[:Ματθ. 25, 14 -30]
«ΠΩΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
ΣΟΥ;»
[ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο στὴν
Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 5-2-1989]
Ὅταν, ἀγαπητοί
μου, ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τὴν παραβολὴν τῶν ταλάντων, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα,
μᾶς τὴν περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος καὶ ἤθελε νὰ διδάξει μὲ αὐτὸ μιὰ
συνέπεια στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Θὰ ἤθελα νὰ
σᾶς ἔλεγα βέβαια ὅτι δὲν ἔχει σχέση ἡ παραβολὴ αὐτὴ τῶν ταλάντων ποὺ ἀναφέρει ὁ
Ματθαῖος, μὲ τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων ποὺ ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς στὸ 19ον
κεφάλαιον. Ἄλλο ἐκεῖ εἶναι τὸ συμπέρασμα, ἄλλο εἶναι ἐδῶ.
Σᾶς εἶπα ὅτι
ἤθελε ὁ Κύριος νὰ δείξει ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει μία συνέπεια ὅταν κανεὶς
ἀπεδέχετο τὴν διδασκαλία Του.
Δηλαδὴ νὰ ἦτο
συνεπής. Ἀπεδέχθης αὐτὸ τὸ ὁποῖο διδάσκω; Θὰ ἀνταποκριθεῖς. Καὶ θὰ πρέπει σωστὰ
νὰ ἀνταποκριθεῖς. Καὶ ἡ συνέπεια ἐκφράζεται ἐδῶ στὴν παραβολή, μὲ τὴν
ἐπιμέλεια, τὴν προθυμία, τὴν δραστηριότητα, τόσο στὸ ἔργο τοῦ Κυρίου, ὅσο καὶ
στὸ ἔργον τῆς σωτηρίας τῆς προσωπικῆς.
Ἀκόμη θέλει νὰ
διδάξει ἡ παραβολὴ αὐτὴ ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς, σὰν καιρὸς ἐργασίας, ὅπως μᾶς
λέγουν τὰ τροπάρια τῆς Μεγάλης Τρίτης, ποὺ γίνεται ἀναφορὰ αὐτῆς τῆς παραβολῆς,
εἶναι καιρὸς ἐργασίας καὶ καιρὸς ἐμπορίας. Καὶ συνεπῶς πρέπει νὰ χρησιμοποιηθεῖ
ὁ χρόνος αὐτὸς μὲ πολλὴ σοφία. Πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος ἐξεικόνισε τὸν
Χριστιανισμὸν καὶ τὴν σωτηρία μὲ ἐμπορικὲς διαστάσεις. Γι'αυτό σᾶς εἶπα, λέγει
ἡ Ὑμνογραφία μας ὅτι εἶναι καιρὸς ἐμπορίας. Καὶ μάλιστα γιὰ νὰ δείξει τὸ πόση
ἐπιμέλεια πρέπει νὰ ἔχει ὁ πιστός, τοὐλάχιστον νὰ σταθεῖ τόσο ἐπιμελής, ὅσο
ἕνας ἔμπορος ἐπὶ τῶν συμφερόντων του.
Γι'αυτό ἔβγαλε
ὁ Κύριος τοῦτο τὸ συμπέρασμα, ποὺ εἶναι θλιβερὸ γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς: «Οἱ
ὑἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου φρονιμότεροι ὑπὲρ τὸὺς ὑἱοὺς τοῦ φὼτὸς εἰς τὴν γενεὰν
τὴν ἑαυτῶν εἰσι». Ὅτι οἱ ἄνθρωποι οἱ κοσμικοὶ εἶναι φρονιμότεροι ἀπὸ τὰ παιδιὰ
τοῦ φωτός, τὰ παιδιὰ τῆς Βασιλείας· εἶναι φρονιμότεροι· διότι φροντίζουν νὰ
κάνουν τὶς ἐπενδύσεις των, φροντίζουν νὰ ἐπαυξάνουν τὰ ἔσοδά των κ.ο.κ. Γιατί
λοιπὸν ὁ Χριστιανὸς δὲν θὰ πρέπει κι αὐτὸς νὰ φροντίζει, νὰ κάνει ἐπενδύσεις
εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ ἐπαυξάνει τὴν πνευματικότητά του; Γι'αυτό ὁ Κύριος εἶπε ὅτι
τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου τούτου εἶναι πιὸ φρόνιμα, πιὸ μυαλωμένα ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ
φωτὸς καὶ τῆς Βασιλείας.
Καὶ τὸ ἔργον
τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ τὸ ἔργον τῆς προσωπικῆς σωτηρίας, στηρίζεται στὶς
δυνατότητες τοῦ κάθε πιστοῦ· οἱ ὁποῖες, βεβαίως, δυνατότητες δὲν εἶναι ὅλες οἱ
ἴδιες γιὰ ὅλους. Καὶ οἱ δυνατότητες αὐτές, κατ' ἀρχάς, εἶναι τόσο φυσικά, ὅσο
καὶ ἔκτακτα χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στὸν κάθε πιστό. Θὰ λέγαμε ὅτι τὰ χαρίσματα
αὐτά, τοὐλάχιστον ἐκεῖνα ποὺ μᾶς δίνει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ προῖκα ποὺ
μᾶς δίδει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μετὰ τὴν βάπτισή μας στὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος.
Γι' αὐτὸ λέγει
ὁ Μέγας Βασίλειος: «Τὴν παραβολὴν αὐτήν», περὶ τῆς ὁποίας γίνεται λόγος, «πρὸς
πᾶσαν Θεοῦ δωρεὰν εἰρῆσθαι». «Ἀναφέρεται σὲ κάθε δωρεὰ τοῦ Θεοῦ». Ἢ ὅπως
ἑρμηνεύει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος καὶ λέγει: «Τάλαντα γὰρ ἐνταῦθα ἐστὶν ἡ ἑκάστου
δύναμις». «Τί εἶναι», λέει, τὰ τάλαντα ἐδῶ στὴν παραβολή; Τί ἄλλο εἶναι παρά
‘’ἡ δύναμις’’, οἱ δυνατότητες δηλαδὴ τοῦ καθενός μας».
Γι'αυτό
ἐπιτρέψατέ μου νὰ σᾶς διαβάσω πολὺ σύντομα τὴν παραβολή, ἀλλὰ σὲ ἀπόδοση.
«Ἡ Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ μοιάζει μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἤθελε νὰ πάει ταξίδι. Κάλεσε τοὺς δούλους
του καὶ τοὺς ἐμπιστεύτηκε τὰ ὑπάρχοντά του. Σ’ ἄλλον ἐμπιστεύτηκε πέντε
τάλαντα, σ’ ἄλλον δύο, σ’ ἄλλον ἕνα. Στὸν καθένα, ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητά του,
κι ἔφυγε ταξίδι. Αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα πῆγε, τὰ ἐκμεταλλεύτηκε καὶ
κέρδισε ἄλλα πέντε. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὰ δύο, κέρδισε ἐπίσης ἄλλα δυό.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔλαβε τὸ ἕνα τάλαντο, πῆγε ἔσκαψε τὴ γῆ καὶ ἔκρυψε ἐκεῖ τὰ
χρήματα τοῦ κυρίου του.
Ὕστερα ἀπὸ ἕνα
μεγάλο χρονικὸ διάστημα, γύρισε ἐκεῖνος ὁ κύριος τῶν δούλων κι ἔκανε λογαριασμὸ
μαζί τους. Παρουσιάστηκε ἐκεῖνος ποὺ εἶχε λάβει τὰ πέντε τάλαντα καὶ τοῦ ἔφερε
κι ἄλλα πέντε, λέγοντας «Κύριε, μοῦ ἐμπιστεύτηκες πέντε τάλαντα, νά, κέρδισα
ἄλλα πέντε». Τότε ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Εὖγε, μπράβο, καλὲ καὶ ἔμπιστε δοῦλε.
Ἀποδείχτηκες ἀξιόπιστος σὲ μικρὲς ὑποθέσεις, γι'αυτό θὰ σοῦ ἐμπιστευθῶ καὶ
μεγαλύτερες. Ἔλα κι ἐσὺ νὰ γιορτάσεις μαζί μου· ἔλα στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου σου».
Παρουσιάστηκε καὶ ὁ ἄλλος μὲ τὰ δύο τάλαντα καὶ εἶπε: «Κύριε, μοῦ ἐμπιστεύτηκες
δύο τάλαντα. Νά, κέρδισα ἄλλα δύο». Τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Εὖγε, καλὲ καὶ ἔμπιστε
δοῦλε. Ἀπεδείχθης ἀξιόπιστος σὲ μικρὲς ὑποθέσεις, γι'αυτό θὰ σοῦ ἐμπιστευθῶ
μεγαλύτερες. Ἔλα κι ἐσὺ μέσα στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου».
Παρουσιάστηκε
καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε λάβει το ἕνα τάλαντο καὶ εἶπε: «Κύριε, ἤξερα πῶς εἶσαι
σκληρὸς ἄνθρωπος. Θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔσπειρες καὶ συνάζεις καρποὺς ἐκεῖ ποὺ
δὲν φύτεψες. Γι' αὐτὸ φοβήθηκα καὶ πῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου στὴ γῆ. Νὰ
λοιπὸν τὸ τάλαντό σου, πάρ’ το». Καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Κύριός του: «Δοῦλε κακὲ
καὶ πονηρὲ καὶ τεμπέλη, ἤξερες πὼς θερίζω ὅπου δὲν ἔσπειρα καὶ συνάζω καρποὺς
ὅπου δὲν φύτεψα. Τότε ἔπρεπε νὰ καταθέσεις τὰ χρήματά μου στὴν τράπεζα κι ἐγὼ
ὅταν θὰ γυρνοῦσα πίσω, θὰ τὰ ἔπαιρνα μὲ τόκο. Πάρτε λοιπὸν τὸ τάλαντό του καὶ
δῶστε τὸ σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα. Γιατί σὲ καθέναν ποὺ ἔχει, θὰ τοῦ
δοθεῖ μὲ τὸ παραπάνω καὶ θὰ ἔχει περισσότερα καὶ περίσσευμα, ἐνῷ ἀπὸ ὅποιον δὲν
ἔχει, θὰ τοῦ πάρουν καὶ τὰ λίγα ποὺ ἔχει. Κι αὐτὸν τὸν ἄχρηστο δοῦλο, πετάξτε
τὸν ἔξω στὸ σκοτάδι. Ἐκεῖ θὰ κλαῖνε καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια».
Ἡ ὅλη,
βλέπομε, παραβολή, ὅπως σᾶς τὴν διάβασα, θέλει νὰ τονίσει τὸν στίχον ποὺ
προηγήθηκε τῆς παραβολῆς καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἀνεφέρθη στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ
περικοπή. Ἀκριβῶς ὁ προηγούμενος στίχος ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, «γρηγορεῖτε», γιατί
εἶχε τελειώσει τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων, γιατί αὐτὲς οἱ παραβολὲς εἶναι
συναφεῖς μὲ ἕνα κεντρικὸ σημεῖο: «Γρηγορεῖτε οὖν(:Μένετε ξύπνιοι, ἔχετε τὸν νοῦ
σας, βάλτε μυαλό), ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ ὑἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου ἔρχεται (:γιατί δὲν ξέρετε οὔτε τὴν μέρα οὔτε τὴν ὥρα ποὺ ἔρχεται ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου)».
Δηλαδή, ὅπως
λέει ἐδῶ ἡ παραβολή, εἶναι ὁ ἀποδημῶν ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι τὸ ἔργον ποὺ ἄφησε στὴ γῆ ποὺ
ἐργάστηκε, πρῶτα πρῶτα μὲ αὐτὴν τὴν Ἐνανθρώπησή Τοῦ καὶ ὕστερα μὲ ὅ,τι
ἐργάστηκε. Κυρίως μὲ τὰ γεγονότα τὰ μεγάλα, σταθμοὶ τῆς σωτηρίας μας, ποὺ μᾶς
προοδοποίησε τὴν σωτηρίαν. Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶναι δημιουργὰ τῆς σωτηρίας μας,
ὅπως εἶναι ἡ Βάπτισις, ἡ Σταύρωσις, ἡ Ἀνάστασις, ἡ Ἀνάληψις. Κι ὅλα τὰ ἄλλα
μετὰ ἔρχονται. Αὐτὰ τὰ ἔργα τὰ ἐδούλεψε στὴ Γῆ ὁ Κύριος, ἔφυγε μὲ τὴν Ἀνάληψή
Του, θὰ γυρίσει πίσω μὲ τὴν Δευτέρα Του Παρουσία καὶ τότε θὰ ζητήσει λογαριασμὸ
τῶν πεπραγμένων τῆς κάθε ψυχῆς.
Οἱ τρεῖς
ἀναφερόμενοι δοῦλοι ἐδῶ στὴν παραβολήν, δὲν εἶναι παρὰ ἁπλῶς τρεῖς κατηγορίες
πιστῶν, ποὺ ἡ καθεμιὰ ἀνταποκρίνεται ἀνάλογα στὸ ἔργο τῆς εὐαγγελικῆς ἐργασίας.
Πρέπει, λοιπόν, ὅπως μᾶς λέγει ἐδῶ, νὰ μάθομε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι ἐργασία,
εἶναι ἔργον. Θέλετε νὰ ἐπαναλάβω; Εἶναι ἐμπορία, μὲ τὴν μεταφορικὴ βέβαια σημασία.
Εἶναι ἡ
ἐργασία τῶν ἐντολῶν.
Πρέπει νὰ
ἐμπορευθοῦμε τὶς ἐντολές. Δηλαδή, μεταφορικὰ πάντοτε, πρέπει νὰ ἐπιτύχομε τὸ
μέγιστον κέρδος ἀπὸ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ὅπως κάθε ἔμπορος, τὸ μέγιστον,
βέβαια, κέρδος ἐπιδιώκει. Εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι εἶχε πεῖ ὁ Κύριος εἰς τοὺς
πρωτοπλάστους ὅταν τοὺς εἶπε: «Ἐργάζεσθε τὸν Παράδεισον». Καὶ ὁ Παράδεισος δὲν
εἶναι παρὰ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου· τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἐργαστοῦν. Ἢ ὅπως λέγει
πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τάλαντα ἐνταῦθα ἡ ἑκάστου δύναμις».
Τί εἶναι ἐδῶ τὰ τάλαντα. Ἡ δύναμις τοῦ καθενός. «Εἴτε ἐν προστασίᾳ (:εἴτε,
δηλαδή, κηδεμονεύει κάποιους, σὰν προϊστάμενος) εἴτε ἐν χρήμασιν(:αν ὁ Θεός του
ἔδωκε χρήματα καὶ εἶναι πλούσιος· τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ χρησιμοποιήσει καταλλήλως)
εἴτε ἐν διδασκαλίᾳ (:ἐὰν ὁ Κύριος τοῦ ἔδωκε τὴν δυνατότητα νὰ διδάσκει) εἴτε ἐν
οἰῳδήποτε πράγματι (:ἢ ὅ,τι ἄλλο τοῦ ἔχει δώσει ὁ Κύριος)». Αὐτὰ ἀποτελοῦν τὰ
τάλαντα.
Προσέξτε, δὲν
εἶναι τὰ πνευματικά, μόνο, χαρίσματα. Εἶναι καὶ τὰ ὑλικὰ χαρίσματα. Δὲν εἶναι
μόνο ὅ,τι ἀναφέρεται στὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ στὸ σῶμα. Ἂν ὁ Θεὸς σοῦ ‘δωσε γερὰ
πόδια ἢ γερὰ χέρια, ἂν σοῦ ‘δωσε καλὴ ὑγεία, σοῦ ‘δωσε πλοῦτο, ὅλα αὐτὰ εἶναι
χαρίσματα ποὺ μποροῦν νὰ ὑπηρετήσουν τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργον τῆς Ἐκκλησίας,
τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀδερφοὺς καὶ τὴν δική σου τὴν σωτηρία. «Διὰ τοῦτο
–λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος- λόγον ἡμῖν ἔδωκεν ὁ Θεός (:Γι’ αὐτὸν τὸν λόγον,
λέει, μᾶς ἔδωσε τὸν λόγον, νὰ ὁμιλοῦμε· τὸν προφορικὸν ἤ, ἂν θέλετε, καὶ τὸν
γραπτὸν ἀκόμη) καὶ χεῖρας καὶ πόδας καὶ σώματος ἰσχύν -ὅ,τι σᾶς εἶπα προηγουμένως:
Μᾶς ἔδωκε χέρια, πόδια καὶ τὴν δύναμιν τοῦ σώματος) καὶ νοῦν καὶ σύνεσιν (:καὶ
μυαλὸ καὶ φρονιμάδα) ἵνα πᾶσι τούτοις (:ὥστε μὲ ὅλα αὐτὰ) καὶ εἰς τὴν ἡμῶν
αὐτὼν σωτηρίαν καὶ εἰς τὴν τῶν πλησίον ὠφέλειαν χρησόμεθα (: γιὰ νὰ τὰ
χρησιμοποιήσομε καὶ γιὰ τὴν δική μας καὶ γιὰ τὴν τῶν ἄλλων σωτηρίαν)».
Ἔτσι τὰ
τάλαντα βλέπομε ὅτι εἶναι οἱ δυνατότητες, εἶναι τὰ χαρίσματα, ὅπως σᾶς εἶπα, τὰ
φυσικὰ ἢ τὰ ἐπίκτητα ἢ τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ποὺ πρέπει νὰ
χρησιμοποιηθοῦν. Δὲν πρέπει νὰ θαφτοῦν. Ἂν ὑπάρχει μία ἀνισότητα διανομῆς
-γιατί εἶπε στὸν ἕναν δίδει πέντε τάλαντα, στὸν ἄλλον δίδει δύο τάλαντα, στὸν
ἄλλον δίδει ἕνα, τὸ λέει καὶ ἡ ἰδία παραβολὴ τὸ γιατί: «ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν
δύναμιν». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Δὲν ἔχουν ἴδια δομῆ, ἴδια κατασκευή,
ἴδιες δυνατότητες. Αὐτὸ εἶναι πασίγνωστο. Ποτὲ ὅμως δὲν θὰ ζητηθεῖ εὐθύνη
περισσοτέρα ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ ἀνταποκριθεῖ. Ποτέ. Μόνο
ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος ἔχει, μὲ βάση αὐτὸ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ ζητήσει εὐθύνη.
Ἔτσι, τόσον ὁ
πρῶτος, ὅσο καὶ ὁ δεύτερος, βλέπομε στὴν παραβολή, ἐδιπλασίασαν τὰ τάλαντα. Ὁ
ἔχων τα πέντε, τὰ ἔκανε δέκα, ὁ ἔχων τὰ δύο, τὰ ἔκανε τέσσερα. Αὐτὸ σημαίνει
ὅτι ἐργάστηκαν τὶς ἐντολές, ἔδειξαν προκοπή. Ἔγιναν ἐνάρετοι καὶ ἀπέδωκαν στὸ
ἔργον τῆς Ἐκκλησίας. Πρόβλημα γι’ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει. Θὰ λέγαμε, κατὰ ἕναν πάρα
πολὺ φυσικὸν τρόπον, τὰ πράγματα λέγονται ὅπως ὄφειλαν νὰ γίνουν.
Πρόβλημα
ὑπάρχει στὸν τρίτον. Χάριν τοῦ ὁποίου ἔγινε καὶ ἡ παραβολή, ξέρετε. Διότι γιὰ
τοὺς δύο πρώτους δὲν ἔγινε ἡ παραβολή. Ἤ, ἂν θέλετε, ἔγινε καὶ γιὰ τοὺς δύο
πρώτους γιὰ νὰ τοὺς δώσει μιὰ ἠθικὴν ἱκανοποίησιν. Νὰ τοὺς δώσει τὴν χαρά. Ὅτι
καλὰ περπατᾶνε, καλὰ πολιτεύονται. Ἀλλὰ ἡ παραβολὴ κυρίως ἔγινε γιὰ τὸν τρίτον.
Αὐτὸς παρουσιάζει τὸ πρόβλημα. Καὶ τὸ πρόβλημα εἶναι τὸ ἑξῆς: «ὁ τὸ ἓν -λέγει ἡ
παραβολή- λάβὼν (:αὐτὸς ὁ ὁποῖος πῆρε το ἕνα τάλαντο) ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ
καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ (:πῆγε, ἔσκαψε, τό ‘θαψε καὶ τὸ
φύλαξε ἐκεῖ, θαμμένο μέσα στὸ χῶμα)». Ποιά εἶναι ἡ «γῆ»; Λέγει ἕνας ἑρμηνευτής,
ὁ Ζιγαβηνός: «Γῆν αὐτὸν νόησον». «Γῆ νὰ ἐννοήσεις αὐτὸν τὸν ἴδιον, τὴν ψυχή
του». «Ἐν ἑαὺτῷ γὰρ κατέχωσε τὸ δὸθὲν εἰς ἐργασίαν, ὡς μήτε αὐτῷ μὴθ' ἑτέρους
χρησιμεῦσαι». «Μέσα του τὸ ἔθαψε τὸ τάλαντο· ὥστε νὰ μὴν χρησιμοποιηθεῖ οὔτε
ἀπὸ τὸν ἴδιον, οὔτε γιὰ λογαριασμὸ τῶν ἄλλων».
Λοιπόν, τό
‘θαψε. Α, ὥστε δὲν ἦταν καταχραστής. Δὲν κατεχράστη τὰ χρήματα τοῦ Κυρίου του.
Ἀλλὰ τί; Προσέξτε, τὸ ὑπογραμμίζω, δὲν ἦτο καταχραστής. Ἀλλὰ τί; Ἦτο ἀμελής.
Ἦτο ὀκνηρός. Συνεπῶς, πάνω σ’ αὐτὸ θὰ δώσει λόγο. Ὄχι διὰ τυχὸν κατασπατάλησιν
καὶ κατάχρησιν. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι ἡ ἀμέλεια δὲν εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα. Καὶ
πολλὲς φορὲς τὸ λέγουν καὶ ὡς ἐπιχείρημα, ἐὰν δὲν ἀνταποκριθοῦν σὲ κάτι.
«Ξέρετε», σοῦ λέγουν, «νά, δὲν εἶχα καιρό, δὲν μπόρεσα, ἀμέλησα». Τὸ λέγουν
πολὺ ἁπλά. Ἀκόμη κι ὅταν δίδουν ἐνώπιον δικαστηρίου λόγον, κι ἐκεῖ ἐπικαλοῦνται
τὴν ἀμέλεια. Ποιός σᾶς εἶπε, ἀγαπητοί μου, ποιός μας τὸ λέει αὐτό; Τὸ ξέρετε
ὅτι ἡ ἀμέλεια εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος...
-μάλιστα λέγεται μὲ τὴν ὀνομασία «ἀκηδία», ἀ- κήδομαι, δὲν φροντίζω, ἀναμελιά.
Ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος, ποὺ εἶναι μέσα στὸν χῶρο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τρομάζει ὅταν βλέπει τὸ
φαινόμενο τῆς ἀκηδίας, αὐτῆς τῆς ἀναμελιάς, τῆς πνευματικῆς τεμπελιᾶς. Ἀκοῦστε
τί γράφει στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του: «Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς
προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, (:ἐμεῖς πρέπει, λέγει, περισσότερο νὰ προσέξομε σὲ
ἐκεῖνα ποὺ ἀκούστηκαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους) μὴ ποτε παραῤῥυῶμεν (:γιὰ νὰ μὴν
πέσομε ἔξω). Εἰ γὰρ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος(-δηλαδή
πιστοποιήθηκε ὁ λόγος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δι’ ἀγγέλων), καὶ πᾶσα παράβασις καὶ
παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν (:ὅποιος παρέβη, παρήκουσε, ἐτιμωρήθη
αὐστηρὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὸν χῶρον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης), πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα
τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; (:πῶς ἐμεῖς θὰ ξεφύγομε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ
καὶ τὴν τιμωρίαν, ἀμελήσαντες μιᾶς τόσο μεγάλης σωτηρίας;)». «Τηλικαύτης». Μιᾶς
τόσο μεγάλης σωτηρίας. Μιὰ σωτηρία ποὺ ἦλθε ἀπὸ Αὐτὸ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ
ὄχι ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ζώων τῶν θυσιαζομένων στὴν Παλαιὰ Διαθήκη; Πῶς ἐμεῖς θὰ
ξεφύγομε τὴν τιμωρία καὶ τὴν δίκη τοῦ Θεοῦ, ἀμελήσαντες; Εἶναι φοβερό. Βλέπετε
λοιπὸν ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀμελείας εἶναι πολὺ σοβαρό. Γι'αυτό καὶ ἡ παραβολὴ τῶν
ταλάντων. Ξαναλέγω, δὲν θὰ δικαστεῖ ὁ τρίτος γιὰ κατάχρηση, ἀλλὰ γιὰ
παραμέληση.
Ἔρχεται καὶ ἡ
ὥρα τῶν λογαριασμῶν: «Μετὰ πὸλὺν δὲ χρόνον ἔρχεται ὁ κύριος». Μᾶς λέγει ἡ
παραβολή. Σᾶς λέγω τώρα ἀπὸ τὸ κείμενο. Ὁ Κύριος ἔφυγε, βλέπομε. Πῶς ἔφυγε; Ἀπὸ
τὸν παρόντα κόσμο. Ἔφυγε μὲ τὴν Ἀνάληψή Του. Ἐπιστρέφει μὲ τὴν Δευτέρα Τοῦ
Παρουσία. Εὐκαίρως ἀκαίρως, ὁ Κύριος δείχνει μέσα στὴν Ἁγίαν Γραφὴν τὴν Δευτέρα
Του Παρουσίαν. Γιατί αὐτὸ εἶναι θεμελιώδους σημασίας. Σὲ παραβολὲς τὸ δείχνει
αὐτὸ κ.ο.κ. Ἀλλὰ μὲ πολὺ σαφῆ διδασκαλία μᾶς τὸ λέγει στὸ ἴδιο Εὐαγγέλιο στὸ
25ο κεφάλαιο, στὸ ἴδιο αὐτὸ τὸ ὁποῖο σήμερα ἀναλύομε: «Ὅτὰν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου ἐν τῇ δὸξῃ αὐτοῦ», ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Θά ‘ρθεῖ μὲ τὴν
ἀνθρωπίνη Του φύση, τὴν ὁποία ἔχει τώρα εἰς τὸν οὐρανόν. Μὲ τὴν ἀνθρωπίνη Του
φύση. Οὔτε τὴν ἀπέβαλε, οὔτε θὰ τὴν ἀποβάλει ποτέ. Ἀντιθέτως, αὐτὴ Του ἡ
ἀνθρωπίνη φύσις εἶναι ἡ δόξα Του, εἶναι τὸ καύχημά Του, εἶναι τὰ παράσημά Του.
Μιὰ ἀνθρωπίνη φύση κακοποιηθεῖσα καὶ κακοπαθήσασα ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ γιὰ χάρη
ἡμῶν. Δηλαδὴ τὰ παράσημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Λόγου γιὰ τὰ δημιουργήματά Του.
Δυστυχῶς
πολλοὶ Χριστιανοὶ δὲν πιστεύουν στὴν Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία. Καὶ θὰ
λέγαμε, ἀφήνουν ἔτσι τὸν Χριστιανισμὸν καὶ τὴν σωτηρίαν ἀκέφαλον.
Διότι ἂν ὁ
Χριστὸς δὲν ξανάρθει ἢ δὲν ὑπάρχει κρίσις καὶ ἀνάστασις νεκρῶν, τότε ὡς πρὸς
τί; Οὔτε ἀκόμα πιστεύουν στὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Τότε ὡς πρὸς τί τὸ νὰ εἶσαι
Χριστιανός; Τὸ λέγει αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ 15ο κεφάλαιο στὴν Α΄ πρὸς
Κορινθίους: «Γιατί λέγει νὰ φθάσω μέχρι θηριομαχίας, ἂν οἱ νεκροὶ δὲν
ἀναστήνονται μὲ τὰ σώματά τους; Γιατί νὰ ταλαιπωρούμεθα εἰς τὸν παρόντα κόσμον,
ἐὰν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;».
Ἔτσι δυστυχῶς,
γιὰ πολλοὺς Χριστιανούς, εἴτε ἀπληροφορήτους, εἴτε κακοπίστους στὸ σημεῖο αὐτό,
ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κώδικας ἠθικῆς. Ἂν ξέρατε πόσο εἶναι τὸ ξέφτισμα
αὐτὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ, νὰ θεωρεῖς τὸν Χριστιανισμὸν ἀδελφέ μου, κώδικα ἠθικῆς,
μόλις καὶ ἀνάγκη νὰ τὸ ποῦμε.
Γιὰ ἄλλους,
«χρονιεῖ ὁ Κύριος. Ἔχει καιρό. Θά ‘ρθεῖ κάποτε». Πότε κάποτε; Ναί. Λέει ἡ
παραβολὴ ὅτι θὰ ἐπιστρέψει μετὰ πολὺν χρόνον. Αὐτὸ εἶναι ἀληθές. Γιατί ἔπρεπε
νά ‘ρθοὺν πολλὲς γενεὲς καὶ νὰ δουλέψουν στὸ ἔργον τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλὰ δὲν
ἔχει σημασία πότε θά ΄ρθεῖ. Σημασία ἔχει ὅτι θὰ ἔλθει. Ὕστερα μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ
Ἱστορία θὰ κλείσει ὁπωσδήποτε, ὅπως κλείνει καὶ ἡ προσωπικὴ ἱστορία τοῦ καθενός,
μὲ τὸν θάνατόν Του. Δὲν ἔχει σημασία ἂν ἔρθει ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια. Γιὰ μένα
ὁ Κύριος ἔρχεται, ὅταν ἐγὼ φύγω ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον καὶ θὰ δώσω φυσικὰ λόγο
εἰς τὸν Θεόν. Ὁ Κύριος θὰ ἔλθει ὅποτε κρίνει, φυσικά. Ἐγὼ ὅμως πότε θὰ
ἀπέλθω... Αὐτὸ πρέπει νὰ ἐρωτῶ. Ἐγὼ πότε θὰ φύγω. Ὄχι πότε θά ‘ρθεῖ ὁ Κύριος. Ὁ
Κύριος εἶπε τὸ ἑξῆς: «Γρηγορεῖτε οὖν (:Μένετε ξύπνιοι) · οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ
κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται - ὁ κύριος τῆς οἰκίας: Ἡ οἰκία εἶναι ἡ οἰκία τοῦ
Θεοῦ, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ-, ὀψὲ -δηλαδὴ βραδάκι- ἢ μεσονυκτίου ἢ
ἀλεκτοροφωνίας(:όταν φωνάζουν τὰ κοκόρια) ἢ πρωΐ (:ὅταν ξημερώνει πιὰ)· μὴ
ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας(:μην ἔλθει ξαφνικὰ καὶ σᾶς βρεῖ νὰ
κοιμόσαστε)».
Δηλαδὴ δὲν
ἐνδιαφέρει πότε θά ΄ρθεῖ ὁ Κύριος. Ἐνδιαφέρει ἐγὼ πότε θὰ φύγω, σᾶς εἶπα.
Δηλαδή: Ὁ θάνατός μου πότε θὰ ἔλθει; Στὴν παιδική μου ἡλικία; Στὴν νεανική μου,
στὴν ὥριμο ἢ στὴν γεροντική. Ὁ Κύριος ἔβαλε τέσσερις σταθμοὺς χρονικούς. Δὲν μὲ
ἐνδιαφέρει πότε θὰ ‘ ρθεῖ ὁ Κύριος. Μὲ ἐνδιαφέρει τὸ πότε θὰ φύγω ἐγώ. Ἔχουν περάσει,
ἀγαπητοί μου, δύο χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε ὁ Κύριος τὰ λόγια αὐτά.
Εἶναι, ἂν τὸ θέλετε, ὁ πολὺς χρόνος. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ χρόνος αὐτὸς λιγόστεψε
πολύ. Γιατί τὰ σημάδια ποὺ μᾶς ἄφησε γιὰ τὸ τέλειωμα αὐτοῦ τοῦ χρόνου εἶναι πιὰ
ἐμφανῆ. Ἔτσι, θὰ γράψει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Φιλιππησίους: «ὁ Κύριος
ἐγγύς». Ὄχι τοπικὰ ἐγγύς. Χρονικά. Ὁ Κύριος εἶναι κοντά. Ἔρχεται. Καὶ μόνο ἂν
εἴχαμε αὐτὴν τὴν αἴσθηση, ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται, εἶναι κοντά, τότε σίγουρα θὰ
διπλασιάζαμε τὰ τάλαντα. Σᾶς ἐρωτῶ, ἂν μᾶς ἔλεγαν ὅτι τὸ πρωί, θὰ πᾶμε νὰ
σκάψομε κάπου καὶ ὅτι θὰ βροῦμε ἐκεῖ πολλὰ πολλὰ λεφτά, χρυσᾶ νομίσματα...Τι
ὥρα θὰ σηκωνόμασταν ἄραγε τὸ πρωί; Θὰ ἔλεγα καλύτερα, μήπως δὲν κοιμόμαστε
καθόλου ὅλη τὴν νύχτα, στὴν λαχτάρα μας πότε θά ‘ρθεῖ ἡ ὥρα νὰ πᾶμε νὰ σκάψουμε
νὰ βροῦμε τὰ χρήματα. Θέλω νὰ πῶ μ’ αὐτό, ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Κύριος
ἔρχεται, ἐργάζεται τὸ τάλαντο ποὺ τοῦ ἔχει δώσει ἢ τὰ τάλαντα. Τότε, ἂν ἔτσι
ὅλοι σκέπτονται, ἔχουμε μίαν γρηγοροῦσα Ἐκκλησία. Μιὰ Ἐκκλησία ἡ ὁποία μένει
ξύπνια, δηλαδὴ εἶναι ἀκμαία.
Καὶ ἐρχόμενος
ὁ Κύριος τί κάνει; «Συναίρει λόγον». Κινεῖ λογαριασμό, ζητᾶ λογοδοσία. Ὁ
πρῶτος· κατάφορτος. Δείχνει τὸν διπλασιασμὸ τοῦ ἐμπιστευθέντος ποσοῦ. Ὁ
δεύτερος; Τὸ ἴδιο. Τί λέγει στοὺς δυὸ πρώτους ὁ Κύριος; «Εὖ, -μπράβο- δοῦλε
ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω ». Δηλαδὴ τί
εἶναι αὐτά; Εἶναι ἐκεῖνα τὰ πολλά, εἶναι τὰ μέλλοντα ποὺ πρόκειται νὰ ἀπολαύσει
ὁ ἄνθρωπος καὶ ποὺ ὀφθαλμὸς δὲν εἶδε. «Πολλῶν χαρίτων σὲ ἀξιώσω, πολλῶν ἀγαθῶν
σοὶ μεταδώσω», λέγει ὁ Ζιγαβηνός.
Δεῖτε τοὺς
τίτλους. «Εὖ», μπράβο. «Πιστέ, ἀγαθέ». Θαυμάσιοι τίτλοι. Κι ὅταν μάλιστα τοὺς
λέει αὐτοὺς ὁ Θεός. Καὶ τὸ κορυφαῖον; «Εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου».
Μπὲς στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου σου. Δηλαδὴ μέσα στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τί ἀπολογία ὅμως
ἔδωσε ὁ τρίτος; Προσέξτε. Κατ' ἀρχὰς ἐπιστρέφει τὸ παραληφθὲν ποσόν. «Κύριε,
πάρ' το». Δικαιολογεῖται. Δικαιολογεῖται ὅπως περίπου ὁ Ἀδὰμ· ὁ ὁποῖος ἀποδίδει
τὴν αἰτία στὸν Θεό. Ὅταν τοῦ λέγει: «Δὲν φταίγω ἐγώ... ἡ γυναῖκα ποὺ μοῦ
ἔδωσες». Μετάθεση ἐνοχῆς. «Κύριε· ἔγνων σέ -λέει ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς... «Σὲ
ξέρω». Ἀλήθεια, ἀπὸ ποῦ τὸ ξέρεις;- ὅτι σκλὴρὸς εἶ ἄνθρωπος(:είσαι σκληρός,
εἶσαι αὐστηρός), θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ
διεσκόρπισας(:ότι θέλεις νὰ θερίσεις ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔσπειρες. Καὶ νὰ μαζέψεις
ἐκεῖ ποὺ δὲν σκόρπισες. Δηλαδὴ εἶσαι παράλογος, εἶσαι ἄδικος · καὶ φοβηθεὶς –Τί
ὑποκρισία! Τί φοβήθηκες;- ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ
σόν». «Τό ΄κρυψα. Πάρ’ το». Ὑποκρισία. Φοβήθηκες. Καὶ δὲν φοβήθηκες νὰ πεῖς
αὐτὰ ποὺ λὲς τώρα στὸν Κύριό σου; Βλέπετε ἡ ψυχολογία τοῦ τρίτου δούλου; Φοβερὴ
ψυχολογία. Θὰ ἐπαναλάβω. Δὲν κατεχράστη. Ἀμέλησε. Καὶ δεῖτε χαρακτηρισμοὺς τώρα
γι’ αὐτόν. «Πονηρέ, ὀκνηρέ, ἀχρεῖε». Ἄχρηστε. Καὶ τιμωρία; «Καὶ τὸν ἀχρεῖον
δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς
τῶν ὀδόντων». Δηλαδὴ ἡ αἰώνια κόλασις, ἀγαπητοί μου. «Καὶ κολάζεται –ὅπως λέγει
ὁ Ζιγαβηνός- οὐχ ὅτι ἔπραξε κακά –ὄχι ἐπειδὴ ἔπραξε κακὰ πράγματα- ἀλλ' ὅτι οὐκ
ἔπραξεν ἀγαθά». Δὲν ἔπραξε καλὰ πράγματα. «Ἔκκλινον γὰρ, φησὶν, ἀπὸ κακοῦ καὶ
ποίησον ἀγαθόν». Καὶ τί λέει ἡ Γραφή. Φύγε ἀπὸ τὸ κακό -δὲν εἶναι ἀρκετό- καὶ
πράξε τὸ ἀγαθόν.
Ἀγαπητοί μου,
βλέπει κανεὶς ἐνδεικτικὴ αὐτὴν τὴν παραβολὴν τῶν ταλάντων, πῶς πρέπει νὰ
διαθέτομε τὶς δυνατότητές μας καὶ τὰ χαρίσματά μας καὶ τὴν σωτηρία μας στὴ δόξα
τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ σωτηρία τοῦ πλησίον. Καὶ τὸ καταπληκτικόν, ξέρετε, ποιό εἶναι
καὶ κορυφαῖον; Εὐθὺς μετὰ τὴν παραβολὴ αὐτή, ἀναφέρεται ὁ Κύριος στὴν Κρίση τῆς
Δευτέρας Του Παρουσίας. «Καὶ ὅταν ἔλθῃ ὁ ὑἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δὸξῃ
αὐτοῦ...». Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα.
Ἀγαπητέ μου,
πῶς διαθέτεις τὰ χαρίσματα καὶ τὶς δυνατότητές ποὺ σοῦ ἔδωκε ὁ Θεός;
ΠΡΟΣ
ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
· https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_423.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου