων»[6].

Ἡ ἱερωσύνη, ὅμως, ὅπως εἶναι γνωστό, πηγάζει ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό, δηλαδή τό ἀρχιερατικό Του ἀξίωμα, γι’αὐτό καί ὁ Ἴδιος ἀποκαλεῖται ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς. Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ προτυπώθηκε στήν Παλαιά Διαθήκη, τόσο ἀπό τήν ἱερατική φυλή τοῦ Λευί, ὅσο καί ἀπό τόν Μελχισεδέκ, γιά τόν ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Ὁ Ἀρχιερεύς Χριστός παρέδωσε τήν ἱερωσύνη, χειροτονώντας τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί αὐτοί μέ τή σειρά τους «ἐπέθηκαν τάς χείρας τῶν ἐπί»[7] ἄλλους ἄνδρες ἀξίους τῆς ἱερωσύνης καί ὄχι γυναίκες, ὅπως ἐσφαλμένα συμβαίνει μέ τά ἀπεξηραμμένα φύλλα τῆς αἱρετικῆς παρασυναγωγῆς τοῦ προτεσταντισμοῦ καί δή τῶν Ἀγγλικανῶν, τῶν Λουθηρανῶν καί τῶν Μεταρρυθμισμένων, οἱ ὁποῖοι, ἐπηρρεασμένοι ἀπό τό ἀνόητο φεμινιστικό κίνημα, ἐπιτρέπουν τήν συμμετοχή γυναικῶν στό Μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, τήν ὁποία δυστυχῶς υἱοθετοῦν ἀκόμη και ὀρθόδοξοι ἀκαδημαϊκοί οἰκουμενιστές «θεολόγοι». Αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη διαδοχή τῆς ἱερωσύνης συνεχίσθηκε ἀνά τούς αἰῶνες καί φθάνει μέχρι καί τίς ἡμέρες μας, καί ἕως συντελείας αἰώνων. Γι’αὐτό καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁμιλοῦμε περί ἀποστολικῆς διαδοχῆς.

Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης σημειώνει τά ἑξῆς σχετικά μέ τό θέμα : «Τό ἐνδιαφέρον τοῦ θέματος ἀπό τήν πλευρά τῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς συνίσταται κυρίως στήν ἄποψη ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών συνδέεται μέ κάποια γενικότερη ὑποτίμησή τους στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἄποψη, ὅμως, αὐτή παραθεωρεῖ καί βασικά στοιχεῖα, πού ἔχουν σχέση μέ τή λειτουργική ὑπεροχή τῆς γυναίκας στή ζωή καί τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Καί πρίν ἀπ’ὅλα παραμερίζει τήν πρόταξη τῆς γυναίκας στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τή συντριβή τοῦ διαβόλου. Ἡ ἔχθρα ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν διάβολο εἶναι κυρίως ἔχθρα ἀνάμεσα στή γυναίκα καί τό διάβολο. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι γίνεται λόγος καί γιά «σπέρμα» τῆς Εὕας, πού θά συντρίψει τό διάβολο[8]. Ἡ  Εὕα ἔλαβε τό πρωτευαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί ἡ Παναγία δέχθηκε τόν Εὐαγγελισμό τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.

Ἡ γυναῖκα, λοιπόν, πού πρωτοστάτησε στήν πτώση, πρωτοστατεῖ καί στήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας συμπαρασύρεται στήν πτώση καί συμπορεύεται στήν ἀνόρθωση. Ὁ πρῶτος ρόλος δέν βρίσκεται σ’αὐτόν, ἀλλά στή γυναῖκα. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ γυναῖκα πρωτοστατεῖ καί ὁ ἄνδρας ἀκολουθεῖ. Εἰδικότερα, ἡ Παναγία γίνεται συναίτιος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, μαζί μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Δανείζει στόν Θεό τήν ἀνθρώπινη φύση, πού γίνεται ἡ ἀπαρχή τῆς καινῆς κτίσεως. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Παναγία εἶναι «μετά τόν πρῶτον ἱεράρχην Χριστόν, ἕτερος Ἱεράρχης»[9]. Ὁ ἀποκλεισμός, ὅμως, τῆς γυναῖκας ἀπό τήν μυστηριακή ἱερωσύνη ἔχει πραγματικό καί συμβολικό νόημα. Ἡ γυναῖκα συνεργεῖ στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνῶ ὁ ἄνδρας διακονεῖ. Οἱ ἱέρειες ἦταν εὐρύτατα γνωστές στόν προχριστιανικό κόσμο ἐκτός τοῦ Ἰσραήλ. Εἰδικότερα, ὑπῆρχαν στίς θρησκεῖες τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ρωμαίων, μέ τίς ὁποῖες ἦρθε σέ ἄμεση σχέση ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὁ Ἰσραήλ. Γι’ αὐτό ἀπό κοινωνική ἄποψη φαίνεται παράδοξη ἡ ἀπουσία ἱερειῶν στόν ἰουδαιοχριστιανικό κόσμο, ὅπου μάλιστα ἡ θέση τῆς γυναῖκας ἦταν ὑψηλότερη. Ἐπιπλέον, σέ ὁλόκληρη τή χριστιανική γραμματεία, ὅπου παρουσιάζονται πλεῖστα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, οὐδέποτε ἀνέκυψε ζήτημα ἱερειῶν. Μόνο ἡ γνωστικίζουσα αἵρεση τοῦ Μοντανισμοῦ δεχόταν γυναῖκες στόν ἐπισκοπικό καί τόν πρεσβυτερικό βαθμό, πράγμα πού χαρακτήρισε ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ὡς «εἰδωλοποιόν ἐπιτήδευμα» καί «ἐγχείρημα διαβολικόν»[10].

Οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου δέν πρέπει νά θεωρηθοῦν τυχαῖοι, ἀλλά δηλωτικοί της στάσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στήν μυστηριακή ἱερωσύνη τῶν γυναικών. Οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ πρεσβύτεροι εἶχαν ἐξαρχῆς ὄχι μόνο λειτουργική, ἀλλά καί συμβολική θέση στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί ὑπάρχουν «εἰς τύπον τοῦ Πατρός» ἤ «εἰς τύπον Θεοῦ»[11]. Ἐνῶ στό «βασίλειον ἱεράτευμα»[12] προσέρχονται ἀδιακρίτως ἄνδρες καί γυναῖκες, στήν μυστηριακή ἱερωσύνη προσλαμβάνονται μόνο ἄνδρες. Ἡ παρουσία ἱερειῶν θά ὑποδήλωνε τήν ὕπαρξη γυναικείων θεοτήτων, ὅπως συνέβαινε στίς προχριστιανικές θρησκεῖες. Ἡ ἄρνηση δηλ. τῆς εἰδωλολατρίας, πού συνεπάγεται καί τήν ἄρνηση θεοτήτων τῶν δύο φύλων, συμβαδίζει μέ τήν ἀπουσία ἱερειῶν. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε μόνο διακόνισσες, πού ἐξυπηρετοῦσαν πρακτικές λειτουργικές ἀνάγκες, καί ὄχι ἱέρειες μέ μυστηριακή ἱερωσύνη συμβολικοῦ χαρακτήρα, πού χαρακτηρίζεται ὡς «εἰδωλοποιόν ἐπιτήδευμα» ἤ «ἐγχείρημα διαβολικόν», δηλ. εἰδωλολατρία. Καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Μοντανισμός ἐκτός ἀπό τήν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν διατήρησε κί ἄλλα εἰδωλολατρικά στοιχεῖα, ἐνῶ ὁ εἰσηγητής τοῦ Μοντανός ἦταν ἀρχικά ἱερέας τῆς θεᾶς Κυβέλης. Ἀλλά καί σήμερα ἡ προώθηση γυναικών στήν ἱερωσύνη δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή διάδοση νεογνωστικῶν καί νεοπαγανιστικῶν ἀντιλήψεων, πού χαρακτηρίζουν τό γενικότερο πνεῦμα τῆς ἐποχή μας»[13].

Ὑπάρχουν καί ἄλλα πάμπολλα ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς χειροτονίας τῶν γυναικών, τά ὁποία παραθέτουμε στή συνέχεια, ὅπως τά καταγράφει ὁ κ. Χρήστος Λιβανός[14]. Ἐπίσης, καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διοργάνωσε διορθόδοξο θεολογικό Συνέδριο στή Ρόδο τό φθινόπωρο τοῦ 1998 μέ θέμα «Τό ἀδύνατον τῆς εἰδικῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν».

α) Ἡ ρίζα τῆς ἀληθείας, ὅτι μόνο ἄρρενες πρέπει νά λαμβάνουν ἱερωσύνη, βρίσκεται στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν, ἅγιον τῷ Κυρίω κληθήσεται»[15].

β) Ἡ ἱερωσύνη, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, δινόταν μόνο σέ ἄνδρες.

γ) Ὁ Χριστός δέν ἐπέλεξε καμμία γυναῖκα ὡς Ἀπόστολό Του. Καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοί Του ἦταν ἄνδρες.

δ) Ὁ προδότης Ἰούδας δέν ἀντικαταστάθηκε ἀπό γυναῖκα, ἀλλά ἀπό ἄνδρα, τόν Ἀπόστολο Ματθία[16].

ε) Στόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Χριστός κάλεσε μόνο τούς Δώδεκα καί σ’αὐτούς παρέδωσε τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

στ) Τήν ἐντολή νά βαπτίσουν «πάντα τά ἔθνη» ἔδωσε ὁ Χριστός μόνο στούς Ἀποστόλους καί ὄχι στόν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν Του, πού ἀποτελοῦσαν καί γυναῖκες[17].

ζ) Τήν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας» ἔδωσε ὁ Χριστός μόνο στούς Ἀποστόλους Του καί ὄχι σέ γυναῖκες[18].

η) Ἡ Παναγία, ἄν καί προερχομένη, κατά τόν ἅγιο Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως, «ἐκ γένους ἱερατικοῦ, φυλῆς Ἀαρωνείτιδος, ρίζης προφητικῆς καί βασιλικῆς»[19], δέν ἔλαβε τήν ἱερωσύνη. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός της δέν τήν συμπεριέλαβε μεταξύ τῶν Ἀποστόλων.

θ) Οἱ Ἀπόστολοι οὐδέποτε χειροτόνησαν γυναῖκες.

ι) Ἡ Παύλειος διδασκαλία εἶναι ἀληθινός καταπέλτης ἐναντίον τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν. «Αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν», παραγγέλλει στούς Κορινθίους[20], «γυναικί δέ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω», γράφει πρός τόν Ἀπόστολο Τιμόθεο[21]. Πῶς, λοιπόν, θά χειροτονηθοῦν γυναῖκες, ἐφ’ὅσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος[22] ἀπαγορεύει σ’αὐτές τό «διδάσκειν», τό ὁποῖο εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας Λατρείας καί ἀπό τά βασικότερα καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ ἐπισκόπου;

ια) Ὁ πρεσβύτερος πρέπει νά εἶναι «μιᾶς γυναικός ἀνήρ»[23], συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος, χωρίς ὅμως νά προσθέσει καί τό ἀντίστροφο, «ἑνός ἀνδρός γυνή».

ιβ) Ὁ ἐπίσκοπος ἵσταται «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ». Ὁ Χριστός εἶναι ἄνδρας. Μπορεῖ γυναίκα νά σταθεῖ εἰς τύπον καί τόπον τοῦ ἀνδρός Χριστοῦ;

ιγ) Ὁ ἱερεύς εἶναι «alter Christus», ἄλλος Χριστός. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος, ἡ δέ Ἐκκλησία ἡ Νύμφη. Μπορεῖ γυναίκα νά θεωρηθεῖ Νυμφίος; Θά τολμήσουμε νά συμβολίσουμε τήν ὑπερφυά σχέση Χριστοῦ-Ἐκκλησίας μέ τή διεστραμμένη σχέση ὁμοφυλοφίλου ζεύγους; Αὐτό ἀκριβῶς πράττουν ὅσοι ἑτερόδοξοι παρέχουν τήν ἱερωσύνη στίς γυναῖκες.

ιδ) Ἡ Ἱερά Παράδοση, τήν ὁποία δέν παραδέχονται οἱ Προτεστάντες, μαρτυρεῖ κατά τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, ἀφοῦ ἐπί 2013 ἔτη τώρα ὅλοι οἱ φορεῖς τῆς ἱερωσύνης ἦταν καί εἶναι ἄνδρες.

ιε) Πλῆθος ἁγίων γυναικῶν κοσμεῖ τό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξύ αὐτῶν οἱ Μυροφόρες, οἱ ἰσαπόστολοι Φωτεινή καί Ἑλένη, καθώς καί ἅγιες μητέρες μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καμμία ἀπ’αὐτές δέν ὑπῆρξε ἱερουργός τῶν θείων Μυστηρίων. Καμμία ἀπό τίς ἀρχαῖες διακόνισσες ἤ τίς ἀνά τούς αἰῶνες μοναχές δέν ἀπαίτησε νά λάβει τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.

ιστ) Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές εἶναι σαφεῖς καί κατηγορηματικές : «Οὐκ ἐπιτρέπομεν οὔν γυναίκας διδάσκειν ἐν ἐκκλησία, ἀλλά μόνον προσεύχεσθαι καί τῶν διδασκάλων ἐπακούειν. Καί γάρ καί αὐτός ὁ διδάσκαλος ἡμῶν Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἡμᾶς τούς δώδεκα πέμψας μαθητεῦσαι τόν λαόν καί τά ἔθνη, γυναίκας οὐδαμοῦ ἑξαπέστειλεν εἰς τό κήρυγμα… Εἰ δέ ἐν τοῖς προλαβούσι διδάσκειν αὐταῖς οὐκ ἐπιτρέπομεν, πῶς ἱερατεῦσαι ταύταις παρά φύσιν τίς συγχωρήσει; Τοῦτο γάρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀθεότητος τό ἁγνόημα θηλείαις θεαῖς ἱερείας χειροτονεῖν, ἀλλ’ οὐ τῆς τοῦ Χριστοῦ διατάξεως»[24].

ιζ) Ὁ Τερτυλλιανός γράφει : «Δέν ἐπιτρέπεται στή γυναίκα νά ὁμιλεῖ στήν ἐκκλησία οὔτε νά διδάσκει οὔτε νά χρίει οὔτε νά κάνει τήν προσκομιδή οὔτε νά διεκδικεῖ γιά τόν ἑαυτό της ὁποιοδήποτε ἀξίωμα, πού ἔχουν οἱ ἄνδρες, ἤ κάποιο ἱερατικό λειτούργημα»[25].

ιη) Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ρωτᾶ : «τίνι οὖν σαφές ἐστιν ὅτι τῶν δαιμόνων ἐστί τό δίδαγμα καί σχῆμα καί ἠλλιοωμένον τό ἐπιχείρημα»; Καί προσθέτει : «Θεῶ γάρ ἀπ’αἰῶνος οὐδαμῶς γυνή ἱεράτευσεν»[26]καί τέλος

ιθ) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμβουλεύει «οἱ γυναῖκες νά ἀπομακρύνονται ἀπό μία τέτοια ὑπηρεσία, ὅπως καί τό πλεῖστον τῶν ἀνθρώπων», προσθέτοντας ὅτι «ὁ θεῖος νόμος ἀπομακρύνει τίς γυναῖκες ἀπό τό ἱερατικό λειτούργημα, ἀλλ’αὐτές ἐπιζητοῦν νά τό κατακτήσουν δυναμικά»[27].

 


 

[1] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Επιστολή προς τον Πάπα, 14-4-2014, http://www.imp.gr/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2014/45-ανακοινωθέντα-δελτία-τύπου-2014/756-ορθόδοξος-και-οικουμενική-η΄-οικουμενιστική-η-συγκληθησόμενη-αγία-και-μεγάλη-σύνοδος-του-2016.html

[2] Τοῦ ἰδίου, Επιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο σχετικῶς πρός τήν Ἀπόφαση χειροτονίας γυναικῶν στήν Ἀγγλικανική Κοινωνία, 25-7-2014 http://www.imp.gr/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2014/45-ανακοινωθέντα-δελτία-τύπου-2014/816-επιστολή-του-σεβασμιωτάτου-μητροπολίτου-μας-προς-τον-μακαριώτατο-αρχιεπίσκοπο-και-τα-μέλη-της-ιεράς-συνόδου.html

[3] Ἰω. 4, 5-42.

[4] Γαλ. 3, 28.

[5] Ὑμνολόγιον τό χαρμόσυνον, ἤγουν χαιρετιστήριοι οἴκοι εἰς ἁγίους καί ἑορτάς τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σταυροβουνίου, Κύπρος 1995, σσ. 270, 275.

[6] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 280-281.

[7] Πράξ. 6, 6.

[8] Γέν. 3, 15.

[9] ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ, Λόγος  εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον  11, εκδ. M. Jugie, Theorhanes Nicaenus (+ 1381), Sermo in Sanctissimam Deiparam,  Lateranum Romae 1935, σ. 64.

[10] ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,  Πανάριον 49, PG 42, 745BC.

[11] ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Πρός Μαγνησιείς 4, Πρός Τραλλιανούς 3. 

[12] Α΄ Πέτρ. 2, 9.

[13] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική ἠθική  ΙΙ, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, σσ. 384-387.

[14] ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΒΑΝΟΣ, «Ἐμπόδια στόν διάλογο μέ τόν Προτεσταντισμό», ἐν Οἰκουμενισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. Πρακτικά διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου. Αἴθουσα τελετῶν Α.Π.Θ. 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 627-632.

[15] Λκ. 2, 23.

[16] Πράξ. 1, 21-26.

[17] Μτθ. 28, 16-20.

[18] Ιω. 20, 23.

[19] ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Εἰς τήν Εἴσοδον τῆς Θεοτόκου Β΄, PG 98, 313A.

[20] Α΄ Κορ. 14, 34.

[21] Α΄ Τιμ. 2, 12.

[22] Α΄ Κορ. 14, 35.

[23] Τίτ. 1, 6.

[24] Ἀποστολικαί Διαταγαί  ΙΙΙ, 6, 1-2 καί 9, 1-4.

 [25] ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣDe Virginibus, IX, 1, C.C. ii, 1218-19.

[26] ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Κατά αἱρέσεων  49, 2-3, PG 41, 881.

[27] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί Ἱερωσύνης  ΙΙ, 1, 2.




 

Δεν υπάρχουν σχόλια: