Κυριακή, Αυγούστου 03, 2025

 

Περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος  

Τοῦ κ. Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

  Ὁ Φώτης Κόντογλου στὸ βιβλίο του «Ἔκφρασις τῆς Ὀρθοδόξου Εἰκονογραφίας», γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδας σημειώνει τὰ ἀκόλουθα: “Ἡ Ἁγία Τριάς, εἰς τύπον τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ. Εἰς τὸ μέσον τράπεζα, καὶ γύρωθεν αὐτῆς τρεῖς Ἄγγελοι, μὲ ἀρχαιοελληνικὰ φορέματα ἢ μὲ στιχάρια, κρατοῦντες σκῆπτρα καὶ εὐλογοῦντες τὰ φαγητά. Καὶ ὄπισθεν αὐτῶν ἵσταται, δεξιόθεν μὲν ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, ἀριστερόθεν δὲ ἡ σύζυγος αὐτοῦ Σάρρα, ὑπηρετοῦντες αὐτούς. Κτήριον ἁπλοῦν, ὡς τοῖχος θυρίδας, ὑποδηλοῖ τὴν σκηνὴν τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ, καὶ ἕν δένδρον σκιάζον αὐτούς, παριστάνον τὴν δρῦν τοῦ Μαμβρῆ. Οἱ τρεῖς ἄγγελοι εἰκονίζουν τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἡ ὁποία ἐφανερώθη οὕτως εἰς τὸν Ἀβραὰμ (Γένεσ. ιη΄,1). Ἡ ἐπιγραφὴ τῆς εἰκόνος εἶναι ἡ ἀκόλουθος: “Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ Ή Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ”*.

  Μὲ βάση αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Φώτης Κόντογλου, ὅτι δηλαδὴ “οἱ τρεῖς ἄγγελοι εἰκονίζουν τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἡ ὁποία ἐφανερώθη οὕτως εἰς τὸν Ἀβραὰμ (Γένεσ. ιη΄,1), ὁρίζει τὸ πῶς πρέπει νὰ παρουσιάζεται στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἁγιογραφία ἡ Ἁγία Τριάδα. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη δεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

  “Ὤφθη δὲ αὐτῷ ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας· ἀναβλέψας δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπε· κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδα σου…” Γέν. ιη΄ (1-33).

  “Οἱ τρεῖς ἄγγελοι εἰκονίζουν τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἡ ὁποία ἐφανερώθη οὕτως εἰς τὸν Ἀβραὰμ (Γένεσ. ιη΄,1)”, σημειώνει ὁ Φώτης Κόντογλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἁγιογραφεῖται ἡ Ἁγία Τριάδα στὴν Ὀρθόδοξη Βυζαντινὴ Εἰκονογραφία.

“Καὶ γὰρ ὁ λογογράφος ἔγραψε τὸ βιβλίον καὶ τί ἔγραψεν ἐν τῷ Εὐαγγελίω; Πᾶσαν τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ παρέδωκεν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὁμοίως καὶ ὁ ζωγράφος ποιεῖ…Ὡς μᾶλλον ἀμφότεροι μίαν ἐξήγησιν ἀπεγράψαντο, καὶ διδάσκουσιν ἡμᾶς”, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ εἰκονογράφηση τῆς Ἁγίας Τριάδας, εἶναι εἰς τύπον τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ. Ἔτσι ὅρισε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἁγιογραφεῖται ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Τὸ Πηδάλιον τῆς Ἐκκλησίας ἀναφερόμενο σὲ αὐτὸ ποὺ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος λέγει, γράφει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἀκόλουθα: «…ἐκεῖνο ὅπου ἡ Γραφὴ καὶ τὸ Εὐαγγέλιον φανερώνει διὰ τῶν ρημάτων, τοῦτο ὁ ζωγράφος παριστάνει διὰ τῶν εἰκόνων».

Στὴν εἰκονογράφηση τῆς Ἁγίας Τριάδας στὸν Παπισμό, παρουσιάζεται ὁ Πατὴρ ὡς γέρων, ὁ Χριστὸς ὅπως συνήθως τὸν ἁγιογραφοῦν οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα “ἐν εἴδει περιστερᾶς”.

 Ἡ δυτικότροπη ἐπίδραση στοὺς Ὀρθόδοξους ἁγιογράφους ἐκτὸς ἀπὸ τὸν τεχνοτροπικὸ ἐπηρεασμό, εἶχε ὡς ἐπακόλουθο καὶ τὸν ἐπηρεασμὸ στὴν εἰκονογραφικὴ θεματολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Μάλιστα παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ εἰκονογραφεῖται ἡ Ἁγία Τριάδα σὲ Ἱεροὺς Ναοὺς Ὀρθοδόξων μὲ τὸν τρόπο ποὺ οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ τὴν εἰκονογραφοῦν, ἀλλὰ μὲ βάση τὴ βυζαντινὴ τεχνοτροπία, προσδίδοντάς της τοιουτοτρόπως μία χροιά, ἡ ὁποία λανθασμένα τὴν κάνει ἀποδεκτὴ καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι δὲν γνωρίζουν πῶς ἁγιογραφεῖται στὴν Ἐκκλησία ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Παρενθετικὰ νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ εἰκονογράφηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος “ἐν εἴδει περιστερᾶς”, ἀντὶ ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, εἰκονογραφήθηκε καὶ στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Διονύσιο ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων.

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνῶ κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν φανερώθηκε “ἐν εἴδει περιστερᾶς”, ἀλλὰ “ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν”, ἐντούτοις παρατηροῦμε νὰ ἔχει εἰκονογραφηθεῖ “ἐν εἴδει περιστερᾶς”, λανθασμένα ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Διονύσιο ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων. Αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἀναφερόμενος ὁ Φώτης Κόντογλου στὸ βιβλίο του “Ἔκφρασις τῆς Ὀρθοδόξου Εἰκονογραφίας – Τόμος Α΄”, σχετικὰ μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς τέχνης τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων σημειώνει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἀκόλουθα : “κακῶς γράφεται ἀκόμη εἰς τὴν «Ἑρμηνείαν», ὅτι εἰς τὴν Πεντηκοστὴν ζωγραφίζεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς περιστερά, ἐνῶ μόνον εἰς τὴν Βάπτισιν ἐφανερώθη οὕτω. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐφανερώθη κατὰ τρεῖς τρόπους: α΄ Ὡς περιστερὰ εἰς τὴν Βάπτισιν, β΄ ὡς νεφέλη φωτεινὴ εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν, καὶ γ΄ ὡς γλῶσσαι πυρὸς εἰς τὴν Πεντηκοστήν”.

Ἐπειδὴ μία εἰκόνα στηρίζεται σὲ ἄλλη ἁγιογραφηθεῖσα εἰκόνα, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνα λάθος τὸ ὁποῖο γίνεται, ἔχει ὡς συνεπακόλουθο τὴν ἐπανάλειψή του.

Ἡ τοιχογραφία αὐτὴ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ 18ου αἰώνα βρίσκεται στὸ ναὸ τοῦ Κελλίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅπου ἀσκήτευσε ὁ ἱερομόναχος Διονύσιος ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων.

Στὴν τοιχογραφία αὐτὴ τῆς Πεντηκοστῆς παρατηροῦμε ὅτι στὸ ἐπάνω μέρος της εἶναι ζωγραφισμένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα “ἐν εἴδει περιστερᾶς” μέσα σὲ δόξα. Στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν φανερώθηκε “ἐν εἴδει περιστερᾶς”, ἀλλὰ “ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν”.

Ἡ σημασία τῶν Ἁγίων εἰκόνων στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σωτηριώδης, γιὰ τοῦτο ἡ Εἰκονογραφία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία της. Πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σὲ αὐτά, τὰ ὁποῖα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται προλογικὰ στὸ Συνοδικὸ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, “οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν…”, γιατί νὰ τὸ ἀλλάξουμε;

Μία ἄλλη εἰκόνα στὴν ὁποία εἰκονίζεται ἡ Ἁγία Τριάδα σύμφωνα μὲ εἰκονογράφηση τῶν ρωμαιοκαθολικῶν, εἶναι ἐκείνη τῆς λεγόμενης κατ’ αὐτοὺς “Στέψης τῆς Παρθένου ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα”.

Δὲν ἐρείδεται ἡ εἰκονογραφικὴ αὐτὴ θεματολογία σὲ καμιὰ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Εἶναι παρείσακτη ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Φραγκοκρατίας. Τὴν παρατηροῦμε ἰδιαιτέρως στὰ Ἑπτάνησα, ἀλλὰ καὶ στὴν Κύπρο.

Καὶ σὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα ρωμαιοκαθολικῆς προέλευσης, παρατηροῦμε νὰ εἰκονίζεται ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως εἰκονογραφεῖται στὸν Παπισμό. Τὸ εἰκονολογικὸ αὐτὸ πρότυπο, τῆς λεγόμενης “Στέψης τῆς Παρθένου ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα” σὲ Ἑλλάδα καὶ Κύπρο, ἔχει τὶς ἀπαρχές του ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα στὴ Δύση. Ἀποτελεῖ μία ἀκόμα αὐθαιρεσία τῶν ρωμαιοκαθολικῶν.

Ἐμεῖς πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας κάνει ἀποδεκτό. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀναφέρθηκε καὶ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅτι “οὐ ζωγράφων ἐφεύρεσις ἡ τῶν εἰκόνων ποίησις, ἀλλὰ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔγκριτος θεσμοθεσία καὶ παράδοσις”, εἶναι γιὰ μᾶς μία πραγματικότητα, τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ παραβλέπουμε.

Ἔχει σημασία γιὰ τοὺς Ὀρθόδοξους ἁγιογράφους ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, γιατί ὅπως ἀναφέρθηκε κατὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, “αὐτῶν (τῶν Ἁγίων Πατέρων) ἡ ἐπίνοια καὶ ἡ παράδοσις καὶ οὐ τοῦ ζωγράφου”.

Δὲν πρέπει νὰ παρατηροῦμε στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τῶν Ὀρθοδόξων, εἰκονογραφημένη τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἄλλοτε μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν τρόπο ποὺ οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ τὴν εἰκονογραφοῦν.

* Φωτίου Κόντογλου, Ἔκφρασις τῆς Ὀρθοδόξου Εἰκονογραφίας – Τόμος Α΄ Κείμενον, Ἀθῆναι 1960, σελ. 147.



Δεν υπάρχουν σχόλια: