Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2024

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ

ΚΗΦΙΣΙΑΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ @ΚΑΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ-ΩΡΩΠΟΥ

 


Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ

ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ

ΣΤΙΣ  ΑΙΡΕΣΕΙΣ  

Ἐπιμέλεια π.Δ.Μ.

 

Ο ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΣ

Ὁ ἀρχαῖος ἀρειανισμός

 Ἡ πρώτη μεγάλη αἵρεση γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ ἀρειανισμός, ὁ ὁποῖος ἐμφανίστηκε στίς ἀρχές τοῦ δ' μ.Χ. αἰῶνα.

Ὁ Ἄρειος (266 - 336 μ.Χ.), ὁ θεμελιωτής τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἦταν πρεσβύτερος στήν Ἀλεξάνδρεια, μέ μεγάλη μόρφωση. Χρησιμοποιοῦσε ἰδιαίτερα τή φιλοσοφία καί τή λογική . Στήν προσπάθειά του νά κατανοήσει μέ τή λογική τόν Θεό , ἔθετε τό ἑξῆς ἐρώτημα: ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἕνας, πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἀνήκουν στήν σφαίρα τοῦ Θεοῦ; Ἄρα, ἀπαντοῦσε, ἀπό τά τρία πρόσωπα μόνο ὁ Πατήρ εἶναι στήν πραγματικότητα Θεός. Ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα  καταχρηστικά ὀνομάζεται Θεός, χωρίς νά εἶναι.

Στό θεμελιῶδες ἐρώτημα, ἄν ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι «κτιστός» ἤ «ἄκτιστος», δηλ. ἄν εἶναι Θεός ἤ ἄν ἀνήκει στά δημιουργήματα, ὁ Ἄρειος ἀπαντοῦσε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «κτιστός», εἶναι δηλ. δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἀφοῦ ἰδιότητα τῶν δημιουργημάτων εἶναι νά ἔχουν χρονική ἀρχή , σέ ἀντίθεση μέ τόν Θεό πού δέν ἔχει , ὁ Υἱός ἔχει κι Αὐτός χρονική ἀρχή, ἄρχισε κάποτε νά ὑπάρχει, δέν ὑπῆρχε πάντοτε. «Ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν», ἔλεγε ὁ Ἄρειος, δηλ. ὑπῆρξε καιρός κατά τόν ὁποῖο ὁ Υἱός δέν ὑπῆρχε.

Ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου καταδικάστηκε ἀπό τήν Α' Οἰκουμενική Συνόδο  στή Νίκαια, τό 325 μ.Χ , ἡ ὁποία διατύπωσε τήν Ὀρθοδοξη διδασκαλία ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί» (ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς οὐσία μέ τόν Πατέρα) καί τήν συμπεριέλαβε στό γνωστό Σύμβολο τῆς Πίστεως. 

 

  ρειανισμός καί   Μάρτυρες  τοῦ Ἰεχωβᾶ

Ἀπό τήν ἐποχή τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Κων/πολη, 382 μ.Χ.), ἡ ὁποία καταδίκασε τά ὑπολείματα τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἡ αἵρεση δέν ξαναεμφανίστηκε στήν Ἐκκλησία, τουλάχιστον μέ τή γνωστή της μορφή. 

Σύγχρονες αιρέσεις που υποτιμούν  τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ  εἶναι γιά παράδειγμα    αἵρεση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ.

Τί δέχεται  ἡ αἵρεση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ γιά τόν  Χριστό;

Στό περιοδικό Σκοπιά (ἔτ. 1961, σ. 725) ἐρωτᾶ; «Τί διδάσκει ἡ Βίβλος γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι ὁ Χριστός Θεός; Ἤ δέν ἦταν ποτέ κάτι περισσότερο ἀπό ἁπλός ἄνθρωπος;» Μετά ἀπό σειρά παρερμηνειῶν σέ χωρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἕνα πνευματικό πλάσμα πού ἔγινε ἄνθρωπος καί δέν ἦταν οὔτε περισσότερο οὔτε λιγότερο ἀπό τόν τέλειο Ἀδάμ. Σέ ἄλλη ἔκδοση τῆς αἵρεσης (Μπορεῖτε νά ζεῖτε γιά πάντα..., σ. 62-63) ὑπάρχει εἰκόνα μιᾶς ζυγαριᾶς πού ἰσορροπεῖ καί ἔχει στή μία πλευρά τόν Ἀδάμ καί στήν ἄλλη τόν Ἰησοῦ, μέ τήν λεζάντα «Ὁ Ἰησοῦς ἦταν τό ἰσοδύναμο τοῦ τέλειου ἀνθρώπου Ἀδάμ». Αὐτά σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός δέν ταυτίζεται σέ καμία περίπτωση μέ τόν Θεό (τόν «Ἰεχωβᾶ», σύμφωνα μέ τήν ὁρολογία τῆς αἵρεσης) καί δέν εἶναι ἕνα ἀπό τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

 Ἡ διδασκαλία γιά τήν Ἁγ. Τριάδα ἀπορρίπτεται ἀπό τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ὁ Υἱός ἐκλαμβάνεται ὡς «τό πρῶτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ» (Σκοπιά, 1916, σ. 289) καί ὡς «ὄργανον ὑπό τοῦ Θεοῦ χρησιμοποιηθέν ἐν τῇ δημιουργίᾳ τῶν πάντων» (Καταλλαγή, σ. 113), ὅπως ἀκριβῶς πίστευε καί ὁ Ἄρειος.

Σέ πολλά ἔντυπα τῆς αἵρεσης (Σκοπιά, 15/4/1985, σ. 26, Μπορεῖτε νά ζεῖτε..., σ. 21, Ἀπό τόν ἀπωλεσθέντα παράδεισο..., σ. 176, 221 κ.ἄ.) συναντᾶμε τή  διδασκαλία ὅτι ὁ Χριστός ταυτίζεται μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, κάτι πού ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τή σχετική διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή (1,4 - 2,4).

 

Ἡ  Ἁγία Γραφή  περί τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ σύγχυση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ καί πολλῶν ἄλλων αἱρετικῶν (ἀκόμη καί τῶν ἀρχαίων ἀρειανοφρόνων) σχετικά μέ τίς μαρτυρίες τῆς Ἁγ. Γραφῆς γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὀφείλεται στό ἑξῆς: 

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ,  ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας. Ἔγινε ὅμως ἄνθρωπος, χωρίς νά πάψει νά εἶναι καί Θεός. Δηλ. ὁ Χριστός  έχει  δύο τέλειες φύσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη, οἱ ὁποῖες ἑνώθηκαν  ἀσυγχύτως ,  ἀτρέπτως ,  ἀδιαιρέτως καί  ἀχωρίστως  στό ἕνα καί μοναδικό πρόσωπο, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν Ἁγ. Γραφή ἄλλα χωρία ἀναφέρονται στή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, ἄλλα στήν ἀνθρώπινη φύση καί ἄλλα στό ἕνα πρόσωπό Του. Ἄν δέν κατανοηθεῖ αὐτό, ἡ Ἁγ. Γραφή ἐμφανίζεται νά φάσκει καί νά ἀντιφάσκει.

Τά χωρία πού συνήθως χρησιμοποιοῦνται γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι δῆθεν ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός εἶναι τά  :

Ἰωάν. 14, 28: «ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστιν» καί 

Παρ. 8, 22: «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχήν ὁδῶν αὐτοῦ».

 Ὅμως, τά δύο αὐτά χωρία, ὅπως καί πολλά ἄλλα παρόμοια, ἀναφέρονται στήν  ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ , καί σημαίνουν ὅτι ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός εἶναι κατώτερος  ἀπό τόν Πατέρα .

Παράλληλα μέ αὐτά ὑπάρχει πλῆθος ἄλλων χωρίων πού ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Υἱός εἶναι Θεόςἴσος καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα

 

Ἄς δοῦμε κάποιες  περιπτώσεις:

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ

Παλαιά Διαθήκη

Ψάλμ.2,7 «...υἱός μου εἶ σύ , ἐγὼ σήμερον γεγένηκά σέ »

Ψάλμ.44,7 «Ὁ θρόνος σου  ὁ Θεός , εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος ... »

Ψάλμ. 109,1 « Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίω μου , κάθου ἐκ δεξιῷν μου ... » .

Καινὴ Διαθήκη

 Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΙΣΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ

Ἰωαν.5,18 « ... ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν , ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ».

Ἰωαν. 10,31-33 « ...καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὧν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν».

Ἰωαν. 14,8-10 «... οὗ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τὼ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστί ;».

 

Ο ΥΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΡΧΟΣ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΣ 

Ἰωαν.8,58 « Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν , πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμί».

Ἐβρ.13,8 «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».

Ἀποκ.1,8 «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Ἂ καὶ τὸ Ὦ ... ὁ ὧν καὶ ὁ ἥν καὶ ὁ ἐρχόμενος...».

Ἀποκ. 22,13 «Ἐγὼ τὸ Ἂ καὶ τὸ Ὦ , ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος , ἀρχὴ καὶ τέλος».

 

 Ο ΥΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΣ

Λούκ.1,33 « ...καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας».

Ἰωάν.18,36 « ...ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».

Α. Τίμ. 6,15 «Ἢν καιροῖς ἰδίοις δείξει ὁ μακάριος καὶ μόνος δυναστης , ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων».

Ἀποκ.17,14 «...καὶ τὸ ἀρνίον νικήσει αὐτούς ,ὅτι κύριος κυρίων ἐστὶ καὶ βασιλεὺς βασιλέων ...».

Ἀποκ.19,16 «... καὶ ἐπι τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον , βασιλεὺς βασιλέων καὶ κύριος κυρίων».

 

Ο ΥΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ

Ἰωάν.1,1 «Ἐν ἀρχῇ ἥν ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἥν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἥν ὁ Λόγος».

Ἰωάν.20,28 «Καὶ εἶπεν αὐτῶ ,ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Α. Τιμόθ.3,16 «...Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί ,ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι ...».

Α. Ἰωάν.5,20 «... οὗτος ἐστὶν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος».

Ρώμ.9,5 «...καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα , ὁ ὧν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας».

 

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ὡς ἄνθρωπος :

Πεινοῦσε: Μάτθ.4,2 « Καὶ νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασε».

Διψοῦσε: Ἰωάν.4,7 «Λέγει αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς , δὸς μοὶ πιεῖν...»

Ἰωάν.19,28 «Μετὰ τοῦτο εἰδῶς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται ,ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή , λέγει , δειψώ».

Κουραζόταν: Ἰωάν. 4,6 «Ὁ οὔν Ἰησοῦς κεκοπιακῶς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ...».

Κοιμόταν: Μάρκ.4,38 «Καὶ ἥν αὐτὸς ἐπι τὴ πρύμνη ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον καθεύδων».

Προσευχόταν: Μάρκ.6,46 «Καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὅρος προσεύξασθαι».

Ἰδρωνε: Λούκ. 22,44 «...ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὠσεὶ θρόμβοι αἵματος...».

Δάκρυζε :Ἰωάν.11,35 «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς».

Πειράσθηκε : Ἐβρ.2,18 «Ἐν ὧ γὰρ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς , δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι».

Ἐλεγε τὸν πατέρα του μεγαλύτερο. Ἰωάν.14,28 «Ὅτι ὁ πατήρ μου μείζων μου ἐστί».

Ἐλεγε τὸν πατέρα του Θεό. Ἰωάν.20,17 «Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν».

Ὡς Θεός :

Εἶναι ἀναμάρτητος : Ἰωάν.8,46 «Τὶς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει μὲ περὶ ἁμαρτίας;».

Α. Πέτρ. 2,22 «Ὀς ἁμαρτίαν οὔκ ἐποίησεν οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ».

Συγχωρεῖ ἁμαρτίες: Μάρκ.2,5-10 «... λέγει τῷ παραλυτικῷ , τέκνον , ἀφέωνταί σοὶ αἱ ἁμαρτίαι σου».

Εἶναι πανταχοῦ παρών: Μάτθ.18,20 «Οὐ γὰρ εἰσὶ δυὸ ἢ τρεὶς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν».

Εἶναι παντογνώστης : Λούκ.9,47 «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἰδὼν τὸν διαλογισμὸν τῆς καρδίας αὐτῶν ...».

Εἶναι ἴσος μὲ τὸν πατερα : Ἰωάν.5,18 «...ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν , ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ».

Εἶναι ἄναρχος καὶ αἰώνιος : Ἰωάν. 8,58 «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν , πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγω εἰμί».

 

Μία ἀπό τίς ἰσχυρότερες ἀποδείξεις ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, εἶναι ὅτι ἔχει τίς ἴδιες ἀκριβῶς ἐνέργειες καί ἰδιότητες μέ τόν Πατέρα. Οἱ ἴδιες ἐνέργειες καί ἰδιότητες πηγάζουν ἀπό τήν ἴδια φύση.

Πράγματι, στό Ἰωάν 5, 21 ἀναφέρεται: «ὥσπερ γάρ ὁ πατήρ ἐγείρει τούς νεκρούς καί ζωοποιεῖ, οὕτω καί ὁ υἱός, οὕς θέλει ζωοποιεῖ».

 Ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι γεμάτη ἀπό μαρτυρίες γιά τίς ἴδιες ἐνέργειες καί ἰδιότητες τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα, ὅπως : τό «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Μάρκ. 2, 10 καί 2, 5-10, Λουκ. 7, 48-49), ἡ ἀθανασία (Α' Τιμ. 6, 16, Ἀποκ. 1, 18), ἡ παντογνωσία (Ἰωάν. 2, 24, Ἀποκ. 2, 23), ἡ ἰδιότητα τοῦ «Βασιλέως τῶν βασιλέων καί Κυρίου τῶν κυρίων» (Α' Τιμ. 6, 15, Ἀποκ. 17, 14 καί 19, 16)  κ.ἄ.


ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΥ

 Ἡ μασωνική ἀντίληψη περί τοῦ Χριστοῦ

Ἡ Μασωνία εἶναι μυστική καί θρησκευτική ὀργάνωση μέ δική της λατρεία . Ὅσο καί ἄν ἐπιχειρεῖ ἡ ὀργάνωση νά ἐμφανίζεται μέ διδασκαλία δῆθεν σύμφωνη μέ αὐτήν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἠ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀποδέχεται μιά ἀντιλήψη γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ριζικά ἀντίθετη ἀπό τήν χριστιανική. 

Ἄς δοῦμε πῶς ἐκφράζεται ἡ ἀντίληψη αὐτή σέ κείμενα κορυφαίων διδασκάλων  τοῦ Τεκτονισμοῦ ,

( Μασωνίας) .  Τό Τυπικό μυήσεως στόν 18 μασωνικό βαθμό ἐπισημαίνει: «εἴτε παραδέχεσθε αὐτό [τό πρόσωπο τοῦ Λόγου] ὡς ἱστορικόν, εἴτε ὡς ἀλληγορικόν, εἴτε ὡς θεῖον, πάντως ὅμως θέλετε παραδεχθῆ αὐτό ὡς τήν προσωποποίηση τῆς Ἀγάπης, τῆς Πραότητος καί τῆς Ἐγκαρτερήσεως» (Β. Γιαννοπούλου, Σύγχρονες αἱρέσεις. τ. Β' Τεκτονισμός ἤ Μασωνία, Ἀθήνα 1994, σ. 53-54).

Τόν Λόγο (ὁ Λόγος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τήν χριστιανική πίστη) ὁ Λ. Λιναρᾶς ὁρίζει «ὡς τό σύνολο τῶν κατηγορημάτων τοῦ "ὄντος" ἤ ἐπί τό ἁπλούστερον ὡς τήν καθόλου δραστηριότητα, τήν κανονικήν δημιουργικήν δύναμιν καί λειτουργίαν τοῦ ὑπερβατικοῦ Νοῦ, δηλαδή τοῦ "Θεοῦ". Αὐτόν τόν ὁποῖον ἡμεῖς οἱ Τέκτονες συνηθίζομεν νά προσονομάζωμεν Μ.Α.Τ.Σ.» (αὐτόθι, σ. 53) Τά παραπάνω συνιστοῦν ἀποδοχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ συμβολική μόνο 

ἔννοια καί μᾶς μεταφέρουν στόν φιλοσοφικό χῶρο τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ἀποτελοῦν  στήν οὐσία ἄρνηση ἀκόμη καί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ.

Σέ ἄλλα κείμενα ἡ ἱστορική ὕπαρξη τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀποδεκτή. Μέ ποιό τρόπο ὅμως; Οἱ γνωστότεροι σέ μᾶς Μυσταγωγοί, γράφει ὁ Ἰω. Βασιλής, «εἶναι ὁ Πυθαγόρας καί ὁ Ἰησοῦς. Καί οἱ δύο θεωροῦνται ὡς διδάσκαλοι τῆς ἀνθρωπότητος καί υἱοί θεοῦ. Καί ὄντως κατά τήν Ἑλληνικήν παράδοσι ὁ Πυθαγόρας θεωρεῖται ὅτι εἶναι τέκνον τοῦ Ἀπόλλωνος, τοῦ Θεοῦ τοῦ φωτός ... ὁ δέ Ἰησοῦς ἀπεκάλεσε ἐαυτόν υἱόν τοῦ Θεοῦ» (αὐτόθι, σ. 54). Καί ὁ Τιμ. Βρατσάνος ἀναφέρει: «ὁ σημερινός τέκτων γνωρίζει καλά ὅτι ἡ μύησίς του στά τεκτονικά μυστήρια τόν ἔκαμε τέκτονα ὅμοιο μέ τόν Ποσειδῶνα καί τόν Ἀπόλλωνα καί τόν Ἀμφίωνα καί τόν Χριστό» (αὐτόθι).

 Ἐδῶ διατυπώνεται μιά πλήρης ἄρνηση τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός δέν θεωρεῖται ὡς ὁ μόνος καί ἀληθινός Θεός, ἀλλ' ὡς ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος (ὅπως ὁ Πυθαγόρας), ἤ ἐξισώνεται μέ διάφορα ἀνύπαρκτα πρόσωπα τῆς ἀρχαίας θρησκείας (ὅπως ὁ Ποσειδώνας καί ὁ Ἀπόλλωνας). Ὁ Ἰησοῦς κατά τή μασωνική ἀντίληψη δέν ἦταν τίποτε περισσότερο ἀπό ἕναν «τέλειο μύστη», ἕναν μεγάλο μασῶνο, τόν ὁποῖο μπορεῖ νά φθάσει (καί νά ξεπεράσει!) κάθε μυημένος στίς «ἀλήθειες» τοῦ Τεκτονισμοῦ.

Ἀλλά τό χειρότερο εἶναι ὅτι ὁ Τεκτονισμός ἀναμένει καί ἕναν ἄλλο Μύστη, τόν μεγαλύτερο Μύστη ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἕναν ἄλλο «Μεσσία» ἀνώτερο ἀπό τόν Χριστό, τόν «Μέγα Μύστη τῆς Αὔριον», ὁ ὁποῖος θά ἑρμηνεύσει αὐθεντικά τά τεκτονικά σύμβολα καί θά ἀποκαλύψει, δῆθεν, τήν πλήρη ἀλήθεια. Τά χαρακτηριστικά τοῦ «Μεγάλου Μύστη» πού ἀναμένουν οἱ Τέκτονες μοιάζουν μέ αὐτά τοῦ Ἀντιχίστου, γιά τόν ὁποῖο κάνει λόγο ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση, ἀφοῦ ὁ Χριστός κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του δέν θά ἔλθει οὔτε γιά νά ἑρμηνεύσει σύμβολα, οὔτε γιά νά ἀποκαλύψει νέες ἀλήθειες, ἀλλά γιά νά κρίνει «ζῶντας καί νεκρούς». Μέ βάση τά παραπάνω, προκαλεῖ ἐντύπωση τό ὅτι κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι Χριστιανισμός καί Μασωνισμός εἶναι δύο μεγέθη πού συμβιβάζονται καί μποροῦν νά συναντηθοῦν.

Προφανῶς εἶναι ἀπόλυτα ἐπιτυχής ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού ἀπεκάλεσε τόν Τεκτονισμό «ἀντίχριστον σύστημα» (Ἐκκλησία, τ. ΟΓ', 1996, σ. 673).

 

Μεσσιανικές θρησκεῖες καί αἱρέσεις

Κατά τήν χριστιανική ἀντίληψη, ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μεσσίας πού ἀναμενόταν κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐμφανίστηκε στόν κόσμο «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» καί θά ἔλθει γιά δεύτερη φορά «κρίναι ζῶντας καί νεκρούς» στό τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώθηκε μιά καί γιά πάντα κάθε γνήσια καί αὐθεντική μεσσιανική προσδοκία. Σήμερα, ὅμως, ἐμφανίζονται θρησκευτικές ὁμάδες μέ ἔντονες πολλές φορές μεσσιανικές προσδοκίες. Μόνο πού οἱ ἀρχηγοί τῶν ὁμάδων αὐτῶν στή θέση τοῦ μόνου Μεσσία τοποθετοῦν τόν ἑαυτό τους! Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐμφανίζονται εἴτε ὡς μετενσαρκώσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ,μέ βάση τήν πλανεμένη καί ἀπαράδεκτη ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη θρησκευτική πίστη τῆς μετενσάρκωσης , εἴτε ὡς πρόσωπα μέ ἀποστολή καί ἰδιότητες παράλληλες ἤ καί ἀνώτερες ἀπ' αὐτές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Ἄλλοι ἀπό αὐτούς τούς «νέους μεσσίες» κινοῦνται στόν χριστιανικό χῶρο καί ἄλλοι  κινοῦνται ἐκτός τοῦ χριστιανισμοῦ, στόν χῶρο τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, τῆς Νέας Ἐποχῆς κ.λ.π.

 Ἄς δοῦμε κάποια παραδείγματα :

Ἡ ἀρχηγός τῆς αἵρεσης Σαχάτζα Γιόγκα, πού εἶχε ἐμφανισθεῖ κάποτε καί στήν Τρίπολη, ἀποκαλεῖται «Θεοτάτη Μητέρα» καί ἰσχυρίζεται τά ἑξῆς γιά τόν ἑαυτό της: «Εἶμαι ἐκείνη ἡ ὁποία θά σώσει τήν ἀνθρωπότητα ... Εἶμαι τό Ἅγιο Πνεῦμα ... ὁ Χριστός εἶμαι Ἐγώ». «Ἀνακοινῶστε σέ ὅλα τά ἔθνη τώρα ὅτι εἶμαι τό Ἅγιο Πνεῦμα». «Τώρα, ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι πού ἤρθατε ἀπό χριστιανικές πίστεις, πρέπει νά δεῖτε σέ μένα τό Χριστό. Ὁ Χριστός εἶμαι ἐγώ, τώρα καθισμένη μπροστά σας». «Μπροστά σας στέκεται κάποιος πού ἐλέγχει ὅλα τά κέντρα, ὅλους τούς δρόμους, δηλαδή αὐτός πού εἶναι παντοδύναμος». (Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Διαλογισμός ἤ Προσευχή; Ἀθῆναι 1997, σ. 153-154).

Ὁ κορεάτης ψευδομεσσίας Σάν Μυούνκ Μούν ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ, ὁ «χριστός». Πιστεύει ὅτι ὁ Θεός τόν ἐξέλεξε γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο πού ἀπέτυχε, δῆθεν, νά ὁλοκληρώσει ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Κατά τήν διδασκαλία του, κυρίαρχος τοῦ κόσμου εἶναι ὁ σατανᾶς. Ὁ Μούν ἰσχυρίζεται ὅτι θά ἀποσπάσει ἀπό τόν σατανᾶ τήν ἐξουσία καί θά ἐγκαθιδρύσει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό ἀποκαλεῖται «δεύτερος μεσσίας» καί «Κύριος τῆς Δευτέρας Παρουσίας». Θεωρεῖται «ἀπεριόριστος νικητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς» πού ἀναγνωρίστηκε ἀπό τόν πνευματικό κόσμο σάν «νικητής τοῦ σύμπαντος καί Κύριος τῆς δημιουργίας». Μένει μόνο νά τόν ἀναγνωρίσουν καί οἱ ἄνθρωποι σ' ὅλη τή γῆ. Πράγματι, οἱ ὁπαδοί του τόν ταυτίζουν μέ τόν ἴδιο τόν Θεό, τόν τιμοῦν σάν «Κύριο τῆς Δευτέρας Παρουσίας» καί ἀπευθύνονται σ' αὐτόν μέ λατρευτικούς ὕμνους καί προσευχές (Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, Ἀθῆναι 1994, σ. 574-575).

Ἄλλη χαρακτηριστική περίπτωση αὐτοαποκαλλούμενου «μεσσία» εἶναι αὐτή τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς αἵρεσης «Παιδιά τοῦ Θεοῦ» David Berg, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι πολλοί προφῆτες προφήτευσαν γι' αὐτόν, ὅτι ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του ἦταν πλήρης Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὅτι δέχθηκε ἐπανειλημμένες κλήσεις τοῦ Θεοῦ καί ἄλλα παρόμοια (αὐτόθι, σ. 563-564).

 

Ὁ «χριστός» τῆς Νέας Ἐποχῆς

Ἡ Νέα Ἐποχή εἶναι ἕνα μεγάλο κίνημα στό ὁποῖο ἐντάσσονται ἑκατοντάδες ὀργανώσεις καί πρόσωπα σέ ὅλο τόν κόσμο. Ἔχοντας τίς ρίζες του στήν Ἀστρολογία, δέχεται ὅτι κάθε 2.000 χρόνια περίπου ὁ ἥλιος μας καί ὅλοι οἱ πλανῆτες πού τόν περιβάλλουν διέρχεται ἕνα ἀπό τά ζώδια ἑνός μεγάλου ζωδιακοῦ κύκλου. Τό διάστημα αὐτό ὀνομάζεται «Ἐποχή» καί χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κυριαρχία μιᾶς μεγάλης προσωπικότητος, ἑνός Μεσσία. Μέχρι τώρα, ἰσχυρίζονται οἰ ὀπαδοί τοῦ κινήματος, ζούσαμε στήν ἐποχή τοῦ Ἰχθύος, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐποχή αὐτή περιγράφεται ὡς ἐποχή τῆς καταπίεσης, τῶν ἐντολῶν, τῶν πολέμων καί γενικά τοῦ κακοῦ. Τώρα ὅμως μπαίνουμε, ὑποτίθεται, σέ μιά ἄλλη ἐποχή, στήν ἐποχή τοῦ Ὑδροχόου, μιά ἐποχή φωτεινή, ὅπου θά κυριαρχήσει μιά νέα προσωπικότητα, ἕνας νέος Μεσσίας ἤ Ἀβατάρ, πού θά λύσει ὅλα τά προβλήματα.

«Ἡ νέα ἀνθρωπότητα», ἰσχυρίζεται κορυφαία ἐκπρόσωπος τοῦ κινήματος τῆς Νέας Ἐποχῆς, «θά ἀναδυθεῖ μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ "Χριστοῦ". Ἀπό τό 1945 ὁ "Χριστός" ἀνέλαβε τά καθήκοντα τοῦ Διδασκάλου τοῦ Ὑδροχόου καί οἱ "δυνάμεις ἀποκαταστάσεως" ἄρχισαν τό ἔργο τους ... Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ τοῦ Ὑδροχόου ἀποτελεῖ ... ἕνα "πνευματικό γεγονός", πού θά φέρει "μεγάλες ἀλλαγές ἤ ἀποκαταστάσεις" καί θά ἐγκαινιάσει "ἕνα καινούργιο πολιτισμό" ... Παρ' ὅλο πού ἡ ἐμφάνιση τοῦ "Χριστοῦ" δέν ἔχει ἀκόμη γίνει γνωστή, ἡ "βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἤδη"». Πότε θά γίνει ἡ ἐμφάνιση τοῦ νέου «χριστοῦ»; «Κάθε φορά πού οἱ καιροί ὡριμάζουν καί ἡ ἐπίκληση τῶν μαζῶν γίνεται διαπεραστική, ἔρχεται ἕνας "Ἀβατάρ - Χριστός" ... Τό ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ὁ νέος χριστός, τοῦτο ὀφείλεται ... στά ἐμπόδια πού παρενέβαλε ἡ Ἐκκλησία» (Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἀποκρυφιστικές ὁμάδες, Ἀθήνα 1996, σ. 152).

Ἤδη γίνεται φανερό ὅτι ἡ Νέα Ἐποχή πρεσβεύει τήν πλήρη ἄρνηση τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς σχετικῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Πρεσβεύει τήν ἀντικατάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ ἕναν ἄλλο Μεσσία. Ἡ Νέα Ἐποχή κάνει, βέβαια, λόγο περί «χριστοῦ», ἀλλά ὁ «χριστός» αὐτός δέν εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός τῆς χριστιανικῆς πίστεως, εἶναι ἕνας ἄλλος «χριστός». Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄλλος «χριστός», ὁ νέος Μεσσίας, πού ἀναμένει ἡ Νέα Ἐποχή; Κάθε ὁμάδα πού ἐντάσσεται σ' αὐτό τό κίνημα ἀναμένει συνήθως τόν Μεσσία μέ τόν δικό της τρόπο, ἤ θεωρεῖ τόν δικό της Μεσσία ὡς Μεσσία τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Ἀποδέχονται οἱ ὁμάδες καί οἱ ὀργανώσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς τήν ἱστορική ὕπαρξη τοῦ Ἱησοῦ Χριστοῦ, καί μέ ποιό τρόπο; Γιά νά ἀπαντήσουμε σ' αὐτό τό ἐρώτημα, πρέπει νά ἔχουμε ὑπ' ὄψιν ὅτι γιά τήν Νέα Ἐποχή ὁ «χριστός» εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα μιά «κατάσταση» μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἕνα πρόσωπο. Ἡ κατάσταση αὐτή ὀνομάζεται «χριστική κατάσταση» ἤ «κατάσταση τοῦ χριστοῦ» ἤ ἀκόμη μπορεῖ νά ὀνομάζεται «κατάσταση τοῦ Βούδα» κ.ἄ. Κατά τήν Νέα ἐποχή, ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θεϊκή. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀνακαλύψει καί νά λατρεύσει τόν «θεό» πού βρίσκεται μέσα του, δηλ. νά λατρεύσει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Πρόκειται γιά μηχανισμό αὐτολατρείας καί αὐτοθεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ὁμάδες τῆς Νέας ἑποχῆς διατυπώνουν διάφορα συστήματα αὐτοσωτηρίας καί αὐτοεξέλιξης, σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά καλλιεργήσει καί νά ἀναπτύξει τίς «θεϊκές» δυνάμεις, πού δῆθεν βρίσκονται μέσα του, προκειμένου νά ἀνέλθει σέ ἀνώτερα ἐπίπεδα ὕπαρξης. Ἀνερχόμενος αὐτά τά ἐπίπεδα, καθίσταται κατά κάποιον τρόπο «ὑπεράνθρωπος», γίνεται «μύστης» καί γνωρίζει τά μυστικά τῆς ζωῆς, πού παραμένουν ἀπόκρυφα γιά τούς ἀμυήτους. Ἕνας μεγάλος μύστης ἦταν καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καθώς καί ὅλοι οἱ ἀρχηγοί τῶν γνωστῶν θρησκειῶν.

Ἔτσι, τό ἄν ὑπῆρξε ἱστορικά ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτός φαίνεται νά ἔχει ἐντελῶς δευτερεύουσα σημασία. Θά μποροῦσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί νά μήν εἶχε ὑπάρχει ποτέ ὡς ἱστορικό πρόσωπο. Ἄν ὑπῆρξε, αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι τό ἴδιο τό πρόσωπό του, ἀλλά ἡ κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν. Ἄν πάλι δέν ὑπῆρξε ὡς ἱστορικό πρόσωπο, ὑπῆρξε ὡς «προσωποποιημένη ἰδέα» ἤ ὑπάρχει ὡς κατάσταση («χριστική κατάσταση»), τήν ὁποία ἐντοπίζουν σέ διάφορα ἄλλα πρόσωπα, στόν Βούδα στόν Κρίσνα, ἀλλά καί σέ νεότερους αἱρεσιάρχες - «μεσσίες», ὅπως στόν Σάμαελ Ἄουν Βεόρ, στόν Σάϊ Μπάμπα, στόν Διονύσιο Δώριζα κ.ἄ.

Τό χειρότερο εἶναι ὅτι ἡ κατάσταση αὐτή τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖται προσβάσιμη  καί ὑπερβάσιμη γιά τόν καθένα. Ὁποιοσδήποτε μπορεῖ ὄχι μόνο νά τήν φθάσει, ἀλλά καί νά τήν ξεπεράσει! Ὁποιοσδήποτε δηλ. μπορεῖ νά γίνει ἀνώτερος ἀπό τόν Χριστό! Γιατί ὁ Χριστός, τελικά, εἶναι μιά κατάσταση πού βρίσκεται μέσα μας καί λατρεύοντας τόν Χριστό ὁ ἄνθρωπος τῆς Νέας Ἐποχῆς, λατρεύει, ὅπως προαναφέραμε, τόν ἑαυτό του. Ἔτσι π.χ. ἑλληνική ὀργάνωση τοῦ κινήματος συνιστᾶ νά ἀπευθυνόμεθα στόν ἑαυτό μας μέ τά ἑξῆς λόγια: «Ὑπέροχε Ἕνα, Σύμβουλέ μου, Πρίγκιπα τῆς Εἰρήνης μου, Χριστέ Ἑαυτέ μου... Σκέψου ὅλη τήν ἡμέρα ὅτι εἶσαι ὁ Χριστός τοῦ Θεοῦ καί ζῆσε μέ αὐτή τή σκέψη. Μετά σκέψου πώς αἰσθάνεται ὁ Χριστός. Πώς μιλᾶ ὁ Χριστός, πώς εὐλογεῖ ὁ Χριστός, καί τέλος, θυμήσου ὅτι εἶσαι ὁ Χριστός τοῦ Θεοῦ» (Χρ. Τσιάκκα, Ἡ «Νέα Ἐποχή», Λεμεσός 1998, σ. 26). 

 

 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ  ΠΡΟΣΩΠΟ

ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ὅσοι διαστρέφουν τήν ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἐπικαλοῦνται συνήθως τά κείμενα:  1) Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια, 2) χειρόγραφα τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης,

3) χειρόγραφα τοῦ Nag Hammadi .

Τί εἶναι, ὅμως, αὐτά τά κείμενα, καί ποιά ἡ ἱστορική τους ἀξία;

1)   Τά ἀπόκρυφα :  πρόκειται γιά  ψευδεπίγραφα κείμενα, πού προέρχονται κατά κανόνα ἀπό κύκλους αἱρετικῶν Χριστιανῶν ἤ γνωστικῶν.

«Ἰουδαιοχριστιανοί, αἱρετικοί, γνωστικίζοντες χριστιανοί, γνωστικοί, εὐφάνταστοι, ἀφελεῖς καί πάντως ὄχι γνήσιοι χριστιανοί ἰσχυρίζονταν, ὅτι κατεῖχαν ἀπόκρυφα βιβλία ἤ ἀπόκρυφες παραδόσεις, δηλαδή λόγους, διδασκαλίες, πληροφορίες (γιά τή ζωή, τή δράση, τά θαύματα) καί ἀποκαλύψεις προσώπων τῆς Κ.Δ., συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Χριστοῦ» (Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α', Ἀθήνα 1982, σ. 200).

 

Τά κείμενα αὐτά,  ἔχουν μελετηθεῖ ἀπό τήν ἐπιστήμη, ἔχουν χρονολογηθεῖ καί ἔχουν ἐκδοθεῖ. Ἀπ’ αὐτά, ἄλλα γράφτηκαν τόν β' αἰῶνα, ἄλλα τόν γ', ἄλλα ἀκόμη καί τόν δ' μ.Χ. αἰῶνα.  Τό ἐρώτημα εἶναι: ἀποτελοῦν αὐτά τά κείμενα ἀξιόπιστες ἱστορικές πηγές γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφῶς, ὄχι.

β) Τά χειρόγραφα τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης. Τά ἔτη 1947 - 1956 στήν περιοχή Κουμράν τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, ἔγινε ἡ μεγαλύτερη ἀνακάλυψη χειρογράφων τῶν νεοτέρων χρόνων. Πλῆθος ἀρχαίων χειρογράφων, γραμμένων ὡς ἐπί τό πλεῖστον στήν ἑβραϊκή γλῶσσα. Πολλοί ἔσπευσαν νά ἀποφανθοῦν: ἔχουμε μιά νέα εἰκόνα περί τοῦ Ἰησοῦ καί περί τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅταν τά χειρόγραφα μελετήθηκαν συστηματικά καί ὁ ἀρχικός ἐνθουσιασμός κόπασε, τά δεδομένα ἄλλαξαν ἐντελῶς. Διαπιστώθηκε ὅτι τά κείμενα ἀναφέρονται σ’ ἕνα ἀσκητικό κοινόβιο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τό κοινόβιο τῶν Ἐσσαίων, ἀπό τό ὁποῖο καί προέρχονται. Οἱ ὁμοιότητες μέ τόν Ἰησοῦ καί τούς Μαθητές Του λίγες, ἐξωτερικές καί ἐπουσιώδεις. Μάλιστα, τά κείμενα αὐτά ἐπιβεβαίωσαν τήν αὐθεντικότητα τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού διαθέτουμε.

γ) Τά χειρόγραφα τοῦ Nag Hammadi. Τό 1945 - 1946 ἔγινε μιά ἐξίσου σημαντική ἀνακάλυψη στό Nag Hammadi τῆς Ἄνω Αἰγύπτου. Πρόκειται γιά πλούσια συλλογή χειρογράφων σέ κοπτική μετάφραση. Ὅλα εἶναι ἀπόκρυφα καί γνωστικά. Ἰσχύει γι' αὐτά ὅ,τι ἀναφέραμε  γιά τά ἀπόκρυφα.

Ἄν τά κείμενα στά ὁποῖα ἀναφερόμεθα δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν ἱστορική πηγή γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, τότε ποιά μποροῦν νά ἀποτελέσουν; 

Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή:

τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἰδιαίτερα τά Εὐαγγέλια.

Γιατί αὐτά εἶναι τά πλησιέστερα στήν ἐποχή τοῦ Ἰησοῦ κείμενα ὅπως τά ἔχει χρονολογήσει ἡ ἐπιστήμη ,  καί αὐτά γράφηκαν ἀπό πρόσωπα πού τόν εἶδαν καί τόν γνώρισαν. Τά ἀπόκρυφα εἶναι μεταγενέστερα καί ψευδεπίγραφα.

 

 

ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 Εκτός απο τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη υπάρχουν ἄλλα ἀρχαία κείμενα, πού μαρτυροῦν γιά τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ;

Ὑπάρχει ὁλόκληρη ἡ χριστιανική γραμματεία τοῦ β' καί τοῦ γ' μ.Χ. αἰῶνα. 

Μεγάλοι Πατέρες καί συγγραφεῖς τῶν δύο αὐτῶν αἰώνων, ὅπως ὁ φιλόσοφος καί Μάρτυς Ἰουστῖνος, ὁ Τερτυλλιανός, ὁ Εἰρηναῖος Λυών, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς κ.ἄ. διακηρύσσουν σαφέστατα τήν θεότητα του  Χριστοῦ.

Τά σχετικά κείμενά τους βρίσκονται  στά  συγγράμματα  Ἱστορίας  Δογμάτων   ἤ  Πατρολογίας. 


Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

  ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ

Οἱ ἐξωβιβλικές μαρτυρίες περί τοῦ Ἰησοῦ

Οἱ ἱστορικές πηγές γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ διακρίνονται σέ βιβλικές (Καινή Διαθήκη) καί ἐξωβιβλικές (συγγραφείς ἄσχετοι μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τόν Χριστιανισμό).

Οἱ ἀρνητές τῆς ἱστορικότητας τοῦ Ἰησοῦ ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ πηγές γιά τό πρόσωπό Του εἶναι κυρίως βιβλικές καί ὅτι οἱ ἐξωβιβλικές μαρτυρίες εἶναι ἐλάχιστες.

 Ὅμως, ἐλάχιστες ἤ λίγες μαρτυρίες δέν σημαίνει ἀνύπαρκτες μαρτυρίες. Τέτοιες μαρτυρίες ὄντως ὑπάρχουν.

Ἡ σημαντικότερη  ἐξωβιβλική μαρτυρία περιέχεται στήν «Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία» τοῦ ἱστορικοῦ Ἰωσήπου, καί ἀναφέρει χαρακτηριστικά τά ἑξῆς (σέ μετάφραση):

«Ἐκείνη τήν ἐποχή ὑπῆρξε ὁ Ἰησοῦς, ἕνας σοφός ἄνθρωπος - ἄν εἶναι θεμιτό νά ἀποκαλεῖται ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἐπιτελοῦσε θαυμαστά ἔργα - ἕνας διδάσκαλος τῶν ἀνθρώπων πού δέχονται εὐχάριστα τήν ἀλήθεια. Προσέλκυσε πολλούς ἀπό τούς Ἰουδαίους καί πολλούς ἀπό τούς Ἐθνικούς. Αὐτός ἦταν ὁ Χριστός. Καί ὅταν ὁ Πιλᾶτος, μετά ἀπό πρόταση τῶν ἐξεχόντων ἀπό μᾶς, τόν καταδίκασε στόν σταυρό, ἐκεῖνοι πού πρῶτα τόν ἀγαποῦσαν δέν τόν ἐγκατέλειψαν, διότι ἐμφανίστηκε σ’ αὐτούς καί πάλι τήν τρίτη μέρα ζωντανός, ὅπως εἶχαν προαναγγείλει οἱ θεῖοι προφῆτες αὐτά καί πολλά ἄλλα θαυμαστά γι’ αὐτόν. Ἡ δέ φυλή τῶν Χριστιανῶν, ὅπως ὀνομάστηκε ἀπό αὐτόν, δέν ἔχει ἐκλείψει μέχρι σήμερα» (XVIII, 3,63). 

Ὁ Ἰώσηπος ἦταν Ἰουδαῖος. Ἀνῆκε στήν τάξη τῶν Φαρισαίων καί γεννήθηκε στά Ἱεροσόλυμα τό 37 ἤ 38 μ.Χ. Στό ἔργο του ἐκθέτει τήν ἱστορία τῶν Ἑβραίων ὡς τό 66 μ.Χ. Ἡ παραπάνω μαρτυρία, γνωστή διεθνῶς ὡς «φλαβιανή μαρτυρία», ἐπιβεβαιώνει τήν ὕπαρξη τοῦ Ἰησοῦ, τή διδασκαλία Του, τά θαύματα, τή Σταύρωση ἀπό τόν Πιλᾶτο, τήν Ἀνάσταση, τήν ἐμφάνιση στούς Μαθητές, τήν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν στό πρόσωπό Του καί τήν ὕπαρξη τῶν Χριστιανῶν τήν ἐποχή πού γράφεται τό ἔργο («ἔτι τε νῦν»). Κάποιοι ἐπιχείρησαν νά τήν ἀμφισβητήσουν, ὡς μεταγενέστερη προσθήκη. Δυστυχῶς, ὅμως, γι’ αὐτούς, τό παραπάνω ἀπόσπασμα ὑπάρχει σέ ὅλους τούς κώδικες τῆς «Ἰουδαϊκῆς Ἀρχαιολογίας»! Ἀλλά, καί σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἴδιου ἔργου ἀναφέρεται ὅτι «ὁ Ἄνανος … συγκροτεῖ συνέδριο δικαστῶν καί ὁδηγεῖ σ’ αὐτό τόν ἀδελφό τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ λεγομένου Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα εἶναι Ἰάκωβος, καί κάποιους ἄλλους» (XΧ, 9,1). Ἐδῶ, ἐκτός ἀπό τήν ἔμμεση ἀναφορά στόν Ἰησοῦ, μαρτυρεῖται ἡ ἱστορική ὕπαρξη τοῦ ἁγ. Ἰακώβου τοῦ «Ἀδελφόθεου».

Μιά ἄλλη ἐξωβιβλική μαρτυρία προέρχεται ἀπό τόν Ρωμαῖο ἱστορικό Τάκιτο, πού γεννήθηκε τό 56 μ.Χ. Στό ἔργο του «Annales» (115 μ.Χ.) γράφει σχετικά μέ τήν πυρπόληση τῆς Ρώμης ἐπί Νέρωνος: «Ὁ Νέρων ὑπέδειξε ἄλλους ὡς ἐνόχους καί ὑπέβαλε σέ ἰδιαίτερες τιμωρίες ἐκείνους τούς ὁποίους ὁ λαός, μισώντας τους γιά τίς ἀνομίες τους, ὀνόμαζε Χριστιανούς. Ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖον προῆλθε τό ὄνομα, εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος θανατώθηκε ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Τιβερίου, ὅταν ἐπίτροπος ἦταν ὁ Πόντιος Πιλᾶτος. Ἡ προσωρινῶς κατασταλεῖσα ὀλέθρια δεισιδαιμονία ἐμφανίστηκε πάλι ὄχι μόνο στήν Ἰουδαία, τήν ἐστία αὐτοῦ τοῦ κακοῦ, ἀλλά καί στήν πόλη τή Ρώμη, ὅπου ἀπό παντοῦ μαζεύονται καί ἀκούγονται ὅλα τά κακά καί τά αἰσχρά» (XV, 44).

Ὁ Ρωμαῖος νομικός καί ρήτορας Πλίνιος ὁ Νεότερος (61-113 μ.Χ.) σέ ἐπιστολή του πρός τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό γράφει γιά τούς Χριστιανούς (111 ἤ 112 μ.Χ.): «Συνήθιζαν νά συνέρχονται καθωρισμένη μέρα πρίν τήν ἀνατολή τοῦ ἥλιου καί νά ἀναπέμπουν ὕμνο στόν Χριστό, ὅπως σέ Θεό, καί ἐδένοντο μέ ἀμοιβαῖο ὅρκο, ὄχι γιά κάποιο ἔγκλημα, ἀλλά γιά τό ὅτι δέν θά διέπρατταν ἀπάτη, ληστεία ἤ μοιχεία, δέν θά παρέβαιναν τήν πίστη τους, οὔτε θά ἀρνοῦνταν τήν ἱερή τους παρακαταθήκη, ἀκόμη κι ἄν τούς δίκαζαν» (Epistularum liber, X,96).

Ἀναφορές στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ἔμεσσες ἤ ἄμεσες, ὑπάρχουν καί σέ ἄλλους συγγραφεῖς τῶν δύο πρώτων αἰώνων, ὅπως στούς Σουετώνιο (Vitae XII Caesarum, XXV, 4), Κέλσο (Ἀληθής Λόγος, 1,28 καί 2,35), Λουκιανό (Περί τῆς Περεγρίνου τελευτῆς) καί στό Ἰουδαϊκό Ταλμούδ

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ

ΒΙΒΛΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Οἱ σημαντικότερες ἱστορικές μαρτυρίες περί τοῦ Ἰησοῦ εἶναι, βέβαια, οἱ βιβλικές, δηλαδή ,  τά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, στά ὁποῖα γίνεται συνεχῶς λόγος καί παρέχεται πλῆθος πληροφοριῶν γιά τό πρόσωπό Του.

Πόσο ἀξιόπιστα εἶναι, ὅμως, αὐτά τά κείμενα;

Τά κείμενα αὐτά δέν ἀποτελοῦν  βιογραφίες τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἔχουν σκοπό νά δώσουν πληροφορίες ἱστορικοῦ χαρακτῆρος γιά τό πρόσωπό Του.

Ἡ Κ. Διαθήκη εἶναι συλλογή ἰερῶν κειμένων, πού σκοπό ἔχουν νά διακηρύξουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ Ὁποῖος «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν». 

Τά κείμενα αὐτά ὅμως εἶναι καί ἱστορικά. Διότι γράφηκαν σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο καί ἀπό συγκεκριμένα πρόσωπα. Ἡ ἐπιστήμη τά κρίνει καί τά ἀξιολογεῖ, τά χρονολογεῖ μέ αὐστηρά κριτήρια καί ἔχει καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι ὅλα ἔχουν γραφεῖ μεταξύ τῶν ἐτῶν 49 καί 95 μ.Χ., δηλ. μέσα στόν α' μ.Χ. αἰ. Αὐτό ἀποτελεῖ ἰσχυρό στοιχεῖο ἀξιοπιστίας. Εἶναι κείμενα περίπου σύγχρονα τοῦ Κυρίου, ἀνήκουν στήν ἴδια ἐποχή, γράφηκαν  ὅσῳ ζοῦσε ἡ συντριπτική  πλειοψηφία ὅσων γνώρισαν τόν Ἰησοῦ, καί κάθε ἀνακρίβεια ἤ ὑπερβολή, θά προκαλοῦσε τή φυσική ἀντίδραση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Δέν εἶναι μόνο σύγχρονα τοῦ Ἰησοῦ τά κείμενα τῆς Καινῆς  Διαθήκης, ἀλλά προέρχονται καί ἀπό αὐτόπτες καί αὐτήκοους μάρτυρες. Ὅπως εἶναι φυσικό, σέ κάθε περίπτωση οἱ πιό ἀξιόπιστες μαρτυρίες εἶναι αὐτές τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτήκοων μαρτύρων, ὅσων εἶδαν μέ τά μάτια τους ἕνα γεγονός καί ἄκουσαν μέ τ’ αὐτιά τους . Αὐτό ἀκριβῶς τονίζει καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης: «ὅ,τι ὑπῆρξε ἀπό τήν ἀρχή, ὅ,τι ἀκούσαμε, ὅ,τι εἴδαμε μέ τά μάτια μας, ὅ,τι παρατηρήσαμε, ὅ,τι ἐψηλάφησαν τά χέρια μας ... αὐτό σᾶς ἀναγγέλομε» (Α' Ἰω. 1, 1-3). 

Ἀπό τούς συγγραφεῖς τῆς   Κ.Διαθήκης , ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης, ὁ Ματθαῖος, ἀνῆκαν στούς στενούς Μαθητές τοῦ Ἰησοῦ , στόν κύκλο τῶν «Δώδεκα»,  καί ἡ μαρτυρία τους ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα. Ἄλλοι πάλι ὑπῆρξαν μαθητές κορυφαίων Ἀποστόλων.

Μήπως, ὅμως, ὑπερέβαλλαν οἱ Ἀπόστολοι στίς ἐκτιμήσεις τους; Μήπως ὡραιοποίησαν τά πράγματα; Μήπως ἀλλοίωσαν τά γεγονότα;

Μά ἦταν δυνατό νά συμβεῖ κάτι τέτοιο;

Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δέν κήρυτταν δημόσια; Δέν ἀπευθύνονταν σέ ἀνθρώπους πού ἤδη γνώριζαν καλά τά γεγονότα; Δέν χρησιμοποιοῦσαν ἐκφράσεις τοῦ τύπου «ὅπως καί σεῖς καλά γνωρίζετε» κ.λ.π. (Πραξ. 2, 22); Τολμοῦσαν νά χρησιμοποιήσουν ἀνακρίβειες σέ τέτοια ἀκροατήρια; Μεταξύ τῶν ἀκροατῶν τους ἦσαν μόνο φίλοι; Δέν ἦσαν καί οἱ φανατικοί ἀντίπαλοι τῆς νέας θρησκείας, πού ἀναζητοῦσαν ἐπιμόνως ἀνακρίβειες στόν λόγο ἤ στά γραπτά τῶν Ἀποστόλων γιά νά τούς «τινάζουν στόν ἀέρα»; Ἐξιδανικεύουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γεγονότα καί καταστάσεις, ὅταν δέν ἀποκρύπτουν περιστατικά, ὅπως ὁ πόθος κάποιων Μαθητῶν νά καταλάβουν μεγάλα ἀξιώματα ἤ ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου, τό ὅτι ὁ Κύριος τούς ὀνόμασε κάποτε «ἀνοήτους καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» καί πολλά ἄλλα;

Συμπερασματικά, κατά τόν R. Parente, διαπρεπῆ ἐρευνητή τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, «σήμερα κανένας ἄνθρωπος μέ μόρφωση καί σοβαρότητα δέν ἀρνεῖται τήν ἐγκυρότητα καί ἀξιοπιστία τῶν Εὐαγγελίων. Τά Εὐαγγέλια ἄντεξαν σέ ὅλες τίς μορφές τῆς πιό ἀπαίσιας κριτικῆς»

(βλ. Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Τί εἶναι ὁ Χριστός, Πρέβεζα 1989, σ. 48).

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Κάποιοι ἐπιχείρησαν νά ἀμφισβητήσουν τή γνησιότητα  τῶν κειμένων τῆς Κ. Διαθήκης, μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι τά χειρόγραφα τῶν ἴδιων τῶν συγγραφέων της ἔχουν χαθεῖ καί σώζονται μόνο μεταγενέστερα χειρόγραφα.

Τό πειστικό ἐκ πρώτης ὄψεως ἐπιχείρημα, ὑποβαθμίζεται πλήρως ἄν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν , ὅτι τό ἴδιο ἀκριβῶς ἰσχύει γιά ὅλα ἀνεξαιρέτως τά ἀρχαῖα κείμενα, τῶν ὁποίων ἡ γνησιότητα δέν ἀμφισβητεῖται. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ὑπάρχει ἡ ἐπιστήμη τῆς κριτικῆς τῶν κειμένων, ἡ ὁποία ἐρευνᾶ τή γνησιότητα μέ τά ἑξῆς κριτήρια:

α) πόσοι χειρόγραφοι κώδικες παραδίδουν ἕνα κείμενο καί

β) πόσο ἀρχαῖοι εἶναι οἱ  κώδικες πού σώζονται.

Τί ἰσχύει ἐν προκειμένῳ γιά τήν Ἁγ. Γραφή;

Σέ 2.500 κώδικες περιέχεται ὁλόκληρη η Αγία Γραφή ,  καί 25.000 κώδικες περιέχουν μεγάλα τμήματά της ,συνήθως μόνο της Καινής Διαθήκης.

 Ὡς πρός τούς ἄλλους ἀρχαίους συγγραφεῖς :

 ὑπάρχουν μόνο 50 κώδικες τοῦ Αἰσχύλου,

100 κώδικες τοῦ Σοφοκλῆ , 8 κώδικες τοῦ Θουκιδίδη , 200 κώδικες τοῦ Πλινίου , 500 κώδικες τοῦ Ὁρατίου.

  (Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, μνημ. ἔργ., σ. 31).

Συμπέρασμα  :  ἀπό πλευρᾶς ἀριθμοῦ κωδίκων ἡ Ἁγ. Γραφή ὑπερτερεῖ σέ ἀσύγκριτο βαθμό ἀπ’ ὅλα τά ἀρχαῖα κείμενα.

Ἀλλά καί ἀπό πλευρᾶς ἀρχαιότητος τῶν κωδίκων ὑπερτερεῖ σέ ἀσύγκριτο βαθμό. Π.χ. ἡ Ἱστορία τοῦ Θουκιδίδη ἐγράφη περί τό 400 π.Χ. Οἱ κώδικές της χρονολογοῦνται μετά τό 900 μ.Χ., δηλ. εἶναι τουλάχιστον 1.300 χρόνια μεταγενέστεροι! Ἡ Ποιητική τοῦ Ἀριστοτέλη ἐγράφη τό 343 π.Χ. Ὁ ἀρχαιότερος κώδικας εἶναι τοῦ 1.100 μ.Χ. (1.400 χρόνια μεταγενέστερος!). 

Ἡ Κ. Διαθήκη ἐγράφη μεταξύ 49-95 μ.Χ. Οἱ ἀρχαιότεροι κώδικές της - Σιναϊτικός, Ἀλεξανδρινός καί Βατικανός- χρονολογοῦνται περί τό 250 μ.Χ., δηλ. μόνο 150-200 χρόνια μεταγενέστεροι.

Μετά τήν Ἁγ. Γραφή γνησιότερο κείμενο θεωρεῖται ἡ Ἰλιάδα τοῦ Ὀμήρου. Σώζονται 643 κώδικες, γραμμένοι ὅλοι μετά τό 1.200 μ.Χ., δηλ. τουλάχιστον 1.800 χρόνια μεταγενέστεροι .

Συμπέρασμα :  ἡ Κ. Διαθήκη εἶναι τό γνησιότερο βιβλίο στόν κόσμο.

Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅπως προκύπτει ἀπό ἀδιάψευστα πραγματικά  πιστημονικά δεδομένα.

  

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΚΑΙ ΤΑ

«ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ»

 

Τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ σημασία τους

«Θαῦμα» εἶναι τό γεγονός πού συμβαίνει κατά παράβασιν τῶν νόμων τῆς φύσεως, πού καταργεῖ τούς γνωστούς φυσικούς νόμους καί ἐμφανίζεται ὡς παράλογο στήν ἀνθρώπινη λογική. Ὡς τέτοιο, προκαλεῖ τόν θαυμασμό καί τήν ἀπορία, γι' αὐτό καί ὀνομάζεται «θαῦμα». 

Ἄν τό θαῦμα γίνεται κατά παράβασιν τῶν φυσικῶν νόμων, ποιός μπορεῖ νά τό ἐπιτελέσει κατά τήν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη; Μπορεῖ μόνο ἐκεῖνος πού δημιούργησε τόν κόσμο καί ἔθεσε τούς νόμους τῆς φύσεως, δηλ. ὁ Θεός. Αὐτός πού ἔθεσε τούς φυσικούς νόμους, μπορεῖ καί νά τούς καταργεῖ ἄν θέλει καί ὅποτε θέλει, καί τότε συμβαίνει τό θαῦμα. 

Ἡ Ἁγ. Γραφή ἀναφέρει πλῆθος τέτοιων θαυματουργικῶν ἐπεμβάσεων τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.

Μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α' Τιμ. 3, 16), δηλ. ὁ Θεός φανερώθηκε ἀνάμεσά μας, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ὁ «μεγάλος Θεός» (Τιτ. 2, 13) στόν Ὁποῖο πιστεύουμε. Εἶναι, λοιπόν, φυσικό νά ἔκανε ὁ Χριστός θαύματα, καί τά ἱερά Εὐαγγέλια ἀναφέρονται συστηματικά σέ θαύματα τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀναστάσεις νεκρῶν, θεραπεῖες δαιμονιζομένων, ἰάσεις ἀσθενῶν κ.λ.π. Τά θαύματα ἀποτελοῦν ἔνδειξη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Ὅταν κάποτε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔστειλε δύο μαθητές του νά διαπιστώσουν ἄν ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἅ ἀκούετε καί βλέπετε· τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται» (Ματθ. 11, 4 - 5).

Ἄν παρατηρήσουμε προσεκτικά τά θαύματα τοῦ Κυρίου στά Εὐαγγέλια, θά διακρίνουμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά, πού ταυτόχρονα τά διακρίνουν ἀπό τά «σημεῖα» τῆς πλάνης, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. Τά θαύματα τοῦ Κυρίου:

α) Ἔχουν λόγο καί νόημα. Κανένα δέν ἔγινε χωρίς νά ὑπάρχει λόγος καί χωρίς νά ἔχει ἕνα βαθύτερο νόημα. Οἱ ἰάσεις τῶν ἀσθενῶν π.χ. φανερώνουν ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἰατρός τῶν σωμάτων, ἀλλά καί τῶν ψυχῶν μας. Οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν φανερώνουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, εἶναι Αὐτός πού μπορεῖ νά «ἁρπάζει» ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου ὅποιον θέλει καί νά τόν ἐπαναφέρει στή ζωή. Οἱ θεραπεῖες τῶν δαιμονιζομένων φανερώνουν ὅτι «ἐν Χριστῷ» καταργεῖται ἡ καταδυναστεία τοῦ διαβόλου, ὁ χορτασμός τῶν «πεντακισχιλίων» φανερώνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ χορηγός ὄχι μόνο τῆς φυσικῆς τροφῆς, ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς, τοῦ «ἄρτου» πού κατεβαίνει «ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» (Ἰω. 6, 33) κ.λπ.

β) Ἀποκαλύπτουν καί φανερώνουν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουν σκοπό νά ἐνισχύσουν τήν πίστη στό πρόσωπό Του καί νά μᾶς ὁδηγήσουν στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία. Αὐτό ἐντάσσεται στόν γενικότερο σκοπό τῶν Εὐαγγελίων, πού εἶναι νά πιστέψουμε ὅτι «Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχομεν ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰω. 20, 31).

γ) Σχετίζονται στενά μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ προέκταση καί ἡ ἐπιβεβαιώση αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, ὅπως καί στήν περίπτωση τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων, ὅπου ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐπικύρωνε «τόν λόγον» «διά τῶν ἐπακολουθούντων σημείων» (Μαρκ. 16, 20). Τυχόν γεγονότα «ὑπερφυσικά», πού προϋποθέτουν διδασκαλία διαφορετική ἀπό αὐτήν τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τά αὐθεντικά θαύματα.

δ) Ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ἄπειρη ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός κατέβηκε στή γῆ καί «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας» (Πραξ. 10, 38).

ε) Ἀποβλέπουν γενικά στή θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος. Ὄχι μόνο στή θεραπεία τοῦ σώματος, ἀλλά καί τῆς ψυχῆς. Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου ἦταν σωματικές θεραπεῖες. Οἱ θεραπεῖες αὐτές, ὅμως, δέν ἀφοροῦσαν μόνο στό σῶμα, ἀλλ' ἐπεκτείνοντο καί στήν ψυχή. Ὁ Κύριος ἀπαιτοῦσε συγκεκριμένες πνευματικές προϋποθέσεις ἀπό τούς ἀποδέκτες τῶν θαυμάτων, ὅπως ἡ πίστη, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία, ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀποφυγή της, ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία, ἡ εὐχαριστία πρός τόν Θεό κ.ἄ.

Τά ἐκτός τοῦ Χριστοῦ «θαύματα»

Ὑπάρχουν θαύματα ἐκτός τοῦ Χριστοῦ; 

Ὑπάρχουν κατ’ ἀρχήν τά θαύματα πού γίνονται ἀπό τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, τήν Θεοτόκο, καί ἀπό τούς «φίλους» Του, δηλ. τούς Ἁγίους. 

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἄν κάποιος πιστέψει σέ μένα (μέ τήν βεβαία πίστη τῶν Ἁγίων) θά ἐπιτελέσει τά «ἔργα» (=τά θαύματα) πού ἐπιτελῶ ἐγώ καί μεγαλύτερα ἀπ’ αὐτά πού ἐπιτελῶ ἐγώ (Ἰω. 12, 12). Πράγματι στούς βίους τῶν Ἁγίων καταγράφονται θαύματα πιό ἐντυπωσιακά ἀπό τά γνωστά θαύματα τοῦ Κυρίου! Ὅμως, καί αὐτά γίνονται μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Δέν γίνονται μέ τή φυσική δύναμη τῶν Ἁγίων . Μόνο ὁ Χριστός θαυματουργεῖ μέ τή δική του δύναμη. Πρόκειται, λοιπόν, γιά θαύματα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι γιά θαύματα ἐκτός τοῦ Χριστοῦ.

Ὑπάρχουν ἄλλα θαύματα ἐκτός τοῦ Χριστοῦ;

Τόσο ἡ Ἁγ. Γραφή ὅσο καί ἡ καθημερινή μας ἐμπειρία μαρτυροῦν γιά ὑπερφυσικά γεγονότα πού δέν γίνονται μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Πῶς γίνονται αὐτά;

«Κατ’ ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ», ἀπαντᾶ ἡ Ἁγ. Γραφή (Β' Θεσ. 2, 9), δηλ. μέ τή δύναμη τοῦ διαβόλου. Ὡς Χριστιανοί δεχόμεθα τήν πραγματική ὕπαρξη τοῦ διαβόλου καί γιά τό γενονός αὐτό μαρτυρεῖ ὁλόκληρη ἡ χριστιανική Παράδοση ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέχρι σήμερα. Ὁ διάβολος καί τά πονηρά πνεύματα πού τόν ἀκολουθοῦν ἔχουν ἀπό τή φύση τους τή δυνατότητα νά ἐπιτελοῦν ἔργα πού σέ μᾶς φαίνονται θαυμαστά. Βέβαια, ὁ διάβολος οὔτε Θεός εἶναι, οὔτε ἀπεριόριστες δυνατότητες ἔχει. Ἁπλά ἔχει δυνατότητες μεγαλύτερες ἀπό τίς δικές μας. Μπορεῖ π.χ. νά μετακινεῖ ἀντικείμενα, νά δημιουργεῖ κρότους γιά νά φοβίσει, νά μιμεῖται φωνές, νά προσλαμβάνει μορφές ἀνθρώπων, ζώων καί ἀντικειμένων ἀκόμη. Μπορεῖ νά μετασχηματίζεται «εἰς ἄγγελον φωτός» (Β' Κορ. 11, 14) ἤ νά παίρνει τίς μορφές τῶν Ἁγίων, τῆς Θεοτόκου ἤ ἀκόμη καί τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νά ἐμφυτεύει στόν νοῦ μας σκέψεις (λογισμούς). Μπορεῖ σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις νά καταλαμβάνει ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα (περιπτώσεις δαιμονιζομένων). Μπορεῖ νά κάνει εἰκόνες νά ὁμιλοῦν (Ἀποκ. 13, 15) καί νά κατεβάζει «πῦρ» ἀπό τόν οὐρανό (Ἀποκ. 13, 13). Μέ αὐτή τήν ἔννοια ὁ διάβολος μπορεῖ νά ἐπιτελεῖ «σημεῖα μεγάλα καί τέρατα» (Ματθ. 24, 24).

Ὅμως, αὐτά τά δαιμονικά σημεῖα δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τά ἀληθινά θαύματα, τά ὁποῖα μόνο ὁ Χριστός ἐπιτελεῖ. Ἡ Ἁγ. Γραφή τά ὀνομάζει «σημεῖα καί τέρατα ψεύδους» (Β' Θεσ. 2, 9), δηλ. ψεύτικα θαύματα. Τί σημαίνει αὐτό; Θά τό κατανοήσουμε μέ ἕνα περιστατικό ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (Μ. Συναξαριστής, ἔκδ. Μ. Λαγγῆ, τ. Θ', Ἀθῆναι 1987, σ. 595-596). 

Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν στήν Πάτμο, δροῦσε ἐκεῖ ὁ μάγος Κύνωψ, πού ἐπιτελοῦσε πολλά τέτοια σημεῖα. Κάποτε πού ἐπεδείκνυε τίς δυνατότητές του στό πλῆθος, κάλεσε ἕνα νέο καί τόν ρώτησε: «ζεῖ ὁ πατέρας σου ἤ πέθανε»; Καί αὐτός ἀπάντησε ὅτι ὁ πατέρας του εἶχε πεθάνει. «Πῶς πέθανε;», ρώτησε ὁ Κύνωψ. Καί ὁ νέος ἀπάντησε: «πνίγηκε στή θάλασσα γιατί τσακίστηκε τό καράβι του». Τότε ὁ Κύνωψ, κάνοντας κάποιες μαγικές κινήσεις, ἐξαφανίστηκε πρός τή θάλασσα καί μετά ἀπό λίγο ἐπέστρεψε ἔχοντας μαζί του ἕνα δαίμονα μέ τή μορφή τοῦ πνιγμένου ἀνθρώπου. «Αὐτός εἶναι ὁ πατέρας σου;», ρώτησε ὁ Κύνωψ. «Αὐτός», ἀπάντησε μέ βεβαιότητα ὁ νέος, καί ὁ λαός ἐκραύγαζε δοξάζοντας τόν Κύνωπα γιά τήν «ἀνάσταση» τοῦ νεκροῦ. 

Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ψεύτικο θαῦμα, ἕνα «σημεῖο ψεύδους», μιά διαβολική ἀπάτη πού ὁδηγεῖ κατ' εὐθείαν στήν πλάνη (ὅπως στόν Πνευματισμό, ὅπου οἱ δαίμονες μιμοῦνται τή φωνή τῶν νεκρῶν πού «καλεῖ» ὁ πνευματιστής), μιά ἀπάτη ὅμως πού φαίνεται ἀπολύτως πειστική σέ ὅσους δέν μποροῦν ἤ δέν ἔχουν διάθεση νά διακρίνουν.

Σέ ἀντίθεση μέ τά χαρακτηριστικά τῶν γνησίων θαυμάτων μποροῦμε νά διακρίνουμε τά χαρακτηριστικά τῶν «σημείων τοῦ ψεύδους καί της πλάνης ». Αὐτά:

α) Δέν ἔχουν λόγο καί νόημα, ἀλλά γίνονται γιά ἐνυπωσιασμό. β) Δέν ὁδηγοῦν στόν Χριστό, οὔτε προϋποθέτουν τή διδασκαλία του, ἀλλά ἔχουν σκοπό νά πλανήσουν τόν ἄνθρωπο.

 γ) Δέν ἀποτελοῦν ἔκφραση ἀγάπης καί 

δ) Δέν ἀποσκοποῦν στή θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος, ἰδαιτέρα τῆς ψυχικῆς, δηλ. δέν ὁδηγοῦν σέ πίστη, μετάνοια, προσευχή, ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία κ.λπ.

Οἱ «ψευδόχριστοι» καί οἱ «ψευδοπροφῆται» τῶν ἐσχάτων

Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο γεγονός ὅτι στήν ἐποχή μας παρατηρεῖται  ἔξαρση τοῦ φαινομένου τῶν ὑπερφυσικῶν σημείων («ψευτοθαυμάτων») σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ὄχι μόνο στόν ἐξωχριστιανικό, ἀλλά καί στόν χριστιανικό - μή ὀρθόδοξο χῶρο.

Σέ προτεσταντικούς κύκλους κυρίως ἐμφανίζεται τό φαινόμενο τῆς «χαρισματικῆς ἀναζωπύρωσης» , μιᾶς ὑποτιθέμενης «ἐκχύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος» , συνοδευόμενο μέ τήν ἐμφάνιση πνευματικῶν, δῆθεν  «χαρισμάτων», ὅπως ἡ «γλωσσολαλία», ἡ «προφητεία», ἡ «θεραπεία» κ.ἄ. Οἱ Πεντηκοστιανοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό πνεῦμα τούς ἐμπνέει νά ὁμιλοῦν ἀκατανόητες γλῶσσες μέ ἄναρθρες συνήθως κραυγές. Σέ ἄλλους προκαλεῖ κρίσεις γέλιου, ὥστε νά γίνεται λόγος γιά «γέλιο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος». «Τό μόνο πού μποροῦσα νά κάνω ἦταν νά γελῶ σωριασμένος στό πάτωμα», «καθόμουν στό παρεκκλήσι γιά μισή ὥρα μόνο γελῶντας ἀπό χαρά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ», «ἤθελα μόνο νά γελῶ ... κρατοῦσα τά πλευρά μου καί γελοῦσα ὥσπου διπλώθηκα στά δύο», σύμφωνα μέ μαρτυρίες κάποιων πού εἶχαν τέτοιες ἐμπειρίες (π. Σερ. Ρόουζ, Ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ θρησκεία τοῦ μέλλοντος, ἔκδ. Ἐγρήγορση, σ. 197-198).

Προτεστάντες θεραπευτές ἐπιδεινύουν τίς «θαυματουργικές» τους ἰδιότητες στά πλήθη. Ἔντονα τέτοια φαινόμενα ἐμφανίζονται  στήν Ἰνδονησία, ὅπου «τό νερό μετατρέπεται σέ κρασί κάθε φορά πού γίνεται ἡ προτεσταντική θεία λειτουργία· χέρια ἐμφανίζονται ἀπό τό πουθενά, γιά νά μοιράσουν ὡς ἐκ θαύματος φαγητό στούς πεινασμένους· μιά ὁλόκληρη ὁμάδα δαιμόνων ἐμφανίζεται νά ἐγκαταλείπει ἕνα εἰδωλολατρικό χωριό γιατί "κάποιος ἰσχυρότερος" (ὁ "Ἰησοῦς") ἔχει ἔρθει νά τούς πάρει τή θέση ... τό "μαγνητόφωνο τοῦ Θεοῦ" ἠχογραφεῖ τό τραγούδι μιᾶς παιδικῆς χορωδίας καί τό παίζει στόν ἀέρα ... φωτιά ἔρχεται ἀπό τόν οὐρανό ... ὁ "Χριστός" ἐμφανίζεται στόν οὐρανό καί πέφτει πάνω σέ ἀνθρώπους μέ σκοπό νά τούς γιατρέψει» (αὐτόθι, σ. 234 -235). Ἄς μήν ἐπεκταθοῦμε σέ παρόμοια φαινόμενα πού συμβαίνουν στόν ἐξωχριστιανικό χῶρο ἀπό γκουρού, μάγους, πνευματιστές κ.λ.π.

Τό ἐρώτημα εἶναι ποιό πνεῦμα προκαλεῖ αὐτά τά φαινόμενα. Τά προκαλεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἤ μήπως κάποιο ἄλλο πνεῦμα;

«Στούς ἔσχατους καιρούς», λέγει ὁ ἅγ. Νήφων Κωσταντιανῆς, «αὐτοί πού πραγματικά θά ὑπηρετοῦν τόν Θεό θά ἐπιτύχουν νά κρυφτοῦν ἀπό τούς ἀνθρώπους καί δέν θά κάνουν θαύματα ἀνάμεσά τους ὅπως στόν παρόντα καιρό, ἀλλά ... στή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν θά εἶναι μεγαλύτεροι ἀπό τούς Πατέρες πού δοξάστηκαν μέ θαύματα» (αὐτόθι, σ. 218).

 Ἡ Ἁγ. Γραφή δέν συμμερίζεται καθόλου τίς ὑπεραισιόδοξες ἀντιλήψεις, ὅσων πιστεύουν στήν ἐξάπλωση τῆς πίστης καί στόν πολλαπλασιασμό τῶν θαυμάτων. Ἀντίθετα μάλιστα, μαρτυρεῖ σαφῶς ὅτι ἐκεῖνο πού θά ἀποκορυφωθεῖ ὅσο πλησιάζουμε πρός τό τέλος τοῦ κόσμου θά εἶναι ἡ «ἀποστασία» (Β' Θεσ. 2,3), δηλ. ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά Του. Ἡ πίστη θά συρικνωθεῖ τόσο πολύ, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διερωτᾶται: «ὅταν ἔλθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, θά βρεῖ ἄραγε τήν πίστη στή γῆ»; (Λουκ. 18, 8). Σέ ὅσους πιστεύουν στίς ἐντυπωσιακές ἐκδηλώσεις τοῦ «πνεύματος», ὁ Κύριος ἀπαντᾶ: «οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως» (Λουκ. 17, 21), δηλ. ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀντιληπτή, δέν ἔχει ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις, ἀλλά «ἐντός ὑμῶν ἐστιν».

Εἶναι σαφής ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ὅτι πρίν τήν Δευτέρα Παρουσία Του «ἐγερθήσονται ψευδόχριστοι καί ψευδοπροφῆται καί δώσουσι σημεῖα μεγάλα καί τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καί τούς ἐκλεκτούς» (Ματθ. 24, 24). Θά ἐμφανισθοῦν δηλ. ψευδομεσσίες καί ψευδοάγιοι, οἱ ὁποῖοι θά κάνουν τόσο μεγάλα καί ἐντυπωσιακά «θαύματα» («κατ' ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ» = μέ τή δύναμη τοῦ διαβόλου), ὥστε θά κινδυνεύσουν νά πλανηθοῦν ἀκόμη καί οἱ πιό πιστοί Χριστιανοί. Τότε «ἄν λένε ὅτι ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός ἤ ἐκεῖ, μήν τούς πιστέψετε» (Ματθ. 20, 23). Ἡ ἐμφάνιση αὐτῶν τῶν ψευδοπροφητῶν πού «θαυματουργοῦν» εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα «σημεῖα τῶν καιρῶν», δηλ. ἀπό τίς ἰσχυρότερες ἐνδείξεις ὅτι πλησιάζει ἡ ἐποχή τοῦ τελικοῦ Ἀντιχρίστου, πού θά καταργηθεῖ μέ τήν ἔνδοξο Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου.

Αὐτό, ὅμως, σημαίνει ὅτι δέν πρέπει γενικά νά πιστεύουμε στά θαύματα; Ἤ ὅτι τά θαύματα ἔπαψαν νά γίνονται; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἡ ἄρνηση τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ εἶναι σημεῖο ἀπιστίας καί σκληροκαρδίας μεγάλης. Ὁ ἀρνούμενος τά θαύματα, ἀρνεῖται τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί, κατά συνέπειαν, τόν ἴδιο τόν Θεό. Τά θαύματα γίνονται καί θά συνεχίσουν νά γίνονται: ἀπό τίς θαυματουργές εἰκόνες, τά ἱερά προσκυνήματα, τά λείψανα τῶν Ἁγίων καί ἀπό τούς  ζῶντες Ἁγίους τοῦ Θεοῦ.

Τό πρόβλημα εἶναι ἡ διάκρισή τους ἀπό τά «σημεῖα τοῦ ψεύδους». 

Ἐδῶ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἡ προτροπή   τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου:

«ἀγαπητοί, μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον» (ἀγαπητοί μου, μήν δέχεσθε κάτι τόσο εὔκολα, ἀλλά νά ἐρευνᾶτε ἄν προέρχεται ἀπό τόν Θεό, γιατί πολλοί ψευδοπροφῆτες ἔχουν ἐμφανισθεῖ στόν κόσμο) (Α' Ἰω. 4, 1).

 

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Σύμφωνα μέ  τή διδασκαλία  τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Χριστός δέν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα ἤ κατάσταση, ἀλλά συγκεκριμένο πρόσωπο. Εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ὑπῆρχε μαζί μέ τόν Πατέρα  καί τό Ἅγ. Πνεῦμα προαιωνίως. Εἶναι «Θεός ἀληθινός», ὁμοούσιος , συνάναρχος  μέ τόν Πατέρα, καί δέν εἶναι κτίσμα    δημιούργημα  .

Ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου , ὁ Θεὸς Λόγος , τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος , γιὰ τὴ δική μας σωτηρία, σαρκώθηκε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου , ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς ἁμαρτία , χωρίς ὅμως, νὰ πάψει νὰ εἶναι καὶ τέλειος Θεός.  Στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ υπάρχουν δύο τέλειες φύσεις  θεία καί ἀνθρώπινη , ἑνωμένες , ἀσυγχύτως , ἀδιαιρέτως , ἀχωρίστως καὶ ἀτρέπτως». Ο  Ἰησοῦς Χριστός, ἐζησε ἀνάμεσά μας, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε , συντρίβοντας τό κράτος τοῦ θανάτου καί του διαβόλου , καί ἀνελήφθη  στούς οὐρανούς μαζί μέ τήν ἀνθρώπινη φύση  πού προσέλαβε.

Γιά μᾶς εἶναι ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ μόνος Κύριος, ὁ μόνος Σωτῆρας καί Λυτρωτής, τέλειος Θεός καί τέλειος άνθρωπος , ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ , το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας καί Ομοουσίου καί Αδιαιρέτου Τριάδος .

 Κάποτε θά ἔλθει καί πάλι  «μετά δόξης» γιά νά κρίνει τούς ζῶντας καί τούς νεκρούς, τούς ὁποίους θά ἀναστήσει. Καί ἄλλους μέν ὅσους άκολουθοῦν τό θέλημα τοῦ διαβόλου  θά ἐξαποστείλει «εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. 25, 41), ἄλλους δέ θά καταστήσει κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος».

 

 

Πορίσματα ΚΣΤ' Πανορθόδοξης Συνδιάσκεψης

μὲ θέμα :

«Ἐξωχριστιανικές, αἱρετικὲς καὶ ἀποκρυφιστικὲς θεωρήσεις περὶ τοῦ Χριστοῦ»

3 - 5 Νοεμβρίου 2014

Ἡ ΚΣΤ' Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη Ἐντεταλμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ Ἱερῶν Μητροπόλεων γιὰ θέματα αἱρέσεων καὶ παραθρησκείας, ποὺ πραγματοποιήθηκε, ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου Β', στὸ Πνευματικὸ καὶ Διοικητικὸ Κέντρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φθιώτιδος στὴ Λαμία, ἀπὸ 3 ἕως 5.11.2014, μὲ τὴ φιλόξενη φροντίδα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου καὶ ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γλυφάδας κ. Παύλου, Μέλους τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων, μὲ θέμα: «Ἐξωχριστιανικές, αἱρετικὲς καὶ ἀποκρυφιστικὲς θεωρήσεις περὶ τοῦ Χριστοῦ», μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ συζήτηση ἐπὶ τῶν εἰσηγήσεων, ἐνέκρινε ὁμοφώνως τὰ ἀκόλουθα Πορίσματα:

1. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βασίζεται στὴν ἀκλόνητη πίστη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ του Ζῶντος». Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἀποκαλύφθηκε ἀρχικὰ ὡς «Ἄσαρκος Λόγος» στοὺς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μετέπειτα εἰσῆλθε στὸν κόσμο καὶ στὴν Ἱστορία ὡς «Ἔνσαρκος Λόγος», καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ἀναμάρτητος, γιὰ τὴ σωτηρία μας. Σύμφωνα μὲ τὶς ἀδιάψευστες μαρτυρίες ὅσων γνώρισαν τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ εἶδαν τὴ δόξα Του, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Ἀληθινὸς Θεός, ὁ μόνος Δεσπότης καὶ Κύριος, ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος, ἡ Ἀρχὴ καὶ τὸ Τέλος, τὸ Ἂ καὶ τὸ Ω. Εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς πρὸς τὸν Πατέρα, ὁ αἴτιος τῆς σωτηρίας καὶ τῆς θεώσεώς μας.

2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πιστεύει καὶ ὁμολογεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, σύμφωνα μὲ τὸν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα καὶ ὁμοούσιον τὸν αὐτὸν ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας...εν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον...».

3. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν μαρτυρία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐξωχριστιανικές, αἱρετικὲς καὶ ἀποκρυφιστικὲς θεωρήσεις περὶ τοῦ Χριστοῦ, στηρίζονται στοὺς ἕωλους συλλογισμοὺς τοῦ σκοτισμένου νοῦ τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως, μὲ τοὺς ὁποίους σχετικοποιεῖται ἢ ἀλλοιώνεται καὶ διαστρέφεται ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸ Θεανδρικὸ Πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια τὸν ἀποπροσανατολισμὸ καὶ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν κύριο σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του, ποὺ εἶναι ἡ κατὰ χάριν ἕνωση καὶ κοινωνία του μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό.

4. Κάθε ἀπόπειρα νὰ ἀλλοιωθεῖ ἢ καὶ νὰ ἀκυρωθεῖ ἡ μοναδικότητα τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἡ καταγεγραμμένη καὶ ζῶσα διαχρονικῶς ἀποστολικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ἀναμφιβόλως εἶναι ἀναίρεση τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁδηγεῖ σὲ πλάνη.

5. Τέτοιες ἐσφαλμένες αἱρετικὲς προσεγγίσεις ἐμφανίζονται ἤδη ἀπὸ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους καὶ ἀναφέρονται στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ στὴ Γραμματεία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς καὶ τὶς Τοπικὲς Συνόδους καὶ μὲ τὸ ἔργο τῶν Θεοφόρων Πατέρων της ἀντιμετώπισε μεγάλες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ἀλλοίωναν τὴν Χριστολογία καὶ ἑπομένως τὴν Σωτηριολογία της. Στὰ νεώτερα χρόνια, κυρίως στὸν δυτικὸ χῶρο, μὲ τὴ μονομερῆ χρήση τῆς ἱστορικοκριτικῆς μεθόδου, ἐμφανίζεται ὁ Χριστὸς μόνο ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο καὶ παραγνωρίζεται ἡ περὶ Αὐτοῦ ἐκκλησιαστικὴ δογματικὴ παράδοση.

6. Σύμφωνα μὲ τὴν ὁρολογία τῆς Θεοσοφίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς βασικὲς ἐκφράσεις τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρόσωπο, δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀλλὰ εἶναι μία «κατάσταση», στὴν ὁποία μετενσαρκώνονται κατὰ καιροὺς διάφοροι «φωτισμένοι διδάσκαλοι». Καμία σχέση δὲν ἔχει ὁ «χριστὸς» αὐτὸς μὲ τὸν ἱστορικὸ Ἰησοῦ Χριστὸ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων καὶ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν γεννηθέντα ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου παθόντα, ταφέντα καὶ ἀναστάντα. Ἄλλωστε, ἡ Θεοσοφία διακηρύσσει ὅτι «στὸν Θεὸ τῶν Χριστιανῶν, στὸν Πατέρα τοῦ Ἰησοῦ, στὸν Δημιουργό, δὲν πιστεύουμε. Ἀπορρίπτουμε τὴν ἰδέα Θεοῦ προσωπικοῦ» (Ἔλενα Μπλαβάτσκυ).

7. Ἄλλη χαρακτηριστικὴ ἀλλοίωση τοῦ Θεανθρώπινου Προσώπου τοῦ Χριστοῦ συντελεῖται καὶ στὸ σύστημα τῆς Ἀνθρωποσοφίας, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ Θεοσοφία, τὸ ὁποῖο ἀρνεῖται ἢ διαστρεβλώνει τὴν Ἁγιογραφικὴ περὶ τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία. Χρησιμοποιῶντας ὡς κύρια πηγὴ τὰ φανταστικὰ ἀποκρυφιστικὰ «Ἀκασικὰ ἀρχεῖα», ὑποτιμᾶ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ συνδέει αὐτὸ μὲ ἀνιστόρητες, νεογνωστικοῦ τύπου, φαντασιώδεις κατασκευὲς περὶ Αὐτοῦ. Σύμφωνα ἐπίσης μὲ τὶς δοξασίες τῆς Ἀνθρωποσοφίας, καταργεῖται ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ βεβαιότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν ἄτεγκτο ἐξαναγκασμὸ ἑνὸς ἀπρόσωπου, κοσμικοῦ, φυσικοῦ νόμου, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι διέπει τὰ πάντα. Ἐπιπλέον, ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ μεταλλάσσεται σὲ μία διαδικασία ἐξελικτικῆς αὐτοσωτηρίας.

8. Ἡ ἑταιρεία «Σκοπιὰ» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» διαστρέφει πλήρως τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προβάλλοντας μία συγκεχυμένη ἀντίληψη περὶ τοῦ Χριστοῦ, παρόμοια μὲ ἐκείνη τοῦ ἀρχαίου Ἀρειανισμοῦ. Γιὰ τὴν «Σκοπιά», ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι ὁ Θεός-Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὁ μόνος Σωτῆρας καὶ ὁ ἔσχατος Κριτής του, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς ἕνα δημιούργημα τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἕνας ὑπηρέτης του. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ στὴν Ἱστορία, κατ' αὐτήν, δὲν εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἀλλὰ ἕνας «τέλειος ἄνθρωπος καὶ τίποτε παραπάνω», ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει τὴν σωτηρία.

9. Ὁ Νεοπαγανιστικὸς πολυθεϊσμός, ὡς ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», ἔχει διατυπωμένες ἀνάλογες δοξασίες γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Λόγῳ τῶν πολλῶν καὶ ἀντικρουομένων τάσεων στὸν χῶρο αὐτό, εἴτε ἀρνεῖται τὴν ἱστορικότητά Του, εἴτε Τὸν ἐντάσσει σὲ ἐθνικιστικά, ἐθνοφυλετικά, ἀποκρυφιστικὰ καὶ πολυθεϊστικὰ πλαίσια. Εἶναι εὐνόητο, ὅτι ὁ «Χριστὸς» τοῦ Νεοπαγανισμοῦ, εἴτε θεωρεῖται ἱστορικὸ πρόσωπο, κοινωνικὸς ἢ ἐθνικὸς ἐπαναστάτης, εἴτε μῦθος ἢ ἀλληγορία, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

10. Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν, παλαιοτέρων καὶ συγχρόνων παραχαράξεων τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία εὐαγγελίζεται τὴν μοναδικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ἐπαναλαμβάνοντας τοὺς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι «οὐκ ἔστι ἐν οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομὰ ἐστι ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὦ δεὶ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πρξ, 4,12). Ἡ Συνδιάσκεψη προτρέπει τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα νὰ πιστεύει, νὰ γρηγορεῖ καὶ νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας.

Ἡ Συνδιάσκεψη ἐγκρίνει ὁμοφώνως τά ὡς ἄνω Πορίσματα καὶ ἐξουσιοδοτεῖ τὸν Πρόεδρο αὐτῆς νὰ τὰ ὑπογράψει.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνδιασκέψεως

Ὁ Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βοῦλας, Βουλιαγμένης καὶ Βάρης Παῦλος

Οἱ Ἐντεταλμένοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν

Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Μητροπολίτης Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου Δαμασκηνός

Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων Λύδδης Δημήτριος

Πατριαρχείου Ρωσίας, Ἡγούμενος Θεοφάνης Λουκιάνωφ

Πατριαρχείου Σερβίας Ἱερομόναχος Εὐσέβιος Meanja

Πατριαρχείου Ρουμανίας, Καθηγητὴς Κυπριανὸς Στρέτζα

Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Ἐπίσκοπος Καρπασίας Χριστοφόρος

Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Πρωτοπρ. Κυριακὸς Τσουρός

Ἐκκλησίας Πολωνίας, Ἀνδρέας Λέφτσακ

Ὁ φιλοξενῶν τὴν Συνδιάσκεψη

Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος

 

Πηγές :

Β. Γιαννοπούλου, Σύγχρονες αἱρέσεις. τ. Β' Τεκτονισμός ἤ Μασωνία, Ἀθήνα 1994, σ. 53-54.

Ἐκκλησία, τ. ΟΓ', 1996, σ. 673.

Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Διαλογισμός ἤ Προσευχή; Ἀθῆναι 1997, σ. 153-154.

Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, Ἀθῆναι 1994, σ. 574-575.

Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἀποκρυφιστικές ὁμάδες, Ἀθήνα 1996, σ. 152.

Ορθοδοξία και Αίρεσις , της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας ,  π. Σωτήριος Αθανασούλιας .

Τεύχος 33 , 34 και 35  , 2004 .

Τεύχος 41 , 2005 .

Τεύχος 59 , 2008 .

 


 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: