Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2023

 

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ

ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ

 


  

Ἀναδημοσίευση: Ἐκ τοῦ τεύχους "Ἐν συνειδήσει"

Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

                                    

Οἱ διαφορές ἀνάμεσα στή Ὀρθοδοξία καί τόν παπισμό εἶναι πολλές καί μεγάλες, παλαιές καί νεότερες καί ἀφοροῦν τόσο σέ δογματικά ζητήματα ὅσο καί σέ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, λατρείας, τέχνης καί γενικώτερα ἀντιλήψεων καί βιοθεωρίας. Θά ἐπιχειρήσουμε ἐδῶ μία συνοπτική παρουσίασή τους ἀντλῶντας ἀπό τά κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί συγχρόνων θεολόγων, Μητροπολιτῶν καί Γερόντων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μέ ἐνάργεια καί ὀρθόδοξο φρόνημα ἀναδεικνύουν τήν παρεκτροπή ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί τίς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ. Γιά τήν καλύτερη κατανόηση τῶν διαφορῶν ὀρθοδοξίας καί παπισμοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐξετάσουμε συνολικά τόν ἐκκλησιαστικό, κοινωνικό καί πολιτικό περίγυρο τῆς ἐποχῆς. Γιά τόν σκοπό αὐτό παραθέτουμε πολύ σύντομα κάποια ἱστορικά γεγονότα πού στάθηκαν σταθμοί στήν γέννηση τοῦ παπισμοῦ καί στήν πορεία του πρός τήν διαίρεση καί τό σχίσμα.

 

Ἱστορική ἀναφορά

Ἡ ἀρχαῖα Ὀρθόδοξη Λατινική Ἐκκλησία τῆς Δύσεως στήν παλαιά Ρώμη εἶχε πάντοτε κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή καί τά πατριαρχεῖα της. Τό γεγονός πού ἀνέτρεψε τήν ἁρμονική αὐτή κοινωνία μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως εἶναι ἡ κατάληψη τῆς δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Φράγκους κατά τήν διάρκεια τοῦ 5ου καί 6ου αἱ., ὅταν ἡ Δυτική Εὐρώπη ζεῖ τόν καταιγισμό τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν πού μετέβαλαν ριζικά τά πολιτιστικά καί θρησκευτικά δεδομένα της.

Οἱ Φράγκοι, λαός πρωτόγονος καί ἀπολίτιστος τήν ἐποχῇ ἐκείνη, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τους ἐξέλαβαν καί ἀφομοίωσαν μέ λανθασμένο τρόπο τήν χριστιανική διδασκαλία. Ἡ χριστολογία καί ἡ τριαδολογία τούς ὑπῆρξε ἀνέκαθεν προβληματική, καθώς οἱ ἀντιλήψεις τους γιά τήν Ἁγία Τριάδα ἦταν ἔντονα ἐπηρεασμένες ἀπό τόν ἀρειανισμό.

Στήν φραγκική Σύνοδο τοῦ Τολέδο τό 589, παρά τήν φαινομενική καταδίκη τοῦ ἀρειανισμοῦ, υἱοθετοῦν μία ἄλλη μορφή λανθασμένης τριαδολογίας, τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τήν ὁποία ἀργότερα προσέθεσαν καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως.

Τόν 8ο αἰῶνα βασιλιᾶς τῶν Φράγκων γίνεται ὁ Κάρολος ὁ Μέγας (Καρλομάγνος) ὁ ὁποῖος ὑποτάσσει τούς ἄλλους λαούς καί τούς ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης καί συγκροτεῖ τήν ἑνιαία Δυτική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Ὁ πολιτικός καί θρησκευτικός προσανατολισμός τῆς νέας δυτικῆς αὐτοκρατορίας ἔχει ἔντονο τό στίγμα τῆς διαφοροποιήσεως καί τῆς ἀντιθέσεως πρός τήν ἀνατολική αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου. Αὐτή ἡ ἀντίθεση λαμβάνει διαστάσεις περιφρονήσεως καί χλευασμοῦ τῶν Ἑλλήνων Βυζαντινῶν, πού ἤδη εἶχαν ἀρχίσει νά ἀποκαλοῦνται ὑποτιμητικά ἀπό τούς Φράγκους «αἱρετικοί» καί «Γραικοί» (=κλέφτες). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἀπό τόν 9ο ἕως τόν 13ο αἰῶνα συναντοῦμε ἐπανειλημμένα στήν Δύσῃ συγγράμματα μέ τόν τίτλο "Contres errors Graecorum" -«Κατά τῶν πλανῶν τῶν Ἑλλήνων». Ὁ πολιτισμός καί ἡ ὀρθόδοξη πίστη τῶν Ἑλλήνων ἦταν γιά τούς ἀπολίτιστους Φράγκους μέγεθος ἀκατανόητο καί ἀσύλληπτο, ἀλλά καί ταυτόχρονα ἀπλησίαστο καί ἀνέφικτο, γιά τόν λόγο αὐτό προτίμησαν νά τό προβάλουν ὡς πλάνη καί αἵρεση!

Ἀπό τόν 9ο αἰῶνα οἱ Φράγκοι, ἀφοῦ ἐξεδίωξαν τούς Ρωμαίους ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, διόρισαν τούς ἑαυτούς τους ἐπισκόπους καί ἡγουμένους τῆς Γαλλίας. Κατέλαβαν, ἐπίσης, διά τῆς βίας τό Ὀρθόδοξο Λατινικό Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καί ἀπό τό 1009έως τό 1046 ἀντικατέστησαν τούς ὀρθοδόξους Πᾶπες τῆς Ρώμης μέ Φράγκο-Λατίνους, ἱδρύοντας τόν σημερινό Παπισμό. «Ἑπομένως, τό λεγόμενο Σχίσμα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Δύσεως καί Ἀνατολῆς δέν ἔγινε μεταξύ Δυτικῶν καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων, ἀλλά μεταξύ τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῶν Δυτικῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων (Πατριαρχεῖο Ρώμης) καί τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων τῆς Ἀνατολῆς (Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως)». (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, Τά αἴτια τοῦ Σχίσματος).

Μέ τήν ἐκφράγκευση τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου τῆς Ρώμης εἰσάγονται σ' αὐτό οἱ κακοδοξίες καί ὁ ἀνθελληνισμός τῶν Φράγκων, στοιχεῖα πού δέν ἔπαψαν ἔκτοτε νά συνιστοῦν τά κύρια γνωρίσματα καί τήν πεμπτουσία τοῦ παπισμοῦ.

 

1. Filioque (καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ)

Πρόκειται γιά τήν ἀντίληψη τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (filioque) καί ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός. Ἡ ἀντίληψη αὐτή, πού προστέθηκε καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τά λόγια τοῦ ἰδίου του Κυρίου μας στό Εὐαγγέλιο ὅπου λέγει «ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ παράκλητος...,το Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» (Ἰω. 15,26). Ἔρχεται, ἐπίσης, σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού διετύπωσε τό σχετικό ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀλλά καί ἄλλων Συνόδων.

Ἡ προσθήκη του filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως συνιστᾷ οὐσιαστική καί ἀπροκάλυπτη αἵρεση, ἀφοῦ ἀντιβαίνει στό Εὐαγγέλιο καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καί μόνον γιά τήν κακοδοξία τους αὐτή οἱ παπικοί εἶναι αἱρετικοί καί ὄχι σχισματικοί, ὅπως λανθασμένα ὑποστηρίζεται ἀπό μερικούς, πού τεχνηέντως ἰσχυρίζονται πώς δέν ὑπάρχει Οἰκουμενική Σύνοδος πού νά καταδίκασε τόν παπισμό ὡς αἵρεση. Πρόκειται, βεβαίως, γιά ἀφελές ἐπιχείρημα ἀφοῦ ὡς γνωστόν οἱ Οἰκουμενικοί Σύνοδοι ἐδογμάτισαν καί ὁριοθέτησαν τήν ὀρθή πίστη καί κάθε ἀπόκλιση ἀπό αὐτή, κάθε θέσῃ ἀντίθετη μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι αὐτονόητο ὅτι συνιστᾷ αἵρεση. Δέν ὑπάρχει, ἄλλωστε, Οἰκουμενική Σύνοδος πού νά κατεδίκασε π.χ. τούς Προτεστάντες, τούς Πεντηκοστιανούς κ.ά, ὡς αἱρετικούς χωρίς αὐτό νά σημαίνει πώς δέν εἶναι.

Ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Φωστῆρας αὐτός καί Μέγας Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας καταδικάζει μέ χαρακτηριστικό τρόπο τήν παπική αἵρεση τοῦ filioque: «Τίς οὐ κλείσει τά ὤτα πρός τήν ὑπερβολήν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατά τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρός τάς ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τούς μακαρίους καί ἁγίους παραγράφεται πατέρας, τόν Μ. Ἀθανάσιον, τόν ἐν θεολογίᾳ περιβόητον Γρηγόριον, τήν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τόν Μ. Βασίλειον, τό χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τό τῆς σοφίας πέλαγος, τόν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καί τί λέγω τόν δεῖνα ἡ τόν δεῖνα; Κατά πάντων ὁμοῦ των ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων καί αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἡ βλάσφημος αὕτη καί θεομάχος φωνῇ ἐξοπλίζεται».

Μέ τήν προσθήκη του filioque εἶναι μία ἀπό τίς βασικότερες καί παλαιότερες δογματικές διαφορές μας μέ τούς παπικούς, τήν ὁποία, ὅπως προαναφέραμε, τήν εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι καί τήν ἐπέβαλαν στό ὀρθόδοξο τότε Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης. Εἶναι αὐτή πού, ἀπό τήν θέσπισή της ἀκόμη καί σέ ὅλη τήν μετέπειτα πορεία Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀπετέλεσε καί συνεχίζει νά ἀποτελεῖ ἀνυπέρβλητο χάσμα, καθώς ὑπῆρξε μία ἀπό τίς κυριότερες αἰτίες πού ὁδήγησε στό σχίσμα. «Τό σχίσμα γέγονεν μάλιστα διά τήν ἐν τῷ Συμβόλω πρόσθεσιν καί ὅτι καλῶς ἀπεστράφημεν τούς Λατίνους διά τήν πρόσθεσιν ἀποστροφῆς οὔσαν ἀξίαν». (Γεννάδιος Σχολάριος).

Ἔφθασαν μάλιστα οἱ παπικοί αἱρετικοί νά κατηγοροῦν ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους ὅτι ἀφαιρέσαμε ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό filioque!!!Αυτή ἦταν καί ἡ βασική κατηγορία πού ἀπέδωσε στούς ὀρθοδόξους ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα, Καρδινάλιος Οὐμβέρτος, ὅταν στίς 15 Ἰουλίου τοῦ 1054 ἀπέθεσε τόν λίβελλο μέ τά ἀναθέματα τοῦ Πατριάρχου καί ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὅτι δῆθεν δηλαδή οἱ ὀρθόδοξοι «ὡς Πνευματομάχοι ἡ Θεομάχοι ἀπέκοψαν ἀπό τοῦ Συμβόλου τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἐκπόρευσιν ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ ἐμμονή τῶν παπικῶν στήν αἱρετική θέσῃ του filioque τούς κρατᾷ ἀποκομμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν ἀλήθεια καί ἀποτελεῖ οὐσιαστικό ἐμπόδιο σέ κάθε προσπάθεια ἐπανόδου τους στήν ὀρθόδοξη πίστη, παρά τίς ὅποιες πρωτοβουλίες καλῆς θελήσεως, ἀκόμη καί αὐτῆς τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων.

Ὅπως εὔστοχα διατυπώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος: «Μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι ἤρθησαν αὐτά τά ἀναθέματα καί ἑπομένως δέν ὑπάρχει πρόβλημα. Βεβαίως καί ὑπάρχει πρόβλημα, γιατί μέ μία ἁπλή πράξῃ ἤρθησαν τά ἀναθέματα, ἀλλά δέν ἤρθη ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ ὁποία μάλιστα ἰσχυροποιήθηκε ἀκόμη περισσότερο».

 

2. Διδασκαλία περί τῆς ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Μία πολύ μεγάλη καί βασική διαφορά ἀνάμεσα στήν ὀρθοδοξία καί τόν παπισμό εἶναι τό θέμα τῆς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀρθή διδασκαλία σ' αὐτό τό ζήτημα εἶναι ὅτι ἀφοῦ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, εἶναι ἄκτιστες καί οἱ ἐνέργειές Τοῦ. Ἀντίθετα οἱ δυτικοί θεωροῦν κτιστές τίς ἐνέργειες καί κτιστῇ την χάρη τοῦ Θεοῦ.

Γράφει σχετικά ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης: «Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοί θεωροῦν κτιστῇ τήν θεία Χάρι, τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυστυχῶς καί τοῦτο μία ἀπό τίς πολλές διαφορές μας, πού πρέπει νά λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπ' ὄψιν στό θεολογικό διάλογο μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Δέν εἶναι μόνο τό filioque, τό πρωτεῖο ἐξουσίας καί τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα, ἀπό τίς βασικές διαφορές μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Παπικῶν. Εἶναι καί τά ἀνωτέρω. Ἄν δέν δεχθοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, δέν μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἔστω κι' ἄν, δεχθοῦν ὅλα τά ἄλλα. Διότι ποιός θά ἐνεργήση τήν θέωσι, ἄν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτίσμα κι' ὄχι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος;»

 

3. Τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα.

Μιά ἀπό τίς βασικές αἱρετικές δοξασίες τοῦ παπισμοῦ ἀποτελεῖ τό «πρωτεῖο» τοῦ πάπα. Σύμφωνα μέ ἀπόφαση τῆς Α' Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ (1870), ὁ πάπας εἶναι τοποτηρητής τοῦ Χριστοῦ καί μοναδικός ἀντιπρόσωπός Τοῦ πάνω στή γῆ. Εἶναι ὁ ἀρχηγός καί ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Στό πρόσωπό του συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ θέσῃ, ὅμως, εἶναι καθαρά αἱρετική, ἀφοῦ «ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μόνον ὁ Χριστός εἶναι Κεφαλή καί ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό διαβάζουμε καί στήν ἐπιστολή πρός Ἐφεσίους του Ἀπ. Παύλου (Ἐφεσ. ἄ, 22-23), ὅτι δηλαδή ὁ οὐράνιος Πατέρας ¨Αὐτόν (τόν Κύριον Ἰησοῦν) ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τή Ἐκκλησία, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ¨ Αὐτόν κατέστησε κεφαλή, πάνω ἀπό ὅλους, στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό σῶμα Τοῦ», Ἀρχιμ. Γέρβ. Ραπτοπούλου, Αἱρέσεις στήν Ἑλλάδα καί οἱ κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ, σέλ. 153-154.

4. τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα.

Ἡ Α' Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ θέσπισε τό δόγμα τοῦ ἀλάθητου τοῦ πάπα. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν ἀλαζονική ἀντίληψη γιά τό «ἐκ καθέδρας» ἀλάνθαστο τοῦ Πάπα. Σύμφωνα μέ τό δόγμα αὐτό ὁ πάπας εἶναι πάνω καί ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἔχει τήν πλήρη καί ὑπέρτατη δικαιοδοσία νά ἀποφαίνεται ἀλάθητα καί τή διδασκαλία του εἶναι ὑποχρεωμένη νά παραδεχτεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος τολμήσει νά «ἀντείπη», νά φέρει ἀντίρρηση στή διδασκαλία του, «ἀνάθεμα ἔστω» (κέφ. Δ' τῆς Β' Βατικάνειας Συνόδου). Οἱ θεολόγοι μάλιστα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας' φτάνουν στό σημεῖο νά διακηρύττουν ὅτι καί ψέμα νά πεῖ ὁ πάπας πρέπει αὐτό νά γίνει δεκτό ἀπό τούς πιστούς σάν ἀλήθεια!

Ἡ ἀνακήρυξη ἑνός καί μόνου ἀνθρώπου σάν ἀλάθητου, ὅσο κι' ἄν αὐτός κατέχει τόν ἀνώτατο βαθμό τῆς ἱερωσύνης, εἶναι πράξῃ ξένη καί ἀντίθετη πρός τήν Ἁγία Γραφῇ καί τήν Ἱερά Παράδοση. Κατά τόν Ὀρθόδοξο Ρῶσο Θεολόγο Βουλγάκωφ «τό ἀλάθητον ἀνήκει εἰς τή ὅλην Ἐκκλησίαν». Γι' αὐτό καί ἡ ἀπό 6 Μαΐου 1848 ἐγκύκλιος τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει ὅτι «ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τούτ' ἔστιν ὁ λαός αὐτός ἐστι». Ἡ Ἐκκλησία στό σύνολό της, κλῆρος καί λαός μαζί, εἶναι ἡ «πιστή φρουρός τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, φυλάττουσα αὐτήν ὡς πεπιστευμένην ταύτη παρακαταθήκην».

(βλ. σχ. Ἀρχιμ. Γέρβ. Ραπτοπούλου, ὅ. π. σέλ. 163-166)

Ὁ Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης σημειώνει ὅτι «τό ἀλάθητο ἐπεκτάθηκε σέ κάθε ἀπόφαση τοῦ Πάπα. Δηλαδή, ἐνῶ μέ τήν Α' Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οἱ ἀπό καθέδρας καί μέ τήν χρήση τοῦ ὅρου definimus (ὁρίζομεν) ἀποφάσεις τοῦ Πάπα ἦσαν ἀλάθητοι, ἡ Β' Βατικάνειος Σύνοδος ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος ὄχι μόνον ὅταν ἀποφαίνεται ἐπισήμως ὡς Πάπας, ἀλλά ὀσάκις ἀποφαίνεται. Εἶναι ἀκόμη φανερό ἀπό τά ἀνωτέρω ὅτι ἡ οἰκουμενική σύνοδος γίνεται ἕνα συμβουλευτικό σωματεῖο τῶν Παπῶν. Τό ἀλάθητο στήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία δέν ἀνήκει στήν οἰκουμενική σύνοδο, ἀλλά στόν Πάπα. Ποιός ὅμως ἀνεκήρυξε τόν Πάπα ἀλάθητο; Ἡ λαθητή σύνοδος;

Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ συνοδική ἀρχή, ἡ παραδοθεῖσα ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀντικαθίσταται ἀπό τήν παποκεντρική ἀρχή. Ὁ «ἀλάθητος» Πάπας καθίσταται κέντρο καί πηγή ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕναν ἄνθρωπο γιά νά τήν διατηρῇ σέ ἑνότητα. Ἔτσι παραμερίζεται καί ὑποβαθμίζεται ἡ θέσις τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀκόμη μέ τήν μεταφορά τοῦ ἀλάθητου ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα στό πρόσωπο τοῦ Πάπα περιορίζεται ἡ ἐσχατολογική προοπτική τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν ἱστορία καί καθίσταται ἐγκοσμιοκρατική».

 

5. Ἡ κατάργηση Ἱερῶν Κανόνων

«Τό Βατικανό πρό πολλοῦ ἤδη ἀπέρριψε τούς πλείστους Ἱερούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐμόρφωσεν ἴδιον Κανονικόν Δίκαιον, διά νά πορευθῇ ἐλεύθερον τήν ὁδόν τήν ἄγουσαν εἰς πᾶν εἶδος καινοτομίας. Ὁ οὐνίτης Π. Γρηγορίου ὁμολογεῖ ἐν προκειμένῳ: «Ἀνατολή καί Δύσις διεφώνουν ὠσαύτως ἐπ' αὐτῶν τούτων των πηγῶν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀποδεχθεῖσα ἐπισήμως κατ' ἀρχάς μόνον τους κανόνας τῆς ἐν Νικαίᾳ Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου(325) καί τῆς Σαρδικῆς (343), ἠδιαφόρησεν ὡς πρός τήν νομοθεσίαν ἐν σχέσει πρός τήν ἐκκλησιαστικήν εὐταξίαν καί πειθαρχίαν τῶν λοιπῶν Ἀνατολικῶν Συνόδων, Οἰκουμενικῶν ἤ τοπικῶν...

Ὅλως αὐθερέτως, οἱ πάπαι, χάριν τῶν κυριαρχικῶν βλέψεών των ἐπί πάσης της Ἐκκλησίας, ἀπέρριψαν τοῦ Ἱερούς Κανόνας τῶν ἔξ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τούς κανόνας τῶν τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι προσέλαβαν οἰκουμενικόν κῦρος, ἐφ' ὅσον ἐπεκυρώθησαν ὑπό τοῦ Β' κανόνος τῆς ΣΤ' οἰκουμενικῆς Συνόδου. Εἰδικότερον, τό Βατικανόν ἀπεχθάνεται τούς Κανόνας τῆς ΣΤ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι τινές ἐξ αὐτῶν στρέφονται κατά τῶν καινοτομιῶν τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας (Β, ΙΓ, ΝΕ κ.λ.π.)» (Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, ὅ. π.,σελ.251,2).

 

6. Τό παπικό κράτος.

Ἡ ἄποψη ὅτι δέν μπορεῖ ὁ «ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ» στή γῆ νά βρίσκεται ὑπό ἐξουσία κοσμικοῦ βασιλιᾶ(!) ὁδήγησε στήν ἵδρυση τό 1929 (μετά ἀπό συμφωνία τοῦ Πάπα καί τοῦ δικτάτορα Μουσολίνι) τοῦ σημερινοῦ παπικοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ, Ἔτσι, ὁ παπισμός κατήντησε κοσμικό κράτος πού ἔχει στρατό, ἀσκεῖ διπλωματία καί ἐπηρεάζει τήν διεθνῆ οἰκονομία μέ τήν συμμετοχή του σέ μεγάλες ἑταιρεῖες καί ἐπιχειρήσεις. Πρόκειται δηλαδή γιά μιά ἀνθρωποκεντρική ὀργάνωση, γιά μιά ἐκκοσμίκευση καί μάλιστα θεσμοποιημένη ἐκκοσμίκευση. Ἀλλά ἡ συνύπαρξη τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας μέ τήν ἱερατική, ἐπισκοπική ἐξουσία, εἶναι κάτι τό ἀσυμβίβαστο, κάτι τό ὁποῖο εἶναι ξένο πρός τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, τούς Κανόνες Συνόδων καί τήν ἐν γένει παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

«Εἶναι σημεῖο φοβερᾶς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἡ σύγχυσις τῶν δύο ἐξουσιῶν, τῆς πνευματικῆς καί τῆς κοσμικῆς, τῶν δύο βασιλείων, τοῦ οὐρανίου καί τοῦ ἐπιγείου. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στόν δεύτερο πειρασμό τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν διάβολο, πού τοῦ ζήτησε νά τόν προσκυνήση, γιά νά τοῦ δώση τήν ἐξουσία ὅλων τῶν βασιλείων τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος τότε του ἀπήντησε: "Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῶ μόνῳ λατρεύσεις"». (Ἀρχιμ' Γεωργίου Καψάνη, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός) (Κύριαι Διαφοραί) ἐκδ. Σταμούλης 2006).

 

7. Τό καθαρτήριο πῦρ -Οἱ ἀξιομισθίες τῶν Ἁγίων.

«Σχετικά μέ τήν πτώση καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν ἀξιοσημείωτες διαφορές. Ὁ Ἀδάμ, λέγει ἡ Σύνοδος τοῦ Τριδέντου (1546), μέ τήν παράβασή του ἐπέφερε τήν ὀργή καί τήν ἀγανάκτηση τοῦ Θεοῦ καί γιά τοῦτο τόν θάνατο'. Ἑπομένως ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖ τήν ἐξιλέωση τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἐξαλείφει τίς αἰώνιες ποινές τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖες ἔχουν τήν αἰτία τους στίς θανάσιμες ἁμαρτίες. Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς ἁμαρτίες αὐτές, ὑπάρχουν οἱ βαριές καί οἱ ἐλαφρές ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες ἐπιφέρουν πρόσκαιρες ποινές. Αὐτές τίς ποινές πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά τίς ἐξοφλήσει μέ ἔργα μετανοίας, πού ἐπιβάλλονται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Πολλοί ἄνθρωποι πεθαίνουν πρίν ἐξοφλήσουν αὐτές τίς ποινές καί μεταβαίνουν στό λεγόμενο 'καθαρτήριο πῦρ', πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στόν παράδεισο καί τήν κόλαση, ὅπου καλοῦνται νά ἐξαλείψουν τό χρέος. Ἀπό ἐκεῖ, μέ τίς προσευχές τοῦ Πάπα καί τῶν ζωντανῶν, οἱ ψυχές μεταβαίνουν στόν παράδεισο. Ὅμως ἡ «Ἐκκλησία» μπορεῖ νά παραχωρήσει τή λύσῃ τῶν ποινῶν μέ βάση τό 'θησαυρό τῶν ἀξιομισθιών των ἁγίων', τόν ὁποῖο διαχειρίζεται ὁ πάπας». (Ἀντ. Ἀλεβιζόπουλου, Ρωμαιοκαθολικισμός, Προτεσταντισμός καί Ὀρθοδοξία, σέλ. 16). Πιστεύουν, δηλαδή, πώς οἱ Ἅγιοι ἔχουνε κάνει περισσότερα καλά ἔργα ἀπ' ὅσα χρειάζονται γιά τή σωτηρία τους καί τέτοιες «ἀξιομισθίες», πού μ' αὐτές μποροῦν νά σωθοῦν καί ἄλλοι ἄνθρωποι. Πρόκειται γιά τίς λεγόμενες ἀφέσεις ἡ τά λυσίποινα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.

Πουθενά ὡστόσο, τό Εὐαγγέλιο δέν διδάσκει τέτοιο πρᾶγμα, οὔτε δέχεται «περισσεύουσες ἀξιομισθίες» στούς ἀνθρώπους, ὅσο ἅγιοι κι' ἄν ἤτανε στή ζωή τους. Ὅσον ἀφορᾷ στό «καθαρτήριο πῦρ», ὁ ἅγιος Νεκτάριος, στό βιβλίο του «Μελέτη περί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς», σ. 168,9, Ἀθήνα, 1901, γράφει σχετικά: «Κατά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, μετά θάνατον οὐδεμία ὑπάρχει μεσάζουσα τάξις μεταξύ τῶν μεταβαινόντων εἰς Οὐρανούς καί τῶν καταβαινόντων εἰς ἅδην». Δέν ὑπάρχει τόπος εἰδικός, μεσάζων, ἔνθα εὑρίσκονται αἱ ψυχαί τῶν μετανοησάντων καί μή ἐνεγκόντων καρπούς μετανοίας...»

 

8. Λατινική Μαριολογία ἡ Μαριολατρία

Ἡ παπική «Ἐκκλησία», παρεκκλίνοντας ἀπό τήν ὀρθή διδασκαλία τῶν Πατέρων μας, ὁδηγήθηκε σέ κακοδοξίες, καινοτομίες καί ἐσφαλμένα δόγματα ὡς πρός τό πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἔτσι τό 1854 θεσπίστηκε τό δόγμα τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, πού ὅριζε ὅτι «Ἡ Παρθένος Μαρία ἀπό τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς συλλήψεώς της διετηρήθη καθαρά παντός ἐκ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ρύπου».

Τό 1950, ὁ πάπας Πίος ΙΒ', ἀνεκήρυξε σέ δόγμα τήν ἐνσώματη μετάσταση τῆς Θεοτόκου, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «ἡ ἀειπάρθενος Θεομήτωρ μετά την ἐπί γῆς ζωήν αὐτῆς, μετέστη ἐν σώματι καί ψυχή εἰς τήν οὐράνιον δόξαν». Τά τελευταῖα χρόνια παρατηρεῖται ἐκ μέρους τῶν παπικῶν μιά ἔντονη τάση ἀπόδοσης ὑπερβολικῶν τιμῶν στή Θεοτόκο, πού φτάνει στά ὅρια τῆς λατρείας. «Συλλυτρώτρια», «Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας», «Μεσίτρια πασῶν των χαρίτων» εἶναι κάποιοι ἀπό τούς τιμητικούς τίτλους πού ἀποδίδουν στήν Παναγία, μέ ἐσφαλμένο καί προβληματικό περιεχόμενο.

Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, τό προπατορικό ἁμάρτημα μεταδίδεται σέ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀκόμη καί σ΄ αὐτούς πού ἀποτελοῦν σκεύη ἐκλογῆς, ὅπως ἦταν ἡ Παναγία. Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἡ Θεοτόκος ἦταν «ὑποκείμενη εἰς τό προπατορικό ἁμάρτημα μέχρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τότε γάρ ἐκαθαρίσθη διά τῆς ἐπελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὅσον ἀφορᾷ στήν μετάσταση τῆς Θεοτόκου, ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀναφέρεται στήν μετά θάνατον μετάστασή της, χωρίς ὅμως αὐτό νά ἀνάγεται σέ δόγμα, ἀφοῦ δέν μαρτυρεῖται οὔτε στήν Ἁγία Γραφῇ οὔτε στήν ἀποστολική παράδοση.

Στήν Ὀρθοδοξία ἡ λατρεία ἀνήκει μόνο στόν Τριαδικό Θεό, ἐνῶ στούς ἁγίους καί τήν Παναγία ἁρμόζει ἡ τιμητική προσκύνηση καί ἡ πρεσβευτική ἰδιότητα πρός τόν μόνο Σωτῆρα, τόν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν. Μέ μεγάλη σαφήνεια ἡ Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδος (787) ὁρίζει: «τιμᾶν καί μεγαλύνειν ἐμάθομεν πρῶτον μέν καί κυρίως καί ἀληθῶς την τοῦ Θεοῦ Γεννήτριαν καί τάς ἁγίας καί ἀγγελικάς Δυνάμεις καί τούς ἐνδόξους Μάρτυρας, ἀλλά καί τούς ἁγίους ἄνδρας, καί τούτων αἰτεῖν τάς πρεσβείας», (βλ. σχ. Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, ἐκδ. Ὀρθοδόξου τύπου, Ἀθήνα 1969, σέλ. 164-191).

 

9. Μυστήρια

Μία γενική διαφορά ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα εἶναι ἡ στάση τῶν ἱερέων στούς λόγους τῶν μυστηρίων, οἱ ὁποῖοι φαίνεται νά τά τελοῦν στό ...ὄνομά τους: «Ἐγώ σέ βαπτίζω, ἐγώ σέ συγχωρῶ κ.λ.π.», σέ ἀντίθεση μέ τά Ὀρθόδοξα Μυστήρια στά ὁποῖα ὁ ἱερέας εἶναι ἁπλός ὑπηρέτης: «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος διά τῆς ἐμῆς ἐλαχιστότητος ἔχει σέ λελυμένον καί συγκεχωρημένον κ.λ.π.»

 

10. Τό Βάπτισμα

Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τελεῖ τό Βάπτισμα μέ τριπλῆ κατάδυση στό νερό, ἡ ὁποία συμβολίζει τήν τριήμερο ταφῇ καί Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἄλλωστε εἶναι σαφής ἡ προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές Τοῦ νά βαπτίζουν «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἡ παπική «Ἐκκλησία» καινοτομεί καί εἰσάγει τό διά ἐπιχύσεως ἡ ραντισμοῦ βάπτισμα.

 

11. Χρῖσμα

Ἡ παπική «Ἐκκλησία καινοτομεί καί τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Συνιστᾷ νά ἀναβάλλεται τοῦ μυστήριο τοῦ Χρίσματος στούς βαπτιζομένους μέχρι τό 7ο ἡ κατ΄ ἄλλους τό 14ο ἔτος τῆς ἡλικίας τους, ὁπότε καί δέν κοινωνοῦν. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία παρεῖχε στά βαπτιζόμενα νήπια τό Χρῖσμα ἀμέσως μετά τό Βάπτισμα, ἀκριβῶς γιά νά τά εἰσάγει ἀπό τήν πρώτη στιγμή στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δεδομένου ὅτι γιά νά στηριχθεῖ ὁ βαπτιζόμενος στήν πνευματική ζωή ἔχει πάντοτε ἀνάγκη ἀπό τή ζωογόνο Θεία Χάρη. Αὐτήν τήν παράδοση ἀκολουθεῖ μέχρι σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τελεῖ τό Χρῖσμα μέ ἅγιο Μύρο, σέ ἀντίθεση μέ τούς παπικούς πού τό τελοῦν μέ τήν ἐπίθεση τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου.

 

12. Μετάνοια

Ὡς πρός τό μυστήριο τῆς μετανοίας, τήν Ἱερά Ἐξομολόγηση, στούς Ρωμαιοκαθολικούς γίνεται ὡς μιά δίκη καί ἡ ἐπικοινωνία εἶναι ἀπρόσωπη. Ὁ ἐξομολογούμενος λέει τά ἁμαρτήματά του χωρισμένος καί ἄγνωστος στόν πνευματικό (στούς ξύλινους θαλαμίσκους) καί λαμβάνει τά ἐπιτίμια καί τήν ἄφεση. Δέν ὑπάρχει δηλαδή προσωπική ποιμαντική σχέση καί ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀλλά νομική καί ἀπρόσωπη σχέση. Προέχει ἡ νομική δικαίωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ὄχι ἡ συγχώρηση, ἐπάνοδος καί ἀποκατάστασή του στό πατρικό σπίτι (Ἐκκλησία) καί τήν πατρική ἀγκάλη.

Ἀντίθετα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει προσωπική ἐπαφῇ τοῦ πιστοῦ μέ τόν ἱερέα. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν πηγάζει ἀπό τήν Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου μας καί ὄχι ἀπό τίς μεσιτεῖες τῶν ἁγίων ἡ ἄλλους παράγοντες, ὅπως διδάσκουν οἱ παπικοί.

 

13. Θ. Εὐχαριστία

Σέ αὐτό τό Μυστήριο οἱ παπικοί ἔχουν εἰσάγει πολλές καινοτομίες: α) Χρησιμοποιοῦν βιομηχανοποιημένο ἄζυμο ἄρτο πού λέγεται «ὄστια» καί ὄχι ἔνζυμο πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἀνατολική Ἐκκλησία στηριζόμενη στό ἐπιχείρημα ὅτι ἀκολουθοῦν ἀρχαία συνήθεια. Αὐτό, ὅμως, δέν ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια. Ὁ Μυστικός Δεῖπνος ἔγινε μέ ἔνζυμο καί ὄχι μέ ἄζυμο ἄρτο. Στήν πραγματικότητα τά ἄζυμα δέν ἀποτελοῦν ἀρχαία συνήθεια, ἀλλά ἐπινοήθηκε ἀπό αἱρετικούς τους πρώτους αἰῶνες.

β) Ὁ καθαγιασμός τοῦ ἄρτου και τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ τελεῖται γιά τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀντιθέτως γιά τούς παπικούς τελεῖται μέ τήν ἐκφώνηση τῶν συστατικῶν τοῦ μυστηρίου λόγων τοῦ Κυρίου «Λάβετε φάγετε...» κ.λ.π.

γ) Οἱ παπικοί ἀπέκοψαν τόν λαό ἀπό τήν μετοχή στό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ κοινωνοῦν μόνο οἱ ἱερωμένοι ἀπ' αὐτό, διότι πιστεύουν ὅτι ἀρκεῖ γιά τήν σωτηρία τῶν πιστῶν ἡ μετάληψις μόνο του Σώματος. Σέ ἀντίθεση, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μεταδίδει τό Σῶμα καί τό Αἷμα Χριστοῦ σέ ὅλους τους πιστούς.

δ) Τά νήπια καί τά παιδιά μέχρι τό 10ο ἡ 12ο ἔτος ἀπέχουν ἀπό τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, διότι, σύμφωνα μέ τήν παπική διδασκαλία, δέν εἶναι ἱκανά νά διακρίνουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀντίθετα μέ τούς Ὀρθοδόξους πού ἐπιτρέπουν τή Θεία Κοινωνία στά βαπτισμένα νήπια.

 

14. Γάμος

Ὁ Κύριος τόνισε τό ἀδιάλυτο τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου «παρεκτός λόγου πορνείας». Οἱ παπικοί δέν σεβάστηκαν αὐτή τήν ἐξαίρεση καί θέσπισαν τό ἀδιάλυτο τοῦ γάμου χωρίς καμμία ἐξαίρεση.

 

15. Ἱερωσύνη

Ἡ παπική «Ἐκκλησία ἔχει αὐθαίρετα καθιερώσει τή γενική ἀγαμία τοῦ κλήρου, στηριζόμενη σέ ἀποστολικό χωρίο («...ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τά τοῦ Κυρίου, πώς ἀρέσει τῷ Κυρίω...» Α' Κόρ. ζ, 32). Στήν οὐσία ὅμως ἡ ἀγαμία ὀφείλεται στήν στάση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας» πού θέλει νά ἐξάρει τόν κλῆρο ὑπέρ τούς λαϊκούς, ἀποχωρίζοντάς τον ἀπό κάθε δεσμό μέ τίς λαϊκές τάξεις καί τήν κοινωνική ζωή, καί κυρίως νά καταδείξει τήν ἀνωτερότητα τοῦ δικοῦ τους κλήρου ἔναντι τῶν κληρικῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἡ Α' Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποδίδει τό πνεῦμα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τήν ἐλεύθερη δηλαδή ἐκλογή τῶν κληρικῶν μεταξύ γάμου καί ἀγαμίας. Ἡ ἀγαμία εἶναι χάρισμα, εἰδική χάρη τοῦ Θεοῦ σέ ὁρισμένα ἄτομα. Ὡστόσο, στήν ὑποχρεωτική ἀγαμία, πού ἐπέβαλε ἡ Παπική Ἐκκλησία στόν κλῆρο της, δίνει τήν πρέπουσα ἀπάντηση ὁ ἀσκητικότατος, ὁμολογητής, θαυματουργός, ἅγιος καί ἐπίσκοπος μέγας Πανφούτιος: «Μή βαρύνετε τόν ζυγόν τῶν ἱερωμένων».

 

16. Εὐχέλαιο

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου τελεῖται σέ κάθε περίπτωση. Ἡ προτροπή τοῦ Ἀδελφόθεου Ἰακώβου εἶναι ρητή: «Ἀσθενεῖ τίς ἐν ὑμῖν; Προσκαλεσάσθω τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, καί προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτόν ἀλείψαντες αὐτόν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι Κυρίου...» (Ἰακ. Ε, 14-15). Οἱ παπικοί ἀντίθετα καί πάλι, χρησιμοποιοῦν τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου μόνο μιά φορά καί μόνο στούς ἑτοιμοθανάτους, σάν τελευταῖο ἐφόδιο.

 

17. Τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ

Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέ τά τρία δάκτυλα, πού συμβολίζουν τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ παπικοί, ἀντιθέτως, τόν κάνουν μέ τά τέσσερα δάκτυλα, γιατί κοντά στά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πρόσθεσαν καί τό πρόσωπο τῆς Παναγίας, ἀπόρροια τῆς Μαριολατρείας. Ἐπίσης, τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ οἱ καθολικοί τό κάνουν ὄχι ἀπό τά δεξιά πρός τά ἀριστερά, ἀλλά ἀπό τά ἀριστερά πρός τά δεξιά

 

18. Θεία Λειτουργία

Ἀρχαία τάξῃ στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἱερέας νά τελεῖ μιά μόνο Θεία Λειτουργία τήν ἡμέρα καί πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα νά τελεῖται μόνο μιά Θεία Λειτουργία καθημερινά. Ἡ παπική «Ἐκκλησία», ὅμως, καθιέρωσε ὁ ἱερέας νά τελεῖ περισσότερες ἀπό μιά Θεῖες Λειτουργίες καί μάλιστα πάνω στήν ἴδια Τράπεζα.

 

19. Ναός

Οἱ παπικοί Ναοί δέν εἶναι στραμμένοι πρός τήν Ἀνατολή, ὅπως εἶναι οἱ ὀρθόδοξοι, ἀλλά πρός τή Δύσῃ. Αὐτό φαίνεται προκλητικότατα στό μεγάλο Ναό τῆς Ρώμης, τόν Ἅγιο Πέτρο

Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει σχετικά: «Πάντες ὁρῶμεν κατά ἀνατολάς ἐπί τῶν προσευχῶν, ὅτι τήν ἀρχαίαν ἐπιζητοῦμεν πατρίδα, τόν Παράδεισον, ὅν ἐφύτευσεν Ἀδάμ ἐν Ἐδέμ, κατά ἀνατολάς».

 

20. Ἐκκλησιαστικές τέχνες

Ἡ τέχνη τῆς Δύσεως, ἡ μουσική, ἡ ἀρχιτεκτονική καί ἡ ἁγιογραφία, ἔχει καθαρά ἀνθρωποκεντρικό χαρακτῆρα, σέ ἀντίθεση μέ αὐτήν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στήν δυτική ζωγραφική παράσταση ὁ Χριστός φαίνεται ὡς ἄνθρωπος καί ἡ Θεοτόκος καί οἱ ἅγιοι ὡς κοινοί, μή μεταμορφωθέντες ἄνθρωποι. Καί ἡ φύσῃ παρουσιάζεται «νατουραλιστικά», χωρίς μετοχή στό ἄκτιστο φῶς. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξη εἰκόνα εἰκονίζει τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τά μεταμορφωμένα πρόσωπα τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων μέσα στόν ἐπίσης μεταμορφωμένο ἀπό τήν Ἄκτιστη Χάρη κτιστό κόσμο.

Στούς Ναούς τους οἱ δυτικοί ἔχουν ἀγάλματα ἀντί γιά εἰκόνες καί στίς «ἀκολουθίες» τους χρησιμοποιοῦν μουσικά ὄργανα, κάτι πού δέν εἶναι σύμφωνο μέ τήν παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

 

21. Νηστεία

«Χαλαραί ἀντιλήψεις ἐπεκράτησαν παρά τή ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί ὡς πρός τόν ἱερόν θεσμόν τῆς νηστείας. Ὁ Σπυρίδων Μακρής γράφει περί τῶν νηστειῶν τῶν Λατίνων: «Αἱ νηστεῖαι τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐλαφρότεραι των τῆς Ἀνατολικῆς, ἀπαγορεύουσαι κυρίως το κρέας μόνον, οἱ δέ κατά τόπους ἐπίσκοποι ἔχουν τό δικαίωμα τῆς ρυθμίσεως τῶν νηστειῶν». Ὁ οὐνίτης ἐπίσκοπος Ὑάκινθος, ἀναφερόμενος εἰς τόν νόμον τῆς λατινικῆς νηστείας, γράφει: «Ὁ νόμος τῆς νηστείας ἐπιτρέπει ἐν μόνο γεῦμα τήν ἡμέραν, κατά τό ὁποῖον δύναταί τις νά φάγῃ ὅσον θέλει καί ὅ,τι θέλει. Ἀρκεῖ νά μή διαρκέσῃ τό γεῦμα περισσότερον ἀπό δυό ὥρας»...Η νηστεία παύει πατᾷ τοῖς ρωμαιοκαθολικοῖς νά ἀποτελῇ πνευματικόν ὅπλον πρός καθαίρεσιν τῶν σκιρτημάτων τῆς σαρκός καί μέσον ἄριστον γενικώτερον πρός ἐγκράτειαν. Ὑλιστικόν νεωτερισμόν ἀποτελεῖ ἡ οὐσιαστική κατάργησις τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας ὑπό τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μ> Βασίλειος ἐλέγχει πάντα ἐπιχειροῦντα τήν κατάργησιν τῆς νηστείας: «Ἀρχαῖον δῶρον ἡ νηστεία, οὐ παλαιούμενον καί γηράσκων, ἀλλ' ἀνανεούμενον ἀεί...νηστεία ἐν παραδείσῳ ἐνομοθετήθη. Τήν πρώτην ἐντολήν ἔλαβεν Ἀδάμ, Ἀπό τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φαγεῖσθε. Τό δέ, οὐ φάγεσθε, νηστείας ἐστί καί ἐγκρατείας νομοθεσία...» (Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, σέλ. 250,1).

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

«Συνέπεια ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι στόν Παπισμό ἔχουμε ἀπόκλιση ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἐνῶ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στή θέωση πού συνίσταται στήν κοινωνία μέ τόν Θεό, διά τῆς ὁράσεως τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὁπότε οἱ θεούμενοι συνέρχονται σέ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὁριοθετοῦν ἀσφαλῶς την ἀποκαλυπτική ἀλήθεια σέ περιπτώσεις συγχύσεως, ἐν τούτοις στόν Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στόν θεσμό τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος Πάπας ὑπέρκειται ἀκόμη καί ἀπό αὐτές τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα μέ τήν λατινική θεολογία 'ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει τότε μόνον ὅταν στηρίζεται καί ἐναρμονίζεται μέ τήν θέληση τοῦ Πάπα. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ἐκμηδενίζεται'...

Ὑπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οἱ ὁποῖες καταδικάσθηκαν ἀπό τήν Σύνοδο ἐπί Μεγάλου Φωτίου καί στήν Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως φαίνεται καί στό 'Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας'. Ἐπί πλέον καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Τοπικές Σύνοδοι μέχρι τόν 19ο αἰῶνα καταδίκαζαν ὅλες τίς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ. Τό πρᾶγμα δέν θεραπεύεται οὔτε βελτιώνεται ἀπό κάποια τυπική συγγνώμη πού θά δώση ὁ Πάπας γιά ἕνα ἱστορικό λάθος, ὅταν οἱ θεολογικές ἀπόψεις του εἶναι ἐκτός Ἀποκαλύψεως καί ἡ Ἐκκλησιολογία κινεῖται σέ ἐσφαλμένο δρόμο, ἀφοῦ μάλιστα ὁ Πάπας παρουσιάζεται ὡς ἡγέτης τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, ὡς διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί βικάριος-ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ, ὡσάν ὁ Χριστός νά ἔδωσε τήν ἐξουσία του στόν Πάπα καί Ἐκεῖνος ἀναπαύεται εὐδαίμων στούς Οὐρανούς». (Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Βασικά σημεῖα διαφορᾶς μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παπισμοῦ, ἐφ. Παρέμβαση, Ἀπρίλιος 2001.

Μετά ἀπό ὅσα παρατέθηκαν, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ Δυτικός Χριστιανισμός (Παπισμός -Προτεσταντισμός) εἶναι ἕνας ἐντελῶς διαφορετικός κόσμος. 'Ἄλλη θεολογία, ἄλλη κοσμολογία, ἄλλη ἀνθρωπολογία, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν σέ διαφορετική βιοθεωρία, διαφορετική κουλτούρα διαφορετικό πολιτισμό καί ἑπομένως σέ μιά ἐντελῶς διαφοροποιημένη νοοτροπία πού καταλήγει σέ μιά ξένη, ὡς πρός τήν ὀρθόδοξη, πνευματικότητα καί καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Σέ μία ἐποχῇ πού ὅλοι τείνουν σέ ἑνοποιήσεις καί πολύς λόγος γίνεται γιά τό αὔριο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, οἱ λόγοι τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς ἠχοῦν στά αὐτιά μας ὡς προφητικό κάλεσμα ἐπαγρυπνήσεως καί ἐγρηγόρσεως:

«Ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί οὑμανισμοί, ἀπό τούς πρό τῆς Ἀναγεννήσεως, τῆς Ἀναγεννήσεως καί περαιτέρω, οἱ προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, ἐπιστημονικοί, πολιτιστικοί καί πολιτικοί ἐπεδίωκαν ἐν γνώσει ἡ ἐν ἀγνοίᾳ καί ἀδιακόπως ἐπιδιώκουν, ἕνα πρᾶγμα: νά ἀντικαταστήσουν τήν πίστιν εἰς τόν Θεάνθρωπον μέ τήν πίστιν εἰς τόν ἄνθρωπον, νά ἀντικαταστήσουν τό εὐαγγέλιον τοῦ Θεανθρώπου μέ τό εὐαγγέλιον κατ' ἄνθρωπον, τήν φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον μέ τήν φιλοσοφίαν κατ' ἄνθρωπον, τήν κουλτούραν κατά Θεάνθρωπον μέ τήν κουλτούραν κατ' ἄνθρωπον. Μέ μιάν λέξιν, νά ἀντικαταστήσουν τήν ζωήν κατά Θεάνθρωπον μέ τήν ζωήν κατ' ἄνθρωπον. Καί ταῦτα συνέβαινον ἐπί αἰῶνας, ἕως ὅτου τόν παρελθόντα αἰῶνα, τό 1870, εἰς τήν Α' Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ, ὅλα αὐτά συνεκεφαλαιώθησαν εἰς τό δόγμα τοῦ ἀλάθητου τοῦ Πάπα. Ἔκτοτε τό δόγμα αὐτό ἀπέβη τό κεντρικό δόγμα τοῦ παπισμοῦ. Διά τοῦτο ἐπί τῶν ἡμερῶν μας εἰς τήν Β' Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ τόσον ἐπιμόνως καί ἐπιδεξίως συνεζητήθη καί ὑπεστηρίχθη τό ἀπαραβίαστον καί τό ἀναλλοίωτον αὐτοῦ τοῦ δόγματος.

Τό δόγμα τοῦτο ἔχει κοσμοϊστορικήν σημασίαν δι' ὅλην τήν τύχην τῆς Εὐρώπης, μάλιστα δέ διά τούς ἀποκαλυπτικούς καιρούς της, εἰς τούς ὁποίους ἔχει ΄δή εἰσέλθει Διά τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί ἀνθρωπισμοί ἀπέκτησαν τό ἰδεῶδες καί τό εἴδωλόν των: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης. Τό εὐρωπαϊκόν οὐμανιστικόν πάνθεον ἀπέκτησε τόν Δία τοῦ» (Ι. Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, ἐκδ. Ἀστήρ, ε' ἔκδοσις, 1987, σέλ. 149 -150)

«Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους ἡ ἕνωσις δέν εἶναι ὑπόθεσις συμφωνίας μόνο σέ κάποια δόγματα, ἀλλά ἀποδοχῆς τοῦ ὀρθοδόξου, θεανθρωποκεντρικοῦ, χριστοκεντρικοῦ, τριαδοκεντρικοῦ πνεύματος στά δόγματα, στήν εὐσέβεια, στήν ἐκκλησιολογία, στό κανονικό δίκαιο, στήν ποιμαντική, στήν τέχνη, στήν ἄσκησι.

Γιά νά γίνει ἀληθινή ἕνωσις θά πρέπει ἡ ἐμεῖς νά παρατηθοῦμε ἀπό τόν Ὀρθόδοξο θεανθρωποκεντρισμό μας ἡ οἱ Παπικοί ἀπό τόν δικό τους ἀνθρωποκεντρισμό. Τό πρῶτο εἶναι ἀδύνατο νά συμβῇ μέ τήν Χάρι τοῦ Κυρίου μας, διότι αὐτό θά ἦταν προδοσία στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλά καί τό δεύτερο εἶναι δύσκολο νά συμβῇ. Ὅμως «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστίν».

Πιστεύουμε ὅτι δέν συμφέρει καί στούς μή Ὀρθοδόξους νά παραιτηθοῦμε ἐμεῖς ἀπό τήν Ὀρθοδοξία μας. Ὅσο ὑπάρχει ἡ Ὀρθοδοξία, σώζεται ἡ ἀκαινοτόμητος εὐαγγελική πίστις, ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς Ἁγίοις». Ὑπάρχει ζωντανή ἡ μαρτυρία τῆς πραγματικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεανθρωπίνης κοινωνίας. Ἔτσι ἀκόμη καί οἱ ἑτερόδοξοι πού τήν ἔχασαν, γνωρίζουν ὅτι κάπου ὑπάρχει. Ἐλπίζουν. Ἴσως κάποτε τήν ἀναζητήσουν μεμονωμένα ἡ συλλογικά. Θά τήν βροῦν καί θά ἀναπαυθοῦν. Ἄς κρατήσουμε αὐτήν τήν ἁγία πίστι ὄχι μόνο γιά μᾶς ἀλλά καί γιά ὅλους τους ἀδελφούς ἑτεροδόξους καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἡ θεωρία περί δύο πνευμόνων, διά τῶν ὁποίων ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή τοῦ Παπισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν μπορεῖ νά γίνει δεκτή ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, διότι ὁ ἕνας πνεύμων (ὁ Παπισμός) δέν ὀρθοδοξεῖ καί τό γέ νῦν ἔχον νοσεῖ ἀνιάτως.

Εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία καί Ζωαρχική Τριάδα γιά τό μεγάλο δῶρο Τῆς, τήν ἁγία Ὀρθόδοξο Πίστι μας καί γιά τούς εὐσεβεῖς προγόνους, διδασκάλους, ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς καί πνευματικούς μας πατέρας, πού μᾶς ἐδίδαξαν καί παρέδωσαν αὐτήν τήν ἁγία Πίστι.

Ὁμολογοῦμε, ὅτι δέν θά ἀναπαυόμασταν σέ μιά Ἐκκλησία πού ἐν πολλοῖς ὑποκαθιστᾶ τόν Θεάνθρωπο Χριστό μέ τόν «ἀλάθητο» ἄνθρωπο «πάπα» ἡ «προτεστάντη».

Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει τό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας καί τῆς Χάριτος. Λυπούμεθα, γιατί οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοί δέν ἠμποροῦν νά χαροῦν αὐτό τό πλήρωμα, καί μάλιστα κάποτε προσπαθοῦν καί νά παρασύρουν καί προσηλυτίσουν τούς Ὀρθοδόξους στίς κοινότητές τους, ὅπου μόνον μιά μερική, ἀποσπασματική καί διαστρεβλωμένη ἄποψι τῆς ἀληθείας ἔχουν. Ἐκτιμοῦμε τήν ὅση ἀγάπη ἔχουν γιά τό Χριστό καί ὅσα καλά ἔργα κάνουν, ἀλλά δέν ἠμποροῦμε νά δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία πού δίδουν στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι σύμφωνη μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἁγίων Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Προσευχόμεθα ὁ ἀρχιποιμήν Χριστός, ὁ μόνος ἀλάθητος Ἀρχηγός καί Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνους μέν νά ὀδηγήση στήν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πού εἶναι τό πατρικό τους σπίτι, ἀπό τό ὁποῖο κάποτε ἀπεσκίρτησαν, ἐμᾶς δέ τούς Ὀρθοδόξους νά φωτίσῃ, ὥστε νά παραμείνουμε ἄχρι θανάτου πιστοί στήν ἁγία καί ἀκαινοτόμητο Πίστι μας, ὅλο καί περισσότερο στερεούμενοι καί ἐμβαθύνοντες σ' αὐτήν, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». «Ἀμήν».

(Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός) (Κύριαι Διαφοραί), ἐκδ. Σταμούλης 2006)

Δεν υπάρχουν σχόλια: